Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Το πηγάδι που τραγουδούσε


     Μια φορά ήταν ένας πλούσιος άρχοντας. Και τόσο πλούσιος ήταν, που οι αποθήκες του αρχοντικού του δεν έφταναν για να φυλάξει τα πλούτη του. Τα ρούχα του τα έφτιαχναν από τα καλύτερα και ακριβότερα υφάσματα, στην κουζίνα του είχε τους καλύτερους μάγειρες, και το αρχοντικό του ήταν τόσο μεγάλο και επιβλητικό, που φαινόταν από πάρα πολύ μακριά.
     Και αν μιλήσουμε για τον κήπο του, τι να πούμε για τον κήπο του! Ήταν τεράστιος και είχε φυτά και δέντρα από όλο τον κόσμο. Ολάνθιστα παρτέρια υπήρχαν διάσπαρτα παντού, μονοπάτια στρωμένα με πέτρες, παγκάκια, κούνιες, σιντριβάνια, απ'όλα είχε εκείνος ο κήπος!
     Αλλά μη νομίζετε ότι επειδή ο άρχοντας είχε πολλά πλούτη ήταν και ευτυχισμένος. Όχι, κάθε άλλο. Όλο προβλήματα είχε και όλο στενοχώριες, και δε χαμογελούσε σχεδόν ποτέ. Και όλο αναστέναζε.
     Μια μέρα πέρασε από εκεί μία γριούλα και χτύπησε την πόρτα του αρχοντικού. Ερχόταν από μακριά, είπε, και δεν είχε πού να περάσει το βράδυ της. Ο άρχοντας δέχτηκε να την φιλοξενήσει, και την περιποιήθηκε τόσο πολύ, που η γριούλα φεύγοντας του έκανε δώρο ένα πηγάδι.
     - Σε ευχαριστώ πολύ, είπε ο άρχοντας, αλλά έχω τόσα πράγματα, τι να το κάνω το πηγάδι;
     - Α, δεν έχεις δίκιο, άρχοντά μου, είπε η γριούλα. Αυτό το πηγάδι δεν είναι σαν τα άλλα.
     - Δηλαδή;
     - Αυτό το πηγάδι τραγουδάει.
     - Πώς τραγουδάει, δηλαδή;
     - Όπως τραγουδάνε όλοι, απάντησε η γριούλα. 
     - Και πού θα μου χρειαστεί; ρώτησε ο άρχοντας.
     - Να, αν για παράδειγμα είσαι στενοχωρημένος, το τραγούδι του πηγαδιού θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα.
     Αυτό άρεσε πολύ στον άρχοντα, που πολύ θα ήθελε να ξεχάσει τις στενοχώριες του. Ευχαρίστησε την γριούλα και διέταξε να τοποθετήσουν το πηγάδι που τραγουδούσε σε μία ήσυχη γωνιά του κήπου του. Όμως, η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη, όταν είδε ότι το πηγάδι δεν τραγουδούσε καθόλου. Μάταια τέντωνε τα αυτιά του ο άρχοντας και προσπαθούσε να ακούσει. Το πηγάδι παρέμενε βουβό.
     Στο μεταξύ, το νέο κυκλοφόρησε, ότι ο άρχοντας είχε ένα πηγάδι που τραγουδούσε και που το τραγούδι του έδιωχνε την στενοχώρια, και πολύς κόσμος άρχισε να έρχεται και να χτυπάει την πόρτα του αρχοντικού, θέλοντας να ακούσει το τραγούδι του πηγαδιού και να ξεχάσει τις στενοχώριες του. Όμως και εκείνοι απογοητεύονταν όταν, πλησιάζοντας το πηγάδι και στήνοντας αυτί, δεν άκουγαν τίποτα απολύτως.
     Ο άρχοντας κάλεσε τον καλύτερο γιατρό της χώρας. Ο γιατρός έβαλε τα ακουστικά του, έστησε αυτί, κοίταξε και μέσα στο στόμα του πηγαδιού... τίποτα.
     - Δεν ξέρω τι έχει, άρχοντά μου, είπε. Το εξέτασα και μου φάνηκε μια χαρά.
     Ύστερα ο άρχοντας κάλεσε έναν παπά. Ο παπάς του έριξε αγιασμό, του διάβασε μερικές ευχές, μέχρι που το ξεμάτιασε κιόλας, αλλά το πηγάδι δεν έβγαζε μιλιά!
     - Δεν ξέρω τι έχει, άρχοντά μου, είπε και ο παπάς. Εγώ, μια φορά, έκανα ό,τι μπορούσα.
     Έτσι, ο άρχοντας αποφάσισε ότι το πηγάδι ήταν χαλασμένο, και ότι η γριούλα τον είχε κοροϊδέψει. Αποσύρθηκε στο αρχοντικό του και σιγά-σιγά το ξέχασε τελείως το πηγάδι. Και όλο αναστέναζε.
     Πέρασε αρκετός καιρός από τότε. Η γωνιά του κήπου όπου βρισκόταν το πηγάδι γέμισε αγριόχορτα και αγριολούλουδα και οι κηπουροί δεν πήγαιναν καθόλου εκεί για να κλαδέψουν και να φυτέψουν καινούργια λουλούδια. Τα μονοπάτια του κήπου σκεπάστηκαν με αγριόχορτα και ξερά φύλλα και κανείς δε θυμόταν πια πώς να πάει εκεί.
     Όμως, μια μέρα, ο κήπος αντήχησε από ένα όμορφο τραγούδι, τόσο όμορφο που όλοι σταμάτησαν τη δουλειά τους και στάθηκαν να ακούσουν. Ναι, ήταν αλήθεια: το πηγάδι τραγουδούσε!
     Τα νέα έφτασαν και στα αυτιά του άρχοντα, που έτρεξε κι εκείνος να δει το πηγάδι από κοντά. Οι κηπουροί του καθάρισαν βιαστικά ένα μονοπάτι για να περάσει, και στάθηκαν γύρω από το πηγάδι, απολαμβάνοντας το όμορφο τραγούδι.
     Ο άρχοντας ένιωσε να ξεχνάει όλες του τις στενοχώριες, και κατάλαβε ότι η γριούλα δεν τον είχε κοροϊδέψει. Αλλά μόλις τελείωσε το τραγούδι, το πηγάδι βουβάθηκε και πάλι.
     Ο άρχοντας πλησίασε στο πηγάδι και τέντωσε το αυτί του. Περίμενε αρκετή ώρα, αλλά το πηγάδι δεν είπε λέξη. 
     - Μάλλον θα τραγουδάει όποτε θέλει εκείνο, σκέφτηκε ο άρχοντας και γύρισε να φύγει.
     Αλλά τότε, ανάμεσα από τους ακλάδευτους θάμνους που βρίσκονταν εκεί γύρω, εμφανίστηκε ένας νάνος. Και πριν προλάβει κανείς να πει ο,τιδήποτε, ο νάνος στάθηκε πάνω από το πηγάδι και άρχισε να τραγουδάει. Και όταν ο νάνος άρχισε να τραγουδάει, τότε σιγά-σιγά άρχισε να τραγουδάει και το πηγάδι. Και όσο συνέχιζε να τραγουδάει ο νάνος, τόσο δυνάμωνε το τραγούδι του πηγαδιού.
     Παράξενο του φάνηκε του άρχοντα όλο αυτό, και όταν ο νάνος σταμάτησε το τραγούδι του και έκανε να φύγει, τον σταμάτησε και τον ρώτησε τι μαγικό ήταν αυτό που έκανε στο πηγάδι και το έκανε να τραγουδήσει.
     - Κανένα μαγικό, άρχοντά μου, απάντησε ο νάνος, αλλά θαρρώ ότι θα έπρεπε να το ξέρεις. Στη ζωή παίρνεις ό,τι δίνεις κι αν μόνο περιμένεις να πάρεις, δε θα πάρεις τίποτα.
     Σαν χάνος κοίταζε ο άρχοντας το νάνο, και προσπαθούσε να καταλάβει.
     - Το πηγάδι τραγουδάει ό,τι του τραγουδήσουν, συνέχισε ο νάνος. Εσείς όλοι το μόνο που κάνατε ήταν να περιμένετε να σας τραγουδήσει από μόνο του, κάτι που είναι εντελώς αδύνατο. Σε εμένα το πηγάδι τραγουδάει, επειδή και εγώ του τραγουδάω. Κατάλαβες τώρα;
     Και ο άρχοντας κατάλαβε. Και πλησίασε το πηγάδι, και άρχισε να του τραγουδάει. Και ήταν πολύ μεγάλη η χαρά του, όταν το πηγάδι άρχισε να τραγουδάει και εκείνο. Και καθώς άκουγε το τραγούδι του πηγαδιού, ο άρχοντας άρχισε να ξεχνάει τις στενοχώριες του. Και χαμογέλασε.

ΥΓ: Η φωτογραφία απεικονίζει το έργο "Γάτες στο πηγάδι" του Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου, και τραβήχτηκε στην Πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα, στην Αθήνα.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Ο επίμονος κηπουρός


     Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό σπιτάκι, ζούσε ένα νεαρό αγόρι. Το αγόρι ήταν ορφανό από γονείς και ζούσε μόνο του. Η μόνη τέχνη που ήξερε ήταν η κηπουρική, που την είχε μάθει από τον πατέρα του, που ήταν κηπουρός. Επιπλέον, είχε και ταλέντο και τα φυτά που φρόντιζε θέριευαν ακόμα και στα πιο άγονα εδάφη.
     Ασκώντας την κηπουρική, λοιπόν, το νεαρό αγόρι κατάφερνε να συντηρείται με αξιοπρέπεια, και να συντηρεί και το σπίτι του, το οποίο, επειδή ήταν παλιό, κληρονομιά από τον παππού του τον κηπουρό, ήθελε συνέχεια επισκευές.
     Το νεαρό αγόρι μεγάλωσε και έγινε ένας νέος άντρας, έφτασε σε ηλικία γάμου, που λένε, οπότε και αποφάσισε να βρει μια καλή κοπέλα να πατρευτεί. Πράγματι, στα καθημερινά του πηγαινέλα είχε δει πολλές κοπέλες, όμορφες και από καλές οικογένειες.
     Διάλεξε, λοιπόν, μία όμορφη κοπέλα, που την έβλεπε τακτικά στο πάρκο να διαβάζει και του είχε κάνει καλή εντύπωση. Την πλησίασε κρατώντας ένα όμορφο μπουκέτο λουλούδια, που είχε φτιάξει ειδικά για εκείνη, και της εξήγησε το λόγο που την είχε πλησιάσει.
     - Τι δουλειά κάνεις; τον ρώτησε.
     - Κηπουρός.
     - Κηπουρόοοοος;
     - Ναι.
     - Και αν σε παντρευτώ, δηλαδή, θα είμαι μια γυναίκα κηπουρού;
     - Ε, ναι.
     - Α, δεν μπορώ, απάντησε. Εγώ θα παντρευτώ ένα βασιλόπουλο. Όλα τα βιβλία το λένε ότι οι κοπέλες παντρεύονται  βασιλόπουλα. Θα έρθει επάνω σε ένα άσπρο άλογο και θα με πάρει. Και θα με κάνει βασίλισσα. Εσύ, άλογο έχεις;
     - Όχι, είπε ο νεαρός κηπουρός.
     - Ε, τότε, λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να βρεις άλλη να σε παντρευτεί. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι δεν θα βρεις καμία διαθέσιμη.
     Και η κοπέλα γύρισε στο διάβασμά της, που το είχε αφήσει σε κρίσιμο σημείο.
     Ο κηπουρός έμεινε με τα λουλούδια στο χέρι, αλλά δεν του έκανε καρδιά να τα πετάξει, έτσι γύρισε στο σπίτι του και τα φύτεψε στον κήπο του.
     - Ήταν πρώτη φορά και δεν ήξερα, σκέφτηκε. Την επόμενη φορά θα είμαι πιο προσεκτικός και θα διαλέξω καλύτερα.
     Η επόμενη κοπέλα που πλησίασε ήταν από πολύ καλή οικογένεια, και την είχε ακούσει πολλές φορές να παίζει πιάνο και να τραγουδάει, καθώς περνούσε έξω από το ανοιχτό της παράθυρο. Είχε πολύ όμορφη φωνή και ο κηπουρός φαντάστηκε πόσο ωραία θα ήταν η ζωή του, όταν θα γύριζε κουρασμένος στο σπίτι του και θα άκουγε αυτήν τη θεσπέσια φωνή.
     Έφτιαξε ένα όμορφο μπουκέτο λουλούδια και την πλησίασε. Εκείνη, αντί να κοιτάξει τα λουλούδια, κοίταξε τα χέρια του.
     - Τα νύχια σου είναι λερωμένα, του είπε.
     - Λερώθηκαν την ώρα που έφτιαχνα το μπουκέτο, της απάντησε.
     - Ναι, δε λέω, ωραίο είναι το μπουκέτο, αλλά... καλέ τι χοντρά δάχτυλα είναι αυτά που έχεις!
     - Δεν το είχα προσέξει ποτέ...
     - Και πώς θα παίζεις μουσική με αυτά τα δάχτυλα;
     - Μα, δεν παίζω μουσική...
     - Δεν παίζεις μουσικήηηηηη; Πώς είναι αυτό δυνατόν;
     - Ε, να, δεν έμαθα ποτέ.
     - Ποτέ; Α, εγώ χωρίς μουσική θα πέθαινα. Και, δηλαδή, άμα παντρευτούμε, δε θα μου παίζεις πιάνο να διασκεδάζω;
     - Αρκεί που θα παίζεις εσύ.
     - Α, όχι, δε μου αρέσει, ο άντρας που θα πάρω εγώ θα είναι οπωσδήποτε μουσικός! Και τα νύχια του θα είναι πάντα καθαρά και λιμαρισμένα!
     Όπως καταλάβατε, και αυτή η απόπειρα του κηπουρού να βρει νύφη απέτυχε, και ο δόλιος βρέθηκε πάλι με την ανθοδέσμη στο χέρι. Και επειδή λυπόταν να τα πετάξει τα λουλούδια, τα φύτεψε στον κήπο του, δίπλα στα προηγούμενα.
     Η τρίτη νύφη που διάλεξε ο κηπουρός ήταν κόρη ενός πλούσιου εμπόρου.
     - Ελπίζω να βγάζεις αρκετά λεφτά, του είπε. Χωρίς λεφτά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα στη ζωή.
     - Βγάζω όσα μου χρειάζονται για να ζω.
     - Και τι σημαίνει αυτό;
     - Ότι δεν χρειάζομαι παραπάνω.
     - Μη λες βλακείες, όλοι χρειάζονται παραπάνω λεφτά. Αλλά, ας υποθέσουμε ότι φτάνουν για εσένα. Για εμένα, φτάνουν; Βγάζεις αρκετά για να μου αγοράζεις φουστάνια και κορδέλες, και παπούτσια;
     - Χρειάζεσαι πολλά φουστάνια και κορδέλες και παπούτσια;
     - Αρκετά. Δεν μπορώ να πηγαίνω στην αγορά φορώντας κουρέλια...
     - Θα δουλέψω παραπάνω και θα βγάλω όσα χρειάζεται.
     - Ούτε στην εκκλησία μπορώ να πηγαίνω με τα καθημερινά μου ρούχα.
     - Θα σου πάρω και ρούχα για την εκκλησία.
     - Και έπιπλα θα πρέπει να μου πάρεις. Πώς θα δέχομαι επισκέψεις;
     Ο κηπουρός άρχισε να σκέφτεται μήπως δεν κατάφερνε να βγάλει όσα χρήματα χρειαζόταν.
     - Και, βέβαια, θα χρειαστούμε και ένα αμάξι, έστω με ένα άλογο. Δεν μπορώ εγώ, κόρη μεγαλεμπόρου, να μετακινούμαι με τα πόδια, και να πατάω με τα καλά μου τα παπούτσια στις λάσπες και στα νερά του δρόμου...
     Και έτσι ναυάγησε και η τρίτη προσπάθεια του κηπουρού να βρει νύφη. Και άλλη μία ανθοδέσμη κατέληξε στον κήπο του, δίπλα στις δύο προηγούμενες.
     Αλλά ο κηπουρός δεν το έβαλε καθόλου κάτω, και συνέχισε να αναζητά την κοπέλα που θα τον παντρευόταν. Και πότε προσέγγιζε την ίδια την κοπέλα, πότε προσέγγιζε την οικογένειά της, αλλά η απάντηση ήταν πάντα αρνητική. Και σιγά-σιγά, ο κήπος του γέμισε φυτεμένες ανθοδέσμες, οι οποίες όμως έβγαζαν ρίζες μέσα στον κήπο, και μεγάλωναν και θέριευαν.
     Μια μέρα περνούσε από εκεί μία πριγκήπισσα με τη συνοδεία της. Η πριγκήπισσα ήταν πολύ όμορφη και πολύ μελαγχολική, μόλις όμως είδε τον πανέμορφο κήπο του κηπουρού, το πρόσωπό της φωτίστηκε.
     - Ποιος έχει φτιάξει αυτόν τον τόσο όμορφο κήπο; ρώτησε.
     - Εγώ, πριγκήπισσά μου, απάντησε ο κηπουρός, που είχε ακούσει την άμαξα και είχε βγει να δει ποιος είναι.
     - Αν μου δώσεις το πιο όμορφο λουλούδι του κήπου σου, θα σε γεμίσω χρυσάφι, είπε η πριγκήπισσα.
     - Τι να το κάνω το χρυσάφι, απάντησε ο κηπουρός, αφού θα μου έχεις πάρει το ομορφότερο λουλούδι του κήπου μου;
     - Δηλαδή, δε θέλεις να μου το δώσεις;
     - Άμα θέλεις, να σου το χαρίσω.
     - Δεν καταλαβαίνω, είπε η πριγκήπισσα, μου το χαρίζεις και δε θέλεις αντάλλαγμα;
     - Τα όμορφα πράγματα ανταλλάσσονται με όμορφα πράγματα, απάντησε ο κηπουρός, και το χρυσάφι που μου δίνεις για αντάλλαγμα, για εμένα δεν έχει την παραμικρή ομορφιά.
     - Και τι άλλο θα μπορούσα να σου δώσω, για να μη ζημιωθείς;
     - Αν θέλεις να μου δώσεις αντάλλαγμα για το πιο όμορφο λουλούδι του κήπου μου, τότε να μου δώσεις το χέρι σου και να παντρευτούμε, επειδή δεν βλέπω κάτι άλλο πιο όμορφο από εσένα, πριγκήπισσά μου.
     Και η πριγκήπισσα κολακεύτηκε πολύ από τα λόγια του κηπουρού, και καθώς είχε βαρεθεί τις προτάσεις γάμου από βασιλόπουλα με άμαξες και άσπρα άλογα, που μιλούσαν μόνο για δράκους και σπαθιά και μάχες, δέχτηκε την πρόταση γάμου του κηπουρού. Και όχι μόνο αυτό, αλλά άφησε το παλάτι και έμεινε μαζί του, στο μικρό σπιτάκι. Και ο κηπουρός τής έμαθε πώς να περιποιείται τον κήπο, και κάθε πρωί η πριγκήπισσα ξυπνούσε νωρίς για να ποτίσει, και περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας της εκεί, ανάμεσα στις φυτεμένες ανθοδέσμες. 
     Και από όποια πλευρά κι αν κοιτούσες τον κήπο, το ομορφότερο λουλούδι ήταν εκείνη.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Σχολική εκδρομή



     - Λοιπόν, παιδιά, όπως είπαμε, είπε η δασκάλα. Ο ένας πίσω από τον άλλο, για να μη χαθούμε. Δε χαζεύουμε και δε μιλάμε μεταξύ μας. Περπατάμε προσεκτικά και δε φεύγουμε από την γραμμή μας. Εντάξει;
     - Μάλιστα! ακούστηκε μια φωνή, που στην πραγματικότητα αποτελούταν από καμιά εκατοστή μικρές φωνούλες.
     - Ωραία, λοιπόν, ξεκινάμε! είπε η δασκάλα και όλοι μαζί ξεκίνησαν.
     Και ήταν όλοι χαρούμενοι, που θα πήγαιναν εκδρομή. Και αυτή η εκδρομή ήταν πολύ σημαντική, επειδή ήταν η τελευταία εκδρομή με το σχολείο, πριν από την αποφοίτηση. Ύστερα το σχολείο θα τελείωνε και ο καθένας θα τραβούσε τον δρόμο του.
     Και προχωρούσαν όλοι μαζί, ο ένας πίσω από τον άλλον, και μαζί τους, αργά και προσεκτικά, προχωρούσε και η αλυσίδα που είχαν φτιάξει. Και καθώς ήταν όλοι τους πολύ χαρούμενοι, όπως είπαμε, άρχισαν το τραγούδι. Και η αλυσίδα άρχισε να τραγουδάει:
     Γιούπι-για, γιούπι-για, 
     τι ωραία, τι καλά!
     Τραλαρί-τραλαρό, 
     που τελειώνει το σχολειό!
     Χι-χι-χι, χι-χι-χι, 
     γι'αυτό πάμε εκδρομή!
     Χα-χα-χα, χα-χα-χα,
     θα το κάψουμε, παιδιά!
     - Ας κάνουμε μια στάση! φώναξε η δασκάλα και η αλυσίδα σταμάτησε. Μετρηθείτε! πρόσταξε.
     Και όλοι ξεκίνησαν να μετριούνται.
     - Ένα! είπε ο πρώτος.
     - Δύο! είπε ο δεύτερος.
     - Τρία! είπε ο τρίτος.
     Και έτσι το μέτρημα συνεχίστηκε, και εκεί που κόντευε να ολοκληρωθεί, ξαφνικά η δασκάλα έβαλε μια φωνή.
     - Σταματήστε! είπε. Πού είναι ο εβδομήντα έξι;
     Ένα σούσουρο ακούστηκε στην αλυσίδα.
     - Εβδομήντα έξι! φώναξε η δασκάλα. Πού είσαι, παιδί μου;
     Αλλά ο εβδομήντα έξι ήταν άφαντος.
     - Πού πήγε ο εβδομήντα έξι; ρώτησε η δασκάλα. Εσύ, παιδί μου, εβδομήντα επτά, δεν τον είδες τον εβδομήντα έξι;
     - Τον είδα, κυρία, τον είδα το πρωί, που ξεκινήσαμε.
     - Ωραία, και μετά, δηλαδή, δεν τον είδες; Πώς εξαφανίστηκε; Μπροστά σου ήταν!
     - Δεν είδα, κυρία, εγώ μιλούσα με τον εβδομήντα οκτώ...
     - Μιλούσες; Μα δεν είπαμε ότι δε μιλάμε μεταξύ μας;
     - Μα, κυρία, δεν του μιλούσα μόνο εγώ... Και ο εβδομήντα εννέα του μιλούσε, και ο ογδόντα, μέχρι και ο ογδόντα τρία του μιλούσε!
     - Και εσύ, ογδόντα τρία; Πέφτω από τα σύννεφα! Εσύ, ο καλύτερος μαθητής της τάξης, και σημαιοφόρος του σχολείου...
     - Δεν φταίω εγώ, κυρία! είπε ο ογδόντα τρία.
     - Και τότε ποιος φταίει;
     - Ο εβδομήντα οκτώ λεγε ένα ανέκδοτο και αφαιρέθηκα για λίγο.
     - Τι να πω, παιδί μου, με απογοήτευσες πολύ... Για ένα ανέκδοτο τώρα κινδυνεύεις με αποβολή, το ξέρεις;
     - Αποβολή;
     - Βεβαίως! Αν αποδειχτεί ότι εσύ και οι άλλοι τέσσερεις γίνατε η αιτία να χαθεί ο εβδομήντα έξι, θα πρέπει να τιμωρηθείτε. Μα, κανένας δεν τον είδε τον εβδομήντα έξι; Εσύ, παιδί μου, εβδομήντα πέντε, δεν κατάλαβες τίποτα;
     - Σαν τι να καταλάβω, κυρία;
     - Ε, πίσω σου βρισκόταν, μήπως χαλάρωσε τη λαβή του; Δεν κατάλαβες ότι κάποια στιγμή έπαψες να κρατάς τον εβδομήντα έξι και άρχισες να κρατάς τον εβδομήντα επτά;
     - Δεν το κατάλαβα, κυρία!
     - Εμ, βέβαια, εσύ πάντα ήσουν στουρνάρι, χαμένοι πήγαν όλοι οι κόποι μου, βρε, πώς θα βγείτε αύριο στην κοινωνία, πώς θα γίνετε υπεύθυνοι ενήλικες, αν από τώρα φέρεστε τόσο ανώριμα; Μη μιλάτε, εκεί πίσω, σας βλέπω! Ογδόντα εννέα και ενενήντα, θα μου γράψετε εκατό φορές ο καθένας την φράση "Δεν θα ξαναμιλήσω σε ώρα εκδρομής", καταλάβατε;
     - Μα, δε μιλούσαμε, κυρία!
     - Θα με βγάλετε και στραβή τώρα;
     - Όχι, να, ο ενενήντα μου έλεγε...
     - Άρα, μιλούσατε!
     - Όχι, απλώς ο ενενήντα μου έλεγε ότι μάλλον κάπου τον πήρε το μάτι του τον εβδομήντα έξι...
     - Τον είδε; Και γιατί δε μιλάς, ενενήντα, τι περιμένεις, ειδική πρόσκληση; Πού τον είδες;
     - Τον είδα εχθές, κυρία, στο μάθημα κυκλοφοριακής αγωγής...
     - Βρε, με δουλεύεις;
     - Όχι, κυρία, αφού τότε τον είδα!
     - Λοιπόν: ογδόντα εννέα και ενενήντα, θα μου γράψετε εκατό φορές ο καθένας την φράση "Δεν θα ξαναμιλήσω σε ώρα εκδρομής", και εσύ ενενήντα θα μου γράψεις επιπλέον εκατό φορές την φράση "Τον βλάκα πολλοί αγάπησαν, την βλακεία ουδείς".
     - Πώς γράφεται το "ουδείς", κυρία;
     - Άμα έρθω μέχρι εκεί, θα δεις πώς γράφεται, να το κοιτάξεις σε λεξικό!
     Και εκεί που τα αίματα είχαν ανάψει, ακούστηκε μια φωνή:
     - Να τος ο εβδομήντα έξι!
     Και, πράγματι, στην άκρη του δρόμου φάνηκε ο εβδομήντα έξι, που πλησίαζε με αργά βήματα.
     - Πού χάθηκες, παιδί μου; ρώτησε η δασκάλα.
     - Δε χάθηκα, κυρία, απάντησε εκείνος.
     - Πώς δε χάθηκες, παιδί μου, αφού τόση ώρα σε ψάχνουμε!
     - Αφού ήξερα πού ήμουν, πώς χάθηκα;
     - Κάνεις και πνεύμα, εβδομήντα έξι; Κανόνισε, και τα νεύρα μου είναι τεντωμένα. Μπορείς να μου πεις πού ήσουν;
     - Είχα μείνει στο σχολείο...
     - Στο σχολείο; Τι ήθελες να κάνεις εκεί;
     - Ήθελα να το απολαύσω, προτού το αφήσω για πάντα.
     - Τι περίεργα πράγματα μου λες, παιδάκι μου, εσύ συνέχεια αργείς το πρωί, και κάθε τρεις και λίγο το παίζεις άρρωστος για να μην έρχεσαι!
     - Εγώ, κυρία;
     - Αμ, ποιος, η θεια μου;
     - Έχετε θεία, κυρία; πετάχτηκε ο εβδομήντα πέντε.
     - Και θεία έχω και θείο, και αν συνεχίσεις έτσι, εβδομήντα πέντε, θα σε βάλω να μου γράψεις εκατό φορές όλους τους πρωθυπουργούς της χώρας με τη σειρά!
     - Μα, γιατί, κυρία, επειδή ρώτησα αν έχετε θεία;
     - Ναι, γι'αυτό! Λοιπόν, εβδομήντα έξι, τι παλαβά πράγματα είναι αυτά που μου λες;
     - Δεν είναι παλαβά, κυρία, σκεφτόμουν ότι τώρα που τελειώνει το σχολείο θα πρέπει να πάω να ζήσω μόνος μου, να φροντίζω μόνος μου τον εαυτό μου, να κάνω οικογένεια, παιδιά...
     - Ε, και;
     - Δε θέλω, κυρία!
     - Ούτε εγώ θέλω! πετάχτηκε ο ογδόντα.
     - Ούτε εγώ! είπε ο τριάντα οκτώ.
     - Ούτε εγώ! είπε και ο πενήντα τέσσερα.
     - Σιωπή! είπε η δασκάλα. Ξεκινήσαμε να πάμε εκδρομή και θα το μετατρέψουμε σε πορεία μοιρολογιστρών... Αυτά τα πράγματα δεν τα επιλέγει κανείς, γίνονται από μόνα τους.
     - Ναι, αλλά άμα δε θέλουμε...
     - Άμα δε θέλετε, πενήντα επτά, που επωφελήθηκες για να κουτσομπολεύεις με τον πενήντα οκτώ, το βουλώνετε και δε λέτε τίποτα.
     - Πώς μας μιλάτε έτσι, κυρία; Θα το πω στον μπαμπά μου και θα δείτε, θα σας κάνει μήνυση!
     - Πάντα μαμόθρεφτο ήσουν, δέκα οκτώ, δεν περίμενα και τίποτα άλλο από εσένα...
     - Ναι, αλλά εγώ, κυρία...
     - Τι εσύ, εξήντα δύο, που μας το παίζεις και μάγκας;
     - Εγώ θα περιμένω να ενηλικιωθώ και θα σας κάνω μήνυση εγώ.
     - Ενηλικιώσου πρώτα και ύστερα μου κάνεις!
     - Θα σας κάνω!
     - Αυτό είπα, να μου κάνεις!
     - Και εγώ θα σας κάνω!
     - Να μου κάνεις και εσύ, τριάντα τέσσερα!
     - Και εγώ!
     - Και εσύ, σαράντα τέσσερα! Θες κι εσύ, πουλάκι μου, σαράντα πέντε;
     - Ναι, θέλω.
     - Αλήθεια;
     - Ναι.
     - Μη μου πείτε ότι όλοι θέλετε να μου κάνετε μήνυση;
     - Όλοι, ναι!
     - Ωραία, φροντίστε τότε να τελειώσετε το σχολείο, να ενηλικιωθείτε, και κάντε μου όσες μηνύσεις θέλετε μετά. Εντάξει;
     Ησυχία απλώθηκε στην αλυσίδα, που εδώ και ώρα είχε πάψει να είναι αλυσίδα, αφού είχε σπάσει σε τόσα κομμάτια όσα και οι κρίκοι της.
     - Κι εσύ θα μου κάνεις μήνυση, εβδομήντα έξι; ρώτησε η δασκάλα.
     - Ναι, κυρία, απάντησε ο εβδομήντα έξι.
     - Ωραία, λοιπόν, στη σειρά σας όλοι, και ξαναξεκινάμε. Άντε να τελειώνουμε με την εκδρομή, να τελειώνετε και με το σχολείο, να φεύγετε, να με αφήνετε στην ησυχία μου. Και, όπως είπαμε: δε μιλάμε! Εμπρός, μαρς!
     Και η αλυσίδα ξανάρχισε να μετακινείται, σιωπηλά αυτή τη φορά.
     - Προσοχή! φώναξε η δασκάλα. Τέρας ενόψει!
     Αλλά δεν είχε δίκιο που ανησύχησε η δασκάλα. Η Πίπη τις είχε δει τις κάμπιες εγκαίρως και δεν πάτησε ούτε μία.
    

Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Μακάριοι οι πτωχοί...

     Όλοι σας πια γνωρίζετε κάποια πράγματα για την Πίπη. Το σημαντικότερο που γνωρίζετε είναι ότι η Πίπη κατοικεί στη Χώρα του διαμερίσματος, η οποία συνορεύει με τις Χώρες της μπροστινής και της πίσω βεράντας. Αρκετές αναρτήσεις προέκυψαν από γεγονότα που συνέβησαν σε αυτές τις τρεις χώρες, εξάλλου.
     Αυτό που δεν ξέρετε, όμως, είναι ότι η Χώρα του διαμερίσματος (και οι χώρες των δύο βεραντών, εννοείται), δεν υπάρχει αυτεξούσια στο σύμπαν, αλλά καταλαμβάνει σχεδόν εξ'ολοκλήρου την Ήπειρο του πρώτου ορόφου. Λογικό είναι, βέβαια, να υποθέσετε ότι η Ήπειρος του πρώτου ορόφου επίσης δεν είναι αυτεξούσια στο σύμπαν, και θα έχετε απόλυτο δίκιο. Επειδή πολύ κοντά στην Ήπειρο του πρώτου ορόφου υπάρχουν άλλες τρεις Ήπειροι: αυτή του δευτέρου ορόφου, αυτή του τρίτου ορόφου, και αυτή του τετάρτου ορόφου. Και αν θέλετε να φτάσετε μέχρι την ουσία των πραγμάτων, οφείλω να σας πληροφορήσω ότι και οι τέσσερεις αυτές Ήπειροι βρίσκονται στον Πλανήτη της πολυκατοικίας, ο οποίος - φυσικά - είναι ένας από τους άπειρους πλανήτες αυτού του σύμπαντος.
     Όμως, εμάς μας ενδιαφέρει ο συγκεκριμένος πλανήτης, ο οποίος δεν είναι καθόλου ακατοίκητος. Το αντίθετο μάλιστα, κάθε μία από τις Ηπείρους του Πλανήτη της πολυκατοικίας κατοικείται. Εκτός από την Πίπη, την οποία όλοι γνωρίζουμε και με τα παθήματα της οποίας γελάμε κατά καιρούς, ο Πλανήτης της πολυκατοικίας κατοικείται και από τον Νυχτερίδα.  Ο Νυχτερίδας κατοικεί στην Ήπειρο του δευτέρου ορόφου και είναι ένας αδιόρθωτος ξενύχτης. Παρ'όλο που έχει σταματήσει να δουλεύει, ακόμα δεν έχει ξεσυνηθίσει τα νυχτερινά ωράρια της δουλειάς όπου δούλευε. Η Πίπη πιστεύει ότι θα περάσουν μερικά χρόνια ακόμα προτού ο Νυχτερίδας προσαρμοστεί στα φυσιολογικά ανθρώπινα ωράρια. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, μέχρι τότε θα ζει ακόμα.
     Στην Ήπειρο του τρίτου ορόφου κατοικεί η οικογένεια Ζαμάν Φου και Χαλαρά. Η οικογένεια Ζαμάν Φου και Χαλαρά αποτελείται από πέντε άτομα, τα οποία είναι πολύ χαλαρά και δεν ενδιαφέρονται και πάρα πολύ για το σύμπαν που περιβάλλει την Ήπειρό τους. Πάντως είναι συμπαθητικοί τύποι, αν μη τι άλλο.
     Και στην Ήπειρο του τετάρτου ορόφου ποιος κατοικεί, άραγε; Α, εκεί - όσο απίστευτο κι αν ακούγεται - κατοικεί ο Μπομπ ο Μάστορας με τη δική του οικογένεια.
     Ο Μπομπ ο Μάστορας λατρεύει τα μαστορέματα, και θεωρεί καθήκον του να "διορθώνει" ό,τι κατά την γνώμη του δεν είναι όπως θα έπρεπε, επειδή ξέχασα να σας πω ότι εκτός από Μπομπ ο Μάστορας είναι και Φωτεινός Παντογνώστης, που σημαίνει ότι κατέχει όλη τη φανερή αλλά και την απόκρυφη γνώση της ανθρωπότητας. Για κακή τύχη του Πλανήτη της πολυκατοικίας, ο Μπομπ ο Μάστορας είναι στην παρούσα φάση πλανητάρχης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο Πλανήτης της πολυκατοικίας να βρίσκεται συνεχώς υπό επισκευή, παρ'όλο που η ηλικία του δεν δικαιολογεί τόσο ρεκτιφιέ.
     Ο Μπομπ ο Μάστορας κανονικά δε θα έδινε και λογαριασμό σε κανέναν για τα μαστορέματά του, αλλά υπάρχει και αυτός ο επιμερισμός του κόστους, οπότε οι κάτοικοι του Πλανήτη ενημερώνονται για όλες τις επισκευές, συχνά εκ των υστέρων, αφού έτσι κι αλλιώς η γνώμη τους δε μετράει, μια και η φανερή και απόκρυφη γνώση είναι κτήμα μόνο του Μπομπ του Μάστορα-Φωτεινού Παντογνώστη.
     Η Πίπη ενοχλείται  από αυτήν την τακτική, αλλά επειδή κατά σύμπτωση ο Νυχτερίδας είναι αδερφός του Μπομπ (του Μάστορα κτλ), και επειδή η οικογένεια Ζαμάν Φου και Χαλαρά είναι πολύ υπεράνω, καταλήγει να είναι η μόνη που κοντράρεται με τον Μπομπ (το Μάστορα κτλ). Και επειδή το θεωρεί άδικο να είναι μονίμως αυτή που βγάζει το φίδι από την τρύπα, αποφάσισε προ καιρού να αγνοεί όσα μπορεί να αγνοήσει, και προσπαθεί να αποφεύγει τις επαφές με τον Μπομπ (το Μάστορα κτλ) όσο μπορεί.
     Έλα, όμως, που ο Μπομπ (ο Μάστορας κτλ) ξαναχτύπησε, και όχι μόνο ξαναχτύπησε, αλλά μάλλον πήρε φόρα... Και ξαφνικά οι δαπάνες καθαριότητας του Πλανήτη επιμερίστηκαν στις τρεις Ηπείρους και όχι και στις τέσσερεις! Κάτι της λέει της Πίπης ότι παρ'όλο που ο Μπομπ (ο Μάστορας κτλ) κατέχει όλη τη φανερή και απόκρυφη γνώση της ανθρωπότητας, του ξέφυγε η απλή αριθμητική του δημοτικού. Και πάλι, λοιπόν, η Πίπη θα πρέπει να αναλάβει δράση.
     Πολλά σενάρια περνάνε από το μυαλό της, για να είμαστε ειλικρινείς, και όλα τα σενάρια περιέχουν βία, τουλάχιστον λεκτική. Η Πίπη σκέφτεται πολύ σοβαρά να χρησιμοποιήσει το πλούσιο υβριστικό της λεξιλόγιο, αλλά πολύ φοβάται ότι ο Μπομπ (ο Μάστορας κτλ) δε θα καταλάβει λέξη και ότι όλος ο λεξιλογικός της πλούτος θα πάει χαμένος. 
     Αλλά θα ήταν πολύ ωραία αν η Πίπη είχε ένα σπαθί, και χάραζε με αυτό το γράμμα Πι στην είσοδο της Χώρας του διαμερίσματος του Μπομπ (του Μάστορα κτλ). Και θα μπορούσε να αυτοαναγορευθεί σε Εκδικήτρια ή ακόμα και σε Εξολοθρεύτρια, και να γίνει η προστάτιδα των κατοίκων αυτού του έρμου του Πλανήτη ενάντια στον παράφρονα πλανητάρχη. 
     Προς το παρόν, όμως, η Πίπη ανασκουμπώνεται και αναφωνεί: Μακάριοι οι πτωχοί τω γείτονι!
     Και εγώ ελπίζω να μου συγχωρεθούν τυχόν λάθη στην ορθογραφία.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Από μηχανής τρελλός


     Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα σκιάχτρο. Και το σκιάχτρο αυτό εργαζόταν σε ένα χωράφι. Ώρες ολόκληρες, καθόταν ακίνητο, κάτω από τον ήλιο, με μόνη προστασία του ένα παλιό ψάθινο καπέλο, και έδιωχνε τα πουλιά. Ήταν πολύ κουραστική δουλειά, και το σκιάχτρο ήξερε πολύ καλά ότι αν δεν βρισκόταν εκείνο εκεί για να την κάνει, κάποιος άνθρωπος από τα αφεντικά θα αναγκαζόταν να κάθεται εκεί, στη θέση του.
     Μόνο το σκιάχτρο, όμως, σκεφτόταν έτσι. Τα αφεντικά του ούτε που το υπολόγιζαν. Και το άφηναν εκεί έξω, ακόμα κι όταν η δουλειά τελείωνε, τότε που έκανε κρύο, και έβρεχε, και χιόνιζε, και που τα πουλιά κι εκείνα είχαν φύγει για τις ζεστές χώρες του Νότου. Και δεν του έβαζαν ούτε καν ένα πιο ζεστό ρούχο για να αντέξει τις χαμηλές θερμοκρασίες.
     Και το σκιάχτρο κρύωνε και τουρτούριζε, αλλά δεν μπορούσε να φύγει από εκεί που βρισκόταν, και παρακαλούσε να τελειώσει γρήγορα ο χειμώνας για να ζεσταθεί λιγάκι, αφού δεν μπορούσε να ταξιδέψει σε πιο ζεστά κλίματα, όπως έκαναν τα πουλιά. Και τα καλοκαίρια διαδέχονταν τους χειμώνες, και οι χειμώνες τα καλοκαίρια. Και το καημένο το σκιάχτρο δεν το λυπόταν κανείς, ούτε το χειμώνα με τα χιόνια, ούτε το καλοκαίρι με τις ζέστες.
     Και μια μέρα πέρασε από το χωράφι ένας τρελλός. Έτσι τον φώναζαν όλοι, και μάλλον θα ήταν. Και ο τρελλός μιλούσε με τις πέτρες και με τα δέντρα, αλλά με τους ανθρώπους ποτέ. Κι αυτό επειδή οι άνθρωποι δεν τον πλησίαζαν και δεν του απηύθυναν ποτέ το λόγο. Αλλά εκείνον δεν τον πείραζε, επειδή γύρω του ο κόσμος ήταν γεμάτος πέτρες και δέντρα, και έτσι πάντα έβρισκε κάποιον για να του μιλήσει.
     Και καθώς περνούσε ο τρελλός από το χωράφι, πρόσεξε το σκιάχτρο. Και το πλησίασε. Και το σκιάχτρο δεν προσπάθησε να φύγει, όπως έκαναν οι άνθρωποι. Και πολύ του άρεσε του τρελλού που το σκιάχτρο έμεινε στη θέση του. Και του έπιασε την κουβέντα.
     Και το σκιάχτρο χάρηκε πολύ, που επιτέλους κάποιος ασχολιόταν μαζί του και το ρωτούσε για την γνώμη του και για τα αισθήματά του, κι ας ήταν και τρελλός, που - εδώ που τα λέμε - το σκιάχτρο δεν ήξερε τι σήμαινε αυτή η λέξη.
     Και άνοιξε το σκιάχτρο την καρδιά του στον τρελλό, κι ας ήταν η καρδιά του φτιαγμένη από άχυρο και ξερά φύλλα καλαμποκιού. Και του είπε ότι το χειμώνα κρύωνε πολύ, αλλά κανείς δεν νοιαζόταν. Και ότι όταν χιόνιζε, γινόταν κάτασπρο από το χιόνι. Και ότι την άνοιξη που ζέσταινε ο καιρός και τα πράγματα φαίνονταν καλύτερα, έρχονταν τα πουλιά και το κορόιδευαν, που εκείνα είχαν ταξιδέψει και είχαν δει πολλά καινούργια πράγματα, και που εκείνο δεν το είχε κουνήσει ρούπι από εκείνο το χωράφι, αλλά πολύ θα ήθελε να ταξιδέψει.
     Πολύ στενοχωρήθηκε ο τρελλός με το πρόβλημα του σκιάχτρου. Και πολύ το συμπάθησε το σκιάχτρο, που του είχε μιλήσει με τόση ειλικρίνεια και που τον είχε εμπιστευτεί. Και αφού το σκέφτηκε πολύ, αποφάσισε να κάνει κάτι για να μην κρυώνει το σκιάχτρο το χειμώνα.
     - Έλα μαζί μου, του είπε.
     - Πού να έρθω; ρώτησε το σκιάχτρο.
     - Εκεί που μένω, είπε ο τρελλός.
     - Και πού μένεις;
     - Θα δεις.
     - Ναι, αλλά δεν μπορώ να περπατήσω.
     - Και γι'αυτό στενοχωριέσαι; Θα σε κουβαλήσω εγώ στην πλάτη μου.
     Και ο τρελλός πήρε το σκιάχτρο στην πλάτη του και άρχισε να περπατάει. Και περπατούσε ο τρελλός, και περπατούσε, και από όπου περνούσε "κοίτα", έλεγαν, "κοίτα τι κουβαλάει στην πλάτη του ο τρελλός, μα δεν καταλαβαίνει ότι αυτό που κουβαλάει είναι ένα σκιάχτρο;", και "τι το θέλει το σκιάχτρο ο τρελλός;", "μωρέ, ποιος νοιάζεται, τρελλός είναι", αλλά τον τρελλό δεν τον ένοιαζε τι έλεγαν, έτσι κι αλλιώς κανείς δεν του μιλούσε απευθείας, και συνέχισε τον δρόμο του, και άφησε τα σπίτια, και προχώρησε κι άλλο, και ο ήλιος άρχισε να χαμηλώνει στον ουρανό, και ύστερα κρύφτηκε πίσω από τα βουνά, και μετά βγήκε το φεγγάρι, και κρύφτηκε πίσω από τα βουνά και εκείνο, και ύστερα ξαναφάνηκε ο ήλιος στον ουρανό, και τότε ο τρελλός έφτασε σε ένα σπίτι μικρό, πολύ μικρό, με μια πορτούλα ξύλινη και ένα μικρό παραθυράκι, με ένα παγκάκι ακριβώς δίπλα από την πόρτα και με μια καμινάδα λίγο στραβή.
     - Φτάσαμε! είπε και άφησε το σκιάχτρο κάτω.
     Και το σκιάχτρο κοίταξε το σπιτάκι, και πολύ του άρεσε, επειδή ήταν μικρό, και επειδή υπήρχε ένα παγκάκι δίπλα στην ξύλινη την πόρτα, και επειδή η καμινάδα ήταν λίγο στραβή. Και κοίταξε και γύρω του και είδε ότι δεν υπήρχαν άλλα σπίτια εκεί κοντά και χάρηκε ακόμα περισσότερο, που θα είχε την ησυχία του.
     Και από τότε το σκιάχτρο έμεινε στο σπίτι του τρελλού. Και τα παλιά αφεντικά του ούτε που το αναζήτησαν, αφού είχαν μάθει ότι το είχε πάρει μαζί του ο τρελλός. Και την άνοιξη, το σκιάχτρο καθόταν έξω και ο τρελλός καθόταν στο παγκάκι και μιλούσαν με τις ώρες, και το χειμώνα, όταν χιόνιζε και όλα γίνονταν λευκά, οι δύο φίλοι κάθονταν μέσα στο σπίτι, και άναβαν το τζάκι, και έψηναν κάστανα και ποπ-κορν. Και ο καπνός από το τζάκι έβγαινε μέσα από τη λίγο στραβή καμινάδα, και ανέβαινε ψηλά στον ουρανό, και ταξίδευε μακριά, και έφτανε μέχρι εκεί που είχαν πετάξει τα πουλιά, στις ζεστές χώρες του Νότου.