Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Παρ'ολίγον ατύχημα

 

     Οι καλικάντζαροι είχαν γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Τόσες μέρες πριόνιζαν, και αυτός ο κορμός δεν έλεγε να υποκύψει στις προσπάθειές τους.
     - Κουράγιο, παιδιά! είπε ένας κακάσχημος, καμπούρης καλικάντζαρος. Λίγο έμεινε.
     - Δεν αντέχω άλλο! είπε ένας άλλος, που είχε μία μόνο τρίχα σε όλο του το κεφάλι, και δύο μόνο δόντια σε όλο του το στόμα. 
     - Ούτε εγώ! είπε ένας άλλος, στραβοκάνης και αλλοίθωρος. Τα παρατάω!
     - Μα, τι λέτε; είπε ο καμπούρης. Τώρα θα τα παρατήσουμε; Να, δείτε πόσο πριονίδι υπάρχει γύρω-γύρω! Αυτή θα είναι η τυχερή μας χρονιά, το νιώθω!
     - Ναι, έτσι έλεγες και πέρυσι... είπε ένας καλικάντζαρος με πολύ μεγάλα και κρεμαστά αυτιά.
     - Και πρόπερσι... συμπλήρωσε ένας άλλος, που είχε μια πολύ χοντρή, πράσινη μύτη.
     - Κάθε χρόνο τα ίδια λες, είναι αλήθεια, είπε ο αλλοίθωρος. Και κάθε χρόνο προσπαθούμε, και προσπαθούμε, και πριονίζουμε, και πριονίζουμε, και πάνω που το δέντρο κοντεύει να πέσει, έρχεται ο παπάς με την αγιαστούρα και φεύγουμε άρον-άρον. Μου φαίνεται πως δεν είναι της μοίρας μας να το ρίξουμε αυτό το δέντρο!
     - Τι μοιρολατρία είναι αυτή; είπε ο καμπούρης. Δεν είναι δυνατόν να τα παρατήσουμε, ειδικά τώρα!
     - Οι εποχές αλλάζουν, αρχηγέ, είπε ένας νεαρός καλικάντζαρος γεμάτος σπυριά. Αλλά εσύ μένεις εκεί, κολλημένος στα παλιά...
     - Όταν λες "παλιά" εννοείς τις παραδόσεις μας; Μα, οι παραδόσεις είναι που μας δίνουν την ταυτότητά μας! Γι'αυτό και πρέπει να τηρούνται!
     - Χαζομάρες! είπε ένας άλλος νεαρός καλικάντζαρος, με τόσο στραβά δόντια που πετάγονταν έξω από το στόμα του. Θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τις παραδόσεις, αλλά να εξελιχθούμε και λίγο. Τι θα πείραζε, δηλαδή, να χρησιμοποιούσαμε ένα από εκείνα τα ηλεκτρικά πριόνια που χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος;
     - Για άκου εδώ, νεαρέ, είπε αυστηρά ο καμπούρης καλικάντζαρος, το πριόνι που χρησιμοποιούμε, εκτός που είναι ειδικό για το πριόνισμα του συγκεκριμένου δέντρου, ανήκει στην οικογένειά μου εδώ και αιώνες, δε θα είμαι εγώ αυτός που θα το ατιμάσει!
     - Μόνο του ατιμάζεται, έτσι σκουριασμένο που είναι!
     - Δεν είναι καθόλου σκουριασμένο, κάθε μέρα του λαδώνω όλα τα δοντάκια του...
     - Και, δηλαδή, πειράζει φέτος να δημιουργήσουμε μια νέα παράδοση; πετάχτηκε και ένας κοντοστούπης καλικάντζαρος, τόσο κοντός όσο ένα νεροπότηρο.
     - Μέσα! είπε ο καλικάντζαρος με τα σπυριά.
     - Κι εγώ! είπε ο καλικάντζαρος με τα στραβά δόντια.
     - Κι εγώ, είπε αυτός με τη χοντρή, πράσινη μύτη. Αρκεί να μην περιλαμβάνει πριόνισμα, δηλαδή... Να, κοιτάξτε, πάλι έβγαλαν κάλους τα χέρια μου!
     Ο καμπούρης καλικάντζαρος κατάλαβε ότι δε θα τα έβγαζε πέρα, και αποφάσισε να παραστήσει τον διαλλακτικό. 
     - Και τι προτείνεις εσύ να κάνουμε; ρώτησε τον κοντοστούπη.
     - Πώς θα σας φαινόταν να πηγαίναμε στο χωριό του Άη-Βασίλη;
     - Μας δουλεύεις; Κάνοντας τουρισμό θα το κόψουμε το δέντρο;
     - Μη βιάζεσαι να απορρίψεις την ιδέα μου! Το χωριό του Άη-Βασίλη τέτοιες μέρες αποτελεί το κέντρο του κόσμου και ο Άη-Βασίλης είναι πολύ δημοφιλής, όλοι γι'αυτόν μιλάνε.
     - Ε, και;
     - Θα πάρουμε εμείς τη θέση του! Θα γίνουμε εμείς το πρώτο όνομα στις ειδήσεις!
     - Τι θα κάνουμε, δηλαδή;
     - Δε θα τον αφήσουμε να πάει τα δώρα στα παιδιά!
     - Α, σαν να αρχίζει να μου αρέσει αυτή η ιδέα...
     - Είδες, που με πήρες από τα μούτρα στην αρχή; Θα πάμε, λοιπόν, στο χωριό του και θα τον απαγάγουμε.
     - Α, δε συμφωνώ, είπε ο στραβοκάνης καλικάντζαρος. 
     - Κι εμένα μου ακούγεται βλακεία αυτή η ιδέα, είπε ο αλλοίθωρος καλικάντζαρος. Αν τον απαγάγουμε θα τον κάνουμε ακόμα πιο δημοφιλή. Άλλη ιδέα να βρεις.
     - Το βρήκα! φώναξε ο σπυριάρης. Θα του κλέψουμε τα δώρα!
     - Μη λες χαζομάρες, του είπε αυτός με την πράσινη μύτη, τα δώρα είναι πάρα πολλά για να τα κλέψουμε. Σκέψου ότι είναι τόσα, όσα και τα παιδιά. Δεν προλαβαίνουμε να τα κλέψουμε όλα μέχρι τα μεσάνυχτα. Απόψε το βράδυ γίνεται η παράδοση των δώρων, αν θυμάσαι καλά.
     - Ορίστε, είπε ο καμπούρης καλικάντζαρος, στα λόγια μου έρχεστε. Ας επανέλθουμε στη σιγουριά της παράδοσης και ας ξαναπιάσουμε το πριόνι...
     - Το βρήκα! είπε ο κοντοστούπης. Θα τρυπώσουμε στο έλκηθρο και θα αδειάσουμε το σάκο με τα δώρα! 
     - Σιγά μην τα καταφέρουμε να τρυπώσουμε στο έλκηθρο! Θα μας δει ο Άη-Βασίλης!
     - Δε θα μας δει. Είναι γέρος και δεν βλέπει καλά. Άσε που θα του κλέψουμε και τα γυαλιά του...
     - Θα μας δει! Κι αν δε μας δει εκείνος, θα μας δουν τα ξωτικά...
     - Τότε θα τρυπώσω μόνος μου. Είμαι πολύ κοντός και θα μπορέσω να κρυφτώ. Θα πάρω μαζί μου ένα ψαλίδι και θα ανοίξω μια τεράστια τρύπα στον σάκο. Έτσι, αντί τα δώρα να φτάσουν στα παιδιά, θα καταλήξουν στον πάτο της θάλασσας.
     Σαν να τους άρεσε τελικά αυτή η ιδέα των περισσοτέρων. Ήταν και πιο ξεκούραστη από το πριόνισμα, είναι η αλήθεια. Οπότε, οι καλικάντζαροι μασκαρεύτηκαν και ταξίδεψαν βιαστικά μέχρι το χωριό του Άη-Βασίλη. Μόνο ο καμπούρης καλικάντζαρος μουρμούριζε σε όλη τη διαδρομή.
     Στο χωριό του Άη-Βασίλη γινόταν χαμός. Τα ξωτικά πηγαινοέρχονταν βιαστικά, άλλα γυάλιζαν το έλκηθρο, άλλα τάιζαν τους ταράνδους για να έχουν δυνάμεις για το μεγάλο ταξίδι, και άλλα φόρτωναν τα δώρα στο έλκηθρο. Οι καλικάντζαροι κρύφτηκαν σε μια γωνιά και έκαναν συμβούλιο.
     - Και τώρα; είπε ο καμπούρης στον κοντοστούπη. Πώς θα τα καταφέρεις να ανέβεις στο έλκηθρο; Είναι γεμάτο ξωτικά, θα σε δουν. Χώρια που τελειώνει ο χρόνος σου, όπου να'ναι φορτώνουν τα τελευταία δώρα, καθώς φαίνεται.
     Αλλά ο κοντοστούπης καλικάντζαρος ήταν πανέξυπνος και είχε ήδη βρει τον τρόπο. Έκρυψε το ψαλίδι επάνω του και έτρεξε δίπλα στο έλκηθρο. Ύστερα στάθηκε εντελώς ακίνητος.
     - Προσοχή! φώναξε ένα ξωτικό, που τον είδε. Είπαμε να κάνουμε γρήγορα, αλλά να μην είμαστε τσαπατσούληδες! Κοιτάξτε εκεί! Ένα δώρο μας έπεσε έξω από το έλκηθρο!
     - Τι άσχημο παιχνίδι! είπε ένα άλλο ξωτικό, μόλις τον πλησίασε. Ποιο παιδί να ζήτησε κάτι τόσο άσχημο, άραγε;
     Το ξωτικό έπιασε τον καλικάντζαρο και τον έβαλε μέσα στο σάκο του Άη-Βασίλη. Οι  καλικάντζαροι, που παρακολούθησαν την σκηνή, ενθουσιάστηκαν.
     - Έτοιμα όλα! είπε το ξωτικό.
     Πάνω στην ώρα έφτασε και ο Άη-Βασίλης. Έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση και ύστερα πήρε τη θέση του στο έλκηθρο. Μέσα σε ένα λεπτό, το έλκηθρο βρισκόταν κιόλας στον αέρα.
     Ο αέρας εκεί ψηλά ήταν πολύ κρύος και ο κοντοστούπης καλικάντζαρος κρύωνε, αλλά είχε και μια αποστολή να εκτελέσει. Χωρίς να καθυστερήσει ούτε στιγμή, βούτηξε στο κάτω μέρος του σάκου, έβγαλε το ψαλίδι του και άρχισε να ψαλιδίζει. Σύντομα, ο σάκος είχε στο κάτω μέρος του μια τεράστια τρύπα.
     - Χο! Χο! Χο! ακούστηκε η φωνή του Άη-Βασίλη, που παρακινούσε τους ταράνδους να τρέξουν πιο γρήγορα.
    - Χι! Χι! Χι! έκανε ο κοντοστούπης καλικάντζαρος, σε μία γωνιά του έλκηθρου, ικανοποιημένος από το κατόρθωμά του.
     - Χα! Χα! Χα! έκαναν οι καλικάντζαροι, κάτω στη γη, κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα. Επιτέλους, τα καταφέραμε!
     Ο σάκος άρχισε να αδειάζει πολύ γρήγορα, και το έλκηθρο έγινε πολύ πιο ελαφρύ. Οι τάρανδοι άρχισαν να τρέχουν γρηγορότερα. Ο Άη-Βασίλης χάρηκε, θα τελείωνε το μοίρασμα των δώρων πολύ γρήγορα φέτος.
     Μόλις, όμως, έφτασε στο πρώτο σπίτι και έπιασε τον σάκο για να τον φορτώσει στην πλάτη του, ο Άη-Βασίλης κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
     - Πολύ άδειος μου φαίνεται ο σάκος, είπε στα ξωτικά που τον συνόδευαν. Είστε σίγουρα ότι φορτώσατε όλα τα δώρα στο έλκηθρο;
     - Ναι, Άη-Βασίλη, δε μας ξέφυγε κανένα.
     - Και τότε, γιατί ο σάκος μου είναι τόσο ελαφρύς;
     - Θα φταίει η πρωτεϊνική δίαιτα που ακολουθείς, είπε ένα ξωτικό. Μάλλον σε έκανε πιο δυνατό.
     - Λέτε;
     Εκείνη την στιγμή, ο Άη-Βασίλης ανακάλυψε την τρύπα στον σάκο.
     - Τι είναι αυτό; είπε. Καταστραφήκαμε! Ο σάκος τρύπησε και χάθηκαν όλα τα παιχνίδια! Καλά, πώς δεν την είδατε μια τόσο μεγάλη τρύπα; Μέχρι και εγώ χωράω εκεί μέσα, δείτε!
     - Συμφορά μας! φώναξαν τα ξωτικά. Πώς έγινε αυτό; Τον ελέγξαμε το σάκο δέκα φορές, ήταν καλοραμμένος και γερός. Όσο για τα δώρα, δε μας ξέφυγε ούτε ένα, μέχρι και το άσχημο παιχνίδι βάλαμε στο σάκο. Αλήθεια, ποιο παιδί ζήτησε ένα τόσο άσχημο παιχνίδι;
     - Ποιο άσχημο παιχνίδι; 
     - Ένα πολύ άσχημο.
     - Να το το άσχημο παιχνίδι! φώναξε ένα από τα ξωτικά. Να το, εκεί, στη γωνία!
     Ο κοντοστούπης καλικάντζαρος τα χρειάστηκε. Προσπάθησε να μείνει εντελώς ακίνητος.
     - Μα αυτό το παιχνίδι δε μου το ζήτησε κανείς, είπε ο Άη-Βασίλης. Τη λίστα τη θυμάμαι απ'έξω. Περίεργο! Και τώρα που την κοιτάζω καλύτερα, αυτή η τρύπα δε φαίνεται να έγινε τυχαία. Βέβαια, κοιτάξτε: κάποιος την έκανε χρησιμοποιώντας ψαλίδι!
     - Δολιοφθορά! φώναξαν τα ξωτικά.
     Ο κοντοστούπης καλικάντζαρος είχε αρχίσει να ιδρώνει, παρ'όλο που στο έλκηθρο έκανε μεγάλη παγωνιά.
     - Θύμωσα τώρα, είπε ο Άη-Βασίλης, που είχε αρχίσει να κοκκινίζει, σαν τη φορεσιά του. Όποιος το έκανε αυτό, θα πρέπει να τιμωρηθεί αυστηρά! Αλίμονό του, αν τον πιάσω στα χέρια μου!
     - Αψού! ακούστηκε στο έλκηθρο.
     - Ποιος φτερνίστηκε; ρώτησε ο Άη-Βασίλης.
     - Δεν ήμουν εγώ, είπαν τα ξωτικά με μία φωνή.
     - Αψού! ξανακούστηκε, πιο δυνατά αυτή τη φορά.
     - Ποιος φτερνίστηκε; ξαναρώτησε ο Άη-Βασίλης.
     - Δεν ήμουν εγώ, ξαναείπαν τα ξωτικά, με μία φωνή.
     - Αν δεν ήσασταν εσείς, ποιος ήταν, εγώ;
     Εκείνη την στιγμή, ένα από τα ξωτικά πρόσεξε ότι η μύτη του κοντοστούπη καλικάντζαρου έτρεχε.
     - Καλέ, κοιτάξτε το άσχημο παιχνίδι, είπε, η μύτη του τρέχει!
     - Πώς; είπε ο Άη-Βασίλης και κοίταξε τον καλικάντζαρο πιο προσεκτικά. Καλέ, αυτό δεν είναι παιχνίδι, καλά σας είπα εγώ ότι δεν υπήρχε στη λίστα μου. Ναι, για κοιτάξτε καλύτερα, αυτό εδώ είναι ζωντανό.
     - Μπα, λάθος θα κάνεις, Άη-Βασίλη, του είπε ένα ξωτικό, αφού δεν κουνιέται, απλώς θα είναι από εκείνα τα παιχνίδια που είναι προγραμματισμένα να κάνουν διάφορες λειτουργίες, όπως να μιλάνε, να τραγουδάνε, να κάνουν κακά...
     - Κι εγώ σας λέω ότι δεν κάνω λάθος και ότι αυτό εδώ το κακάσχημο πλάσμα δεν βρίσκεται στη λίστα μου και δε θα έπρεπε να βρίσκεται ούτε στο έλκηθρο! Τι είναι αυτό που κρατάει πίσω του; Ψαλίδι; Ώστε αυτό άνοιξε την τρύπα στο σάκο!
     - Ιιιιιι! έκαναν όλα μαζί τα ξωτικά.
     - Κι εγώ, λοιπόν, θα το πετάξω κάτω από το έλκηθρο, να πάει να βρει τα δώρα που μας έκανε να χάσουμε! 
     Και ο Άη-Βασίλης έπιασε τον καλικάντζαρο από το ένα πόδι και έκανε να τον πετάξει κάτω.
     - Μη! φώναξε ο καλικάντζαρος.
     Ο Άη-Βασίλης τινάχτηκε, όπως τινάχτηκαν και τα ξωτικά.
     - Ποιος είσαι και τι θέλεις εδώ; ρώτησε αυστηρά ο Άη-Βασίλης.
     - Καλικάντζαρος είμαι, είπε ο καλικάντζαρος.
     - Καλικάντζαρος; Α, έτσι εξηγείται, που είσαι τόσο άσχημος... Κάτι έχω ακούσει για εσάς, είστε πολύ άτακτοι, λέει, και κάνετε σκανδαλιές... Αλήθεια είναι, καθώς βλέπω. Γιατί τρύπησες το σάκο μου;
     - Για να μην παραδώσεις τα δώρα στα παιδιά και να πάψεις να είσαι τόσο δημοφιλής.
     - Α, ώστε έτσι... είπε ο Άη-Βασίλης.
     - Έτσι. Δική μου ιδέα ήταν!
     - Πέτα τον κάτω από το έλκηθρο, Άη-Βασίλη! φώναξαν τα ξωτικά. Να μάθει να παίζει μαζί σου!
     - Και με τα δώρα τι θα γίνει; είπε ο Άη-Βασίλης. Ξεχνάτε τι είναι το πιο σημαντικό;
     - Να γυρίσουμε πίσω, να μαζέψουμε όσα βρούμε.
     - Και να τα βρείτε, θα έχουν σπάσει, είπε ο καλικάντζαρος. Έκανα πολύ καλή δουλειά.
     - Κοίτα τον, που καμαρώνει κιόλας! είπε ένα από τα ξωτικά. Πέτα τον κάτω από το έλκηθρο, Άη-Βασίλη!
     Αλλά ο Άη-Βασίλης πάντα ξέρει καλύτερα. 
     - Δέστε τον κάτω από το έλκηθρο! είπε στα ξωτικά. Έτσι, για να δει τι εστί Άη-Βασίλης.
     Και αφού τα ξωτικά έδεσαν τον καλικάντζαρο κάτω από το έλκηθρο, ο Άη-Βασίλης έπιασε τη φούντα από το σκουφάκι του και την κούνησε τρεις φορές. Αμέσως, ο αέρας γέμισε από χρυσόσκονη. Η χρυσόσκονη έπεσε επάνω στο σάκο, και η τρύπα που με τόσο κόπο είχε ανοίξει ο καλικάντζαρος εξαφανίστηκε. Ύστερα, ως δια μαγείας, ο σάκος γέμισε με δώρα.
     - Ω! είπαν τα ξωτικά, γεμάτα θαυμασμό. Έγινε θαύμα!
     - Ο καλός ο καπετάνιος, στη φουρτούνα φαίνεται, είπε ο Άη-Βασίλης. Ας αρχίσουμε τώρα να μοιράζουμε τα δώρα.
     - Μια στιγμή! φώναξε ένα ξωτικό. Άη-Βασίλη, αν κατάλαβα καλά, μπορείς και μόνος σου να φτιάξεις τα δώρα των παιδιών...
     - Καλά κατάλαβες.
     - Και τότε, γιατί μας έχεις στο εργαστήριο όλο τον χρόνο, να φτιάχνουμε παιχνίδια;
     - Επειδή μόνο αν συμμετέχετε κι εσείς στη διαδικασία, θα μπορείτε να νιώσετε τη χαρά που νιώθω και εγώ. Και τώρα, μη με καθυστερείτε άλλο, έχω τόσα δώρα να μοιράσω και φέτος!
     Και ο Άη-Βασίλης ξεκίνησε να μοιράζει τα δώρα. Και πριν καλά-καλά έρθουν τα μεσάνυχτα, όλα τα δώρα είχαν μοιραστεί, όπως έπρεπε.
     Το έλκηθρο του Άη-Βασίλη επέστρεψε στη βάση του και τα ξωτικά έλυσαν και τον καλικάντζαρο από το έλκηθρο.
     - Ελπίζω αυτό να σου έγινε μάθημα, είπε ο Άη-Βασίλης στον καλικάντζαρο, που από το κρύο η μύτη του είχε γίνει κατακόκκινη, σαν του Ρούντολφ.
     Ο καλικάντζαρος δεν είπε τίποτα, μόνο κατέβασε το κεφάλι του.
     - Έτσι μπράβο, είπε ο Άη-Βασίλης, και για να δεις πόσο καλός είμαι, θα σου κάνω και εσένα ένα δώρο.
     Ο Άη-Βασίλης ακούμπησε τη μύτη του καλικάντζαρου.
     - Από εδώ και πέρα, η μύτη σου θα είναι πάντα κόκκινη, για να σου θυμίζει τη συνάντησή μας. Και τώρα, πήγαινε πίσω στο σπίτι σου.
     Ο καλικάντζαρος έτρεξε να βρει τους υπόλοιπους.
     - Πώς έγινε έτσι η μύτη σου; τον ρώτησαν.
     Και τότε ο κοντοστούπης καλικάντζαρος τους τα διηγήθηκε όλα.
     - Άχρηστος είσαι! του είπε ο καμπούρης καλικάντζαρος. Τζάμπα χάσαμε τον χρόνο μας! Πάμε γρήγορα πίσω, να συνεχίσουμε το πριόνισμα. Σας το είπα εγώ, ότι πρέπει να τηρούμε τις παραδόσεις...
     - Σιγά μην καταφέρουμε να κάνουμε δουλειά! είπε ο στραβοδόντης καλικάντζαρος. Αφού το πριόνι έχει σκουριάσει!
     - Προχωράτε, να μην καθυστερούμε! Αρκετό χρόνο χάσαμε στο χωριό του Άη-Βασίλη!
     Και οι καλικάντζαροι βιάστηκαν να γυρίσουν πίσω στη δουλειά τους.
     - Σιγά μην τα καταφέρουμε! μουρμούριζαν μεταξύ τους οι καλικάντζαροι. Πάλι θα μας προλάβει ο παπάς με την αγιαστούρα!
     Μόνο ο κοντοστούπης καλικάντζαρος δε μουρμούριζε. Την είχε βρει εκείνος τη λύση.
     - Του χρόνου, σκέφτηκε, θα γράψω κι εγώ γράμμα στον Άη-Βασίλη. Και θα του ζητήσω ένα καλύτερο πριόνι. Να δούμε τότε: κόβεται το δέντρο εγκαίρως, ή δεν κόβεται;

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Δυσκολίες στον ύπνο

 

     Έφτασαν κιόλας τα Χριστούγεννα, και ήρθαν και τα μελομακάρονα, ήρθαν και τα φωτάκια, και τα στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Και η Πίπη, που της αρέσει να συμβαδίζει με την εποχή της, στόλισε και εκείνη το χριστουγεννιάτικο δέντρο της, και μάλιστα πρόσθεσε ένα νέο στολίδι, όπως συνηθίζει να κάνει κάθε χρόνο.
     Κοίταξε η Πίπη το στολισμένο δέντρο, το κοίταξε από τη μία πλευρά, το κοίταξε από την άλλη, το κοίταξε από πιο κοντά, το κοίταξε και από πιο μακριά, άναψε και τα φωτάκια, καλό της φάνηκε. Αυτό το καινούργιο στολίδι, τελικά, ήταν μία πολύ καλή επιλογή, ήταν αυτό που έλειπε πραγματικά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Και, ικανοποιημένη από την επιλογή της, έφαγε και δυο μελομακάρονα για να το γιορτάσει.
     Αλλά τα στολίδια του δέντρου - που, όπως όλοι ξέρουμε, δεν αγαπούν καθόλου τις αλλαγές και, επιπλέον, ζηλεύουν κάθε νεοεισερχόμενο στολίδι -, καθόλου δε συμμερίστηκαν την ικανοποίηση της Πίπης. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, το φετινό στολίδι ήταν ένας τυμπανιστής. "Σιγά το πρόβλημα", θα μου πείτε, αλλά μη βιάζεστε να κρίνετε.
     Μόλις έσβησαν τα φώτα και το δέντρο έμεινε στο σκοτάδι, ένας ρυθμικός ήχος ακούστηκε.
     - Τι ήταν αυτό; αναρωτήθηκαν τα στολίδια.
     - Περίεργος ήχος, είπε ένα στρογγυλό μπισκοτάκι, όταν τον πρωτοάκουσα νόμιζα ότι μου συνέβη κάποιο δυσάρεστο ατύχημα. Μήπως μου έσπασε κάποιο κομμάτι και δεν το κατάλαβα; ρώτησε το τρενάκι που βρισκόταν εκεί παραδίπλα.
     - Τσουφ! είπε το τρενάκι. Μην ανησυχείς, δε σου λείπει κανένα κομμάτι!
     - Ευτυχώς, είπε το στρογγυλό μπισκοτάκι, αλλά τι είναι αυτός ο ήχος;
     - Μήπως υπάρχει κάποιο ρολόι εδώ γύρω; είπε και ένας στρουμπουλός Άη-Βασίλης.
     - Όχι, όχι, είπε μια κόκκινη μπάλα, δεν βλέπω κανένα ρολόι εδώ γύρω. Άσε που, νομίζω, το ρολόι δεν κάνει έτσι.
     - Μήπως προέρχεται από τις οπλές του ταράνδου; ρώτησε ένας χιονάνθρωπος.
     - Να μου κάνεις τη χάρη, είπε ο τάρανδος, εγώ δεν κάνω φασαρία, περπατάω πολύ ανάλαφρα, σαν πούπουλο, όλος ο κόσμος το ξέρει!
     - Τι δράμα! είπε και ένα πλεκτό καλτσάκι. Αν δεν μπορούμε να κοιμηθούμε τώρα, που είναι σκοτεινά, πότε θα κοιμηθούμε;
     - Εγώ δεν καταλαβαίνω για τι μιλάτε, είπε ένα σπιτάκι, δεν ακούω τίποτα.
     - Εσένα έχουν βουλώσει τα αυτιά σου από το χιόνι που έχει πέσει στην σκεπή σου, του είπε ένα σκουφάκι.
     - Άσε που τα έχεις και τα χρονάκια σου, σχολίασε μια κόκκινη μπάλα.
     - Για σε παρακαλώ! της είπε το σπιτάκι. Όχι να μου το παίζεις και πιτσιρίκα, σχεδόν μαζί μας αγόρασε η Πίπη, συνομήλικοι είμαστε! 
     - Παιντιά, παιντιά! φώναξε και η μπάλα από την Ινδία.
     - Α, τι θες κι εσύ; είπε μια χρυσή μπάλα. Δεν βλέπεις ότι έχουμε σοβαρό θέμα;
     - Μα, να σας πω...
     - Τι να μας πεις; Πότε θα μάθεις να μιλάς σωστά, επιτέλους;
     - Τι τέλεις να πεις; Εγκώ έματα όλες τις λέκ-σεις...
     - Τις λέκ-σεις; Τις λέξεις, θέλεις να πεις, λέ-ξεις, ξι-ξι-ξι!
     - Ναι, αφ-τό λέω και εγκώ, λέκ-σεις, λέκ-σεις, κ-σι-κ-σι-κ-σι!
     - Τέλος πάντων, τι θέλεις να μας πεις; είπε το σπιτάκι.
     - Κ-σέρω πολύ καλά, από πού έρ-κεται ο τόρυβος που ακούμε.
     - Κ-σέρεις; Δηλαδή, ξέρεις;
     - Ναι. Ντίπαλα μου είναι.
     - Ντίπαλα; Τι είναι τα ντίπαλα; ρώτησε ο τάρανδος. Ξέρει κανείς τι είναι τα ντίπαλα;
     - Ντίπαλα, είπε η μπάλα από την Ινδία, εντώ ντίπαλα, ντίπ-λα, να, να, ντείτε, εκεί!
     - Αααα, δίπλα! είπαν όλα τα στολίδια με ένα στόμα και κοίταξαν εκεί που τους έδειχνε η μπάλα από την Ινδία.
     Ήταν ο τυμπανιστής. Χτυπούσε ρυθμικά το τύμπανό του, και φαινόταν πολύ συγκεντρωμένος σε αυτό που έκανε.
     - Ε, τι κάνεις εκεί; φώναξε η κόκκινη μπάλα.
     - Ποιος; Εγώ; είπε εκείνος.
     - Ναι.
     - Τίποτα δεν κάνω.
     - Πώς τίποτα; Μας έχεις πάρει τα αυτιά! είπε το καλτσάκι. Είναι ανάγκη να το βαράς αυτό το τύμπανο;
     - Πρώτη φορά βλέπω κάλτσα με αυτιά, είπε ο τυμπανιστής.
     - Μην κοροϊδεύεις! Θέλουμε να κοιμηθούμε, νύχτωσε πια!
     - Και ποιος σας εμποδίζει; Κοιμηθείτε, αφού θέλετε! Ή, μήπως θέλετε να σας τραγουδήσω κανένα νανούρισμα;
     - Το θράσος σου δεν έχει όρια! είπε ένας άλλος χιονάνθρωπος, που φορούσε καπέλο. Άκου, "ποιος μας εμποδίζει"! Εσύ μας εμποδίζεις, κύριε, με το τύμπανό σου!
     - Μα, το τύμπανό μου είναι μικρό, δεν πιάνει σχεδόν καθόλου χώρο...
     - Μην κάνεις πως ντεν καταλαβαίνεις, κύριο τυμπανιστή, εγκώ από Ιντία και καταλαβαίνω πολύ καλά τι εννοεί το χιονάντορωπο με το καπέλο...
     - Θα σου το πω πολύ απλά, είπε και μία χρυσή μπάλα: σταμάτα να παίζεις!
     - Α, αυτό δε γίνεται, είπε ο τυμπανιστής, ο δάσκαλος μού είπε ότι πρέπει να εξασκούμαι τουλάχιστον μία ώρα την ημέρα.
     - Και τι με νοιάζει εμένα, κύριε, τι σου είπε ο δάσκαλος; είπε ο χιονάνθρωπος με το καπέλο.
     - Άσε που εκείνος δεν είναι εδώ, είπε ο άλλος χιονάνθρωπος, αυτός με το σκουφί. Εμείς σε ακούμε, όχι αυτός!
     - Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι...
     - Φυσικά και μπορείς! φώναξε ο τάρανδος. Να πας αλλού να κάνεις εξάσκηση! Δε μου φτάνουν τα κουδούνια που έχω επάνω μου, που κουδουνίζουν συνέχεια, να ακούω και το τύμπανό σου; Πολύ πάει!
     - Δεν μπορώ να φύγω, είμαι κρεμασμένος εδώ, όπως και εσείς.
     - Ναι, αλλά εμείς δεν κάνουμε φασαρία!
     - Δεν κάνω φασαρία!
     - Κάνεις! 
     - Έλεος πια! είπε και το τρενάκι. Τη μέρα ακούμε την Πίπη με το βιολί της, το βράδυ θα ακούμε εσένα;
     - Παίζει βιολί η Πίπη;
     - Έτσι λέει. Τα αυτάκια μας να ρωτήσεις, είπε το καλτσάκι.
     - Μα, τελικά, πού τα έχεις εσύ τα αυτιά; 
     - Εκεί που τα έχουν όλοι!
     - Και, δηλαδή, τόσο χάλια παίζει;
     - Ε, εντάξει, δεν παίζει χάλια πλέον, έχει βελτιωθεί, είπε η κόκκινη μπάλα. Στην αρχή έπρεπε να την ακούσεις!
     - Ντεν είναι τόσο καλή σαν επαγγελ-ματία, είπε η μπάλα από την Ινδία, έκουμε εμείς στο Ιντία Κρίσνα Σαμανπούρ, παίζει και ντακρύζεις από φτυκία...
     - Ντακρύζεις; Τι είναι η φτυκία;
     - Ευτυχία εννοεί, είπε η κόκκινη μπάλα. Δεν έχει μάθει ακόμα καλά τα ελληνικά.
     - Α, είπα κι εγώ... Ώστε η Πίπη παίζει βιολί, ε;
     - Ναι.
     - Και όταν με αγόρασε, ούτε που της πέρασε από το μυαλό ότι θα παίζω μουσική. Φανταστείτε τώρα, μόλις το μάθει, πόσο θα ενθουσιαστεί!
     - Σιγά τη μουσική! είπε το σκουφάκι. Όλο "ντάπα-ντούπα" είσαι!
     - Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, εγώ απόκτησα άλλο ένα κίνητρο για να εξασκηθώ περισσότερο.
     - Αν μετράει καθόλου η γνώμη μου, είπε ο στρουμπουλός Άη-Βασίλης, ίσως να ήταν καλύτερα να εξασκείσαι τη μέρα. Έτσι θα μπορούμε κι εμείς να κοιμηθούμε το βράδυ. Εμείς οι ηλικιωμένοι, ειδικά, χρειαζόμαστε ύπνο και ξεκούραση.
     - Με όλο το σεβασμό που σου έχω, Άη-Βασίλη, προτιμώ να εξασκούμαι όταν η Πίπη κοιμάται και δε μας βλέπει.
     - Και όλα αυτά που μας έλεγες πριν; Ότι θα ενθουσιαστεί μόλις μάθει ότι παίζεις μουσική;
     - Πρέπει να τελειοποιήσω το παίξιμό μου πρώτα, δε θέλω να γίνω ρεζίλι...
     - Α, καλά! είπε ο τάρανδος. Άκου, κύριος, εδώ και ώρα με τρώνε οι οπλές μου. Όπου να'ναι θα σε κλωτσήσω, και δε θα αισθανθώ την παραμικρή τύψη.
     - Άσε, μην κουράζεσαι, είπε ένα μποτάκι. Θα τον κλωτσήσω εγώ, είμαι πιο κοντά.
     - Μην τολμήσεις να με κλωτσήσεις!
     - Γιατί, τι θα μου κάνεις;
     - Θα σε κοπανήσω με τις μπαγκέτες!
     - Δε θα προλάβεις!
     - Μη! φώναξε ένα μπισκοτοσπιτάκι. Μην τον αγριεύετε! Αν του ξεφύγει καμιά μπαγκέτα, μπορεί να με χτυπήσει και να με σπάσει, είμαι πολύ κοντά του!
     - Κι εγώ είμαι κοντά του και κινδυνεύω, είπε μια μικρή κόκκινη μπάλα.
     - Αφού είσαι πλαστική, τι ανησυχείς; είπε το μπισκοτοσπιτάκι.
     - Γιατί, εσύ τι είσαι; Ή νομίζεις ότι είσαι πραγματικό μπισκότο;
     - Ακόμα κι έτσι να είναι, μπορεί να μου βγάλει κανένα μάτι...
     - Μα αφού δεν έχεις μάτια!
     Τα αίματα είχαν ανάψει για τα καλά. Όπως ήταν φυσικό, οι φωνές δεν άργησαν να φτάσουν μέχρι τα αυτιά της Πίπης. Και πολύ σύντομα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν βρισκόταν πλέον στο σκοτάδι.
     - Ντροπή σας! είπε η Πίπη στα στολίδια. Πάλι τα ίδια; Τι σας πιάνει κάθε φορά και πλακώνεστε με τον νεοφερμένο;
     - Μα δε μας αφήνει να κοιμηθούμε! τόλμησε να πει το αστέρι, που βρισκόταν πιο ψηλά και από την Πίπη, οπότε ένιωθε ότι μπορούσε να μιλήσει πιο άνετα από τους υπόλοιπους. Παίζει συνέχεια με το τύμπανο και μας ενοχλεί!
     - Ώστε το τύμπανο δεν είναι μόνο διακοσμητικό; ρώτησε η Πίπη τον τυμπανιστή.
     - Όχι, είπε εκείνος και χτύπησε δυο-τρεις φορές το τύμπανο με τις μπαγκέτες.
     - Α, τι καλά! είπε η Πίπη.
     - Άντε πάλι, είπε ο τάρανδος, κάθε φορά τα ίδια! Μεροληπτείς υπέρ του καινούργιου!
     - Ναι, είπε και η ινδική μπάλα, μεροληπιτείς!
     - Ησυχία! είπε η Πίπη. Σταματήστε όλοι, εγώ μιλάω τώρα! Το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν είναι μέρος για έριδες και τσακωμούς, είναι ένας χώρος αρμονικής συνύπαρξης. Γι'αυτό, πρέπει να είστε αγαπημένα. Δεν θα επιτρέψω να ακούγονται φωνές, χρονιάρες μέρες. Αν θέλετε να μιλάτε, μπορείτε να τραγουδήσετε τα κάλαντα.
     - Μα, θέλουμε να κοιμηθούμε! είπε ο Άη-Βασίλης.
     - Ποιος σας εμποδίζει;
     - Με ποιανού το μέρος είσαι; ρώτησε ο τάρανδος. Ο τυμπανιστής μας εμποδίζει, ντάπα-ντούπα, ντάπα-ντούπα όλη την ώρα...
     - Και εσύ δεν μπορείς να αφήσεις το τύμπανο για λίγο; ρώτησε η Πίπη τον τυμπανιστή.
     - Πρέπει να κάνω εξάσκηση, μου το είπε ο δάσκαλος.
     - Και εμένα μου είπε ο δάσκαλος να κάνω εξάσκηση, αλλά το βράδυ κάθομαι ήσυχη. Αν θέλεις, μπορείς να κάνεις εξάσκηση τη μέρα. Έτσι, όλοι θα είναι ικανοποιημένοι: και θα κοιμούνται τη νύχτα για να ξεκουράζονται, και εσύ θα κάνεις εξάσκηση. Και, αν γίνεις πολύ καλός, ίσως να παίξουμε και μαζί κάποια μέρα, να μου κρατάς το ρυθμό.
     - Ωραία ιδέα! είπε ο τυμπανιστής.
     - Το κλείσαμε, λοιπόν; Είμαστε σύμφωνοι;
     - Συμφωνότατοι!
     - Ωραία, ύπνο τώρα! είπε η Πίπη. Όνειρα γλυκά σε όλους!
     Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ξαναβυθίστηκε στο σκοτάδι. Και πολύ σύντομα, το μόνο που ακουγόταν ήταν το ροχαλητό του Άη-Βασίλη.
     - Τι είναι αυτό; ακούστηκε μέσα στο σκοτάδι η φωνή του τυμπανιστή. 
     - Ο Άη-Βασίλης είναι, που ροχαλίζει, είπε μισοκοιμισμένα το μποτάκι.
     - Και, δηλαδή, θα πρέπει να ακούμε αυτό το αλυσοπρίονο όλο το βράδυ; 
     - Θα πρέπει να το συνηθίσεις, του είπε ο τάρανδος και γύρισε από την άλλη. Έχει κρεατάκια.
     - Συμφορά μου! είπε ο τυμπανιστής. Και ύστερα μου λέτε ότι σας ενοχλεί το τύμπανο...


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου