Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Αναζητώντας το θησαυρό

 


     Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή και όμορφη πόλη με στενά δρομάκια, ζούσε ένα νεαρό αγόρι με ένα συγκεκριμένο όνειρο.
     - Αχ, και να ήμουν πλούσιος! σκεφτόταν όλη μέρα το αγόρι, αφού αυτό ήταν το μοναδικό του όνειρο. Πόσα πράγματα θα μπορούσα να κάνω, αν είχα πολλά λεφτά! Θα είχα πολλά ρούχα, παιχνίδια, θα είχα αυτοκίνητα, θα είχα ένα σπίτι με πισίνα, θα είχα άλογο, θα είχα μέχρι και αεροπλάνο! 
     Μαζί με το αγόρι και την οικογένειά του έμενε και ο παππούς του, ο οποίος, όταν άκουγε τον εγγονό του να ονειρεύεται όλα αυτά που θα είχε αν ήταν πλούσιος, κουνούσε το κεφάλι του σκεπτικός.
     - Εσύ, παππού, τον ρωτούσε ο εγγονός του, τι θα έκανες αν ήσουν πλούσιος;
     - Μα, είμαι πλούσιος, του απαντούσε εκείνος.
     - Με κοροϊδεύεις; Αφού δεν έχεις λεφτά!
     - Έχω, όμως, τα παιδιά μου, έχω τα εγγόνια μου, έχω εσένα...
     - Ε, εντάξει, σιγά το πράγμα!
     - Για εμένα, αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα και ο πραγματικός μου πλούτος, δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο.
     - Παππού, δεν ξέρεις τι σου γίνεται! Αν ήσουν πλούσιος, θα είχες ένα μεγάλο σπίτι, και κάθε μέρα θα έτρωγες τα πιο ακριβά φαγητά, και θα είχες και αυτοκίνητο με σοφέρ και θα είχες και δικό σου αεροπλάνο να πηγαίνεις όπου θέλεις.
     - Τι να το κάνω το μεγάλο σπίτι, παιδί μου; Μια χαρά είμαι εδώ, στο δωματιάκι μου, και κάθε πρωί που ξυπνάω σας βλέπω και λέμε "καλημέρα". Και τι να το κάνω το αυτοκίνητο με το σοφέρ ή το ιδιωτικό αεροπλάνο, αφού στο καφενεδάκι όπου συναντώ τους φίλους μου μπορώ να πάω με τα πόδια;
     - Δε με καταλαβαίνεις! έλεγε ο εγγονός και έφευγε θυμωμένος.
     Και ο παππούς αναστέναζε και πήγαινε στην τουαλέτα, επειδή, λόγω ηλικίας, είχε συχνοουρία.
     Μια μέρα, εκεί που ο εγγονός, για πολλοστή φορά, προσπαθούσε να πείσει τον παππού του για το πόσο σημαντικό ήταν για εκείνον να γίνει πλούσιος, ο παππούς του του είπε:


     - Βλέπω, παιδί μου, ότι δεν μπορώ να σε πείσω ότι τα σημαντικά πράγματα στη ζωή δεν είναι τα χρήματα. Δεν έχω άλλα επιχειρήματα. Κέρδισες. Γι'αυτό κι εγώ θα σου αποκαλύψω ένα μεγάλο μυστικό: πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν νέος, λίγο πιο μεγάλος από εσένα, ανακάλυψα έναν μεγάλο θησαυρό.
     - Ναι, σιγά...
     - Αλήθεια σου λέω. Ήταν ένα ολόκληρο βουνό από ασημένια νομίσματα και το ανακάλυψα εντελώς τυχαία. Τότε ήμουν νέος και είχα και εγώ όνειρα, όπως και εσύ. Αλλά τα νομίσματα ήταν πάρα πολλά και δεν μπορούσα να τα κουβαλήσω, γι'αυτό και τα έθαψα σε ένα μέρος, για να τα πάρω αργότερα.
     - Και δεν τα πήρες;
     - Δεν πρόλαβα. Γνώρισα τη γιαγιά σου, και μαζί με αυτήν γνώρισα και τον πραγματικό πλούτο της ζωής, που είναι οι εμπειρίες και οι άνθρωποί μας.
     - Πάλι τις ίδιες βλακείες θα μου πεις;
     - Μη φεύγεις, άκουσέ με. Τα ασημένια νομίσματα είναι ακόμα κρυμμένα, δεν τα χρησιμοποίησα ποτέ. Αφού, λοιπόν, για εσένα τα χρήματα είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, θα σου δώσω οδηγίες για να βρεις το θησαυρό μου. Είναι δικός σου, χάρισμά σου.
     Ο εγγονός τρελλάθηκε από τη χαρά του. Ζήτησε από τον παππού του να του δώσει τις οδηγίες το γρηγορότερο. Και ο παππούς κάθησε και έγραψε τις οδηγίες σε ένα χαρτί.
     - Ορίστε οι οδηγίες για το θησαυρό, παιδί μου, του είπε. Πήγαινε στην ευχή του Θεού και με την ευχή τη δική μου να βρεις το θησαυρό και να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου.
     Ο εγγονός αποχαιρέτησε τον παππού του, χωρίς χρονοτριβή, και ξεκίνησε να διαβάζει τις οδηγίες. Δεν ήταν και το ευκολότερο πράγμα. Το χέρι του παππού έτρεμε και τα γράμματα δεν ήταν πολύ καθαρά. "Έξω από την πόλη, εκεί όπου και το νερό ακόμα είναι πράσινο, ψάξε και βρες το κόκκινο μονοπάτι. Αυτό θα σε οδηγήσει σε ένα μέρος, από όπου βλέπεις καθαρά", έλεγαν οι οδηγίες.


