Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Ταπεινό και καταφρονεμένο

     Ο καιρός ήταν πολύ καλός. Ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό, ένα απαλό αεράκι φυσούσε, και η μέρα προοιωνιζόταν ιδιαίτερα ανοιξιάτικη. Με άλλα λόγια: μέρα κατάλληλη για επίσκεψη στη Χώρα της μπροστινής βεράντας.
     Βέβαια, μία επίσκεψη σε μία χώρα σαν αυτήν της μπροστινής βεράντας, δεν είναι πάντα ακριβώς αυτό που περιμένεις. Η Πίπη διαπίστωσε ότι η βρωμιά, που επίσης επισκεπτόταν τακτικά τη χώρα αυτή, είχε συνάψει ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τους κατοίκους και είχε γίνει αδελφοποιτή, τόσο με τα κάγκελα όσο και με τα μάρμαρα. Τελικά, δεν ήταν διόλου τυχαίο που το κανονικό της όνομα ήταν Βενζάν Μαζουτιάν. Αρμένισσα, το δίχως άλλο! Αρμένισσα αυτή, αρμένικη κι η βίζιτά της!
Δυστυχώς, η μάχη ήταν μονόδρομος και η Πίπη οπλίστηκε με σφουγγάρια και καθαριστικά, προκειμένου να εκδιώξει την βρωμιά, η οποία είχε στρογγυλοκαθήσει επάνω στα κάγκελα και στα μάρμαρα, και λιαζόταν σαν γνήσιος απόγονος της πρωταρχικής συμπαντικής σκόνης. Μία επιθεώρηση και στη Χώρα της πίσω βεράντας επιβεβαίωσε τους φόβους της Πίπης, ότι η βρωμιά είχε επεκταθεί και εκεί.
     Η Πίπη επιδόθηκε στον καθαρισμό με μεγάλη επιμονή, και ο εχθρός τράπηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε άτακτη φυγή. Τα κάγκελα άστραψαν ξανά, και τα μάρμαρα έλαμψαν επίσης. Η Πίπη ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση, παρ’όλο που ήξερε πολύ καλά ότι ένας τέτοιος εχθρός πάντα επανακάμπτει δριμύτερος. 
     Και εκεί που η Πίπη θαύμαζε το έργο των χεριών της, ακούστηκε ήχος από φτερά που χτυπούσαν τον αέρα. Κάποιο πουλί, προφανώς. Η Πίπη έστρεψε το βλέμμα της προς το καλώδιο της ΔΕΗ όπου είχε πετάξει το πουλί, περιμένοντας να δει κάποιο περιστέρι, όμως έκανε λάθος.
     Ήταν μία κίσσα και η – εντυπωσιασμένη, ομολογουμένως - Πίπη ετοιμάστηκε να της πιάσει την κουβέντα. Όμως η κίσσα αποδείχτηκε αρκετά σνομπ και όχι μόνο αγνόησε την Πίπη, αλλά και πέταξε επιδεικτικά λίγο πιο πέρα.
     Μια γάτα που πιθανώς λιμπίστηκε την κίσσα, άρχισε να την πλησιάζει προσεκτικά, αλλά η κίσσα την πήρε είδηση και πέταξε μακριά, αφήνοντάς την με ανοιχτό το στόμα.
     Για πολλοστή φορά η Πίπη μετάνιωσε που δεν είχε μαζί της τη φωτογραφική της μηχανή για να κρατήσει ένα ενθύμιο της σύντομης αυτής συνάντησης, αλλά καθώς σκεφτόταν την απογοήτευσή της, την προσοχή της τράβηξε ένα μωρό!
     - Ουά! έκανε το μωρό.
     - Τίνος είναι αυτό το μωρό; ρώτησε η Πίπη.
     - Πάντως όχι δικό μου, είπε το γεράνι ενοχλημένο. Φαίνεται, εξάλλου, δεν μου μοιάζει στο παραμικρό.
     -  Σε εσένα πάντως το άφησαν, σχολίασε η μπουκαμβίλια.
     - Ουά! έκανε το μωρό, σαν να συμφωνούσε.
     - Υπονοείς κάτι;
     - Δεν είσαι και κανένα υπόδειγμα αρετής, πετάχτηκε το αγιόκλημα.
     - Το ότι είμαι κοινωνικός δεν είναι έγκλημα.
     - Ιδιαίτερα κοινωνικός, θα έλεγα, είπε η μπουκαμβίλια. Δεν έχεις αφήσει πεταλουδίτσα για πεταλουδίτσα!
     - Ουά! έκανε το μωρό.
     - Με τις πεταλούδες το μόνο που με συνδέει είναι μια απλή φιλία.
     - Ναι, τώρα σε πιστέψαμε!
     - Θα αστειεύεστε, φυσικά! Υπήρχε ποτέ περίπτωση να συμβεί το ο,τιδήποτε με οποιαδήποτε πεταλούδα; Θα με αποκλήρωνε ο πατέρας μου, ποτέ του δε χώνεψε τις πεταλούδες!
     - Τέλος πάντων. Το γεγονός παραμένει ότι σε εσένα το άφησαν το μωρό, είπε το αγιόκλημα. Άρα, κάποια σχέση θα έχεις.
     - Ουά! Ουά!
     - Δεν είναι δικό μου, σας λέω! Και εσύ σταμάτα να κλαις, μου πήρες το κεφάλι!
     - Βρε, παιδιά, είπε και η Πίπη, που τόση ώρα προσπαθούσε να θυμηθεί ποιον της θύμιζε το μωρό, δεν σας θυμίζει κάποιον;
     - Τώρα που το κοιτάζω καλύτερα, νομίζω ότι μοιάζει λίγο στο αγιόκλημα…
     - Ντροπή σου και που το σκέφτηκες! είπε το αγιόκλημα. Όλος ο κόσμος το ξέρει ότι δεν ασχολούμαι με έρωτες, τα ταπεινά ένστικτα τα έχω ξεπεράσει προ πολλού, στη ζωή μου υπάρχει χώρος μόνο για υψηλούς στόχους… εκτός, βέβαια, από τον καθημερινό μου αγώνα ενάντια στα αγριόχορτα που προσπαθούν συνέχεια να με στραγγαλίσουν… Είμαι εγώ για έρωτες;
     - Μα, βέβαια, είπε η Πίπη, το μωρό είναι ολόιδιο το γιασεμί, πώς δεν το πρόσεξα νωρίτερα;
     Όλοι κοίταξαν το γιασεμί, το οποίο είχε γυρισμένη την πλάτη του, λες και περίμενε να φανεί κάποιο πλοίο στην άκρη του ορίζοντα.
     - Ε, φώναξε η μπουκαμβίλια, δικό σου είναι το μωρό;
     - Ουά! έκανε το μωρό.
     Το γιασεμί δεν απάντησε.
     - Τι ρωτάτε; είπε το γεράνι. Είναι φως-φανάρι, η ομοιότητα είναι εκπληκτική, πώς δεν το καταλάβαμε νωρίτερα;
     - Καλά το έλεγα εγώ, ότι τα τόσα χαχανητά με τις μέλισσες δεν θα του έβγαιναν σε καλό… είπε το αγιόκλημα. Ορίστε, ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και ένα κλαψιάρικο μωρό που αναζητά τον πατέρα του!
     - Ουά! Ουά! Ουά!
     - Μάζεψε το μωρό σου, επιτέλους, μας έχει πάρει το κεφάλι! είπαν όλοι μαζί, αλλά το γιασεμί συνέχιζε να ατενίζει ατάραχο τον ορίζοντα.
     - Πρέπει να αναλάβεις τις ευθύνες σου, είπε η Πίπη στο γιασεμί. Δεν είναι σωστό να εγκαταλείπεις το παιδί σου!
     - Αρνούμαι να ασχοληθώ με ένα μωρό, για του οποίου την ύπαρξη ούτε καν ρωτήθηκα, είπε το γιασεμί βαριεστημένα. Εξάλλου, γιατί θα έπρεπε να είναι δικό μου αυτό το μωρό; Μήπως είμαι το μοναδικό γιασεμί στο σύμπαν που βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία;
     - Ναι, αλλά κάτι πρέπει να γίνει με αυτό το μωρό, είπε η Πίπη, όποιου κι αν είναι, δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι!
     - Εγώ, πάντως, δεν πρόκειται να το υιοθετήσω, είπε το γεράνι. Να το πάρεις και να το δώσεις για υιοθεσία αλλού. 
     - Μην κλαις, μικρό μου, είπε η Πίπη στο μωρό. Εγώ θα σε φροντίσω. Δεν πειράζει που το γεράνι δε σε θέλει, θα γλιτώσεις και την γκρίνια του, πότε με το ένα, πότε με το άλλο, δεν πειράζει που δε σε θέλει και το γιασεμί... Θα σου δώσω εγώ το δικό σου χώρο, και όταν μεγαλώσεις θα είσαι μια ομορφιά!
     Έτσι έγινε, και το μωρό τοποθετήθηκε σε δική του γλαστρούλα και σταμάτησαν τα κλάματα στη Χώρα της μπροστινής βεράντας.
     - Πολλοί μαζευόμαστε, είπε το γιασεμί και συνέχισε να ατενίζει τον ορίζοντα.


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Πεταμένα λεφτά

     Το τηλέφωνο της Πίπης χτύπησε πολλές φορές, αλλά εκείνη βρισκόταν στη Χώρα της μπροστινής βεράντας και δεν το άκουσε. Το αγιόκλημα της παραπονιόταν για τους παράνομους μετανάστες – μια μολόχα και κάτι αγριόχορτα – που είχαν εισέλθει στη χώρα και δεν το άφηναν να ανασάνει και τα γεράνια ήταν πλέον πολύ γερασμένα και τα είχε καταβάλει η αρθρίτιδα.
     Η Πίπη μπήκε στη Χώρα του διαμερίσματος για να πιει λίγο νερό και να ησυχάσει και από την πολυλογία του αγιοκλήματος, και εκείνη την ώρα ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. Μια γνωστή φωνή ακούστηκε από την άλλη πλευρά της γραμμής. Ήταν ο Πινόκιο.
     - Είσαι στο σπίτι; ρώτησε ο Πινόκιο.
     - Για να απαντάω στο σταθερό, μάλλον, απάντησε η Πίπη. Εξάλλου, πού θα μπορούσα να πάω, με την καραντίνα;
     - Ωραία, είπε ο Πινόκιο, αφού είσαι στο σπίτι, ετοιμάσου, σου έρχομαι επίσκεψη!
     Η Πίπη ξέρει τι ψεύταρος είναι ο Πινόκιο, αλλά ταράχτηκε λίγο.
     - Πώς θα έρθεις επίσκεψη, βρε ψεύτη; του είπε. Αφού δεν επιτρέπεται να κυκλοφορείς, ούτε εσύ!
     - Μα, τι λες; Στέλνω sms και βγαίνω!
     - Μπορεί να μπορείς να κυκλοφορείς στον δρόμο, αλλά δεν επιτρέπεται να κάνεις επισκέψεις.
     - Λάθος κάνεις και σε αυτό, βρέθηκε η λύση στο πρόβλημα του ιού!
     - Πάλι ψέματα μου λες, είπε η Πίπη.
     - Εγώ; Με θίγεις!
     - Και μήπως φταίω; Είσαι πρώτος στην ψευτιά, όλοι το ξέρουν.
     - Κι όμως, κάνω θεραπεία!
     - Τι είδους θεραπεία;
     - Πάω σε ψυχοθεραπευτή, στον δόκτορα Παρλαπίπεν.
     - Τι όνομα είναι αυτό; Δεν τον έχω ακουστά.
     - Και μήπως τους ξέρεις όλους τους ψυχοθεραπευτές; Ο βαρώνος Μυγχάουζεν μου τον σύστησε, πηγαίνει και αυτός εκεί.
     - Τώρα μάλιστα...
     - Ο δόκτωρ Παρλαπίπεν, για να μαθαίνεις, είναι ένας από τους καλύτερους ψυχοθεραπευτές παγκοσμίως. Είναι Βιεννέζος και μαθήτευσε κοντά στον Φραντς Μπαρόιφεν, ο οποίος είχε καθηγητή τον ίδιο τον Ζίγκμουντ Φρόυντ.
     - Μπαρούφεν, είπες;
     - Μπαρόιφεν, δεν ξέρεις ξένες γλώσσες;
     - Τέλος πάντων. Και η θεραπεία αποδίδει;
     - Φυσικά και αποδίδει.
     - Μα εδώ μου λες ότι βρέθηκε η λύση για τον ιό!
     - Φυσικά και βρέθηκε, δε σου λέω ψέματα!
     Μπροστά σε τόση επιμονή, η Πίπη αποφάσισε να του δώσει μία ευκαιρία του Πινόκιο. Τι κι αν ο θεραπευτής του λεγόταν Παρλαπίπεν, τι κι αν είχε μαθητεύσει στον Μπαρούφεν, ή στον Μπαρόιφεν, έστω;
     - Και πού βρέθηκε η λύση; ρώτησε η Πίπη.
     - Θα σου πω από κοντά.
     - Τώρα πες μου καλύτερα, να ξέρω!
     - Ο Κύρος ο Γρανάζης την βρήκε!
     - Και τώρα θέλεις να πιστέψω ότι δε μου λες ψέματα, δηλαδή;
     - Μη θυμώνεις, αλήθεια σου λέω, ο Κύρος ο Γρανάζης την βρήκε τη λύση!
     - Εσύ θα με τρελλάνεις, υπάρχει Κύρος Γρανάζης;
     - Φυσικά και υπάρχει, στη Λιμνούπολη μένει.
     - Εκεί που μένει και ο Ντόναλντ Ντακ;
     - Ναι, τον ξέρεις; Καλό παιδί, αλλά άτυχο. Άλλη φορά θα σου τα πω.
     Η Πίπη αποφάσισε να τον αφήσει να πει το παραμύθι του.
     - Εκεί τον βρήκα τον Κύρο Γρανάζη, στη Λιμνούπολη, είναι βέβαια πολύ γερασμένος πια, αλλά το λέει η περδικούλα του, όλη του τη μέρα την περνάει στο εργαστήριό του, ψάχνοντας νέες ιδέες.
     - Και ποια είναι η λύση που βρήκε ο Κύρος, λοιπόν;
     - Οι φούσκες!
     - Οι ποιες;
     - Οι φούσκες! Βγες έξω να δεις, έχω φτάσει κιόλας στο σπίτι σου!
     Η Πίπη πήγε στην πόρτα και την άνοιξε προσεκτικά. Δεν ήταν κανένας.
     - Πού είσαι; είπε. Δε σε βλέπω.
     - Αν βγεις στη Χώρα της μπροστινής βεράντας θα με δεις.
     Βγήκε τότε η Πίπη στη Χώρα της μπροστινής βεράντας και, πράγματι, δίπλα στη μπουκαμβίλια υπήρχε μια τεράστια φούσκα, και μέσα στη φούσκα βρισκόταν ο Πινόκιο, που μιλούσε στο κινητό του.
     - Ώστε έλεγες αλήθεια, είπε η Πίπη.
     - Φυσικά, είπε ο Πινόκιο, αφού σου είπα ότι κάνω ψυχοθεραπεία με το δόκτορα Παρλαπίπεν!
     Η φούσκα ήταν πολύ εντυπωσιακή και η Πίπη δεν μπορούσε παρά να τη θαυμάζει.
     - Όπως καταλαβαίνεις, είπε ο Πινόκιο, το πρόβλημα της καραντίνας λύθηκε. Ο καθένας θα μπαίνει μέσα στη φούσκα του και θα μπορεί να μετακινείται ελεύθερα.
     - Και πώς ανασαίνεις;
     - Η φούσκα είναι από ειδικό υλικό και αναπνέει. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι είναι ελαφριά και μπορεί να την παρασύρει εύκολα ο αέρας.
     - Για φαντάσου! είπε η Πίπη. Και δεν σπάει;
     - Ε, εντάξει, σπάει, απλώς πρέπει να προσέχεις λίγο.
     - Να σε κεράσω κάτι; ρώτησε η Πίπη.
     - Άλλο ένα μειονέκτημα που έχει η φούσκα είναι ότι άπαξ και μπεις, δεν μπορείς να αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον χωρίς να σπάσει, οπότε το κέρασμα το αφήνουμε για άλλη φορά. Πάντως, ο Κύρος τη δουλεύει ακόμα την εφεύρεσή του και είμαι σίγουρος ότι θα τη βρει τη λύση στο μικρό αυτό μειονέκτημα.
     - Σίγουρα, είπε και η Πίπη, ενώ είχε αρχίσει να σκέφτεται πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν οι φούσκες και πώς θα μπορούσε να αποκτήσει και εκείνη μία, αλλά τη βελτιωμένη εκδοχή, όχι εκείνη που έβλεπε μπροστά της, και που έσπαγε με το παραμικρό.
     - Λοιπόν, χάρηκα που τα είπαμε, είπε ο Πινόκιο, φεύγω τώρα, έχω συνεδρία με τον δόκτορα και δεν θέλω να αργήσω.
     - Στο καλό, είπε η Πίπη και γύρισε στη Χώρα του διαμερίσματος.
     Αλλά δεν είχε προλάβει καλά-καλά να μπει μέσα, όταν ακούστηκε και πάλι η φωνή του Πινόκιο:
     - Ένα χελιδόνι!
     Ένα μπαμ! ακούστηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη φωνή του Πινόκιο.
     - Πού’ν’το το χελιδόνι; είπε η Πίπη και όρμησε ξανά έξω.
     Ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα και δε φαινόταν να πετάει ούτε μύγα. Η φούσκα, επίσης, είχε εξαφανιστεί. Στο πεζοδρόμιο, κάτω από τη Χώρα της μπροστινής βεράντας, καθισμένος άγαρμπα, σαν να είχε πέσει, βρισκόταν ο Πινόκιο. Η μυτερή του μύτη είχε δεκαπλασιαστεί σε μήκος.
     - Κρίμα τις συνεδρίες, σκέφτηκε η Πίπη.