Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Ο τσαγκάρης που ζούσε σαν Ερημίτης

 


     Μια φορά κι έναν καιρό, σε μία μικρή, όμορφη πόλη, ζούσε ένα αγοράκι. Το αγοράκι έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι με τον μπαμπά του και τη μαμά του και ήταν πολύ ευτυχισμένο, επειδή οι γονείς του το αγαπούσαν πολύ και του το έδειχναν με κάθε τρόπο. 
     Δυστυχώς, βέβαια, τίποτα καλό δεν κρατάει για πολύ, και η μαμά του μικρού αγοριού αρρώστησε βαριά και πέθανε, προτού το αγοράκι τελειώσει το σχολείο. Το αγοράκι έκλαψε πολύ, όχι μόνο επειδή αγαπούσε πολύ τη μαμά του, αλλά κυρίως επειδή δεν είχε καταφέρει να τη ζωγραφίσει για να έχει την εικόνα της για πάντα μαζί του.
     Τα πράγματα στο σπίτι του μικρού αγοριού δυσκόλεψαν αρκετά, καθώς ο μπαμπάς του - ο οποίος ήταν ένας φτωχός τσαγκάρης - δεν ήξερε καθόλου να μαγειρεύει και έτσι δεν υπήρχε πια ζεστό, φρεσκομαγειρεμένο φαγητό στο τραπέζι. Ευτυχώς που υπήρχαν μερικές καλές γειτόνισσες και πού και πού τους έφερναν λίγο από το δικό τους φαγητό, αλλιώς το αγόρι και ο μπαμπάς του θα ζούσαν μόνο με ψωμί και τυρί.
     Ο μικρός δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το σχολείο. Προτιμούσε να περνάει τον καιρό του δίπλα στον μπαμπά του, και να τον παρακολουθεί καθώς επισκεύαζε τα παπούτσια που του έφερναν. Πίστευε ότι ο μπαμπάς του ήταν κάτι σαν μάγος, αφού μπορούσε να πάρει ένα ζευγάρι τρύπια παπούτσια και να τα κάνει καινούργια. Αλλά δεν ήταν μόνο το αγόρι που το πίστευε αυτό. Όλος ο κόσμος εκτιμούσε την τέχνη του και η δουλειά δεν του έλειπε ποτέ.
     Φυσικό ήταν το αγόρι να μάθει την τέχνη του πατέρα του, και μάλιστα ήταν τόσο καλό, που σύντομα άρχισε να φτιάχνει και παπούτσια από την αρχή. Οι πελάτες του πατέρα γνώρισαν σιγά-σιγά και τη δουλειά του γιού και ενθουσιάστηκαν. Η φήμη του γιου ξεπέρασε τη φήμη του πατέρα.
     Όταν, ύστερα από λίγα χρόνια, έφτασε και η ώρα του πατέρα να κλείσει τα μάτια του για πάντα, το αγόρι ήταν ήδη ένας σπουδαίος τσαγκάρης με πολλή και καλή πελατεία. Περνούσε όλη του τη μέρα σκυμμένος επάνω από ένα παπούτσι, και τόσο πολύ τον απορροφούσε η δουλειά του, που κάποιες μέρες ξεχνούσε και να φάει.
     Οι καλές γειτόνισσες, που είχαν φροντίσει για το φαγητό του αγοριού όταν είχε χάσει τη μητέρα του, ανέλαβαν δράση και πάλι, και το αγόρι, που τώρα πια ήταν ένας νέος άντρας, παντρεύτηκε μια καλή κοπέλα, με φωτεινό βλέμμα και γλυκιά φωνή. Η κοπέλα ήταν κόρη μιας από τις γειτόνισσες, και ήταν πολύ προκομμένη. Ο νιόπαντρος τσαγκάρης άρχισε πάλι να απολαμβάνει το ζεστό, σπιτικό φαγητό και τη θαλπωρή ενός σπιτικού.
     Όμως, η αγάπη για την τέχνη του δεν ξέφτισε καθόλου, ίσα-ίσα που τώρα ο νέος προσπαθούσε να γίνει ακόμα καλύτερος στη δουλειά του, για να κάνει περήφανη τη γυναίκα του. Και ενώ η γυναίκα του στόλιζε με αγάπη το σπιτικό τους και γέμιζε κάθε γωνιά του με όμορφα χειροτεχνήματα, εκείνος ξανάρχισε να ξημεροβραδιάζεται στο τσαγκάρικο, προσπαθώντας να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της μεγάλης του πελατείας.  
     Ο καιρός περνούσε, και το φωτεινό βλέμμα της γυναίκας άρχιζε σιγά-σιγά να σκοτεινιάζει. Πότε θα αποκτούσαν παιδιά; Πότε θα αντηχούσε το σπίτι από παιδικές φωνούλες; Δειλά-δειλά, εκμυστηρεύτηκε τις ανησυχίες της στον άντρα της. "Μην ανησυχείς", της είπε. "Θα έρθουν και τα παιδιά". "Ναι, αλλά πότε; Είμαστε κιόλας πέντε χρόνια παντρεμένοι!" "Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια;" 
     Το σπίτι συνέχιζε να γεμίζει με όμορφα χειροτεχνήματα, και το φρεσκομαγειρεμένο φαγητό δεν έλειψε ποτέ από το τραπέζι. Αλλά κανένα παιδί δεν ήρθε στη ζωή του ζευγαριού, και το βλέμμα της γυναίκας σκοτείνιασε κι άλλο.
     - Μάλλον δεν θα γίνουμε ποτέ γονείς, του είπε μια μέρα.
     - Δεν καταλαβαίνω γιατί απογοητεύεσαι, της είπε.
     - Μα είμαστε δώδεκα χρόνια παντρεμένοι, δε νομίζεις πως δώδεκα χρόνια είναι αρκετά;
     - Πέρασαν κιόλας δώδεκα χρόνια; Για δες, δεν το κατάλαβα καθόλου!
     - Εμ, βέβαια, πώς να το καταλάβεις, όλη τη μέρα χωμένος μέσα στα παπούτσια! 
     - Μα τα παπούτσια είναι η δουλειά μου...
     - Και η ευτυχία της γυναίκας σου είναι δουλειά σου, αλλά δε φαίνεται να σε ενδιαφέρει και τόσο!
     Ο άντρας κοίταξε τη γυναίκα του έκπληκτος. Δεν την είχε ξανακούσει να μιλάει έτσι.
     - Φυσικά και με νοιάζει η ευτυχία της γυναίκας μου, είπε. Για ποιον νομίζεις πως δουλεύω όλη μέρα;
     Κι άλλος καιρός πέρασε, και τα όμορφα χειροτεχνήματα στο σπίτι λιγόστεψαν, αλλά τα παπούτσια στο τσαγκάρικο συνέχιζαν να επιδιορθώνονται με γρήγορους ρυθμούς, όπως πάντα. Το βλέμμα της γυναίκας είχε σκοτεινιάσει κι άλλο, ενώ ο άντρας είχε αποκτήσει πλέον μία καθόλου ευκαταφρόνητη καμπούρα.
     - Πάει, τελείωσε, είπε μια μέρα η γυναίκα, δεν θα γίνουμε ποτέ γονείς!
     - Έχε υπομονή, είπε ο άντρας, δε μας πήραν δα και τα χρόνια!
     - Αλήθεια; είπε η γυναίκα. Για κοίταξέ με, σε παρακαλώ!
     Ο άντρας σήκωσε το κεφάλι του από το καστόρινο γοβάκι, που δούλευε εκείνη την στιγμή, και κοίταξε τη γυναίκα του.
     - Τέτοιο χρώμα είχαν τα μαλλιά σου; ρώτησε. Νομίζω πως ήταν λίγο διαφορετικά...
     - Φυσικά και ήταν διαφορετικά, δεν το βλέπεις ότι έχω γκριζάρει;
     - Α, ναι, βέβαια, είναι γκρίζα, μα δεν είναι λίγο νωρίς γι'αυτό;
     Η γυναίκα του του έφερε ένα μικρό καθρεφτάκι.
     - Κοιτάξου! του είπε.
     Ο άντρας νόμισε πως είδε τον πατέρα του.
     - Μα, τι έγινε, πότε άσπρισαν τα μαλλιά μου; ρώτησε το είδωλό του. Πότε απόκτησα όλες αυτές τις ρυτίδες;
     Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της.
     - Πότε θα καταλάβεις ότι ο χρόνος περνάει; ρώτησε. Είμαστε κιόλας εικοσιπέντε χρόνια παντρεμένοι, κι εσύ δεν έχεις πάρει χαμπάρι!
      - Εικοσιπέντε χρόνια! επανέλαβε ο άντρας. Ώστε, λοιπόν, δεν θα αποκτήσουμε παιδιά...
     Ο άντρας στενοχωρήθηκε πολύ και έσκυψε ακόμα περισσότερο επάνω στα παπούτσια του. Ο καιρός περνούσε πια άχρωμα και εντελώς αθόρυβα, παρ'όλο που από το τσαγκάρικο δεν έλειψε ποτέ η δουλειά. Και η ησυχία δεν διαταράχτηκε ούτε όταν, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, η γυναίκα πέθανε και ο άντρας απόμεινε μόνος κι έρημος.
     Τώρα περνούσε τη μέρα του σκεφτόμενος το παρελθόν και τα όσα θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ. Είχε γίνει μονόχνωτος και δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου από το τσαγκάρικο. Τα παπούτσια που έφτιαχνε, όμως, ήταν σκέτα αριστουργήματα. Τι κρίμα να μην έχει έναν γιο να του μεταδώσει την τέχνη του, όπως είχε κάνει ο πατέρας του με εκείνον...
     Ένα βράδυ, εκεί που ο άντρας κάρφωνε το τακούνι σε μία μπότα ιππασίας, του φάνηκε ότι άκουσε χτύπημα στην πόρτα.
     - Μπα, είπε στον εαυτό του, ιδέα μου θα είναι, θα κάνει αντίλαλο ο ήχος του σφυριού.
     Και συνέχισε τη δουλειά του. Όμως, πάλι του φάνηκε ότι άκουσε χτύπημα στην πόρτα.
     - Να είναι κάποιος στην πόρτα; αναρωτήθηκε. Αλλά ποιος; Δεν περιμένω κανέναν πελάτη τέτοια ώρα, την μπότα θα την πάρουν αύριο...
     Τώρα τα χτυπήματα ακούγονταν πιο καθαρά. Ο άντρας σηκώθηκε με κόπο και πήγε στην πόρτα. Μπροστά του εμφανίστηκε ένα πολύ αδύνατο, κοκαλιάρικο αγόρι.
     - Τι συμβαίνει; ρώτησε ο άντρας.
     - Συγγνώμη που ενοχλώ, κύριε, είπε το αγόρι. Είμαι ξένος σε αυτήν την πόλη και δεν έχω πού να μείνω.
     - Και εγώ τι φταίω; είπε ο άντρας και έκανε να κλείσει την πόρτα.
     - Κανένας δεν μου ανοίγει, είπε το αγόρι, αλλά άκουσα φασαρία και είπα να δοκιμάσω και εδώ.
     - Δεν είναι φιλανθρωπικό σωματείο εδώ.
     - Μία γωνίτσα μόνο χρειάζομαι, για να μην κοιμηθώ έξω, νομίζω πως ετοιμάζεται για βροχή... Μόνο μία γωνίτσα, και το πρωί θα φύγω.
     - Δεν υπάρχει χώρος...
     - Μου το είπαν ότι ζείτε σαν ερημίτης και ότι θέλετε την ησυχία σας. Σας δίνω το λόγο μου ότι δε θα ενοχλήσω καθόλου. Να, σε εκείνη εκεί τη γωνίτσα θα ξαπλώσω... Και το πρωί θα φύγω προτού ξημερώσει... 
     - Δε γίνεται...
     - Ε, καλά, αφού δε γίνεται... 
     Το αγόρι έστριψε να φύγει.
     - Μήπως είσαι κλέφτης; ρώτησε ο άντρας.
     - Κλέφτης; Εγώ; Όχι βέβαια! Εξάλλου, από πότε οι κλέφτες χτυπάνε την πόρτα;
     - Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο άντρας. Ώστε δεν είσαι κλέφτης...
     - Όχι μόνο δεν είμαι κλέφτης, αλλά και με έκλεψαν, μόλις έφτασα στα περίχωρα της πόλης σας!
     Ο άντρας κοίταξε το αγόρι από την κορυφή ως τα νύχια, όσο του επέτρεπε η καμπούρα του.
     - Και τι είχες εσύ για να σου κλέψουν;
     - Την κάπα μου είχα, που ήταν όλο μου το βιος!
     - Βοσκός είσαι;
     - Βοσκός ήμουν. Και η κάπα μου ήταν από χοντρό μαλλί προβάτου, και ήταν πολύ ζεστή...
     - Και πώς σου την έκλεψαν, δηλαδή;
     - Την πούλησα, και μου έδωσαν ένα τρύπιο κέρμα, που όπου και να το έδειξα μετά, μου είπαν ότι είναι ψεύτικο... Ούτε για να πάρω ένα κομμάτι ψωμί να φάω δεν κάνει! 
     Και το αγόρι άνοιξε την παλάμη του και έδειξε μια τρύπια δεκάρα.
     - Σε κορόιδεψαν δηλαδή, είπε ο άντρας.
     - Με έκλεψαν, είπε το αγόρι. Τους έδωσα κάτι που είχε αξία και μου έδωσαν κάτι που δεν άξιζε τίποτα!
     - Έχεις οικογένεια; ρώτησε ο άντρας.
     - Έχω μια γιαγιά, αλλά είναι μακριά.
     - Κι εμένα όλοι οι δικοί μου είναι μακριά, είπε ο άντρας και αναστέναξε... Κι αν σε αφήσω να κοιμηθείς εδώ, σε μια γωνιά, το πρωί θα φύγεις;
     - Φυσικά! Έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να ψάξω για δουλειά...
     - Χμ, ώστε έτσι... Και, δε μου λες, για να'χουμε καλό ρώτημα, τι δουλειά ψάχνεις; Βοσκός, μια φορά, δεν νομίζω να βρεις, εδώ είναι πόλη...
     - Δε με νοιάζει καθόλου, δουλειά να είναι... Η δουλειά δε με τρομάζει!
     - Θα σε ενδιέφερε, για παράδειγμα, να φτιάχνεις παπούτσια;
     - Γιατί όχι; Ίσα-ίσα, που θα μπορέσω να επιδιορθώσω και τα δικά μου, που έχουν αρχίσει να τρυπάνε...
     Ο άντρας κοίταξε τα φθαρμένα παπούτσια του αγοριού και ύστερα γύρισε το βλέμμα του ψηλά. Από την άκρη της πόρτας φαινόταν ένα κομμάτι ουρανού. Αν φαινόταν το φεγγάρι, ίσως θα μπορούσε να φανταστεί ότι η γυναίκα του του χαμογελούσε από εκεί ψηλά. Αλλά ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα. Το αγόρι είχε δίκιο, ετοιμαζόταν για βροχή.
     - Πώς σε λένε; ρώτησε ο άντρας.
     - Γιάννη με λένε, είπε το αγόρι.
     - Γιάννη έλεγαν και τον πατέρα μου! είπε ο άντρας και χαμογέλασε.
     Από τότε, ο Γιάννης έμεινε δίπλα στον άντρα και έγινε ο γιος που δεν είχε αποκτήσει ποτέ. Ο άντρας του έδειξε όλη την τέχνη του, και πολύ σύντομα το τσαγκάρικο αντηχούσε από τις ομιλίες τους. Οι δυο τους ζούσαν πολύ καλά και όταν κάποιος ρωτούσε τον άντρα ποιο ήταν εκείνο το αγόρι, εκείνος το παρουσίαζε σαν γιο του. "Και ποιος σου τον χάρισε το γιο;" τον ρωτούσαν για να τον πειράξουν, αφού γνώριζαν ότι με τη γυναίκα του δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. "Μια τρύπια δεκάρα", απαντούσε χαμογελώντας, και επέστρεφε στη δουλειά του.      

12 σχόλια:

  1. Πίπη καλησπέρα..
    Τι μου θύμισες..? Τον πρώτο μου γείτονα δίπλα στο γραφείο μου.. Ο κυρ Χρήστος ήταν η καθημερινή παρέα μου.. Ανοίγαμε πολύ πρωί και τα λέγαμε.. Αυτός σκυμμένος πάνω στα παπούτσια και εγώ να του μιλάω για διάφορα θέματα.. Μεγάλος σε ηλικία, αδύνατος μυώδης και τεχνίτης άριστος.. Αλλά το κυριότερο εξαιρετικός άνθρωπος , και φίλος.. Τα μάτια του ήταν πάντοτε κόκκινα από την ένταση της λεπτοδουλειάς του.. Καλλιτέχνης όπως και στο κείμενο σου..? Θυμάμαι όταν μετά από 4 χρόνια χρειάστηκε να αλλάξω γειτονιά (πήγα δύο στενά πιο κάτω..) με αγκάλιασε και δάκρυσε.. Ακόμα και όταν πήρε σύνταξη στη pilotis του σπιτιού του διαμορφώσαμε εργαστήριο ένα μεγάλο ηλιόλουστο δωμάτιο και συνέχιζε να δουλεύει με παρέα τη γυναίκα του.. Είχε δύο κόρες που τους είχε αγοράσει από ένα διαμέρισμα στην Αθήνα , τις βοηθούσε συνέχεια και τα εγγόνια του.. Όταν τον επισκεπτόμουν χαιρόταν , με ένα τεράστιο χαμόγελο και κερνούσε τσίπουρο.. Το μόνο που δεν του επέτρεπα ήταν να με χαιρετήσει με χειραψία , και γελούσαμε.. Το χέρι του ήταν σαν τανάλια..?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που σου θύμισα τον πρώτο σου γείτονα, Τάσο μου, κυρίως επειδή σου θύμισα και μια σειρά από τόσο όμορφες σκηνές της καθημερινότητας. Όλοι οι μάστορες σαν τον κυρ Χρήστο είναι καλλιτέχνες και είναι σκέτη απόλαυση να παρακολουθείς τη δουλειά τους!
      Όσο για το ότι δεν τον άφηνες να σου σφίξει το χέρι, νομίζω ότι ήταν πολύ σοφή επιλογή. Όλοι εκείνοι που δουλεύουν με τα χέρια τους έχουν τρομερή δύναμη, τόσο που πολλές φορές είναι δύσκολο να την ελέγξουν.
      Ποιος ξέρει, αν τον άφηνες, ίσως τώρα να μην είχες δάχτυλα να πληκτρολογείς σχόλια...
      Να έχεις ένα όμορφο βράδυ

      Διαγραφή
  2. Συγκλονιστικό! Με συγκίνησες πάρα πολύ βρε παλιοκόριτσο! Ειδικά εκεί στο φινάλε. Στο κρυφό βλέμμα του τσαγκάρη στο κομμάτι αυτό του ουρανού με το χαμόγελο της γυναίκας του να παιχνιδίζει με το φεγγάρι.
    Πόσο όμορφο βρε Πίππη, πόσο.
    Αλήθεια πόσο μας τραβά και μας ρουφά ο χρόνος στη δίνη του. Πόσες φορές το αύριο γίνεται σκόνη στη ζωή μας. Πόσες φορές διαπιστώνουμε ότι τελείωσε το λαδάκι στο καντήλι και στην ουσία δεν χαρήκαμε τίποτα. Είναι τρομερό να το σκεφτείς.
    Πίππη μου. αλήθεια με άγγιξε πάρα πολύ αυτό σου το διήγημα. Το θεωρώ ένα από τα καλύτερά σου στην ιστορία της γραφής σου αγαπημένη μου φίλη.
    Την αγάπη μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε, Γιάννη μου, το παραμύθι του έψιλον. Για άλλη μια φορά μου έδειξες πόσο διαφορετικά κριτήρια έχει ο κάθε άνθρωπος. Ένα παραμύθι όχι και τόσο κλασσικό, αυτό να λέγεται, που εγώ θεώρησα απλώς ΟΚ, εσύ να το θεωρείς ένα από τα καλύτερά μου!
      Είναι αλήθεια ότι η καθημερινότητα πολλές φορές μας καταπίνει σε τέτοιο βαθμό που χάνουμε τον εαυτό μας. Το θετικό στην περίπτωση του τσαγκάρη, όμως, είναι ότι, έστω και τόσο αργά, άρπαξε την ευκαιρία και άλλαξε την πορεία της ζωής του.
      Ας κρατήσουμε, λοιπόν, το ευοίωνο τέλος του παραμυθιού, και ας ελπίσουμε η ιδέα για το επόμενο γράμμα της αλφαβήτου να μου έρθει σύντομα.
      Πολλά φιλιά

      Διαγραφή
    2. Αχ το λέω εγώ ο φίλος σου ναι. Τα παραμύθια σου, κάθε ένα έχει το δικό του όμορφο στίγμα να αποθέσει στα συναισθήματά μας Πίππη μου. Καλησπέρα καλή μου.

      Διαγραφή
  3. Πίπη μου γλυκιά, με συνεπήρε η ιστορία σου! Επίσης, αγαπώ πολύ τα τσαγκαράδικα, επειδή έχουν κάτι από τις παλιές εποχές, κάτι γνήσιο, κάτι αυθεντικό.. Πάρα πολύ ωραία κυλάει η ιστορία σου, κι επίσης χαίρομαι που ο τσαγκάρης -πριν να είναι πολύ αργά- βρήκε το νόημα τής ζωής, που δεν κρυβόταν -μόνο- στα παπούτσια.. Φιλιά και καλημέρες 🌸🌷🌺

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που σου άρεσε το παραμύθι με τον τσαγκάρη, Πέτρα μου, όσο για το πώς κυλάει η ιστορία, θα έλεγα μετ'εμποδίων... Να δω πότε θα μου έρθει ιδέα για το ζήτα ή για οποιοδήποτε άλλο γράμμα, έστω, να το'χω έτοιμο.
      Πολλά φιλιά και σε εσένα

      Διαγραφή
  4. Ακόμα και μέσα σε ένα παραμύθι μπορεί να περάσει η ζωή και να μην το καταλάβεις Πίππη μου, πόσο μάλλον στην πραγματικότητα...
    Και καλά να το πάρεις είδηση λίγο πριν είναι αργά, όπως έκανε και ο τσαγκάρης του παραμυθιού σου ...τέλος καλό λοιπόν όλα καλά όπως στα παραμύθια!!!!
    Καλή Σαρακοστή καλή καθαρή Δευτέρα!! φιλιααα!!! 😊

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τέλος καλό, όλα καλά, Ρούλα μου! Κι εσάς καλή αρχή με το παραμύθι του νεογέννητου πρίγκηπα, που ξεκινήσατε.
      Καλή Σαρακοστή, καλή Καθαρά Δευτέρα και όλα τα καλά

      Διαγραφή
  5. Τί ωραίο και διδακτικό παραμύθι!
    Περνάει ο καιρός και ούτε που το καταλαβαίνουμε.
    Συγκινήθηκα πολύ με την ιστορία σου.
    Συνεχίζουμε ακάθεκτοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που σου άρεσε, Ρένα μου! Ο χρόνος περνάει γρηγορότερα από όσο αντιλαμβανόμαστε. Αλλά, εδώ είμαστε ακόμη και προσπαθούμε να τον ομορφύνουμε όσο γίνεται.
      Φιλάκια πολλά

      Διαγραφή

To comment or not to comment? That is the question