Μια φορά κι έναν καιρό, στη μακρινή Λαπωνία, σε ένα μικρό, αλλά καλοφτιαγμένο ιγκλού, ζούσε ένας νέος εσκιμώος, που τον έλεγαν Ακίκο. Ο Ακίκο ήταν ορφανός από γονείς και έμενε μόνος του, αλλά ζούσε μια χαρά. Και αυτό επειδή είχε μάθει όλες τις τέχνες των εσκιμώων τέλεια, αφού τον είχαν διδάξει, εκτός από τον πατέρα του, και οι δυο του παππούδες, όταν ζούσαν φυσικά. Και μπορεί ο Ακίκο να κυνηγούσε, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι τα ζώα δεν τα αγαπούσε.
Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που προσπαθούσε να ανοίξει μια τρύπα στον πάγο για να ψαρέψει, ο Ακίκο άκουσε ένα κλάμα. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν κάποιο παιδί, αλλά εκεί που βρισκόταν ήταν ερημιά, οπότε πίστεψε ότι έκανε λάθος και συνέχισε τη δουλειά του. Όμως οι φωνές συνεχίζονταν και ο Ακίκο άρχισε να ανησυχεί. Άφησε τη δουλειά του και άρχισε να ψάχνει από πού ακούγονταν οι φωνές.
Και δεν άργησε να το ανακαλύψει. Ένα σκυλάκι ήταν πιασμένο σε μια παγίδα, από εκείνες που ο Ακίκο έβαζε για να πιάσει αρκούδες, και όλο έκλαιγε και ικέτευε με το βλέμμα του τον Ακίκο να το σώσει.
Όπως μπορείτε να φανταστείτε, ο Ακίκο δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη για να βγάλει το σκυλάκι από την παγίδα, και όχι μόνο αυτό, αλλά το πήρε μαζί του και το έφερε στο ιγκλού του για να το γιατροπορέψει. Σύντομα, το σκυλάκι ήταν εντελώς καλά, και ακολουθούσε τον Ακίκο παντού. Ο Ακίκο ονόμασε το σκυλάκι, που ήταν θηλυκό, Σούκι, και το πρόσεχε πολύ.
Σε λίγο καιρό ο Ακίκο, που όπως είπαμε ήταν ένα καλό και άξιο παληκάρι, παντρεύτηκε μια καλή κοπέλα, που την έλεγαν Σαίκο, και το ιγκλού του γέμισε ευτυχία. Η Σαίκο συμπάθησε πολύ τη Σούκι και την περιποιόταν σαν να ήταν το παιδί της: της έδινε να τρώει τις καλύτερες νοστιμιές από το κρέας που έφερνε ο Ακίκο, της έφτιαχνε ζεστά σκεπάσματα για το κρεβατάκι της και τη γέμιζε με χάδια.
Και ήρθε ο καιρός που η Σαίκο πάχυνε πολύ και οι κινήσεις της δυσκόλεψαν, αλλά που τα μάγουλά της κοκκίνησαν περισσότερο από ό,τι ήταν συνήθως, και που τα μάτια του Ακίκο γέμισαν με μία έντονη λάμψη. Και η Σούκι κατάλαβε ότι κάτι θα άλλαζε στην οικογένεια, αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς. Και μία κρύα, χειμωνιάτικη νύχτα, με τα υπέροχα χρώματα του σέλαος να έχουν επιδοθεί σε έναν ξέφρενο χορό, το ιγκλού γέμισε με διαπεραστικά νιαουρίσματα και η Σούκι διαπίστωσε ότι τώρα πια στο ιγκλού βρισκόταν κι άλλος ένας.
Ήταν η κόρη του Ακίκο, η Γιούκι, και το νεαρό ζευγάρι ήταν πολύ ευτυχισμένο. Η Σούκι δεν πολυκατάλαβε πώς ένας τόσος δα μπόγος που κουνιόταν και έβγαζε τέτοιες τσιρίδες προκαλούσε τόση χαρά στα αφεντικά της, όμως οι περιποιήσεις που δεχόταν δεν σταμάτησαν και ο μικρός μπόγος έδειχνε να τη συμπαθεί, οπότε άρχισε και εκείνη να κουνάει την ουρά της με χαρά, όταν το μωρό την κοίταζε και της χαμογελούσε.
Όμως, η ευτυχία των δύο νέων δεν επρόκειτο να συνεχιστεί για πολύ. Η Σαίκο ανέβασε υψηλό πυρετό και άρχισε, μέρα τη μέρα, να λιώνει. Τα μάγουλά της έχασαν το κόκκινο χρώμα τους και τα μάτια της έχασαν τη ζωντάνια τους. Και μια μέρα, τα μάτια της Σαίκο έκλεισαν για πάντα.
Ο Ακίκο ήταν απαρηγόρητος. Τι θα έκανε τώρα, μόνος, με ένα μωρό παιδί στην αγκαλιά; Ποιος θα φρόντιζε τη μικρή Γιούκι, όταν εκείνος θα πήγαινε να κυνηγήσει; Δύο μερόνυχτα πέρασε κλαίγοντας, δίπλα στη μικρή Γιούκι, που πεινούσε, και την τρίτη μέρα δεν άντεξε και τον πήρε ο ύπνος.
Δίπλα στον Ακίκο και τη Γιούκι, η Σούκι είχε καταλάβει ότι το μωρό θα πέθαινε χωρίς τη μαμά του και άρχισε να κλαίει και εκείνη. Ήθελε να σώσει τη Γιούκι, όπως την είχε σώσει και εκείνη ο Ακίκο. Ήθελε να βοηθήσει τον Ακίκο να ξαναβρεί τη δύναμή του. Αλλά, τι μπορούσε να κάνει ένα μικρό σκυλάκι;
Όμως το σέλας, που άκουσε το κλάμα της Σούκι, αποφάσισε να βοηθήσει. Και γι'αυτό, άρχισε να κατεβαίνει από τον ουρανό πιο χαμηλά, και όλο πιο χαμηλά, ώσπου έφτασε και κάλυψε το ιγκλού του Ακίκο, το οποίο έπαψε να είναι άσπρο. Και το σέλας άρχισε να χορεύει γύρω από το ιγκλού, και τα χρώματα στο ιγκλού εναλάσσονταν, και αυτό συνεχίστηκε ώρα πολλή. Και ύστερα το σέλας άρχισε να ξανανεβαίνει στον ουρανό, αφήνοντας το ιγκλού άσπρο και πάλι.
Όταν ο Ακίκο άνοιξε τα μάτια του την επόμενη μέρα, το πρώτο που συνάντησε ήταν τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού.
- Ποια είσαι; το ρώτησε.
- Είμαι η Σούκι, απάντησε το κορίτσι.
- Η Σούκι; Και πού είναι η κόρη μου, η Γιούκι;
Αντί για απάντηση, ένα μικρό κουταβάκι τον πλησίασε και κόλλησε επάνω του. Και ο Ακίκο τα κατάλαβε όλα. Ότι οι θεοί τον είχαν λυπηθεί και είχαν μεταμορφώσει τη Γιούκι σε κουταβάκι, για να αντέξει ευκολότερα τώρα που ήταν ορφανή, και τη Σούκι την είχαν μεταμορφώσει σε παιδάκι, για να μπορεί να φροντίζει τη Γιούκι.
- Αφεντικό, είπε η Σούκι, τόσο εσύ όσο και η γυναίκα σου με φροντίσατε σαν να ήμουν παιδί σας, άσε με τώρα κι εγώ να φροντίσω τη Γιούκι, σαν να ήταν η μικρή μου αδερφή.
Ο Ακίκο ευχαρίστησε τους θεούς για τη βοήθεια που του είχαν στείλει και αγκάλιασε με αγάπη τη Γιούκι και τη Σούκι. Και από τότε, η Γιούκι και η Σούκι έγιναν αχώριστες. Και όταν οι άλλοι εσκιμώοι έβλεπαν τη Σούκι να κουβαλάει στην πλάτη της τη Γιούκι σαν να ήταν μωρό, τους φαινόταν πολύ παράξενο. Δεν ήξεραν ότι το κουταβάκι ήταν η κόρη του Ακίκο, η μικρή της αδερφή.
Όπως μπορείτε να φανταστείτε, ο Ακίκο δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη για να βγάλει το σκυλάκι από την παγίδα, και όχι μόνο αυτό, αλλά το πήρε μαζί του και το έφερε στο ιγκλού του για να το γιατροπορέψει. Σύντομα, το σκυλάκι ήταν εντελώς καλά, και ακολουθούσε τον Ακίκο παντού. Ο Ακίκο ονόμασε το σκυλάκι, που ήταν θηλυκό, Σούκι, και το πρόσεχε πολύ.
Σε λίγο καιρό ο Ακίκο, που όπως είπαμε ήταν ένα καλό και άξιο παληκάρι, παντρεύτηκε μια καλή κοπέλα, που την έλεγαν Σαίκο, και το ιγκλού του γέμισε ευτυχία. Η Σαίκο συμπάθησε πολύ τη Σούκι και την περιποιόταν σαν να ήταν το παιδί της: της έδινε να τρώει τις καλύτερες νοστιμιές από το κρέας που έφερνε ο Ακίκο, της έφτιαχνε ζεστά σκεπάσματα για το κρεβατάκι της και τη γέμιζε με χάδια.
Και ήρθε ο καιρός που η Σαίκο πάχυνε πολύ και οι κινήσεις της δυσκόλεψαν, αλλά που τα μάγουλά της κοκκίνησαν περισσότερο από ό,τι ήταν συνήθως, και που τα μάτια του Ακίκο γέμισαν με μία έντονη λάμψη. Και η Σούκι κατάλαβε ότι κάτι θα άλλαζε στην οικογένεια, αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς. Και μία κρύα, χειμωνιάτικη νύχτα, με τα υπέροχα χρώματα του σέλαος να έχουν επιδοθεί σε έναν ξέφρενο χορό, το ιγκλού γέμισε με διαπεραστικά νιαουρίσματα και η Σούκι διαπίστωσε ότι τώρα πια στο ιγκλού βρισκόταν κι άλλος ένας.
Ήταν η κόρη του Ακίκο, η Γιούκι, και το νεαρό ζευγάρι ήταν πολύ ευτυχισμένο. Η Σούκι δεν πολυκατάλαβε πώς ένας τόσος δα μπόγος που κουνιόταν και έβγαζε τέτοιες τσιρίδες προκαλούσε τόση χαρά στα αφεντικά της, όμως οι περιποιήσεις που δεχόταν δεν σταμάτησαν και ο μικρός μπόγος έδειχνε να τη συμπαθεί, οπότε άρχισε και εκείνη να κουνάει την ουρά της με χαρά, όταν το μωρό την κοίταζε και της χαμογελούσε.
Όμως, η ευτυχία των δύο νέων δεν επρόκειτο να συνεχιστεί για πολύ. Η Σαίκο ανέβασε υψηλό πυρετό και άρχισε, μέρα τη μέρα, να λιώνει. Τα μάγουλά της έχασαν το κόκκινο χρώμα τους και τα μάτια της έχασαν τη ζωντάνια τους. Και μια μέρα, τα μάτια της Σαίκο έκλεισαν για πάντα.
Ο Ακίκο ήταν απαρηγόρητος. Τι θα έκανε τώρα, μόνος, με ένα μωρό παιδί στην αγκαλιά; Ποιος θα φρόντιζε τη μικρή Γιούκι, όταν εκείνος θα πήγαινε να κυνηγήσει; Δύο μερόνυχτα πέρασε κλαίγοντας, δίπλα στη μικρή Γιούκι, που πεινούσε, και την τρίτη μέρα δεν άντεξε και τον πήρε ο ύπνος.
Δίπλα στον Ακίκο και τη Γιούκι, η Σούκι είχε καταλάβει ότι το μωρό θα πέθαινε χωρίς τη μαμά του και άρχισε να κλαίει και εκείνη. Ήθελε να σώσει τη Γιούκι, όπως την είχε σώσει και εκείνη ο Ακίκο. Ήθελε να βοηθήσει τον Ακίκο να ξαναβρεί τη δύναμή του. Αλλά, τι μπορούσε να κάνει ένα μικρό σκυλάκι;
Όμως το σέλας, που άκουσε το κλάμα της Σούκι, αποφάσισε να βοηθήσει. Και γι'αυτό, άρχισε να κατεβαίνει από τον ουρανό πιο χαμηλά, και όλο πιο χαμηλά, ώσπου έφτασε και κάλυψε το ιγκλού του Ακίκο, το οποίο έπαψε να είναι άσπρο. Και το σέλας άρχισε να χορεύει γύρω από το ιγκλού, και τα χρώματα στο ιγκλού εναλάσσονταν, και αυτό συνεχίστηκε ώρα πολλή. Και ύστερα το σέλας άρχισε να ξανανεβαίνει στον ουρανό, αφήνοντας το ιγκλού άσπρο και πάλι.
Όταν ο Ακίκο άνοιξε τα μάτια του την επόμενη μέρα, το πρώτο που συνάντησε ήταν τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού.
- Ποια είσαι; το ρώτησε.
- Είμαι η Σούκι, απάντησε το κορίτσι.
- Η Σούκι; Και πού είναι η κόρη μου, η Γιούκι;
Αντί για απάντηση, ένα μικρό κουταβάκι τον πλησίασε και κόλλησε επάνω του. Και ο Ακίκο τα κατάλαβε όλα. Ότι οι θεοί τον είχαν λυπηθεί και είχαν μεταμορφώσει τη Γιούκι σε κουταβάκι, για να αντέξει ευκολότερα τώρα που ήταν ορφανή, και τη Σούκι την είχαν μεταμορφώσει σε παιδάκι, για να μπορεί να φροντίζει τη Γιούκι.
- Αφεντικό, είπε η Σούκι, τόσο εσύ όσο και η γυναίκα σου με φροντίσατε σαν να ήμουν παιδί σας, άσε με τώρα κι εγώ να φροντίσω τη Γιούκι, σαν να ήταν η μικρή μου αδερφή.
Ο Ακίκο ευχαρίστησε τους θεούς για τη βοήθεια που του είχαν στείλει και αγκάλιασε με αγάπη τη Γιούκι και τη Σούκι. Και από τότε, η Γιούκι και η Σούκι έγιναν αχώριστες. Και όταν οι άλλοι εσκιμώοι έβλεπαν τη Σούκι να κουβαλάει στην πλάτη της τη Γιούκι σαν να ήταν μωρό, τους φαινόταν πολύ παράξενο. Δεν ήξεραν ότι το κουταβάκι ήταν η κόρη του Ακίκο, η μικρή της αδερφή.
Να υποθέσω ότι πήγες τον χρόνο προς τα πίσω, ξεκινώντας από τη φωτογραφία;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ τρυφερή, πολύ όμορφη, με πολλή φαντασία η ιστορία σου ... και με μια τοσοδούλα δόση πολύχρωμης μαγείας από το σέλας. :-)
Με έχεις ψυχολογήσει πάρα πολύ καλά, αγαπητή μου. Ναι, η φωτογραφία ήταν η αιτία. Μου άρεσε τόσο πολύ, που θεώρησα ότι της χρωστούσα μία ιστορία.
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε. Πολλά φιλάκια
Θα έρθω να το διαβάσω αύριο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιότι, μετά από αρκετά χρόνια, δεν δουλεύω σήμερα το βράδυ.
Και θα πάω βόλτα στο Ναύπλιο.
Βόλτα την Κυριακή το βράδυ!
Απίστευτο!
Τα καλά της ανεργίας!
Εύχομαι να απολαύσεις τη βόλτα πιο πολύ από την ιστορία μου!
ΔιαγραφήΝα έχεις μία όμορφη εβδομάδα, Αρτίστα μου
Πολύ ωραία ιστορία Πίπη, αλλά στεναχωρήθηκα που πέθανε η Σαίκο...
ΔιαγραφήΒέβαια, είμαι ευχαριστημένη με τη μεταμόρφωση και την τροπή που πήραν τα πράγματα, αλλά μου έμεινε και μια μικρή στεναχώρια για τον χαμό της Σαίκο...
Καλό βράδυ Πίπη μου!
Έχεις δίκιο, αγαπημένη μου Αρτίστα, αλλά χωρίς το θάνατο της Σαίκο δεν θα υπήρχε λόγος για τη μεταμόρφωση, τουλάχιστον εγώ δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Εξάλλου, η στενοχώρια που σου έμεινε στο τέλος, ταιριάζει με τη μελαγχολία που μου βγάζει εμένα η φωτογραφία.
ΔιαγραφήΕίσαι ελεύθερη, αν θέλεις, να σκεφτείς μια εναλλακτική ιστορία.
Πολλά φιλάκια
Ναι, αυτό θα κάνω. Θα βάλω τη Σαίκο, παρά το γεγονός ότι δεν συνηθίζονται οι απιστίες στη Λαπωνία, να ερωτεύεται Ισπανό ηθοποιό, ο οποίος έχει πάει εκεί για τα γυρίσματα μιας ταινίας, να παθαίνει ντουβρουντζά από τον έρωτα και μόλις ο Ισπανός της ζητήσει να φύγουν μαζί για τη Μαδρίτη, εκείνη, χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να σκεφτεί ούτε μία στιγμή τι θ' απογίνει το παιδί της, η ξεδιάντροπη, τον ακολουθεί, αφήνοντας τον Ακίκο μπουκάλα, μ'ένα παιδί κι ένα σκυλί στην αγκαλιά.
ΔιαγραφήΝαι Πίπη, προτιμώ την Σαίκο τσούλα, παρά πεθαμένη!
Εντάξει, νομίζω το τερμάτισα!
Πιστεύω πως ναι, είσαι ο ιδανικός άνθρωπος για να φτάσει την εναλλακτική ιστορία στα άκρα, με αξεπέραστη ποιότητα, εννοείται.
ΔιαγραφήΦιλάκια
Ωραία ιστορία έπλασες...από τη φωτογραφία γεννήθηκε το καταπληκτικό αυτό παραμύθι έτσι δεν είναι?
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά πολλά!
Από τη φωτογραφία, ω, ναι! Όταν βρίσκω όμορφες φωτογραφίες στο διαδίκτυο τις κρατάω, με απώτερο σκοπό να τους χαρίσω μία ιστορία. Δεν τα καταφέρνω πάντα, αλλά τουλάχιστον προσπαθώ.
ΔιαγραφήΠολλά φιλάκια και σε εσένα
Στενοχωρήθηκα λίγο... τόσο όσο και τα μάτια στη φωτογραφία μελαγχολούν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχη ιστορία!
Σε ευχαριστώ πολύ, Γούμαν, χαίρομαι που σου άρεσε.
ΔιαγραφήΦιλάκια