     Βγήκε ο εγγονός από την πόλη και άρχισε να ψάχνει. Παντού, γύρω του, υπήρχαν δέντρα και όπου και αν γύριζε το βλέμμα του έβλεπε πράσινο. Μήπως τον είχε κοροϊδέψει ο παππούς του; Αποκλείεται, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος.
     Πήγε προς τη μία κατεύθυνση, ύστερα προς την άλλη, έψαχνε το μέρος όπου το νερό ήταν πράσινο. Αλλά νερό δεν είχε βρει ακόμη. Έκανε ζέστη και είχε αρχίσει να διψάει. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Αχ, πόσο ήθελε να πιει λίγο νερό! Ορίστε, τώρα αν είχε λεφτά, θα είχε το αεροπλάνο του και θα πετούσε να πάει κάπου όπου υπήρχε νερό. Και ύστερα σου λέει ο παππούς ότι δεν είναι σημαντικά τα χρήματα!
     Αλλά εκεί που είχε φτάσει πολύ μακριά από την πόλη και τα σκεφτόταν όλα αυτά, ως δια μαγείας, βρήκε το πράσινο νερό.
     - Εδώ είμαστε, είπε και ξέχασε προς στιγμήν τη δίψα του. Τώρα μένει να βρω το κόκκινο μονοπάτι.


     Αλλά το κόκκινο μονοπάτι δεν υπήρχε πουθενά. Επιπλέον, το μέρος εκεί ήταν γεμάτο νερό, αλλά το νερό ήταν αλμυρό. Ατυχία!
     Η δίψα του είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Πού θα έβρισκε πόσιμο νερό; Κοίταξε δεξιά, αριστερά, δεν υπήρχε κανείς για να ρωτήσει. Η μέρα προχωρούσε και η δίψα του αυξανόταν. Κι αν, τελικά, δεν έβρισκε νερό και πέθαινε προτού προλάβει να βρει το θησαυρό του παππού; Τι κρίμα να είναι περιτριγυρισμένος από τόσο νερό, αλλά να μην μπορεί να πιει!
     Τα γόνατά του είχαν αρχίσει να κόβονται και τα πόδια του είχαν αρχίσει να βαραίνουν. Ένιωθε πως θα σωριαζόταν κάτω και θα έμενε εκεί για πάντα. Αλλά τότε είδε κάτι ροζ στον ορίζοντα. Τι να ήταν αυτό; Μήπως ήταν το κόκκινο μονοπάτι;
     Α, μπα, αυτό ήταν ροζ, δεν ήταν κόκκινο. Κάτι άλλο ήταν. Μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις, κατευθύνθηκε προς τα εκεί.


