Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

Αναζητώντας θέση





     "- Αυτή η ζέστη είναι ανυπόφορη, είπε η Λολίτα, καθώς ανέμιζε νευρικά τη βεντάλια της.
     - Τι άλλο θα μπορούσες να περιμένεις μέσα στο κατακαλόκαιρο, παιδί μου; είπε η Δόνια Φρανσίσκα, και ήπιε μια γουλιά λεμονάδα.
     - Το σιχαίνομαι το καλοκαίρι! είπε η Λολίτα και την αγριοκοίταξε, λες και έφταιγε εκείνη για τη ζέστη. Δεν μπορώ να πάω ούτε μια βόλτα μέχρι την πόλη, να αγοράσω κλωστές για τα κεντήματά μου! Δεν μπορώ να κάνω ένα χτένισμα της προκοπής! Για να μην πω ότι ο ιδρώτας κάνει την πούδρα στο πρόσωπό μου να μοιάζει με λάσπη!
     - Θα περάσει και το καλοκαίρι, κάνε λίγη υπομονή, είπε σοφά η Δόνια Φρανσίσκα και ήπιε άλλη μια γουλιά λεμονάδα. 
     - Κοίτα το πρόσωπό μου, συνέχισε η Λολίτα στον ίδιο τόνο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη με την χρυσή κορνίζα που βρισκόταν στον απέναντι τοίχο. Κοίτα μαύρους κύκλους! Πώς θα παρουσιαστώ απόψε στη γιορτή του Δον Ραμόν;
     - Δεν κοιμάσαι καλά τώρα τελευταία, είπε η  Δόνια Φρανσίσκα.
     - Πού να μου κολλήσει ύπνος με αυτήν τη ζέστη;
     - Η ζέστη φταίει;
     - Αμ' τι άλλο;
     - Ξεχνάς, φαίνεται, ότι εγώ σε έχω γεννήσει, σενιορίτα!
     - Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, καλέ μαμά...
     - Α, ώστε δεν καταλαβαίνεις; Νομίζεις, δηλαδή, πως μπορείς να μου κρυφτείς; Ή θαρρείς πως δε σε είδα προχθές το βράδυ, που είχες ανοίξει το παράθυρό σου και καθόσουν και κοιτούσες τον ουρανό, λες και ήσουν νυχτοπούλι;
     - Ε, και τι το κακό έχει αυτό;
     - Τίποτα, αλλά έτσι κοιτούσα κι εγώ τα αστέρια, όταν είχα ερωτευτεί τον Ραφαέλ Φερνάντες, το γιο του Δον Χοσέ...
     - Ποιον Ραφαέλ; Αφού τον μπαμπά τον λένε Κάρλος.
     - Φυσικά και τον λένε Κάρλος, αφού αυτόν παντρεύτηκα! Βλέπεις, άλλες εποχές τότε, πού να τολμήσει μία κοπέλα να φέρει αντίρρηση στην οικογένειά της! Τον πατέρα σου μου έφεραν για γαμπρό, τον πατέρα σου παντρεύτηκα.
     - Και ο Ραφαέλ τι απέγινε;
     - Παντρεύτηκε μια άλλη. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δε μου είχε δώσει την παραμικρή σημασία. Ήταν, όμως, τόσο ωραίος... Αλλά, μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας: για ποιον αναστέναζες προχθές;
     - Δεν αναστέναζα.
     - Ασ'τα αυτά, και ο έρωτας δεν κρύβεται! Εξάλλου, σε άκουσα, ή νομίζεις πως είμαι κουφή; Ποιος είναι;
     - Κανείς.
     - Ναι, καλά... Μη μου πεις ότι ερωτεύτηκες το Δον Ντιέγο!
     - Όχι, βέβαια, σιγά τον άντρα!
     - Ε, όχι και σιγά τον άντρα, πρώτης τάξεως είναι: γοητευτικός, με τρόπους, με κοινωνική θέση, και με περιουσία! Και, αν θέλεις να ξέρεις, τον είδα πώς σε κοίταζε την Κυριακή στη λειτουργία. Σε πληροφορώ πως δεν του είσαι καθόλου αδιάφορη!
     - Σκασίλα μου!
     - Δεν έχεις δίκιο. Οποιαδήποτε κοπέλα θα πέθαινε να είναι στη θέση σου!
     - Μμμμ...
     - Μην ξινίζεις τα μούτρα σου. Ο Δον Ντιέγο είναι πολύ καλή περίπτωση. Ένας γάμος μαζί του θα σε εξασφαλίσει. Ξεχνάς ότι τα οικονομικά μας δεν είναι πλέον ανθηρά; Τα ορυχεία του πατέρα σου κλείνουν, το ένα μετά το άλλο, η απόδοση των κτημάτων μας, μετά τις προπέρσινες ξηρασίες, έχει πέσει στο μισό, τα κοπάδια μας αποδεκατίστηκαν κι αυτά από την ξηρασία... Όπου να'ναι, μόνο οι τίτλοι ευγενείας θα μας απομείνουν.
     - Σου λέω, δε με ενδιαφέρει!
     - Α, πουλάκι μου, ώστε άλλος είναι αυτός που σου πήρε το μυαλό! Μήπως είναι ο γιος του στρατηγού Μαρτίνες; Ή μήπως ο Φερνάντο, ο μικρός γιος του Δον Πέδρο; Μα, αυτός θα γίνει κληρικός - το ξέχασες; - όλος ο κόσμος το ξέρει!
     - Ούτε ο γιος του στρατηγού είναι, ούτε ο Φερνάντο!
     - Τότε, ποιος;
     - Μην επιμένεις, δεν μπορώ να σου πω...
     - Γιατί δεν μπορείς να μου πεις; Ποιος είναι που δε θέλεις να πεις το όνομά του; Μήπως είναι κάποιος που δεν πρέπει; Κάποιος... παντρεμένος; Ω, συμφορά μου! Τι πράγματα είναι αυτά, παιδί μου; Δε θυμάσαι τι έπαθε η Χούλια, η μικρότερη αδερφή του πατέρα σου;
     - Δεν είναι παντρεμένος, ησύχασε.
     - Τότε;... Μη μου πεις: είναι κάποιος παράνομος; Ε; Αυτό είναι; Αυτό είναι! Είναι κάποιος παράνομος! Αχ, κακό που μας βρήκε! Ποιος είναι, Λολίτα; Πες μου, σε παρακαλώ!
     - Πω-πω, πώς κάνεις έτσι; Εντάξει, καλά, θα σου πω... Αλλά υποσχέσου μου ότι δεν θα κάνεις σαν υστερική.
     - Σου το υπόσχομαι, πες μου τώρα!
     - Ωραία, λοιπόν, αφού θέλεις να ξέρεις, είναι κάποιος γοητευτικός, γενναίος άντρας, άσος στο σπαθί και επιδέξιος καβαλάρης.
     - Μη μου μιλάς με γρίφους εμένα, ποιος είναι, πώς τον λένε;
     - Ακόμα δεν κατάλαβες; Ο Ζορό είναι!
     - Ποιος;
     - Ο Ζορό. Από εκείνο το βράδυ που τον είδα στην αυλή μας...
     - Πότε τον είδες στην αυλή μας;
     - Α, ναι, δε σου το είπα... Θυμάσαι εκείνη την κλοπή στο χρηματοκιβώτιο του μπαμπά;
     - Πώς δε θυμάμαι! Τα πιο ακριβά μου κοσμήματα έκαναν φτερά, μαζί με όλες τις εισπράξεις από την πώληση του χρυσωρυχείου στη Σάντα Κλαρίτα. 
     - Το προηγούμενο βράδυ είχα δει τον Ζορό στην αυλή μας.
     - Τι; Και δεν το είπες στον αστυνόμο, όταν σε ρώτησε αν άκουσες τίποτα περίεργο τη νύχτα;
     - Δε με ρώτησε αν είδα, με ρώτησε αν άκουσα.
     - Άσε τις εξυπνάδες σε εμένα! Λες να έχει σχέση με την κλοπή;
     - Εννοείται πως έχει! Όταν τον είδα, κρατούσε στα χέρια του τα κλοπιμαία.
     - Τι μου λες τώρα; Ω, Θεέ μου μεγαλοδύναμε, δώσε μου δύναμη! Είδες τον κλέφτη, δεν είπες τίποτα, και τον ερωτεύτηκες και από πάνω;
     - Μα, αν τον άκουγες κι εσύ, το πώς μου μίλησε, με εκείνη τη βαθιά φωνή του, πώς μου εξήγησε ότι τα χρήματα του μπαμπά θα τα έδινε για να στηρίξει τους φτωχούς καλλιεργητές στη Σάντα Μόνικα, που πεινάνε...
     - Μωρέ, τι μας λες!
     - Σου λέω, μαμά, είναι ένας ευγενής, ένας φιλάνθρωπος, ένας γοητευτικός άντρας. Ποιος να συγκριθεί μαζί του;
     - Το ακούσαμε κι αυτό! Ο άνθρωπος είναι ληστής, ληστής! Σύνελθε, παιδί μου! Μάγια σου έκανε;
     - Μαμά, ό,τι και να λες, εγώ το αποφάσισα: αν δεν παντρευτώ τον Ζορό, θα κλειστώ σε μοναστήρι!
     - Ποιο μοναστήρι;
     - Όποιο να'ναι, δε με νοιάζει...
     - Έλα, τώρα, που θα μπεις σε μοναστήρι, νέα κοπέλα, σαν τα κρύα τα νερά... Ένας ενθουσιασμός είναι, θα δεις που θα σου περάσει...
     - Δε θα μου περάσει! Τον αγαπάω, σου λέω!
     - Εντάξει, τον αγαπάς, αλλά δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου! Να δεις που απόψε, στη γιορτή του Δον Ραμόν, θα γνωρίσεις κάποιον ακόμα καλύτερο.
     - Αποκλείεται!
     - Μην το λες. Άκουσα ότι θα είναι και η αδερφή του Δον Ραμόν με το μοναχογιό της... Σου έχω μιλήσει καθόλου γι'αυτόν; Νέος, όμορφος, μορφωμένος, και πλούσιος! Η μισή Σάντα Μπάρμπαρα είναι δικιά του. Έχει ορυχεία, μετοχές σε πέντε τράπεζες και σε δύο σιδηροδρομικές γραμμές, έχει ένα ποταμόπλοιο ολόδικό του, και η οικογένειά του ελέγχει το εμπόριο αλατιού σε ολόκληρη την Καλιφόρνια.
     - Αδιαφορώ!
     - Να μην αδιαφορείς καθόλου. Σαν τα όρνια θα πέσουν επάνω του όλες οι κοπέλες, θα το δεις.
     - Χάρισμά τους!
     - Δε σε καταλαβαίνω... Και, σε τελευταία ανάλυση, αφού δεν ψάχνεις για γαμπρό, γιατί να πας στη γιορτή;
     - Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Στη γιορτή θα πάω για να διασκεδάσω.
     - Α, ναι; Για κοίταξέ με στα μάτια... Δεν το πιστεύω! Μη μου πεις ότι θα έρθει και ο Ζορό; Μίλα, καλέ! Έχεις ραντεβού με τον Ζορό στη γιορτή του Δον Ραμόν; Πού να το μάθει ο πατέρας σου, κόλπος θα του έρθει! Ή, μάλλον, πού να το μάθει ο αστυνόμος...
     - Να μου κάνεις τη χάρη και να μην κάνεις τίποτα, μ'ακούς;
     - Μωρέ, τι μας λες, που θα αφήσουμε έναν ληστή να κυκλοφορεί ανενόχλητος, να ξελογιάζει τα κορίτσια του κόσμου, και να πηγαίνει και σε χοροεσπερίδες!
     - Αν τον καταδώσεις, δε θα σου ξαναμιλήσω!
     - Για το καλό σου θα το κάνω.
     - Για το δικό μου καλό, ή για το δικό σου;
     - Τι γλώσσα είναι αυτή, δε σέβεσαι καθόλου; Ε, λοιπόν, ας μη μου ξαναμιλήσεις, αν είναι να μιλάς με αυτόν τον τρόπο στη μάνα που σε γέννησε, που θυσίασε τη ζωή της για χάρη σου, που τα δάχτυλά της έβγαλαν ρόζους να σου κεντάει την προίκα, για να θέλεις τώρα να τα πετάξεις όλα για έναν παράνομο, για έναν εγκληματία!...
     Η Δόνια Φρανσίσκα κοντοστάθηκε και αφουγκράστηκε.
     - Τι έπαθες; ρώτησε η Λολίτα.
     - Άκουσες κάτι;
     - Όχι.
     - Ξαφνικά, έχω μια έντονη αίσθηση ότι μας παρακολουθούν...
     Η Λολίτα έτρεξε στο παράθυρο.
     - Κανείς, είπε με απογοήτευση.
     - Κοίτα κατάντια! Στα σοβαρά περίμενες να είναι ο Ζορό; Νομίζεις ότι θα τολμούσε να κυκλοφορήσει με το φως της ημέρας;
     Η Δόνια Φρανσίσκα ξαναστάθηκε.
     - Να το πάλι! είπε.
     - Ποιο;
     - Σίγουρα δεν είναι κανένας εκεί έξω;
     Η Λολίτα ανατρίχιασε.
     - Έχεις δίκιο, μαμά, είπε, τώρα το νιώθω κι εγώ!
     Οι δυο γυναίκες κόλλησαν τα πρόσωπά τους στο παράθυρο. Το ανήσυχο βλέμμα τους σάρωνε όλο το χώρο..."
     Η Πίπη σηκώνει τα δάχτυλά της από το πληκτρολόγιο και απομακρύνεται λίγο από την οθόνη του υπολογιστή, κρατώντας την ανάσα της, καθώς η Δόνια Φρανσίσκα και η Λολίτα κοιτούν προς το μέρος της, προσπαθώντας να διακρίνουν τι είναι αυτό που τις έχει αναστατώσει. Μέχρι στιγμής, το εγχείρημα έχει πάει αρκετά καλά. Όλες οι λέξεις χώρεσαν μια χαρά στον κόσμο της ερωτοχτυπημένης Λολίτας και της μαμάς της. Άσ'τες τώρα να τσακώνονται για τον Ζορό. Άσε τη Λολίτα να αγνοεί ότι ο Δον Ντιέγο, που τόσο πολύ τον σνομπάρει, τις νύχτες φοράει μάσκα και μεταμορφώνεται σε Ζορό. Άσε τη Δόνια Φρανσίσκα να μηχανεύεται τρόπους για να ξεριζώσει τον περιβόητο μασκοφόρο από το νου της κόρης της... 
     Όμως, η Πίπη νιώθει σαν κάτι να λείπει, ναι, κάτι ακόμα έπρεπε να κάνει, κάτι δεν έχει γίνει όπως έπρεπε... Και αφού πάρει μια βαθιά ανάσα - μια που οι δυο γυναίκες σταμάτησαν να κοιτούν προς το μέρος της και τώρα αρχίζουν να κατευθύνονται με προφύλαξη προς το κελάρι, κρατώντας από ένα ασημένιο κηροπήγιο στο χέρι -, η Πίπη συνειδητοποιεί τι είναι αυτό που λείπει. Ναι, καταπληκτική η ιδέα της, και μια χαρά χώρεσαν οι λέξεις στον κόσμο των δύο γυναικών, αλλά τη λέξη χαλβάς, τι την ήθελε; Πώς θα τη χωρέσει τώρα στο Μεξικανικό Λος Άντζελες των αρχών του 19ου αιώνα; Σε ποια θέση θα μπορούσε να τη βάλει;

4 σχόλια:

  1. Άστα αυτά "μαμά" και δεν μάς πείθεις! Μήτε με τις φυτείες μήτε με τις εκτάσεις. Μήτε με τους ξενέρωτους γαιοκτήμονες. Εμείς είμαστε ανατρεπτικοί και γουστάρουμε επανάσταση και αμφισβήτηση. Ναι, γουστάρουμε Ζορρό, γούστο και καπέλο μας και να πάτε στράφι όλη η γλοιώδης εξουσία της επαρχίας.

    Χμμμμ "χαλβάς" ε; Πού να χωρέσει η λέξη; Εγώ έχω πρόταση. Να την πω;
    "Αυτός ο χαλβάς ο Δον Ντιέγκο, μαμά, δεν είναι στα γούστα μου" βροντοφώναξε η νεαρή Λολίτα στην εμβρόντητη μητέρα της, αφήνοντάς την άγαλμα..."

    Beaucoup de bisous Pipi! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εννοείται ότι θα μπορούσα να τη βάλω να μιλάει έτσι για τον Δον Ντιέγο, Γιάννη μου, έλα όμως που σκέφτηκα ότι ο χαλβάς, ως ανατολίτικο γλυκό, μάλλον θα ήταν άγνωστος στο Μεξικανικό Λος Άντζελες, των αρχών του 19ου αιώνα, τότε που δημιουργήθηκε ο Ζορό, οπότε δε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει τον οποιονδήποτε.
      Σε ευχαριστώ, πάντως, για την υπόδειξη, αν και δε μου αρέσει να παιδεύω τους αναγνώστες μου, και πολύ περισσότερο τους διαφημιστές μου.
      Πολλά φιλιά και από εμένα

      Διαγραφή
  2. Χα..χα... έλα μου ντε που θα την χωρέσει να ταιριάζει οέο;
    Την ίδια απορία έχω και εγώ, γι αυτό περιμένω με αγωνία την εμπνευση της Πίππης, γιατί είμαι σίγουρη ότι στην συνέχεια θα έχει βρει τον τρόπο...
    Ααααα έχουμε αφήσει και κάτι παραλειπόμενα, το πότε θα μάθει η Λολίτα ποιος είναι ο Ζορό και τι θα κανει μετά; μην μας αφήσεις στα κρύα του λουτρού!!!
    Καλό και δροσερό Αύγουστο 🍉🍺καλό υπόλοιπο καλοκαιράκι φιλιααααα 🥰
    Πάω να διαβάσω και το θαύμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ε, εντάξει, Ρούλα μου, βρήκα εγώ τον τρόπο να τη βάλω στην ιστορία, ακόμα και με το κόλπο της ιστορίας μέσα στην ιστορία. Όσο για τη Λολίτα, ίσως μάθει την πραγματική ταυτότητα του Ζορό σε επόμενη ιστορία, δεν το έχω αποφασίσει ακόμα.
      Προς το παρόν, πρέπει να διαλέγω καλύτερα τις λέξεις, για να αποφεύγω τους πονοκεφάλους. Το πάθημα, μάθημα.
      Φιλάκια πολλά και σε εσένα

      Διαγραφή

To comment or not to comment? That is the question