Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

Επικείμενη επέλαση


      Πόσο όμορφα που είναι τα παλιά τα σπίτια, απλά τα περισσότερα, αλλά με τόσα μυστικά κρυμμένα μέσα τους! Και πόσο πιο όμορφοι είναι οι κήποι, όχι μόνο οι μεγάλοι, όχι μόνο οι καλοδιατηρημένοι, εκείνοι με το περιποιημένο γκαζόν και με τα καλοκλαδεμένα φυτά, αλλά και οι άλλοι, εκείνοι οι εγκαταλελειμμένοι, εκείνοι στους οποίους τα αγριόχορτα έχουν αντικαταστήσει τις ντάλιες και τα τριαντάφυλλα, εκείνοι που θυμίζουν ατίθασο έφηβο και όχι καλόβολο νήπιο.
     Έτσι πιστεύει η Πίπη, η οποία έχει πάντα τα μάτια της ανοιχτά για καλοκρυμμένα μυστικά, παρ'όλο που δεν είναι κουτσομπόλα. Και η εικόνα ενός κήπου, ενός εγκαταλελειμμένου κήπου πιο συγκεκριμένα, είναι τόσο δελεαστική για την Πίπη, που μπορεί και να την στοιχειώσει, με αποτέλεσμα να ψάχνει κάθε ευκαιρία για να περνάει να τον βλέπει όσο πιο συχνά μπορεί.
     Έτσι έπαθε και μια καλοκαιρινή μέρα, καθώς γύριζε στο σπίτι της από τη δουλειά. Εκεί, στο πλάι του δρόμου, μια κλειστή καγκελόπορτα, ήσυχη και λίγο σκουριασμένη, απολάμβανε το μεσημεριανό ήλιο. Επρόκειτο ξεκάθαρα για μία γκαραζόπορτα, η οποία, προφανώς, είχε ξεχάσει πώς έμοιαζε ένα αυτοκίνητο. Τη μοναξιά της σκουριασμένης γκαραζόπορτας την έκαναν πιο αισθητή τα πολλά φυτά, τα οποία διακρίνονταν πίσω της.
     Ένα τέτοιο θέαμα δεν μπορούσε, φυσικά, να αφήσει την Πίπη αδιάφορη και αμέσως άρχισε να αναρωτιέται αν έμενε κάποιος εκεί. Τα πάντα φώναζαν εγκατάλειψη, αλλά η σκέψη αυτής της εικόνας δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το μυαλό της. Έτσι, από εκείνη τη μέρα, προσπαθούσε να περνάει μπροστά από εκείνη την γκαραζόπορτα σε κάθε ευκαιρία, και κάθε φορά που περνούσε από εκεί έριχνε διερευνητικές ματιές στο εσωτερικό του κήπου, χωρίς ποτέ να διακρίνει την οποιαδήποτε ανθρώπινη παρουσία.
     Μέχρι που μια μέρα, άκουσε μια φωνή!
     - Ψιτ, ψιτ! έκανε η φωνή. Ψιτ, ψιτ!
     - Ποιος είναι εκεί; ρώτησε η Πίπη και κοίταξε διερευνητικά ανάμεσα στα εξαγριωμένα φυτά που φαίνονταν πίσω από την γκαραζόπορτα.
     - Είσαι μόνη σου; είπε η φωνή.
     Η Πίπη κοίταξε δεξιά-αριστερά. Ο δρόμος ήταν έρημος, λόγω και της ώρας.
     - Ναι, είπε. Ποιος είσαι;
     Ήχος από ξερά κλαδιά και φύλλα ακούστηκε και η άγρια βλάστηση πίσω από την γκαραζόπορτα άρχισε να κινείται, λες και την ανάδευε ένα απαλό αεράκι.
     - Μια τίγρη! σκέφτηκε με θαυμασμό και απορία η Πίπη, καθώς μπορεί να ζει και να κινείται σε μία ζούγκλα, αλλά στη ζούγκλα που ζει η Πίπη μόνο αυτοκίνητα κυκλοφορούν. Μια τίγρη, επανέλαβε την σκέψη της, με φωνή αυτή τη φορά...
     - Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου, είπε η τίγρη, που τώρα είχε πλησιάσει περισσότερο στην γκαραζόπορτα και διακρινόταν καλύτερα.
     - Δεν είσαι μόνη σου; ρώτησε η Πίπη, καθώς προσπαθούσε να δει πίσω από την τίγρη.
     - Μόνος μου, εννοείς, είπε η τίγρη. 
     - Α, είπε η Πίπη, δεν είσαι κορίτσι;
     - Κορίτσι; είπε θυμωμένα η τίγρη και βρυχήθηκε.
     - Σσσσσσσστ! ακούστηκε από πίσω από την τίγρη.
     - Εγώ είμαι ο Σιρ Χαν με το όνομα, είπε η τίγρη, πώς μπόρεσες να πιστέψεις ότι είμαι κορίτσι;
     - Συγγνώμη, είπε η Πίπη, αλλά σε κρύβει η βλάστηση, πώς να το δω; Δεν είσαι μόνος σου, λοιπόν;
     - Όχι, βέβαια, είπε ο Σιρ Χαν. Είμαστε μεγάλη παρέα.
     - Αλήθεια;
     - Ναι. Είναι εδώ και ο Μπαγκίρα, και ο Κάα, και ο Μπαλού, και όλη η φυλή των Μπαντάρ-λογκ, και  ο Ακέλας με την οικογένειά του...
     - Και χωράτε τόσοι πολλοί εκεί μέσα;
     - Φυσικά και χωράμε.
     Η Πίπη έκανε λίγο πιο πίσω και προσπάθησε να εκτιμήσει το μέγεθος του κήπου. Της φάνηκε αρκετά μικρός. Αλλά, για στάσου, τι της θύμιζαν όλα αυτά τα ονόματα;
     - Σιρ Χαν είπες πως σε λένε;
     - Ναι.
     - Πιο σσσσσσιγά, ακούστηκε μία συριστική φωνή.
     Η Πίπη τρόμαξε, καθώς ένα χοντρό φίδι με μεγάλα σχέδια αγκάλιασε τα σκουριασμένα κάγκελα της γκαραζόπορτας.
     - Μην τρομάζεις, είπε ο Σιρ Χαν, αυτός είναι ο Κάα.
     Η Πίπη αποφάσισε να μην ξαναπλησιάσει την γκαραζόπορτα.
     - Θα μας βοηθήσεις; ρώτησε ο Σιρ Χαν.
     - Θα μας βοηθήσσσσσσεις; ρώτησε και ο Κάα.
     - Πώς θέλετε να σας βοηθήσω; είπε η Πίπη.
     - Άνοιξε την γκαραζόπορτα! είπε ο Σιρ Χαν.
     - Άνοικσσσσσσσσσσσσσέ την! είπε και ο Κάα.
     - Πώς να την ανοίξω; ρώτησε η Πίπη.
     - Εμείς δεν μπορούμε, εσύ όμως μπορείς!
     - Εσσσσσύ μπορείςςςςςςςς!
     - Μα δεν έχω το κλειδί!
     - Μήπως δεν θέλεις να μας βοηθήσεις;
     - Μήπωςςςςςς δεν θέλειςςςςςςςς;
     Η αλήθεια είναι πως η Πίπη είχε τις αμφιβολίες της για το αν ήθελε να ξαμολύσει έναν τίγρη και έναν πύθωνα στη γειτονιά, αλλά είναι επίσης αλήθεια πως δεν είχε το κλειδί της γκαραζόπορτας.
     - Δεν ξέρω πώς να σας ανοίξω, είπε η Πίπη, χωρίς κλειδί η γκαραζόπορτα δεν ανοίγει.
     - Είσαι σίγουρη; ακούστηκε μια ανθρώπινη φωνή και ένα μελαμψό παιδί εμφανίστηκε κοντά στα κάγκελα.
      - Ο Μόγλης! είπε η Πίπη, που αμέσως θυμήθηκε τι της θύμιζαν όλα εκείνα τα ονόματα.
     - Δεν μπορείς να βρεις το κλειδί; ρώτησε ο Μόγλης. Οι φίλοι μου και εγώ θα θέλαμε πάρα πολύ να βγούμε μια βόλτα στη γειτονιά...
     - Δεν γνωρίζω τους ιδιοκτήτες, είπε η Πίπη, ούτε γνωρίζω αν μένει κάποιος εδώ, για να τον ρωτήσω. Αλλά εσείς γιατί θέλετε να βγείτε στη γειτονιά; Είναι πολύ επικίνδυνα εδώ.
     - Εσύ δεν φαίνεσαι να φοβάσαι, είπε ο Σιρ Χαν.
     - Ναι, εσσσσσύ δε φοβάσσσσσαι, είπε και ο Κάα.
     - Εσείς δεν ξέρετε να κυκλοφορείτε στους δρόμους, είπε η Πίπη. Υπάρχουν αυτοκίνητα, και τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα.
     - Πιο γρήγορα από εμένα δε νομίζω, είπε ο Σιρ Χαν.
     - Ίσως όχι πιο γρήγορα, αλλά σίγουρα αντέχουν περισσότερο, είπε η Πίπη. Δεν θα αντέξεις.
     - Εμείς δεν κινδυνεύουμε από τα αυτοκίνητα, είπε μια μαϊμού, που εμφανίστηκε, κρεμασμένη σε ένα κλαδί.
     Ένα αυτοκίνητο διέκοψε την ησυχία του δρόμου. Η Πίπη ξανακοίταξε δεξιά και αριστερά. Ο δρόμος ήταν έρημος και πάλι.
     - Εδώ έξω δεν έχει τόσα δέντρα για να κρεμιέστε, είπε. 
     - Δεν θέλεις να μας ανοίξεις, είπε ένας μαύρος πάνθηρας, που εμφανίστηκε ανάμεσα από τα φύλλα ενός δέντρου, σκαρφαλωμένος κι εκείνος σε ένα μεγάλο κλαδί.
     - Πρόσεχε, Μπαγκίρα, είπε ο Μόγλης, θα το σπάσεις το κλαδί.
     - Έχει δίκιο ο Μπαγκίρα, είπε ο Κάα, άδικα μιλάμε, δεν θέλει να μας βοηθήσσσσσσσει...
     Ακούστηκε αναταραχή ανάμεσα από τις φυλλωσιές.
     - Σσσσσσσστ! ακούστηκε και μία κόμπρα πετάχτηκε ξαφνικά από τη μία άκρη της γκαραζόπορτας.
     Η Πίπη ανατρίχιασε στην ιδέα ότι η γκαραζόπορτα δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να εμποδίσει τα φίδια να βγουν έξω... Ούτε τα αιλουροειδή... Ούτε τις μαϊμούδες...
     - Πρέπει πρώτα να βρω τους ιδιοκτήτες, είπε η Πίπη, και να τους ζητήσω το κλειδί. Μήπως είδατε τίποτα ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι;
     - Τόσον καιρό που είμαστε εδώ, δεν ακούσαμε κανέναν, είπε ο Μόγλης.
     - Αυτό δυσκολεύει τα πράγματα, είπε η Πίπη, θα πρέπει να φέρω κλειδαρά, ή οξυγονοκολλητή...
     - Να φέρεις, είπε ο Σιρ Χαν.
     - Αλλά θα πρέπει να βρω τον καλύτερο, είπε η Πίπη, προσπαθώντας να κερδίσει καιρό. Τα σκουριασμένα κάγκελα και οι σκουριασμένες κλειδαριές είναι πολύ δύσκολη περίπτωση, θέλουν ειδική μεταχείριση. Ίσως θα πρέπει να φέρω κάποιον από το εξωτερικό.
     - Να φέρεις, είπε ο Μόγλης. Είναι δύσκολο;
     - Όχι πολύ, είπε η Πίπη, απλώς παίρνει χρόνο, είναι ολόκληρη διαδικασία.
     - Θα τα καταφέρεις, πιστεύεις;
     - Σίγουρα, αλλά χρειάζεται υπομονή. Μπορείτε να περιμένετε;
     - Εννοείται, τόσον καιρό περιμέναμε...
     - Εντάξει, λοιπόν, θα ψάξω για κλειδαρά και οξυγονοκολλητή, και μόλις τους βρω και μπορέσω να τους φέρω, θα σας πω, σύμφωνοι;
     - Σύμφωνοι!
     Έτσι έγινε, και από τότε, όταν η Πίπη περνάει έξω από την γκαραζόπορτα, κάνει πως δεν την βλέπει, και αν εκείνη την ώρα περνάει κάποιο αυτοκίνητο, επιταχύνει το βήμα της και εξαφανίζεται προτού την πάρουν είδηση οι εξωτικοί ένοικοι του κήπου. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ρίχνει κλεφτές ματιές προς την γκαραζόπορτα και προσπαθεί να βεβαιωθεί ότι κανένας από τους ενοίκους δεν το έχει σκάσει. Ακόμα κι αν είναι νωρίς το πρωί και η μέρα δεν έχει καλοφωτίσει ακόμα...

     
     

     
     Σημ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου