Και έτσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα: εκεί που όλα φαίνονται να βαίνουν καλώς, εκεί που όλα φαίνονται να έχουν μπει σε μία τάξη, εκεί είναι που τελικά αποδεικνύεται ότι κάτι όχι και τόσο ευχάριστο συμβαίνει στη χώρα της Δανιμαρκίας, ωχ, συγγνώμη, στη Χώρα του διαμερίσματος ήθελα να πω...
Και άνοιξε η Πίπη μια μέρα την βρύση της έμπνευσης, και άκουσε κάτι ήχους από άδειους σωλήνες, αλλά ούτε μία σταγόνα έμπνευσης δεν βγήκε. Και έκλεισε την βρύση, και την ξανάνοιξε, και κοίταξε και τον γενικό, και το μόνο που κατάφερε τελικά ήταν να βγουν κανα δυο σταγόνες γεμάτες σκουριά... Με άλλα λόγια, πάει η έμπνευση!
"Εντάξει", σκέφτηκε η Πίπη, που δεν θέλει το μυαλό της να πηγαίνει στο χειρότερο, "είναι μία παροδική βλάβη του δικτύου, κάπου θα έκαναν έργα και θα έσπασαν κάποιον σωλήνα της παροχής, θα επισκευαστεί η βλάβη και θα ξανάρθει η τρεχούμενη έμπνευση". Και κάθε πρωί, με την ελπίδα φρέσκια-φρέσκια και ανανεωμένη λόγω του ύπνου, η Πίπη πήγαινε στην βρύση και την άνοιγε, αλλά πού... Και οι μέρες περνούσαν, και η ελπίδα της άρχισε να κουράζεται... Και σιγά-σιγά κατέληξε να ανοίγει την βρύση μόνο από συνήθεια. Και όσο προσπαθούσε να καλέσει την έμπνευση - είτε με τελετουργικούς χορούς, είτε με μαγικά φίλτρα - τόσο η έμπνευση δεν καταδεχόταν να της κάνει ούτε μία επίσκεψη.
Και παρ'όλο που δεν της άρεσε αυτή η σκέψη, η Πίπη άρχισε να το παίρνει απόφαση. Πάει το δίκτυο, καταστράφηκε, ποιος ξέρει τι βλάβη είχε προκληθεί, αλλά σίγουρα θα ήταν πολύ μεγάλη αφού ακόμη δεν είχε φτιαχτεί, μόνη της θα έπρεπε να πορεύεται από εδώ και μπρος. Αλλά πώς να πορευτεί χωρίς έμπνευση; Εντωμεταξύ, η Γλωσσοπάθεια είχε αρχίσει κιόλας να γεμίζει ιστούς αράχνης...
Με τέτοιες σκέψεις στο κεφάλι της, λοιπόν, η Πίπη περπατούσε μια μέρα στον δρόμο, όταν σε μία διασταύρωση πήρε το μάτι της μια γάτα. Η ώρα ήταν λίγο προχωρημένη, οπότε τα χαρακτηριστικά της γάτας δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα, πιο πολύ η σιλουέτα της διακρινόταν. Η Πίπη συνέχισε τον δρόμο της, δεν ήταν δα και η πρώτη φορά που συναντούσε γάτα στον δρόμο, αλλά λίγο πιο κάτω κοντοστάθηκε. Εκείνη η γάτα, η σιλουέτα της, δηλαδή, δε θα μπορούσε να είναι και σιλουέτα... κουκουβάγιας;
Ναι, ξέρω, θα μου πείτε ότι η έλλειψη έμπνευσης τη βάρεσε στο κεφάλι, και ίσως να έχετε και δίκιο, απλώς εγώ μεταφέρω τα γεγονότα. Η Πίπη άρχισε να σκέφτεται ότι πολύ έμοιαζε η σιλουέτα εκείνης της γάτας με σιλουέτα κουκουβάγιας και... ήταν σίγουρα γάτα αυτό που είχε δει; Όσο περισσότερο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο κατέληγε στην σκέψη ότι το ζώο που είχε δει δεν ήταν γάτα. Ούτε κουκουβάγια, όμως, ήταν. Τι δουλειά είχε μια κουκουβάγια κάτω, στο οδόστρωμα;
"Να δεις που θα είναι κάτι άλλο", είπε η Πίπη. "Είμαι σίγουρη ότι είναι ένα ζώο με χαρακτηριστικά και κουκουβάγιας και γάτας. Πρέπει να μάθω περισσότερα γι'αυτό".
Και η Πίπη άρχισε να αναζητεί το ασυνήθιστο αυτό ζώο με επιμονή. Αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Καθώς φαίνεται, επρόκειτο για ζώο που δεν αγαπάει πολύ την έκθεση και προτιμάει να κινείται στα σκοτάδια. "Πώς θα το λένε, άραγε;" αναρωτήθηκε η Πίπη. "Γατουβάγια" απάντησε μόνη της, ύστερα από αρκετή σκέψη. "Ούτε γάτα, ούτε κουκουβάγια, αλλά κάτι και από τα δύο".
Και τότε, δε θα το πιστέψετε, το περίεργο αυτό ζώο με το όνομα γατουβάγια, εμφανίστηκε ακριβώς μπροστά στην Πίπη. Και η έκπληξή της ήταν τόσο μεγάλη, που στην αρχή δεν μπόρεσε να πει κουβέντα.
"Κουκουνιάου", είπε η γατουβάγια.
Τσιμουδιά η Πίπη.
"Κουκουνιάου", ξαναείπε η γατουβάγια. "Με ψάχνεις για κάποιον λόγο";
Μόνο τότε μπόρεσε η Πίπη να ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει.
"Ναι", απάντησε, σε ψάχνω επειδή θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. "Να φανταστείς, δεν ήξερα καν ότι υπάρχεις".
"Ναι, πολλοί δεν το ξέρουν αυτό", απάντησε η γατουβάγια, "και καλύτερα, επειδή μας αφήνουν στην ησυχία μας".
"Πολύ μεγάλα μάτια έχεις", είπε η Πίπη.
"Ναι, για να βλέπω καλά στο σκοτάδι", απάντησε η γατουβάγια και έγλειψε λίγο το μουσούδι της. "Πώς αλλιώς θα βρίσκω την τροφή μου";
"Και τι τρως";
"Θέλει και ρώτημα; Ποντίκια! Αν και, καμιά φορά, δε λέω όχι και σε κανένα ψαράκι"...
"Και πού κοιμάσαι; Πού φτιάχνεις τη φωλιά σου";
"Κάποιες φορές στα κεραμίδια, αν υπάρχουν κεραμίδια. Αλλιώς, την φτιάχνω στα δέντρα, πάνω-πάνω, κοντά στην κορυφή".
"Και δεν κινδυνεύεις να πέσεις από εκεί ψηλά";
"Και γιατί την έχω την ουρά; Την τυλίγω γύρω από το κλαδί όπου βρίσκομαι, και δεν πέφτω ποτέ".
Η ουρά της γατουβάγιας κουνιόταν ρυθμικά, σαν για να υπογραμμίσει τα λεγόμενά της.
"Και υπάρχουν πολλές γατουβάγιες στον κόσμο"; ρώτησε η Πίπη.
"Δεν ξέρω πόσες ακριβώς, αλλά είμαστε μπόλικες".
"Και γιατί δε σας είδε ποτέ κανείς";
"Μας είδες εσύ"...
"Ναι, αλλά εκτός από εμένα, κανείς άλλος".
"Αφού κυκλοφορούμε τη νύχτα! Επιπλέον, αποφεύγουμε τις επαφές με τους ανθρώπους, ποτέ κανείς δεν κέρδισε κάτι από δαύτους".
"Σωστό κι αυτό"... Θα μου επιτρέψεις να σε βγάλω μια φωτογραφία";
"Τι να την κάνεις";
"Να τη δείχνω σε όσους δεν πιστεύουν ότι υπάρχεις".
"Αστειεύεσαι; Για να ξαμολυθούν και να μας κυνηγάνε, να μη μας αφήνουν σε ησυχία, να μας ακολουθούν για να μελετήσουν τις συνήθειές μας, να κάνουν πειράματα επάνω μας και στο τέλος να μας αποδεκατίσουν και να εξαφανιστούμε από προσώπου γης";
Η γατουβάγια φαινόταν πολύ θυμωμένη. Τα γαμψά της νύχια γυάλιζαν, όσο και τα μεγάλα, θυμωμένα της μάτια.
"Συγγνώμη", είπε η Πίπη, "δεν ήθελα να σου δημιουργήσω πρόβλημα. Δε θα σε βγάλω φωτογραφία, μην ανησυχείς".
Η γατουβάγια άνοιξε τα φτερά της και τα τίναξε.
"Είναι ώρα να πηγαίνω", είπε. "Το στομάχι μου γουργουρίζει και δε νομίζω να έχεις εδώ μέσα κανένα ποντικάκι να με κεράσεις".
Η Πίπη δεν είχε κανένα ποντικάκι στο σπίτι, αφήστε που και να είχε δε θα αισθανόταν και πολύ καλά να το προσφέρει στη γατουβάγια... Και η γατουβάγια χτύπησε τα φτερά της δυνατά και έφυγε πετώντας από το παράθυρο, ενώ η άκρη της ουράς της ακούμπησε λίγο το φωτιστικό και το έκανε να χορεύει...
Και η Πίπη έμεινε μόνη της να σκέφτεται ότι πολύ θα ήθελαν οι φίλοι της να μάθουν για την ύπαρξη της γατουβάγιας, αλλά ίσως και να μην την πίστευαν, αφού δεν είχε στα χέρια της κάποιο πειστήριο. Και έτσι αποφάσισε να προσπαθήσει να τη ζωγραφίσει, όσο πιο πιστά μπορούσε. Πήρε τα μολύβια της και άρχισε να σχεδιάζει. Σχεδίαζε, έσβηνε, ξανασχεδίαζε, ξανάσβηνε... Και σιγά-σιγά το σχέδιό της άρχισε να θυμίζει τη γατουβάγια που είχε γνωρίσει. Ορίστε και τα μεγάλα της μάτια, να τα και τα γαμψά της νύχια, να το και το μουσούδι της, ορίστε και η ευλύγιστη ουρά της... Μέχρι και τη θυμωμένη της έκφραση κατάφερε να αποδώσει η Πίπη. Και αφού ολοκληρώθηκε το πορτρέτο της γατουβάγιας, έφτασε πια η ώρα να μάθει ο κόσμος για την ύπαρξή της.
Τώρα, βέβαια, μένει να δούμε πόσοι θα πιστέψουν την Πίπη και πόσοι θα αμφισβητήσουν την ύπαρξη της γατουβάγιας, αφού δεν υπάρχει το αδιάψευστο πειστήριο μιας φωτογραφίας...
Ιδού η γατουβάγια! Όμορφη, εντυπωσιακή, ευθυτενής και με αποφασιστικό βλέμμα. Ωραία χρώματα, εκφραστικά σκληρά μάτια και ...θεληματικά μουστάκια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα λοιπόν, που έρχεται στο φως ένα άλλο πλάσμα, δια χειρός Πίπης.
Γιατί να μην την πιστέψω; Δηλαδή η φωτογραφία τι άλλο πειστήριο θα μού είχε προσφέρει;
Ο κόσμος της πραγματικότητας και αυτός της φαντασίας, πολλές φορές, έχουν δυσδιάκριτα όρια, το ξέρουμε δα.
Φιλενάδα μου καλησπέρα. Ευχαριστούμε που μάς γνώρισες ένα νέο πλάσμα της φύσης.
Ε, εντάξει, Γιάννη μου, εσύ είσαι καλός φίλος, γι'αυτό δεν χρειάζεσαι πειστήρια!
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε η γατουβάγια, προσπάθησα να την ζωγραφίσω όσο καλύτερα μπορούσα, είμαι αρκετά ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα. Όσο για τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας που πολλές φορές είναι δυσδιάκριτα, τι να πω, η παθούσα;
Να έχεις ένα όμορφο βράδυ, και έχε το νου σου μήπως διακρίνεις και καμιά γατουβάγια ανάμεσα στα κλαδιά κάποιου δέντρου, τώρα που ξέρεις πώς μοιάζουν...
Πολλά φιλιά
Και εγώ πιστεύω καλέ Πίππη μου πως υπάρχουν οι γατοβάγιες! τι τσάμπα διάβαζα για αυτές τόση ώρα εδώ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να το λες εσύ που την είδες, ναι σίγουρα υπάρχει και η απόδειξη είναι ότι την ζωγράφισες...τι από το μυαλό σου την έβγαλες; δεν μπορεί ε;
Να ξέρεις σε καταλαβαίνω με αυτήν την έμπνευση...πολύ ακατάδεκτη είναι βρε παιδί μου ώρες ώρες και άντε εσύ να την περιμένεις...
Πάντως μπορεί να φανεί ξαφνικά, εκεί που έχεις χάσει και την τελευταία ελπίδα πως δεν θα ην ξαναβρείς.
Το είδες και εσύ όταν συνάντησε τυχαία την γατοβάγια ε;
Καλά να περνας με έμπνευση ή όχι! αγκαλιά και φιλί...🤗😘
Όχι, Ρούλα μου, εννοείται πως δεν την έβγαλα από το μυαλό μου τη γατουβάγια, γίνεται να βγει από το μυαλό μου ένα τόσο αξιοπερίεργο ζώο;
ΔιαγραφήΚαι πραγματικά ευχαριστώ την τύχη μου που βρέθηκε η γατουβάγια στον δρόμο μου, αλλιώς θα περνούσε ο Μάιος και το μόνο που θα βλέπατε στην Γλωσσοπάθεια θα ήταν οι αράχνες! Είναι όντως πολύ ακατάδεκτη η έμπνευση, ήμουν σίγουρη ότι θα με καταλάβαινες...
Φιλάκια πολλά και από εμένα
Ευτυχως που γνώρισες τη γατουβάγια τον καιρό που στέρεψε η έμπνευση...Τελικά οι σωλήνες ήταν;
ΑπάντησηΔιαγραφήΆκου όμως και κάτι...κρύψου. Αν το διαβάσουν οι γατουβάγιες και αν ο κόσμος που σε πιστεύει-μέσα κι εγώ-αρχισουν να τις ψάχνουν να ξέρεις θα σε εκδικηθούν!! Πρόσεχε!!!
Καλό βράδυ Πίπη μου
Τα φιλιά μου
Πόσο δίκιο έχεις, Άννα μου, δεν το είχα σκεφτεί... Και είναι αιμοβόρικες, οι άτιμες! Αν και δε νομίζω να ξέρουν να διαβάζουν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις...
ΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ για την προειδοποίηση. Τη λαμβάνω σοβαρά υπόψη.
Πολλά φιλάκια και από εμένα
Ρε την γατουβαγια!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιπη μου μεγάλη η τύχη σου να τη συναντήσεις.
Νομίζω ότι και η ζωγραφική σου ήταν μια μορφή φωτογραφίας του εγκεφάλου σου και των ματιών σου. Οπότε φυσικά και σε πιστεύουμε!!!
Καλό βράδυ
Ναι, ήμουν πολύ τυχερή, Μαρία μου! Και χαίρομαι που κι εσύ με πιστεύεις!
ΔιαγραφήΦιλάκια πολλά
Το σκίτσο σου είναι κα-τα-πλη-κτι-κό! Όσο για την ηρωίδα της ιστορίας σου, θα πω πως διαθέτει τη σοφία του πτηνού και την αντίληψη του αιλουροειδούς. Το τέλειο χαρμάνι δηλαδή.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Κουκουνιάου" και πολλά φιλιά, Πίπη μου!
Χαίρομαι που σου άρεσε το σκίτσο, Μαρία μου, και εγώ νομίζω ότι μου βγήκε αρκετά καλό. Ίσως αυτό να οφείλεται, βέβαια, στο ότι χρησιμοποίησα τα χρωματιστά μολύβια που μου έφερε ο Άη-Βασίλης.
ΔιαγραφήΌντως, η γατουβάγια μου φάνηκε κι εμένα ιδιαίτερα έξυπνη και η αλήθεια είναι ότι ξανασκέφτηκα αυτό που έγραψα στην Άννα παραπάνω, ότι δε νομίζω να ξέρουν να διαβάζουν οι γατουβάγιες...
Πολλά φιλάκια και από εμένα