Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Έντεκα χρόνια και έντεκα μέρες


     Η Πίπη κοιτάει το ρολόι. 
     - Πω-πω, 11.11, με πήρε ο ύπνος! λέει. Πώς την πάτησα έτσι;
     Η αλήθεια είναι πως ξέρει πολύ καλά πώς την πάτησε. Βλέπετε, στον ύπνο της είχε επισκεφτεί μία μαγική χώρα, γεμάτη ενδιαφέροντα πράγματα, πώς, λοιπόν, να αφήσει εκείνη τη χώρα προτού την γνωρίσει;
     Όλα ξεκίνησαν από τη Χώρα της πίσω βεράντας. Η Πίπη ετοιμαζόταν να ακούσει τα τελευταία νέα από τον καινούργιο βασιλικό, που έχει αποδειχτεί μεγάλος κουτσομπόλης, όταν άκουσε μια άγνωστη φωνή που σιγοτραγουδούσε. Έστησε αυτί να ακούσει. Η φωνή τραγουδούσε: "Έντεκα, κι ούτε ένα τηλεφώνημα..." 
     - Δώδεκα! διόρθωσε η Πίπη τη φωνή.
     Η φωνή σταμάτησε λίγο, και ύστερα ξανάρχισε:
     "Έντεκα..."
     - Δώδεκα! φώναξε η Πίπη, δυνατά αυτή τη φορά.
     Η φωνή σταμάτησε και ένας φαλακρός νάνος εμφανίστηκε. Δηλαδή, δεν ήταν εντελώς φαλακρός, είχε και μερικές χρυσές τρίχες στο κεφάλι του. Έντεκα, για την ακρίβεια, τις μέτρησε η Πίπη.
     - Ποια είσαι εσύ; τη ρώτησε.
     - Εγώ ποια είμαι; Εσύ ποιος είσαι, και τι δουλειά έχεις στη Χώρα της πίσω βεράντας;
     - Εγώ είμαι ο Έντι. Και εσύ ποια είσαι, τελικά, και γιατί δε με αφήνεις να τραγουδήσω με την ησυχία μου;
     - Είμαι η Πίπη, και δε σε αφήνω να τραγουδήσεις, επειδή το τραγούδι το λες λάθος. "Δώδεκα, κι ούτε ένα τηλεφώνημα", λέει, όχι έντεκα!
     - Έντεκα λέει, και όλος ο κόσμος το ξέρει, είναι μεγάλη επιτυχία...
     Και ο φαλακρός νάνος με τις έντεκα χρυσές τρίχες στο κεφάλι του άρχισε και πάλι το τραγούδι:
     "Έντεκα, κι ούτε ένα τηλεφώνημα, το εντελβάις δεν το πότισες καλά, και τώρα είν' όλα τα φύλλα του ξερά..."
     - Δεν το ξέρω αυτό το τραγούδι, είπε τότε η Πίπη. Σε ποιο μέρος το τραγουδάνε και είναι και τόσο μεγάλη επιτυχία;
     - Στη χώρα μου, φυσικά.
     - Δηλαδή, δεν είσαι από εδώ;
     - Σιγά μη είμαι από εδώ! Επίσκεψη έχω έρθει, αλλά δεν βλέπω τίποτα το ενδιαφέρον και θα φύγω...
     - Και πώς τη λένε τη χώρα σου;
     - Εντελάνδια.
     - Δεν την έχω ξανακούσει.
     - Επειδή είναι μακριά από εδώ.
     - Είναι όμορφη η Εντελάνδια;
     - Είναι υπέροχη, καμία σχέση με εδώ. Αρκετά μιλήσαμε, καιρός να γυρίσω πίσω...
     - Θα ήθελα πολύ να την επισκεφτώ.
     - Σιγά το δύσκολο! Αν θέλεις, έλα μαζί μου, θα σε πάω εγώ.
     - Μια στιγμή να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου, τι καιρό κάνει τέτοια εποχή στην Εντελάνδια;
     - Δεν την χρειάζεσαι τη βαλίτσα, τι να την κάνεις; Στην Εντελάνδια έχει τα πάντα! Άντε, βιάσου!
