Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Το πιο σπάνιο


      Μια φορά κι έναν καιρό, σε μία μακρινή και όμορφη χώρα, κατοικούσε ένας πολύ πλούσιος και ισχυρός βασιλιάς, που είχε μία μονάκριβη κόρη. Ο βασιλιάς είχε μεγάλη αδυναμία στην κόρη του και της πρόσφερε ό,τι καλύτερο υπήρχε: της αγόραζε τα πιο ακριβά παιχνίδια και τα πιο ακριβά φορέματα, της είχε τις καλύτερες νταντάδες... Τίποτα δεν της έλειπε, της μονάκριβης βασιλοπούλας.
     Η βασιλοπούλα μεγάλωνε, και κάθε επιθυμία της ικανοποιόταν προτού καλά-καλά την αποκτήσει. Και, φυσικά, αλίμονο σε όποιον γινόταν αιτία να συννεφιάσει το προσωπάκι της βασιλοπούλας. Γι'αυτό και όλοι ήταν πολύ προσεκτικοί μπροστά της.
     Όπως ήταν αναμενόμενο, η βασιλοπούλα όλο και μεγάλωνε και σιγά-σιγά έφτασε σε ηλικία γάμου. Ο βασιλιάς, φυσικά, ήθελε να την παντρέψει με τον καλύτερο, και άρχισε να ψάχνει σε όλα τα γειτονικά βασίλεια για να βρει τον κατάλληλο άντρα για την κόρη του. Όμως έφτασαν στα αυτιά του φήμες που έλεγαν ότι η βασιλοπούλα δεν επιθυμούσε να παντρευτεί, και ο βασιλιάς - που όπως είδαμε δεν ήθελε να συννεφιάζει το προσωπάκι της μοναχοκόρης του - άφησε την αναζήτηση του γαμπρού για αργότερα. Μικρή ήταν ακόμα η βασιλοπούλα, δεν χρειαζόταν να βιαστεί.
     Πέρασαν μερικά χρόνια και ο βασιλιάς έκρινε ότι η κόρη του ήταν αρκετά μεγάλη πια και ότι θα έπρεπε να παντρευτεί. Τη φώναξε, λοιπόν, στη μεγάλη σάλα του παλατιού και της είπε ότι είχε έρθει η ώρα να σκεφτεί σοβαρά το ενδεχόμενο να παντρευτεί και αν είχε στο μυαλό της κάποιο από τα πριγκηπόπουλα των γειτονικών βασιλείων να του το έλεγε για να της τον φέρει για άντρα. Αλλά η βασιλοπούλα, αντί να χαρεί, κατέβασε κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα και ύστερα πήγε και κλείστηκε στα δωμάτιά της, δηλώνοντας ότι δεν είχε σκοπό να παντρευτεί. Και ο βασιλιάς υποχώρησε και πάλι.
     Πέρασαν μερικά χρόνια ακόμα και ο βασιλιάς άρχισε σοβαρά να ανησυχεί ότι η μοναχοκόρη του θα του έμενε στο ράφι - ναι, και οι βασιλιάδες ανησυχούν για τέτοια θέματα, και ας είναι το ράφι τους χρυσό. Επιπλέον, υπήρχε και το θέμα του διαδόχου. Ποιος θα τον διαδεχόταν στον θρόνο, που δεν είχε γιο; Καθώς, λοιπόν, τα περιθώρια στένευαν, ο βασιλιάς έκανε πέτρα την καρδιά του και αποφάσισε αυτή τη φορά να μην υποχωρήσει στην απόφασή του να παντρέψει τη βασιλοπούλα, όσο και αν συννέφιαζε το πρόσωπό της.
     Την κάλεσε στη μεγάλη σάλα και της ανακοίνωσε την απόφασή του. Η βασιλοπούλα αντέδρασε με τον γνωστό της τρόπο, αλλά είδε ότι αυτή τη φορά τα μούτρα δεν περνούσαν στο βασιλιά και αποφάσισε να αλλάξει τακτική. 
     Δέχτηκε, λοιπόν, να παντρευτεί, αλλά δήλωσε ότι θα παντρευόταν μόνο εκείνον που θα της έκανε στα γενέθλιά της το πιο σπάνιο δώρο. Γεμάτος χαρά ο βασιλιάς, έστειλε τελάληδες παντού, προσκαλώντας όλους τους επίδοξους γαμπρούς να πάνε στο παλάτι την ημέρα των γενεθλίων της βασιλοπούλας, και όποιος της έκανε το πιο σπάνιο δώρο, εκείνος θα έπαιρνε και το χέρι της και θα διαδεχόταν το βασιλιά στον θρόνο του.
     Η μέρα των γενεθλίων της βασιλοπούλας έφτασε. Το παλάτι στολίστηκε με τα πιο σπάνια λουλούδια, άναψαν όλοι οι πολυέλαιοι, στρώθηκαν τα πιο πλούσια τραπέζια που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ο χώρος μπροστά από το παλάτι γέμισε από άμαξες, και η μεγάλη σάλα του παλατιού γέμισε από επίδοξους μνηστήρες. Όλοι ήταν γόνοι βασιλικών οικογενειών ή πλούσιων ευγενών και όλοι ήταν γεμάτοι αυτοπεποίθηση.
     Η βασιλοπούλα ήταν καθισμένη δίπλα στον θρόνο του πατέρα της, φορώντας ένα πανέμορφο φόρεμα κεντημένο με διαμάντια, που στραφτάλιζαν στο φως των πολυελαίων, και υποδεχόταν έναν-έναν τους νέους που είχαν έρθει για να της φέρουν τα δώρα τους.
     Ο πρώτος νέος πλησίασε, υποκλίθηκε και της πρόσφερε το δώρο του: ένα χρυσό άλογο.
     - Πολύ εντυπωσιακό, είπε η βασιλοπούλα, αλλά δεν είναι αρκετά σπάνιο. Θαρρώ πως ο πατέρας μου μου έκανε δώρο ένα τέτοιο άλογο στα δέκατα τρίτα γενέθλιά μου.
     Ο νέος υποκλίθηκε ξανά και αποχώρησε.
     Ο επόμενος, που φορούσε ένα καπέλο με ένα χρυσό φτερό, πλησίασε, υποκλίθηκε και της πρόσφερε το δικό του δώρο: ένα πανέμορφο, πολύχρωμο πουλί, μέσα σε ένα ασημένιο κλουβί. Το πουλί κελαηδούσε πολύ μελωδικά και όλοι απόμειναν να το θαυμάζουν.
     - Πολύ ωραίο, είπε η βασιλοπούλα, αλλά στον κήπο του παλατιού έχουμε ένα τεράστιο κλουβί γεμάτο τέτοια πουλιά. Το δώρο σου δεν είναι σπάνιο, δεν μπορώ να σε παντρευτώ.
     Ο τρίτος νέος πλησίασε λίγο πιο διστακτικά από τους προηγούμενους και πρόσφερε το δικό του δώρο, αλλά και το δικό του δώρο η βασιλοπούλα το είχε ήδη και ο νέος έφυγε με άδεια χέρια και με το κεφάλι κατεβασμένο.
     Ο βασιλιάς καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, καθώς έβλεπε την κόρη του να απορρίπτει έναν-έναν τους υποψήφιους γαμπρούς, και δεν ήξερε τι να κάνει. Και οι υποψήφιοι όλο και μειώνονταν. Και ο βασιλιάς μετάνιωσε για όλα τα σπάνια και ακριβά δώρα που είχε κάνει στη βασιλοπούλα μέχρι τότε.
     Έφτασε και η σειρά του τελευταίου υποψήφιου και εκείνος πρόσφερε στη βασιλοπούλα ένα μεγάλο, χρυσό σεντούκι, γεμάτο με τεράστια διαμάντια.
     - Είναι μόνο ένα μέρος από όσα έχω, της είπε. Υπάρχουν πολλά περισσότερα, και είναι όλα δικά σου.
     - Σιγά το σπάνιο δώρο! είπε η βασιλοπούλα. Έχω ήδη ένα σωρό από δαύτα.
     Και ο τελευταίος υποψήφιος αποχώρησε.
     - Τι κρίμα, τελείωσαν οι γαμπροί, είπε η βασιλοπούλα και έκανε να σηκωθεί.
     Αλλά τότε, ακούστηκε μία φωνή:
     - Και εγώ θέλω να κάνω δώρο στη βασιλοπούλα!
     Γύρισαν όλοι και είδαν το γιο του επιστάτη, ο οποίος μόλις είχε μπει στη σάλα. Δεν ήταν δύσκολο να τον ξεχωρίσουν, ήταν ο μόνος άνθρωπος εκεί μέσα που δε φορούσε χρυσά.
     - Πώς τολμάς να νομίζεις ότι εσύ μπορείς να παντρευτείς εμένα; είπε η βασιλοπούλα.
     - Δεν το νομίζω, είμαι σίγουρος, είπε ο γιος του επιστάτη.
     Ο βασιλιάς δεν τόλμησε να πει τίποτα, ήταν τόσο απελπισμένος που θα δεχόταν οποιονδήποτε για γαμπρό του.
     - Ώστε μου έφερες δώρο; ρώτησε η βασιλοπούλα.
     - Σου έφερα.
     - Και είναι σπάνιο;
     - Είναι.
     - Και πού είναι, τότε; Επειδή εγώ δεν βλέπω να κρατάς τίποτα.
     - Μα το δώρο μου είναι αόρατο!
     - Αόρατο! Πώς τολμάς να με κοροϊδεύεις;
     - Δε σε κοροϊδεύω καθόλου. Αν με αφήσεις να σε πλησιάσω αρκετά, θα το δεις και εσύ.
     Η βασιλοπούλα τον κοίταξε με δυσπιστία.
     - Είναι ένα δώρο που σίγουρα δεν το είχες ποτέ, είπε ο γιος του επιστάτη. 
     - Και πώς λέγεται το δώρο σου;
     - Αγκαλιά, είπε ο γιος του επιστάτη.
     Η βασιλοπούλα σκέφτηκε. Θυμόταν όλα τα δώρα που της είχε αγοράσει ο βασιλιάς, ένα προς ένα, κανένα όμως από αυτά τα δώρα δεν ήταν αγκαλιά. Και ο βασιλιάς συνειδητοποίησε ότι, όσο κι αν αγαπούσε τη μοναχοκόρη του, όσα δώρα κι αν της είχε χαρίσει, δεν την είχε αγκαλιάσει ποτέ.
     Και ο γιος του επιστάτη πλησίασε τη βασιλοπούλα και άνοιξε τα χέρια του. Και ύστερα τα έκλεισε γύρω από τη βασιλοπούλα. Και η βασιλοπούλα κατάλαβε ότι το είχε χάσει το στοίχημα. Και ο βασιλιάς κατάλαβε ότι, επιτέλους, είχε αποκτήσει διάδοχο.

6 σχόλια:

  1. Πολύ όμορφο με μια σειρά από μηνύματα που κλείνουν στο τέλος με το μεγαλύτερο.
    Η Αγκαλιά οφείλει να είναι γεμάτη αισθήματα και όχι ξενόφερτα υλικά δώρα.
    Μπράβο για το θέμα.
    Να σου ευχηθώ καλή βδομάδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ πολύ, Γιάννη.
    Πάντα με απασχολεί το άυλο σε σχέση με το υλικό. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που δεν είχε οικονομικά μέσα, γι'αυτό και στερήθηκα αρκετά πράγματα. Όμως αυτό είναι κάτι για το οποίο δεν μπορώ να κατηγορήσω τους γονείς μου. Αντίθετα, δε θα δίσταζα να τους κατηγορήσω αν μου είχαν στερήσει την αγάπη τους και την αγκαλιά τους.
    Σε τελευταία ανάλυση, τι κοστίζει μια αγκαλιά;
    Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου.
    Να έχεις και εσύ μια όμορφη εβδομάδα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ήταν πολύ ωραία ιστορία και συγκινήθηκα!
    Μια αγκαλιά μπορεί να σε κάνει τον πιο πλούσιο άνθρωπο στον κόσμο!
    Γιατί τι να το κάνεις όλο το χρυσάφι της γης, όταν δεν έχεις κάποιον να σ' αγκαλιάζει;
    Καλή εβδομάδα Πίπη μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου, αγαπημένη μου Αρτίστα και εύχομαι η ζωή σου να είναι πάντα γεμάτη αγκαλιές.
      Φιλάκια πολλά

      Διαγραφή
  4. Πόσο κρίμα που η βασιλοπούλα είχε ζήσει τόσα χρόνια χωρίς αγκαλιά. Ελπίζω φυσικά ο γιος του επιστάτη να μην ήταν απλώς προικοθήρας, αλλά να αγαπούσε τη βασιλοπούλα, γιατί και η αγκαλιά χωρίς αγάπη, δώρο άδωρο είναι!
    Φιλιά πολλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπημένη μου Μεμαρία, θα το έχεις προσέξει, βέβαια, ότι στα παραμύθια δεν υπάρχουν προικοθήρες (κι εγώ τώρα το συνειδητοποίησα, που το σχολίασες). Πάντως, μην ανησυχείς, ο γιος του επιστάτη την αγαπούσε τη βασιλοπούλα, απλώς δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να την πλησιάσει. Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι τη βασιλοπούλα την είχαν μεγαλώσει οι καλύτερες νταντάδες, και άρα δεν της είχαν λείψει οι πληρωμένες αγκαλιές, γι'αυτό και θα μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά, αν ο γιος του επιστάτη ήταν προικοθήρας.
      Πολλά φιλιά και σε εσένα

      Διαγραφή

To comment or not to comment? That is the question