Τα ξωτικά στο εργαστήριο του Άη-Βασίλη δούλευαν υπερωρίες. Τόσα πολλά παιδιά, τόσες πολλές παραγγελίες να προλάβουν, τόσος λίγος χρόνος μέχρι να παραδοθούν οι παραγγελίες... Και αυτό δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, μόνο που φέτος τα ξωτικά είχαν μία καταπληκτική ιδέα: να κάνουν έκπληξη στον Άη-Βασίλη και να φτιάξουν ένα δώρο και για εκείνον!
Την ιδέα - για να είμαστε ειλικρινείς - την είχε ο Τρίτσι-τρατς, το μεγαλύτερο αρχιξωτικό.
- Πώς θα σας φαινόταν, ρώτησε τα υπόλοιπα ξωτικά, να φτιάχναμε φέτος και ένα δώρο για τον Άη-Βασίλη;
- Ωραία ιδέα! είπαν όλα.
Αλλά, τι δώρο θα του έφτιαχναν;
- Μια όμορφη κούπα, για να πίνει την αγαπημένη σοκολάτα του! είπε ο Κρίτσι-κρατς, ένα κουτσοδόντικο ξωτικό.
- Τέλεια ιδέα! είπαν όλα.
Και ανάθεσαν το δώρο στον Σβιν-σβιν, που ήταν άσος στον πηλό. Και ο Σβιν-σβιν σχεδίασε μία υπέροχη κούπα, με ανάγλυφες χιονονιφάδες, που έπαιζε εορταστική μουσική, όταν την έπαιρνες στα χέρια σου. Αλλά, εκεί που έφτιαχνε την κούπα, να'σου ο Άη-Βασίλης στο εργαστήριο!
- Τι φτιάχνεις εκεί; ρώτησε ο Άη-Βασίλης τον Σβιν-σβιν.
- Μία κούπα.
- Για ποιον την φτιάχνεις;
- Ε..., μα..., για την Βασούλα, φυσικά...
- Ποια Βασούλα;
- Εκείνη τη Βασούλα... που είχε γράψει εκείνο το ωραίο γράμμα...
- Α, ναι, ναι, θυμάμαι... πολύ καλό παιδί... μα, η Βασούλα δεν ζητούσε κούπα, μια κούκλα ζητούσε!
- Α, ναι;
- Α, Σβιν-σβιν, μου φαίνεται πως άρχισες να ξεκουτιαίνεις... Δεν πειράζει, φερ'την εδώ την κούπα, θα τη δώσω στη γυναίκα μου, που χρειάζεται δοσομετρητή για τα γλυκά της. Και εσύ να φτιάξεις μια κούκλα για τη Βασούλα.
Και ο Άη-Βασίλης έφυγε με την κούπα.
- Και τώρα; είπαν τα ξωτικά.
- Έφτιαξα μία κούκλα με μπούκλες για τη Βασούλα, είπε ο Σβιν-σβιν. Ανοιγοκλείνει και τα μάτια της, ελπίζω να της αρέσει.
- Γιατί δεν του φτιάχνουμε μια όμορφη κουνιστή πολυθρόνα; Αυτή που έχει τώρα, έχει παλιώσει πολύ και τρίζει, όπου να'ναι θα σπάσει, είπε ο Χρίτσι-χριτς, ένα ξωτικό με φακίδες στη μύτη.
- Ωραία ιδέα! είπαν όλα.
Και την κατασκευή της πολυθρόνας την ανέλαβε ο ίδιος ο Χρίτσι-χριτς, που κατά σύμπτωση ήταν μάστορας στις κατασκευές από ξύλο. Και ο Χρίτσι-χριτς πήρε αρωματικό ξύλο πεύκου και άρχισε να κατασκευάζει την κουνιστή πολυθρόνα του Άη-Βασίλη. Αλλά, εκεί που έφτιαχνε την πολυθρόνα, να'σου ο Άη-Βασίλης!
- Τι φτιάχνεις εκεί; ρώτησε ο Άη-Βασίλης τον Χρίτσι-χριτς.
- Ε..., δεν... έχω... αποφασίσει ακόμα...
- Τι δεν έχεις αποφασίσει; Αφού φτιάχνεις μια πολυθρόνα, έτοιμη την έχεις!
- Τι; Α, ναι, για φαντάσου! Ναι, πολυθρόνα φτιάχνω...
- Σαν να μη μου τα λες καλά, Χρίτσι-χριτς, μήπως με κοροϊδεύεις;
- Εγώ; Όχι, καθόλου, ποιος είμαι εγώ για να σε κοροϊδέψω, Άη-Βασίλη μου, όχι, καθόλου δε σε κοροϊδεύω, απλώς, να,... ήμουν λίγο... αφηρημένος, ναι, φτιάχνω μια πολυθρόνα...
- Και για ποιον είναι αυτή η πολυθρόνα;
- Για ποιον είναι; Α, ναι, να δεις πώς τον λένε,... είναι για τον... για το Γιαννάκη είναι!
- Για ποιον Γιαννάκη;
- Για εκείνον, καλέ, που... γράφει τα ωραία τα γράμματα... και έχει και τόσο ωραίο γραφικό χαρακτήρα...
- Εκείνος ο Γιαννάκης δε ζητούσε πολυθρόνα, ζητούσε ποδήλατο, και μάλιστα το ήθελε και κόκκινο!
- Να, εδώ έχω μπογιές από όλα τα χρώματα... σίγουρα έχω και κόκκινο...
- Ναι, αλλά όχι για πολυθρόνα, για ποδήλατο!
- Πώς; Μα, ναι... φυσικά... για... ποδήλατο...
- Δεν μπορώ να καταλάβω τι έχετε πάθει τώρα τελευταία... προχθές ο Σβιν-σβιν, σήμερα εσύ...
- Πάω να φέρω τα υλικά για το ποδήλατο.
- Ναι, να πας... Και εγώ θα την πάρω την πολυθρόνα... Μια που την έφτιαξες, αμαρτία είναι να πάει χαμένη... Θα τη δώσω στον Κρίτσι-κρατς, ο καημενούλης έχει γεράσει πολύ και έχει σκεβρώσει... Μία κουνιστή πολυθρόνα είναι ό,τι πρέπει για τους ρευματισμούς του!
- Και τώρα τι κάνουμε; είπε ο Σβιν-σβιν στα υπόλοιπα ξωτικά, αφού τους διηγήθηκε τι είχε συμβεί.
- Να του φτιάξουμε ένα ρολόι! είπε ο Τίκι-τακ. Ένα ρολόι είναι μικρό και μπορούμε να το κρύψουμε να μην το δει.
- Ωραία ιδέα! είπαν τα ξωτικά.
Και ο Τίκι-τακ ανέλαβε να φτιάξει το ρολόι. Και το ρολόι είχε ταράνδους που πετούσαν, και χιόνι που έπεφτε σαν αληθινό... Αλλά, πάνω που το τελείωνε, να'σου ο Άη-Βασίλης! Ο Τίκι-τακ ήταν τόσο απορροφημένος στη δουλειά του, που αιφνιδιάστηκε και δεν πρόλαβε να κρύψει το ρολόι.
- Τι φτιάχνεις, Τίκι-τακ; ρώτησε ο Άη-Βασίλης.
- Αη-Βασίλη, με τρόμαξες!
- Τι φτιάχνεις;
- Ε, τίποτα... δηλαδή... δοκίμαζα κάτι...
- Α, μα εσύ φτιάχνεις ένα ρολόι!
- Ναι, ένα ρολόι δοκίμαζα να φτιάξω, το βρήκες, Άη-Βασίλη μου!
- Καλά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το βρω... Αλλά, Τίκι-τακ, θα σε μαλώσω! Αφήνεις τη δουλειά σου τέτοια εποχή, με τόσες παραγγελίες παιδιών που περιμένουν, για να κάνεις δοκιμές; Δεν το περίμενα αυτό από εσένα, πάντα ήσουν τόσο τυπικός με τις υποχρεώσεις σου...
- Όχι, Άη-Βασίλη, δεν αφήνω τη δουλειά μου, μην ανησυχείς...
- Και τότε γιατί φτιάχνεις αυτό το ρολόι, ενώ ξέρεις ότι αυτή την εποχή φτιάχνουμε μόνο δώρα;
- Μα,... δώρο είναι και αυτό!
- Δώρο; Για ποιον;
- Για ένα αγοράκι...
- Για ποιο αγοράκι;
- Μα, για τον... ε, για τον..., α, ναι, για τον Βασιλάκη είναι.
- Για ποιον Βασιλάκη;
- Για εκείνον, καλέ, δε θυμάσαι; Εκείνον το μικρό, που... αλήθεια δε θυμάσαι;
- Για εκείνον που απόκτησε πρόσφατα μια αδερφούλα λες;
- Ναι, γεια σου!
- Και ζήτησε ο Βασιλάκης ρολόι;
- Και πώς δε ζήτησε, το θυμάμαι πολύ καλά, θέλει να έχει ένα χαρούμενο ρολόι...
- Δηλαδή, αν βρούμε το γράμμα του και το ξαναδιαβάσουμε, θα διαβάσουμε ότι ο Βασιλάκης θέλει ρολόι;
- Ε... ναι... τι άλλο θα διαβάσουμε;
- Μήπως νομίζεις ότι γέρασα και ξεκούτιανα; είπε ο Άη-Βασίλης. Τα θυμάμαι απ'έξω όλα τα γράμματα των παιδιών. Και ο Βασιλάκης που λες, δε ζητάει ρολόι, ζητάει ένα ρομπότ!
- Ρομπότ ζητάει;
- Φυσικά.
- Α, θα μπερδεύτηκα, μάλλον... Είναι που ξεκινάνε και τα δύο από ρο.
- Περίεργα πράγματα συμβαίνουν, είπε ο Άη-Βασίλης. Τη μια ο Σβιν-σβιν, την άλλη ο Χρίτσι-χριτς, τώρα εσύ...
- Τι έπαθε ο Χρίτσι-χριτς;
- ... Πάλι καλά που σας επιθεωρώ και προλαβαίνω τα χειρότερα! Να φτιάξεις ένα ρομπότ για το Βασιλάκη... και δώσε μου εδώ το ρολόι που έφτιαξες. Θα το δώσω στον Φλίπι-φλοπ, που είναι πολύ ξεχασιάρης και όλο καθυστερεί στη δουλειά του. Με αυτό το ρολόι θα είναι πάντα στην ώρα του.
Και ο Άη-Βασίλης πήρε το ρολόι με τους ταράνδους και το χιόνι και έφυγε.
- Τι θα κάνουμε τώρα; είπαν τα ξωτικά μόλις έμαθαν τα καθέκαστα.
- Έχω μια ιδέα, είπε ο Φρουτ-φρουτ. Να του φτιάξουμε ένα ζευγάρι όμορφες, ζεστές παντόφλες, όλο και κάποιο παιδί θα ζητάει ένα ζευγάρι παντόφλες... Έτσι, αν μας πιάσει να τις φτιάχνουμε, δεν θα καταλάβει ότι τις φτιάχνουμε για εκείνον...
- Κανένα παιδί δεν ζήτησε παντόφλες, όλα ζήτησαν παιχνίδια, είπε ο Φλίπι-φλοπ, που στο χέρι του φορούσε το ρολόι με τους ταράνδους και το χιόνι.
- Κι όμως, είπε ο Φρουτ-φρουτ, η Ελενίτσα, που λατρεύει το μπαλέτο, ζήτησε ένα ζευγάρι πουέντ.
- Θα φτιάξουμε πουέντ για τον Άη-Βασίλη, τελικά; ρώτησε ο Τρίκι-τρακ, που μερικές φορές ήταν λίγο αργόστροφος.
- Φυσικά και όχι, είναι δυνατόν να τον υποβάλουμε σε ασκήσεις ισορροπίας στην ηλικία του; Παντόφλες θα φτιάξουμε, αλλά αν μας τσακώσει να τις φτιάχνουμε, θα πούμε ότι φτιάχνουμε πουέντ για την Ελενίτσα, κατάλαβες;
- Α... τώρα το κατάλαβα! είπε ο Τρίκι-τρακ.
- Θέλεις να τις φτιάξεις εσύ τις παντόφλες του Άη-Βασίλη; ρώτησε ο Φρουτ-φρουτ τον Τρίκι-τρακ.
- Με μεγάλη μου χαρά! είπε ο Τρίκι-τρακ και στρώθηκε στη δουλειά.
Μα, εκεί που ο Τρίκι-τρακ έφτιαχνε ένα ζευγάρι παντόφλες, που όταν περπατούσαν ακούγονταν κουδουνάκια, να'σου ο Άη-Βασίλης!
- Τι φτιάχνεις εδώ, Τρίκι-τρακ; ρώτησε ο Άη-Βασίλης.
- Τι φτιάχνω; Μα, ένα ζευγάρι παντοφ...ουέντ, φυσικά!
- Παντοφουέντ;
- Ναι,... δηλαδή... όχι... στάσου, μια στιγμή, πώς τις λένε, φ...ουέντ,... φλ...ουέντ, μπ...ουέ..., α, ναι, πουέντ!
- Α, πουέντ... Και γιατί μοιάζουν τόσο πολύ με παντόφλες;
- Έτσι λες;
- Δε λέω έτσι, έτσι είναι!
- Μα, όχι, αυτή είναι η τελευταία λέξη της μόδας στις φλ... π...ουέντ...
- Περίεργο είναι αυτό που μου λες...
- Καθόλου περίεργο, είναι η τελευταία λέξη της μόδας, σου λέω!
- Και κουδουνίζουν κιόλας, είπε ο Άη-Βασίλης, καθώς περιεργαζόταν τη μία από τις παντόφλες.
- Ναι,... κουδουνίζουν, επειδή... ναι,... επειδή... είναι για... να δεις πώς το λένε... μισό λεπτό, να θυμηθώ... α, ναι, θυμήθηκα, είναι για μια ειδική παράσταση, χριστουγεννιάτικη!
- Για ποια χριστουγεννιάτικη παράσταση;
- Ναι, είναι μία παράσταση με... Χριστούγεννα... και δώρα... α, ναι, καλέ, θυμάσαι εκείνη την παράσταση με εκείνο το κοριτσάκι που γνώρισε εκείνον τον... πώς τον έλεγαν... κυματοθραύστη; Γι'αυτήν την παράσταση είναι, είναι ένα ζευγάρι π...πουέντ για την παράσταση του κυματοθραύστη!
- Μήπως, κατά σύμπτωση, εννοείς τον Καρυοθραύστη;
- Ε, ναι, αυτό δεν είπα;
- Είπες κυματοθραύστη.
- Ε, δεν πειράζει, καρυοθραύστη εννοούσα.
- Ώστε φτιάχνεις ένα ζευγάρι πουέντ για την παράσταση του Καρυοθραύστη...
- Ακριβώς! είπε ο Τρίκι-τρακ και κορδώθηκε.
- Μάλιστα... και ποιος τις ζήτησε αυτές τις πουέντ;
- Ένα κοριτσάκι ήταν, πώς το έλεγαν... Ε...λβίρα... Ε...λίνα... Ελ...εάννα... α, ναι, η Ελενίτσα! Η Ελενίτσα που λατρεύει το μπαλέτο τις ζήτησε!
- Αλήθεια είναι, η Ελενίτσα ζήτησε ένα ζευγάρι πουέντ... Αλλά, βρε παιδί μου, μήπως τις φτιάχνεις κομματάκι μεγάλες;
- Μα όχι... καλές είναι... νομίζω...
- Αυτές είναι μεγάλες, μέχρι και σε εμένα θα έκαναν!
- Η Ελενίτσα έχει μεγάλα πόδια...
- Σαν να μη μου τα λες καλά... Σαράντα τρία νούμερο φοράει η Ελενίτσα;
- Σαράντα τρία είναι αυτές; Α, θα μπερδεύτηκα, τριάντα τέσσερα τις ήθελα... Θα φτιάξω άλλες...
- Να φτιάξεις άλλες, αλλά αυτές που έφτιαξες φερ'τις εδώ, μην τις κρύβεις... Θα τις γεμίσω με ξερά φύλλα και βαμβάκι και θα τις δέσω στα κλαδιά του έλατου που βρίσκεται έξω από το εργαστήριο... Θα γίνουν δύο πρώτης τάξεως φωλιές για άστεγα πουλάκια...
- Ωραίες φωλιές! θαύμασαν τα ξωτικά, όταν είδαν τις κρεμασμένες στο έλατο παντόφλες, αφού είχαν ακούσει την ιστορία του Τρίκι-τρακ.
- Δε θα τα καταφέρουμε ποτέ, είπε ο Φλίπι-φλοπ, ο Άη-Βασίλης βρίσκεται παντού, δεν μπορούμε να του κρυφτούμε!
- Τι άλλο θα μπορούσαμε να του φτιάξουμε; είπε ο Τσούκου-τσουκ, ένα ξωτικό με πεταχτά αυτιά.
- Ο Φλίπι-φλοπ έχει δίκιο, είπε ο Χρίτσι-χριτς, μάλλον θα πρέπει να τα παρατήσουμε...
- Όχι, είπε ο Τσούκου-τσουκ, που ήταν πολύ μικρός και πάντα ήθελε να γίνεται το δικό του, δεν πρέπει να τα παρατήσουμε, έχουμε χρόνο ακόμα!
- Δε θα τα καταφέρουμε, σας λέω! είπε ο Φλίπι-φλοπ, που δεν του άρεσε να του φέρνουν αντίρρηση.
- Έχουμε χρόνο! ανέβασε τον τόνο της φωνής του ο Τσούκου-τσουκ.
- Γιατί τσακώνεστε; ακούστηκε η φωνή του Άη-Βασίλη. Γιατί δεν είστε στο εργαστήριο; Δεν θα προλάβουμε τις παραγγελίες!
Τα ξωτικά πάγωσαν λίγο, αλλά, ευτυχώς, ο Χρίτσι-χριτς κράτησε την ψυχραιμία του.
- Δεν τσακωνόμαστε, Άη-Βασίλη, είπε, απλώς συζητούσαμε για τις παραγγελίες...
- Και γιατί φωνάζατε;
- Ε, να,... απλώς, μας είχε συνεπάρει η συζήτηση...
- Α, καλά, αφήστε όμως τις συζητήσεις, ο χρόνος τρέχει, στις θέσεις σας όλοι!
Τα ξωτικά πήγαν στις θέσεις τους, όπως τους είπε ο Άη-Βασίλης. Και εκείνη τη μέρα δεν κατάφεραν να ξαναβρεθούν μόνα τους.
Αλλά ούτε και τις επόμενες το κατάφεραν, αφού ο Άη-Βασίλης δεν έφευγε πια ούτε στιγμή από το εργαστήριο. Τα ξωτικά έβλεπαν τα σχέδιά τους να γκρεμίζονται. Είχε φτάσει η παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Οι βοηθοί του Άη-Βασίλη γυάλισαν το έλκηθρο και έζεψαν τους ταράνδους. Τα ξωτικά έφεραν τα σακιά με τα δώρα, σέρνοντάς τα με κόπο, επειδή ήταν πολύ βαριά, και οι βοηθοί τα φόρτωσαν στο έλκηθρο. Ήταν όλα έτοιμα!
- Έτοιμο το έλκηθρο, Άη-Βασίλη! είπε ο Τρίτσι-τρατς στον Άη-Βασίλη.
- Ωραία, είπε ο Άη-Βασίλης, πάω να βάλω την στολή μου και ξεκινάμε.
Αλλά όπως έκανε να σηκωθεί ο Άη-Βασίλης, τον έπιασε λουμπάγκο.
- Ωχ! έκανε και ξανακάθησε.
- Τι έπαθες; τον ρώτησε η γυναίκα του, που άκουσε τις φωνές του.
- Πονάω, δεν μπορώ να κουνηθώ!
- Η μέση σου πάλι;
- Ναι, αχ, τι πόνος!
- Να σου βάλω ένα έμπλαστρο;
- Τι να μου κάνει το έμπλαστρο; Πονάω, σου λέω!
- Να σου φέρω ένα παυσίπονο;
- Πω-πω, τι έπαθα, πώς θα μπω στις καμινάδες για να μοιράσω τα δώρα των παιδιών τώρα;
- Ποιες καμινάδες; Ποια δώρα; Θυμάσαι τι είπε ο γιατρός την τελευταία φορά; Θα πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι, να ξεκουράσεις τη μέση σου...
- Στο κρεβάτι; Τρελλάθηκες; Παραμονή Πρωτοχρονιάς σήμερα! Πώς γίνεται να την περάσω ξαπλωμένος στο κρεβάτι;
- Μα αφού δεν μπορείς να κουνηθείς!
- Θα μπορέσω, να, αν προσπαθήσω, να, δες, μπορ... αχ, αχ, αχ!
- Πάω να φέρω το παυσίπονο...
Ο Άη-Βασίλης αφέθηκε στην πολυθρόνα του.
- Ωχ! είπε ο Άη-Βασίλης.
- Κριτς! έτριξε η πολυθρόνα.
- Πω-πω, τι έπαθα, πώς θα μοιράσω τα δώρα των παιδιών; Πώς θα μπαίνω στις καμινάδες;
Ο Τρίτσι-τρατς έτρεξε να ενημερώσει τα άλλα ξωτικά για το λουμπάγκο του Άη-Βασίλη.
- Τον καημένο τον Άη-Βασίλη, είπαν τα ξωτικά, πόσο πολύ θα πονάει!
- Και πόσο θα στενοχωρηθούν τα παιδιά που δε θα πάρουν δώρα! είπε ο Φρουτ-φρουτ.
- Θα πρέπει να βρούμε χώρο να αποθηκεύσουμε τα παιχνίδια, είπε ο Φλίπι-φλοπ.
- Και γιατί να τα αποθηκεύσουμε; είπε ο Τσούκου-τσουκ. Μας είναι άχρηστα πλέον, αφού δεν γίνεται να τα δώσουμε άλλη μέρα...
- Ούτε το χρόνου γίνεται να τα δώσουμε, συμφώνησε ο Φρουτ-φρουτ, τα παιδιά του χρόνου θα δώσουν καινούργιες παραγγελίες!
- Και τι θα τα κάνουμε; Θα τα πετάξουμε; ρώτησε ο Τρίκι-τρακ.
- Και γιατί να μην τα μοιράσουμε εμείς; είπε ο Τρίτσι-τρατς.
- Μα, μπορούμε;
- Και γιατί να μην μπορούμε; Αφού το δρομολόγιο το ξέρουμε!
- Θα μπορούσαμε να βάψουμε και τις φορεσιές μας κόκκινες, είπε ο Χρίτσι-χριτς, έχω πολλή κόκκινη μπογιά στο εργαστήριο.
- Ναι, είπε ο Σβιν-σβιν, θα φτιάξουμε και μούσια από βαμβάκι... θα φουσκώσουμε και τις κοιλιές μας με βαμβάκι και θα μοιάζουμε με τον Άη-Βασίλη. Έτσι, αν τύχει και μας δει κάποιο παιδί, θα νομίζει ότι είδε τον Άη-Βασίλη.
- Τέλεια ιδέα! φώναξαν τα ξωτικά, και έτρεξαν να μεταμφιεστούν.
Σε λίγη ώρα, ο χώρος είχε γεμίσει από πολλούς μικρούς αγιοβασίληδες. Και λίγο αργότερα, το φορτωμένο με δώρα έλκηθρο πετούσε ψηλά στον ουρανό.
Το παυσίπονο που έδωσε η κυρα-Βασίλαινα στον Άη-Βασίλη άρχισε να ενεργεί σιγά-σιγά και ο πόνος άρχισε να μαλακώνει, αλλά ο Άη-Βασίλης δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Η κυρα-Βασίλαινα, βλέπετε, είχε τη φαεινή ιδέα να του φτιάξει και μία βαλεριάνα, οπότε η χαλάρωση ήταν μονόδρομος. Ιπτάμενοι τάρανδοι άρχισαν να περνάνε ένας-ένας μπροστά από τα μάτια του, πηδώντας με χάρη πάνω από σωρούς από γκι, και τα βλέφαρά του άρχισαν να βαραίνουν. Ύστερα από λίγο, στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μόνο το ροχαλητό του Άη-Βασίλη ακουγόταν.
Ξύπνησε με το πρώτο φως του ήλιου. Η μέση του τον πονούσε ακόμα πάρα πολύ, αλλά πολύ περισσότερο τον πονούσε που τα παιδιά είχαν μείνει χωρίς δώρα. Πώς θα περνούσε τώρα ο νέος χρόνος; Κι αν τα παιδιά έπαυαν να πιστεύουν στην ύπαρξή του; Κι αν σταματούσαν να του στέλνουν γράμματα; Κι αν σταματούσαν να ονειρεύονται;
Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ο Τρίτσι-τρατς, μαζί με μία επιτροπή από πέντε ξωτικά.
- Καλημέρα, Άη-Βασίλη, και καλή χρονιά! είπαν όλοι με μια φωνή.
- Καλημέρα, καλά μου ξωτικά, είπε κακόκεφα ο Άη-Βασίλης, όσο για την χρονιά, δεν μπορώ να πω... μα σαν κάπως διαφορετικά μου φαίνεστε σήμερα... μήπως κουρευτήκατε;
- Όχι.
- Τέλος πάντων, θα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με τα δώρα των παιδιών...
- Ποια δώρα;
- ... Θα πρέπει να φτιάξουμε μια τεράστια αποθήκη για να τα φυλάξουμε εκεί.
- Δεν χρειάζεται.
- Φυσικά και χρειάζεται, αν μείνουν έξω θα χαλάσουν από το χιόνι και το κρύο.
- Δεν χρειάζεται, Άη-Βασίλη.
- Μα πώς δεν χρειάζεται, έτσι θα τα αφήσουμε; Μα, για σταθείτε, αλλάξατε τα ρούχα σας; Φοράτε κόκκινα ή μου φαίνεται;
Και τότε τα ξωτικά του τα είπαν όλα. Και του εξήγησαν ότι τα δώρα είχαν παραδοθεί στα παιδιά κανονικά. Και του έδειξαν και τα μούσια από βαμβάκι, και τις ψεύτικες κοιλιές τις γεμισμένες με βαμβάκι. Και τα μάτια του Άη-Βασίλη δάκρυσαν, αλλά τα δάκρυα δεν ήταν από το λουμπάγκο. Ήταν από τη χαρά του. Επειδή τα ξωτικά είχαν πετύχει τον στόχο τους και, τελικά, είχαν καταφέρει να του κάνουν το καλύτερο πρωτοχρονιάτικο δώρο.
Α πολύ ωραίο το παραμύθι σου! Μου άρεσε πολύ το υπέρτατο δώρο των ξωτικών!! Και τέλος καλό όλα καλά. Κρίμα μόνο που μπήκε ο νέος χρόνος και ο Αι Βασίλης είναι κρεβατωμένος! Αλλά με παιδιά χαρούμενα ο νέος χρόνος θα χαμογελάσει δεν μπορεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλές ευχές Πίπη μου για μια καλή και ευλογημένη νέα χρονιά
Τα φιλιά μου
Θα γίνει καλά ο Άη-Βασίλης, θα ξεκουράσει τη μέση του και θα συνέλθει, μην ανησυχείς. Εξάλλου, σημασία είχε να φτάσουν τα δώρα στα παιδιά, οπότε, όλα καλά.
ΔιαγραφήΚαλή και ευλογημένη χρονιά και σε εσένα, Άννα μου, γεμάτη αγάπη, χαρά και έμπνευση
Ω γλυκιά μου τι όμορφο τέλος! Τι όμορφη κατάληξη! Μια μεγάλη χιονοστιβάδα από προβλήματα, χάρη στην αγάπη και στη πίστη των μικρών ξωτικών, δεν στάθηκε ικανή να χαλάσει την Πρωτοχρονιά και τα δώρα των παιδιών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι να που περνάς το μεγάλο μήνυμα Πίπη μου! Τα μικρά πλάσματα είναι που έσωσαν τη μεγάλη γιορτή. Με την αγάπη και τη συλλογική τους δουλειά έδωσαν τη λύση. Και μακράν, το καλύτερο δώρο για τον Άη Βασίλη!
Πολύ όμορφο, συγκινητικό τούτο το διήγημα αγαπημένη μου φίλη.
Καλή χρονιά να ευχηθώ με το καλύτερο για σένα και τα όνειρά σου.
Α, ρε Γιάννη, με τις αναλύσεις σου! Χαίρομαι που σου άρεσε η εορταστική μου ανάρτηση, διασκέδασα πολύ όταν έγραφα τους διαλόγους!
ΔιαγραφήΣου εύχομαι να έχεις μια υπέροχη νέα χρονιά, καλύτερη από την προηγούμενη (σε όλους μας το εύχομαι, δηλαδή), με υγεία, αγάπη και όλα τα καλά
Ευχαριστώ πολύ κορίτσι μου για τις γλυκές σου ευχές. Καλή χρονιά και πάλι. Ναι ήταν πολύ όμορφο και γλυκό.
ΔιαγραφήΈλα ρε συ.. τι ωραίο!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο σου.
Καλή χρονιά με υγεία και πολλές αντοχές...!
Χαίρομαι που σου άρεσε, Κατερίνα μου!
ΔιαγραφήΚαλή χρονιά και σε εσένα, με υγεία, δύναμη, χαμόγελα και ό,τι άλλο επιθυμείς
Τί ωραίο παραμύθι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα το διαβάσω στις εγγονές μου.
Θα τους αρέσει πολύ.
Καλή χρονιά και του χρόνου με υγεία.
Χαίρομαι που σου άρεσε, Ρένα μου, και ελπίζω να αρέσει και στις εγγονές σου!
ΔιαγραφήΚαλή χρονιά και σε εσένα, και να χαίρεσαι όσους αγαπάς
Αχ πολύ μου άρεσε αυτή η γλυκιά συνωμοσία των ξωτικών! Κι επειδή, μέρες που είναι, όλοι χρειαζόμαστε ένα παραμύθι για να παλέψουμε την πραγματικότητα, να είσαι καλά που φροντίζεις και γι' αυτό. Καλή και παραμυθένια να είναι η νέα χρονιά σου, Πίπη μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε, Μαρία μου, και υπόσχομαι από τη μεριά μου να προσπαθώ πάντα να βρίσκω παραμύθια και στη νέα χρονιά!
ΔιαγραφήΝα έχεις μια όμορφη και δημιουργική χρονιά και εσύ
Σαν μικρό παιδί σε διάβαζα με αφοσίωση, και περίμενα κι εγώ με αγωνία να δω ποιο δώρο κατάφεραν τελικά και έφτιαξαν τα ξωτικά για τον Άγιο Βασίλη, που μεταξύ άλλων, δεν έχει ίχνος άνοιας! 😋😁 Καλή χρονιά Πίπη γλυκιά, και να μας γράφεις πάντα τόσο όμορφα παραμύθια, να ξεχνιόμαστε που και που, κι εμείς τα δόλια! ⭐🌻⭐🌻⭐
ΑπάντησηΔιαγραφήΜη νομίζεις, Πέτρα μου, και εγώ δεν ήξερα τι δώρο θα του έκαναν, στο τέλος το έμαθα.
ΔιαγραφήΝα έχεις κι εσύ μια όμορφη και όσο το δυνατόν πιο παραμυθένια χρονιά.
Φιλάκια πολλά
ΧΑ..ΧΑ..μα τι διάλογοι είναι αυτοί Πίππη μου; σου βγάζω το καπέλο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑαααα τα ξωτικά ήταν αυτά που μοίρασαν τα δωράκια; κάτι πήρε έμενα η άκρη του ματιού μου, λέω ..λες να αρρώστησε ο Αι Βασίλης; και να που βγήκε σωστή η σκέψη μου αφού μου το επιβεβαιώνεις και εσύ παραμυθού μου!! ήμουν και εγώ να ξέρεις ένα παιδί που του έφεραν δώρα τα ξωτικά...χο χο χο !!
Καλή και όμορφη χρονιά να έχεις Πίππη μου με υγεία πάνω από όλα και αισιοδοξία πως αυτή η καινούργια χρονιά θα είναι εκείνη που θα μας δώσει τις ανάσες πίσω!!! χρόνια πολλά και καλά!!!φιλιαααα🎁🎄
Το ξέρω ότι πήρες κι εσύ τα δώρα σου, Ρούλα μου, τα θαύμασα στην ανάρτησή σου! Όσο για τον Άη-Βασίλη, εσύ το είχες φανταστεί ήδη ότι μπορεί κάτι να του συνέβαινε και ανησυχούσες, μου το είχες γράψει στην προηγούμενή μου ανάρτηση, αλλά θυμάσαι τι σου είχα πει; "Μην ανησυχείς, Ρούλα, εγώ είμαι εδώ!" Θα σε άφηνα, λοιπόν, έτσι, χωρίς να πάρεις τα δώρα σου, τόσο καλό παιδάκι που ήσουν; Όχι βέβαια! Και τα δώρα μοιράστηκαν, και η μέση του Άη-Βασίλη πηγαίνει καλύτερα, από ό,τι μαθαίνω...
ΔιαγραφήΚαλή και όμορφη χρονιά να έχεις και εσύ, με υγεία, αγάπη και πολλές αγκαλιές!
Φιλάκια πολλά