Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Χαμένοι

                            

     Ο Τζακ άνοιξε τα μάτια του. Αυτό που είδε δεν θύμιζε καθόλου Σίδνεϋ. Ούτε Λος Άντζελες θύμιζε. Πού βρισκόταν; Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν το χαμόγελο της αεροσυνοδού, καθώς περνούσε με το καροτσάκι δίπλα από τη θέση του, D4, δίπλα στο διάδρομο. Να δεις που ονειρευόταν. Ναι, ήταν ένα από εκείνα τα όνειρα που είναι τόσο ζωντανά, που νομίζεις ότι είσαι ξύπνιος. Ξανάκλεισε τα μάτια του.
     Ένα πουλί κελαηδούσε γλυκά. Κάπου εκεί κοντά ακουγόταν νερό. Λες να έτρεχε νερό μέσα στο αεροπλάνο; Μήπως κάποιος είχε ανοίξει την πόρτα της τουαλέτας; "Τι πάω και σκέφτομαι, μέσα στον ύπνο μου", σκέφτηκε. Αλλά, μια στιγμή: ονειρευόταν ότι σκεφτόταν ή σκεφτόταν στ'αλήθεια; Ξαφνικά, ένιωσε να τον πιάνει ταχυπαλμία. Διστακτικά, ξανάνοιξε τα μάτια του. 
     Ήταν σίγουρα ξύπνιος, και, παρ'όλο που θυμόταν πεντακάθαρα την απογείωση του αεροπλάνου από το αεροδρόμιο, δεν φαινόταν να έχει φτάσει στον προορισμό του. Και αυτός ο πόνος που ένιωθε σε όλο του το κορμί... 
     Σηκώθηκε με κόπο και κοίταξε τριγύρω του τη φύση που οργίαζε. Βρισκόταν σε ένα εξωτικό μέρος, προφανώς. Το μυαλό του γέμισε ουρλιαχτά. Ένιωσε να τραντάζεται ολόκληρος. Θυμήθηκε μία κίτρινη μάσκα να πέφτει ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του. Θυμήθηκε το αεροπλάνο να χοροπηδάει σαν τρελλό και τους συνεπιβάτες του να ουρλιάζουν. Είχαν συντριβεί. Ναι, αλλά πού ήταν οι υπόλοιποι επιβάτες; Πού βρισκόταν το αεροπλάνο;
     Δεν ήταν και τόσο σίγουρος ότι ήθελε να ξέρει. Τώρα που είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν είχαν φτάσει ποτέ στο Σίδνεϋ, τώρα που ήταν σχεδόν σίγουρος ότι είχαν συντριβεί μέσα σε εκείνη την πυκνή ζούγκλα, έτρεμε καθώς σκεφτόταν τι θα συναντούσε. Αλλά ήταν γιατρός, είχε δώσει όρκο. Έπρεπε να βρει τυχόν επιζώντες και να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του προκειμένου να τους βοηθήσει. Λίγο πιο πέρα ανακάλυψε ένα ξέφωτο. Ένα ποταμάκι κυλούσε φλύαρα τα νερά του. Ο ήχος του νερού του θύμισε ότι χρειαζόταν τουαλέτα. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο, αν και δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί: ήταν εντελώς μόνος. 

                                     

     Αποφάσισε να ακολουθήσει την κοίτη. Ήταν ο μόνος τρόπος να μη χαθεί. Αλλά προς τα πού θα έπρεπε να πάει; Κοίταξε προς τον ουρανό. Του φάνηκε ότι είδε καπνό προς την κατάντη πλευρά. Άρχισε να κατηφορίζει. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός, τα παπούτσια του δεν ήταν και τα πιο κατάλληλα για περπάτημα στη φύση. Επιπλέον, το μέρος είχε πολλή υγρασία και όπου και να πατούσε, είτε σε πέτρες, είτε σε πεσμένα φύλλα, το έδαφος γλιστρούσε. 
     Η βλάστηση ήταν οργιώδης, υπήρχαν φυτά επάνω στο έδαφος και φυτά επάνω στα φυτά. Διάφοροι παρασιτικοί οργανισμοί φύτρωναν επάνω στα κλαδιά των δέντρων. Ποιος ξέρει τι άγρια ζώα θα ζούσαν σε εκείνη την άκρη του κόσμου! Κι αν η μοίρα του επιφύλασσε καμιά τετ-α-τετ συνάντηση με κάποια λεοπάρδαλη, τίγρη ή φίδι; Μήπως έπρεπε να απομακρυνθεί από το ποταμάκι;

                             

     Θυμήθηκε μια τηλεοπτική σειρά που είχε δει πριν από μερικά χρόνια. Είχε ως θέμα τους επιζήσαντες μίας πτήσης μεταξύ Λος Άντζελες και Σίδνεϋ. Και ορίστε τώρα, που εκείνος βρισκόταν στην ίδια θέση με τους ήρωες της σειράς. Μόνο πως εδώ δεν επρόκειτο για τηλεοπτική σειρά...
     Το μόνο καλό ήταν η ομορφιά του τοπίου. Όλα φαίνονταν τόσο φρέσκα, τόσο δροσερά... Έτσι θα ήταν ο Παράδεισος, την πρώτη μέρα της δημιουργίας. Το πράσινο ήταν παρόν σε όλους τους τόνους και όλες τις αποχρώσεις, και αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, θα έμενε έκθαμβος μπροστά σε τέτοια ομορφιά.
     Θυμήθηκε την Άλισον, την κοπέλα του. Ήταν ακουαρελίστα, και της άρεσε να ζωγραφίζει στον καθαρό αέρα. Θα το λάτρευε το μέρος. Άραγε, θα την ξανάβλεπε σύντομα; Ή εκείνο το μέρος ήταν τόσο απομονωμένο που θα περνούσαν χρόνια ολόκληρα μέχρι να καταφέρει να φύγει από εκεί; Φαντάστηκε την Άλισον στην εκκλησία, να παντρεύεται κάποιον άλλον. Δεν είχε προλάβει να της κάνει πρόταση γάμου. 

                                     

     Ύστερα από περπάτημα λίγης ώρας, άρχισε να νιώθει έντονη δίψα. Άραγε, θα ήταν ασφαλές να πιει νερό από το ποταμάκι; Ενδεχομένως θα ήταν, αν είχε δίκιο στους υπολογισμούς του και αν όντως το αεροπλάνο είχε συντριβεί σε ένα εξωτικό νησί. Θυμήθηκε ένα ντοκυμαντέρ που είχε δει, όπου ιθαγενείς που ζούσαν μέσα στην ζούγκλα ήξεραν να βρίσκουν πόσιμο νερό, κόβοντας κλαδιά από συγκεκριμένα δέντρα. Αισθάνθηκε εντελώς γελοίος, φορώντας πουκάμισο και παπούτσια πόλης. Αυτός όχι μόνο δεν γνώριζε ποια κλαδιά θα έπρεπε να κόψει για να πιει νερό, αλλά δεν είχε ούτε καν σουγιά. Ήταν χαμένος από χέρι.
     Λίγο πιο πέρα συνάντησε ένα μικρό ρυάκι που σχημάτιζε έναν μικρό καταρράκτη. Πλησίασε στον καταρράκτη και ήπιε λίγο νερό, προσευχόμενος να είναι πόσιμο. Πάντα υπήρχε το ενδεχόμενο να μην βρισκόταν σε ένα απομονωμένο εξωτικό νησί, αλλά σε μια ζούγκλα που απείχε μερικά χιλιόμετρα από τον πολιτισμό. Σε αυτή την περίπτωση, το νερό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μολυσμένο. Ναι, αλλά τότε θα έβρισκε βοήθεια. Και δεν θα έψαχνε απεγνωσμένα να βρει το διαλυμένο αεροπλάνο και τυχόν επιζώντες.

                                       

     Ακούστηκε σπάσιμο κλαδιών. Κάποιο άγριο ζώο θα ήταν, κάποιος πάνθηρας, ή κάποια λεοπάρδαλη ίσως. Ήταν εντελώς απροστάτευτος. Η καρδιά του άρχισε να καλπάζει στο στήθος του. Προσπάθησε να σκεφτεί πιο ψύχραιμα. Σε τελευταία ανάλυση, ήταν καρδιοχειρουργός, είχε εκπαιδευτεί να διατηρεί την ψυχραιμία του, με μία διαφορά, βέβαια. Σε αυτήν την περίπτωση το ανυπεράσπιστο θύμα δε θα ήταν ο ασθενής του, αλλά αυτός ο ίδιος.
     - Ηρέμησε, Τζακ, είπε στον εαυτό του, τα ζώα δεν κάνουν τόσο θόρυβο όταν μετακινούνται. Μόνο ο άνθρωπος κάνει φασαρία, όπου πηγαίνει. 
     - Κι αν είναι άνθρωπος; απάντησε μόνος του. Καλό θα είναι αυτό; Αν είναι κανένας πρωτόγονος ανθρωποφάγος; Σε ένα νησί του Ινδικού ωκεανού υπάρχει μια φυλή ανθρωποφάγων αγρίων, είδα και βίντεο, με τους άντρες της φυλής να πετάνε βέλη σε ένα ελικόπτερο που τους είχε πλησιάσει από αέρος.
     - Ηρέμησε, ξαναείπε, το αεροπλάνο αποκλείεται να έπεσε εκεί, δεν χρειαζόταν να πάει από εκείνα τα μέρη για να φτάσει από το Λος Άντζελες στο Σίδνεϋ. Κάπου στον Ειρηνικό βρισκόμαστε.

                          

     Κι άλλα κλαδιά ακούστηκαν να σπάνε. Ένας άντρας εμφανίστηκε μέσα από το δάσος. Ο άντρας φορούσε τζιν παντελόνι και μπουφάν. Ταίριαζε στη ζούγκλα περισσότερο από εκείνον.
     - Γεια, είπε ο άντρας, τι έχει από εκείνη την πλευρά;
     - Δεν είδα τίποτα, μόνο ζούγκλα. Ήσουν κι εσύ στο αεροπλάνο;
     - Θέση Ε4. Καθόμουν ακριβώς πίσω σου. Δίπλα από εκείνον τον χοντρό που κρατούσε δύο θέσεις. Είμαι σίγουρος ότι σφήνωσε εκεί μέσα.
     Ο άντρας πλησίασε.
     - Σώγιερ, συστήθηκε.
     - Τι όνομα είναι αυτό;
     - Αυτό έχω.
     - Τζακ, συστήθηκε ο Τζακ. Τζακ Σέπφερντ. 
     - Θέλεις να συνεχίσουμε παρέα, Τζακ Σέπφερντ; Δύο είναι καλύτερα από έναν.
     - Εγώ ψάχνω το αεροπλάνο.
     - Από εκεί είναι το αεροπλάνο. Το θέμα είναι να δούμε τι άλλο υπάρχει εκτός από το αεροπλάνο.
     - Το θέμα είναι να σωθούν τυχόν τραυματισμένοι επιζώντες.
     - Ο καλός Σαμαρείτης μας έλειπε!
     - Αυτή η νοοτροπία δε βοηθάει.
     - Σε παρακαλώ, ας λείπει η κατήχηση!
     - Σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, μόνο αν συμπεριφερθούμε με αλληλεγγύη έχουμε ελπίδα να επιβιώσουμε.
     - Σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, μόνο με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης έχουμε ελπίδα να επιβιώσουμε! Λοιπόν, θα έρθεις μαζί μου, Τζακ, Τζακ Σέπφερντ; Ή θα το παίξεις Μεσσίας;
     Ο Τζακ ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές. Ο πρωτόγονος Τζακ, αυτός με το αναπτυγμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης, είχε ξυπνήσει μέσα του και έπαιρνε το πάνω χέρι από τον άλλο Τζακ, τον πολιτισμένο. Αυτός ο τύπος χρειαζόταν ένα χέρι ξύλο. Και ο πρωτόγονος Τζακ θα του το έδινε ευθύς αμέσως.
     Δεν πρόλαβε.

                            

      Ένας διαπεραστικός ήχος, κάτι μεταξύ βουητού και ουρλιαχτού, ακούστηκε. Ήταν τόσο δυνατός που ένιωθε να βγαίνει από τα έγκατα της γης. Κοίταξε τον Σώγιερ. Και εκείνος φαινόταν ταραγμένος. Τι ήταν αυτός ο ήχος; Έμοιαζε με την κραυγή κάποιου προϊστορικού τέρατος. Έκλεισε τα αυτιά του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε κάτω. Έκλεισε τα μάτια του.
     Ο ήχος συνεχίστηκε για κανα-δυο λεπτά και ύστερα απλώθηκε απόλυτη σιγή. Άνοιξε τα μάτια του. Ο Σώγιερ βρισκόταν πιο πέρα. Είχε χλωμιάσει. Πέρασαν μερικά ακόμα λεπτά προτού ξανακουστεί κελάηδημα πουλιών. Τι υπήρχε σε αυτό το μέρος;
     - Συνεχίζεις να επιμένεις να πας στο αεροπλάνο; είπε ο Σώγιερ.
     - Εσύ συνεχίζεις να επιμένεις να εξερευνήσεις αυτό το μέρος; Ύστερα από ό,τι ακούσαμε;
     - Τι λες να ήταν;
     - Δεν ξέρω, αλλά δεν ακούστηκε καλό. Και σίγουρα, αυτό το μέρος δε φαίνεται και τόσο ειδυλλιακό τώρα... Κοίτα εκείνον εκεί τον κορμό: σαν κερασφόρο τέρας μοιάζει. Και αυτός ο ήχος θύμιζε κραυγή κάποιου τέρατος.
     - Πρέπει να φύγουμε από εδώ.
      - Εγώ επιμένω να πάω στο αεροπλάνο. Ίσως υπάρχει εκεί κάποιος που με χρειάζεται.
     - Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου.
     - Είμαι γιατρός.
     - Έτσι εξηγείται. Λοιπόν, γιατρέ, έχω έναν πόνο εδώ...
     - Να λείπει η κοροϊδία. Από εκεί είπες ότι είναι το αεροπλάνο;
     Τα φυλλώματα κουνήθηκαν. Οι δύο άντρες βουβάθηκαν. Ίσως να είχε έρθει η ώρα τους. Το δάσος φάνταζε τώρα σαν μία τεράστια, πράσινη παγίδα. Μέχρι και οι ιστοί από τις αράχνες ήταν ιδιαίτερα πυκνοί, τώρα το πρόσεχε ο Τζακ.

                           

     Ένας μεγαλύτερης ηλικίας, γεροδεμένος άντρας εμφανίστηκε.
     Ο Σώγιερ τον κοίταξε παραξενεμένος.
     - Ο σακάτης, είπε χαμηλόφωνα, καθώς ανάσαινε ανακουφισμένος.
     Ο άντρας χαμογέλασε.
     - Τον ακούσατε αυτόν τον ήχο; ρώτησε. Καταλάβατε από πού ερχόταν;
     Ο Τζακ προσπάθησε να τον θυμηθεί. Ναι, ο Σώγιερ είχε δίκιο. Τον θυμόταν και αυτός, όταν τον έβαλαν στο αεροπλάνο με το αναπηρικό του καροτσάκι. Τον είχαν οδηγήσει στη διακεκριμένη θέση. Πώς γινόταν τώρα να στέκεται όρθιος μπροστά τους;
     - Θαύμα, είπε ο άντρας, σαν να είχε ακούσει την σκέψη του. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Τη μια στιγμή βρισκόμουν στο αεροπλάνο με παράλυση των κάτω άκρων, και την επόμενη βρέθηκα να στέκομαι όρθιος σε αυτό εδώ το νησί.
     - Σε νησί βρισκόμαστε; ρώτησε ο Τζακ.
     - Αν δεν βρισκόμαστε σε νησί, τότε σίγουρα βρισκόμαστε στα δυτικά παράλια κάποιας λατινοαμερικάνικης χώρας. Αλλά εγώ πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε νησί. Και, μάλιστα, σε ένα νησί θαυματουργό και πανέμορφο. Το τοπίο εδώ είναι σαν ζωγραφιά, δε συμφωνείτε; 
  
                                      

    Ο άντρας χαμογέλασε.
          - Πού πηγαίνετε; ρώτησε. Να έρθω και εγώ μαζί σας; Τρεις είναι καλύτερα από δύο.
     - Δεν ξέρω, είπε ο Σώγιερ. Ο τύπος από 'δω θέλει να σώσει τον κόσμο.   Ο Τζακ ένιωσε να καίνε τα αυτιά του. Αυτός ο Σώγιερ ήταν πολύ προκλητικός.
     - Είμαι γιατρός, έχω δώσει όρκο, πρέπει να βοηθήσω τυχόν τραυματίες, είπε.
     - Καταλαβαίνω, είπε ο άντρας. Εγώ είμαι βετεράνος του στρατού. Με λένε Τζον Λοκ, πρόσθεσε.
     - Τζακ Σέπφερντ, είπε ο Τζακ.
     Ο Τζον Λοκ του έδωσε το χέρι. Η χειραψία του ήταν δυνατή.
     - Ένας βετεράνος μας έλειπε, είπε ο Σώγιερ. Και μάλιστα ένας βετεράνος που βλέπει παντού θαύματα. Και ποιος μας λέει ότι το αναπηρικό καροτσάκι δεν ήταν βιτρίνα;
     Ο Τζον Λοκ χαμογέλασε.
     - Λέω να πάμε από εδώ, είπε και κινήθηκε προς την απέναντι όχθη.
     Οι άλλοι δύο τον ακολούθησαν.
     - Θα πρέπει να βρούμε διέξοδο το γρηγορότερο δυνατόν, είπε ο Τζον Λοκ, καθώς άνοιγε δρόμο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση. Αλλιώς, πολύ φοβάμαι ότι αυτός ο Παράδεισος σύντομα θα γίνει ένας απέραντος σκουπιδότοπος. Αν ο άνθρωπος ξέρει κάτι καλά, αυτό είναι να αφήνει πίσω του σκουπίδια.
     Στάθηκε λίγο και κοίταξε γύρω του.
     - Από εδώ, έδειξε και συνέχισε.
     Ο Τζακ και ο Σώγιερ τον ακολούθησαν. Έμοιαζε να κινείται με ιδιαίτερη άνεση σε αυτό το περιβάλλον.

                                        
     
     Ένα λευκό λουλούδι βρέθηκε στον δρόμο τους. Ήταν ένα άγριο τριαντάφυλλο.
     - Καλό σημάδι, είπε ο Τζον Λοκ. Ας συνεχίσουμε.
     - Είναι απλώς ένα λουλούδι, είπε ο Σώγιερ. Δεν χρειάζεται να δίνουμε υπερφυσικά νοήματα σε ό,τι συναντάμε.
     - Αλήθεια, εσύ δε μου είπες το όνομά σου, είπε ο Τζον Λοκ.
     - Δε με ρώτησες. Σώγιερ.
     - Όπως ο ήρωας του Μαρκ Τουαίην; Ψευδώνυμο, να υποθέσω. Μόνο κάποιος που τον κυνηγάνε επιλέγει να κυκλοφορεί με ψευδώνυμο.
     - Ό,τι πεις...
     - Και τι επαγγέλλεσαι, αν επιτρέπεται;
     - Τα φέρνω βόλτα.
     - Α, έτσι...
     - Ακριβώς.
     - Να ψάξουμε για νερό, είπε ο Τζακ.
     - Για γιατρός δεν είσαι και πολύ έξυπνος, σχολίασε ο Σώγιερ. Δίπλα στο νερό περπατάμε, να σου θυμίσω...

                            

     - Εννοώ κάποια πηγή, ή έστω, κάποια δεξαμενή. Αν τελικά βρισκόμαστε σε νησί και αν αναγκαστούμε να μείνουμε εδώ για καιρό, μέχρι να μας βρουν, θα πρέπει να συντηρηθούμε, και το νερό είναι βασική προϋπόθεση για να επιβιώσουμε.
     - Σιγά μη βρούμε και υδρομασάζ, είπε ο Σώγιερ.
     - Είσαι πάντα τόσο εριστικός;
     - Είσαι πάντα τόσο ηλίθιος;
     - Κοιτάξτε εκεί! είπε ο Τζον Λοκ.
     Ο Τζακ κοίταξε. Δεν έβλεπε τίποτα.
     - Δεν βλέπω τίποτα, είπε ο Σώγιερ.
     - Εκεί πέρα, είπε ο Τζον Λοκ και έδειξε.
     - Και πάλι δεν βλέπω.
     - Ούτε εγώ, είπε ο Τζακ.
     - Εσύ δεν βλέπεις μπροστά στη μύτη σου, είπε ο Σώγιερ.
     Ο πρωτόγονος Τζακ τον αγριοκοίταξε.
     - Δεν το βλέπετε εκείνο το σπίτι; ρώτησε ο Τζον Λοκ.
     Τότε μόνο το είδαν. Πράγματι, ήταν ένα ξύλινο σπιτάκι, σαν παρατηρητήριο.

                           

     - Άρα, κάπου εδώ κοντά υπάρχουν άνθρωποι, είπε ο Τζακ.
     - Ίσως, τελικά, σωθούμε γρηγορότερα από ό,τι νομίζαμε, είπε ο Τζον Λοκ. Πάμε να δούμε!
     Το σπιτάκι-παρατηρητήριο δεν ήταν το μόνο. Λίγο πιο πάνω υπήρχαν και άλλα τέτοια σπιτάκια. Όλα ήταν έρημα και άδεια. Πού βρίσκονταν οι άνθρωποι που τα είχαν φτιάξει;
     - Κι αν τα σπιτάκια είναι παγίδα, για να παρασυρθούμε πιο βαθιά μέσα στη ζούγκλα; είπε ύστερα από λίγο ο Τζακ.
     - Πολύπλοκο σχέδιο, είπε ο Σώγιερ. Θα ήταν πιο εύκολο να στήσουν παγίδες και από τη μια στιγμή στην άλλη να βρεθούμε πιασμένοι σε δίχτυα και κρεμασμένοι ανάποδα, σαν τις νυχτερίδες.
     - Πιο πολύ εγκατάλειψη μου θυμίζουν εμένα, είπε ο Τζον Λοκ.
     - Ίσως να έχει συντριβεί και άλλο αεροπλάνο εδώ, στο παρελθόν, είπε ο Τζακ, και αυτά να τα κατασκεύασαν οι επιζήσαντες.
     - Αν είναι έτσι, υπάρχουν αυξημένες ελπίδες να μας βρουν.
     - Απομακρυνθήκαμε πολύ από το αεροπλάνο, είπε ο Τζακ. 
     - Έλεος, πια με το αεροπλάνο! είπε ο Σώγιερ. Αν ήξερα ότι ήσουν τόσο κλαψιάρης, δε θα σου μιλούσα από την αρχή.
     - Αν το νησί είναι μεγάλο, δεν θα μπορέσουμε να το εξερευνήσουμε σε μια μέρα, απάντησε ο Τζακ, απευθυνόμενος στον Λοκ. Καλύτερα να γυρίσουμε εκεί. Ίσως βρούμε και χρήσιμα πράγματα στις αποσκευές. Πράγματα που θα μας βοηθήσουν στην επιβίωση.
     - Δεν είναι κακή ιδέα, είπε εκείνος.
     - Να πάτε μόνοι σας στο αεροπλάνο, δε σας έχω ανάγκη, είπε ο Σώγιερ.
     Ένας νέος ήχος, μια νέα κραυγή, ακούστηκε. Ο τρεις άντρες έπιασαν τα αυτιά τους. Ένιωσαν το έδαφος να τραντάζεται και έπεσαν κάτω. 
     - Ας γυρίσουμε στο αεροπλάνο, είπε ο Σώγιερ, ύστερα από λίγα λεπτά, που ο ήχος σταμάτησε.
     - Ίσως εκεί να είμαστε πιο ασφαλείς, για την ώρα, είπε και ο Λοκ.
     Οι τρεις άντρες πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Ούτε που μπορούσαν να φανταστούν ότι δεν θα ήταν η τελευταία φορά που άκουγαν εκείνη την κραυγή...
                           
                                      



     ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου