Τα κούτσουρα έτριξαν στο
τζάκι και μια φωτεινή κουκίδα εκσφενδονίστηκε επάνω στην άσπρη, φουντωτή ουρά της Νιαουρίτσας.
- Νιάου! Έκανε η Νιαουρίτσα
και πετάχτηκε μακριά από το τζάκι.
Ο Άη-Βασίλης πετάχτηκε από
τον ύπνο του και η κουνιστή πολυθρόνα του άρχισε να κουνιέται.
- Εσύ ήσουν, καημένη;
ρώτησε τη Νιαουρίτσα, αλλά εκείνη μόνο τον κοίταξε με τα καταπράσινα μάτια της.
- Με τρόμαξες, της είπε ο
Άη-Βασίλης και ξανάκλεισε τα μάτια του.
Αλλά δεν κατάφερε να
ξανακοιμηθεί. Στο μυαλό του έρχονταν συνέχεια τα λόγια του γιατρού: «χρειάζεσαι
επειγόντως ξεκούραση και αλλαγή περιβάλλοντος».
«Δεν μπορώ να λείψω», είχε
πει ο Άη-Βασίλης, «τι θα γίνουν τα παιδιά χωρίς δώρα;», αλλά ο γιατρός είχε
κουνήσει το κεφάλι του και είχε πει ότι αυτό ήταν το τελευταίο που θα έπρεπε να
τον απασχολεί, έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στην υγεία του.
«Ανάθεσε σε κάποιον από
τους βοηθούς σου να μοιράσουν τα δώρα φέτος, αλλιώς τα παιδιά θα μείνουν και
χωρίς δώρα και χωρίς Άη-Βασίλη» του είχε πει επί λέξει.
- Βρήκα πού θα πάμε,
ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του, καθώς έμπαινε στο δωμάτιο κρατώντας ένα
περιοδικό. Πώς σου φαίνεται αυτό;
Του κράτησε μπροστά του το
περιοδικό. Μία φωτογραφία έδειχνε μια παραλία με λεπτή, λευκή άμμο, τυρκουάζ
θάλασσα και δύο φοίνικες, στους οποίους είχε δεθεί μία αιώρα. Δίπλα, με μεγάλα
γράμματα έγραφε: «ΦΕΤΟΣ, ΑΡΑΞΤΕ ΤΡΟΠΙΚΑ». Ο Άη-Βασίλης κοίταξε καλά-καλά τη
φωτογραφία και αναστέναξε.
- Δεν μπορώ να με φανταστώ
σε μία τέτοια παραλία, είπε. Εγώ είμαι μαθημένος αλλιώς. Αν με δει ο ήλιος θα
με κάψει.
- Θα βάλεις αντηλιακό, του
είπε η γυναίκα του. Εξάλλου, θυμάσαι τι είπε ο γιατρός. Χρειάζεσαι επειγόντως
αλλαγή περιβάλλοντος.
- Και ποιος θα μοιράσει τα
δώρα, βρε γυναίκα;
- Τόσους βοηθούς έχεις,
βρες κάποιον και πες του να το αναλάβει αυτός φέτος.
- Και πιστεύεις ότι μπορώ
να εμπιστευτώ κάποιον και να τον αφήσω ολομόναχο να κάνει μια τόσο υπεύθυνη
δουλειά; Ξέρεις πόσες φορές έχουν χάσει την πυξίδα και πηγαίναμε στα τυφλά, ή
πόσες φορές γυρίζω στο έλκηθρο και κάποιος τάρανδος το έχει σκάσει, όσο εκείνοι
λένε ανέκδοτα και τρώνε σοκολάτες;
- Κάποιος θα είναι πιο
υπεύθυνος.
- Αμ’ το άλλο; Πού θα βρω
βοηθό να του κάνει η στολή, που είναι όλοι τους πετσί και κόκαλο, λες και τρώνε
αέρα κοπανιστό;
- Αυτό διορθώνεται, θα
γεμίσουμε την στολή με βαμβάκι.
- Όλα εύκολα τα βλέπεις
εσύ.
Αλλά η γυναίκα του δεν
απάντησε τίποτα, μόνο τον κοίταξε αυστηρά. Και ο Άη-Βασίλης αναστέναξε, επειδή
κατάλαβε ότι δεν είχε επιλογή.
Το ίδιο βράδυ οι δυο τους ξενύχτησαν, εξετάζοντας κάθε βοηθό εξονυχιστικά, μέχρι που κατέληξαν στον Τζίγκλμπελ, τον πιο παλιό από
τους βοηθούς του Άη-Βασίλη, ο οποίος καθόταν πάντα δίπλα του στο έλκηθρο και
ήξερε τη δουλειά πολύ καλύτερα από όλους. Και το επόμενο πρωί κάλεσαν τους βοηθούς
και τους ανακοίνωσαν την απόφασή τους, δίνοντάς τους παράλληλα οδηγίες για να
πάει καλά η επιχείρηση.
Πολλοί βοηθοί άρχισαν να
γκρινιάζουν, αλλά η γυναίκα του Άη-Βασίλη τους έριξε ένα βλέμμα από εκείνα που
συνήθως έριχνε στον άντρα της και οι βοηθοί σώπασαν. Η γυναίκα του Άη-Βασίλη
τους έβαλε να ορκιστούν ότι θα βοηθούσαν τον Τζίγκλμπελ στην αποστολή του, σαν
να ήταν ο ίδιος ο Άη-Βασίλης, και πήρε τα μέτρα του Τζίγκλμπελ, για να του προσαρμόσει
την στολή, την οποία γέμισε με βαμβάκι παντού, δίνοντας έμφαση στην κοιλιά.
Την επόμενη μέρα, όλα ήταν κιόλας
έτοιμα για το ταξίδι του Άη-Βασίλη. Ο Τζίγκλμπελ έβαλε τις βαλίτσες στο έλκηθρο
και ο ίδιος τους συνόδευσε μέχρι το αεροδρόμιο, για να πάρουν το αεροπλάνο που
θα τους οδηγούσε στην παραλία του περιοδικού. Ο Άη-Βασίλης ένιωσε σίγουρος για
την επιλογή του, βλέποντας πόσο προσεκτικά οδηγούσε το έλκηθρο ο Τζίγκλμπελ.
- Είδες που ανησυχούσες;
του ψιθύρισε η γυναίκα του.
Το αεροπλάνο απογειώθηκε
και κατευθύνθηκε προς το Νότο, και το ιπτάμενο έλκηθρο του Άη-Βασίλη
απογειώθηκε και τράβηξε προς το Βορρά. Και μόλις το έλκηθρο προσγειώθηκε, ο
Τζίγκλμπελ στρώθηκε στη δουλειά.
Όλοι ακολούθησαν το
παράδειγμά του και δούλευαν με κέφι. Τα πακέτα με τα δώρα στιβάζονταν το ένα
επάνω στο άλλο και η αποθήκη με τα δώρα γέμιζε με γοργούς ρυθμούς. Και η
παραμονή της Πρωτοχρονιάς έφτασε.
Ο Τζίγκλμπελ φόρεσε με
προσοχή την κόκκινη στολή του Άη-Βασίλη και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Στο
πρόσωπό του είχε βάλει μια ψεύτικη γενειάδα από βαμβάκι.
- Ίδιος ο Άη-Βασίλης είμαι, σκέστηκε ο Τζίγκλμπελ.
Τα δώρα φορτώθηκαν στο
έλκηθρο με προσοχή και ο Τζίγκλμπελ πήρε στα χέρια του τα γκέμια. Σε ένα λεπτό
το έλκηθρο ήταν κιόλας στον αέρα.
Πολλά χιλιόμετρα πιο νότια, ο Άη-Βασίλης
στριφογύρισε στο κρεβάτι του.
- Τι συμβαίνει; τον ρώτησε
η γυναίκα του.
- Έχω αγωνία. Λες να τα
καταφέρει ο Τζίγκλμπελ;
- Σίγουρα θα τα καταφέρει.
Κοιμήσου τώρα. Αύριο πρέπει να ξυπνήσουμε νωρίς. Το πλοίο που θα μας πάει στα
ανοιχτά για να κολυμπήσουμε με τα δελφίνια φεύγει στις 8.
Ο Άη-Βασίλης γύρισε από το
άλλο πλευρό και ύστερα από λίγο, το μόνο που ακουγόταν ήταν το ροχαλητό του...
Ο καιρός ήταν καλός εκείνο
το βράδυ και το έλκηθρο έτρεχε χωρίς ιδιαίτερα σκαμπανεβάσματα. Πολύ σύντομα, ο
Τζίγκλμπελ άρχισε το μοίρασμα των δώρων.
- Ωραία που είναι! είπε ο
Τζίγκλμπελ, μόλις επέστρεψε στο έλκηθρο από την πρώτη παράδοση. Κατέβηκα μέσα
από την καμινάδα και πρόσεχα να μην πέσω, αλλά μέσα είχαν ένα πολύ όμορφο
χριστουγεννιάτικο δέντρο και ήταν πολύ ζεστά. Ήπια λίγο γάλα και έφαγα και ένα μπισκότο με
κομματάκια σοκολάτας, πολύ νόστιμο ήταν!
Οι βοηθοί ετοίμασαν το
επόμενο δώρο και οδήγησαν το έλκηθρο στο επόμενο σπίτι.
- Αυτή τη φορά κατέβηκα πιο
εύκολα, είπε ο Τζίγκλμπελ, μόλις επέστρεψε στο έλκηθρο. Ήπια γάλα και έφαγα και ένα μπισκότο
με άρωμα κανέλλας, πολύ αρωματικό ήταν!
Αυτό συνεχίστηκε όλο το
βράδυ. Ο Τζίγκλμπελ ανεβοκατέβαινε στις καμινάδες και μετέφερε πακέτα με δώρα,
πίνοντας, προτού φύγει από κάθε σπίτι, λίγο γάλα, και τρώγοντας και ένα μπισκότο. Οι βοηθοί είχαν
αρχίσει να ζηλεύουν, αλλά τι να κάνουν, που είχαν ορκιστεί να τον βοηθήσουν;
Και η νύχτα προχωρούσε, και μαζί με αυτήν προχωρούσε και το έλκηθρο, και μαζί
με το έλκηθρο προχωρούσε και η παράδοση των δώρων.
Κόντευε πια να ξημερώσει
και ελάχιστα δώρα έμεναν να παραδοθούν. Οι βοηθοί είχαν αρχίσει να κουράζονται
και να νυστάζουν, αλλά και ο Τζίγκλμπελ είχε αρχίσει να βαραίνει από το πολύ
φαϊ.
- Αυτό το μπισκότο είχε
γεύση πορτοκάλι, είπε καθώς ανέβαινε στο έλκηθρο για εκατομμυριοστή φορά,
νομίζω ότι έφαγα άλλα χίλια τριάντα δύο τέτοια μπισκότα απόψε, αλλά αυτό ήταν
το καλύτερο με διαφορά. Φερ’τε το επόμενο δώρο!
Ο Τζίγκλμπελ πήρε το δώρο
που του έδωσαν και βούτηξε σε μια ακόμη καμινάδα. Οι βοηθοί έμειναν να
αλληλοκοιτάζονται χωρίς να μιλάνε, αλλά η σιωπή τους έλεγε τόσα, μα τόσα πολλά…
Ζήλευαν, ζήλευαν πολύ, που δεν τους είχε δοθεί και εκείνων η ευκαιρία να
βουτάνε μέσα από καμινάδες, να μοιράζουν δώρα, να πίνουν γάλα και να τρώνε μπισκότα. Αλλά πιο
πολύ τους ενοχλούσε όλη αυτή η έπαρση που είχαν αρχίσει να διακρίνουν στον αντικαταστάτη
του Άη-Βασίλη. Αλλά, πάλι, είχαν ορκιστεί στη γυναίκα του Άη-Βασίλη…
- Πάλι σοκολατένιο
μπισκότο, είπε ο Τζίγκλμπελ και άπλωσε το χέρι του να πάρει το επόμενο δώρο,
που ήταν και το τελευταίο.
Το χρώμα του ουρανού πέρα μακριά, είχε
αρχίσει να αλλάζει. Ίσα που προλάβαιναν.
- Πάμε γρήγορα, είπε ο
Τζίγκλμπελ, μόλις που πρόλαβα να το δαγκώσω το μπισκότο, πάμε να φύγουμε,
έρχεται ο ήλιος!
Αλλά οι βοηθοί άρχισαν να
γελάνε, πνιχτά στην αρχή, πιο δυνατά στη συνέχεια. Και ο Τζίγκλμπελ άρχισε να
αισθάνεται μια ψύχρα… Πόσο πολύ είχε πέσει η θερμοκρασία μέσα στα τελευταία
λεπτά; Και γιατί γελούσαν τόσο πολύ οι βοηθοί;
Το βλέμμα του Τζίγκλμπελ
άρχισε να κατεβαίνει προς τα πόδια του, ακολουθώντας το βλέμμα των βοηθών, που τώρα
πια έκλαιγαν από τα γέλια. Και τότε είδε τα πόδια του, αλλά δεν είδε το
παντελόνι του Άη-Βασίλη!
- Πάει το παντελόνι του
Άη-Βασίλη, μου έπεσε! φώναξε ο Τζίγκλμπελ και οι βοηθοί γέλασαν ακόμα πιο
δυνατά. Πρέπει να το πάρω πίσω!
Αλλά τότε, οι πρώτες
ακτίνες του ήλιου έκαναν την εμφάνισή τους στον ορίζοντα.
- Δεν προλαβαίνουμε, είπαν
οι βοηθοί, έρχεται η μέρα, πάμε να φύγουμε!
Και το έλκηθρο, με τον
ξεπαγιασμένο Τζίγκλμπελ και τους σκασμένους από τα γέλια βοηθούς, κατευθύνθηκε και
πάλι προς το Βόρειο Πόλο.
Πολλά χιλιόμετρα πιο πέρα,
ο Άη-Βασίλης πετάχτηκε στον ύπνο του.
- Τι συνέβη; τον ρώτησε η
γυναίκα του.
- Τίποτα, έναν εφιάλτη
έβλεπα. Τι ώρα είναι;
- Είναι νωρίς ακόμα.
Κοιμήσου.
- Κάνει λίγη ψύχρα ή μου φαίνεται;
- Σκεπάσου και κοιμήσου.
- Κάνει λίγη ψύχρα ή μου φαίνεται;
- Σκεπάσου και κοιμήσου.
Και ο Άη-Βασίλης γύρισε
πλευρό, σκεπάστηκε με προσοχή και ύστερα από λίγο κοιμόταν πάλι του καλού καιρού.
Πού να’ξερε, ο καημένος,
ότι μαζί με το τελευταίο δώρο της παραμονής είχε παραδοθεί και το αγαπημένο του παντελόνι…