Ναι, έτσι φαίνεται, είναι γεγονός: κάποιου είδους κατάρα έχει πέσει επάνω στην Πίπη! Δεν εξηγείται αλλιώς. Πώς είναι δυνατόν να έχει ένα κεφάλι γεμάτο μυαλό και το μυαλό να τεμπελιάζει και να ξημεροβραδιάζεται επάνω στους καναπέδες, μασουλώντας ξηρούς καρπούς και ζαχαρωτά;
- Έλα να γράψουμε μια ιστορία, του λέει η Πίπη.
- Δεν μπορώ τώρα, βαριέμαι, της λέει, με το στόμα του πασαλειμμένο με σοκολάτα.
- Έστω μία μικρή, επιμένει η Πίπη.
- Α, δε γίνεται, νυστάζω, της λέει και γυρίζει από την άλλη.
- Μα πρέπει να γράψουμε κάτι, τόσος κόσμος περιμένει...
- ...
- Μία μικρή ιστορία, έστω...
- ...
- Α, καλά, ξεκουράσου σήμερα, αλλά αύριο οπωσδήποτε, εντάξει;
- Μμμμ...
Και η Πίπη, που πολύ κακομαθημένο το έχει το μυαλό της, καθώς φαίνεται, ξαναπροσπαθεί την επόμενη μέρα:
- Θα γράψουμε σήμερα μια ιστορία;
- Σήμερα; Αποκλείεται!
- Γιατί;
- Νιώθω μια μεγάλη αδυναμία, ίσως να μου έχει πέσει το ζάχαρο...
- Μα έχεις φάει τριάντα γλυκά από το πρωί!
- Δίκιο έχεις, μάλλον θα πρέπει να φάω κάτι αλμυρό...
- Πριν να φας το αλμυρό, δεν γράφουμε την ιστορία;
- Είσαι σοβαρή; Με άδειο στομάχι;
- Δώσε μου έστω μια ιδέα, έναν τίτλο, και θα την γράψω μόνη μου την ιστορία.
- Βρες τη μόνη σου την ιδέα, της λέει καθώς πλακώνει δύο πιτόγυρα και μία πίτσα με μανιτάρια και πιπεριά.
Και η Πίπη νιώθει έντονα την ανάγκη να του φωνάξει, αλλά σκέφτεται ότι θα την πονέσει ο λαιμός της και κρατιέται.
Και την επόμενη μέρα η Πίπη βρίσκει το μυαλό της να λιάζεται μπροστά στο παράθυρο και αποφασίζει να ξαναπροσπαθήσει.
- Πώς νιώθεις σήμερα; ρωτάει.
- Κομμάτια, της απαντάει.
- Μια χαρά μου φαίνεσαι εμένα.
- Με δουλεύεις; Αφού σέρνομαι!
- Έλεγα μήπως να γράφαμε σήμερα την ιστορία, που είναι και ωραίος ο καιρός...
- Σήμερα; Θα αστειεύεσαι! Με τέτοιο ήλιο; Νομίζω πως έχω πάθει ηλίαση...
- Μα εσύ λιάζεσαι στο παράθυρο!
- Νομίζεις πως το θέλω; Εγώ απλώς καθόμουν και ήρθε ο ήλιος και έπεσε στο τζάμι. Ο αγενέστατος!
- Μήπως, τότε, να γράφαμε μια ιστορία για τον ήλιο;
- Σιγά μην του κάνω τη χάρη να ασχοληθώ μαζί του!
- Ωραία, ας γράψουμε για κάποιον άλλον τότε.
- Τι επίμονος άνθρωπος! Με κανέναν δε θέλω να ασχοληθώ. Με κούρασες!
- Μα η δικιά σου συμμετοχή είναι αυτή που βάζει την σφραγίδα της ποιότητας στις ιστορίες, λέει, προσπαθώντας να το δελεάσει.
- Λα-λα-λα...
Και η Πίπη αναστενάζει και καταλαβαίνει ότι, πιθανώς, δεν υπάρχει θεραπεία. Και οι μέρες περνούν, και ο μήνας κοντεύει να τελειώσει, και το μυαλό της Πίπης συνεχίζει στον κόσμο του.
- Από αυτό το μυαλό αποκλείεται να περιμένω βοήθεια, σκέφτεται η Πίπη. Αλλά, τι να γράψω;
Και τότε η Πίπη συνειδητοποιεί ότι δεν έχει ενημερώσει το κοινό της για έναν σχετικά νέο ένοικο της Χώρας της μπροστινής βεράντας, έναν ένοικο που βρέθηκε να κρυφακούει τα κουτσομπολιά των δύο γερανιών, λίγους μήνες νωρίτερα. Τότε, βέβαια, ήταν μικρούλης και κοντούλης, με τα μαλλιά του καρφάκια.
Και η Πίπη το βρήκε εξαιρετικά παράξενο, να φυτρώσει ένα πεύκο σε μία μικρή γλάστρα της Χώρας της μπροστινής βεράντας, ιδιαίτερα που τα κουκούτσια από τα ροδάκινα, που με τόση προσοχή είχε θάψει η ίδια σε μια γλάστρα της Χώρας της πίσω βεράντας, δεν έδειχναν σημεία ζωής.
- Κι άλλος παράνομος μετανάστης! είπε το γιασεμί, μόλις είδε τον μικρό. Από πού να ήρθε, άραγε;
- Θέλει και ρώτημα; του είπε η μπουκαμβίλια. Δεν βλέπεις εκείνα τα πεύκα απέναντι; Δικό τους παιδί θα είναι.
- Αμάν, πια, γεμίσαμε ξώγαμα, είπε και το αγιόκλημα. Και όλα, κατά σύμπτωση, αράζουν στη μεριά μας! Σε λίγο θα αναγκαστούμε να φύγουμε εμείς!
- Καλά, εσύ δεν κάνεις τίποτα; ρώτησε η μπουκαμβίλια το ένα από τα γεράνια. Πώς του επιτρέπεις να μένει μέσα στην γλάστρα σου;
- Μικρούλι είναι, είπε εκείνο, το λυπήθηκα.
- Ναι, είπε και το άλλο. Μα, κοιτάξτε το: δεν είναι γλυκούλι;
- Αγκού! είπε το πευκάκι.
Και η αλήθεια είναι ότι και η Πίπη το βρήκε πολύ χαριτωμένο το μικρό πευκάκι, με τα μαλλιά του τα καρφάκια, και έτσι αποφάσισε να του επιτρέψει να παραμείνει εκεί όπου είχε βρεθεί. Και, τελικά, μάλλον έκανε καλά, αφού ύστερα από λίγο καιρό, τα δύο γεράνια άφησαν το μάταιο τούτο κόσμο.
Το κοιτάει με μισό μάτι το πευκάκι η μπουκαμβίλια, και κατά βάθος πιστεύει ότι ο θάνατος των γερανιών κάθε άλλο παρά σύμπτωση ήταν.
- Να δεις που αυτό το μικρό φταίει, ψιθυρίζει στο αγιόκλημα. Τόσα χρόνια τα γεράνια μια χαρά ήταν. Να δεις που κάτι τους έκανε.
- Αλλά κι αυτή η Πίπη, δεν το καταλαβαίνει; Το πρώτο που κοιτάζει, όταν μας επισκέπτεται, είναι εκείνο, λέει το αγιόκλημα, υπάρχουμε και εμείς, κυρία μου!
- Μπα, μάλλον χάζεψε λόγω ηλικίας.
Και κοιτάζουν το μικρό, ελπίζοντας να πάθει ψωρίαση και να του πέσουν τα μαλλιά τα καρφάκια, μόνο εκείνα θα χάνουν τα μαλλιά τους τώρα που χειμωνιάζει;
Αλλά το πευκάκι δε δίνει σημασία. Εξάλλου, έχει μεγαλώσει τώρα, και τα μαλλιά του έχουν πυκνώσει. Και ούτε λέει πια "αγκού". Και απλώνει τα χεράκια του, και λιάζεται στον ήλιο. Και ούτε που το περίμενε η Πίπη, ότι το πευκάκι θα ψήλωνε τόσο γρήγορα.
Και τώρα που η Πίπη κοιτάει έξω από το παράθυρο, να το πάλι το πευκάκι να τη χαιρετάει, με τα - σχετικά πρόσφατα εμφανιζόμενα - χεράκια του. Και η Πίπη, παρ'όλο που δεν το φύτεψε εκείνη, νιώθει περήφανη για το πευκάκι, και αποφασίζει να γράψει την ιστορία του.
Αλλά μόλις ξεκινάει να γράφει, το μυαλό της αρχίζει να γκρινιάζει.
- Πάλι για φυτό θα γράψεις; της λέει.
- Ναι, αφού δε μου έρχεται καμία άλλη ιδέα, του απαντάει.
- Βλακεία θα βγει.
- Μπορεί. Αλλά δεν έχω άλλη επιλογή, αφού εσύ δε βοηθάς.
- Πώς να σε βοηθήσω, με το θέμα που διάλεξες;
- Εσύ δε μου είπες να το βρω μόνη μου το θέμα;
- Πίστευα ότι μπορούσες.
- Σου είπα ότι δεν μπορούσα.
- Όλο γκρίνια είσαι.
- Μα, τόσον καιρό σε παρακαλάω, και εσύ αδιαφορείς!
- Και είναι αυτός λόγος να ασχοληθείς με το πευκάκι;
- Δεν ξέρω τι άλλο να γράψω.
- Πάντως, εγώ θα την έγραφα καλύτερα την ιστορία.
- Σου είπα να βοηθήσεις, αλλά εσύ αρνήθηκες.
- Ορίστε, σε βοηθάω τώρα: γράψε για κανέναν φόνο.
- Για ποιον φόνο;
- Τα γεράνια τα ξέχασες;
- Τι δουλειά έχουν τώρα τα γεράνια;
- Πιστεύεις ότι πήγαν από φυσικά αίτια;
- Τι εννοείς; Ξεράθηκαν σιγά-σιγά, αν θυμάσαι καλά.
- Πολύ βολικό αυτό για το δολοφόνο τους. Και αν θες την γνώμη μου, πρόκειται για σίριαλ κίλερ.
- Τι βλακείες είναι αυτές;
- Δεν είναι καθόλου βλακείες! Να σου θυμίσω και τη λευκή την τριανταφυλλιά; Από φυσικά αίτια πήγε και εκείνη;
- Ξεράθηκε σιγά-σιγά...
- Να το!
- Ποιο;
- Το κοινό μοτίβο! Σου λέω, πρόκειται για σίριαλ κίλερ.
- Σιγά το κοινό μοτίβο! Τα είχε τα χρονάκια της η μακαρίτισσα...
- Και τι μ'αυτό; Θέλεις να μου πεις ότι οι ηλικιωμένοι πεθαίνουν πάντα από φυσικά αίτια;
- Δηλαδή, δολοφονήθηκε και αυτή;
- Εννοείται!
- Καλά, πολύ CSI βλέπεις, μου φαίνεται...
- Μαζί το βλέπουμε, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
- Και ποιο είναι το θέμα μας;
- Το θέμα μας είναι να βρεις το δολοφόνο.
- Δεν υπάρχει δολοφόνος.
- Έτσι λένε οι αδαείς. Εδώ έχει βουίξει η Χώρα της μπροστινής βεράντας! Για ρώτα την μπουκαμβίλια να σου πει...
- Τι να μου πει, δηλαδή, η μπουκαμβίλια;
- Αν πρόκειται για φόνο ή για τυχαίους θανάτους. Για σκέψου κι εσύ, μόνη σου: γίνεται δύο θάνατοι, όπως των γερανιών, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, να είναι τυχαίοι;
- Και τι είναι η μπουκαμβίλια, αστυνομικός του τμήματος φυτοκτονιών;
- Δεν είναι αστυνομικός, αλλά σίγουρα είναι μάρτυρας, κάτι θα έχει δει, κάτι θα έχει ακούσει. Και το αγιόκλημα, πιθανώς, θα μπορεί να βοηθήσει στις έρευνες, ζούσε και εκείνο κοντά στους μακαρίτες...
- Δεν πας καθόλου καλά.
- Μια χαρά πάω, αλλά φαίνεται πως δε θέλεις να βρεις το δολοφόνο. Αλλά, σε προειδοποιώ, πρόκειται για σίριαλ κίλερ, και αν δεν συλληφθεί, σύντομα θα έχουμε και άλλα θύματα στη Χώρα της μπροστινής βεράντας.
- Χαζομάρες!
- Ναι, καλά...
- Και, δηλαδή, πώς νομίζεις ότι θα τον βρω το δολοφόνο; Που, κατά την γνώμη μου, δεν υπάρχει κιόλας...
- Υπάρχει, και αν μελετήσεις τα στοιχεία, θα τον βρεις.
- Ποια στοιχεία; Η Χώρα της μπροστινής βεράντας είναι γεμάτη ξερά φύλλα...
- Κρίμα τις τόσες αστυνομικές σειρές που έχεις παρακολουθήσει! Να τα μαζέψεις τα φύλλα, είναι στοιχεία, να τα πας στον ιατροδικαστή. Και να βγάλεις και φωτογραφίες, προτού τα μαζέψεις.
- Σε ποιον ιατροδικαστή; Υπάρχει ιατροδικαστής που μελετάει φύλλα;
- Φυσικά και υπάρχει! Δεν βλέπεις στις αστυνομικές σειρές, που οι αστυνομικοί βρίσκουν το δολοφόνο αναλύοντας το χώμα, τα φύλλα και τα χόρτα που βρίσκουν στις σόλες των παπουτσιών των υπόπτων;
- Μα εδώ δεν υπάρχει ύποπτος.
- Νομίζεις! Για ρώτα την μπουκαμβίλια...
- Άντε πάλι με την μπουκαμβίλια! Και, σε τελευταία ανάλυση, ας απευθυνθεί η μπουκαμβίλια στην αστυνομία, εμένα τι με ανακατεύεις; Άσε με, και έχω να τελειώσω την ιστορία μου...
- Σκέτη χαζομάρα θα βγει, χωρίς ούτε έναν σίριαλ κίλερ. Βάλε, τουλάχιστον, κάποιο ειδύλλιο...
- Τι ειδύλλιο; Το πευκάκι είναι ακόμα μικρό για ειδύλλια.
- Ενώ για φονικό δεν είναι...
- Ποιο φονικό;
- Α, εγώ δεν ξέρω, ρώτα την μπουκαμβίλια...
- Δε ρωτάω κανέναν! Σα δεν ντρέπεστε, να υπονοείτε ότι το πευκάκι σκότωσε τα γεράνια!
- Α, ώστε το έπιασες τελικά το υπονοούμενο!
- Λίγη τσίπα, βρε, όλα τα στραβά στο μικρό παιδί θα τα ρίξετε;
- Μικρό είναι το μάτι σου!
- Βρε, άντε πήγαινε να φας καμιά σοκολάτα ή κανένα πιτόγυρο και να με αφήσεις ήσυχη! Άκου, δολοφόνος το πευκάκι!
Και το βλέμμα της Πίπης πέφτει επάνω στο πευκάκι, που, καθώς λικνίζεται στο φύσημα του αέρα, τη χαιρετάει με τα χεράκια του και της χαμογελάει.
- Μα, είναι δυνατόν, αυτό το μουτράκι να είναι σίριαλ κίλερ; μονολογεί η Πίπη και επιστρέφει στην ιστορία της.
ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου