Άνοιξε το παλιό παντζούρι, που έτριξε όπως πάντα, και κοίταξε έξω. Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που, παρ’όλο που η ώρα της ανατολής είχε παρέλθει προ πολλού, το κυρίαρχο χρώμα παντού ήταν το γκρι. Με το ζόρι διέκρινε τη σιλουέτα του οδοδείκτη της διασταύρωσης, που βρισκόταν μόλις στα δέκα μέτρα από το σπίτι του.
Βλαστήμησε την ώρα και την στιγμή που είχε
επιλέξει αυτό το τόσο καταθλιπτικό μέρος για να εγκατασταθεί μόνιμα. Αν,
τουλάχιστον, είχε παρέα… Το βλέμμα του έπεσε σε μια φωτογραφία, γκρίζα
και εκείνη, όπως ο ουρανός. Στη φωτογραφία ένα χαμόγελο, ένα χαμόγελο
χωρίς ανταπόκριση πια…
Ένα κύμα από ερωτήματα εισέβαλαν στο μυαλό
του, όπως κάθε μέρα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια. Και ένα
έγκλημα αρχειοθετημένο για πάντα, ένα έγκλημα γεμάτο ερωτήσεις και χωρίς
καθόλου απαντήσεις.
«Τι τα σκαλίζεις ακόμα;» τον ρωτούσαν όλοι,
γνωστοί και φίλοι, όταν επέμενε ότι η αστυνομία δεν έπρεπε να
εγκαταλείψει την υπόθεση, ότι έπρεπε να συνεχίσουν τις έρευνες, ότι μία
«ληστεία μετά φόνου» δεν μπορεί να θεωρείται μία υπόθεση ρουτίνας και
ένας φόνος κατά τη διάρκεια μιας ληστείας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται
σαν παράπλευρη απώλεια…
Βαρέθηκε να προσπαθεί να εξηγήσει, και τι να εξηγήσει; Το γκρέμισμα της ζωής του, το κενό της ψυχής του, τι;
Αλλά δεν υπήρχαν στοιχεία. Ο δράστης ή οι
δράστες είχαν φροντίσει να σβήσουν τα ίχνη τους και δεν βρέθηκε ούτε ένα
αποτύπωμα. Μοναδική τους ελπίδα ο εντοπισμός των κλοπιμαίων, αλλά ούτε
αυτά εντοπίστηκαν ποτέ. Και τι να εντοπιστεί, δηλαδή; Το μεγαλύτερο
μέρος των κλοπιμαίων ήταν χρήματα, οι εισπράξεις μιας ολόκληρης
εβδομάδας. Κοσμήματα δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου στο σπίτι, δεν της
άρεσαν τα κοσμήματα, δεν τα φορούσε. Μόνο έναν σταυρό φορούσε, και αυτός
ήταν ο βαφτιστικός της. Τον είχαν αποσπάσει από το λαιμό της τραβώντας
τον βίαια…
Αποφάσισε να φύγει. «Η φυγή είναι για τους δειλούς, η δημιουργία
για τους τολμηρούς», άκουσε τη φωνή του πατέρα του να αντηχεί στο μυαλό
του. Δειλός. Ίσως γι’αυτό να επέλεξε και αυτό το μέρος, το μονίμως
τυλιγμένο στην ομίχλη, για την εγκατάστασή του. Ένα μέρος όπου η
παρουσία υπάρχει και δεν υπάρχει, τα περιγράμματα των μορφών
υπονοούνται, τα χνώτα γίνονται ένα με την ομίχλη…
Έκλεισε τα παράθυρα, άνοιξε την πόρτα και
βγήκε έξω. Σε λίγη ώρα έπρεπε να ανοίξει το μαγαζί. Δειλός και σε αυτό.
Ενεχυροδανειστήριο, όπως αυτό που είχε και πρώτα. Πού να τολμήσει να
κάνει κάτι καινούργιο…
Έφτασε στο μαγαζί, ανέβασε τα ρολά, και
άνοιξε την πόρτα. Η ομίχλη εισέβαλε μέσα μαζί του. Το ρολόι του τοίχου
έδειχνε 8. Πήρε την καρέκλα, την πήγε κάτω από το ρολόι, ανέβηκε επάνω
και άρχισε να το κουρδίζει.
Ακούστηκε το καμπανάκι της πόρτας. Πελάτης.
- Μισό λεπτό, είπε.
Τελείωσε με το κούρδισμα και πήγε στον πάγκο.
Ένας άντρας σε άθλια κατάσταση τον περίμενε, ένας άντρας στην ηλικία
του, αξύριστος και με βαθουλωμένα μάτια.
- Καλημέρα, είπε. Τι θα θέλατε;
- Καλημέρα, είπε και ο άλλος. Έχω επείγουσα ανάγκη από χρήματα και έφερα να δώσω αυτό για ενέχυρο. Πρόκειται για μοναδικό κειμήλιο.
Με τρεμάμενα χέρια, ξετύλιξε ένα μικρό πακετάκι. Ήταν ένας μικρός, βαφτιστικός σταυρός.
ΥΓ: Αυτή ήταν η δεύτερη συμμετοχή της Πίπης στο διαδικτυακό δρώμενο "Παίζοντας με τις λέξεις", που διοργανώνει ακούραστα η Μεμαρία στο ιστολόγιό της mytripsonblog. Η Πίπη μάλλον έχει ψιλοεθιστεί στο παιχνίδι, γι'αυτό αυτή τη φορά έπαιξε με δύο κείμενα, και ευτυχώς που υπάρχει ανώτατο όριο συμμετοχών, δηλαδή. Μία από τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσει η ανάρτηση και της δεύτερης συμμετοχής.
ΥΓ: Αυτή ήταν η δεύτερη συμμετοχή της Πίπης στο διαδικτυακό δρώμενο "Παίζοντας με τις λέξεις", που διοργανώνει ακούραστα η Μεμαρία στο ιστολόγιό της mytripsonblog. Η Πίπη μάλλον έχει ψιλοεθιστεί στο παιχνίδι, γι'αυτό αυτή τη φορά έπαιξε με δύο κείμενα, και ευτυχώς που υπάρχει ανώτατο όριο συμμετοχών, δηλαδή. Μία από τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσει η ανάρτηση και της δεύτερης συμμετοχής.