     - Με πλοίο θα πάμε, ή με αεροπλάνο;
     - Με καπέλο!
     Έτρεξε η Πίπη στη Χώρα του διαμερίσματος και ξαναβγήκε φορώντας ένα καπέλο.
     - Όχι τέτοιο καπέλο, είπε ο Έντι γελώντας, ταξιδιωτικό καπέλο εννοούσα!
     Τότε μόνο πρόσεξε η Πίπη ότι ο Έντι κρατούσε στο χέρι του ένα περίεργο, μυτερό καπέλο, με έντεκα πολύχρωμα φτερά επάνω του.
     - Έλα, πιάσε με από το χέρι, της είπε.
     Και μόλις η Πίπη έπιασε το χέρι του Έντι, εκείνος φόρεσε το περίεργο καπέλο στο κεφάλι του και η Χώρα της πίσω βεράντας εξαφανίστηκε! Και, αντί για τη Χώρα της πίσω βεράντας, η Πίπη - μαζί με τον Έντι, φυσικά - βρέθηκε στην Εντελάνδια.
     - Φτάσαμε! είπε ο Έντι και ξανάβγαλε το ταξιδιωτικό του καπέλο. Και τώρα, πάμε να σου δείξω τη χώρα μου.
     Και οι δυο τους ξεκίνησαν την περιήγηση. Η Πίπη δεν ήξερε τι να πρωτοκοιτάξει. Αυτή η Εντελάνδια ήταν κάπως περίεργη, της φάνηκε. Τα σπίτια, για παράδειγμα, ήταν όλα πολύ ψηλά. Και, παρ'όλο που έμοιαζαν να έχουν τουλάχιστον έντεκα ορόφους το καθένα, στην πραγματικότητα ήταν όλα τους τριώροφα, απλώς ήταν πολύ ψηλοτάβανα. Άραγε πώς θα ξαράχνιαζαν τα ταβάνια τους; Με γερανό;
     - Δεν έχουμε αράχνες στην Εντελάνδια, είπε ο Έντι.
     Όλα τα σπίτια είχαν κήπους, αλλά οι κήποι δεν είχαν λουλούδια, ήταν καλυμμένοι μόνο με γρασίδι, και το γρασίδι δεν το κούρευαν, αλλά το άφηναν να μεγαλώσει και εκείνο μεγάλωνε σαν σγουρό μαλλί και γέμιζε μπούκλες.
     - Γιατί δεν το κουρεύετε το γρασίδι; ρώτησε.
     - Πέρυσι το κουρεύαμε, απάντησε ο Έντι. Φέτος είναι της μόδας το σγουρό. 
      Η Πίπη παρατήρησε ότι οι δρόμοι ήταν όλοι κυκλικοί, και δεν υπήρχε ούτε μία ευθεία. Επίσης, παντού υπήρχαν πάρκα με τεράστια μπαομπάμπ και μεγάλα παρτέρια με τριανταφυλλιές και ορτανσίες. Μόνο πως εκείνες οι τριανταφυλλιές και εκείνες οι ορτανσίες δεν έμοιαζαν με τις δικές μας. Ήταν πολύ ψηλές, σαν δέντρα, με χοντρούς κορμούς, και τα λουλούδια τους ήταν μεγάλα, σαν κουνουπίδια. Τα κλαδιά τους ήταν γεμάτα φωλιές πουλιών και παντού ακούγονταν κελαηδήματα και τραγούδια.
     Στα πάρκα υπήρχαν, επίσης, πολλές μαργαρίτες. Αλλά, όπως πρόσεξε η Πίπη - και της το επιβεβαίωσε ο Έντι -, οι μαργαρίτες σε εκείνο το μέρος είχαν όλες έντεκα πέταλα, οπότε κανείς δεν τις μαδούσε για να δει αν κάποιος τον αγαπάει, αφού πάντα η απάντηση που έβγαινε ήταν θετική.
     - Πολύ βαρετό, σκέφτηκε η Πίπη.
     Έξω από κάθε σπίτι υπήρχε ένα ταχυδρομικό κουτί και ακριβώς από πάνω υπήρχε ένα κλουβί με ένα γκριζογάλανο πουλί. Το πουλί αυτό έμοιαζε πολύ με τη δεκαοχτούρα. 
     - Τι πουλί είναι αυτό; ρώτησε η Πίπη.
     - Εντεκούρα, απάντησε ο Έντι.
     - Περίεργο όνομα.
     - Όχι και τόσο, το λένε έτσι επειδή δεν κελαηδάει, αλλά όποτε ανοίγει το ράμφος του λέει "έντεκα, έντεκα". 
     - Σαν τη δικιά μας τη δεκαοχτούρα, είπε η Πίπη.
     - Αυτό κι αν είναι περίεργο όνομα! είπε ο Έντι.
     - Και γιατί τις εντεκούρες τις βάζουν σε αυτά τα κλουβιά;
     - Για να ειδοποιούν τους ενοίκους όταν υπάρχει αλληλογραφία.
     Και προτού η Πίπη αναρωτηθεί μήπως ο Έντι της έκανε πλάκα, ένας ταχυδρόμος πέρασε από μπροστά τους, πήγε σε ένα γραμματοκιβώτιο και έριξε ένα φάκελο. Αμέσως, η εντεκούρα που βρισκόταν στο κλουβί από πάνω από το γραμματοκιβώτιο άρχισε να φωνάζει "έντεκα, έντεκα". Τότε, η πόρτα του σπιτιού άνοιξε, και βγήκε μία γυναίκα, η οποία άνοιξε κατευθείαν το γραμματοκιβώτιο και πήρε το φάκελο.
     - Βλέπεις; είπε ο Έντι. Όπως ακριβώς σου το είπα.
     Και αυτά δεν ήταν τα πιο περίεργα πράγματα που είδε η Πίπη. Πιο πέρα πρόσεξε έναν άνθρωπο που είχε έντεκα δάχτυλα.
     - Κοίτα εκείνον εκεί τον άνθρωπο, είπε χαμηλόφωνα, έχει έντεκα δάχτυλα!
     - Ε, και; ρώτησε ο Έντι.
     - Δεν είναι περίεργο; Α, να και άλλος ένας! Έντεκα δάχτυλα και αυτός, κατά σύμπτωση.
     - Έτσι είναι το κανονικό.
     - Πώς είναι το κανονικό; Αφού εσύ δεν έχεις.
     - Έτσι είναι το κανονικό. Επειδή στην Εντελάνδια θερίζουν οι δαχτυλολοιμώξεις, που αν δεν τις προλάβεις στην αρχή υπάρχει ο κίνδυνος να χάσεις κάποιο δάχτυλο, έχουμε έντεκα για παν ενδεχόμενο.
     - Δηλαδή, εσύ που δεν έχεις έντεκα δάχτυλα, έπαθες δαχτυλολοίμωξη;
     - Αχ, μη μου το θυμίζεις! Το καλύτερό μου δάχτυλο έχασα, μαζί με το δαχτυλίδι του!
     - Και δεν υπάρχει κίνδυνος να ξανακολλήσεις; επέμεινε η Πίπη. Τι θα κάνεις τότε;
     Ο Έντι την αγριοκοίταξε, ή έτσι της φάνηκε της Πίπης.
     - Συνήθως δεν ξανακολλάς δαχτυλολοίμωξη, αλλά και αν ξανακολλήσεις, την περνάς πολύ ελαφρά, το πολύ-πολύ να χάσεις κανένα νύχι...
     - Σαν να πείνασα, είπε η Πίπη, που άκουσε το στομάχι της να διαμαρτύρεται. Τι τρώτε εδώ;
     - Φαγητό, τι να τρώμε;
     - Εννοώ, τι είδους φαγητό;
     - Εντελόπες - ειδικά τα εντόσθιά τους είναι όνειρο - , αλλά και έντομα...
     - Μπλιαχ! είπε η Πίπη.
     - Δεν είναι άγρια έντομα, τα εκτρέφουμε, είπε ο Έντι.
     - Και οι εντελόπες τι είναι;
     - Είναι ένα είδος μυρηκαστικών, που τρέφεται με έντομα.
     - Μπλιαχ, αηδία! ξαναείπε η Πίπη.
     - Αλλά σήμερα, κατά σύμπτωση, είναι εθνική εορτή, οπότε η σπεσιαλιτέ μας είναι εντελβάις.
