Η Αρτίστα ήπιε μια γουλιά
καφέ και ακούμπησε το φλυτζάνι της στο μικρό τραπεζάκι του σαλονιού. Η μέρα έξω
ήταν ιδιαίτερα μουντή και το σαλόνι ήταν ιδιαίτερα σιωπηλό. Πλησίασε στο
ραδιόφωνο, το άναψε και άρχισε να ψάχνει τις συχνότητες των σταθμών. Το χέρι
της σταμάτησε στο άκουσμα μιας μουσικής τζαζ.
- Ό,τι πρέπει για μια μέρα
όπως η σημερινή, σκέφτηκε η Αρτίστα.
Γύρισε στην προηγούμενη
θέση της και κάθησε στον καναπέ. Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ.
- Τι μουσική είναι αυτή;
ακούστηκε η φωνή της μητέρας Θεοδοσίας, που μόλις είχε βγει από το δωμάτιό της.
- Είναι τζαζ, μητέρα, είπε
η Αρτίστα όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
- Τι τζαζ και κουραφέξαλα;
είπε η μητέρα Θεοδοσία με μια έκφραση απέχθειας στο πρόσωπό της. Γιατί δεν
βάζεις κάτι άλλο;
- Σαν τι άλλο, μητέρα;
-
Βάλε λίγη Μαρινέλλα, λίγη Μοσχολιού, έστω… Ακόμα και νέο κύμα μπορώ να ακούσω….
Αυτή η Χωματά, τώρα τελευταία, ακούγεται ότι είναι καλή αοιδός.
Η Αρτίστα δεν θέλησε να
σχολιάσει και πήγε πρόθυμα στο ραδιόφωνο. Βρήκε έναν άλλον σταθμό.
- Ο Χιώτης πώς σας φαίνεται,
μητέρα; ρώτησε. Παίζει μια τελευταία του επιτυχία, «Περασμένες μου αγάπες»
είναι ο τίτλος, να το αφήσω;
- Άσ’το, είπε η μητέρα
Θεοδοσία, καλό είναι… Και πήγαινε, σε παρακαλώ, να μου σιδερώσεις τη γαλάζια
μου τη νυχτικιά. Αυτή εδώ δεν με κολακεύει καθόλου.
- Θα πάω, μητέρα, είπε υπάκουα
η Αρτίστα.
Πήγε στο δωμάτιο, όπου μία σκάφη
με ασιδέρωτα ρούχα την περίμενε υπομονετικά. Η Αρτίστα αναστέναξε. Είχε έρθει η
ώρα να βάλει σίδερο.
Έστησε τη σιδερώστρα, έβαλε
το σίδερο στην πρίζα, και άρχισε να σιδερώνει. Στο ραδιόφωνο, η Μαίρη Λίντα
είχε ήδη τελειώσει το τραγούδι της. Ακούστηκε το σήμα του σταθμού και άρχισε το
δελτίο ειδήσεων.
- Πφφφ, ειδήσεις, είπε η
μητέρα Θεοδοσία και εξαφανίστηκε, ενοχλημένη, στο δωμάτιό της.
Η Αρτίστα έμεινε μόνη της να
σιδερώνει. Οι ειδήσεις ήταν όλες μέσα στην αισιοδοξία. Φόροι, εγκλήματα, δηλώσεις
πολιτικών… Η Αρτίστα άκουγε σχεδόν μηχανικά. Ξάφνου, την προσοχή της τράβηξε
μία διαφορετική είδηση: σε ένα ορεινό χωριό στα Ιμαλάια, έλεγε η είδηση, είχε
βρεθεί μία πηγή με θαυματουργό νερό, που, όπως φαινόταν, συντελούσε στην
αντιστροφή της διαδικασίας της γήρανσης.
Η Αρτίστα έβαλε ένα σεντόνι
στη σιδερώστρα και συνέχισε το σιδέρωμα. Στο ραδιόφωνο, η είδηση συνεχιζόταν.
Επιστήμονες από όλο τον κόσμο, συνέρρεαν στην περιοχή εκείνη των Ιμαλαΐων και έπαιρναν δείγματα
του νερού, ενώ αναλύσεις επί αναλύσεων δεν είχαν καταφέρει να εντοπίσουν πού
οφειλόταν αυτή του η ιδιότητα. Ήδη, ένας 70χρονος Γερμανός επιστήμονας, που
είχε πιει από το συγκεκριμένο νερό, είχε δει σημαντική βελτίωση στη φυσική του
κατάσταση, με την αρθρίτιδα να έχει σχεδόν εξαφανιστεί και την όρασή του να
έχει βελτιωθεί κατά ογδόντα τοις εκατό!
Μια αμερικανική εταιρεία
είχε δείξει ενδιαφέρον να εκμεταλλευτεί εμπορικά την πηγή με το θαυματουργό
νερό, ενώ είχαν αυξηθεί οι πτήσεις στην περιοχή κατά εκατόν τριάντα τέσσερα
τοις εκατό, ακολουθώντας το όλο και αυξανόμενο ρεύμα των ηλικιωμένων τουριστών που
επιθυμούσαν να ξανανιώσουν, πίνοντας νερό απευθείας από την πηγή. Σε ιατρικά ερευνητικά κέντρα στην Ελβετία υπήρχαν
τεράστιες λίστες αναμονής, από ηλικιωμένους που ανυπομονούσαν να ενταχθούν σε
προγράμματα έρευνας, που αφορούσαν τις επιπτώσεις του συγκεκριμένου νερού.
Πολύ καλό ακουγόταν όλο
αυτό, να’ταν άραγε αλήθεια;
- Πάω στοίχημα ότι είναι
πρωταπριλιά, σκέφτηκε η Αρτίστα.
Αλλά, όχι, πότε ήταν που άλλαξε
ο χρόνος και που έφτιαξε βασιλόπιτα; Μόλις προχθές είχαν φάει τα τελευταία κομμάτια. Όχι,
πρωταπριλιά δεν ήταν.
Η Αρτίστα βυθίστηκε σε σκέψεις. Άραγε, το νερό αυτό ήταν πράγματι
θαυματουργό; Και αν ξανάνιωνε το σώμα, δε θα ξανάνιωνε και το μυαλό; Μήπως
εκτός από την όραση, βελτιωνόταν και η μνήμη;
- Φαντάσου να έπινε από
αυτό το νερό η μητέρα Θεοδοσία, θα ήταν πραγματική σωτηρία, σκέφτηκε η Αρτίστα.
Ναι, θα ήταν πολύ
ενδιαφέρον αυτό. Ίσως έτσι να μην χρειαζόταν να αλλάζει τον σταθμό κάθε φορά
που δεν έπαιζε Μαρινέλλα ή Μοσχολιού, ή, έστω Χιώτη. Ίσως να μην χρειαζόταν να
σιδερώνει τη γαλάζια τη νυχτικιά.
Και εκείνη θα έπινε από το
νερό, γιατί όχι; Άσχημα θα ήταν να γινόταν πιο νέα, να είχε ενέργεια και όρεξη
για να ταξιδεύει, να μαθαίνει νέα πράγματα, να βγαίνει, να διασκεδάζει… Και στο
στεφάνι της θα έδινε να πιει, το αγαπούσε το στεφάνι της η Αρτίστα. Μαζί θα
ταξίδευαν, μαζί θα διασκέδαζαν, μαζί θα ζούσαν τη δεύτερή τους νεότητα.
- Τι μυρωδιά είναι αυτή;
ακούστηκε και πάλι η φωνή της μητέρας Θεοδοσίας.
Στο ραδιόφωνο οι ειδήσεις
είχαν προ πολλού τελειώσει. Και η Αρτίστα συνειδητοποίησε ότι, εκτός από τα
τόουστ, μπορούσε να καίει και τα σεντόουνια.