Η σημερινή συννεφιασμένη μέρα και κυρίως το σημερινό συννεφιασμένο απόγευμα, για κάποιον λόγο που εγώ δεν εννοώ επακριβώς, μου έφερε στο μυαλό τα παιδικά παραμύθια. Ίσως επειδή μου δημιούργησε την αίσθηση ότι περπατούσα σε ένα ομιχλώδες δάσος και από κάπου θα πεταγόταν μπροστά μου η Κοκκινοσκουφίτσα.
Επειδή θέλω να είμαι ακριβής, η Κοκκινοσκουφίτσα δε φάνηκε. Μεγάλη γαϊδουριά εκ μέρους της, νομίζω. Τέλος πάντων, εγώ είμαι ανώτερος άνθρωπος και δεν πρόκειται να δώσω συνέχεια, συνειδητοποίησα όμως ότι ο μήνας έχει σχεδόν τελειώσει και εγώ το μόνο που έχω γράψει είναι μία ιστορία. Και, καθώς, μπορώ να φανταστώ την απογοήτευση του μεγάλου πλήθους των πιστών ακολούθων της Πίπης, αποφάσισα να σας μιλήσω για το Μήτσο.
Ο Μήτσος, και μη σας ξεγελάσει το όνομά του, ήταν από πολύ καλή οικογένεια, αυτό που λέμε "του σαλονιού". Στα ώπα-ώπα τον είχαν, στα πούπουλα μεγάλωσε, με τα αφράτα του τα μαξιλάρια, τα ζεστά του κουβερτάκια, το εκλεκτό του φαγητό, την καθημερινή περιποίηση... Πάντα στην τρίχα, καλοχτενισμένος και με τα νύχια του λιμαρισμένα, ήταν μια απόλαυση να τον βλέπεις.
Ο Μήτσος είχε και μερικούς φίλους, τάλε κουάλε σαν αυτόν, μεγαλωμένους στα πούπουλα, με του πουλιού το γάλα. Η παρέα μαζευόταν τακτικά, πότε στο σπίτι του ενός, πότε στο σπίτι του άλλου, και διασκέδαζαν διαβάζοντας ποίηση και παίζοντας μπριτζ. Ο Μήτσος, βέβαια, ίσως και λόγω του ονόματός του, ήταν το πειραχτήρι της παρέας και είχε το γενικό πρόσταγμα για το καθετί. Οι φίλοι του τον θαύμαζαν πολύ για το δυναμισμό του, αλλά έβρισκαν το όνομά του πολύ λαϊκό για την κοινωνική του θέση.
Αλλά ο Μήτσος δεν στενοχωριόταν ιδιαίτερα, καθώς πίστευε πως το όνομά του ήταν υπεύθυνο για το δυναμισμό του, και όχι μόνο αυτό, αλλά περνούσε στην αντεπίθεση και κορόιδευε τους φίλους του.
- Προτιμώ να με λένε Μήτσο, τους έλεγε, παρά να με λένε Κόμη, Συρανό ή Μίνωα. Πώς θα κυκλοφορούσα στον δρόμο αν με έλεγαν έτσι;
- Δε συμφωνώ, έλεγε ο Κόμης.
- Διαφωνώ ριζικά, έλεγε ο Συρανό.
- Δεν ξέρεις τι λες, έλεγε ο Μίνωας.
- Και πότε κυκλοφόρησες εσύ στον δρόμο; ρώτησε ο Συρανό. Εσύ δεν το κουνάς ρούπι από τον καναπέ.
- Δεν έχεις δίκιο, είπε ο Μήτσος. Εγώ πάντα κυκλοφορούσα στον δρόμο, εσείς είστε κλεισμένοι μέσα και δεν το βλέπετε.
- Σε προκαλώ, είπε ο Συρανό. Αν είσαι μάγκας, βγες στον δρόμο τώρα.
Ο Μήτσος σκέφτηκε. Σαν πολύ δεν του έμπαιναν οι φίλοι του; Ε, λοιπόν, εκείνος θα τους έδειχνε. Όχι μόνο θα έβγαινε στον δρόμο για να τους αποδείξει ότι δε φοβόταν, θα έβγαινε νύχτα. Ναι, αυτό θα τους αποστόμωνε όλους.
- Θα βγω αύριο το βράδυ, είπε στο Συρανό.
- Αύριο βράδυ; ρώτησαν όλοι με μια φωνή.
- Ναι, αύριο βράδυ.
Έναν φόβο, βέβαια, τον είχε. Και σαν τι θα μπορούσε όμως να πάθει; Αυτός ήταν Μήτσος, δεν ήταν κανένας τυχαίος. Και - γιατί να το κρύψουμε, άλλωστε; - ήταν άσος στην ξιφασκία, ήξερε και μπάντμιντον, ποιος θα τα έβαζε μαζί του; Όχι, τίποτα δε θα του συνέβαινε. Θα έβγαινε στον δρόμο και οι φίλοι του θα έβλεπαν πόσο ατρόμητος ήταν.
Και το επόμενο βράδυ ήρθε. Και ο Μήτσος πρόβαλε στην εξώπορτα, και διέσχισε το κατώφλι και βγήκε στο πεζοδρόμιο, και άρχισε να περπατάει, ενώ οι φίλοι του τον κρυφοκοίταζαν από την πόρτα, που εκείνοι δεν τολμούσαν να διαβούν. Και η νύχτα ήταν σκοτεινή, αλλά πολύ ήρεμη. Και ο Μήτσος περπατούσε με βήμα αργό, νωχελικό, παρ'όλο που ένα τρέμουλο μέσα του το ένιωθε. Και άρχισε να απομακρύνεται κι άλλο από το σπίτι του. Και όσο απομακρυνόταν, τόσο το τρέμουλο μειωνόταν.
Ε, ναι, τελικά, τα είχε καταφέρει, και όλοι είχαν δει πόσο θαρραλέος ήταν.
- Από εδώ και εμπρός, θα ακούνε "Μήτσος" και θα τρέμουν οι άλλοι, σκέφτηκε ο Μήτσος.
Και κορδώθηκε λιγάκι. Και ύστερα από λίγο κορδώθηκε κι άλλο, καθώς λίγο πιο πέρα, μέσα στα σκοτάδια, αχνοφάνηκε ένας μικρόσωμος τύπος. Περπατούσε σχετικά αργά, και κάτι έψαχνε.
- Εκείνος εκεί ο τύπος είναι ό,τι πρέπει, σκέφτηκε ο Μήτσος. Ένα "μπου!" να του κάνω, θα το βάλει στα πόδια.
Και χωρίς να κάνει φασαρία, άρχισε να πλησιάζει το μικρόσωμο τύπο, ο οποίος, έτσι απορροφημένος που ήταν, δεν τον πήρε είδηση και συνέχισε την αναζήτησή του.
- Θα τον πάρω στο κυνήγι και θα τον κάνω να τρομάξει τόσο, που δε θα ξανακυκλοφορήσει στην περιοχή, συνέχισε ο Μήτσος τις σκέψεις του, καθώς τώρα είχε πλησιάσει αρκετά.
Αλλά, πάνω που ο Μήτσος θα ορμούσε στο μικρόσωμο τύπο, ο τύπος τον πήρε είδηση και αμέσως γύρισε και τον κοίταξε.
- Για δες, σκέφτηκε ο Μήτσος, δείχνει σαν να μη φοβήθηκε καθόλου. Αλλά εγώ δε μασάω, εμένα με λένε Μήτσο, θα του δείξω εγώ.
Και άρχισε να τον πλησιάζει απειλητικά, ενώ παράλληλα θαύμαζε το εξαιρετικά μυώδες κορμί του μικρόσωμου τύπου.
- Θα σου δείξω εγώ, είπε ο Μήτσος, ενώ ο άλλος τον κοίταζε ακινητοποιημένος.
Και εκεί που ο Μήτσος ήταν έτοιμος να ορμήσει, ο άλλος έριξε έναν πήδο τόσο αποφασιστικά, που ο Μήτσος οπισθοχώρησε αμέσως.
- Τώρα θα δεις τι θα πάθεις... γατάκι! είπε ο μυώδης τύπος.
Και έκανε άλλο ένα απειλητικό άλμα προς τη μεριά του Μήτσου. Και τόσο άγρια τον κοίταζε, και τόσο πολύ γυάλιζαν τα μάτια του στο σκοτάδι, που ο Μήτσος οπισθοχώρησε για τα καλά.
- Μπου! έκανε ο άλλος.
Και ο Μήτσος βάλθηκε να τρέχει τρομαγμένος.
- Χέστη! φώναξε ο άλλος. Νόμιζες ότι θα τα βάλεις μαζί μου;
Αλλά ο Μήτσος είχε γυρίσει κιόλας στο σπίτι του, αποφασισμένος να μην ξαναβγεί ποτέ από εκεί. Κρίμα που είχε μάθει και ξιφασκία και μπάντμιντον. Σε τίποτα δεν του είχαν χρησιμεύσει.
Ήμουν παρούσα στην σκηνή αυτή και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ομολογώ, καθώς φανταζόμουν ότι ο Μήτσος θα κατατρόπωνε τον αντίπαλό του και δεν είχα προβλέψει στο ελάχιστο την τροπή που πήραν τα πράγματα. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι έφταιγε. Ίσως έφταιγε που ο Μήτσος δεν είχε ξαναβγεί στον δρόμο, ίσως έφταιγε που ήταν βράδυ. Ίσως, πάλι, έφταιγε που ο μυώδης τύπος ήταν ένας εξαγριωμένος αρουραίος και ο Μήτσος μία καλοθρεμμένη σπιτόγατα.