Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Λόγος μετακόμισης

 

      Ο Κούνελος - ο γνωστός, αυτός της Αλίκης - έφερε το φλυτζάνι στα χείλια του και ήπιε μια γουλιά τσάι, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα που διάβαζε. Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και μπήκε η γυναίκα του.
     - Ο διάδρομος δεν έχει φως, έχει καεί η λάμπα, του είπε. Πρέπει να την αλλάξεις άμεσα, αλλιώς κάποιος θα χτυπήσει οπωσδήποτε.
     - Θα την αλλάξω το απόγευμα, είπε εκείνος, χωρίς να αφήσει το διάβασμά του. Τώρα δεν προλαβαίνω.
     - Σκέτο το πίνεις το τσάι σου; 
     - Δεν βρήκα κάτι για να το συνοδεύσω.
     - Έχουν μείνει μπισκότα μπανάνας από προχθές...
     - Θα προτιμούσα λίγο κέικ καρότου, η μπανάνα δεν είναι του γούστου μου.
     - Λυπάμαι, κουνελάκι μου, αλλά τα τελευταία πέντε κομμάτια τα έφαγαν τα μικρά εχθές το βράδυ, μαζί με το γάλα τους.
     - Θα μπορούσες να έχεις φτιάξει περισσότερο κέικ.
     - Δε θέλεις ένα μπισκοτάκι, δηλαδή;
     - Καλύτερα όχι.
     Η γυναίκα του αναστέναξε.
     - Μερικές φορές κάνεις σαν μωρό, είπε. Θα προτιμούσες, δηλαδή, να αφήσω τα παιδιά χωρίς κέικ, για να το φας εσύ;
     - Δεν είπα κάτι τέτοιο, αλλά θα μπορούσες να μου φυλάξεις ένα κομμάτι. Σε εκείνα, εξάλλου, αρέσουν και τα μπισκότα μπανάνας, θα μπορούσαν να έχουν φάει μπισκότα αντί για κέικ...
     - Ναι, αλλά εκείνα ήθελαν κέικ. Τι ήθελες, να έμεναν νηστικά;
     Ήταν η σειρά του Κούνελου να αναστενάξει.
     - Δεν ήθελα τίποτα, είπε. Μην το κάνεις θέμα.
     - Δεν το κάνω.
     Η γυναίκα του άνοιξε ένα μεταλλικό κουτί και πήρε από μέσα ένα μπισκότο μπανάνας.
     - Σίγουρα δε θέλεις ένα; 
     Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
     - Εσύ χάνεις, του είπε και έκοψε μια δαγκωνιά.
     Ξαφνικά, το πρόσωπό της γέμισε αηδία. Άφησε το υπόλοιπο μπισκότο βιαστικά και βγήκε τρέχοντας από την κουζίνα. Ακούστηκε ένας θόρυβος, σαν κάποιος να έπεσε επάνω σε κάτι, και μετά ακούστηκε μια πόρτα που άνοιγε. Ο Κούνελος ήπιε άλλη μια γουλιά τσάι.
     Πέρασαν μερικά λεπτά. Ο Κούνελος τελείωσε το άρθρο που διάβαζε και γύρισε σελίδα. Η πόρτα άνοιξε. Ήταν η γυναίκα του και πάλι.
     - Σου το είπα να αλλάξεις τη λάμπα στο διάδρομο, είπε. Παρά τρίχα να σκοτωθώ πριν, έτσι σκοτεινά που είναι.
     - Δεν έπρεπε να τρέχεις. Μόνο στα παιδιά ξέρεις να φωνάζεις να μην τρέχουν στο διάδρομο;
     Τον κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα. Πήγε μέχρι τον πάγκο της κουζίνας, όπου είχε αφήσει το υπόλοιπο μπισκότο, το πήρε και το πέταξε στα σκουπίδια. Ύστερα, γέμισε ένα ποτήρι νερό και το ήπιε σχεδόν μονορούφι.
     - Είναι εκείνες οι μέρες; ρώτησε ο Κούνελος.
     - Όχι.
     - Α, εντάξει τότε...
     Η γυναίκα του πήρε το άδειο φλυτζάνι του και άρχισε να το πλένει.
     - Την Κυριακή σκέφτομαι να καλέσω την Αλίκη για τσάι, είπε ο Κούνελος. Έχουμε πολύ καιρό να την καλέσουμε. Ελπίζω να μην υπάρχει πρόβλημα. 
     - Να την καλέσεις.
     - Ελπίζω να φτάσει το κέικ καρότου. Ξέρεις, δα, πόσο της αρέσει...
     Η γυναίκα του πήρε μια πετσέτα και άρχισε να σκουπίζει το φλυτζάνι.
     - Τι ώρα είναι; είπε ο Κούνελος. Ω, μα δε μιλάς κι εσύ, πέρασε η ώρα, πήγε κιόλας εφτά και μισή, πρέπει να φύγω!
     Ο Κούνελος σηκώθηκε.
     - Θέλεις να σου φέρω τίποτα, καθώς θα γυρίζω από τη δουλειά; τη ρώτησε.
     - Όχι.
     - Καλώς, τότε. Φεύγω. Θα τα πούμε το μεσημέρι.
     Προχώρησε προς την πόρτα.
     - Μια στιγμή, είπε εκείνη. Κάτσε λίγο, έχω κάτι να σου πω.
     - Δε μου αρέσει αυτός ο τόνος, είπε ο Κούνελος καθώς ξανακαθόταν στην καρέκλα. Τι έγινε πάλι;... Συνέβη κάτι με τα παιδιά;... Με τους μεγάλους, ε; Κατάλαβα, μπήκαν ξανά στον κήπο του γείτονα και έκλεψαν καρότα, τα παλιόπαιδα...
     - Όχι...
     - ...Δεν το πιστεύω! Πάλι θα τρέχουμε στις αστυνομίες, για καταθέσεις; Και σου το είπα, να μην τα παραχαϊδεύεις τα παιδιά! 
     - Δεν ήθελα να σου πω για τα παιδιά...
     - ...Αλλά εσύ, πού να ακούσεις, όλο αγκαλιές και χάδια ήσουν, και να τα τώρα!... Τι είπες; Δεν έγινε τίποτα με τα παιδιά; 
     - Όχι.
     - Δόξα τω Θεώ! Κι εσύ, πώς τα λες έτσι, βρε γυναίκα, με τρόμαξες!... Αλλά, τότε, τι έγινε;
     - Δεν ξέρω πώς ακριβώς να σου το πω...
     - Να μου το πεις όπως ακριβώς είναι!... 
     - Ε,... λοιπόν,... ξέρεις...
     - Μη μου πεις: έπαθε τίποτα η μάνα μου;
     - Όχι, όχι, μην τρομάζεις πάλι, μια χαρά είναι η μάνα σου...
     - Σίγουρα;
     - Σίγουρα.
     - Όχι, ρωτάω, επειδή είδα στον ύπνο μου ραπανάκια. Και ο ονειροκρίτης το λέει ξεκάθαρα: αν δεις στον ύπνο σου ραπανάκια, να περιμένεις λαχτάρα.
     - Μην ανησυχείς, μια χαρά είναι η μάνα σου. Τόσο καλά, μάλιστα, που εχθές που μιλήσαμε στο τηλέφωνο, μου είπε ότι θα κάνει λεύκανση δοντιών.
     - Λεύκανση δοντιών; Άλλο πάλι και τούτο! Πώς της ήρθε; Στην ηλικία της; Αν και, εδώ που τα λέμε, μικρή είναι ακόμα...
     - Δεν είναι η μάνα σου το θέμα μας!
     - Ωραία, και γιατί δε μου λες ποιο είναι το θέμα μας, για να τελειώνουμε; Τι είναι αυτό που θα πρέπει να μάθω, και που δεν ξέρεις πώς να μου το πεις;... 
     - Λοιπόν...
     - Άσε, κατάλαβα: πάλι ζήτησε αύξηση ο σπιτονοικοκύρης! Δεν έχει το Θεό του, πια! Τι νομίζει ότι είμαι, δημόσιος υπάλληλος, να έχω σταθερό μισθό, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει;
     - Δε θα με αφήσεις να σου μιλήσω, μου φαίνεται... Ηρέμησε, και ούτε ο σπιτονοικοκύρης ζήτησε αύξηση.
     - Πάλι καλά, δεν είχα καμία όρεξη για μετακομίσεις... Πού θα βρούμε άλλο σπίτι, να μας χωράει και τους είκοσι;
     - Καλά, τώρα που το λες, ίσως κάποια στιγμή να χρειαστεί μια μετακόμιση...
     - Α, όχι, δε θα μετακομίσουμε κοντά στην αδερφή σου, αυτά τα'χουμε ξαναπεί...
     - Δε θα σου έλεγα για την αδερφή μου...
     - Ούτε κοντά στη μάνα σου θα πάμε, μια χαρά είμαστε έτσι, εξάλλου, τα μικρά όπου να'ναι ξεκινάνε και το σχολείο, δεν χρειαζόμαστε μπέιμπι σίτερ.
     - Μόνο για μπέιμπι σίτερ είναι καλή η μάνα μου;
     - Δεν είπα αυτό, αλλά καλύτερα μακριά και αγαπημένοι. Εξάλλου, και η δική μου η μάνα μακριά μένει, δεν την έχεις στα πόδια σου...
     - Αυτό έλειπε! Λοιπόν, σταμάτα να μιλάς, μήπως και συνεννοηθούμε καμιά φορά!... Αυτό που προσπαθώ να σου πω τόση ώρα είναι ότι... έχω καθυστέρηση!
     - Τι εννοείς;
     - Τι να εννοώ; Αυτό που εννοούσα και τις προηγούμενες τρεις φορές εννοώ!
     - Όπα, μια στιγμή, για να δω αν κατάλαβα... Είπες ότι έχεις καθυστέρηση;
     - Ακριβώς!
     - Ε, όχι, δεν το πιστεύω! Κι άλλα παιδιά; Τώρα; Πάνω που αρχίζαμε να μπαίνουμε σε μια σειρά;... Πώς έγινε αυτό, βρε γυναίκα;
     - Δεν ξέρεις πώς έγινε;
     - Θέλω να πω, γιατί; Δεν πρόσεχες καθόλου;
     - Α, για να σου πω!... Δεν φταίω εγώ που όταν ακούς τη λέξη αντισύλληψη νομίζεις ότι μιλάμε για ληστές τραπεζών! Το συρτάρι του κομοδίνου σου είναι γεμάτο προφυλακτικά, χρησιμοποίησε και κανένα καμιά φορά... 
     - Δηλαδή, είσαι σίγουρη ότι είσαι έγκυος;
     - Λες να μην είμαι; 
     - Πόσα να είναι άραγε αυτή τη φορά; Πέντε; Έξι; Εφτά; Λες να είναι πάνω από εφτά; Πού θα τα βάλουμε όλα αυτά τα παιδιά;
     - Είδες, τελικά, που μάλλον θα την χρειαστούμε τη μετακόμιση που λέγαμε;
     - Και πού θα βρούμε σπίτι να χωράει σχεδόν τριάντα νοματαίους; Και πόσο θα κοστίζει;
     - Έχω ένα υπόψη μου...
     - Α, όχι, δεν πιστεύω να βρήκες κιόλας κανένα σπίτι κοντά στη μάνα σου και να μου το φέρνεις απέξω-απέξω!
     - Όχι, βέβαια! Εννοώ να μετακομίσουμε στο σπίτι της μάνας μου! Πού αλλού θα βρούμε σπίτι με τόσα δωμάτια, που να είναι και εντελώς δωρεάν;
     Ο Κούνελος ένιωσε να κόβονται τα γόνατά του. Και για πρώτη φορά στη ζωή του αποφάσισε, αν μη τι άλλο, να δίνει μεγαλύτερη σημασία στην αντισύλληψη.