- Διάνα και πάλι! φώναξε ο αδελφός Τακ. Ένα, δύο, τρία, πέντε βέλη, όλα στο κέντρο.
- Το κέρατό μου! αναφώνησε ο Σκωτσέζος.
- Μην βρίζεις, είπε ο αδελφός Τακ.
- Τι κωλοφαρδία είναι αυτή; συνέχισε ο Σκωτσέζος. Είναι η δέκατη φορά στη σειρά που κερδίζεις!
- Θα πρέπει να το πάρεις απόφαση, είπε ο Λιτλ Τζον. Δεν υπάρχει Σκωτσέζος που να μπορεί να κερδίσει Εγγλέζο στο σημάδι. Πολύ, δε, περισσότερο, όταν ο Εγγλέζος είναι κολλητός του Θεού.
- Λιτλ Τζον, αμαρτάνεις, είπε ο αδελφός Τακ.
Το δάσος του Σέργουντ αντήχησε από τα βροντερά γέλια των εύθυμων αντρών.
- Γελάτε εσείς, είπε ο Σκωτσέζος, αλλά όλος ο κόσμος το ξέρει ότι το τόξο είναι για τα κοριτσάκια που φοβούνται τις μάχες σώμα με σώμα. Στο σπαθί μετριούνται οι πραγματικοί άντρες.
- Κι εμείς πραγματικοί άντρες είμαστε, είπε ο Λιτλ Τζον.
- Κάποιοι, όμως, φοράνε φουστάνια...
- Δε σε παρεξηγώ, είπε ο αδελφός Τακ. Να σου θυμίσω, όμως, ότι παρ'όλο που φοράω ράσο, ποτέ μου δε δείλιασα στη μάχη. Επιπλέον, υπάρχει ένας γνωστός μύθος του Αισώπου που σου ταιριάζει γάντι.
- Κάποιος έρχεται, είπε ο Γουίλ Σκάρλετ, που καθόταν λίγο πιο πέρα.
Οι άντρες σκορπίστηκαν στις γύρω οξιές. Ένας άντρας εμφανίστηκε, ερχόμενος από τα ανατολικά. Τα ρούχα του ήταν φθαρμένα και οι μπότες του γεμάτες λάσπες.
- Είναι κανείς εδώ; φώναξε ο άντρας. Ψάχνω τον Ρομπέν και τους άντρες του!
Ένας κορυδαλλός ακούστηκε.
- Ψάχνω τον Ρομπέν! ξαναφώναξε ο άντρας. Χρειάζομαι τη βοήθειά του!
Ο κορυδαλλός ξανακούστηκε.
- Βγείτε! Μόνος του είναι, ακούστηκε μια φωνή πίσω από τον άντρα.
Οι οξιές ζωντάνεψαν. Άντρες με πρασινοκαφέ ενδυμασίες εμφανίστηκαν από παντού.
- Ποιος ψάχνει το Ρομπέν; είπε ένας άντρας με ευγενικά χαρακτηριστικά.
- Είμαι ο Μπομπ Σμιθ, γιος του Φρανκ, του μυλωνά, από το Σέργουντ.
- Του Φρανκ, του μυλωνά; είπε ένας στρουμπουλός καλόγερος. Τον θυμάμαι τον Φρανκ. Πάντα μας βοηθούσε στο μοναστήρι. Τι κάνει;
- Μας άφησε χρόνους πριν από πέντε χρόνια, απάντησε ο Μπομπ Σμιθ.
- Πολύ λυπάμαι, είπε ο καλόγερος και σταυροκοπήθηκε, ο Θεός ας τον αναπαύσει!
- Και τι τον θέλεις τον Ρομπέν; ρώτησε ο άντρας με τα ευγενικά χαρακτηριστικά.
- Χρειάζομαι τη βοήθειά του, αλλιώς ο σερίφης του Νότιγχαμ θα μου πάρει το μύλο!
- Τι εννοείς;
- Από τον πατέρα μου κληρονόμησα το μύλο, και συνέχισα να δουλεύω στη θέση του. Όμως ο μύλος είναι τόσο παλιός και φθαρμένος που κάθε τρεις και λίγο, όλο και κάτι παθαίνει. Πέρυσι, δε, η ατυχία μου ήταν τέτοια, που του έσπασε η φτερωτή. Η ζημιά ήταν πολύ μεγάλη και χρειάστηκε να φτιάξω καινούργια φτερωτή.
- Και λοιπόν;
- Τι λοιπόν; Ξέρεις πολλούς μάστορες να μην πληρώνονται; Χρειάστηκα λεφτά. Λεφτά που δεν είχα. Και όποιος χρειάζεται λεφτά, αλλά δεν έχει, τι κάνει;
- Δανείζεται.
- Ακριβώς! Και ποιος έχει αρκετά λεφτά για να δανείζει;
- Η τράπεζα.
Οι άντρες έσκασαν στα γέλια. Ο Μπομπ Σμιθ αναστέναξε.
- Η τράπεζα χρειάζεται εγγύηση για να δώσει δάνειο και ο μύλος μου δεν ήταν αρκετή εγγύηση για εκείνους. Οπότε, απευθύνθηκα αλλού. Πήγα στον Μέλβιλ τον χρυσοχόο, που κάνει και οικονομικές διευκολύνσεις.
- Και;
- Μου δάνεισε τα λεφτά που χρειαζόμουν, μου έδωσε να υπογράψω χαρτιά, φτωχός, αγράμματος άνθρωπος είμαι, τα υπόγραψα.
- Δεν έπρεπε να υπογράψεις κάτι που δεν ήξερες τι ήταν.
- Πώς αλλιώς θα έπαιρνα τα λεφτά που χρειαζόμουν; Χωρίς φτερωτή, ο μύλος είναι άχρηστος, θα αναγκαζόμουν να τον πουλήσω για ένα κομμάτι ψωμί και ύστερα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου ζητιανεύοντας. Πώς θα ζήσω την οικογένειά μου; Πέντε παιδιά έχω, και η κυρά μου περιμένει και έκτο!
- Και λοιπόν;
- Και λοιπόν, τον έφτιαξα το μύλο και συνέχισα να τον δουλεύω, και κουτσά-στραβά θα κατάφερνα να εξοφλήσω και το χρέος μου. Ή, έτσι πίστευα...
- Τι συνέβη; Και πού κολλάει ο σερίφης του Νότιγχαμ στην ιστορία;
- Όπως αποδείχτηκε, τα λεφτά που μου δάνεισε ο Μέλβιλ ήταν στην πραγματικότητα λεφτά του σερίφη, ο οποίος έβαλε στο μάτι το μύλο μου.
- Τον κερατά! είπε ο μεγαλόσωμος άντρας.
- Λιτλ Τζον! είπε αυστηρά ο καλόγερος.
- Συνέχισε, είπε ο άντρας με τα ευγενικά χαρακτηριστικά.
- Την προηγούμενη βδομάδα ο σερίφης έστειλε τους ανθρώπους του να μου ζητήσουν τα λεφτά, επειδή, λέει, στα χαρτιά που υπόγραψα, υποσχέθηκα να τον εξοφλήσω μέχρι το τέλος του μήνα. Εγώ είχα συνεννοηθεί με τον Μέλβιλ να εξοφλήσω στο τέλος του έτους. Παρ'όλ'αυτά, είπα στους άντρες του σερίφη ότι θα εξοφλούσα μέχρι το τέλος του μήνα. Είχα μαζέψει το μεγαλύτερο μέρος του ποσού, θα πουλούσα και τις βέρες μας, μαζί με το καλό πανωφόρι του πατέρα μου, θα τα κατάφερνα. Και προχθές την Κυριακή, γυρίζοντας με την οικογένειά μου από την εκκλησία, άκουσα σαματά προς τη μεριά του μύλου. Έτρεξα να δω τι συνέβαινε και τον βρήκα μέσα στις φλόγες! Πέσαμε με τη γυναίκα μου και με τους δυο μεγάλους γιους μου - έντεκα ο μεγάλος, δέκα ο μικρός - και καταφέραμε να σβήσουμε τη φωτιά προτού κάψει εξ'ολοκλήρου το μύλο, αλλά η ζημιά είναι μεγάλη. Καταστράφηκα! Γι'αυτό τον ψάχνω τον Ρομπέν.
- Ε, λοιπόν, τον βρήκες, είπε ο άντρας με τα ευγενικά χαρακτηριστικά. Εγώ είμαι.
- Σώσε με, άρχοντά μου, είπε ο Μπομπ Σμιθ και γονάτισε.
- Δεν υπάρχουν άρχοντες εδώ πέρα, είπε ο Ρομπέν, σήκω όρθιος. Ο σερίφης του Νότιγχαμ είναι τέτοιος κλέφτης, που οι κλέφτες ωχριούν μπροστά του. Επιπλέον, είναι προσωπικός μου εχθρός και δε θα ησυχάσω αν δεν τον δω πίσω από τα σίδερα όπου κλείνει τους φτωχούς ανθρώπους, εκμεταλλευόμενος την εξουσία του.
- Το ξέρω, είπε ο Μπομπ Σμιθ, και ξέρω ότι βοηθάς τους φτωχούς, γι'αυτό ήρθα σε εσένα. Ο μύλος χρειάζεται εκτεταμένες επισκευές, η οικογένειά μου είναι στον δρόμο - προς το παρόν μας φιλοξενεί μια αδερφή της γυναίκας μου, αλλά κι εκείνη φτωχή γυναίκα είναι - και η προθεσμία για την εξόφληση του χρέους μου λήγει την επόμενη Τρίτη. Αν δε με βοηθήσεις εσύ, πάω χαμένος. Και εγώ, και η οικογένειά μου.
- Μην ανησυχείς Μπομπ Σμιθ, είπε ο αδελφός Τακ. Όλοι οι άντρες του Ρομπέν είναι άντρες που το λέει η καρδιά τους, και όλοι τους είναι χεροδύναμοι. Θα σε βοηθήσουμε εμείς να επισκευάσεις το μύλο σου.
- Όσο για το χρέος σου, είπε ο Λιτλ Τζον, πάρε αυτό το τσουβάλι. Είναι γεμάτο χρυσά αντικείμενα που κατασχέσαμε την προηγούμενη βδομάδα από ένα καραβάνι που μετέφερε τρόφιμα και χρυσαφικά για λογαριασμό του πρίγκηπα Ιωάννη, του άθλιου αυτού σφετεριστή. Πάρ'τα και πούλησέ τα να πάρεις τα λεφτά που χρειάζεσαι και να εξοφλήσεις τον αχρείο το σερίφη.
Ο Μπομπ Σμιθ άνοιξε το τσουβάλι.
- Είναι πάρα πολλά, είπε.
- Αν σου περισσέψουν λεφτά δώσ'τα σε κανέναν άλλο φτωχό, είπε ο αδελφός Τακ. Ή, κάνε μια δωρεά στο αβαείο του Γιορκ. Ο αιδεσιμότατος Γουίλιαμ θα ξέρει τι να τα κάνει.
- Τι είναι αυτό το πουγκί; είπε ο Μπομπ Σμιθ και έβγαλε ένα μικρό πουγκί από μέσα από το σακί. Καλέ, αυτό έχει μέσα σκόνη!
- Τι σκόνη; ρώτησε ο αδελφός Τακ και πήρε το πουγκί από τα χέρια του. Για να δω! Μμμ, αυτή η σκόνη μοσχομυρίζει, να δεις τι μου θυμίζει...
- Μήπως είναι λιβάνι; είπε ο Σκωτσέζος.
- Μη λες βλακείες, είπε ο αδελφός Τακ, το λιβάνι δε μυρίζει έτσι, αυτή η σκόνη είναι... να δεις πώς τη λένε... α, ναι! Μαστίχα τη λένε!
- Μαστίχα; Τι είναι αυτό;
- Προέρχεται από κάπου στην Ανατολή, όπου την εκτιμούν πολύ για το άρωμά της. Από όσο ξέρω, ο πασάς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν κάνει χωρίς αυτήν. Τη βάζουν μέχρι και στο φαγητό, στα γλυκά κυρίως. Σπάνιο προϊόν και πανάκριβο.
- Τι να την κάνω; είπε ο Μπομπ Σμιθ. Εγώ δεν έχω να φάω φαΐ, πού να το βρω το γλυκό; Πάρτε την καλύτερα εσείς.
- Δίκιο έχεις, είπε ο αδελφός Τακ. Αύριο είναι η μέρα που φτιάχνω ψωμί. Θα τη βάλω στη ζύμη.
- Τρελλάθηκες; είπε ο Σκωτσέζος. Θέλεις να μας δηλητηριάσεις; Πάρ'την, άνθρωπέ μου, και δώσ'την σε κανένα χάνι, ή σε κανένα πανδοχείο. Όλο και κάπου θα τη χρησιμοποιήσουν εκείνοι. Ή, έστω, σκόρπισέ την να την πάρει ο αέρας, μακριά από εδώ, εννοείται...
- Ευτυχώς που δε φοράς φουστάνια, σχολίασε ο αδελφός Τακ.