Μια φορά ήταν ένας πλούσιος άρχοντας. Και τόσο πλούσιος ήταν, που οι αποθήκες του αρχοντικού του δεν έφταναν για να φυλάξει τα πλούτη του. Τα ρούχα του τα έφτιαχναν από τα καλύτερα και ακριβότερα υφάσματα, στην κουζίνα του είχε τους καλύτερους μάγειρες, και το αρχοντικό του ήταν τόσο μεγάλο και επιβλητικό, που φαινόταν από πάρα πολύ μακριά.
Και αν μιλήσουμε για τον κήπο του, τι να πούμε για τον κήπο του! Ήταν τεράστιος και είχε φυτά και δέντρα από όλο τον κόσμο. Ολάνθιστα παρτέρια υπήρχαν διάσπαρτα παντού, μονοπάτια στρωμένα με πέτρες, παγκάκια, κούνιες, σιντριβάνια, απ'όλα είχε εκείνος ο κήπος!
Αλλά μη νομίζετε ότι επειδή ο άρχοντας είχε πολλά πλούτη ήταν και ευτυχισμένος. Όχι, κάθε άλλο. Όλο προβλήματα είχε και όλο στενοχώριες, και δε χαμογελούσε σχεδόν ποτέ. Και όλο αναστέναζε.
Μια μέρα πέρασε από εκεί μία γριούλα και χτύπησε την πόρτα του αρχοντικού. Ερχόταν από μακριά, είπε, και δεν είχε πού να περάσει το βράδυ της. Ο άρχοντας δέχτηκε να την φιλοξενήσει, και την περιποιήθηκε τόσο πολύ, που η γριούλα φεύγοντας του έκανε δώρο ένα πηγάδι.
- Σε ευχαριστώ πολύ, είπε ο άρχοντας, αλλά έχω τόσα πράγματα, τι να το κάνω το πηγάδι;
- Α, δεν έχεις δίκιο, άρχοντά μου, είπε η γριούλα. Αυτό το πηγάδι δεν είναι σαν τα άλλα.
- Δηλαδή;
- Αυτό το πηγάδι τραγουδάει.
- Πώς τραγουδάει, δηλαδή;
- Όπως τραγουδάνε όλοι, απάντησε η γριούλα.
- Και πού θα μου χρειαστεί; ρώτησε ο άρχοντας.
- Να, αν για παράδειγμα είσαι στενοχωρημένος, το τραγούδι του πηγαδιού θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα.
Αυτό άρεσε πολύ στον άρχοντα, που πολύ θα ήθελε να ξεχάσει τις στενοχώριες του. Ευχαρίστησε την γριούλα και διέταξε να τοποθετήσουν το πηγάδι που τραγουδούσε σε μία ήσυχη γωνιά του κήπου του. Όμως, η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη, όταν είδε ότι το πηγάδι δεν τραγουδούσε καθόλου. Μάταια τέντωνε τα αυτιά του ο άρχοντας και προσπαθούσε να ακούσει. Το πηγάδι παρέμενε βουβό.
Στο μεταξύ, το νέο κυκλοφόρησε, ότι ο άρχοντας είχε ένα πηγάδι που τραγουδούσε και που το τραγούδι του έδιωχνε την στενοχώρια, και πολύς κόσμος άρχισε να έρχεται και να χτυπάει την πόρτα του αρχοντικού, θέλοντας να ακούσει το τραγούδι του πηγαδιού και να ξεχάσει τις στενοχώριες του. Όμως και εκείνοι απογοητεύονταν όταν, πλησιάζοντας το πηγάδι και στήνοντας αυτί, δεν άκουγαν τίποτα απολύτως.
Ο άρχοντας κάλεσε τον καλύτερο γιατρό της χώρας. Ο γιατρός έβαλε τα ακουστικά του, έστησε αυτί, κοίταξε και μέσα στο στόμα του πηγαδιού... τίποτα.
- Δεν ξέρω τι έχει, άρχοντά μου, είπε. Το εξέτασα και μου φάνηκε μια χαρά.
Ύστερα ο άρχοντας κάλεσε έναν παπά. Ο παπάς του έριξε αγιασμό, του διάβασε μερικές ευχές, μέχρι που το ξεμάτιασε κιόλας, αλλά το πηγάδι δεν έβγαζε μιλιά!
- Δεν ξέρω τι έχει, άρχοντά μου, είπε και ο παπάς. Εγώ, μια φορά, έκανα ό,τι μπορούσα.
Έτσι, ο άρχοντας αποφάσισε ότι το πηγάδι ήταν χαλασμένο, και ότι η γριούλα τον είχε κοροϊδέψει. Αποσύρθηκε στο αρχοντικό του και σιγά-σιγά το ξέχασε τελείως το πηγάδι. Και όλο αναστέναζε.
Πέρασε αρκετός καιρός από τότε. Η γωνιά του κήπου όπου βρισκόταν το πηγάδι γέμισε αγριόχορτα και αγριολούλουδα και οι κηπουροί δεν πήγαιναν καθόλου εκεί για να κλαδέψουν και να φυτέψουν καινούργια λουλούδια. Τα μονοπάτια του κήπου σκεπάστηκαν με αγριόχορτα και ξερά φύλλα και κανείς δε θυμόταν πια πώς να πάει εκεί.
Όμως, μια μέρα, ο κήπος αντήχησε από ένα όμορφο τραγούδι, τόσο όμορφο που όλοι σταμάτησαν τη δουλειά τους και στάθηκαν να ακούσουν. Ναι, ήταν αλήθεια: το πηγάδι τραγουδούσε!
Τα νέα έφτασαν και στα αυτιά του άρχοντα, που έτρεξε κι εκείνος να δει το πηγάδι από κοντά. Οι κηπουροί του καθάρισαν βιαστικά ένα μονοπάτι για να περάσει, και στάθηκαν γύρω από το πηγάδι, απολαμβάνοντας το όμορφο τραγούδι.
Ο άρχοντας ένιωσε να ξεχνάει όλες του τις στενοχώριες, και κατάλαβε ότι η γριούλα δεν τον είχε κοροϊδέψει. Αλλά μόλις τελείωσε το τραγούδι, το πηγάδι βουβάθηκε και πάλι.
Ο άρχοντας πλησίασε στο πηγάδι και τέντωσε το αυτί του. Περίμενε αρκετή ώρα, αλλά το πηγάδι δεν είπε λέξη.
- Μάλλον θα τραγουδάει όποτε θέλει εκείνο, σκέφτηκε ο άρχοντας και γύρισε να φύγει.
Αλλά τότε, ανάμεσα από τους ακλάδευτους θάμνους που βρίσκονταν εκεί γύρω, εμφανίστηκε ένας νάνος. Και πριν προλάβει κανείς να πει ο,τιδήποτε, ο νάνος στάθηκε πάνω από το πηγάδι και άρχισε να τραγουδάει. Και όταν ο νάνος άρχισε να τραγουδάει, τότε σιγά-σιγά άρχισε να τραγουδάει και το πηγάδι. Και όσο συνέχιζε να τραγουδάει ο νάνος, τόσο δυνάμωνε το τραγούδι του πηγαδιού.
Παράξενο του φάνηκε του άρχοντα όλο αυτό, και όταν ο νάνος σταμάτησε το τραγούδι του και έκανε να φύγει, τον σταμάτησε και τον ρώτησε τι μαγικό ήταν αυτό που έκανε στο πηγάδι και το έκανε να τραγουδήσει.
- Κανένα μαγικό, άρχοντά μου, απάντησε ο νάνος, αλλά θαρρώ ότι θα έπρεπε να το ξέρεις. Στη ζωή παίρνεις ό,τι δίνεις κι αν μόνο περιμένεις να πάρεις, δε θα πάρεις τίποτα.
Σαν χάνος κοίταζε ο άρχοντας το νάνο, και προσπαθούσε να καταλάβει.
- Το πηγάδι τραγουδάει ό,τι του τραγουδήσουν, συνέχισε ο νάνος. Εσείς όλοι το μόνο που κάνατε ήταν να περιμένετε να σας τραγουδήσει από μόνο του, κάτι που είναι εντελώς αδύνατο. Σε εμένα το πηγάδι τραγουδάει, επειδή και εγώ του τραγουδάω. Κατάλαβες τώρα;
Και ο άρχοντας κατάλαβε. Και πλησίασε το πηγάδι, και άρχισε να του τραγουδάει. Και ήταν πολύ μεγάλη η χαρά του, όταν το πηγάδι άρχισε να τραγουδάει και εκείνο. Και καθώς άκουγε το τραγούδι του πηγαδιού, ο άρχοντας άρχισε να ξεχνάει τις στενοχώριες του. Και χαμογέλασε.
ΥΓ: Η φωτογραφία απεικονίζει το έργο "Γάτες στο πηγάδι" του Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου, και τραβήχτηκε στην Πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα, στην Αθήνα.