     Με μεγάλη του έκπληξη είδε πως επρόκειτο για κάτι πουλιά με γαμψές μύτες. Δεν ήταν το μονοπάτι, κρίμα!
     Μέσα στην απελπισία του, αποφάσισε να μιλήσει στα πουλιά. Και εκείνα, όλως περιέργως, του απάντησαν.
     - Μήπως ξέρετε πού θα βρω νερό; ρώτησε.
     - Τι ερώτηση είναι αυτή; είπε ένα από τα πουλιά. Δεν βλέπεις ότι το μέρος είναι γεμάτο νερό;
     - Πόσιμο νερό εννοώ.
     - Πόσιμο είναι.
     - Εννοώ πόσιμο για τους ανθρώπους.
     - Α, δεν ξέρω ποιο νερό είναι πόσιμο για τους ανθρώπους, είπε το πουλί, ξέρεις εσύ; ρώτησε το διπλανό του.
     - Α, όχι, είπε εκείνο, και η γαμψή του μύτη κουνήθηκε δεξιά-αριστερά. Μήπως ξέρεις εσύ; ρώτησε και εκείνο το διπλανό του.
     - Ούτε εγώ ξέρω, είπε και εκείνο και κουνήθηκε και η δική του μύτη με τον ίδιο τρόπο.
     Σε λίγο όλων των πουλιών οι γαμψές μύτες κουνιούνταν δεξιά-αριστερά. Το νεαρό αγόρι απελπίστηκε.
     - Φεύγεις; ρώτησε ένα από τα πουλιά. Δεν μας εξήγησες ποιο νερό είναι πόσιμο για τους ανθρώπους...
     Αλλά το νεαρό αγόρι είχε κιόλας απομακρυνθεί.
     - Να πάρει! σκέφτηκε ύστερα από λίγο. Ξέχασα να τα ρωτήσω μήπως, τουλάχιστον, ήξεραν πού είναι το κόκκινο μονοπάτι.
     Λίγο πιο κάτω συνάντησε ένα λευκό πουλί.


     Αυτή τη φορά, χωρίς δισταγμό - αφού ήξερε πως τα πουλιά μιλούσαν -, ρώτησε το πουλί:
     - Μήπως ξέρεις πού θα βρω πόσιμο νερό;
     - Αυτό δε σου κάνει; ρώτησε το λευκό πουλί, δείχνοντάς του το νερό που τους περιτριγύριζε.
     - Όχι, αυτό δεν είναι γλυκό νερό.
     - Γλυκό νερό; Μμμμ, σιγά το πράγμα! Το γλυκό νερό είναι εντελώς άνοστο, στο αλμυρό νερό βρίσκεται όλη η νοστιμιά.
     - Εμένα το γλυκό νερό μου αρέσει, είπε το αγόρι.
     - Δεν ξέρεις τι χάνεις, του είπε το πουλί.
     - Ξέρεις να μου πεις πού θα βρω γλυκό νερό;
     - Τυχερός είσαι, λίγο πιο πέρα, προς αυτήν την κατεύθυνση, θα συναντήσεις κάτι γαϊδουράγκαθα. Μην τα πλησιάσεις πολύ, είναι άγρια και δεν τους αρέσουν τα πολλά λόγια. Αν τα πετύχεις σε καλή μέρα, ίσως σου πουν πού θα βρεις γλυκό νερό. Εκείνα ξέρουν.
     Το παιδί ευχαρίστησε το λευκό πουλί και έφυγε προς την κατεύθυνση που του είχε δείξει. Λίγο πιο πέρα, πράγματι, βρήκε κάτι γαϊδουράγκαθα. Φαίνονταν εξαγριωμένα.


     - Απαράδεκτο! έλεγε το ένα. Αυτός ο ανατολικός άνεμος με έχει ξεμαλλιάσει!
     - Δεν είναι ανατολικός, έλεγε ένα άλλο, ακόμα να το μάθεις; Δυτικός είναι!
     - Σιγά μην είναι δυτικός!
     - Αφού φυσάει από εκεί!
     - Από εκεί είναι ο ήλιος δεν το βλέπεις; Ανατολικός είναι!
     - Ξεχνάς ότι είναι απόγευμα; Ο ήλιος πάει προς τη Δύση, δυτικός είναι ο άνεμος!
     - Λέτε χαζομάρες και οι δύο, έλεγε ένα τρίτο, φυσάει νοτιάς, εμένα με πονάνε τα αγκάθια μου από την υγρασία...
     - Κι εμένα με πονάνε, έλεγε ένα άλλο, αυτή η υγρασία είναι ό,τι χειρότερο για τα αγκάθια.
     - Και για τα μαλλιά είναι, έλεγε ένα άλλο, δεν βλέπετε πώς φριζάρουν, τζάμπα το κομμωτήριο!
     - Μόνο ο νοτιάς φριζάρει τα μαλλιά, έλεγε το τρίτο γαϊδουράγκαθο.
     - Λες βλακείες, έλεγε το πρώτο, ο ανατολικός άνεμος είναι ο χειρότερος.
     - Ο δυτικός είναι ο χειρότερος, ξανάλεγε το δεύτερο γαϊδουράγκαθο.
     - Δεν βλέπεις πώς με έχει ξεμαλλιάσει;
     - Άμα σε ξεμαλλιάσω εγώ θα δεις!
     - Για τόλμα!
     - Δεν τολμάω, νομίζεις;
     Εκείνη την στιγμή, το αγόρι αποφάσισε να τολμήσει να τα διακόψει.
     - Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, είπε, ξέρετε να μου πείτε πού θα βρω γλυκό νερό;
     - Προς τα εκεί, έδειξε το πρώτο γαϊδουράγκαθο, ενοχλημένο από τη διακοπή.
     - Προς τα εκεί, είπε το δεύτερο και έδειξε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
     - Μη λέτε βλακείες, είπε το τρίτο, είναι προς τα εκεί, και έδειξε προς μια τρίτη κατεύθυνση.
     - Ποιος λέει βλακείες; είπαν το πρώτο και το δεύτερο γαϊδουράγκαθο με μία φωνή.
     - Πονοκέφαλος με έπιασε, είπε ένα γαϊδουράγκαθο που δεν είχε μιλήσει.
     - Εγώ σου προξενώ πονοκέφαλο; Δεν ντρέπεσαι; του είπαν και τα τρία γαϊδουράγκαθα με μια φωνή.
     Το αγόρι αποφάσισε να φωνάξει.
     - Μπορείτε να συμφωνήσετε όλοι σε μία κατεύθυνση;
     Τα γαϊδουράγκαθα ησύχασαν προς στιγμήν. Ύστερα άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους χαμηλόφωνα.
     - Τελικά, δεν είμαστε σίγουροι για την κατεύθυνση, είπε το πρώτο.
     - Όμως, συνέχισε το δεύτερο, είναι εύκολο να το βρεις. Θα σε οδηγήσει το φως μέσα από τα φύλλα.
     - Γιατί με διέκοψες; του είπε το πρώτο.
     - Δε σε διέκοψα.
     - Με διέκοψες, εγώ θα του έλεγα για το φως μέσα από τα φύλλα!
     - Δε θα του το έλεγες!
     - Θα του το έλεγα, αλλά με διέκοψες!
     - Δε σε διέκοψα, απλώς μιλάς πολύ!
     - Δε μιλάω!
     - Μιλάς! Δεν μου φτάνει ο δυτικός άνεμος, έχω και εσένα.
     - Ανατολικός είναι...
     Τη συνέχεια δεν την άκουσε το αγόρι, είχε κιόλας απομακρυνθεί.
     Άρχισε να κοιτάζει ανάμεσα από τα φυλλώματα των δέντρων. Δεν θα άντεχε πολύ ακόμα χωρίς νερό, η ζέστη ήταν πολύ έντονη. Ήταν τυχερός. Λίγο πιο πέρα από τα άγρια γαϊδουράγκαθα, πολλά φωτάκια άρχισαν να εμφανίζονται ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων. Ένα φωτάκι ήταν πιο δυνατό από τα άλλα.


     Το αγόρι έτρεξε πίσω από τα δέντρα και, επιτέλους, βρήκε γλυκό νερό! Ήταν ένα ποταμάκι, που κυλούσε τα νερά του ήσυχα και αθόρυβα. Το αγόρι ήπιε λαίμαργα και ένιωσε τόση ευτυχία, που σκέφτηκε ότι νερό ήταν, ίσως, εξίσου σημαντικό με τα χρήματα.
     Αφού ήπιε όσο νερό χρειαζόταν για να ξεδιψάσει και να τονωθεί, το αγόρι σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει το κόκκινο μονοπάτι. Θα μπορούσε, ίσως, να ξαναρωτήσει τα γαϊδουράγκαθα, αλλά μάλλον δεν θα έβγαζε άκρη μαζί τους. Καλύτερα να ρωτούσε το λευκό πουλί, τα πουλιά ταξιδεύουν πολύ και βλέπουν πολλά. Γύρισε στο μέρος όπου είχε συναντήσει το λευκό πουλί, αλλά εκείνο δεν βρισκόταν πλέον εκεί, είχε φύγει. Έπρεπε να ψάξει μόνος του. Αλλά είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει, οπότε προτίμησε να περάσει εκεί τη νύχτα και να ξαναξεκινήσει την επόμενη μέρα.
     Για καλή του τύχη, συνάντησε ένα πλατάνι. Το πλατάνι είχε πλούσιο φύλλωμα και τα κλαδιά του μπλέκονταν μεταξύ τους φτιάχνοντας μια υπέροχη σκεπή.


     Το αγόρι ένιωσε μεγάλη ασφάλεια κάτω από τον πλάτανο και σκέφτηκε ότι και η ασφάλεια ίσως ήταν κάτι εξίσου σημαντικό με τα χρήματα. Βρήκε ένα μέρος δίπλα στον κορμό, και ξάπλωσε επάνω στο παχύ στρώμα από ξερά φύλλα, που βρισκόταν γύρω από τον κορμό. Ήταν το καλύτερο κρεβάτι που θα μπορούσε να έχει, και σκέφτηκε ότι όσα χρήματα κι αν είχε, δεν υπήρχε πουθενά τέτοιο στρώμα να αγοράσει.
     Το πρωί που ξύπνησε, θυμήθηκε ότι έπρεπε να βρει το κόκκινο μονοπάτι. Και, αφού του είχαν μιλήσει τα γαϊδουράγκαθα, γιατί να μην του μιλούσε και ο πλάτανος;
     - Καλημέρα, είπε το αγόρι στον πλάτανο.
     - Καλημέρα, απάντησε εκείνος. Αν και δεν θα έπρεπε να σου μιλάω, συνέχισε, κοιμήθηκες κάτω από τα κλαδιά μου χωρίς να μου ζητήσεις την άδεια.
     - Έχεις δίκιο, συγγνώμη, είπε το αγόρι.
     - Δεκτή η συγγνώμη σου.
     - Είσαι πολύ καλός, καμία σχέση με κάτι γαϊδουράγκαθα που συνάντησα εχθές.
     - Τα γαϊδουράγκαθα είναι εντελώς ακοινώνητα, όλος ο κόσμος το ξέρει...
     - Ναι. Θα μπορούσα να σου κάνω μια ερώτηση;
     - Φυσικά.
     - Ξέρεις πού βρίσκεται ένα κόκκινο μονοπάτι;
     - Μα, φυσικά, εδώ από πίσω βρίσκεται!
     - Σοβαρά;
     - Σοβαρά.
     - Σε ευχαριστώ τόσο πολύ! είπε το αγόρι και αγκάλιασε τον κορμό του πλατάνου.
     - Κι εγώ σε ευχαριστώ για την αγκαλιά, είπε ο πλάτανος, είναι τόσο σπάνιο να σε αγκαλιάζουν...
     Τότε το αγόρι σκέφτηκε ότι εκείνο είχε πάρει πολλές αγκαλιές στη ζωή του, τόσες, που δεν είχε καταλάβει πόσο σπάνιο ήταν αυτό.
     Το αγόρι χαιρέτησε τον πλάτανο και πήγε προς το μέρος που του είχε υποδείξει. Το κόκκινο μονοπάτι ήταν εκεί.


     Ακολούθησε το κόκκινο μονοπάτι. Τώρα έπρεπε να βρει ένα μέρος από όπου μπορείς να δεις καθαρά. Προχώρησε ακολουθώντας το μονοπάτι. Τώρα βρισκόταν μέσα σε ένα δάσος.
     Δεν μπορούσε να δει κάποιον, αλλά άκουγε τους ψιθύρους των δέντρων και τα κελαηδίσματα των πουλιών. Αισθάνθηκε όμορφα, όλο και κάποιον θα έβρισκε να ρωτήσει, αν χανόταν.
     Εκεί που περπατούσε, ξαφνικά, μπροστά στα πόδια του είδε ένα σημάδι. Ή, μάλλον, είδε πολλά σημάδια. 


     Ήταν ίχνη ανθρώπων. Ένιωσε μια ανησυχία. Κι αν κάποιος άλλος τον είχε προλάβει και είχε βρει το θησαυρό του παππού του; Αποκλείεται! Μόνο ο παππούς ήξερε τον δρόμο. Και μόνο εκείνος είχε γραμμένες τις οδηγίες από το τρεμάμενο χέρι του παππού.
     Αλλά, πού βρισκόταν, άραγε;
     

     Κοίταξε γύρω του. Παντού το χώμα ήταν κόκκινο. Αλλά πουθενά δεν είχε καλή θέα. Μάλλον είχε χαθεί.
     - Συγγνώμη, ρώτησε ένα πουρνάρι, μήπως ξέρεις να μου πεις πού βρίσκεται ένα μέρος όπου βλέπεις καθαρά;
     - Εδώ, του απάντησε το πουρνάρι. 
     - Δεν με κατάλαβες, εννοώ ένα μέρος που να έχει καλή θέα.
     - Και δεν είναι καλή θέα όλοι αυτοί οι κόκκινοι λόφοι; 
     - Θέλω να πω, ένα μέρος από όπου να μπορείς να δεις μακριά...
     - Δεν τα βλέπεις τα βουνά, εκεί μακριά; Αν και δεν καταλαβαίνω το λόγο να πάει κανένας εκεί, το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος είναι να μένει στο μέρος όπου γεννήθηκε.
     Εκείνη την στιγμή το αγόρι σκέφτηκε το μέρος όπου είχε γεννηθεί αυτός, και το οποίο βρισκόταν ήδη μακριά του. Ήταν όμορφο μέρος, το μέρος όπου είχε γεννηθεί.
     Όμως, όσο όμορφοι κι αν ήταν οι κόκκινοι λόφοι τριγύρω του, ήταν σίγουρος ότι δεν βρισκόταν στο σωστό μέρος. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω.
     - Το κόκκινο μονοπάτι που μου έδειξες δεν είναι αυτό που ψάχνω, είπε στον πλάτανο. Μήπως υπάρχει κι άλλο κόκκινο μονοπάτι εδώ γύρω;
     - Α, εγώ δεν ξέρω άλλο, απάντησε ο πλάτανος, ίσως όμως ξέρει η αράχνη που ζει μέσα σε εκείνην εκεί την τρύπα. Έχει πάρει πληροφορίες από τα χιλιάδες έντομα που έχει πιάσει στον ιστό της, όλο και κάτι περισσότερο θα ξέρει. Μόνο πρόσεχε, μη φωνάξεις πολύ δυνατά και την τρομάξεις, η τρύπα έχει ηχώ...



     Το αγόρι έσκυψε κοντά στην τρύπα και, όσο πιο απαλά μπορούσε, ρώτησε:
     - Μήπως ξέρεις πού θα βρω το κόκκινο μονοπάτι που οδηγεί σε ένα μέρος από όπου μπορείς να δεις καθαρά;
     - Εγώ δεν ξέρω, ακούστηκε η φωνή της αράχνης από το βάθος της τρύπας, αλλά μία πεταλούδα που έπιασα τις προάλλες μου μίλησε για ένα τέτοιο μέρος. Θαρρώ πως είναι προς τα εκεί, από εκεί ερχόταν η πεταλούδα.
     Η αράχνη είχε εμφανιστεί στο άνοιγμα της τρύπας και του έδειχνε προς τη μεριά της θάλασσας. Το αγόρι την ευχαρίστησε και πήρε τον δρόμο του γυρισμού, από εκεί που είχε έρθει, ελπίζοντας να μην συναντήσει στον δρόμο του ξανά εκείνα τα γαϊδουράγκαθα...
     Αυτή τη φορά ήταν πιο τυχερό, από ό,τι φαίνεται. Πίσω από μια συστάδα δέντρων συνάντησε ένα κόκκινο μονοπάτι. Να ήταν, άραγε, το σωστό;


     Δεν ήταν κανονικό μονοπάτι, επρόκειτο απλώς για κάποια κόκκινα φυτά, που στέκονταν το ένα πίσω από το άλλο, σε σειρά.
     - Μήπως γνωρίζετε κάποιο μέρος από όπου να μπορείς να δεις καθαρά; ρώτησε το αγόρι τα φυτά.
     - Ακολούθησέ μας, του είπαν εκείνα.
     Το αγόρι τα ακολούθησε για αρκετή ώρα και χάρηκε πολύ που δεν έμοιαζαν καθόλου στα γαϊδουράγκαθα. Ύστερα από λίγο, τα φυτά είπαν στο αγόρι:
     - Να το το μέρος που ψάχνεις.
     Το αγόρι κοίταξε. Ναι, μόλις είχε βρει το μέρος που έψαχνε.


     Επρόκειτο για έναν φάρο. Το αγόρι ξεδίπλωσε το χαρτί με τις οδηγίες, για να διαβάσει τη συνέχεια. "Εκεί που δείχνει αυτό το μέρος βρίσκεται ο θησαυρός. Ακολούθησε εκείνον που ζούσε εκεί όπου ζεις, αλλά τώρα ζει εκεί όπου δεν ζεις". Τι αίνιγμα ήταν, τώρα, αυτό;
     Το σίγουρο ήταν πως ο φάρος έδειχνε τη θάλασσα. Άρα, προς τα εκεί θα έπρεπε να πάει. Αλλά ποιον θα έπρεπε να ρωτήσει;
     Έφτασε στη θάλασσα. Και τότε είδε έναν ελέφαντα. Αλλά ο ελέφαντας δεν βρισκόταν στην ξηρά, όπου ζούσαν οι άνθρωποι, βρισκόταν μέσα στη θάλασσα, όπου δεν ζούσαν οι άνθρωποι.
     - Αυτόν θα πρέπει να ρωτήσω, σκέφτηκε το αγόρι και πήρε μια βάρκα που υπήρχε λίγο πιο πέρα, για να φτάσει στον ελέφαντα, που βρισκόταν στα ανοιχτά.


     - Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου; φώναξε το αγόρι προς τον ελέφαντα, καθώς τον πλησίαζε με τη βάρκα.
     - Πού να ξέρω; είπε εκείνος.
     - Μα ο παππούς μου μου γράφει να ρωτήσω εσένα.
     - Δεν τον ξέρω τον παππού σου, πώς να ξέρω πού είναι ο θησαυρός του;
     - Και, δηλαδή, δεν είσαι εσύ αυτός που ζούσε εκεί όπου ζω εγώ, αλλά τώρα ζει εκεί όπου δεν ζω εγώ;
     - Τι αλαμπουρνέζικα είναι αυτά; είπε ο ελέφαντας και φύσηξε νερό στον αέρα με την προβοσκίδα του. Τι σε κάνει να νομίζεις ότι ζω εκεί όπου δεν ζεις εσύ;
     - Μα αφού είσαι μέσα στη θάλασσα!
     - Ναι, αλλά δεν ζω εδώ, στην ξηρά ζω, εξυπνοπούλι μου!
     Και το αγόρι κατάλαβε ότι ο ελέφαντας είχε δίκιο.
     - Κι ύστερα λένε πως οι άνθρωποι είναι έξυπνοι, είπε ο ελέφαντας και συνέχισε να απομακρύνεται.
     Και το αγόρι έμεινε στην βάρκα, κοντά σε ένα νησί γεμάτο λευκά πουλιά. 
     - Ας ρωτήσω τα πουλιά, σκέφτηκε το αγόρι, δεν χάνω τίποτα...


     - Ε, εσείς εκεί πέρα, φώναξε το αγόρι, ξέρετε μήπως να μου πείτε πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου;
     Αλλά τα πουλιά δεν του έδιναν σημασία. Το αγόρι πλησίασε στο νησί.
     - Μήπως ξέρετε πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου; ξαναρώτησε.
     - Μη μας ενοχλείς, του φώναξε ένα λευκό πουλί, δεν βλέπεις πως λιαζόμαστε;
     - Δεν μπορείτε να μου πείτε αν ξέρετε πού βρίσκεται ο θησαυρός; Κάπου εδώ στη θάλασσα βρίσκεται.
     - Ο θησαυρός της θάλασσας είναι τα ψάρια, είπε ένα άλλο λευκό πουλί. Εγώ άλλο θησαυρό δεν ξέρω.
     - Είναι και ο ήλιος, του είπε το διπλανό πουλί.
     - Α, ναι, είναι και ο ήλιος θησαυρός, συμφώνησε εκείνο.
     Το παιδί σκέφτηκε πως ο θησαυρός του παππού του δεν θα μπορούσε να είναι ούτε ψάρια, ούτε ο ήλιος, εξάλλου του το είχε πει ξεκάθαρα, ο θησαυρός ήταν ένα βουνό ασημένια νομίσματα.
     - Μήπως είδατε πουθενά ένα βουνό από ασημένια νομίσματα; ρώτησε τότε το αγόρι.
     - Τι είναι αυτά, τρώγονται; ρώτησε ένα άλλο λευκό πουλί.
     - Όχι.
     - Ε, τότε, τι να μας νοιάζει;
     - Ποιος άλλος θα μπορούσε να ξέρει κάτι τέτοιο; ρώτησε το αγόρι. Ξέρετε κάποιον που να ζούσε στην ξηρά, αλλά τώρα να ζει στη θάλασσα;
     - Κάπου πάει το μυαλό μου, είπε ένα πουλί.
     - Εγώ είμαι αυτός, είπε ένα δελφίνι, που εμφανίστηκε ξαφνικά, κοντά στη βάρκα.


     - Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου; ρώτησε το αγόρι, ξεπερνώντας την έκπληξή του.
     - Φυσικά και ξέρω, ακολούθησέ με, είπε το δελφίνι και έκανε μία βουτιά.
     Και το αγόρι ακολούθησε το δελφίνι. Αυτό ήταν αρκετά δύσκολο, επειδή το δελφίνι κολυμπούσε πολύ γρήγορα και το αγόρι κωπηλατούσε πολύ αργά. Κάθε λίγο το δελφίνι αναγκαζόταν να γυρίζει προς τα πίσω, για να μπορέσει το αγόρι να το δει και να το ακολουθήσει.
     Ύστερα από λίγη ώρα, το δελφίνι έκανε ένα σάλτο στον αέρα. 
     - Φτάσαμε, είπε, εκεί είναι ο θησαυρός του παππού σου.
     Ήταν ένα μικρό νησάκι. Το αγόρι ήταν κατενθουσιασμένο.


     Ευχαρίστησε το δελφίνι και πήγε στο νησάκι. Δεν ήταν πολύ μεγάλο. Πού, άραγε, να είχε θάψει ο παππούς τον θησαυρό του;
     - Μήπως ξέρεις σε ποιο σημείο βρίσκεται ο θησαυρός; φώναξε το αγόρι στο δελφίνι, που απομακρυνόταν.
     - Στην παραλία, νομίζω, είπε εκείνο και, κάνοντας μια περίτεχνη βουτιά, εξαφανίστηκε.
     Το αγόρι έκανε τον γύρο του νησιού. Όπου κι αν κοιτούσε, μόνο σπασμένα κοχύλια έβρισκε.
 

     - Δεν μπορεί, εδώ είναι ο θησαυρός, είπε το αγόρι και άρχισε να σκάβει ανάμεσα από τα σπασμένα όστρακα.
     Είχε φτάσει βράδυ και δεν είχε καταφέρει να βρει τίποτα.
     - Αύριο θα τον βρω τον θησαυρό, σκέφτηκε αποφασισμένα.
     Και ξάπλωσε επάνω στα σπασμένα κοχύλια και αποκοιμήθηκε.
     Και τότε, είδε στον ύπνο του τον παππού του, και ο παππούς του ήταν άρρωστος πολύ, το πρόσωπό του είχε γίνει πιο άσπρο από τα μαλλιά του, και τα μάτια του παππού ήταν γεμάτα δάκρυα, έκλαιγε ο παππούς του.
     "Γιατί κλαις, παππού;" ρώτησε το αγόρι στον ύπνο του.
     "Κλαίω, επειδή είμαι άρρωστος, και ίσως δεν σε ξαναδώ, αγόρι μου. Έφυγες να βρεις το θησαυρό και δεν ξέρω ούτε αν είσαι καλά".
     "Μην ανησυχείς, παππού, καλά είμαι, προς το παρόν βρίσκω μόνο σπασμένα όστρακα, αλλά είμαι σίγουρος ότι όπου να'ναι θα τον βρω τον θησαυρό σου".
     "Σε γέλασα, αγόρι μου, δεν υπάρχουν ασημένια νομίσματα, ποτέ δεν υπήρχαν. Όλα τα έβγαλα από το μυαλό μου, δεν θα βρεις τίποτα κάτω από τα σπασμένα όστρακα. Δεν υπάρχει θησαυρός, γύρνα πίσω..."
     Και ο παππούς έκλεισε τα μάτια του.
     "Παππού!" φώναξε το αγόρι, αλλά ο παππούς δεν άνοιγε τα μάτια του.
     - Παππού! φώναξε το αγόρι και πετάχτηκε από τον ύπνο του, με τα μάτια του δακρυσμένα, όπως τα μάτια του παππού στο όνειρό του.
     Είχε πια ξημερώσει. Και στον ουρανό υπήρχε μόνο ένα σύννεφο. Ένα σύννεφο που θύμιζε ηλικιωμένο, καμπουριασμένο γεράκο. Θύμιζε τον παππού του.
     Και το αγόρι ήξερε. Ήξερε, πλέον, ποιοι ήταν οι θησαυροί του. Και πήρε τη βάρκα για να γυρίσει σε έναν από αυτούς, στον αγαπημένο του παππού...


ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου