Χαρές και πανηγύρια στη Χώρα της πίσω βεράντας. Και αυτό, επειδή επαληθεύτηκε η προφητεία. Και, συνεπώς, επειδή έφτασε η σωτηρία.
Η γριά, τσιγγάνα μάγισσα, που διάβασε φύλλο-φύλλο όλες τις παλάμες της Χώρας, το είπε καθαρά: Η μαύρη κατάρα του Λιμού θα φύγει μόνο με νέο αίμα. Και μπορεί αυτό να ακούγεται λίγο ανατριχιαστικό και να φέρνει στο μυαλό ανθρωποθυσίες στο φως του φεγγαριού, όμως αυτό που εννοούσε η τσιγγάνα ήταν ότι κάποιος νεοφερμένος θα έδιωχνε το κακό.
Στο μεταξύ, κάπου μακριά, στη Χώρα των φυτωρίων, ο σωτήρας της πίσω βεράντας ζούσε ανέμελος. Ή, μάλλον, ζούσε ανέμελη. Επειδή ήταν μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά. Είχε καταγωγή από την Βραζιλία, από εκεί που το αίμα ρέει στις φλέβες στο ρυθμό της σάμπα, που τα κορμιά σμιλεύονται στις ατέλειωτες, αμμουδερές παραλίες, και που τα μεγαλύτερα μυστικά κρύβονται στις ζούγκλες του Αμαζονίου, αποφεύγοντας με επιμονή την επικοινωνία με τον έξω κόσμο.
Βέβαια, η ανέμελη κοπέλα δεν είχε γνωρίσει τη χώρα καταγωγής της. Ήταν αυτό που λένε "παιδί μεταναστών". Και όσο και αν το ήθελε, δεν ήταν στο χέρι της να επιλέξει πού θα ζούσε.
Στη Χώρα των φυτωρίων, τα παιδιά των μεταναστών μεγαλώνουν όλα μαζί σε κοινόβια, ξυπνάνε μαζί, τρώνε μαζί, πίνουν μαζί και κοιμούνται μαζί. Και καθώς μεγαλώνουν, κάποια από αυτά - τα μεγαλύτερα - επιλέγονται για να ταξιδέψουν. Και πάλι ταξιδεύουν πολλά μαζί. Μαζί διασχίζουν τις θάλασσες, μαζί παθαίνουν ναυτίες, μαζί φτάνουν στον προορισμό τους, μέχρι που, άλλα χέρια, χέρια άγνωστα και πολύ διαφορετικά από εκείνα που τα μεγάλωσαν - άπονα χέρια, τις ξενιτειάς τα χέρια - τα στέλνουν - λίγα-λίγα αυτή τη φορά - στον τελικό τους προορισμό, μια βεραντοχώρα ή μια κηποχώρα.
Έτσι, λοιπόν, μεγάλωνε και η ανέμελη κοπέλα, στο κοινόβιο όπου είχε βρεθεί από τη γέννησή της, και όσο μεγάλωνε τόσο πιο όμορφη γινόταν. Και έφτασε και ο δικός της καιρός να κάνει το μακρινό της ταξίδι. Και μπήκε σε αεροπλάνο. Και ταξίδεψε πάνω από τα σύννεφα. Και ήταν πολύ ωραία εκεί. Και ύστερα το αεροπλάνο προσγειώθηκε, και την ανέμελη κοπέλα την πήγαν σε μια άλλη χώρα φυτωρίου, μαζί με μερικές από τις φίλες της, και όλες μαζί τραγουδούσαν τα πρωινά, όταν τις έβλεπε ο ήλιος, τον οποίο τον ήξεραν πολύ καλά, και ο οποίος πηγαίνει παντού.
Και ήρθε ένα άγνωστο χέρι, χέρι γυναικείο, και έπιασε την ανέμελη κοπέλα και την χώρισε από τις φίλες της. Και την πήγε σε μια βεραντοχώρα. Και αυτή η χώρα ήταν η Χώρα της πίσω βεράντας. Και το χέρι την έβαλε εκεί, σε μια θέση περίοπτη. Και η κοπέλα ήταν στην αρχή διστακτική, καθώς δεν γνώριζε κανέναν από τους άλλους κατοίκους της χώρας.
Μα και οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν λίγο διστακτικοί στην αρχή, όταν την γνώρισαν. Και πρώτα-πρώτα, επειδή η νεοφερμένη δε μιλούσε την γλώσσα. Όμως, η βραζιλιάνα καλλονή είχε ένα τόσο εγκάρδιο χαμόγελο, που σιγά-σιγά, οι ενδοιασμοί άρχισαν να κάμπτονται. Και οι κάτοικοι της Χώρας της πίσω βεράντας άρχισαν και εκείνοι να της χαμογελούν. Και εκείνη άρχισε να νιώθει πιο άνετα, ιδιαίτερα όταν είδε ότι στη Χώρα της πίσω βεράντας υπήρχε άφθονο φαγητό και νερό. Και τεντώθηκε και απλώθηκε και το χαμόγελό της άνθισε.
Και φωτίστηκε η χώρα, και όλοι ένιωσαν ότι η κατάρα της κακιάς μάγισσας - αυτής που είχε γίνει η αιτία να χαθεί πάνω στο άνθος της ηλικίας του ο πανσές - επιτέλους θα έφευγε.
- Καλώς ήρθες! φώναξαν όλοι οι κάτοικοι με μια φωνή.
- Obrigada, είπε η βραζιλιάνα.
Η γριά, τσιγγάνα μάγισσα, που διάβασε φύλλο-φύλλο όλες τις παλάμες της Χώρας, το είπε καθαρά: Η μαύρη κατάρα του Λιμού θα φύγει μόνο με νέο αίμα. Και μπορεί αυτό να ακούγεται λίγο ανατριχιαστικό και να φέρνει στο μυαλό ανθρωποθυσίες στο φως του φεγγαριού, όμως αυτό που εννοούσε η τσιγγάνα ήταν ότι κάποιος νεοφερμένος θα έδιωχνε το κακό.
Στο μεταξύ, κάπου μακριά, στη Χώρα των φυτωρίων, ο σωτήρας της πίσω βεράντας ζούσε ανέμελος. Ή, μάλλον, ζούσε ανέμελη. Επειδή ήταν μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά. Είχε καταγωγή από την Βραζιλία, από εκεί που το αίμα ρέει στις φλέβες στο ρυθμό της σάμπα, που τα κορμιά σμιλεύονται στις ατέλειωτες, αμμουδερές παραλίες, και που τα μεγαλύτερα μυστικά κρύβονται στις ζούγκλες του Αμαζονίου, αποφεύγοντας με επιμονή την επικοινωνία με τον έξω κόσμο.
Βέβαια, η ανέμελη κοπέλα δεν είχε γνωρίσει τη χώρα καταγωγής της. Ήταν αυτό που λένε "παιδί μεταναστών". Και όσο και αν το ήθελε, δεν ήταν στο χέρι της να επιλέξει πού θα ζούσε.
Στη Χώρα των φυτωρίων, τα παιδιά των μεταναστών μεγαλώνουν όλα μαζί σε κοινόβια, ξυπνάνε μαζί, τρώνε μαζί, πίνουν μαζί και κοιμούνται μαζί. Και καθώς μεγαλώνουν, κάποια από αυτά - τα μεγαλύτερα - επιλέγονται για να ταξιδέψουν. Και πάλι ταξιδεύουν πολλά μαζί. Μαζί διασχίζουν τις θάλασσες, μαζί παθαίνουν ναυτίες, μαζί φτάνουν στον προορισμό τους, μέχρι που, άλλα χέρια, χέρια άγνωστα και πολύ διαφορετικά από εκείνα που τα μεγάλωσαν - άπονα χέρια, τις ξενιτειάς τα χέρια - τα στέλνουν - λίγα-λίγα αυτή τη φορά - στον τελικό τους προορισμό, μια βεραντοχώρα ή μια κηποχώρα.
Έτσι, λοιπόν, μεγάλωνε και η ανέμελη κοπέλα, στο κοινόβιο όπου είχε βρεθεί από τη γέννησή της, και όσο μεγάλωνε τόσο πιο όμορφη γινόταν. Και έφτασε και ο δικός της καιρός να κάνει το μακρινό της ταξίδι. Και μπήκε σε αεροπλάνο. Και ταξίδεψε πάνω από τα σύννεφα. Και ήταν πολύ ωραία εκεί. Και ύστερα το αεροπλάνο προσγειώθηκε, και την ανέμελη κοπέλα την πήγαν σε μια άλλη χώρα φυτωρίου, μαζί με μερικές από τις φίλες της, και όλες μαζί τραγουδούσαν τα πρωινά, όταν τις έβλεπε ο ήλιος, τον οποίο τον ήξεραν πολύ καλά, και ο οποίος πηγαίνει παντού.
Και ήρθε ένα άγνωστο χέρι, χέρι γυναικείο, και έπιασε την ανέμελη κοπέλα και την χώρισε από τις φίλες της. Και την πήγε σε μια βεραντοχώρα. Και αυτή η χώρα ήταν η Χώρα της πίσω βεράντας. Και το χέρι την έβαλε εκεί, σε μια θέση περίοπτη. Και η κοπέλα ήταν στην αρχή διστακτική, καθώς δεν γνώριζε κανέναν από τους άλλους κατοίκους της χώρας.
Μα και οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν λίγο διστακτικοί στην αρχή, όταν την γνώρισαν. Και πρώτα-πρώτα, επειδή η νεοφερμένη δε μιλούσε την γλώσσα. Όμως, η βραζιλιάνα καλλονή είχε ένα τόσο εγκάρδιο χαμόγελο, που σιγά-σιγά, οι ενδοιασμοί άρχισαν να κάμπτονται. Και οι κάτοικοι της Χώρας της πίσω βεράντας άρχισαν και εκείνοι να της χαμογελούν. Και εκείνη άρχισε να νιώθει πιο άνετα, ιδιαίτερα όταν είδε ότι στη Χώρα της πίσω βεράντας υπήρχε άφθονο φαγητό και νερό. Και τεντώθηκε και απλώθηκε και το χαμόγελό της άνθισε.
Και φωτίστηκε η χώρα, και όλοι ένιωσαν ότι η κατάρα της κακιάς μάγισσας - αυτής που είχε γίνει η αιτία να χαθεί πάνω στο άνθος της ηλικίας του ο πανσές - επιτέλους θα έφευγε.
- Καλώς ήρθες! φώναξαν όλοι οι κάτοικοι με μια φωνή.
- Obrigada, είπε η βραζιλιάνα.
Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question