Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Ο λύκος και τα εφτά άτακτα κατσικάκια

 
     Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό σπιτάκι, ζούσαν εφτά κατσικάκια με τη μαμά τους. Η μαμά κατσίκα μεγάλωνε τα παιδιά της μόνη της, αφού ο πατέρας τους ήταν ένας παλιοτράγος, με όλη τη σημασία της λέξης, που την είχε παρατήσει για μια πολύ νεότερη κατσίκα, αδιαφορώντας για εκείνην και για τα εφτά παιδιά τους. 
     Τα εφτά κατσικάκια ήταν πολύ ζωηρά και έκαναν πολλές αταξίες, όπως όλα τα παιδάκια, αλλά όλος ο κόσμος - συμπεριλαμβανομένης και της μαμάς - έδειχνε κατανόηση, λόγω της κατάστασης που είχε δημιουργήσει στην οικογένειά του ο μπερμπάντης πατέρας.
     Η μαμά δούλευε πολύ, και έκανε και δυο και τρεις δουλειές για να τα βγάλει πέρα, οπότε, αναγκαστικά έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι, και καθώς δεν είχε πού να αφήσει τα παιδιά της, τα άφηνε μόνα τους. Πάντα, όμως, φεύγοντας, τους έλεγε να είναι φρόνιμα και να μην ανοίγουν την πόρτα σε κανέναν, όποιος κι αν ήταν αυτός. Ο κόσμος ήταν γεμάτος κινδύνους, τους έλεγε η μαμά. Και ο μεγαλύτερος από όλους τους κινδύνους ήταν οι λύκοι.
     Τα εφτά κατσικάκια φοβούνταν πολύ τους λύκους και σίγουρα ήθελαν πάρα πολύ να ευχαριστήσουν τη μαμά τους και να είναι όπως τα ιδανικά παιδιά των άλλων μαμάδων, με τα οποία τα σύγκρινε όποτε έκαναν αταξίες, αλλά, όλως περιέργως, η μαμά πάντα έβρισκε το σπίτι άνω-κάτω, όταν επέστρεφε από τη δουλειά της.
     Μια μέρα, πηγαίνοντας στο σχολείο, τα εφτά αδερφάκια είδαν ένα μικρό λυκάκι, που έπαιζε μόνο του μπάσκετ. Είχαν ακούσει ότι οι λύκοι είναι μοναχικά ζώα και ότι δεν τους άρεσε η πολυκοσμία, γι'αυτό και το λυκάκι τους κίνησε την περιέργεια. Όμως θυμούνταν ότι η μαμά τα είχε προειδοποιήσει για τους λύκους και κρύφτηκαν λίγο πιο πέρα για να το παρακολουθήσουν.
     Το λυκάκι ήταν πολύ προσηλωμένο στο παιχνίδι του και δεν είχε καταλάβει ότι το παρακολουθούσαν. Τα κατσικάκια, από την άλλη, το κοίταζαν που έπαιζε και δεν τους φαινόταν και τόσο επικίνδυνο, ίσως επειδή ήταν παιδάκι, σαν κι εκείνα. Εξάλλου, εκείνο ήταν ένα και αυτά ήταν εφτά. Το συζήτησαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους και το αποφάσισαν. Βγήκαν από την κρυψώνα τους και το πλησίασαν.
     - Τι κάνεις εκεί, μόνος σου; του φώναξαν.
     Το λυκάκι τρόμαξε, επειδή νόμιζε ότι ήταν μόνο του, αλλά συνήλθε γρήγορα από την τρομάρα του, μόλις είδε τα εφτά μικρά κατσικάκια.
     - Τι θέλετε εσείς, εδώ; είπε. Καλύτερα να μην πλησιάσετε. Η μαμά μου μου έχει πει να μην πλησιάζω τα άλλα ζώα και κυρίως τα κατσικάκια.
