Υπάρχουν σχολεία μοντέρνα, μεγάλα, με ευρύχωρες, φωτεινές αίθουσες, με εργαστήρια, με αίθουσες εκδηλώσεων, με γήπεδα βόλεϊ και μπάσκετ. Υπάρχουν σχολεία μικρά, παλιά, στριμωγμένα ανάμεσα από πολυκατοικίες, με μικρά προαύλια, με σπασμένα τζάμια στα παράθυρα και χωρίς καλοριφέρ. Υπάρχουν σχολεία διώροφα, υπάρχουν σχολεία ισόγεια, υπάρχουν σχολεία με κεραμίδια και σχολεία χωρίς. Και κάποια στέκονται αγέρωχα και καμαρωτά, ενώ κάποια άλλα καμπουριάζουν και σκύβουν το κεφάλι.
Και όταν περνάς μπροστά από ένα σχολείο, στο νου σου έρχονται χαρούμενες φωνές, και κυνηγητά. Και σκέφτεσαι πόσα παιδιά τάχα να έχουν περάσει από τις αίθουσές του, και με τι όνειρα διάβαιναν το κατώφλι του. Και αναρωτιέσαι πόσα από εκείνα τα παιδιά εκπλήρωσαν τα όνειρά τους, και πόσα τα απογοήτευσε η ζωή. Και θλίβεσαι για εκείνα που απογοητεύτηκαν, και χαίρεσαι για εκείνα που δεν το έβαλαν κάτω, αλλά προχώρησαν.
Και είναι και κάποια σχολεία, που κρύβονται ντροπαλά εκεί που ούτε το φαντάζεσαι. Και περνάς από μπροστά τους, και ούτε που μπορείς να φανταστείς ότι εκεί, πίσω από τα κλειστά με ξύλινα πατζούρια παράθυρα, κάποτε μορφώνονταν παιδιά. Πώς να φανταστείς ότι αυτά τα σκουριασμένα κάγκελα κάποτε αγκάλιαζαν προστατευτικά παιδικά κορμάκια; Και μήπως μπορείς να φανταστείς ότι εκεί, στο βάθος, πέρα-πέρα, στο μέρος που τώρα κρύβεται από γλάστρες με φυτά, σε εκείνο το κρυμμένο σήμερα μέρος, βρισκόταν κάποτε "το μέρος";
Κι όμως, έτσι ήταν. Εκεί πίσω βρισκόταν "το μέρος", που ήταν ημιυπαίθριες, τούρκικες τουαλέτες. Ναι, εκεί ήταν. Και απ'έξω από τις τουαλέτες, παιδιά με μπλε ποδιές, με άσπρα γιακαδάκια και άσπρες κορδέλες στα μαλλιά, έπαιζαν σκοινάκι και κουτσό. Και επάνω σε εκείνο το τσιμέντο που κάλυπτε την πίσω αυλή, τα παιδιά με τις μπλε ποδιές έκαναν κατακόρυφο χωρίς φόβο μήπως χτυπήσουν, τα ίδια παιδιά που, χρόνια αργότερα θα γέμιζαν τα παιδιά τους προστατευτικά μαξιλάρια.
Ναι, τίποτα δε θυμίζει το παρελθόν, αλλά το παρελθόν βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται στον στενό, ήσυχο δρόμο, που τότε αποτελούσε το προαύλιο, και που αντηχούσε από τις φωνές των παιδιών, που έπαιζαν παιχνίδια, πάντα ομαδικά, σε μια εποχή που τα ομαδικά παιχνίδια ήταν η πρώτη επιλογή, καθώς ήταν και τα πιο διασκεδαστικά. Να και η φθαρμένη σκάλα, που οδηγεί στο υπερυψωμένο ισόγειο, εκεί που έκαναν μάθημα η τρίτη και η τετάρτη. Πόσο μικρή φαντάζει σήμερα! Κι όμως, αυτή η τόσο μικρή σκαλίτσα ήταν ικανή να "στεγάσει" τέσσερα-πέντε παιδιά, που κρύβονταν εκεί προσπαθώντας να δουν κάτω από τη φούστα εκείνης της ηλικιωμένης, αυστηρής δασκάλας με τα γυαλιά. Και ούτε που τους είχε περάσει από το μυαλό να κάνουν το ίδιο στη δική τους τη δασκάλα...