     - Τα λουλούδια;
     - Ναι.
     - Και πώς τα μαγειρεύετε;
     - Συνήθως στον ατμό, αλλά τώρα τελευταία που είναι της μόδας η φιούζιον κουζίνα, μπορεί να μαγειρευτούν και με ρύζι... Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ την παραδοσιακή συνταγή.
     - Ε, κάπως τρώγονται τα εντελβάις, σε σχέση με τα άλλα, μονολόγησε η Πίπη.
     - Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, τα συνοδεύουν με εντεράκια άγριων εντόμων, πρόσθεσε ο Έντι. Είναι η λεπτομέρεια που απογειώνει το πιάτο.
     Τότε ακριβώς ήταν που η Πίπη κατάλαβε πως ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της.
     - Τώρα μόλις θυμήθηκα ότι έχω ένα επείγον ραντεβού με το γιατρό μου, είπε.
     - Έχουμε και εδώ εξαιρετικούς γιατρούς, θα σε πάω στον δικό μου, είναι αυθεντία στις δαχτυλολοιμώξεις...
     - Όχι καλύτερα, έχω ήδη ξεκινήσει θεραπεία και δεν γίνεται να την αλλάξω στη μέση. Καλύτερα να γυρίσω τώρα, ίσα-ίσα το προλαβαίνω το ραντεβού...
     - Εντάξει, τότε, πιάσε το χέρι μου.
     Και η Πίπη έπιασε το χέρι του Έντι και εκείνος φόρεσε το ταξιδιωτικό του καπέλο, αλλά τίποτα δεν άλλαξε.
     - Να δεις που το καπέλο μου χάλασε, είπε ο Έντι, εδώ και καιρό το ένα φτερό έχει μισοξεκολλήσει, θα πρέπει να το πάω στο συνεργείο. Και σήμερα που είναι εθνική εορτή είναι όλα κλειστά. Κρίμα! Αλλά, από την άλλη, θα έχεις την ευκαιρία να δοκιμάσεις την σπεσιαλιτέ μας...
     Και τότε ήταν που ξύπνησε η Πίπη και που είδε το ρολόι που έλεγε 11.11.
     - Τι περίεργο όνειρο! σκέφτηκε.
     Και ξανακοίταξε το ρολόι. 11.11, έδειχνε το ρολόι.
     Η Πίπη ανάσανε ανακουφισμένη. Ευτυχώς που επρόκειτο για όνειρο, αλλιώς τώρα θα ετοιμαζόταν να φάει εντελβάις στον ατμό, με εντεράκια άγριων εντόμων, τι αηδία! Ξανακοίταξε το ρολόι. 11.11, έδειχνε ακόμα.
     - Μάλλον ξεκουρδίστηκε, είπε η Πίπη, αλλιώς γιατί να δείχνει ακόμα 11.11; Και τι περίεργη επιλογή, για να σταματήσει ένα ρολόι! Αλλά, μια στιγμή, αυτό το 11.11 κάτι μου λέει... Τι μου λέει;
     Και τότε η Πίπη θυμήθηκε τι της έλεγε το 11.11. Ότι είχαν περάσει ήδη 11 χρόνια και 11 μέρες από τη γέννηση της Οξείας Γλωσσοπάθειας. Και συνειδητοποίησε ότι αυτή η επέτειος την είχε βρει εντελώς απροετοίμαστη.
     - Τι να κάνω τώρα για τους πιστούς μου ακολούθους; αναρωτήθηκε η Πίπη.
     Και το μόνο που βρήκε να κάνει ήταν να ανεβάσει ένα παραδοσιακό τραγούδι από την περιοχή της Κοζάνης, που λέγεται έντεκα. 
     - Ναι, αλλά πώς θα γίνει να ταιριάξω απόλυτα το Έντεκα της Κοζάνης με τα έντεκα χρόνια και τις έντεκα μέρες της Γλωσσοπάθειας; αναρωτήθηκε η Πίπη. Το βρήκα! Θα τους πω να το δουν δύο φορές!
     Και η Πίπη πήγε να κουρδίσει το ρολόι, για να ξεκολλήσει επιτέλους από το 11.11...