- Τι δουλειά έχει εδώ αυτός ο σκύλος; ρώτησε ο μπάρμαν, ενώ καθάριζε ένα ποτήρι με ένα όχι και τόσο καθαρό πανί. Δικός σου είναι;
- Όχι, είπε ο Λούκυ Λουκ, και ήπιε μια καλή γουλιά από το ποτό του. Αλλά με ακολουθεί εδώ και τρεις μέρες, από όταν έφυγα από τις φυλακές, όπου άφησα τους Ντάλτον. Νομίζω ότι είναι ο σκύλος του διευθυντή των φυλακών.
- Και τι δουλειά έχει να σε ακολουθεί;
- Δεν έχω ιδέα. Ίσως να του θυμίζω κάποιον. Ίσως, πάλι, να μην ακολουθεί εμένα, αλλά την Ντόλυ.
- Αυτό κι αν είναι περίεργο, είπε ο μπάρμαν.
Ο Λούκυ Λουκ πλησίασε τη μύτη του στο ποτήρι του και ύστερα ήπιε άλλη μια γουλιά.
- Το ποτό σου δεν είναι το ίδιο με την τελευταία φορά, είπε.
- Φυσικά και δεν είναι, άνοιξα καινούργιο βαρέλι προχθές. Δε σου αρέσει;
- Καλό είναι, αλλά νομίζω ότι χτυπάει λίγο στο κεφάλι... Είσαι σίγουρος ότι το αγόρασες από νόμιμο διανομέα;
- Εννοείται, αφού με ξέρεις...
Ένας μουστακαλής καουμπόι που καθόταν στην άλλη άκρη της μπάρας ρουθούνισε, αλλά δεν είπε τίποτα.
- Ώστε τους ξανάχωσες στη φυλακή τους Ντάλτον, είπε ο μπάρμαν.
- Ναι, απάντησε ο Λούκυ Λουκ.
- Το ξέρεις ότι το πιθανότερο είναι να το ξανασκάσουν.
- Αν το ξανασκάσουν, θα τους ξαναπιάσω.
- Δε σε κουράζει όλο αυτό;
- Εσένα δε σε κουράζει να σερβίρεις όλους αυτούς τους τύπους που σερβίρεις;
- Τους έχω συνηθίσει. Εξάλλου, δε θα μπορούσα με τίποτα να ταξιδεύω μόνος.
- Μα δεν είμαι μόνος, έχω μαζί μου την Ντόλυ...
- Το ταξίδι είναι ταξίδι, χρειάζεσαι κάποιον να λες μια κουβέντα...
- Και ποιος σου είπε ότι η Ντόλυ δεν είναι κατάλληλη για κουβέντα; Για να μη σου πω ότι είναι καταλληλότερη για κουβέντα από τους περισσότερους τύπους που μαζεύεις εσύ εδώ μέσα...
- Σ'αυτό δεν έχεις και άδικο... Αλλά, ακόμα και έτσι, είναι δύσκολο να ταξιδεύεις μόνος, μέρες ολόκληρες επάνω σε μια άβολη ράχη αλόγου, κάτω από τον καυτό ήλιο, με την σκόνη της ερήμου να σου καίει τα μάτια και να φτάνει μέχρι τα σωθικά σου...
- Ναι, αλλά η καταδίωξη σε κρατάει σε εγρήγορση. Ενώ μία δουλειά ρουτίνας σε βυθίζει στο λήθαργο... Εγώ την έχω συνηθίσει τη ζωή μου και μου αρέσει. Ειδικά με τους Ντάλτον, μη σου πω ότι το διασκεδάζω κιόλας... Αλήθεια, τώρα που είπα για διασκέδαση, τι κάνει η φωνακλού Μπέτυ; Δεν τραγουδάει πια; Δεν την πήρε το μάτι μου.
- Πριν από κανα μήνα πέρασε από εδώ ένας ιμπρεσάριος. Την είδε, του άρεσε και της πρότεινε να κάνει τουρνέ.
- Και δέχτηκε;
- Εμ, είδε και που εσύ δεν αποφάσιζες...
- Τι να αποφασίσω; Όλος ο κόσμος το ξέρει ότι είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι, ποτέ δε μίλησα για γάμο και οικογένεια.
- Γάμος... Οικογένεια... είπε ο μουστακαλής καουμπόι και έφτυσε κάτω.
- Πρόσεχε λίγο, Τζιμ, είπε ο μπάρμαν, σου έχω πει να μην φτύνεις τον καπνό σου κάτω...
- Και σιγά το σαλούν, είπε ο μουστακαλής, βάλε μου να πιώ!
- Δεν μπορώ, Τζιμ, σ'το είπα και πριν. Το υποσχέθηκα στη Μίνι...
- Κι αυτηνής τι λόγος της πέφτει;
- Να σου θυμίσω ότι είναι η γυναίκα σου και, επιπλέον πρώτη ξαδέρφη της δικιάς μου γυναίκας;
- Γυναίκες! είπε ο μουστακαλής και ξανάφτυσε κάτω.
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Μια ξερακιανή γυναίκα, με δυο μικρά παιδιά πιασμένα από τις δύο πλευρές της ποδιάς της και ένα μωρό στην αγκαλιά της στάθηκε στο άνοιγμα.
- Πάλι εδώ είσαι; είπε με δυνατή φωνή.
- Καλημέρα, Μίνι, είπε ο μπάρμαν.
- Καλημέρα, Μπιλ. Δεν πιστεύω να του έδωσες να πιει...
- Όχι, φυσικά.
Η γυναίκα πλησίασε τον μουστακαλή.
- Έλα, σήκω, θα πάμε στο σπίτι του εφημέριου. Σου βρήκε δουλειά.
- Έχω δουλειά!
- Ναι, το βλέπω...
- Άσε τις ειρωνείες, γυναίκα, και πήγαινε στο σπίτι, που θα μου πεις ότι δεν έχω δουλειά... Όλη μέρα χωμένος σε μια στοά, με κίνδυνο να θαφτώ εκεί μέσα, και έρχομαι να πιώ ένα ποτήρι να συνέλθω και ούτε αυτό δε με αφήνεις!
- Ναι, την είδαμε την προκοπή σου! Πέντε χρόνια χρυσωρύχος, το μόνο χρυσό που είδαμε είναι στο μπροστινό σου δόντι...
- Όπου να'ναι την βρίσκω την φλέβα...
- Η μόνη φλέβα που θα βρεις είναι η δικιά μου, και θα τη βρεις κομμένη, αν συνεχίσεις έτσι! Έλα, σήκω, είπα, μη φωνάξω το σερίφη!
Ο μουστακαλής καουμπόι σηκώθηκε μουρμουρίζοντας. Φόρεσε το καπέλο του και βγήκε έξω, ακολουθούμενος από τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Το σαλούν βυθίστηκε στην ησυχία.
- Άγρια η ξαδέρφη της γυναίκας σου, είπε ο Λούκυ Λουκ στον μπάρμαν.
- Δεν την αδικώ, είπε εκείνος, έχει τρία παιδιά να θρέψει και καμία βοήθεια. Και ο Τζιμ, τόσον καιρό που είναι χρυσωρύχος, δεν έχει ανακαλύψει καμία σπουδαία ποσότητα. Μόνο κάτι μικροψήγματα πότε-πότε, και αυτά πήγαν όλα στο ποτό. Τι θα γίνει με αυτόν τον σκύλο, εδώ θα μείνει; Μετά τους λεκέδες από τον καπνό του Τζιμ, το μόνο που λείπει από το πάτωμα είναι να γεμίσει σκυλοκούραδα.
- Ραντανπλάν, έξω, είπε ο Λούκυ Λουκ.
Ο Ραντανπλάν πλησίασε, κουνώντας χαρούμενα την ουρά του.
- Πώς τον είπες; ρώτησε ο μπάρμαν. Ρατατάν;
- Ραντανπλάν.
- Περίεργο όνομα... Αλλά και το σκυλί περίεργα φέρεται. Χαζό είναι;
- Τι να σου πω, δεν ξέρω. Μεταξύ μας, μερικές φορές αμφιβάλλω και αν είναι σκύλος... Ραντανπλάν, έξω είπα! Έξω!
Ο Ραντανπλάν ξάπλωσε δίπλα ακριβώς στον Λούκυ Λουκ και γύρισε ανάσκελα.
- Καλέ, αυτός νομίζει ότι θα τον χαϊδέψεις! είπε ο μπάρμαν.
- Έχεις κανένα κόκαλο να το χρησιμοποιήσουμε σαν δόλωμα;
- Πού να το βρω το κόκαλο; Την περασμένη Κυριακή έφαγα κρέας, και σήμερα είναι Πέμπτη.
Ο Λούκυ Λουκ σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. Ο Ραντανπλάν τον ακολούθησε κουνώντας την ουρά του. Οι δυο τους βγήκαν έξω από το σαλούν.
Μια στρουμπουλή μύγα που πετούσε μέσα στο σαλούν, προσγειώθηκε στην άκρη της μπάρας. Ο μπάρμαν άφησε το ποτήρι που καθάριζε και κάνοντας μια επιδέξια κίνηση με το πανί που κρατούσε την έριξε κάτω.
- Η έβδομη για σήμερα, είπε και ξανάπιασε το ποτήρι.
Ο Λούκυ Λουκ επέστρεψε. Ήταν μόνος του.
- Τον ξεφορτώθηκες; ρώτησε ο μπάρμαν.
- Τον άφησα δίπλα στην Ντόλυ. Σ'το είπα και πριν, ίσως εκείνη να είναι η συμπάθειά του και όχι εγώ.
- Πολύ περίεργο σκυλί.
- Αν είναι σκυλί. Βάλε μου άλλο ένα.
- Σου άρεσε, τελικά, βλέπω...
- Μάλλον το συνήθισα.
Ο μπάρμαν ξαναγέμισε το ποτήρι του Λούκυ Λουκ.
- Αλήθεια, θα μείνεις καιρό στα μέρη μας; ρώτησε.
- Α, μπα, αφού με ξέρεις. Είμαι σχεδόν μονίμως στα χνάρια κάποιου επικηρυγμένου. Το πιθανότερο είναι ότι μέχρι μεθαύριο θα έχω φύγει.
- Κρίμα!
- Γιατί;
- Αν έμενες μέχρι την Τετάρτη, θα προλάβαινες και το μπαλέτο.
- Ποιο μπαλέτο;
- Λας τρες κανκανίτας.
- Δεν τις ξέρω.
- Είναι τρεις αδερφές από τη Λουιζιάνα, που κάνουν θραύση σε όλες τις νότιες πολιτείες. Η μητέρα τους ήταν διάσημη χορεύτρια καν-καν στα νιάτα της. Από εκείνη το έμαθαν και αυτές το καν-καν. Είναι πολύ καλές, μου είπαν.
- Δεν ξέρω αν θα είμαι εδώ την Τετάρτη.
- Τώρα που η φωνακλού Μπέτυ λείπει σε τουρνέ, πρέπει κι εγώ να βρω κάτι να βάλω στη θέση της, καταλαβαίνεις...
- Η φωνακλού Μπέτυ μου άρεσε. Η φωνή της είχε κάτι από Σερενάτα Γουίλιαμς. Κι όταν τραγουδούσε τον Χρυσό δρόμο προς τη Δύση, δε λέω, άντρας είμαι, αλλά έκανε τα μάτια μου να δακρύζουν...
- Και οι αδερφές από τη Λουιζιάνα είναι πολύ καλές.
- Μάλλον δε θα είμαι εδώ την Τετάρτη.
- Μετά τις αδερφές από τη Λουιζιάνα θα έρθει μια χορεύτρια της κοιλιάς.
- Θα έχεις ποικιλία στο πρόγραμμα, βλέπω...
- Ναι, η Μπέλυ Μπάτον, την ξέρεις;
- Μπάτον; Τι μου θυμίζει αυτό το όνομα;
- Είναι κόρη του Μάτζικ Μπάτον.
- Τον Μάτζικ Μπάτον, μπράβο, αυτόν μου θυμίζει! Τον είχα δει πριν από χρόνια, στο Λας Βέγκας. Ουρές έκαναν για να δουν το κόλπο όπου εξαφάνιζε τη βοηθό του. Ώστε η κόρη του έγινε χορεύτρια του χορού της κοιλιάς;
- Ναι. Άλλα σχέδια, βέβαια, είχε ο Μάτζικ. Ονειρευόταν να την παντρέψει με κάποιον σπουδαίο, σερίφη, δικαστή, γιατρό, ή έστω δάσκαλο, αλλά εκείνη αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέαμα και τίναξε όλα τα σχέδιά του στον αέρα. Πώς θα μπορούσε να ξεφύγει, άλλωστε;. Αφού και η μάνα της στον ίδιο χώρο εργαζόταν. Ήταν η βοηθός του Μάτζικ.
- Ώστε έτσι;
- Ναι. Τέλος πάντων, αφού δε θα είσαι εδώ, όμως, τι νόημα έχει;
- Μπορεί να ξαναπεράσω. Πότε θα έχεις την Μπέλυ Μπάτον;
- Στο τέλος του μήνα. Μόνο για δύο παραστάσεις.
Η πόρτα του σαλούν άνοιξε. Ένας καουμπόι με σκονισμένες μπότες και σπιρούνια κατευθύνθηκε στο μπαρ.
- Τι βρωμάει έτσι; Πάλι σκατά πάτησες, Τζο; είπε ο μπάρμαν.
Ο νεοφερμένος κοίταξε τις μπότες του από κάτω.
