Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Ανυπότακτοι και απελπισμένοι

       

     Η μέρα ήταν όσο καλή μπορούσε να είναι: ο ουρανός γαλανός, με ελάχιστα σύννεφα να αχνοφαίνονται στο βάθος, προς την πλευρά του Πετιμπόνουμ, η θερμοκρασία ανοιξιάτικη, ο αέρας γεμάτος μεθυστικές μυρωδιές... Ο Οβελίξ απίθωσε άλλο ένα μενίρ στο κέντρο του χωριού.
     - Με αυτό, εφτά, είπε. Άλλο ένα και μετά θα κάνω διάλειμμα για αγριογούρουνο. Και εσένα θα σου δώσω τα πιο ζουμερά κοκαλάκια, είπε στον Ιντεφίξ και τον χάιδεψε απαλά. Ο Ιντεφίξ κούνησε χαρωπά την ουρίτσα του και γάβγισε μία φορά.
     Ένας εύσωμος άντρας εμφανίστηκε στην είσοδο του χωριού.
     - Τίνος είσαι συ; ακούστηκε μία φωνή από την κορυφή του τοίχου.
     - Πώς; είπε ο άντρας.
     - Ποιος είσαι, μαθές; είπε η φωνή.
     - Βαθυφωνίξ, είπε ο άντρας. Από τη Λουτέτια, πρόσθεσε. Ψάχνω τον Μαζεστίξ.
     - Περίμενε εδώ, είπε η φωνή. Ψάρακας!
     Ένας νεαρός εμφανίστηκε, μασουλώντας ένα κομμάτι ψητό κρέας.
     - Διαταγές! είπε και λίγο κρεατάκι εκτοξεύτηκε στον αέρα.
     - Τρέχα να αναγγείλεις τον Βαρυφωνίξ...
     - Βαθυφωνίξ, διόρθωσε ο εύσωμος άντρας.
     - Σιγά τη διαφορά, είπε ο νεαρός, καθώς απομακρυνόταν.
     Πέρασε λίγη ώρα προτού εμφανιστεί ο Μαζεστίξ επάνω στην ασπίδα του, υποβασταζόμενος από δύο άντρες και γέρνοντας επικίνδυνα, καθώς ο ένας από τους άντρες ήταν ιδιαίτερα ψηλός. Από πίσω του ακολουθούσε μία γυναίκα, κρατώντας έναν δίσκο με διάφορα καλούδια.
     - Μα φάε λίγο ακόμα, δεν τελείωσες το πρωινό σου, γουρουνάκι μου, του είπε χαϊδευτικά.
     - Μιμίνα, είπε ο Μαζεστίξ μέσα από τα δόντια του, έχουμε επισκέπτες, σταμάτα επιτέλους!
     - Φάε λίγο τυράκι, τουλάχιστον, θα πέσεις κάτω, είπε εκείνη απτόητη.
     - Μιμίνα!
     Η ασπίδα με τον Μαζεστίξ έφτασε μπροστά στον εύσωμο άντρα.
     - Ποιος με καλεί; είπε ο Μαζεστίξ, αφού έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του.
     Η Μιμίνα του έτεινε ένα μεγάλο κομμάτι αλλαντικού. Ο Μαζεστίξ την αγριοκοίταξε και εκείνη του ανταπάντησε με ένα αντίστοιχο βλέμμα.
     - Είμαι ο Βαθυφωνίξ, είπε ο εύσωμος άντρας.
     - Δεν το γνωρίζω αυτό το όνομα...
     - Δεν είμαι από εδώ κοντά, μένω στη Λουτέτια.
     - Αχ, Λουτέτια! είπε η Μιμίνα.
     - Μιμίνα! είπε ο Μαζεστίξ. Επιτέλους, πήγαινε στο σπίτι! Δε θέλω άλλο φαγητό!
     - Μη μου έρθεις, όμως, σε λίγο να ρωτάς αν έχω μαγειρέψει! είπε εκείνη. Χοντρογούρουνο! πρόσθεσε, καθώς απομακρυνόταν.
     Ο Μαζεστίξ έκανε μια ακροβατική φιγούρα, προσπαθώντας να ισορροπήσει επάνω στην ασπίδα.
     - Γυναίκες! είπε.
     Ο Βαθυφωνίξ ένευσε.
     - Όπως έλεγα, λοιπόν, είπε ο Μαζεστίξ, δεν το γνωρίζω αυτό το όνομα, αλλά δε μου ακούγεται και τελείως άγνωστο. Και αυτή η φυσιογνωμία, σαν κάτι να μου θυμίζει... Τι μου θυμίζει, όμως;
     - Είμαι ο καθηγητής φωνητικής...
     - Καθηγητής φωνητικής; Α, ναι! Ο δάσκαλος! Παιδιά! Παιδιά! Ελάτε να δείτε! Ήρθε ο δάσκαλος!
     Πολύ σύντομα ο χώρος γύρω από τους δύο άντρες είχε γεμίσει από ανθρώπους. Ανάμεσα σε όλους ξεχώριζε, φυσικά, ο Οβελίξ, λόγω όγκου. Τελευταίος έφτασε ο Αστερίξ.
     - Καλώς τον μάστορα! είπε ο Αστερίξ. Τι χαμπάρια;
     Ο Βαθυφωνίξ τον κοίταξε παραξενεμένος.
     - Μην παραξενεύεστε, μαιτρ, είπε η Μιμίνα, που είχε επιστρέψει από το σπίτι, όπου την είχε στείλει προηγουμένως ο Μαζεστίξ. Εδώ όλοι είναι βλάχοι, δεν γνωρίζουν από τρόπους...
     - Ε, όχι και βλάχοι! είπε ο Μαθουσαλίξ, κραδαίνοντας απειλητικά τη μαγκούρα του. Λίγος σεβασμός στην ηλικία μου, επιτέλους!
     - Βλάχοι, επανέλαβε η Μιμίνα. Ξέρω τι σας λέω. Έχω τον αδερφό μου στην Λουτέτια εγώ!
     - Ωωω, αλήθεια; Πώς λέγεται ο αδερφός σας;
     - Ξυνομπαλίξ, είπε ο Μαζεστίξ.
     - Δεν τον γνωρίζω.
     - Μποεμίξ, διόρθωσε η Μιμίνα, ρίχνοντας μια δολοφονική ματιά στον Μαζεστίξ. Είναι καλλιτέχνης...
     - Δεν τον γνωρίζω.
     - Δε χάνεις και τίποτα, είπε ο Μαζεστίξ και όλοι γέλασαν.
     - Πώς από τα μέρη μας, λοιπόν; συνέχισε ο Αστερίξ.
     - Πώς τα πάει ο Κακοφωνίξ; ρώτησε και ένας ηλικιωμένος άντρας με μια μακριά γενειάδα που, κρατούσε μερικά κλαδιά δεντρολίβανου. Ήταν ο Πανοραμίξ. 
     - Γι'αυτό ήρθα, είπε ο Βαθυφωνίξ.
     Έβαλε το χέρι του στον κόρφο του και έβγαλε ένα σακουλάκι που κουδούνιζε.
     - Τριάντα ασημένιοι σηστέρτιοι, όσοι συμφωνήσαμε, είπε ο Βαθυφωνίξ. Μετρήστε, παρακαλώ, δε λείπει ούτε ένας.
     - Τι σημαίνει αυτό; είπε ο Αστερίξ. 
     - Ούτε εγώ καταλαβαίνω, είπε ο Οβελίξ. 
     - Από τη μάχη στην Αλέσια έχω να νιώσω τέτοια προσβολή, είπε ο Μαζεστίξ. Γιατί μας επιστρέφεις τα λεφτά μας; Αυτοί οι τριάντα σηστέρτιοι μαζεύτηκαν από το υστέρημα όλου του χωριού, πώς τολμάς να μας τους πετάς στα μούτρα;
     - Βλάχε! είπε η Μιμίνα απαξιωτικά.
     - Δε με καταλάβατε, είπε ο Βαθυφωνίξ, δεν σας τους πετάω στα μούτρα, όπως λέτε, και επ'ουδενί δε θα ήθελα να σας προσβάλω...
     - Ποιος είναι αυτός; είπε ο Αστερίξ.
     - Ποιος αυτός;
     - Ο Πουδενί.
     - Πουδενίξ μάλλον ήθελε να πει, παρενέβη ο Οβελίξ. Δεν υπάρχει όνομα Πουδενί.
     - Πουδενί είπε, το άκουσα καθαρά. Εξάλλου, ούτε όνομα Πουδενίξ υπάρχει.
     - Και πού το ξέρεις εσύ ότι δεν υπάρχει;
     - Το ξέρω.
     - Α, ναι, ξέχασα: ο κύριος Αστερίξ τα ξέρει όλα, ο κύριος Αστερίξ είναι ο πιο έξυπνος...
     - Θα το βουλώσεις να μάθουμε ποιος είναι αυτός ο Πουδενής; είπε ο Μαθουσαλίξ, που είχε βάλει το χέρι του σαν χωνί επάνω από το ένα του αυτί.
     - Ναι, βούλωσέ το επιτέλους, είπε ο Αλφαβητίξ, ο ψαρέμπορας, το πράγμα είναι σοβαρό...
     - Παιδιά μου, ησυχία, σας παρακαλώ, είπε και ο Πανοραμίξ. Ηρεμήστε λίγο, να καταλάβουμε τι γίνεται.
     - Λοιπόν, μάστορα; είπε ο Αστερίξ. Ποιος είναι αυτός ο Πουδενί;
     - Πουδενίξ είναι, μουρμούρισε ο Οβελίξ.
     - Δεν καταλαβαίνω ποιον εννοείτε, είπε ο Βαθυφωνίξ. Εγώ, αυτό που ήθελα να πω είναι ότι δεν ήθελα να σας προσβάλω, απλώς...
     - Αν δεν ήθελες να μας προσβάλεις, γιατί μας δίνεις πίσω τα λεφτά μας; είπε ο Μαζεστίξ. Μπορεί να τα μαζέψαμε από το υστέρημά μας, αλλά δε θέλουμε χάρες, ο κόπος πρέπει να πληρώνεται...
     - Αφήστε με να σας εξηγήσω...
     - Μα, εξηγήσου, επιτέλους! είπε ο Μαζεστίξ. Αυτοί οι πρωτευουσιάνοι είναι λίγο ζαβοί, μου φαίνεται, πρόσθεσε.
     - Σας επιστρέφω τα χρήματα, επειδή δε θέλω να σας κοροϊδεύω.
     - Τι εννοείς με αυτό;
     - Ε, να..., δηλαδή...
     - Αυτό είναι! φώναξε ο Αυτοματίξ, ο σιδεράς. Να δείτε που το βραχνοπούλι μας είναι ένα πρώτης τάξεως στουρνάρι. Έτσι δεν είναι, μάστορα;
     - Στουρνάρι; Τι εννοείτε;
     - Ποιους ρωτάς; Ένας είμαι...
     - Εσένα εννοεί, άσχετε, είπε η Μιμίνα, που δεν μπόρεσε να κρατηθεί.
     - Εμένα; Και τότε τι μου μιλάει έτσι; Μήπως τα'τσουξε πουθενά και με βλέπει διπλό;
     - Είναι ευγενής, πρωτευουσιάνος, αλλά πού να καταλάβεις εσύ, παλιόβλαχε, που το μεγαλύτερο ταξίδι που έχεις κάνει είναι μέχρι το ποτάμι εδώ παραδίπλα!
     - Για μάζεψε τη γυναίκα σου! είπε ο Αυτοματίξ στον Μαζεστίξ. Παραπήρε φόρα, μου φαίνεται!
     - Μάθετε πρώτα τρόπους και μετά μιλάτε! είπε Μιμίνα. Ο άνθρωπος είναι πρωτευουσιάνος, μορφωμένος, ευγενικός, χρησιμοποιεί τον πληθυντικό ευγενείας.
     - Δηλαδή, όποιος είναι ευγενικός μιλάει στον πληθυντικό; Μωρέ τι μας λες! είπε ο Αυτοματίξ.
     - Παιδιά μου, ηρεμήστε, είπε ο Πανοραμίξ. Αφήστε τον Βαθυφωνίξ να μιλήσει!
     Οι παρευρισκόμενοι ησύχασαν ελαφρώς.
     - Τι είναι το στουρνάρι; ρώτησε εκείνος τον Αυτοματίξ.
     - Στουρνάρι, στούρνος, πώς το λέτε εσείς εκεί στις Λουτέτιες;
     - Στις ποιες;
     - Στις Λουτέτιες, μα γιατί δε με καταλαβαίνετε; Στους πληθυντικούς σάς μιλάω!
     - Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε...
     - Τι να πούμε; Ίσως να φταίνε οι προφορές μας...
     - Α, μα σταματήστε, επιτέλους, και αφήστε τον άνθρωπο να μιλήσει! είπε η Μιμίνα.
     - Μιμίνα, Μιμίνα, μην παρεμβαίνετε στις συζητήσεις των αντρών, είπε ο Μαζεστίξ και κορδώθηκε, κάνοντας την ασπίδα να χοροπηδήσει επικίνδυνα. Πηγαίνετε στις κουζίνες σας, παρακαλώ. Σε τελευταίες αναλύσεις, πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε... Συνεχίστε, Βαθυφωνίξ. Γιατί μας επιστρέφετε τα λεφτά μας, τελικά;
     - Δε θα μακρυγορήσω...
     - Μα γιατί δε μιλάνε στους πληθυντικούς τώρα; είπε ο Οβελίξ.
     - Σκασμοί, επιτέλους! είπε δυνατά ο Μαζεστίξ. Λοιπόν, σας ακούμε.
     - Τόσα χρόνια διδάσκω, πρώτη φορά συναντώ τέτοιο μαθητή...
     - Τι μας λέτε; Είναι τόσο καλός; Δηλαδή, είναι τόσο καλοί;
     - Είναι τόσο κακός! Αγαπητοί μου, σας επιστρέφω τα λεφτά, επειδή ο μαθητής που μου αναθέσατε είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως...
     - Τι είναι πίδεκτος;
     - Εννοώ, δεν μαθαίνει τίποτα, ό,τι κι αν του πω πηγαίνει χαμένο.
     - Μα εμείς το ξέραμε ότι ήταν δύσκολη περίπτωση, δύσκολες περιπτώσεις, εννοώ, γι'αυτό ήρθαμε σε εσάς, που είστε γνωστοί και έχετε τόσους τίτλους, είπε ο Μαζεστίξ.
     - Σας τα'λεγα εγώ, είπε ο Αυτοματίξ, είναι χαμένη υπόθεση, η κατάστασή του δεν παίρνει θεραπεία, το μόνο που μπορεί να γίνει με το λαιμό του είναι να του τον κόψουμε... τι με κοιτάτε και μου κάνετε νοήματα; Είμαι συγχυσμένος, δεν μπορώ να συγχύζομαι στον πληθυντικό! Αλλοίμονο στα αυτάκια μου!
     - Δηλαδή, παρενέβη ο Πανοραμίξ, στ'αλήθεια δεν υπάρχει θεραπεία για τον Κακοφωνίξ;
     - Δυστυχώς, όχι, το λέω και το υπογράφω, και βάζω και σφραγίδα από πάνω! Στην αρχή που τον άκουσα, θεώρησα ότι είχε κάποιο κρύωμα. "Ας περάσει το κρύωμα πρώτα", σκέφτηκα "και ύστερα πιάνουμε τα μαθήματα". Τον έβαλα να φοράει φουλάρι και του έδινα κάθε μέρα να πίνει ζεστό νερό με μέλι λεβάντας από την Αρβέρνη. Πέρασε μία εβδομάδα, πέρασαν δύο εβδομάδες, πέρασαν τρεις εβδομάδες, και δεν υπήρξε η παραμικρή βελτίωση. "Τέλος πάντων", σκέφτομαι, "ας ξεκινήσουμε σιγά-σιγά τα μαθήματα, και θα περάσει και το κρύωμα..." Αλλά, τελικά, το πρόβλημα δεν ήταν μόνο η φυσική του βραχνάδα, το εκ γενετής φάλτσο που έχει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει ούτε καν τις πιο απλές οδηγίες μου. Ό,τι κι αν του πω να κάνει, αυτός κάνει τα δικά του. Ούτε τις ασκήσεις κάνει σωστά, ούτε τίποτα. Μα γιατί επιμένετε να τον κάνετε βάρδο;
     - Α, μα τι λέει αυτός, θα μας τρελλάνει; είπε ο Αυτοματίξ. Κυρ-Βαθυτέτοιε μου, τι χαζομάρες μας τσαμπουνάς; Και είσαι και Γαλάτης, υποτίθεται! Τέτοιες χαζομάρες μόνο οι Ρωμαίοι θα ρωτούσαν! Δεν τον κάναμε εμείς βάρδο, μόνος του έγινε! Χρόνια ολόκληρα μας παίρνει τα αυτιά με τις αγριοφωνάρες του, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να του λέω πόσο άχρηστος είναι, και εκείνος να επιμένει... Γι'αυτό μαζέψαμε όλοι τους τριάντα σηστέρτιους και σου τους φέραμε, μπας και μας λυπηθεί ο Τουτατίς και σώσουμε τα αυτιά μας.
     - Λυπάμαι πολύ.
     - Αν λυπάσαι εσύ, που τον έζησες μερικές εβδομάδες, τι να πούμε εμείς, που τον λουζόμαστε μια ζωή; Α, μπα... Δεν υπάρχει σωτηρία. Η μόνη λύση που μου μένει είναι να μεταναστεύσω. Αλλά, και πάλι, πού να πάω, όλη η υπόλοιπη Γαλατία στενάζει κάτω από τον Ρωμαϊκό ζυγό...
     - Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω... είπε ο Βαθυφωνίξ.
     - Άσε, μην πεις τίποτα άλλο, μας πρόκοψες, μουρμούρισε ο Αυτοματίξ.
     - Εκτός, πια, κι αν έχει πέσει επάνω του καμία κατάρα, τι να πω...
     - Η κατάρα δεν έχει πέσει επάνω του, επάνω σε εμάς έχει πέσει, που τον έχουμε φορτωθεί για πάντα! είπε ο Αυτοματίξ και έφυγε θυμωμένος.
     - Και τώρα, επιτρέψτε μου να φύγω, είπε ο Βαθυφωνίξ και έκανε μία ελαφριά υπόκλιση. Καλή σας μέρα, κύριοι.
     - Κοίτα κάτι πράγματα, είπε ο Αλφαβητίξ, καθώς έβλεπε τον Βαθυφωνίξ να απομακρύνεται, είναι τρελλοί αυτοί οι πρωτευουσιάνοι. Πρώτα έρχονται, κάνουν ό,τι κάνουν, λένε ό,τι λένε, και στο τέλος λένε καλημέρα!
     - Αφήστε τον πρωτευουσιάνο τώρα, και ελάτε να δούμε τι θα κάνουμε με τον Κακοφωνίξ, τώρα που θα επιστρέψει ακριβώς όπως έφυγε, είπε ο Αστερίξ. Εσύ που τα ξέρεις όλα τα βοτάνια, απευθύνθηκε στον Πανοραμίξ, δεν υπάρχει κάποιο φίλτρο που θα μπορούσες να φτιάξεις, για να λύσουμε το πρόβλημά μας;
     - Πίστεψέ με, Αστερίξ, είπε εκείνος, αφού δεν τον θεράπευσε το μέλι λεβάντας από την Αρβέρνη, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τον θεραπεύσει. Κοίτα, όμως, σύμπτωση: σήμερα, που πήγα να μαζέψω δεντρολίβανο, έπεσα επάνω σε μία κυψέλη, και συνειδητοποίησα ότι το κερί της μέλισσας, έτσι όπως είναι εύπλαστο, μπορεί να πάρει διάφορα σχήματα. Σκέφτομαι, λοιπόν, να κατασκευάσω τάπες για τα αυτιά όλων μας. Θα τις ονομάσω ωτοασπίδες...
     Εκείνη ακριβώς την στιγμή ακούστηκε ένας κρότος τόσο δυνατός, που η Μιμίνα πετάχτηκε έξω από το σπίτι της.
     - Και σου το'πα, η κακούργα! είπε καθώς έτρεχε κοντά στον Μαζεστίξ, που είχε πέσει, μαζί με την ασπίδα. Φάε λίγο ακόμη, σου είπα, αλλιώς θα πέσεις κάτω. Είδες που είχα δίκιο;