     - Κι εμάς η μαμά μας μας έχει πει να μην πλησιάζουμε τους λύκους, αλλά η μαμά μας λείπει, είπε το μεγαλύτερο κατσικάκι. Λοιπόν, θα μας πεις τι κάνεις;
     - Παίζω μπάσκετ, δεν βλέπετε;
     - Και γιατί παίζεις μόνος σου; Το μπάσκετ είναι ομαδικό παιχνίδι.
     - Δεν έχω παρέα, γι'αυτό.
     - Αδέρφια δεν έχεις, να παίξουν μαζί σου;
     - Έχω, αλλά είναι πολύ μεγαλύτερα από εμένα και προτιμούν να βγαίνουν τα βράδια και να κάνουν καντάδες στα κορίτσια.
     - Κορίτσια, μμμμμμμμ! είπαν τα κατσικάκια, αλλά όχι όλα. Τρία από αυτά ήταν κορίτσια.
     - Γιατί "μμμμμμμμ"; είπαν τα κορίτσια. Δεν ντρέπεστε να μιλάτε έτσι; Θα το πούμε στη μαμά!
     - Αν το πείτε, δεν σας ξανακάνουμε παρέα!
     - Και εμείς θα το πούμε στη μαμά! Αδερφές δεν έχεις; ρώτησαν το λυκάκι.
     - Έχω, δύο. Αλλά ούτε αυτές με κάνουν παρέα, όλο στολίζονται και περιμένουν τις καντάδες των αγοριών.
     Τα κατσικάκια, και τα εφτά, πολύ το λυπήθηκαν το καημένο το λυκάκι, κι ας τσακώνονταν συχνά-πυκνά μεταξύ τους. Εκείνο, το καημένο, ούτε κάποιον για να τσακωθεί δεν είχε.
     - Στο σχολείο πηγαίνετε; ρώτησε το λυκάκι.
     - Ναι... Αλλά, αν θέλεις, θα κάτσουμε να σου κάνουμε παρέα, είπε το μεγαλύτερο από τα κατσικάκια. Είναι κρίμα να παίζεις μόνος σου.
     - Θα μας μαλώσει η δασκάλα, είπε ένα από τα κορίτσια.
     - Εσείς, αν θέλετε, πηγαίνετε, του είπε ένα άλλο από τα αγόρια.
     - Θα το μάθει η μαμά και θα μας βάλει τιμωρία, είπε το πιο μικρό.
     - Άντε, ρε, φοβιτσιάρη! του είπαν τα μεγαλύτερα.
     - Δεν είμαι φοβιτσιάρης!
     - Είσαι.
     - Δεν είμαι!
     - Είσαι!
     - Παιδιά, είπε το λυκάκι, δεν υπάρχει λόγος να μαλώνετε για εμένα. Εγώ έχω συνηθίσει μόνος μου. Πηγαίνετε στο σχολείο και, αν θέλετε, μπορώ να σας περιμένω εδώ μετά το σχόλασμα, να παίξουμε λίγο.
     Έτσι και έγινε, τελικά. Τα κατσικάκια πήγαν στο σχολείο και το μεσημέρι, στο γυρισμό, βρήκαν το λυκάκι στο ίδιο μέρος να τα περιμένει. Και έπιασαν το παιχνίδι.
     - Θα είσαι εδώ και αύριο; ρώτησαν το λυκάκι, λίγη ώρα αργότερα, όταν άκουσαν το ρολόι της εκκλησίας να χτυπάει τρεις. Πρέπει να γυρίσουμε στο σπίτι, όπου να'ναι θα γυρίσει η μαμά και δεν πρέπει να βρει το σπίτι άδειο.
     - Θα είμαι.
     - Εντάξει, τότε, θα τα πούμε αύριο.
     Και τα εφτά κατσικάκια γύρισαν τρέχοντας στο σπίτι. Με το που άφησαν τις σάκες τους, ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα. Στο τσακ πρόλαβαν. 
     - Γεια σας, παιδιά μου, είπε η μαμά. Τι κάνετε; Πώς τα περάσατε στο σχολείο;
     - Καλά, μαμά, είπαν τα κατσικάκια.
     - Δε φάγατε ακόμα; ρώτησε η μαμά, που είδε την κατσαρόλα γεμάτη φαγητό.
     - Χμμμ, όχι, σε περιμέναμε να φάμε μαζί...
     - Α, μα τι καλά παιδάκια έχω εγώ!
     Και η κατσίκα έφαγε μαζί με τα κατσικάκια της, και ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
     Την επόμενη μέρα, τα εφτά αδερφάκια ξανασυνάντησαν το λυκάκι, στον δρόμο προς το σχολείο.
     - Θα μας περιμένεις και σήμερα να παίξουμε; το ρώτησαν.
     - Αμέ! απάντησε εκείνο.
     Από τότε, τα εφτά κατσικάκια και το λυκάκι έγιναν κολλητάρια, και περνούσαν όλο τους τον ελεύθερο χρόνο μαζί του, παίζοντας παιχνίδια. Το αγαπημένο τους παιχνίδι, δε, ήταν το κρυφτό. Τα κατσικάκια πάντα έβρισκαν τις καλύτερες κρυψώνες, αλλά και το λυκάκι κρυβόταν αρκετά καλά.
     Μια μέρα, η μαμά κατσίκα φώναξε τα παιδάκια της και τους είπε:
     - Παιδιά μου, σήμερα θα γυρίσω κατά το βράδυ, επειδή έχω να πάω σε δύο διαφορετικές δουλειές. Θέλω να είστε φρόνιμα, όπως πάντα, να μη χαζεύετε στον δρόμο για το σπίτι, και να μην ανοίξετε σε κανέναν την πόρτα, όποιος κι αν είναι, ό,τι κι αν σας πει, εντάξει;
     - Εντάξει, μαμά! είπαν και τα εφτά με μια φωνή.
     Εκείνη τη μέρα το μάθημα κύλησε πιο ευχάριστα από κάθε άλλη φορά, αφού τα κατσικάκια ήξεραν ότι η μαμά θα αργούσε, οπότε θα είχαν περισσότερο χρόνο για να παίξουν με το λυκάκι.
     - Τι ωραία που θα περάσουμε σήμερα, έλεγαν μεταξύ τους, καθώς πήγαιναν να συναντήσουν το φίλο τους. Θα παίξουμε κρυφτό μέχρι να σκοτεινιάσει.
     - Έχω μια ιδέα! είπε ένα από τα μεγαλύτερα. 
     - Τι ιδέα;
     - Να του κάνουμε πλάκα! Να τον καλέσουμε στο σπίτι για να παίξουμε κρυφτό, να τον βάλουμε να μετρήσει μέχρι το εκατό, και εμείς να μην κρυφτούμε μέσα στο σπίτι, να πάμε να κρυφτούμε αλλού, να μην μπορεί να μας βρει ποτέ! Θα γελάσουμε πολύ!
     - Τέλεια ιδέα! είπαν όλα τα κατσικάκια.
     Βρήκαν το φίλο τους και άρχισαν τα παιχνίδια. Έπαιξαν αρκετή ώρα κυνηγητό, και μετά έπαιξαν και κρυφτό, αλλά τότε το μεγαλύτερο κατσικάκι πρότεινε στο λυκάκι:
     - Θέλεις να έρθεις στο σπίτι μας, να συνεχίσουμε το κρυφτό εκεί, έτσι, για αλλαγή;
     - Δεν ξέρω, είπε το λυκάκι, η μαμά μου δε με αφήνει να πηγαίνω μόνος μου σε σπίτια άλλων.
     - Μα είμαστε φίλοι σου!
     - Ναι, αλλά η μαμά μου δεν το ξέρει.
     - Ούτε η δικιά μας το ξέρει, θα λείπει μέχρι το βράδυ. Έλα, πάμε, θα περάσουμε ωραία, θα δεις!
     - Και αν το μάθει η μαμά μου; Θα με βάλει τιμωρία!
     - Πώς θα το μάθει; Δε θα μας δει κανένας.
     Έτσι, σιγά-σιγά, τα εφτά κατσικάκια έπεισαν το λυκάκι να τα ακολουθήσει στο σπίτι τους.
     - Ποιος τα φυλάει; ρώτησε το λυκάκι.
     - Εσύ, φυσικά, είσαι ο επίτιμος καλεσμένος μας.
     - Μέχρι το είκοσι, έτσι;
     - Α, όχι μέχρι το είκοσι, το σπίτι είναι μικρό και είναι δύσκολο να προλάβουμε να κρυφτούμε καλά τόσο σύντομα, καλύτερα να μετρήσεις μέχρι το εκατό.
     - Εντάξει, είπε το λυκάκι, και γύρισε το πρόσωπό του προς τον τοίχο. Λοιπόν, ξεκινάω: ένα, δύο...
     - Πιο αργά, φώναξε ένα κατσικάκι, μετράς γρήγορα και πάλι δε θα προλάβουμε.
     - Εντάξει. Λοιπόν, ξαναξεκινάω: ένα,... δύο,..., τρία...
     Τα κατσικάκια έγιναν καπνός. Σαν εφτά βολίδες έτρεξαν έξω από το σπίτι και έψαξαν να κρυφτούν. Το ένα κρύφτηκε στην κουφάλα μιας ελιάς, το δεύτερο κρύφτηκε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, το τρίτο κρύφτηκε κάτω από ένα άλλο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, το τέταρτο χώθηκε ανάμεσα σε κάτι τριανταφυλλιές, το πέμπτο κρύφτηκε στην μικρή αποθηκούλα του κήπου, το έκτο κρύφτηκε επάνω σε μια μηλιά, και το έβδομο κρύφτηκε μέσα στο πηγάδι.
     Στο μεταξύ, το λυκάκι είχε τελειώσει το μέτρημα και είχε ξεκινήσει το ψάξιμο. Έψαξε πίσω από τις κουρτίνες, μέσα στα ντουλάπια, κάτω από τα κρεβάτια, κάτω από το τραπέζι, πίσω από τον καναπέ, έψαξε στο σαλόνι, μετά στην κουζίνα, ύστερα στο μπάνιο, και στο τέλος έψαξε και στα υπνοδωμάτια, χωρίς, φυσικά, να βρει κανένα από τα κατσικάκια. Μέχρι και μέσα στο ντουλαπάκι του μεγάλου ρολογιού κοίταξε. Δεν βρήκε κανέναν.
     - Μα πού έχουν κρυφτεί; αναρωτιόταν το λυκάκι. Δεν μπορεί να άνοιξε η γη να τους κατάπιε, κάπου εδώ τριγύρω είναι. 
     Και έκανε το γύρο του σπιτιού, ξανά και ξανά, χωρίς αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, ο ήλιος είχε αρχίσει να κατεβαίνει στον ουρανό και ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει το χρώμα της πορτοκαλόπιτας.
     - Το βρήκα! είπε το λυκάκι, ύστερα από λίγο. Να δεις που θα είναι μέσα στο μπαούλο με τα ασπρόρουχα και, έτσι άσπρα όπως είναι, δεν τα πρόσεξα, όταν το άνοιξα.
     Και πήγε ξανά στο μπαούλο με τα ασπρόρουχα.
     - Σας βρήκα! φώναξε. Φτου... μα, πόσο βαθιά μέσα στο μπαούλο έχετε χωθεί;
     Το λυκάκι άρχισε να βγάζει τα ασπρόρουχα για να ξεσκεπάσει τα κατσικάκια, αλλά τα κατσικάκια δεν ήταν πουθενά.
     - Μήπως είναι στα άπλυτα; αναρωτήθηκε το λυκάκι, αλλά εκείνη ακριβώς την στιγμή ακούστηκε κλειδί στην πόρτα.
     - Παιδιά μου, γύρισα! ακούστηκε η φωνή της κατσίκας. Παιδιά; Πού είστε;
     - Τώρα τι κάνουμε; σκέφτηκε τρομαγμένο το λυκάκι. Ήρθε η μαμά τους, δεν προλαβαίνω ούτε να μαζέψω τα ασπρόρουχα. Πρέπει να κρυφτώ αμέσως.
     Και χωρίς να το καλοσκεφτεί, κρύφτηκε μέσα στο άδειο μπαούλο.
     Στο μεταξύ, η μαμά κατσίκα είχε αρχίσει να ανησυχεί.
     - Παιδιά; Πού είστε; Διαβάζετε;
     Άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου τους, δεν βρήκε κανένα. Πήγε στην κουζίνα, ούτε εκεί υπήρχε κανείς. Το μπάνιο, επίσης, ήταν άδειο.
     - Μήπως δεν γύρισαν στο σπίτι; αναρωτήθηκε ανήσυχη η μαμά κατσίκα.
     Άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου της.
     - Τι ακαταστασία είναι αυτή! είπε η κατσίκα. Ποιος έβγαλε όλα τα ασπρόρουχα από το μπαούλο και τα πέταξε κάτω; Παιδιάααα!
     Ξαφνικά, η μαμά κατσίκα πάγωσε. Κάποιος είχε μπει στο σπίτι! Κάποιος είχε ξεγελάσει τα παιδάκια της και τα είχε πείσει να του ανοίξουν την πόρτα.
     - Να δεις που τα καημένα κρύφτηκαν στο μπαούλο για να γλιτώσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν, σκέφτηκε η μαμά και λιποθύμησε.
     Το λυκάκι άκουσε τον γδούπο που έκανε το σώμα της μαμάς κατσίκας, καθώς έπεσε, και αφού μετά δεν άκουσε ούτε κιχ, σήκωσε δειλά-δειλά το καπάκι του μπαούλου και κοίταξε έξω. Είδε την κατσίκα λιπόθυμη. Ήταν ώρα να το σκάσει. Άνοιξε το μπαούλο και πετάχτηκε έξω.
     - Ποιος είναι εκεί; ακούστηκε η φωνή της κατσίκας, που είχε αρχίσει να συνέρχεται, καθώς το λυκάκι έβγαινε τρέχοντας από την πόρτα της κουζίνας.
     Η κατσίκα σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έτρεξε προς την κουζίνα. Άνοιξε την πόρτα και είδε το λυκάκι να απομακρύνεται τρέχοντας.
     - Λύκος! φώναξε. Συμφορά μου! Τρεχάτε, γειτόνοι! Λύκος! Λύκος!
     Μέσα σε λίγη ώρα οι γείτονες είχαν βγει στον δρόμο.
     - Τι έπαθες, γειτόνισσα; τη ρώτησαν.
     - Εξαφανίστηκαν τα παιδιά μου, είπε εκείνη. Μου τα έφαγε ο λύκος! Τον είδα να τρέχει προς τα εκεί!
     - Πάμε να τον πιάσουμε, τον αχρείο, δεν σέβεται τίποτα; φώναξαν όλοι οι τράγοι της γειτονιάς και, πιάνοντας μπαστούνια και ρόπαλα, άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος που τους έδειξε η κατσίκα.
     - Μαμά, μαμά, ακούστηκε ένα κατσικάκι, που ερχόταν τρέχοντας, εδώ πιο πέρα είδα ένα λυκάκι που έτρεχε προς το δάσος!
     - Στο σπίτι, γρήγορα! φώναξε η μαμά του. Και, από εδώ και πέρα, δε θα ξαναπάς πουθενά μόνο σου! Από του Χάρου τα δόντια γλίτωσες. Ο Θεός μας λυπήθηκε και δεν πάθαμε τα χειρότερα.
     - Πάμε, πάμε, από εκεί, φώναζαν οι τράγοι, να τος, φαίνεται εκεί, στο βάθος, μπήκε μέσα στο δασάκι!
     Τα κατσικάκια, είχαν παραλύσει μέσα στις κρυψώνες τους. Δεν τολμούσαν να βγουν από εκεί, επειδή φοβούνταν την τιμωρία της μαμάς τους, όμως ανησυχούσαν πολύ για το φίλο τους. Όταν τον είχαν καλέσει στο σπίτι τους, δεν είχαν φανταστεί ότι θα τον έβαζαν σε τέτοιο κίνδυνο.
     Πέρασαν μερικά βασανιστικά λεπτά, και η μαμά, που δεν τη βαστούσαν τα πόδια της, μπήκε μέσα στο σπίτι κλαίγοντας. Η γειτονιά είχε ησυχάσει. Τότε τα κατσικάκια βγήκαν από τις κρυψώνες τους.
     - Τι κάνουμε τώρα; ρώτησε το πιο μικρό.
     - Πρέπει να μπούμε στο σπίτι, είπε το πιο μεγάλο.
     - Θα μας μαλώσει η μαμά.
     - Θα χαρεί τόσο που θα μας δει, που μπορεί και να ξεχάσει να μας μαλώσει.
     - Λες;
     - Σίγουρα.
     - Και το λυκάκι; ρώτησε το μικρότερο από τα κορίτσια.
     - Πιστεύω ότι θα καταφέρει να ξεφύγει. Είναι πολύ γρήγορο. Δεν είδατε που πάντα μας κερδίζει στο κυνηγητό;
     Και τα εφτά κατσικάκια μπήκαν στο σπίτι τους. Η μαμά έμεινε άφωνη, όταν τα είδε.
     - Γεια σου, μαμά, είπαν τα κατσικάκια με μια φωνή.
     Και η μαμά λιποθύμησε και πάλι. Τα κατσικάκια τρόμαξαν και άρχισαν να φωνάζουν. Τα κορίτσια άρχισαν να της κάνουν αέρα, και η μαμά συνήλθε και πάλι.
     - Παιδιά μου, είπε, είστε εσείς στ'αλήθεια; Δε σας έφαγε ο λύκος;
     - Όχι, μαμά, καλά είμαστε, είπαν τα παιδιά.
     - Σε ευχαριστώ, Θεέ μου! είπε η μαμά. Δε θα το άντεχα να σας χάσω! Ελάτε να σας κρατήσω στην αγκαλιά μου, σαν ψέμα μου φαίνεται...
      Η μαμά και τα κατσικάκια αγκαλιάστηκαν και έμειναν αγκαλιασμένοι.
     - Και πού ήσασταν όλη αυτή την ώρα; ρώτησε ύστερα από λίγο η μαμά.
     - Παίζαμε κρυφτό, είπε ένα από τα μεγάλα κατσικάκια.
     - Ευτυχώς, είπε η μαμά, ευτυχώς που ήσασταν έξω και παίζατε κρυφτό, αλλιώς ο λύκος που είχε μπει στο σπίτι μας θα σας είχε βρει και θα σας είχε φάει! Δε φαντάζεστε πόσο τρόμαξα, όταν είδα πως είχε μπει λύκος μέσα στο σπίτι μας!
     - Μα αυτός ο λύκος είναι φίλος μας, είπε το πιο μικρό κατσικάκι.
     - Τι βλακείες είναι αυτές; είπε η μαμά.
     - Αλήθεια είναι, είναι φίλος μας και εμείς τον καλέσαμε στο σπίτι.
     - Εσείς τον καλέσατε; Δεν είμαστε καλά! Δε σας έχω πει ότι οι λύκοι είναι επικίνδυνοι και ότι δεν πρέπει να αφήσετε να μπει κανένας στο σπίτι, όποιος κι αν είναι αυτός; Να με πεθάνετε θέλετε;
     - Μα, μαμά, το λυκάκι είναι πολύ καλό, είπαν και τα άλλα κατσικάκια.
     - Να μην ξανακούσω άλλη τέτοια βλακεία! είπε η μαμά. Καλός λύκος δεν υπάρχει, όλος ο κόσμος το ξέρει!
     - Μα είναι φίλος μας!
     - Τι φίλος και κουραφέξαλα; Οι λύκοι είναι κακοί και πρέπει να μένουν μακριά από εμάς, τελεία και παύλα! Αλλά μην ανησυχείτε, τώρα θα τον πιάσουν οι γείτονες και θα τον κάνουν του αλατιού, να δούμε, ξαναπλησιάζει στα σπίτια μας;
     - Μα, μαμά...
     - Μαμούνια! Από εδώ και πέρα, είστε όλοι τιμωρία! Δε θα ξαναμείνετε μόνοι σας ποτέ, θα πηγαίνετε παντού με συνοδεία, μέχρι να πήξει το μυαλό σας! Θα συνεννοηθώ εγώ με τους γείτονες, να σας συνοδεύουν μαζί με τα δικά τους παιδιά, να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Στο δωμάτιό σας τώρα! Και να μην ακούσω κιχ, όλα τα ασπρόρουχα είναι σκορπισμένα στο δωμάτιό μου, πρέπει να βάλω πέντε πλυντήρια μαζεμένα!
     Στο μεταξύ, το λυκάκι έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και, παρ'όλο που ήταν μικρό και χρειαζόταν να σταματάει κάθε λίγο για να ξελαχανιάζει, οι φωνές των τράγων που ήταν στο κατόπι του άρχισαν σιγά-σιγά να ακούγονται όλο και πιο αχνά. Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και αυτό σήμαινε ότι οι τράγοι μάλλον θα σταματούσαν την καταδίωξη πολύ σύντομα, αφού κανείς τους δε θα τολμούσε να μπει βαθιά μέσα στο δάσος, εκεί όπου βρισκόταν το σπίτι του.
     Πράγματι, ύστερα από λίγο οι φωνές σταμάτησαν να ακούγονται και το λυκάκι ηρέμησε λίγο. Φτάνοντας στο σπίτι του, είδε το αναμμένο φως. Η μαμά του το περίμενε.
     - Πού ήσουν τέτοια ώρα; το ρώτησε, μόλις το είδε να μπαίνει. Δε σου έχω πει να μην περιφέρεσαι μόνο σου, τόσες ώρες έξω από το σπίτι;
     - Συγγνώμη, μαμά, ξεχάστηκα, είπε το λυκάκι.
     - Πολύ ξεχνιέσαι, τώρα τελευταία. Σου συμβαίνει τίποτα;
     - Μπα, όχι...
     - Για έλα εδώ, να σε δω λίγο. Σίγουρα δε σου συμβαίνει τίποτα;
     Και τότε το λυκάκι δεν άντεξε και τα είπε όλα στη μαμά του: πώς είχε γνωρίσει τα εφτά κατσικάκια, πώς έκαναν παρέα, πώς τα είχε ακολουθήσει στο σπίτι τους για να παίξουν κρυφτό, πώς το πήρε είδηση η μαμά κατσίκα και πώς όλοι οι τράγοι της γειτονιάς το πήραν στο κυνήγι.
     - Νόμιζα ότι είχα έξυπνο παιδί, αλλά από ό,τι φαίνεται έκανα λάθος! είπε η μαμά του. Δε σου είχα πει να μένεις μακριά από τα άλλα ζώα και, κυρίως, από τα κατσικάκια;
     - Ναι, αλλά τα κατσικάκια δεν είναι κακά, όπως μου έλεγες, είναι φίλοι μου! 
     - Ναι, πολύ καλοί φίλοι είναι, που σε άφησαν να σε πάρουν στο κυνήγι όλοι οι τράγοι της γειτονιάς!
     - