Η Γούμαν άνοιξε τα μάτια της. Μια ηλιαχτίδα είχε στρογγυλοκαθήσει στο πρόσωπό της.
- Επιτέλους, ήλιος! είπε και τεντώθηκε. Μπρρρ! έκανε, καθώς τα χέρια της βγήκαν έξω από τα σκεπάσματα. Ήλιος με δόντια!
Κοίταξε το ρολόι που βρισκόταν στο κομοδίνο. Εφτά η ώρα! Μόνο; Τι ιδέα ήταν αυτή που είχε, να κοιμηθεί με ανοιχτά τα παντζούρια! Ορίστε τώρα, ξύπνια από τις εφτά! Χώθηκε στα σκεπάσματα και γύρισε πλευρό.
- Επιτέλους, ήλιος! είπε και τεντώθηκε. Μπρρρ! έκανε, καθώς τα χέρια της βγήκαν έξω από τα σκεπάσματα. Ήλιος με δόντια!
Κοίταξε το ρολόι που βρισκόταν στο κομοδίνο. Εφτά η ώρα! Μόνο; Τι ιδέα ήταν αυτή που είχε, να κοιμηθεί με ανοιχτά τα παντζούρια! Ορίστε τώρα, ξύπνια από τις εφτά! Χώθηκε στα σκεπάσματα και γύρισε πλευρό.
Ένας κοκκινολαίμης θεώρησε σκόπιμο να κάνει πρόβα έξω ακριβώς από το παράθυρό της. Αδύνατον να ξανακοιμηθεί. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ζεστή της ρόμπα και πήγε μέχρι το παράθυρο. Τα χιόνια των προηγούμενων ημερών είχαν λιώσει, αλλά το τζάμι ήταν θολό. Τι κρύο ήταν αυτό!
- Ας μην πάω καλύτερα, είπε. Ας κάτσω μέσα και σήμερα. Θα ανάψω και το τζάκι, θα ψήσω και κάστανα... Ας πάω αύριο, καλύτερα, μία μέρα δεν κάνει διαφορά...
Αλλά ένας κόκκινος κύκλος γύρω από την ημερομηνία στο ημερολόγιο του τοίχου την επέπληξε αυστηρά. Ένα κόκκινο βέλος έδειχνε τον κόκκινο κύκλο και κάτι ήταν γραμμένο με κόκκινα γράμματα στην πίσω άκρη του κόκκινου βέλους. "Ταχυδρόμος!", έλεγαν τα κόκκινα γράμματα. Η Γούμαν αναστέναξε. Έπρεπε να πάει.
Ντύθηκε ζεστά και ξεκίνησε. Ο δρόμος δεν είχε πολλή κίνηση και δεν άργησε καθόλου να φτάσει στην αγαπημένη της γειτονιά. Πέρασε μπροστά από τα άλλα, γνώριμα σπιτάκια - θα πήγαινε και καμιά επίσκεψη, μία από αυτές τις μέρες, υποσχέθηκε στον εαυτό της -, χωρίς ούτε να κοντοσταθεί, και συνέχισε με γρήγορο βήμα. Το δικό της σπιτάκι ήταν επάνω σε μια απότομη ανηφόρα, που τη νύχτα φαινόταν ότι οδηγούσε κατευθείαν στο φεγγάρι.
- Τι το ήθελα το οικόπεδο με θέα; σκέφτηκε η Γούμαν, καθώς προσπαθούσε να ελέγξει το λαχανητό της.
Όταν έφτασε, σχεδόν της είχε κοπεί η ανάσα. Αλλά η θέα από εκεί ψηλά ήταν υπέροχη, φαινόταν μέχρι και η θάλασσα! Της Γούμαν της άρεσε πολύ η θάλασσα και σκέφτηκε ότι ίσως χρειαζόταν μια αλλαγή. Ίσως θα έπρεπε να πουλήσει το εξοχικό της και να φτιάξει ένα άλλο, δίπλα στη θάλασσα, να κάνει και τα μπάνια της το καλοκαίρι. Μια ματιά, όμως, στο παραμελημένο της εξοχικό ήταν αρκετή για να καταλάβει ότι στην τωρινή του κατάσταση δεν θα βρισκόταν κανείς που να θέλει να το αγοράσει.
Άνοιξε το γραμματοκιβώτιο και ένα μεγάλο πακέτο φακέλων χύθηκε έξω. Ήταν γράμματα φίλων, ως συνήθως, και, ευτυχώς, ούτε ένας λογαριασμός. Το μάτι της έπεσε σε έναν φάκελο μέσα στον κήπο. Κοιτώντας πιο προσεκτικά, είδε κι άλλους φακέλους πεταμένους λίγο πιο πέρα.
- Θα ήταν τόσοι πολλοί οι φάκελοι που δε χωρούσαν στο κουτί και ο ταχυδρόμος τους πέταξε μέσα στον κήπο, σκέφτηκε. Μα, τόση αλληλογραφία, πια; Ούτε ο Άη-Βασίλης να ήμουν, χι-χι-χι!
Άνοιξε με λίγη δυσκολία την καγκελόπορτα - σίγουρα χρειαζόταν λίγο λάδωμα - και μπήκε στον κήπο. Έσκυψε και μάζεψε τους φακέλους. Και αυτοί από φίλους. Μα τι επίμονοι άνθρωποι! Αφού τους επισκεπτόταν, πού και πού, και αφού τους καλούσε και πότε-πότε στο σπίτι, γιατί παραπονιούνταν; Διέσχισε αργά τη χορταριασμένη αυλή. Εδώ είχε φυτέψει μια τριανταφυλλιά, εκεί είχε βάλει βολβούς, να και η αμυγδαλιά, που καμάρωνε ολάνθιστη! Αλλά, την καημένη, ένα κλαδί της ήταν σπασμένο!
- Θα έσπασε τις προάλλες, με τα χιόνια, σκέφτηκε η Γούμαν, πόσο θα πονάει, η καημένη, ας πάω να τη σουλουπώσω λίγο...
Και προτού το καταλάβει, είχε ήδη πάρει ένα πριόνι και πριόνιζε το αχρηστευμένο κλαδί της αμυγδαλιάς, που τώρα φάνηκε ακόμα πιο καμαρωτή.
- Τι όμορφη που είναι έτσι ανθισμένη, θαύμασε η Γούμαν, αλλά όλη αυτή η αγριάδα τριγύρω δεν αφήνει να φανεί η ομορφιά της σε όλο της το μεγαλείο. Μεγάλο πρόβλημα η αγριάδα, έχει εξαπλωθεί παντού. Μέχρι και την τριανταφυλλιά έχει καλύψει, έχει πνίξει όλα τα λουλούδια, πώς θα ανθίσουν μόλις έρθει η Άνοιξη;
Και μια και δυο, η Γούμαν άρπαξε το κλαδευτήρι και όρμησε στην αγριάδα, που είχε το θράσος να καταλάβει τον άλλοτε πανέμορφο κήπο. Ο κήπος γέμισε κομμένα κλαδιά και το κλάδεμα αποκάλυψε - εκτός από τα λουλούδια, που ξανάβλεπαν τον ήλιο ύστερα από αρκετό καιρό - ένα σωρό αγριόχορτα, που είχαν βρει ευκαιρία να κρυφτούν κάτω από την αγριάδα και να κατσικωθούν στον κήπο για τα καλά.
Αλλά η Γούμαν είχε πάρει φόρα και όρμησε στα αγριόχορτα όπως ο πετρίτης στο θήραμά του. Τα αγριόχορτα δεν είχαν την παραμικρή ελπίδα και στις στοίβες των κομμένων κλαδιών προστέθηκαν και πολλά λοφάκια ξεριζωμένων αγριόχορτων. Το επόμενο βήμα, φυσικά, ήταν να μαζευτούν όλα τα κομμένα κλαδιά και τα ξεριζωμένα αγριόχορτα. Οκτώ μεγάλες σακούλες σκουπιδιών γέμισε η Γούμαν.
- Επιτέλους, τελείωσα! είπε και σκούπισε τον ιδρώτα της.
Ο κήπος φαινόταν πλέον πολύ ομορφότερος από πριν. Το χώμα του, όμως φαινόταν ταλαιπωρημένο και στεγνό σαν τσιμέντο. Αν τον σκάλιζε λίγο, τα φυτά του θα την ευγνωμονούσαν αιώνια. Οπότε, η Γούμαν έπιασε την αξίνα και άρχισε το σκάλισμα. Σε λίγο ο κήπος ήταν πλέον έτοιμος να υποδεχτεί την Άνοιξη. Αλλά, επειδή η Γούμαν δεν κάνει μισές δουλειές, πήρε το φτυάρι της και σκόρπισε λίπασμα στις ρίζες όλων των φυτών.
- Τώρα, μάλιστα! είπε γεμάτη ικανοποίηση.
Είχε πλέον αλλάξει γνώμη για την απόφασή της να αγοράσει εκείνο το οικόπεδο και να χτίσει το εξοχικό της τόσο ψηλά. Ο κήπος ήταν πανέμορφος και φροντισμένος και θα γινόταν ακόμα πιο υπέροχος μόλις άνθιζαν τα λουλούδια. Αλλά το σπιτάκι στο βάθος του κήπου σαν να την κοίταζε με παράπονο.
- Ας ρίξω μια ματιά και στο σπίτι, να πάρω και μια ανάσα από τις δουλειές του κήπου, σκέφτηκε η Γούμαν.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό και μύριζε κλεισούρα. Η Γούμαν σήκωσε το γενικό διακόπτη και άναψε τα φώτα. Ύστερα, άνοιξε ένα-ένα τα παράθυρα και άφησε τον παγωμένο αέρα να γεμίσει κάθε σπιθαμή του σπιτιού. Πόσο της είχαν λείψει αυτοί οι τοίχοι!
Κάθησε στην σκονισμένη της πολυθρόνα και πήρε τους φακέλους στα γόνατά της. Άνοιξε τον πρώτο. "Μας έλειψες", έλεγε το γράμμα. Άνοιξε τον δεύτερο. "Πότε θα σε ξαναδούμε;", ρωτούσε. Άνοιξε έναν τρίτο. "Σε περιμένουμε να ξανάρθεις".
- Τα ίδια και τα ίδια, μονολόγησε.
Άφησε τους φακέλους στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα της. Τους καταλάβαινε. Φίλοι της ήταν και τους έλειπε. Και σε εκείνη έλειπαν, γι'αυτό κιόλας τους επισκεπτόταν πού και πού, γι'αυτό τους καλούσε και πότε-πότε... Αλλά η συντήρηση ενός εξοχικού είναι δύσκολη υπόθεση, κι εκείνοι θα έπρεπε να το ξέρουν. Ορίστε, τόσες ώρες της είχε πάρει μόνο η συντήρηση του κήπου!
Τεντώθηκε στην πολυθρόνα της. Το μάτι της έπεσε στην απέναντι γωνία του τοίχου. Μία αράχνη επιδείκνυε περήφανα το εργόχειρό της. Ποιος την είχε προσκαλέσει εκείνη την αράχνη; Και, δηλαδή, θα έπρεπε να ξαραχνιάσει τώρα; Δεν είχε καμία όρεξη!
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πήγε στην κουζίνα να πιει νερό. Στο τραπέζι της κουζίνας υπήρχε ένα άλμπουμ φωτογραφιών. Θα είχε μείνει εκεί από την τελευταία της επίσκεψη. Πήρε το άλμπουμ και το άνοιξε. Φωτογραφίες από περασμένα χρόνια, από συνάξεις με τους φίλους, είτε στο δικό της σπίτι, είτε στα σπίτια εκείνων. Χαμόγελα, μεζεδάκια στα τραπέζια, ποτήρια υψωμένα, ποτήρια που τσούγκριζαν, βραδιές ποίησης, επιτραπέζια, σκυταλοδρομίες, αγκαλιές, θαλπωρή... Ωραίες εποχές! "Μας έλειψες", "Γύρνα πίσω", "Σε περιμένουμε"...
Η Γούμαν έκλεισε το άλμπουμ και το πήγε στη θέση του. Έριξε μια ματιά γύρω της.
- Έχω περάσει πολύ ωραίες στιγμές εδώ, σκέφτηκε με νοσταλγία.
Το στομάχι της άρχισε να γουργουρίζει. Κόντευε μεσημέρι. Θα έπρεπε να φύγει. Άρχισε να κλείνει ένα-ένα τα παράθυρα. Αλλά καθώς έκλεινε το δωμάτιο του υπνοδωματίου της, το μάτι της έπεσε σε μια χελιδονοφωλιά, που βρισκόταν ακριβώς επάνω από το παράθυρο. Έρημη, φυσικά, αφού ακόμα ήταν χειμώνας, αλλά τόσο καλοφτιαγμένη, που άντεχε καρτερικά να περιμένει την επιστροφή των χαρωπών ενοίκων της. Το χέρι της έμεινε ακίνητο, να κρατάει το παντζούρι.
- Σε λίγο καιρό θα γυρίσουν τα χελιδόνια, σκέφτηκε η Γούμαν και χαμογέλασε.
Ένα κουμπί της ζακέτας της αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο. Τσικ! ακούστηκε ο ήχος του κουμπιού, καθώς έπεσε στο πάτωμα. Η Γούμαν έσκυψε και το μάζεψε. Πήγε στο μεγάλο, χρωματιστό κουτί, όπου βρισκόταν η αγαπημένη της συλλογή με τα κουμπιά, και το έβαλε μέσα. Το κουτί ήταν σχεδόν γεμάτο. Σύντομα θα χρειαζόταν και δεύτερο. Πήγε ξανά στο παράθυρο και άπλωσε το χέρι της να πιάσει το παντζούρι. Θα χαίρονταν πολύ τα χελιδόνια, όταν θα έβλεπαν τον φροντισμένο της κήπο. Θα τιτίβιζαν όλη μέρα από τη χαρά τους! Πόσο τα αγαπούσε τα χελιδόνια!
Το χέρι της έμεινε μετέωρο. Και η Γούμαν πήρε μια απόφαση. Και άρπαξε την σκούπα και το φαράσι και άρχισε το καθάρισμα. Τι κι αν το στομάχι της γουργούριζε; Όλο και κάποιος φίλος θα είχε φτιάξει κάτι να τη φιλέψει, έστω κι αν αυτό ήταν ένα πιάτο ταπεινά ρεβύθια, εξάλλου εκείνη δεν ήταν δύσκολη στο φαγητό. Και οι αράχνες εκδιώχθηκαν, και τα χαλιά τινάχτηκαν, και τα έπιπλα και τα φωτιστικά ξεσκονίστηκαν, μέχρι και οι κουρτίνες πλύθηκαν! Η Γούμαν δούλευε σαν να μην υπήρχε αύριο, είχε γυρίσει στη φωλιά της όπως θα γύριζαν και τα χελιδόνια.
Ήταν κατάκοπη, αλλά η φωλιά της πλέον έλαμπε από πάστρα! Γεμάτη χαρά, έτρεξε στο τηλέφωνο. Αλλά, όχι, δε θα τους το έκανε τόσο εύκολο! Πήγε στο γραφείο της και έβγαλε μια στοίβα φακέλους. Κάθε φάκελος είχε μέσα μία λευκή καρτούλα. Έπρεπε να βιαστεί, για να προλάβει ανοιχτό το ταχυδρομείο.
Η Γούμαν έγραψε με καλλιγραφικά γράμματα τις διευθύνσεις των φίλων της επάνω στους φακέλους. Για το περιεχόμενο, είχε αποφασίσει να είναι λιτή και περιεκτική. "Ανοίξαμε και σας περιμένουμε", έγραφε η καρτούλα.