- Φτου, να πάρει, και τις είχα καθαρίσει! είπε. Να δεις που είναι τα σκατά αυτού του κοπρόσκυλου που είναι αραγμένο στο μέρος που δένουμε τα άλογα.
Ο καουμπόι βγήκε βιαστικά έξω. Ο μπάρμαν κοίταξε τον Λούκυ Λουκ.
- Μη με κοιτάς εμένα, είπε ο Λούκυ Λουκ, δεν είναι δικά μου τα σκατά... Ούτε ο σκύλος είναι δικός μου, σ'το είπα.
Μια μύγα που είχε ξεμείνει μέσα στο σαλούν άρχισε να γυροφέρνει το ποτήρι του Λούκυ Λουκ.
- Φύγε, μύγα, είπε ο Λούκυ Λουκ.
Η μύγα προσγειώθηκε δίπλα του.
- Άσε με εμένα, είπε ο μπάρμαν και σημάδεψε τη μύγα με το πανί.
Η μύγα πέταξε μακριά.
- Σου ξέφυγε, είπε ο Λούκυ Λουκ.
- Τυχερή ήταν. Εφτά έχω σκοτώσει μέχρι στιγμής από το πρωί, να ξέρεις.
Η μύγα ξαναπλησίασε και άρχισε να κάνει βόλτες γύρω από το κεφάλι του μπάρμαν.
- Σε συμπάθησε, είπε ο Λούκυ Λουκ. Όπως με συμπαθεί εμένα ο Ραντανπλάν.
Η μύγα πέταξε λίγο ακόμη και ύστερα προσγειώθηκε στη φαλάκρα του μπάρμαν.
- Άσε με εμένα, είπε ο Λούκυ Λουκ.
Προτού προλάβει να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, ο μπάρμαν είδε με τρόμο το Λούκυ Λουκ να πιάνει το όπλο του και να το στρέφει καταπάνω του.
Στο άκουσμα των δύο πιστολιών, κόσμος πολύς έτρεξε στο σαλούν για να δει τι είχε συμβεί. Βρήκαν τον μπάρμαν ξαπλωμένο κάτω, ενώ ο Λούκυ Λουκ ήταν γονατισμένος από πάνω του και του έκανε αέρα. Το όπλο του ήταν περασμένο στη θήκη του, αλλά κάπνιζε ακόμη. Ο μπάρμαν άνοιξε τα μάτια του.
- Τι συνέβη; ρώτησε ξεψυχισμένα. Πού βρίσκομαι;
- Εκεί που βρισκόσουν και πριν, του απάντησε ο Λούκυ Λουκ. Αλλά, βρε παιδί μου, τόσο εύκολα λιποθυμάς εσύ;
- Αφού με σημάδευες!
- Εσένα σημάδευα, βρε, ή τη μύγα;
Όλοι κοίταξαν το Λούκυ Λουκ παραξενεμένοι. Ακούστηκαν ψίθυροι. Κάποιος έκανε μία κίνηση σαν να έστριβε μια βίδα στο κεφάλι του.
- Την σκότωσες τη μύγα τελικά; ρώτησε, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του.
- Φυσικά, είπε ο Λούκυ Λουκ, δείχνοντας μια τρύπα από σφαίρα στον τοίχο. Εγώ τις σφαίρες μου δεν τις χαλαλίζω.
- Ναι, αλλά ακούστηκαν δύο πιστολιές, είπε ένας άλλος, δεν την πέτυχες με την πρώτη. Άσε που θα πρέπει να πληρώσεις αποζημίωση τώρα στον Μπιλ, που του τρύπησες τον τοίχο...
- Μην ανησυχείτε γι'αυτό, είπε ο Λούκυ Λουκ και ξαναφόρεσε το καπέλο του. Η δεύτερη πιστολιά ήταν για τον Εφτάψυχο Στηβ, τον περιβόητο ληστή των τραπεζών που καταζητείται ήδη σε τρεις πολιτείες. Τον είδα σκαρφαλωμένο επάνω στη στέγη του ταμιευτηρίου απέναντι να κρύβεται και του έριξα στο πόδι. Και τώρα, αν μου επιτρέπετε, πάω να τον συλλάβω για να τον παραδώσω στο σερίφη και να εισπράξω την αμοιβή μου.
Τα γέλια σταμάτησαν. Ο Λούκυ Λουκ προχώρησε προς την πόρτα. Στάθηκε λίγο και στράφηκε προς το μπαρ.
- Θα σου τον πληρώσω τον τοίχο, Μπιλ, είπε. Και θα σου πληρώσω και το πάτωμα. Καιρός είναι να το αλλάξεις. Είναι γεμάτο λεκέδες.
Καλά Πίππη μου για να φοβηθεί τόσο πολύ ο μπάρμαν δεν θα είχε διαβάσει ποτέ στην ζωή του Λούκυ Λούκ σαν εμάς μάλλον, αν το είχε κάνει θα είχε αποφύγει την λιγοθυμία...🤣 τι περιπέτειες αυτή η ζωή του όμως ε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά και εσύ βρε παιδάκι μου δεν θα αφήσεις κανένα ήρωα ήσυχο; 🤣 με γύρισες πολύ πίσω λέμε... φιλιααααα 😍
Σίγουρα δεν είχε διαβάσει Λούκυ Λουκ ο μπάρμαν, Ρούλα μου. Όσο για εμένα, τι να πω; Φαίνεται ότι έχεις δίκιο, δε θα αφήσω κανέναν ήρωα σε ησυχία! Αν και, οφείλω να ομολογήσω ότι ο φτωχός και μόνος καουμπόι με παίδεψε αρκετά. Ίσως να φταίει που είναι πιο γρήγορος από την σκιά του και ξεφεύγει σαν σίφουνας από ό,τι προσπαθείς να του "φορέσεις".
ΔιαγραφήΠολλά φιλάκια
😍
ΔιαγραφήΚαι ο Λούκι Λουκ αυτοπροσώπως! Και εξακολουθεί να είναι γρήγορο πιστόλι και μετά από μερικά ποτά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤον καημένο τον μπάρμαν...ε όσο να ναι να σημαδεύουν μύγα με όπλο στο κεφάλι σου σε αγριεύει ε;
Ωραίο όνομα σκύλου...
Καλημέρα Πίπη μου
Έτσι είναι, Άννα μου. Το να σε σημαδεύει μία κάννη είναι πολύ τρομακτικό, ακόμα κι αν ο στόχος είναι ένα μήλο, όχι τώρα που επρόκειτο για μύγα. Ούτε μετράει και τόσο αν πρόκειται για το καλύτερο σημάδι σε όλη την άγρια Δύση, ή όχι.
ΔιαγραφήΜετά τους διάσημους ντετέκτιβ, είπα να βρω κάποιον άλλον αβανταδόρικο χαρακτήρα να "περιποιηθώ", παίζοντας με λέξεις. Και μου ήρθε στο μυαλό ο Λούκυ Λουκ. "Ωραία ιδέα", σκέφτηκα, αλλά πού να το'ξερα ότι θα με παίδευε τόσο πολύ μέχρι να καταλήξω σε κάτι υποφερτό για την αφεντιά του! Πάνω από μια βδομάδα μου πήρε! Μεγάλος τζαναμπέτης σου λέω! Όσο για το όνομα του σκύλου, που σου άρεσε (και εμένα μου αρέσει), έχω να πω πως δεν είναι δικό μου, έτσι τον λένε στην ελληνική έκδοση του Λούκυ Λουκ.
Φιλάκια πολλά
Γλυκιά Πίπη, είσαι ένα ταπεινό ταλέντο σε μιά μικρή γωνιά τού διαδικτύου, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είσαι σε κάνα κινηματογραφικό πλατό όπου θα γυριζόταν ταινία το σενάριό σου, κι εσύ θα έδινες οδηγίες στον σκηνοθέτη, αλλά ας όψεται η κοινωνία η κακούργα που άλλους τους ανεβάζει (στο Χόλυγουντ) κι άλλους τους αφήνει σε μιά γωνιά τού διαδικτύου.. Απολαμβάνω τρελά να διαβάζω (σενάρια) ιστορίες σου! Την αγάπη μου 💚🧡🎄
ΑπάντησηΔιαγραφήΠού το κατάλαβες, βρε θηρίο, ότι στην πραγματικότητα αντιγράφω ταινίες που βλέπω μπροστά μου; Εντάξει, όχι πάντα, αλλά πάρα πολλές φορές διαλέγω τους πρωταγωνιστές, στήνω το σκηνικό, και ύστερα τους αφήνω να βγάλουν τα μάτια τους (λέμε τώρα), ενώ εγώ καταγράφω αυτά που κάνουν...
ΔιαγραφήΆτιμη κοινωνία, θα πω κι εγώ, που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις, αλλά, μεταξύ μας, η γωνίτσα του διαδικτύου όπου με έχει ρίξει η άσπλαχνη κυβερνοκοινωνία είναι μια χαρά, την έχω συνηθίσει, την έχω στολίσει και λίγο, και, επιπλέον, ως γωνία που είναι δεν μπάζει, λίγο είναι που γλιτώνω τα ρεύματα;
Φιλάκια πολλά και καλές γιορτές