Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Έρωτος απομεινάρι


Σε ένα σπίτι ταπεινό, στρωμένο με χορτάρι,
γεννήθη ο Μπερωτόκριτος, το πιο όμορφο μανάρι.
Ήταν λίγο μαυριδερός, μα πολύ παιχνιδιάρης,
έξυπνος και σεβαστικός, ήτανε και κιμπάρης.

Στην ίδια πόλη, πιο μακριά, η πλούσια Μπεαρετούσα,
μοναχοκόρη ζηλευτή, μεγάλωνε στα λούσα.
Με ρούχα χρυσοκέντητα μόνο κυκλοφορούσε,
και όπου ήταν δυνατόν, κοσμήματα φορούσε.

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, σε όμορφη εκκλησία,
η Μπεαρετούσα έφτασε, μαζί με συνοδεία.
Την είδε ο Μπερωτόκριτος, απ'το πίσω στασίδι,
και στην καρδιά του ένιωσε να κρέμεται βαρίδι.

Τι ομορφιά ήταν αυτή, τι χάρη, τι προσόντα!
Όμοιά της δεν γεννήθηκε, εξόν απ'την Τζοκόντα!
- Τέτοια γυναίκα πρέπει μου, κι εγώ είμαι για εκείνη,
για μας με ρόδα θα στρωθεί του υμέναιου η κλίνη.

Είπε ο Μπερωτόκριτος, μα και η πλούσια κόρη,
είδε που την εκοίταζε το μελαμψό αγόρι.
- Τι νέος όμορφος πολύ, πώς λάμπει του το βλέμμα,
αν πω πως ερωτεύτηκα, δεν είναι διόλου ψέμα.

Είπε και με άνθρωπο έμπιστο, του'στειλε ραβασάκι,
στο παραθύρι της κοντά, να πάει το βραδάκι.
Διάβασε ο Μπερωτόκριτος διακριτικά το γράμμα,
και πώς δεν του'ρθε ανακοπή απ'τη χαρά, είναι θαύμα.

Ο ήλιος σαν βασίλεψε και βγήκε το φεγγάρι,
έφτασε ο Μπερωτόκριτος, κι άρχισε να καντάρει.
Η Μπεαρετούσα φάνηκε, σαν ήλιος στο μπαλκόνι,
και του έριξε προσεκτικά, ένα λινό σεντόνι.

Σκαρφάλωσε σαν αίλουρος, κι οι δυο συναντηθήκαν,
μιλήσαν, συμφωνήσανε, κι ύστερα φιληθήκαν.
- Πιο ακριβή απ'τη ζωή, είσαι, βασίλισσά μου,
είπε ο Μπερωτόκριτος, και θα γενείς κυρά μου.

Από τον κύρη σου ταχιά θα'ρθω να σε ζητήσω,
και αφού του πάρω την ευχή, το σπίτι μας θα χτίσω.
Θα παντρευτούμε σύντομα, θα κάνουμε απογόνους,
η αγάπη μας θα ευλογηθεί με μυρωδάτους κλώνους.

Τ'ορκίζομαι εις το Θεό, ποτέ δε θα σ'αλλάξω,
και για επικύρωση, καρδιά πάνω μου θα χαράξω.
- Κι εγώ για εσένα μοναχά θα ζω και θα ανασαίνω,
πήγαινε τώρα και αύριο πρωί σε αναμένω.

Πήγε ο Μπερωτόκριτος στης νέας τον πατέρα,
και ζήτησε το χέρι της, κρατώντας και μια βέρα.
Μα εκείνος του την πέταξε τη βέρα αμέσως χάμω,
πώς τόλμησε ο ξεβράκωτος να τους προτείνει γάμο;

- Η κόρη μου θα παντρευτεί τον πιο πλούσιο νέο,
κατάλαβέ το, τώρα δα, να μην το ξαναλέω.
Έφυγε ο Μπερωτόκριτος πολύ μπαϊλντισμένος.
- Θα τηνε κλέψω, σκέφτηκε, πολύ αποφασισμένος.

Μα δεν τα σκέφτηκε καλά, κάτι του είχε διαφύγει,
η Μπεαρετούσα απ'τη βολή του πλούτου, πώς να φύγει;
- Δε γίνεται να παραβώ του κύρη μου την γνώμη,
του είπε με αναφιλητά, και σου ζητώ συγγνώμη.

Στο δάχτυλό της έλαμπε τεράστιο ρουμπίνι,
ενός πλούσιου άρχοντα μνηστή είχε ήδη γίνει.
Έσυρε ο Μπερωτόκριτος τα βήματα με κόπο,
και πληγωμένος έφυγε, να πάει σε άλλον τόπο.

Επέρασε λίγος καιρός, νυμφεύθη η Μπεαρετούσα,
τον Μπερωτόκριτο απ' τον νου τον έσβησαν τα λούσα.
Μα αυτός δεν την εξέχασε, αφού του είχε μείνει
το τατουάζ με την καρδιά, να του θυμίζει εκείνη.


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι της Μιχαηλίας Ρισσάκη, την οποία ευχαριστώ, και ελπίζω να της αρέσει ο τρόπος που "έντυσα" τη φωτογραφία της