Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Ο χαρταετός που γελούσε πολύ


     Μια φορά κι έναν καιρό, στη χώρα των χαρταετών γεννήθηκε ένας χαρταετός διαφορετικός από τους άλλους. Όταν λέμε διαφορετικός, βέβαια, δεν εννοούμε ότι του έλειπε τίποτα. Όχι, απ'όλα είχε: και πολύχρωμος ήταν και ουρά είχε, και σκοινί. Απλώς, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους χαρταετούς που ήταν συνέχεια πολύ σοβαροί, εκείνος ήταν ένας αετός πολύ χαρούμενος.
     Θα μου πείτε τώρα: μα γιατί να είναι τόσο σοβαροί οι χαρταετοί; Μα, επειδή το να πετάει κανείς δεν είναι καθόλου εύκολο. Χρειάζεται πολύς χρόνος, πολλή προσπάθεια, πολλή μελέτη, πολλή δουλειά για να μπορέσει ένας χαρταετός να πετάξει. Και αν δεν κάνει σοβαρή δουλειά, δεν θα πετάξει ποτέ. Και ένας χαρταετός που δεν πετάει δεν έχει θέση στη χώρα των χαρταετών.
     Οι γονείς του χαρούμενου χαρταετού, που ήταν επίσης πολύ σοβαροί χαρταετοί, δεν καταλάβαιναν την ανάγκη του να γελάει και να διασκεδάζει, αλλά ακόμα κι έτσι, τον αγαπούσαν πάρα πολύ. Και ούτε τον μάλωναν, όταν τους έκανε ρεζίλι με τα αστεία του, όποτε πήγαιναν κάποια επίσκεψη. Εξάλλου, όταν θα πήγαινε σχολείο θα σοβαρευόταν, όπως όλοι οι χαρταετοί.
     Έτσι, όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, οι γονείς του τον έγραψαν στο σχολείο. Εκεί, ο μικρός χαρταετός γνώρισε κι άλλους χαρταετούς στην ηλικία του και ήταν πολύ χαρούμενος, που θα είχε τόσους φίλους για να παίζει στα διαλείμματα. 
     - Πάμε να παίξουμε κρυφτό; ρωτούσε τους άλλους χαρταετούς στο διάλειμμα.
     - Δύο επί δύο, τέσσερα, έλεγε ο ένας. Δύο επί τρία, έξι, δύο επί τέσσερα, οχτώ...
     - Κρυφτό; έλεγε ο άλλος. Δεν μπορώ, πρέπει να διαβάσω ορθογραφία. Υπάρχουν τρεις λέξεις που ακόμα δεν τις έχω μάθει καλά.
     - Να σας πω ένα ανέκδοτο, τότε; Μόλις τώρα το έβγαλα.
     - Η ταχύτητα του αέρα στην επάνω πλευρά πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα του αέρα στην κάτω πλευρά, έλεγε ένας άλλος. Ανέκδοτο; Είσαι σοβαρός; Ξεχνάς ότι έχουμε διαγώνισμα αεροδυναμικής την επόμενη ώρα; Καλύτερα να κάνουμε μια τελευταία επανάληψη. Δε θέλω να πάρω κακό βαθμό. 
     Και όλοι του γυρνούσαν την πλάτη και συνέχιζαν να διαβάζουν και να κάνουν επανάληψη στα μαθήματά τους. Και ο χαρταετός έμενε μόνος του. Αλλά δεν το έβαζε κάτω.
     - Πάμε το απόγευμα στην αλάνα, να παίξουμε ποδόσφαιρο; ρωτούσε στο σχόλασμα.
     - Το απόγευμα έχω φροντιστήριο, έλεγε ο ένας.
     - Και εγώ, έλεγε ο άλλος.
     - Γιατί, εγώ δεν έχω φροντιστήριο; έλεγε ένας τρίτος. Δύο φροντιστήρια έχω, μάλιστα!
     - Βρε παιδιά, και εγώ θα διαβάσω τα μαθήματά μου πρώτα, έλεγε εκείνος. Μετά το διάβασμα εννοώ να πάμε.
     - Δεν έχουμε χρόνο, δεν μπορούμε, ήταν η απάντηση.
