- Κου-κου! φώναξε ο
κούκος από το ρολόι του τοίχου, τινάζοντας τα φτερά του, προτού ξανακρυφτεί
εκεί μέσα.
Ο Αη-Βασίλης τέντωσε τα χέρια του και
χασμουρήθηκε, ενώ ένα χαμόγελο άρχιζε να σχηματίζεται στο καλοσυνάτο του
πρόσωπο, καθώς είχε έρθει η πιο αγαπημένη του μέρα του χρόνου, η μέρα που
μοίραζε τα δώρα στα παιδιά.
- Καλημέρα, του είπε η γυναίκα του. Σήμερα
είναι η μέρα σου. Ντύσου και εγώ θα πάω να σου ετοιμάσω πρωινό. Τι θα φας; Να
σου τηγανίσω δυο αυγουλάκια;
Ο Αη-Βασίλης σκέφτηκε για μια στιγμή ότι
οι τελευταίες εξετάσεις είχαν δείξει λίγο υψηλή χοληστερίνη και ίσως θα ήταν
καλό να αρνηθεί αλλά, λόγω της ημέρας, κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
- Καφεδάκι θα πιεις; ξαναρώτησε η
γυναίκα του. Τρεις κουταλιές ζάχαρη, έτσι;
Ο Αη-Βασίλης θυμήθηκε και τις τιμές του
ζαχάρου αλλά, λόγω της ημέρας…
- Έφτιαξα και κέηκ με σταφίδες, είπε
η γυναίκα του. Θα σου κόψω ένα κομμάτι.
Ο Αη-Βασίλης δεν είπε τίποτα.
- Θα σου στύψω και λίγο χυμό
φραγκοστάφυλου, συνέχισε η γυναίκα του. Τις τελευταίες μέρες σε βλέπω λίγο
κομμένο.
Ο Αη-Βασίλης σηκώθηκε από το κρεβάτι και
πήγε στο μπάνιο. Έβγαλε τις ζεστές του παντόφλες και ανέβηκε στη ζυγαριά.
- Πόσα σάντουιτς να σου βάλω για τον
δρόμο; ακούστηκε η γυναίκα του.
Ο Αη-Βασίλης ρούφηξε την κοιλιά του όσο
μπορούσε και προσπάθησε να δει την ένδειξη της ζυγαριάς. Σαν να του φάνηκε ότι
είχε παχύνει.
- Θα σου φτιάξω δυο-τρία, απάντησε
μόνη της η γυναίκα του στην ερώτησή της. Θα σου βάλω και δύο θερμός με τσάι. Θα
ρίξω μέσα και λίγο μπράντυ, που σου αρέσει.
Ο Αη-Βασίλης έβγαλε τις πιτζάμες του και
φόρεσε την στολή του. Άνοιξε την ντουλάπα και κοίταξε τις ζώνες του. Πήρε μία
από τις καινούργιες και τη φόρεσε. Ευτυχώς, κατάφερε να την κουμπώσει στην
τελευταία τρύπα. Και χωρίς να ρουφήξει την κοιλιά του.
Στη συνέχεια πήγε στην κουζίνα, όπου η
γυναίκα του είχε στρώσει το τραπέζι με το πρωινό του.
- Τελικά σου έφτιαξα και δύο βάφλες,
είπε η γυναίκα του, καθώς εκείνος ξεκούμπωνε τη ζώνη, για καλό και για κακό.
Επάνω στο έλκηθρο κάνει κρύο, θα χρειαστείς θερμίδες.
Ο Αη-Βασίλης έδεσε μία πετσέτα στο λαιμό
του για να μη λερώσει τα γιορτινά του ρούχα και κάθησε να φάει. Ήταν όλα πολύ
νόστιμα και ξέχασε και τις εξετάσεις, και τη χοληστερίνη, και το ζάχαρο.
- Γεια στα χέρια σου, γυναίκα, είπε
και σηκώθηκε από το τραπέζι.
Η γυναίκα του κρατούσε ήδη στα χέρια της
ένα μεγάλο καλάθι.
- Σου έβαλα τέσσερα σάντουιτς τελικά,
του είπε. Έβαλα και το υπόλοιπο κέηκ, μήπως σε πιάσει καμιά λιγούρα. Καλή
δουλειά!
Ο Αη-Βασίλης έπιασε το καλάθι και του
φάνηκε ότι ζύγιζε μισό τόνο, αλλά ίσως έφταιγε το ότι είχε μόλις φάει…
- Ευχαριστώ, της είπε. Αν νυστάξεις
προτού γυρίσω, κοιμήσου, μη με περιμένεις.
Ο Αη-Βασίλης πήγε στον στάβλο, όπου οι
βοηθοί του είχαν ήδη ζέψει τους ταράνδους και είχαν ήδη φορτώσει το έλκηθρο με
αμέτρητα σακιά με δώρα. Ο Αη-Βασίλης δυσκολεύτηκε να βρει χώρο για το καλάθι με
το κολατσιό του. Τα κατάφερε, όμως, και βολεύτηκε στο έλκηθρο και εκείνος, και
οι βοηθοί του, και το καλάθι με το κολατσιό.
Οι τάρανδοι ήταν καλοταϊσμένοι και δεν
δυσκολεύτηκαν να σύρουν το έλκηθρο στον αέρα. Και το ταξίδι του Αη-Βασίλη
ξεκίνησε.
Πρώτα ξεκίνησε να μοιράζει δώρα στις
πόλεις, όπου υπήρχαν και τα περισσότερα παιδιά. Και ήθελε μεγάλη μαεστρία για
να οδηγήσει το έλκηθρο επάνω από τις πόλεις, χωρίς να τυφλωθούν οι τάρανδοι από
τα πολλά τους φώτα. Και αφού βεβαιώθηκε ότι κάθε παιδάκι είχε πάρει από ένα
δώρο, άρχισε να πηγαίνει και στα χωριά. Και εκεί χαλάρωσε λίγο, αφού δεν
υπήρχαν τόσα πολλά φώτα για να τυφλώσουν τους ταράνδους. Και τα σακιά συνέχισαν
να αδειάζουν από δώρα και τώρα οι βοηθοί του είχαν απλώσει τα πόδια τους να
ξεμουδιάσουν, και πού και πού λοξοκοίταζαν το καλάθι του Αη-Βασίλη με τα
καλούδια που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του.
Αλλά ο Αη-Βασίλης δεν είχε μυαλό για
φαγητό, αφού βιαζόταν να μοιράσει όλα τα δώρα εγκαίρως, πριν αλλάξει ο χρόνος.
Και δωσ’του και άδειαζαν τα λιγοστά, πλέον, σακιά…
Το έλκηθρο σταμάτησε πάνω από το τελευταίο
σπίτι και ο Αη-Βασίλης άφησε το τελευταίο δώρο. Αλλά όταν οι βοηθοί του πήγαν
να διπλώσουν το άδειο σακί, διαπίστωσαν ότι μέσα υπήρχε άλλο ένα δώρο.
- Άγιε Βασίλη! φώναξαν. Κάποιον
ξεχάσαμε!
- Δεν μπορεί! είπε ο Αη-Βασίλης. Αφού
τα έσβησα όλα τα ονόματα από τη λίστα!
Κι όμως, το πακέτο το τυλιγμένο με το
φιόγκο δεν άφηνε καμία αμφιβολία: κάποιο παιδάκι είχε μείνει χωρίς δώρο…
Ο Αη-Βασίλης έβγαλε από την τσέπη του ένα
ρολό χαρτί και άρχισε να διαβάζει τα ονόματα των παιδιών που ήταν γραμμένα στη
λίστα. Όλα τα ονόματα είχαν από πάνω τους μία γραμμή και δίπλα τους υπήρχε
γραμμένο το δώρο που είχαν πάρει.
Δεν έμενε άλλη λύση από το να εξακριβωθεί
ποιο παιδάκι δεν είχε πάρει δώρο.
- Γυρίζουμε πίσω, είπε ο Αη-Βασίλης
και οι βοηθοί του κοίταξαν αναστενάζοντας το καλάθι με τα καλούδια. Και πρέπει
να βιαστούμε, πρόσθεσε, προτού αλλάξει η χρονιά.
Και τώρα το έλκηθρο ξεκίνησε από τα χωριά.
Και ο Αη-Βασίλης έβαζε νέα σημάδια στη λίστα, καθώς βεβαιωνόταν ότι τα παιδιά
είχαν πάρει τα δώρα τους. Και ύστερα πήγε στις πόλεις, και μπαινόβγαινε στα
σπίτια, και τσεκάριζε τα ονόματα στη λίστα, και μαζί με τα ονόματα τσεκάριζε
και τα ρολόγια των σπιτιών. Και λίγα λεπτά πριν αλλάξει ο χρόνος, και το
τελευταίο όνομα στη λίστα απόκτησε το δικό του σημαδάκι. Και όλα τα παιδιά
είχαν πάρει δώρα.
Αλλά
στο τελευταίο σακί υπήρχε ακόμα ένα δώρο. Από μακριά ακούστηκαν πυροτεχνήματα.
Κάπου γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά.
- Πάει, είπε ο Αη-Βασίλης, δεν
προλάβαμε. Ο χρόνος άλλαξε και εμάς μας έμεινε ένα δώρο.
Οι βοηθοί του δεν είπαν τίποτα, είχαν από
ώρα ανοίξει το καλάθι με τα καλούδια και ήταν μπουκωμένοι.
- Ας γυρίσουμε στο σπίτι, είπε ο
Αη-Βασίλης και δεν ξαναμίλησε.
Σκεφτόταν, όμως. Σκεφτόταν ότι είχε
μεγαλώσει πολύ. Ότι η χοληστερίνη και το ζάχαρο ήθελαν πλέον προσοχή. Ότι ίσως
θα έπρεπε να βγει στη σύνταξη. Αλλά, προηγουμένως, θα έπρεπε να βρει
αντικαταστάτη. Έριξε μια ματιά στους βοηθούς του. Μερικοί ήταν πασαλειμμένοι με
μαγιονέζα από τα σάντουιτς, άλλοι έτρωγαν ακόμα, έναν τον είχε πάρει ο ύπνος...
Ίσως θα έπρεπε να βάλει αγγελία.
Έφτασαν στο σπίτι και οι βοηθοί πήγαν τους
ταράνδους στον στάβλο. Ο Αη-Βασίλης πήρε το τελευταίο σακί με το δώρο που
έμεινε και μπήκε στο σπίτι του. Το ξύλινο πάτωμα έτριξε σαν να τον καλωσόριζε.
Στο τζάκι έκαιγε μία ωραία φωτιά. Μία ωραία μυρωδιά του έσπασε τη μύτη. Κοίταξε
προς την τραπεζαρία: το τραπέζι ήταν στρωμένο.
- Σε περίμενα να φάμε, είπε η γυναίκα
του. Έφτιαξα καστανόσουπα, που σου αρέσει, και ρύζι με σταφίδες και αμύγδαλα,
και πουτίγκα με μέλι… Μα, τι έχεις; Δεν είσαι καλά;
- Άσε, γυναίκα, τα έκανα θάλασσα.
- Τι εννοείς;
- Νομίζω ότι θα πρέπει πια να
αποσυρθώ.
- Μα τι βλακείες είναι αυτές; Να
αποσυρθείς εσύ, που είσαι η ουσία αυτής της μέρας;
- Δεν μπόρεσα να μοιράσω όλα τα δώρα.
- Αποκλείεται!
- Κι όμως…
Και ο Αη-Βασίλης έδειξε το σακί με το
δώρο. Η γυναίκα του χαμογέλασε.
- Ώστε, αυτό είναι;
- Λίγο το έχεις;
- Δεν είσαι για εκπλήξεις εσύ, είπε η
γυναίκα του.
- Τι εκπλήξεις;
Αλλά η γυναίκα του είχε ήδη πάρει το σακί
από τα χέρια του και είχε βγάλει το δώρο από μέσα, και τώρα το κρατούσε μπροστά
στον Αη-Βασίλη.
- Πού είναι τα γυαλιά σου; τον
ρώτησε.
- Τα φοράω.
- Για διάβασε, τότε, την ετικέτα που
έχει κολλημένη επάνω του αυτό το δώρο!
Ο Αη-Βασίλης διάβασε την ετικέτα. Και ένα
χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του, μαζί με ένα κοκκίνισμα.
- Για εμένα είναι, είπε ντροπαλά.
- Για εσένα, βέβαια! είπε η γυναίκα
του. Καλή χρονιά!
Και τότε ο Αη-Βασίλης άνοιξε το δώρο του,
και βρήκε μέσα ένα πολύχρωμο, ζεστό κασκόλ από μαλλί ταράνδου. Και τύλιξε το
κασκόλ στο λαιμό του και χαμογέλασε στη γυναίκα του.
- Ευχαριστώ, είπε.
- Ωραίο είναι να δίνεις δώρα, του
είπε η γυναίκα του, καλό είναι όμως να παίρνεις και εσύ δώρα πού και πού.
Και ο Αη-Βασίλης κάθησε στο τραπέζι, και
μόλις τότε συνειδητοποίησε ότι πεινούσε πάρα πολύ, αφού δεν είχε φάει τίποτα σε
όλο τον δρόμο. Και ξεκούμπωσε τη ζώνη του. Και, για καλό και για κακό,
ξεκούμπωσε και το παντελόνι...