Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Εκτέλεση καθήκοντος


Έγινε κάπου, κάποτε, μία μεγάλη φάση,
δυο μεθυσμένοι κηπουροί πουλούσαν κολοκάσι.
Φώναζαν πολύ δυνατά, καλώντας τους πελάτες
κι ενόχλησαν μία γιαγιά που έκανε πιλάτες.

Βγήκε στον δρόμο η γιαγιά, ζήτησε ησυχία,
μα εκείνοι την αρχίσανε ευθύς στην κοροϊδία.
Φούντωσε εκείνη, η πίεση ανέβηκε στα ύψη,
γύρισε σπίτι βιαστικά, με χάπι να την ρίξει.

Οι μεθυσμένοι γλίτωσαν, νόμιζαν, την κατσάδα,
μα, ξέρουμε όλοι, την ουρά πίσω την έχει η αχλάδα.
Μέσα σε δυο-τρία λεπτά επέστρεψε εκείνη,
ντυμένη στα ολόλευκα, κι όρμησε σαν μπουρίνι.

Τα ακριβείας χτυπήματα έπεφταν σαν χαλάζι,
ήτανε ένα θέαμα για να το κάνεις χάζι.
"Ήμαρτον" φώναζαν κι οι δυο, μα αυτή χτυπούσε ακόμα,
γεμίσανε με μώλωπες σε όλο τους το σώμα.

Απ'τις φωνές τους ξύπνησε ένα μωρό πιο πέρα,
και βγήκε στο παράθυρο η άυπνη μητέρα.
Είδε το όλο θέαμα, φώναξε, μα ματαίως,
κι ως μόνη λύση σκέφτηκε το εκατό, βεβαίως.

Έφτασε ένα περιπολικό, με φώτα χαλασμένα,
μα είχε λήξει το συμβάν, δεν βρήκανε κανέναν.
Ψάξαν δεξιά, ψάξαν ζερβά, ψάξαν πάνω και κάτω,
μόνο έναν βόα βρήκανε, που είχε αγκαλιά έναν γάτο.

Κάποιος θα πει πως έκαναν ώρα πολλή να 'ρθούνε,
γι'αυτό και δυσκολεύονταν μάρτυρες για να βρούνε.
Όμως, κι ας ήταν Σάββατο, κι η φάση ήταν Δευτέρα,
μήνας, σαφώς, δεν πέρασε απ'την σωστή τη μέρα!

Ως και η καταγγέλουσα, κόντεψε να τους βρίσει,
μόλις πριν λίγο το μωρό είχε ξανακοιμήσει.
Και καθώς χασμουριότανε, θυμίζοντάς τους όρκα,
τους έκλεισε, με δύναμη, στα μούτρα τους, την πόρτα. 

Οι δύο αστυνομικοί, δείχνοντας μέγα ζήλο,
φτάσανε σε μια εξώπορτα, με φύλακα έναν σκύλο.
Ρωτήσανε τον φύλακα, τι είχε να καταθέσει,
δυο κοφτερούς κυνόδοντες, μόνο, είχε να εκθέσει.

Πιο κάτω, σε μια αμυγδαλιά, ρωτήσανε μια κίσσα,
μα εκείνη αμέσως πέταξε, με άνεση περίσσια.
Σε μια λακούβα με νερό κατέληξαν οι δυο τους,
κατάθεση να πάρουνε, κοιτώντας τον εαυτό τους.

Ήτανε συνεργάσιμοι, έδωσαν απαντήσεις,
σαφώς και με ακρίβεια, σπάνιο σε ανακρίσεις.
Κι αφού ολοκληρώσανε τα πάντα τόσο φίνα,
επέστρεψαν στο όχημα κι έσβησαν τη σειρήνα.

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Λόγος μετακόμισης

 

      Ο Κούνελος - ο γνωστός, αυτός της Αλίκης - έφερε το φλυτζάνι στα χείλια του και ήπιε μια γουλιά τσάι, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα που διάβαζε. Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και μπήκε η γυναίκα του.
     - Ο διάδρομος δεν έχει φως, έχει καεί η λάμπα, του είπε. Πρέπει να την αλλάξεις άμεσα, αλλιώς κάποιος θα χτυπήσει οπωσδήποτε.
     - Θα την αλλάξω το απόγευμα, είπε εκείνος, χωρίς να αφήσει το διάβασμά του. Τώρα δεν προλαβαίνω.
     - Σκέτο το πίνεις το τσάι σου; 
     - Δεν βρήκα κάτι για να το συνοδεύσω.
     - Έχουν μείνει μπισκότα μπανάνας από προχθές...
     - Θα προτιμούσα λίγο κέικ καρότου, η μπανάνα δεν είναι του γούστου μου.
     - Λυπάμαι, κουνελάκι μου, αλλά τα τελευταία πέντε κομμάτια τα έφαγαν τα μικρά εχθές το βράδυ, μαζί με το γάλα τους.
     - Θα μπορούσες να έχεις φτιάξει περισσότερο κέικ.
     - Δε θέλεις ένα μπισκοτάκι, δηλαδή;
     - Καλύτερα όχι.
     Η γυναίκα του αναστέναξε.
     - Μερικές φορές κάνεις σαν μωρό, είπε. Θα προτιμούσες, δηλαδή, να αφήσω τα παιδιά χωρίς κέικ, για να το φας εσύ;
     - Δεν είπα κάτι τέτοιο, αλλά θα μπορούσες να μου φυλάξεις ένα κομμάτι. Σε εκείνα, εξάλλου, αρέσουν και τα μπισκότα μπανάνας, θα μπορούσαν να έχουν φάει μπισκότα αντί για κέικ...
     - Ναι, αλλά εκείνα ήθελαν κέικ. Τι ήθελες, να έμεναν νηστικά;
     Ήταν η σειρά του Κούνελου να αναστενάξει.
     - Δεν ήθελα τίποτα, είπε. Μην το κάνεις θέμα.
     - Δεν το κάνω.
     Η γυναίκα του άνοιξε ένα μεταλλικό κουτί και πήρε από μέσα ένα μπισκότο μπανάνας.
     - Σίγουρα δε θέλεις ένα; 
     Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
     - Εσύ χάνεις, του είπε και έκοψε μια δαγκωνιά.
     Ξαφνικά, το πρόσωπό της γέμισε αηδία. Άφησε το υπόλοιπο μπισκότο βιαστικά και βγήκε τρέχοντας από την κουζίνα. Ακούστηκε ένας θόρυβος, σαν κάποιος να έπεσε επάνω σε κάτι, και μετά ακούστηκε μια πόρτα που άνοιγε. Ο Κούνελος ήπιε άλλη μια γουλιά τσάι.
     Πέρασαν μερικά λεπτά. Ο Κούνελος τελείωσε το άρθρο που διάβαζε και γύρισε σελίδα. Η πόρτα άνοιξε. Ήταν η γυναίκα του και πάλι.
     - Σου το είπα να αλλάξεις τη λάμπα στο διάδρομο, είπε. Παρά τρίχα να σκοτωθώ πριν, έτσι σκοτεινά που είναι.
     - Δεν έπρεπε να τρέχεις. Μόνο στα παιδιά ξέρεις να φωνάζεις να μην τρέχουν στο διάδρομο;
     Τον κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα. Πήγε μέχρι τον πάγκο της κουζίνας, όπου είχε αφήσει το υπόλοιπο μπισκότο, το πήρε και το πέταξε στα σκουπίδια. Ύστερα, γέμισε ένα ποτήρι νερό και το ήπιε σχεδόν μονορούφι.
     - Είναι εκείνες οι μέρες; ρώτησε ο Κούνελος.
     - Όχι.
     - Α, εντάξει τότε...
     Η γυναίκα του πήρε το άδειο φλυτζάνι του και άρχισε να το πλένει.
     - Την Κυριακή σκέφτομαι να καλέσω την Αλίκη για τσάι, είπε ο Κούνελος. Έχουμε πολύ καιρό να την καλέσουμε. Ελπίζω να μην υπάρχει πρόβλημα. 
     - Να την καλέσεις.
     - Ελπίζω να φτάσει το κέικ καρότου. Ξέρεις, δα, πόσο της αρέσει...
     Η γυναίκα του πήρε μια πετσέτα και άρχισε να σκουπίζει το φλυτζάνι.
     - Τι ώρα είναι; είπε ο Κούνελος. Ω, μα δε μιλάς κι εσύ, πέρασε η ώρα, πήγε κιόλας εφτά και μισή, πρέπει να φύγω!
     Ο Κούνελος σηκώθηκε.
     - Θέλεις να σου φέρω τίποτα, καθώς θα γυρίζω από τη δουλειά; τη ρώτησε.
     - Όχι.
     - Καλώς, τότε. Φεύγω. Θα τα πούμε το μεσημέρι.
     Προχώρησε προς την πόρτα.
     - Μια στιγμή, είπε εκείνη. Κάτσε λίγο, έχω κάτι να σου πω.
     - Δε μου αρέσει αυτός ο τόνος, είπε ο Κούνελος καθώς ξανακαθόταν στην καρέκλα. Τι έγινε πάλι;... Συνέβη κάτι με τα παιδιά;... Με τους μεγάλους, ε; Κατάλαβα, μπήκαν ξανά στον κήπο του γείτονα και έκλεψαν καρότα, τα παλιόπαιδα...
     - Όχι...
     - ...Δεν το πιστεύω! Πάλι θα τρέχουμε στις αστυνομίες, για καταθέσεις; Και σου το είπα, να μην τα παραχαϊδεύεις τα παιδιά! 
     - Δεν ήθελα να σου πω για τα παιδιά...
     - ...Αλλά εσύ, πού να ακούσεις, όλο αγκαλιές και χάδια ήσουν, και να τα τώρα!... Τι είπες; Δεν έγινε τίποτα με τα παιδιά; 
     - Όχι.
     - Δόξα τω Θεώ! Κι εσύ, πώς τα λες έτσι, βρε γυναίκα, με τρόμαξες!... Αλλά, τότε, τι έγινε;
     - Δεν ξέρω πώς ακριβώς να σου το πω...
     - Να μου το πεις όπως ακριβώς είναι!... 
     - Ε,... λοιπόν,... ξέρεις...
     - Μη μου πεις: έπαθε τίποτα η μάνα μου;
     - Όχι, όχι, μην τρομάζεις πάλι, μια χαρά είναι η μάνα σου...
     - Σίγουρα;
     - Σίγουρα.
     - Όχι, ρωτάω, επειδή είδα στον ύπνο μου ραπανάκια. Και ο ονειροκρίτης το λέει ξεκάθαρα: αν δεις στον ύπνο σου ραπανάκια, να περιμένεις λαχτάρα.
     - Μην ανησυχείς, μια χαρά είναι η μάνα σου. Τόσο καλά, μάλιστα, που εχθές που μιλήσαμε στο τηλέφωνο, μου είπε ότι θα κάνει λεύκανση δοντιών.
     - Λεύκανση δοντιών; Άλλο πάλι και τούτο! Πώς της ήρθε; Στην ηλικία της; Αν και, εδώ που τα λέμε, μικρή είναι ακόμα...
     - Δεν είναι η μάνα σου το θέμα μας!
     - Ωραία, και γιατί δε μου λες ποιο είναι το θέμα μας, για να τελειώνουμε; Τι είναι αυτό που θα πρέπει να μάθω, και που δεν ξέρεις πώς να μου το πεις;... 
     - Λοιπόν...
     - Άσε, κατάλαβα: πάλι ζήτησε αύξηση ο σπιτονοικοκύρης! Δεν έχει το Θεό του, πια! Τι νομίζει ότι είμαι, δημόσιος υπάλληλος, να έχω σταθερό μισθό, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει;
     - Δε θα με αφήσεις να σου μιλήσω, μου φαίνεται... Ηρέμησε, και ούτε ο σπιτονοικοκύρης ζήτησε αύξηση.
     - Πάλι καλά, δεν είχα καμία όρεξη για μετακομίσεις... Πού θα βρούμε άλλο σπίτι, να μας χωράει και τους είκοσι;
     - Καλά, τώρα που το λες, ίσως κάποια στιγμή να χρειαστεί μια μετακόμιση...
     - Α, όχι, δε θα μετακομίσουμε κοντά στην αδερφή σου, αυτά τα'χουμε ξαναπεί...
     - Δε θα σου έλεγα για την αδερφή μου...
     - Ούτε κοντά στη μάνα σου θα πάμε, μια χαρά είμαστε έτσι, εξάλλου, τα μικρά όπου να'ναι ξεκινάνε και το σχολείο, δεν χρειαζόμαστε μπέιμπι σίτερ.
     - Μόνο για μπέιμπι σίτερ είναι καλή η μάνα μου;
     - Δεν είπα αυτό, αλλά καλύτερα μακριά και αγαπημένοι. Εξάλλου, και η δική μου η μάνα μακριά μένει, δεν την έχεις στα πόδια σου...
     - Αυτό έλειπε! Λοιπόν, σταμάτα να μιλάς, μήπως και συνεννοηθούμε καμιά φορά!... Αυτό που προσπαθώ να σου πω τόση ώρα είναι ότι... έχω καθυστέρηση!
     - Τι εννοείς;
     - Τι να εννοώ; Αυτό που εννοούσα και τις προηγούμενες τρεις φορές εννοώ!
     - Όπα, μια στιγμή, για να δω αν κατάλαβα... Είπες ότι έχεις καθυστέρηση;
     - Ακριβώς!
     - Ε, όχι, δεν το πιστεύω! Κι άλλα παιδιά; Τώρα; Πάνω που αρχίζαμε να μπαίνουμε σε μια σειρά;... Πώς έγινε αυτό, βρε γυναίκα;
     - Δεν ξέρεις πώς έγινε;
     - Θέλω να πω, γιατί; Δεν πρόσεχες καθόλου;
     - Α, για να σου πω!... Δεν φταίω εγώ που όταν ακούς τη λέξη αντισύλληψη νομίζεις ότι μιλάμε για ληστές τραπεζών! Το συρτάρι του κομοδίνου σου είναι γεμάτο προφυλακτικά, χρησιμοποίησε και κανένα καμιά φορά... 
     - Δηλαδή, είσαι σίγουρη ότι είσαι έγκυος;
     - Λες να μην είμαι; 
     - Πόσα να είναι άραγε αυτή τη φορά; Πέντε; Έξι; Εφτά; Λες να είναι πάνω από εφτά; Πού θα τα βάλουμε όλα αυτά τα παιδιά;
     - Είδες, τελικά, που μάλλον θα την χρειαστούμε τη μετακόμιση που λέγαμε;
     - Και πού θα βρούμε σπίτι να χωράει σχεδόν τριάντα νοματαίους; Και πόσο θα κοστίζει;
     - Έχω ένα υπόψη μου...
     - Α, όχι, δεν πιστεύω να βρήκες κιόλας κανένα σπίτι κοντά στη μάνα σου και να μου το φέρνεις απέξω-απέξω!
     - Όχι, βέβαια! Εννοώ να μετακομίσουμε στο σπίτι της μάνας μου! Πού αλλού θα βρούμε σπίτι με τόσα δωμάτια, που να είναι και εντελώς δωρεάν;
     Ο Κούνελος ένιωσε να κόβονται τα γόνατά του. Και για πρώτη φορά στη ζωή του αποφάσισε, αν μη τι άλλο, να δίνει μεγαλύτερη σημασία στην αντισύλληψη.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Χαμένη ευκαιρία

 


     "Σας ενημερώνουμε ότι ο συρμός θα παραμείνει στον σταθμό για μερικά λεπτά".
     Ήταν η τρίτη φορά που άκουγε αυτό το μήνυμα. Στον προηγούμενο σταθμό είχαν παραμείνει τρία λεπτά, στον προ-προηγούμενο δύο. Κοίταξε το ρολόι της: 9.23.
     - Θα αργήσω, σκέφτηκε. 
     Τι κατάσταση ήταν αυτή; Να παίρνεις το μετρό για να πας πιο γρήγορα στον προορισμό σου, και να φτάνεις καθυστερημένη...
      - Έτσι και χάσω αυτή τη δουλειά, θα τους δείξω εγώ, σκέφτηκε.
     Δεν ήταν και λίγο πράγμα, να επιστρέφει στις πασαρέλες ύστερα από ενάμιση χρόνο... Οπότε, αν η καθυστέρηση του συρμού γινόταν η αιτία να παραμείνει εκτός πασαρέλας - ποιος ξέρει για πόσο ακόμη - δε θα το άφηνε έτσι.
     Έπιασε το κινητό της και, ξεφυσώντας, κοίταξε τη λίστα των επαφών της. Το τηλέφωνο του δικηγόρου της ήταν το τρίτο στη λίστα. Το ρολόι του κινητού έδειξε 9.24.
     Ένα μωρό σε ένα καρότσι, λίγο πιο πέρα, άρχισε να κλαίει. Η μητέρα του έσκυψε πάνω από το καρότσι και προσπάθησε να το ηρεμήσει.
     - Αυτό μας έλειπε τώρα, σκέφτηκε, ένα κλαψιάρικο μωρό...
     Χωρίς να το θέλει, το μυαλό της πέταξε σε ένα άλλο μωρό, το δικό της... Ένιωσε να γλυκαίνει λίγο, αλλά συγκρατήθηκε. Αυτή η δουλειά δεν έχει χώρο για συναισθηματισμούς, είναι αδηφάγα, σήμερα σε προσκυνούν και αύριο ούτε να σε φτύσουν. Το κλαψιάρικο μωρό σταμάτησε.
     - Τι συμβαίνει, άραγε; ακούστηκε μια κυρία. Γιατί καθυστερούμε τόσο;
     - Κάποιος θα έπεσε στις γραμμές, είπε μια άλλη.
     - Λέτε;
     - Ε, για να έχουμε τόση καθυστέρηση...
     Το πράγμα γινόταν όλο και χειρότερο, αν κάποιος είχε πέσει στις γραμμές, θα χρειαζόταν πολλή ώρα μέχρι να αποκατασταθεί η λειτουργία των συρμών. Θα την έχανε τη δουλειά, σίγουρα. Ένιωσε να την πιάνει πανικός. Ίσως αυτή ήταν η τελευταία της ευκαιρία. Είχε ήδη κλείσει τα εικοσιπέντε... Έπρεπε να φτάσει στο ραντεβού πάση θυσία.
     Έκανε να πάει προς την πόρτα. Λίγο πριν την φτάσει, η πόρτα έκλεισε στα μούτρα της. Ένιωσε ακόμα πιο παγιδευμένη. 
     - Ναι, ακούστηκε κάποιος που μιλούσε δυνατά στο κινητό, για να καλύψει τη φασαρία του συρμού. Είμαι ακόμα στο μετρό, δεν ξέρω τι έχει γίνει, αλλά σίγουρα δεν προλαβαίνω να είμαι εκεί μέχρι τις 9.30. Πήγαινε να κάνεις τις δουλειές σου, καλύτερα, και τα λέμε μετά, στο γραφείο... Α, αλήθεια; Καλά το φαντάστηκα. Σε ποιον σταθμό, είπες;... Κατάλαβα. Οπότε, θα τα πούμε στο γραφείο. Έλα όποτε τελειώσεις τις δουλειές σου, εγώ θα είμαι εκεί από το μεσημέρι και μέχρι αργά το απόγευμα... Έγινε, γεια! 
     Ο άντρας έκλεισε το τηλέφωνο.
     - Έγινε κάτι σε κάποιον σταθμό; τον ρώτησε η ηλικιωμένη κυρία που καθόταν δίπλα του. Σας άκουσα που κάτι είπατε στο τηλέφωνο.
     - Ναι, της απάντησε, λίγο ενοχλημένος από την αδιακρισία της, ασχέτως αν εκείνος ήταν που φώναζε στο τηλέφωνο. Κάποιος έπεσε στις γραμμές, στον Ευαγγελισμό.
     - Α, τον καημένο! είπε η κυρία.
     - Ωραίο σταθμό διάλεξε, είπε ένας άλλος που τον άκουσε, το νοσοκομείο είναι ακριβώς δίπλα, μπορεί και να την γλιτώσει.
     - Είναι δυνατόν να γλιτώσει κάποιος από κάτι τέτοιο; ρώτησε μια κυρία. Ειδικά όταν θέλει να αυτοκτονήσει;
     - Και πώς ξέρουμε πως δεν ήταν ατύχημα; πετάχτηκε ένας άλλος.
     - Σιγά μην ήταν ατύχημα, είπε ο άντρας που είχε σχολιάσει την επιλογή του σταθμού. Κάθε τρεις και λίγο, όλο και κάποιος πηδάει στις γραμμές. Λες και δεν μπορεί να διαλέξει άλλον τρόπο να αυτοκτονήσει, πρέπει να ταλαιπωρείται τόσος κόσμος εξαιτίας του!
     Στο μεταξύ, ο συρμός είχε φτάσει στον επόμενο σταθμό, και είχε σταθεί και πάλι με τις πόρτες ανοιχτές. Αυτή τη φορά, έσβησαν και τα φώτα για κανα-δυο δευτερόλεπτα.
     "Σας ενημερώνουμε ότι ο συρμός θα παραμείνει στον σταθμό για μερικά λεπτά", ακούστηκε και πάλι από τα μεγάφωνα του σταθμού, μόλις ξανάναψαν τα φώτα.
     - Ορίστε! είπε ο άντρας που είχε βγάλει το λογύδριο για τους αυτόχειρες του μετρό, υπογραμμίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, τα όσα είχε πει προηγουμένως.
     - Δεν ντρέπεστε να μιλάτε έτσι για ανθρώπους που ούτε γνωρίζετε; του επιτέθηκε μια νεαρή.
     - Δεν έχω κάτι εναντίον τους, είπε εκείνος, απλώς θα μπορούσαν να αυτοκτονήσουν πιο... αθόρυβα. Έτσι κι αλλιώς, για εκείνους δεν αλλάζει τίποτα.
     Χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο σπιτονοικοκύρης της.
     - Καλημέρα, κύριε Νίκο, είπε. Τι κάνετε;... Δε σας ακούω καλά, είμαι μέσα στο μετρό... Α, ναι, επίσης, καλό μήνα... Πώς;... Α, ναι, βέβαια, έχετε δίκιο, δεν ξέρω πώς το ξέχασα, με το μωρό έχω χάσει τον μπούσουλα... Μα, εννοείται πως δεν φταίτε εσείς, ζητώ χίλια συγγνώμη! Μην ανησυχείτε, θα σας την κάνω σήμερα την κατάθεση, μέχρι το απόγευμα θα την έχω κάνει σίγουρα... Εντάξει, ναι, μην ανησυχείτε, και πάλι συγγνώμη...
     Κοίταξε το ρολόι. 9.31.
     - Ουφ! ξεφύσηξε μία κυρία. Θα σκάσουμε εδώ μέσα, με τόσο κόσμο. Ανοίξτε κανένα παράθυρο!
     - Ανοιχτά είναι τα παράθυρα, κυρία μου, δεν τα βλέπετε; της είπε εκνευρισμένα ένας άντρας από την απέναντι πλευρά. Και τα παράθυρα και οι πόρτες είναι ανοιχτές.
     Το μωρό ξανάρχισε να κλαίει. Αυτή τη φορά, οι προσπάθειες της μητέρας του να το κατευνάσει δεν είχαν αποτέλεσμα. Εμφανώς αγχωμένη για την ενόχληση που το μωρό της προκαλούσε στους υπόλοιπους επιβάτες, το πήρε αγκαλιά. Το μωρό ηρέμησε.
     - Τίποτα δεν είναι καλύτερο από την αγκαλιά της μαμάς, είπε μία ηλικιωμένη στην, επίσης ηλικιωμένη, κυρία που καθόταν ακριβώς δίπλα της.
     - Εννοείται, είπε εκείνη. Μάνα είναι μόνο μία.
     "Σας ενημερώνουμε ότι ο συρμός θα παραμείνει στον σταθμό για μερικά λεπτά", ξανακούστηκε από τα μεγάφωνα του σταθμού.
     - Δε θα φτάσουμε ποτέ στον προορισμό μας, μουρμούρισε κάποιος.
     Κοίταξε το ρολόι της. 9.35. Την κυρίεψε το άγχος. Έπρεπε να φύγει. Τώρα. Όρμησε στην πόρτα. 
     - Σιγά, κοπέλα μου! φώναξε ένας ηλικιωμένος. Δεν βλέπεις ότι ο συρμός είναι γεμάτος;
     - Θέλετε να καθήσετε; του πρότεινε ένας νεαρός.
     - Όχι, ευχαριστώ, είπε εκείνος θιγμένα, δεν είμαι και κανένας γέρος...
     Αλλά εκείνη είχε ήδη βγει από τον συρμό, και ανέβαινε βιαστικά τα σκαλιά των κυλιόμενων. Αν έβρισκε άμεσα ένα ταξί, ίσως και να προλάβαινε το ραντεβού. 
     - Ένα ταξί, ένα ταξί... επαναλάμβανε με την σκέψη της, σαν ανακουφιστικό και ευοίωνο μάντρα.
     Βγήκε από τον σταθμό. Ευτυχώς, υπήρχε ένα ταξί παρκαρισμένο. Έτρεξε και μπήκε μέσα. Ανάσανε ανακουφισμένη.
     - Αμπελοκήπους πάμε, είπε στον ταξιτζή, και όσο πιο γρήγορα, σας παρακαλώ. Έχω ένα σημαντικό ραντεβού που πρέπει να προλάβω.
     Ο ταξιτζής έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Ο δρόμος ήταν γεμάτος αυτοκίνητα.
     -  Πολλή κίνηση έχει, είπε εκείνη, αν μπορείτε να κόψετε δρόμο από κάπου, θα με υποχρεώσετε.
     - Τέτοια ώρα, όλοι οι δρόμοι είναι πήχτρα, της απάντησε. Τι ώρα είναι το ραντεβού σας;
     - Στις 10.
     - Δύσκολα θα προλάβουμε, μου φαίνεται. Γιατί δεν πάτε με το μετρό; Σε δέκα λεπτά θα έχετε φτάσει.
     - Έτσι νόμιζα και εγώ, αλλά κάποιος έπεσε στις ράγες στον Ευαγγελισμό και οι συρμοί πηγαίνουν σημειωτόν...
     - Α, ναι, κάτι άκουσα πριν, στις ειδήσεις,... νομίζω ότι ήταν και γνωστός...
     Το ταξί έστριψε προς τα δεξιά.
     - Από εδώ η κατάσταση φαίνεται λίγο καλύτερα, είπε ο ταξιτζής, θα κάνουμε έναν μικρό κύκλο, αλλά πιθανώς να μην έχει τόση πολλή κίνηση... Ώστε έτσι με το μετρό... Ποιος να ξέρει τι τον έκανε να πέσει στις ράγες τον άνθρωπο... Τις προάλλες, πάλι κάποιος αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει στο Μοναστηράκι, και τον συγκράτησαν οι άλλοι επιβάτες... Να ήταν ο ίδιος, άραγε;
     Δεν είπε τίποτα, το βλέμμα της ήταν σχεδόν καρφωμένο στο ρολόι του κινητού.
     - Μήπως να ειδοποιούσατε το ραντεβού σας ότι θα καθυστερήσετε λιγάκι; είπε ο ταξιτζής, που προφανώς είχε όρεξη για κουβέντα.
     - Πώς;
     - Μήπως να ειδοποιούσατε, λέω, ότι θα αργήσετε λίγο; 
     - Μπα, όχι, δεν...
     - Α, κατάλαβα, είναι ραντεβού για δουλειά!
     - Ναι.
     - Και αν αργήσετε στο πρώτο ραντεβού θα κάνετε κακή εντύπωση...
     Κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
     - Μπορεί και να προλάβουμε τελικά, μην το αποκλείουμε... είπε ο ταξιτζής, προσπαθώντας να την καθησυχάσει. Για τι δουλειά πρόκειται, αν επιτρέπεται;
     - Επίδειξη μόδας, είπε μηχανικά.
     - Επίδειξη μόδας; Δηλαδή, μοντέλο; Αλλά, τι ρωτάω, χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει... Εγώ, με το που σας είδα, δηλαδή, το είπα: αυτή η κοπέλα είναι λες και βγήκε από περιοδικό!
     Δεν απάντησε.
     - Μην ανησυχείς, κοπέλα μου, ο ταξιτζής πέρασε στον ενικό, θα την πάρεις τη δουλειά. Μια κοπέλα τόσο όμορφη όπως εσύ, δε γίνεται να μην την επιλέξουν... Α, ορίστε, μάλλον είμαστε τυχεροί. Από εδώ που ήρθαμε η κίνηση δεν είναι τόσο μεγάλη.
     Είχε βυθιστεί στις σκέψεις της και δεν άκουσε λέξη από όσα έλεγε ο ταξιτζής. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να προλάβει, να προλάβει, να προλάβει...

     Ήταν 9.57, όταν το ταξί σταμάτησε έξω από την πολυκατοικία, όπου ήταν το ραντεβού.
     - Σας ευχαριστώ πολύ, είπε στον ταξιτζή, καθώς του έδινε ένα χαρτονόμισμα, δε θέλω ρέστα...
     - Καλή επιτυχία! της φώναξε αυτός, καθώς εκείνη είχε ήδη αρχίσει να τρέχει προς την είσοδο της πολυκατοικίας.
     Τα τελευταία δυο λεπτά ήταν ένας αγώνας δρόμου δίχως αύριο, καθώς το γραφείο όπου έπρεπε να πάει βρισκόταν στον έκτο όροφο. Ευτυχώς, δηλαδή, που το ασανσέρ ήταν ήδη σταματημένο στο ισόγειο, σαν να την περίμενε.
     Έφτασε έξω από το γραφείο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έστρωσε βιαστικά τα μαλλιά της και χτύπησε. Η πόρτα άνοιξε. Ο χώρος ήταν άδειος.
     Μα, πώς γινόταν αυτό; Δεν υπήρχαν άλλες υποψήφιες; Ο Νικόδημος ήταν ένας από τους πιο γνωστούς σχεδιαστές, τον γνώριζαν όλοι όσοι ασχολούνταν με τη μόδα, μέχρι που την προηγούμενη χρονιά του είχαν αφιερώσει μία ολόκληρη μέρα στην εβδομάδα μόδας του Παρισιού! Εκτός αν είχαν ήδη επιλέξει... Αλλά, όχι, αφού είχε ραντεβού...
     Μια καλοντυμένη γυναίκα εμφανίστηκε. Φαινόταν πολύ σοβαρή.
     - Καλημέρα, είπε, είστε η κυρία Μαυρίδου;
     - Ναι, είπε εκείνη.
     - Δυστυχώς, θα πρέπει να ακυρώσουμε το ραντεβού σας, προσπάθησα να σας καλέσω, αλλά δεν κατάφερα να σας βρω.
     - Ίσως θα ήταν όταν ήμουν μέσα στο μετρό.
     - Ναι, ίσως... Λυπάμαι για την ταλαιπωρία σας. 
     - Δεν πειράζει... Δηλαδή, εννοείτε ότι δεν με χρειάζεστε; Έχετε ήδη επιλέξει τα μοντέλα για την επίδειξη;
     Ένιωσε να λυγίζουν τα γόνατά της.
     - Όχι, όχι, δεν επιλέξαμε τα μοντέλα... Το θέμα είναι λίγο πιο... περίπλοκο... Η αλήθεια είναι πως η επίδειξη δε θα γίνει, τελικά.
     - Άλλαξε γνώμη ο κύριος Νικόδημος;
     - Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε.
     - Αυτό είναι τρομερό! είπε σαν να μονολογούσε. Αυτή η επίδειξη ήταν ίσως η τελευταία μου ευκαιρία να επανέλθω στις πασαρέλες και να εργαστώ μερικά χρόνια ακόμη.
     - Ελάτε, μην απογοητεύεστε, νέα είστε ακόμη...
     - Έχω κλείσει τα εικοσιπέντε, δεν έχω πολλά χρόνια μπροστά μου!
     - Έχετε δίκιο, αλλά και πάλι, υπάρχουν και άλλες προοπτικές...
     - Φωτογραφίες καταλόγου; Να μου λείπει!
     Η καλοντυμένη γυναίκα την κοίταξε με συμπάθεια. 
     - Σας καταλαβαίνω, είπε.
     - Μπορώ να σας αφήσω, τουλάχιστον, τα στοιχεία μου, για να με ειδοποιήσετε όταν ο κύριος Νικόδημος αποφασίσει να κάνει την επίδειξη;
     - Πολύ θα το ήθελα, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ.
     - Καταλαβαίνω, αυτή είναι η πολιτική σας, αλλά ίσως θα μπορούσε να γίνει μία εξαίρεση...
     Την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο απελπισία.
     - Μακάρι να ήταν θέμα πολιτικής, είπε η γυναίκα. Ο λόγος που δεν μπορώ να το κάνω είναι ότι δεν θα γίνει καμία επίδειξη πλέον. Ο Νικόδημος δεν είναι πια μαζί μας.
     - Τι πράγμα; Τι εννοείτε "δεν είναι πια μαζί μας";
     - Τι να εννοώ; Αυτό που καταλαβαίνετε. Ο Νικόδημος πέθανε σήμερα το πρωί!
     - Πώς έγινε αυτό; Δεν ήταν και τόσο μεγάλος!
     - Τα τελευταία χρόνια έπασχε από κατάθλιψη. Έπαιρνε και αγωγή, αλλά η κατάθλιψη είναι ύπουλο πράγμα. Πριν από μερικές μέρες αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, χωρίς επιτυχία. Και σήμερα, τελικά, τα κατάφερε: αυτοκτόνησε, πέφτοντας στις ράγες του μετρό. Το είπαν και στις ειδήσεις.
     Ένιωσε ένα δάκρυ να ανεβαίνει αργά και να θολώνει την όρασή της. Και δεν ήξερε αν αυτό το δάκρυ ήταν για τον αυτόχειρα, ή για τη δική της, χαμένη, επάνοδο στις πασαρέλες...