     Και κανένας δεν πήγαινε το απόγευμα στην αλάνα να παίξει ποδόσφαιρο με το μικρό χαρταετό. Και εκείνος έπαιζε ποδόσφαιρο με τα δέντρα που βρίσκονταν γύρω από την αλάνα. Και μερικές φορές τους έλεγε και τους νόμους της αεροδυναμικής, να μαθαίνουν και εκείνα. Και τα δέντρα ήταν πολύ καλά στις αποκρούσεις. Και καμιά φορά κατάφερνε να τους βάλει και γκολ. Και τα γέλια του ήταν τόσα, που αντηχούσαν πιο πέρα από την αλάνα. Και οι γειτόνισσες άνοιγαν τα παράθυρα θυμωμένες και του φώναζαν να σταματήσει τις φωνές, επειδή ενοχλούσε τα παιδιά τους που μελετούσαν για το σχολείο.
     - Να σας πω ένα ανέκδοτο που σκέφτηκα μόλις τώρα; είπε πάλι μια μέρα ο χαρταετός την ώρα του διαλείμματος.
     - Ώχου, μας ζάλισες με τα ανέκδοτά σου! Άλλη δουλειά δεν έχεις να κάνεις;
     - Διάλειμμα έχουμε! Επιπλέον, δεν πειράζει να γελάμε πού και πού...
     - Ναι, αλλά εσύ το παράκανες! Γελάς όλη την ώρα!
     - Χάχα! είπε ένας χαρταετός με γυαλιά.
     - Ναι, είσαι ένας χάχας! είπε ένας άλλος, χωρίς γυαλιά.
     - Αλήθεια, εσύ δεν είσαι χαρταετός, είσαι χαχαετός, είπε και ένας τρίτος.
     - Χαχαετός; Τι αστεία λέξη! είπε και ένας τέταρτος.
     Και οι υπόλοιποι χαρταετοί, παρ'όλο που δεν το συνήθιζαν, έσκασαν στα γέλια. Και από τότε όλοι τον κορόιδευαν τον χαρταετό και τον φώναζαν χαχαετό.
     Ο χαρταετός πειράχτηκε. Εντάξει, να μη θέλουν να παίξουν μαζί του, να μη θέλουν να ακούνε τα ανέκδοτά του, αλλά να του βγάλουν παρατσούκλι;
     - Τι έχεις, παιδί μου; τον ρώτησε η μαμά του, μόλις γύρισε στο σπίτι. Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι λυπημένο.
     - Τα παιδιά με κοροϊδεύουν, με φωνάζουν χαχαετό, είπε εκείνος με παράπονο.
     - Χαχαετό; Τι σημαίνει αυτό;
     - Είμαι χάχας, λέει, και γελάω όλη την ώρα.
     - Είναι αλήθεια αυτό; Γελάς όλη την ώρα;
     - Όχι, μόνο όταν σκεφτώ κάτι αστείο. Αλλά τα άλλα παιδιά είναι συνέχεια σοβαρά...
     Η μαμά του σκέφτηκε λίγο πριν μιλήσει. Είπαμε, κι εκείνη ήταν πολύ σοβαρή.
     - Δεν είναι κακό να είναι κανείς σοβαρός, είπε. Όταν είσαι σοβαρός, κάνεις καλύτερα τη δουλειά σου, μαθαίνεις καλύτερα τα μαθήματά σου, τα κάνεις όλα καλύτερα.
     Ο μικρός χαρταετός είχε αρχίσει να δακρύζει.
     - Από την άλλη, συνέχισε η μαμά του, δεν μπορώ να πω ότι εσύ δεν είσαι σοβαρός, όταν μελετάς τα μαθήματά σου. Ίσα-ίσα, όταν κάθεσαι να μελετήσεις είσαι πολύ σοβαρός και δε χαζεύεις. Την προπαίδεια την ξέρεις απ'έξω κι ανακατωτά, τα σχέδια πτήσης που φτιάχνεις είναι καλοφτιαγμένα και χωρίς μουτζούρες, και τους νόμους της αεροδυναμικής τους έχεις μάθει όλους. Μόνο με σοβαρή δουλειά γίνεται αυτό.
     Ο μικρός χαρταετός σκούπισε τη μύτη του, που είχε αρχίσει να τρέχει λίγο.
     - Αφού είσαι σοβαρός στα σοβαρά πράγματα, είπε η μαμά του, υποθέτω ότι δεν είναι κακό να γελάς πού και πού...
     - Αυτό είπα κι εγώ στα άλλα παιδιά!
     - Κι εκείνα τι είπαν;
     - Με είπαν χάχα και χαχαετόοο...
     Και ο μικρός χαρταετός άρχισε να κλαίει.
     - Χμμ, είπε η μαμά του, αυτό δεν είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους τους. Μήπως τα αστεία σου είναι προσβλητικά; Μήπως τα λες για να τους κάνεις να αισθανθούν άσχημα;
     - Όχι, εγώ τα λέω για να γελάσουμε όλοι μαζί, αλλά εκείνοι δε θέλουν...
     Και δωσ'του κλάμα!
     Η μαμά δεν ήθελε να βλέπει το παιδί της σε αυτήν την κατάσταση. 
     - Μην κλαις, παιδί μου, δεν αξίζει τον κόπο! είπε. Αν τα άλλα παιδιά σε κοροϊδεύουν, να μην τους δίνεις σημασία. Και αν δε θέλουν να παίζετε μαζί, δε χάθηκε ο κόσμος. Εξάλλου, εσύ παίζεις με τα δέντρα της αλάνας, δεν είναι φίλοι σου τα δέντρα της αλάνας;
     Ο μικρός κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω.
     - Και αφού τα παιδιά δε θέλουν να ακούνε τα αστεία σου, συνέχισε η μαμά, να έρχεσαι και να τα λες σε εμένα. Θα τα ακούω με μεγάλη προσοχή.
     Έτσι έγινε και από τότε ο μικρός χαρταετός σταμάτησε να λέει αστεία στα άλλα παιδιά και άρχισε να τα λέει στη μαμά του. Και εκείνη πάντα χαμογελούσε με τα αστεία του. Και ύστερα τον έστελνε να παίξει ποδόσφαιρο με τους φίλους του, τα δέντρα της αλάνας.
     Όμως, η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν χαμογελούσε η μαμά με τα ανέκδοτά του, ο μικρός χαρταετός, κατά βάθος, ακόμα προτιμούσε την παρέα των άλλων παιδιών. Αλλά όταν καμιά φορά άκουγε πίσω από την πλάτη του να τον αποκαλούν χαχαετό, μετάνιωνε που αποζητούσε την παρέα τους.
     Μια μέρα ένιωθε τόσο στενοχωρημένος, που αντί να πάει στο σπίτι του και να πει τα αστεία του στη μαμά του, προτίμησε να πάει μια μεγάλη βόλτα μέχρι τη θάλασσα. Και εκεί, στην άκρη της θάλασσας, με τα κύματα να σκάνε επάνω στα βράχια, ο μικρός χαρταετός άρχισε να σιγοκλαίει. Τα μάτια του θόλωσαν από τα δάκρυα και δεν έβλεπε καθαρά. Έτσι, δεν είδε ότι εκεί πιο πέρα, στην επιφάνεια του νερού εμφανίστηκε ένα μικρό τρίγωνο. Και το τρίγωνο πήγαινε πέρα-δώθε συνέχεια, και σιγά-σιγά άρχισε να πλησιάζει, και να πλησιάζει, και να πλησιάζει... Και μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά στο μικρό χαρταετό, εκείνος κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνος του.
     Σκούπισε τα μάτια του και μπροστά του είδε μία μεγάλη σειρά από μακριά, μυτερά δόντια. Τι ήταν αυτό;
     - Καλά το κατάλαβα ότι κάποιος έκλαιγε, είπε το μεγάλο ψάρι με τα μακριά, μυτερά δόντια. Το νερό έγινε πολύ πιο αλμυρό από ό,τι είναι συνήθως.
     - Τι μεγάλα δόντια που έχεις! θαύμασε ο χαρταετός.
     - Α, σε ευχαριστώ πολύ, είπε το ψάρι. Αυτά τα δόντια είναι το καμάρι μου. Τα βουρτσίζω πρωί και βράδυ. Αλλά, για πες μου: γιατί κλαις και με τα δάκρυά σου κάνεις τη θάλασσα πιο αλμυρή;
      - Συγγνώμη, δεν το ήθελα. Αλλά είμαι πολύ στενοχωρημένος.
      - Στενοχωρημένος; Τι σημαίνει αυτό;
     - Στενοχωρημένος. Δηλαδή, λυπημένος.
     - Α, νομίζω πως ξέρω τι εννοείς. Χωρίς να φαίνονται τα δόντια.
     - Ποια δόντια;
     - Αυτά, είπε το ψάρι και ξανάδειξε τα μακριά, μυτερά του δόντια. Ποια άλλα; Μα, είσαι πολύ αστείος! Να μην ξέρεις τι είναι τα δόντια!
     - Ξέρω τι είναι τα δόντια, απλώς δεν κατάλαβα τι εννοούσες...
     - Εννοούσα αυτό που είπες, λυπημένος, δηλαδή όταν δε φαίνονται τα δόντια σου. Το αντίθετο, δηλαδή, από όταν χαμογελάς. Να, έτσι!
     Και το ψάρι χαμογέλασε πλατιά και φάνηκαν και πάλι τα δόντια του.
     - Αυτό δεν εννοούσες; ρώτησε το ψάρι.
     - Ε, περίπου αυτό...
     - Δεν μπορώ να καταλάβω, πάντως, είπε το ψάρι, πώς γίνεται κάποιος να μη χαμογελάει, ειδικά όταν έχει τόσο ωραία δόντια... Εγώ όλη την ώρα χαμογελάω.
     - Αλήθεια;
     - Φυσικά! Πώς αλλιώς θα δείχνω τα ωραία μου δόντια;
     Ο μικρός χαρταετός κοίταξε το ψάρι και αναστέναξε.
     - Δεν έχω δίκιο; ρώτησε το ψάρι. Δεν είναι ωραίο πράγμα να χαμογελάς;
     - Δεν ξέρω τι να σου πω, τα παιδιά στο σχολείο έχουν άλλη γνώμη...
     - Α, μη μου μιλάς για τα παιδιά στο σχολείο, εγώ θα σου πω!
     - Πηγαίνεις και εσύ στο σχολείο;
     - Εννοείται πως πηγαίνω! Και όχι μόνο πηγαίνω, αλλά είμαι και καλός μαθητής! Εσύ πώς τα πας με τα μαθήματα;
     - Καλά, με τα μαθήματα καλά.
     - Με τα άλλα παιδιά, όμως, όχι και τόσο, ε;
     Ο μικρός χαρταετός κατέβασε τα μούτρα του.
     - Σε κοροϊδεύουν; ρώτησε το ψάρι. Εμένα να δεις!
     - Σε κοροϊδεύουν και εσένα;
     - Αμ'τι μου κάνουν; Μέχρι και παρατσούκλι μου έχουν βγάλει!
     - Παρατσούκλι;
     - Ναι. Με λένε χαχαρία.
     - Τι είναι αυτό;
     - Τίποτα. Είναι μια λέξη που δεν υπάρχει.
     - Και γιατί σε φωνάζουν έτσι;
     - Γιατί με ζηλεύουν που είμαι τόσο καλός στα ανέκδοτα και που έχω τα πιο αστραφτερά δόντια σε όλο το σχολείο! Και, φυσικά, με ζηλεύουν που είμαι ο πιο χαρούμενος καρχαρίας της οικουμένης και γελάω κάθε τρεις και λίγο...
     - Σου αρέσουν τα ανέκδοτα; 
     - Φυσικά! Να σου πω ένα;
     Και ο χαμογελαστός καρχαρίας του είπε ένα ανέκδοτο. Και ο χαρταετός γέλασε με το ανέκδοτο του καρχαρία.
     - Ορίστε, είπε ο καρχαρίας, σε έκανα και γέλασες, δεν είναι καλύτερα έτσι;
     Ο μικρός χαρταετός ένιωσε πολύ καλύτερα και, κυρίως, ένιωσε ότι ο καρχαρίας μπορούσε να τον καταλάβει.
     - Θα σου πω ένα μυστικό, είπε λίγο διστακτικά. Κι εμένα μου αρέσει να γελάω, όπως εσύ. Και λέω και ανέκδοτα, όπως εσύ. Και... μου έβγαλαν παρατσούκλι, όπως σε εσένα. Με λένε χαχαετό, επειδή λένε ότι είμαι χάχας.
     - Ώστε γι'αυτό έκλαιγες πριν; είπε ο καρχαρίας. 
     Ο χαρταετός κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω.
     - Α, μα δεν αξίζει τον κόπο, δεν βλέπεις εμένα; Σιγά μην σκάσω! Τι σημαίνει χαχαετός;
     - Δεν ξέρω, νομίζω δεν υπάρχει τέτοια λέξη...
     - Ακριβώς! Όπως δεν υπάρχει και λέξη χαχαρίας. Άρα, ούτε η λέξη χαχαρίας, ούτε η λέξη χαχαετός έχει σημασία. Και γιατί να σκάμε για κάτι που δε σημαίνει τίποτα;
     Ο μικρός χαρταετός σκέφτηκε ότι τα ίδια περίπου του είχε πει και η μαμά του. Αλλά τώρα που τα άκουγε και από κάποιον άλλον, και κυρίως από κάποιον που καταλάβαινε ακριβώς τι περνούσε, σκέφτηκε ότι τελικά η μαμά του είχε απόλυτο δίκιο. Και τι σημασία είχε που τον κορόιδευαν τα άλλα παιδιά; Καμία. Εκείνος, εξάλλου, είχε φίλους του όλα τα δέντρα της αλάνας.
     - Αν θέλεις, είπε ο καρχαρίας, μπορούμε να γίνουμε φίλοι, να βρισκόμαστε τακτικά, να λέμε ανέκδοτα, να γελάμε και να περνάμε καλά.
     - Ωραία ιδέα, είπε ο μικρός χαρταετός και από τότε οι δυο τους έγιναν πολύ καλοί φίλοι.
     Ο καιρός περνούσε ευχάριστα και η ετήσια γιορτή των χαρταετών πλησίαζε. Ήταν η ευκαιρία όλων να δείξουν πόσο καλά τα είχαν πάει στο σχολείο, πόσο πολύ είχαν μελετήσει, πόσο πολύ είχαν δουλέψει όλη την χρονιά. Προσπαθούσαν να κερδίσουν την εύνοια του ανέμου και να πετάξουν όσο πιο ψηλά και πιο μακριά μπορούσαν. Όποιος κατάφερνε να πετάξει πιο ψηλά και πιο μακριά από όλους, εκείνος ήταν ο κορυφαίος χαρταετός της χρονιάς και όλοι τον θαύμαζαν.
     Ο μικρός χαρταετός είχε δουλέψει πάρα πολύ όλη την χρονιά και είχε μάθει καλά όλα του τα μαθήματα, αλλά φοβόταν ότι ο άνεμος, όχι μόνο δε θα του έδινε την παραμικρή σημασία, αλλά ότι θα τον κορόιδευε μαζί με τους άλλους χαρταετούς. Όμως αποφάσισε να μη δώσει σημασία σε κανέναν και να προσπαθήσει να περάσει όσο πιο καλά γινόταν. Και η μεγάλη μέρα έφτασε.
     Όλοι οι χαρταετοί μαζεύτηκαν από πολύ νωρίς στον χώρο απογείωσης, που βρισκόταν στο κέντρο ενός μεγάλου χωραφιού και περίμεναν να έρθει ο άνεμος. Είχαν όλοι μεγάλη αγωνία, κι ας μην το έλεγαν. Το μεγάλο ρολόι στο χώρο απογείωσης ξεκίνησε την αντίστροφη μέτρηση. Και μόλις η οθόνη του ρολογιού έδειξε μηδέν, εμφανίστηκε ο άνεμος.
     - Γεια σας, παιδιά! φώναξε ο άνεμος. Είστε έτοιμοι να πετάξετε;
     - Ναι! φώναξαν όλοι οι χαρταετοί με μια φωνή.
     Και ο άνεμος πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να φυσάει. Και ένας-ένας οι χαρταετοί άρχισαν να ανυψώνονται στον αέρα.
     Μαζί με όλους τους άλλους, ανυψώθηκε και ο μικρός χαρταετός. Τι ωραία που ήταν εκεί ψηλά! Όλα φαίνονταν πολύ μικρά. Να και η μαμά του! Να και ο μπαμπάς του! Να και η δασκάλα του! Τι κρίμα να μην είναι εκεί και ο φίλος του ο καρχαρίας να τον καμαρώσει!
     - Παιδιά, κοιτάξτε, φώναξε ένας χαρταετός, πετάει και ο χαχαετός, για φαντάσου!
     Και οι χαρταετοί έσκασαν στα γέλια. Όμως εκείνος δεν τους έδωσε σημασία και κάνοντας μια μικρή βουτιά ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά.
     - Για φαντάσου, είπε άλλος ένας χαρταετός, έκανε και την ανυψωτική βουτιά!
     - Ό,τι και να κάνει, καλύτερος από εμάς δεν είναι, είπε ένας άλλος.
     Αλλά ο μικρός χαρταετός δεν τους άκουσε, βρισκόταν αρκετά μακριά. Και ήταν τόση η χαρά που ένιωθε, που άρχισε να κάνει σχέδια στον ουρανό και να παίζει κυνηγητό με τα πουλιά. Και ύστερα από λίγο θυμήθηκε και ένα ανέκδοτο που του είχε πει ο καρχαρίας την προηγούμενη μέρα. Και άρχισε να γελάει δυνατά, τόσο δυνατά, που τον άκουσαν και οι άλλοι χαρταετοί.
     - Πάλι γελάει ο χάχας, είπαν.
     Αλλά όπως τον άκουσαν οι άλλοι χαρταετοί, έτσι τον άκουσε και ο άνεμος. Και ο άνεμος δεν είχε ξανακούσει χαρταετό να γελάει.
     - Πρώτη φορά βλέπω χαρταετό να γελάει, είπε στο μικρό χαρταετό, πάντα είναι όλοι τους τόσο σοβαροί...
     - Εμένα μου αρέσει να γελάω, είπε εκείνος, ειδικά όταν είμαι χαρούμενος. Και σήμερα είμαι πολύ χαρούμενος.
     - Ενδιαφέρον, είπε ο άνεμος.
     - Ξέρω και ανέκδοτα, είπε ο χαρταετός, θέλεις να σου πω ένα;
     - Εννοείται, είπε ο άνεμος, που του άρεσαν πολύ τα ανέκδοτα.
     Και ο χαρταετός του είπε ένα ανέκδοτο. Και του είπε και δεύτερο, και τρίτο... Και με κάθε ανέκδοτο, ο άνεμος ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
     - Καιρό είχα να γελάσω έτσι, είπε, είσαι φοβερός τύπος! Θέλεις να έρθεις μαζί μου, να πάμε στους φίλους μου, να πεις και σε εκείνους τα ανέκδοτά σου; Τα λες τόσο ωραία!
     - Θα έρθω, είπε ο χαρταετός, αλλά μπορούμε να περάσουμε και πάνω από τη θάλασσα, να με δει ο φίλος μου ο καρχαρίας; Ξέρει κι εκείνος πολλά ανέκδοτα.
     - Έγινε! είπε ο άνεμος και πήρε το μικρό χαρταετό στην αγκαλιά του και τον πήρε μακριά.
     Και οι υπόλοιποι χαρταετοί προσγειώθηκαν απότομα και παρά τρίχα να στραμπουλήξουν τις ουρές τους, αφού ο άνεμος είχε φύγει. Και έμειναν στο έδαφος να κοιτάζουν με ζήλεια το μικρό χαρταετό, που απομακρυνόταν μαζί με τον άνεμο. Επειδή ο μικρός χαρταετός είχε καταφέρει να γίνει ο κορυφαίος χαρταετός της χρονιάς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To comment or not to comment? That is the question