Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Το πατρικό σπίτι

     


     Ο Γεράσιμος Σοφρωνίου κοίταξε την βραχώδη κορυφογραμμή απέναντί του, που πλησίαζε αργά-αργά. Το βλέμμα του, κουρασμένο, αφέθηκε, σαν τραβηγμένο από τη βαρύτητα, να κατηφορίσει προς το όμορφο, γραφικό λιμάνι, όπου σε λίγη ώρα θα έδενε το πλοίο που τον μετέφερε. Τα μικρά, πολύχρωμα σπίτια στην άκρη του λιμανιού ήταν όπως ακριβώς τα θυμόταν. Να και η εκκλησία, πιο πάνω, η "Παναγιά η θαλασσωτήρα", όπως την έλεγαν οι ντόπιοι, να αγναντεύει το πέλαγο από τον ψηλό, άγριο βράχο της, και να σώζει τους ναυτικούς. Το βλέμμα του κατέβηκε κι άλλο. Σταμάτησε στο ρολόι του.
     - Απαράδεκτο! σκέφτηκε. Σχεδόν μισή ώρα καθυστέρηση. Πάλι καλά που δεν υπογράφουμε σήμερα!
     Τόσα χρόνια στην Αμερική, ο Γεράσιμος - Τζέρι Σόφρον, κατά το συνήθειο να κόβονται τα ελληνικά επώνυμα για να μπορούν να τα προφέρουν οι ξένοι - είχε μάθει καλά τη συνέπεια στην τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων. Με λύπη του διαπίστωνε ότι η Ελλάδα ήταν ακόμα στα επίπεδα των παιδικών του χρόνων, όσον αφορά τη συνέπεια.
     Το πλοίο μπήκε στο λιμάνι και άρχισε τις απαραίτητες μανούβρες. Ο Γεράσιμος-Τζέρι έβγαλε από την τσέπη του το κινητό του. Κοίταξε τα μηνύματά του και ξαναδιάβασε το τελευταίο: "Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος".
     - Σιγά μη δεν προλάβω, σκέφτηκε. Στην Αμερική έμαθα να τελειώνω τις δουλειές μου πολύ γρήγορα. Και αν δεν ήταν και η χαζοβιόλα η αδερφή μου, με τους ενδοιασμούς της, θα την είχα τελειώσει και αυτήν, εδώ και καιρό.
     Λίγο αργότερα, και ενώ είχε κατέβει από το πλοίο και κατευθυνόταν προς τα πρώτα σπίτια του λιμανιού, άκουσε μια φωνή.
     - Γεράσιμε! Γεράσιμε! Εδώ!
     Ήταν η αδερφή του. Τα δυο αδέρφια αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν.
     - Πάχυνες, είπε η αδερφή του.
     - Εσύ είσαι ίδια, όπως σε θυμάμαι, είπε εκείνος.
     Η αδερφή του τον οδήγησε σε ένα λευκό αυτοκίνητο εικοσαετίας, όπου τους περίμενε ο γαμπρός του. Μετά τις απαραίτητες χαιρετούρες, οι τρεις τους μπήκαν στο αυτοκίνητο και απομακρύνθηκαν από το λιμάνι.
     - Έτοιμα όλα; ρώτησε ο Γεράσιμος, που δεν ήθελε να χάσει καιρό. Ο άνθρωπος φτάνει στο τέλος του μήνα, δηλαδή σε πέντε μέρες.
     - Μην περιμένεις και πολλά, είπε η αδερφή του, το σπίτι είναι παλιό και είναι δύσκολο να σουλουπωθεί.
     - Μα τι κάνατε τόσον καιρό; Τρεις μήνες είναι που το ξέρετε, είχατε όλο τον καιρό να το σουλουπώσετε!
     - Τρεις μήνες είχαμε, αλλά υπήρχαν και εξωτερικές εργασίες που έπρεπε να γίνουν και όλο τον Ιούνιο έβρεχε, οπότε οι δουλειές αυτές πήγαν πίσω. Είναι και που το σπίτι είναι γεμάτο πράγματα και είναι δύσκολο να δουλέψεις έτσι...
     - Δεν τα πετάξατε;
     - Πώς να τα πετάξουμε, Γεράσιμε; Τα πράγματα της θείας να πετάξουμε; Να το μάθει να πάθει τίποτα;
     - Πώς θα το μάθει;
     - Εδώ το μέρος είναι μικρό, όλοι λίγο-πολύ γνωρίζονται. Μην ξεχνάς ότι ο μεγάλος εγγονός της κυρα-Θοδώρας, της γειτόνισσας, είναι νοσοκόμος στον οίκο ευγηρίας.
     - Σιγά μη μας πει ο εγγονός της κυρα-Θοδώρας τι θα κάνουμε με την περιουσία μας!
     - Δεν είναι ακόμα περιουσία μας, η θεία ζει ακόμα. Και, σε τελευταία ανάλυση, αν ήθελες να γίνουν τα πράγματα αλλιώς, ας ερχόσουν νωρίτερα, και όχι τελευταία στιγμή...
     - Βρε παιδιά, μη μαλώνετε, αδέρφια είστε! είπε ο γαμπρός του. 
     - Δε νομίζω να έχετε παράπονο από εμένα, είπε ο Γεράσιμος. Όποτε χρειαστήκατε βοήθεια, ήμουν εκεί για εσάς. Και τώρα μου τη λες επειδή δεν μπόρεσα να έρθω νωρίτερα; Ήρθα όσο πιο νωρίς γινόταν. Εξάλλου, αν δεν το κυνηγούσα εγώ, τώρα δε θα συζητούσαμε. Εγώ τον βρήκα τον αγοραστή.
     - Ο φίλος σου τον βρήκε.
     - Το ίδιο κάνει. Λοιπόν, αύριο πρωί-πρωί θα κανονίσω να το αδειάσουμε το σπίτι. Αλλιώς, θα δει ο άνθρωπος τις παλιατζούρες και μην τον είδατε! Εκτός αν δε θέλεις να το πουλήσουμε... Δε θέλεις;
     - Γιατί να μην περιμένουμε λίγο;
     - Οι ευκαιρίες δεν φυτρώνουν στα δέντρα, Φρόσω. Και το σίδερο κολλάει στην βράση. Εξάλλου, δεν κάνουμε κάτι παράνομο, έχουμε πληρεξούσιο...
     - Πήγα τις προάλλες και την είδα... Ένα λεπτό φυλλαράκι έχει γίνει, με ένα φύσημα του ανέμου κόβεται. Δεν της μένει πολύς καιρός, μου το είπε και ο γιατρός.
     - Δεν υπάρχει κάτι καλύτερο να κάνουμε για εκείνη. Στον καλύτερο οίκο ευγηρίας την έχουμε. Ή, μάλλον, καλύτερα, την έχω, έπρεπε να πω. Εγώ τον πληρώνω τα τελευταία δύο χρόνια, που εσείς έχετε αυξημένα έξοδα, με τις σπουδές των παιδιών...
     - Το ξέρω, και σε ευχαριστώ γι'αυτό. Αλλά, έπρεπε να τη δεις... Μου το ξανάπε, να μην το πουλήσουμε. "Είδα όνειρο", μου είπε. "Άκουσέ με τι θα σου πω: εγώ παιδιά δεν έχω. Εσύ και ο αδερφός σου είστε τα παιδιά μου, και ό,τι έχω και δεν έχω, δικό σας θα γενεί. Σας έχω κάνει πληρεξούσιο, αν θέλετε τα πουλάτε και τώρα όλα. Αλλά, ευχή και κατάρα σου δίνω, όσο ζω, το πατρικό μου το σπίτι μην το πουλήσετε, ακούς";
     - Και τώρα τι θέλεις να πεις, δηλαδή; Ότι άλλαξες γνώμη, επειδή η θεία είδε όνειρο, και επειδή σου ξαναείπε να μην πουλήσεις το πατρικό της;
     - Το σπίτι εκεί είναι, Γεράσιμε, δε φεύγει, θα βρεθεί άλλος αγοραστής...
     - Πεντακόσιες χιλιάδες μας δίνει, βρε βούρλο, ποιος άλλος θα μας δώσει τόσα λεφτά για ένα ενενηντάχρονο μισοερείπιο τριών δωματίων, με εξωτερικό καμπινέ; Α, ναι, ξέχασα, έχει και πηγάδι...
     - Μην κοροϊδεύεις.
     - Το ξέρεις πολύ καλά ότι για το σπιτάκι της γιαγιάς, που ήταν προίκα της θείας, και το πουλήσαμε πέρυσι μαζί με τα δύο μεγάλα της χωράφια, δεν πήραμε παρά μόνο ψίχουλα. Τα υπόλοιπα χωράφια της που έμειναν δεν πιάνουν μία, έτσι μικρά και σκόρπια που είναι, ένα εδώ, ένα πιο πέρα, δύο ακόμα πιο πέρα... Μόνο από αυτό το σπίτι μπορούμε να ελπίζουμε, και είναι μεγάλη τύχη που βρέθηκε αυτός ο αγοραστής. Αν τον χάσουμε, τα πεντακόσια χιλιάρικα δεν θα τα ξαναδούμε, ούτε ζωγραφιστά.
     - Δεν ήσουν τόσο παραδόπιστος παλιά.
     - Δεν ήμουν, αλλά έγινα, όταν έφυγα νέο παιδί και πήγα να ζήσω μόνος μου, για να δουλεύω, να συντηρώ τον εαυτό μου, και να βοηθάω και εσάς. Ή νομίζεις ότι ο μπαμπάς την προίκα σου τη μάζεψε ολομόναχος; Ακόμα και τώρα δεν κάνω τίποτα άλλο από το να σας βοηθάω, όποτε χρειάζεται.
     - Καλύτερα να μη μας βοηθάς, αν είναι μετά να μας το χτυπάς!
     - Δεν σας το χτυπάω, αλλά μου δίνεται κι εμένα μια ευκαιρία να πάρω πίσω μερικά από τα χρήματα που ξόδεψα για την οικογένεια, μια οικογένεια την οποία δεν δημιούργησα εγώ, αλλά μέσα στην οποία βρέθηκα.
     - Δεν πιστεύω να με θεωρείς υπεύθυνη για το γεγονός ότι έμεινες μόνος σου. Δε σου είπα εγώ να μην παντρευτείς...
     - Όχι, βέβαια, αλλά το γεγονός παραμένει ότι εγώ φορτώθηκα ευθύνες και έξοδα, που κανονικά ανήκαν στους γονείς μας και όχι σε εμάς.
     - Όπως και να'χει, τώρα πλέον έχεις πιαστεί, δεν έχεις ανάγκη από χρήματα, μπορείς να περιμένεις...
     - Μπορώ, αλλά δε θέλω! Δεν το έχω αυτό το δικαίωμα;
     - Δε σου ζητάω να περιμένουμε πολύ, λίγο να περιμένουμε, καμιά βδομάδα μόνο, άντε δέκα μέρες, λίγο θέλει, μου το είπε ο γιατρός, ας υπογράψουμε σε μια βδομάδα, δέκα μέρες, και για τον αγοραστή, μην ανησυχείς, δε θα μείνει έτσι, θα τον φιλοξενήσουμε, όσο χρειαστεί... γιατί δεν του λες να περιμένει λίγο;
     - Γιατί έτσι!
     Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Είχαν φτάσει στο σπίτι της Φρόσως. Τα δυο αδέρφια σταμάτησαν να μιλάνε και, σαν να μην είχε προηγηθεί η προηγούμενη συζήτηση, μπήκαν στο σπίτι. Η Φρόσω είχε ετοιμάσει φαγητό, και έβαλε να φάνε. Ύστερα, ο Γεράσιμος καληνύχτισε και πήγε για ύπνο. Ήταν ήδη αργά, και ήταν κουρασμένος από το ταξίδι.

******

     Οι επόμενες μέρες είχαν πολύ τρέξιμο για τον Γεράσιμο. Έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση στο σπίτι και ύστερα κανόνισε με έναν παλαιοπώλη να αδειάσει το σπίτι από όλα του τα πράγματα. Μια ολόκληρη μέρα χρειάστηκε ο παλαιοπώλης για να τα πάρει όλα, παρ'όλο το μικρό μέγεθος του σπιτιού. Τι την ήθελε όλη εκείνη τη σαβούρα η θεία; Κάλεσε και έναν μπογιατζή και έβαψε όλους τους εσωτερικούς τοίχους, για να φαίνεται πιο "φρέσκο", αγόρασε και μερικές γλάστρες με γεράνια και βασιλικούς και τα έβαλε εκατέρωθεν της πόρτας, για να δείχνει πιο περιποιημένο.
     Ο αγοραστής έφτασε όπως αναμενόταν. Είδε το σπίτι μέσα-έξω, μέτρησε τις διαστάσεις της αυλής...
     - Φαινόταν καλύτερο στις φωτογραφίες που μου έδειξες, Τζέρι, είπε. Αλλά, ακόμα κι έτσι, μου αρέσει. Έχει υπέροχη θέα. Θα το γκρεμίσω εξ'ολοκλήρου και θα φτιάξω μία μεζονέτα. Υπάρχει χώρος και για πισίνα, μικρή βέβαια. Απλώς, θα χρειαστεί να σκεπάσουμε το πηγάδι. Έτσι κι αλλιώς, τώρα υπάρχει τρεχούμενο νερό, το πηγάδι είναι άχρηστο. Θα το πάρω. Και δε θα σου κόψω τίποτα από τις πεντακόσιες χιλιάδες που σου πρόσφερα αρχικά, παρ'όλο που φαινόταν πολύ καλύτερο στις φωτογραφίες. Πότε υπογράφουμε;

******

     Πέρασαν μερικές μέρες και η μεταβίβαση του σπιτιού ολοκληρώθηκε. Ο Γεράσιμος ένιωσε να φεύγει μια πέτρα από το στήθος του. Η Φρόσω συνέχισε να τον περιποιείται κανονικά, και μάλιστα τον άφησε να κρατήσει για τον εαυτό του περισσότερα από τα μισά χρήματα της πώλησης, έτσι ώστε να τον ξεπληρώσει για τα όσα είχε κάνει για εκείνη και την οικογένειά της όλα αυτά τα χρόνια. Ο Γεράσιμος τα δέχτηκε, έχοντας όμως στο μυαλό του, να κάνει κάποιες επενδύσεις στο όνομα των ανηψιών του, ούτως ώστε να έβρισκαν κάποια μαγιά, όταν θα ξεκινούσαν την επαγγελματική τους ζωή. Αυτός, έτσι κι αλλιώς, δικιά του οικογένεια δεν είχε.
     Πλησίαζε η μέρα που θα έφευγε, ποιος ξέρει για πόσο καιρό πάλι. Αποφάσισε να επισκεφτεί τη θεία του, δε θα είχε άλλη ευκαιρία να την προλάβει ζωντανή. Τον πρόλαβε εκείνη. Το ίδιο βράδυ, οκτώ μέρες μετά την πώληση του πατρικού της, και προτού εκείνος να την επισκεφτεί, η θεία αναχώρησε για το τελευταίο και μοναδικό της ταξίδι. 
     Ο Γεράσιμος ένιωσε κάπως ένοχος. Είχε δίκιο η αδερφή του. Θα έπρεπε να περιμένουν. Αλλά, από την άλλη, στην Αμερική είχε μάθει να είναι πρακτικός. Το καλό ήταν πως η θεία δεν είχε μάθει τίποτα για την πώληση, είχε φύγει από αυτόν τον κόσμο χωρίς να πάρει στις αποσκευές της ψυχής της αυτήν την στενοχώρια. Όλα καλά, λοιπόν. Ζωή σε εκείνους και καλοφάγωτα τα χρήματα.
     - Η θεία είχε κάνει διαθήκη, του είπε η Φρόσω. Με πήρε τηλέφωνο ο συμβολαιογράφος.
     - Άλλο πάλι κι αυτό. Γιατί τόση επισημότητα; 
     - Δεν ξέρω, αλλά θα πρέπει να πάμε. Είναι τα τελευταία της λόγια προς εμάς. Που ελπίζω να μην είναι να μην πουλήσουμε το πατρικό της.
     - Να λείπουν τα καρφιά! Εξάλλου, κανείς δεν παίρνει τίποτα μαζί του. Αλλά, αφού η θεία έκανε διαθήκη, ας πάμε να τη διαβάσουμε.
     Δυο μέρες μετά την κηδεία, και αφού τακτοποιήθηκαν οι διατυπώσεις, τα δύο αδέρφια πήγαν στο γραφείο του συμβολαιογράφου. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στο γραφείο, όπως ήταν αναμενόμενο. Οι δυο τους ήταν οι μοναδικοί της συγγενείς και κληρονόμοι.
     "Αγαπημένα μου παιδιά", ξεκίνησε να διαβάζει ο δικηγόρος, "είστε οι μόνοι δικοί μου άνθρωποι σε αυτή τη ζωή. Όπως ξέρετε, έμεινα χήρα πολύ νέα, και παιδιά δικά μου δεν απέκτησα. Γι'αυτό και όλη μου την αγάπη την έδωσα σε εσάς. Σε αυτό μέτρησε και το ότι ήμουν πολύ δεμένη με τον πατέρα σας, και όσο ζούσε, ποτέ μας δεν χωρίσαμε. Βέβαια, εκείνος ήταν άλλος άνθρωπος, πιο μαζεμένος, πιο συντηρητικός, ίσως επειδή είχε και οικογένεια να φροντίσει. Εγώ ήμουν μόνη μου, και γι'αυτό πιο ριψοκίνδυνη, πιο τολμηρή. Ίσως μου έχει μοιάσει λίγο ο Γεράσιμος, από ό,τι βλέπω, ενώ εσύ, Φρόσω μου, είσαι ίδια ο αδερφός μου. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο σας αγαπώ και τους δυο τόσο πολύ: εσένα επειδή μοιάζεις στον αδερφό μου, και εσένα, Γεράσιμε, επειδή μοιάζεις σε εμένα.
     Πέρα, όμως, από τη μεγάλη αγάπη που νιώθω για εσάς, και η οποία δε μεταβιβάζεται, υπάρχει και η ακίνητη περιουσία μου, την οποία με όλη μου την καρδιά μεταβιβάζω και στους δυο σας εξίσου, και ελπίζω να σας βοηθήσει να ζήσετε μία πιο άνετη ζωή. Συγκεκριμένα, σας αφήνω το σπίτι στο Πανωχώρι, που κληρονόμησα από τη μητέρα μου, τα δύο μεγάλα χωράφια μου στις θέσεις "ξερολιθιά" και "σταυροδρόμι" στο ίδιο χωριό, καθώς επίσης και τέσσερα μικρότερα χωράφια στις θέσεις "λακουβίτσα", "πικροδάφνη", "πέντε βάτοι" και "κατσικόρεμα", κοντά στην Πλατανιά. Επίσης, σας αφήνω το πατρικό μου σπίτι, το σπίτι όπου μεγάλωσα με τον πατέρα σας και αδερφό μου και όπου έζησα με τους γονείς μου, μέχρι που έφυγαν από αυτόν τον κόσμο. 
     Ξέρω ότι πάντα σας έλεγα να μην το πουλήσετε το πατρικό μου. Αλλά τώρα που φεύγω από τη ζωή, ήρθε η ώρα να σας αποκαλύψω το μυστικό μου: Πάντα μου άρεσαν τα τυχερά παιχνίδια και έπαιζα αρκετά συχνά, χωρίς να το πω στον πατέρα σας, εννοείται, άμα το μάθαινε θα με σκότωνε - και ο πατέρας μας έπαιζε και είχε φάει σχεδόν όλη την περιουσία της μητέρας μας στα χαρτιά. Ήμουν αρκετά τυχερή και κέρδισα αρκετές φορές, και μάλιστα σημαντικά ποσά. Αλλά δεν ήθελα τα κέρδη μου να χάσουν την αξία τους, γι'αυτό τα μετέτρεπα σε χρυσές λίρες. Και επειδή δεν ήθελα να το μάθει ο πατέρας σας, αλλά ούτε να μου τα κλέψουν, φρόντισα να τα κρύψω καλά.
     Οπότε, σε περίπτωση που αποφασίσετε να πουλήσετε το πατρικό μου σπίτι, φροντίστε πρώτα να αδειάσετε το πηγάδι. Στον πάτο του έχω κρύψει κάτι παραπάνω από χίλιες πεντακόσιες χρυσές λίρες. Εύχομαι αυτά τα χρήματα να σας βοηθήσουν και, μαζί με την ευχή μου, που σας αφήνω εδώ τελειώνοντας, να έχετε μία καλύτερη ζωή. Σε καλή μεριά, παιδιά μου!".
     - Σε καλή μεριά, λοιπόν, είπε ο συμβολαιογράφος. Και ζωή σε εσάς!
     Τα δυο αδέρφια κούνησαν το κεφάλι. Ύστερα σηκώθηκαν και βγήκαν από το γραφείο του, χωρίς να πουν κουβέντα.
     - Τι αξία έχουν χίλιες πεντακόσιες χρυσές λίρες; είπε η Φρόσω ύστερα από λίγο.
     Ο Γεράσιμος έκανε τους υπολογισμούς στην αριθμομηχανή του κινητού του.
     - Γύρω στις οκτακόσιες σαράντα χιλιάδες ευρώ, είπε.
     - Παρ'τα, να μην σ'τα χρωστάω! του είπε η Φρόσω.



ΥΓ1: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: 
"Ο  θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρότα.
Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.
Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά: “Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίσουν το μυαλό του και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού..."

Αυτή τη φορά, ομολογώ πως δυσκολεύτηκα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, όμως τελικά κατάφερα να γράψω κάτι. Ελπίζω την επόμενη φορά να είμαι πιο δημιουργική. Γιάννη, για άλλη μια φορά σε ευχαριστούμε για τον ακούραστο ενθουσιασμό που δείχνεις για αυτό το δρώμενο.

ΥΓ2: Ύστερα από το σχόλιο της Ελένης, που θυμήθηκα τις χθεσινές μου προσπάθειες για να βρω την ιδανική εικόνα για την ιστορία μου, ξύπνησε μέσα μου η τελειομανία του Αιγόκερου και, καθώς σήμερα ανανεωνόταν το όριο των εικόνων που μπορούσα να φτιάξω μέσω τεχνητής νοημοσύνης, τροποποίησα το χθεσινό μου "κατόρθωμα" και το αποτέλεσμα μου άρεσε τόσο, που αποφάσισα να αλλάξω την εικόνα που είχα βάλει αρχικά. Ξέρω ότι αυτό δε συνηθίζεται και γι'αυτό ζητώ συγγνώμη. Ελπίζω να μη σας πειράζει και τόσο. Την επόμενη φορά, αν απευθυνθώ στην τεχνητή νοημοσύνη, θα κυριαρχήσω στην ανυπομονησία μου και θα περιμένω όσο χρειαστεί, προκειμένου να καταλήξω εξ'αρχής στην καλύτερη εικόνα.