Να και η κατηφόρα, ναι, αυτή η μικρή κατηφόρα, που φαίνεται στα δεξιά. Δε φαινόταν και τόσο μικρή τότε, το αντίθετο μάλιστα. Πόσες φορές τα παιδιά έπαιρναν φόρα στην κορυφή της κατηφόρας και έτρεχαν προς τα κάτω με ορμή, με τα χέρια ανοιχτά, ελπίζοντας πως, αν έτρεχαν λίγο πιο γρήγορα, ίσως και να πετούσαν! Εκεί, στη βάση της κατηφόρας, βρισκόταν και το "μαγαζάκι", από όπου ψώνιζαν τα παιδιά κάτι χωνάκια με ροζ ζάχαρη, που έμοιαζαν με παγωτά. Και τα περισσότερα παιδιά είχαν μαζί τους πτυσσόμενα, πλαστικά ποτηράκια, για να πίνουν νερό από την βρύση, αν και η συγκεκριμένη γενιά ήξερε πολύ καλά να πίνει νερό και από το λάστιχο...
Αλλά όλα αυτά κανείς δεν μπορεί να τα φανταστεί, βλέποντας αυτό το διώροφο σπίτι. Και όλοι το προσπερνούν αδιάφορα, και ίσως πολλοί θα προτιμούσαν να γκρεμιστεί, και να χτιστεί στη θέση του ένα σύγχρονο σπίτι με μεγάλα μπαλκόνια, με κήπο και υπόγειο γκαράζ.
Κι όμως, αυτοί που ξέρουν και αυτοί που το θυμούνται, πάντα το χαϊδεύουν νοσταλγικά με το βλέμμα τους. Επειδή, το πιο σίγουρο πράγμα στον κόσμο είναι ότι το σχολείο δεν είναι μόνο τοίχοι, και αίθουσες, και αυλές. Το σχολείο είναι, πάνω απ'όλα, ψυχές. Ψυχές που ανοιγοκλείνουν τα φτεράκια τους, ανυπομονώντας να πετάξουν. Ψυχές που χρειάζονται δυνατά φτερά, αλλά και λίγο αεράκι κάτω από αυτά. Κι ας γίνονται όλα αυτά σε ένα απλό, ταπεινό διώροφο.
Και όταν περνάς μπροστά από ένα σχολείο, στο νου σου έρχονται χαρούμενες φωνές, και κυνηγητά. Και σκέφτεσαι πόσα παιδιά τάχα να έχουν περάσει από τις αίθουσές του, και με τι όνειρα διάβαιναν το κατώφλι του. Και αναρωτιέσαι πόσα από εκείνα τα παιδιά εκπλήρωσαν τα όνειρά τους, και πόσα τα απογοήτευσε η ζωή. Και θλίβεσαι για εκείνα που απογοητεύτηκαν, και χαίρεσαι για εκείνα που δεν το έβαλαν κάτω, αλλά προχώρησαν.
Και είναι και κάποια σχολεία, που κρύβονται ντροπαλά εκεί που ούτε το φαντάζεσαι. Και περνάς από μπροστά τους, και ούτε που μπορείς να φανταστείς ότι εκεί, πίσω από τα κλειστά με ξύλινα πατζούρια παράθυρα, κάποτε μορφώνονταν παιδιά. Πώς να φανταστείς ότι αυτά τα σκουριασμένα κάγκελα κάποτε αγκάλιαζαν προστατευτικά παιδικά κορμάκια; Και μήπως μπορείς να φανταστείς ότι εκεί, στο βάθος, πέρα-πέρα, στο μέρος που τώρα κρύβεται από γλάστρες με φυτά, σε εκείνο το κρυμμένο σήμερα μέρος, βρισκόταν κάποτε "το μέρος";
Κι όμως, έτσι ήταν. Εκεί πίσω βρισκόταν "το μέρος", που ήταν ημιυπαίθριες, τούρκικες τουαλέτες. Ναι, εκεί ήταν. Και απ'έξω από τις τουαλέτες, παιδιά με μπλε ποδιές, με άσπρα γιακαδάκια και άσπρες κορδέλες στα μαλλιά, έπαιζαν σκοινάκι και κουτσό. Και επάνω σε εκείνο το τσιμέντο που κάλυπτε την πίσω αυλή, τα παιδιά με τις μπλε ποδιές έκαναν κατακόρυφο χωρίς φόβο μήπως χτυπήσουν, τα ίδια παιδιά που, χρόνια αργότερα θα γέμιζαν τα παιδιά τους προστατευτικά μαξιλάρια.
Ναι, τίποτα δε θυμίζει το παρελθόν, αλλά το παρελθόν βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται στον στενό, ήσυχο δρόμο, που τότε αποτελούσε το προαύλιο, και που αντηχούσε από τις φωνές των παιδιών, που έπαιζαν παιχνίδια, πάντα ομαδικά, σε μια εποχή που τα ομαδικά παιχνίδια ήταν η πρώτη επιλογή, καθώς ήταν και τα πιο διασκεδαστικά. Να και η φθαρμένη σκάλα, που οδηγεί στο υπερυψωμένο ισόγειο, εκεί που έκαναν μάθημα η τρίτη και η τετάρτη. Πόσο μικρή φαντάζει σήμερα! Κι όμως, αυτή η τόσο μικρή σκαλίτσα ήταν ικανή να "στεγάσει" τέσσερα-πέντε παιδιά, που κρύβονταν εκεί προσπαθώντας να δουν κάτω από τη φούστα εκείνης της ηλικιωμένης, αυστηρής δασκάλας με τα γυαλιά. Και ούτε που τους είχε περάσει από το μυαλό να κάνουν το ίδιο στη δική τους τη δασκάλα...
Να και η κατηφόρα, ναι, αυτή η μικρή κατηφόρα, που φαίνεται στα δεξιά. Δε φαινόταν και τόσο μικρή τότε, το αντίθετο μάλιστα. Πόσες φορές τα παιδιά έπαιρναν φόρα στην κορυφή της κατηφόρας και έτρεχαν προς τα κάτω με ορμή, με τα χέρια ανοιχτά, ελπίζοντας πως, αν έτρεχαν λίγο πιο γρήγορα, ίσως και να πετούσαν! Εκεί, στη βάση της κατηφόρας, βρισκόταν και το "μαγαζάκι", από όπου ψώνιζαν τα παιδιά κάτι χωνάκια με ροζ ζάχαρη, που έμοιαζαν με παγωτά. Και τα περισσότερα παιδιά είχαν μαζί τους πτυσσόμενα, πλαστικά ποτηράκια, για να πίνουν νερό από την βρύση, αν και η συγκεκριμένη γενιά ήξερε πολύ καλά να πίνει νερό και από το λάστιχο...
Αλλά όλα αυτά κανείς δεν μπορεί να τα φανταστεί, βλέποντας αυτό το διώροφο σπίτι. Και όλοι το προσπερνούν αδιάφορα, και ίσως πολλοί θα προτιμούσαν να γκρεμιστεί, και να χτιστεί στη θέση του ένα σύγχρονο σπίτι με μεγάλα μπαλκόνια, με κήπο και υπόγειο γκαράζ.
Κι όμως, αυτοί που ξέρουν και αυτοί που το θυμούνται, πάντα το χαϊδεύουν νοσταλγικά με το βλέμμα τους. Επειδή, το πιο σίγουρο πράγμα στον κόσμο είναι ότι το σχολείο δεν είναι μόνο τοίχοι, και αίθουσες, και αυλές. Το σχολείο είναι, πάνω απ'όλα, ψυχές. Ψυχές που ανοιγοκλείνουν τα φτεράκια τους, ανυπομονώντας να πετάξουν. Ψυχές που χρειάζονται δυνατά φτερά, αλλά και λίγο αεράκι κάτω από αυτά. Κι ας γίνονται όλα αυτά σε ένα απλό, ταπεινό διώροφο.
Σημ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου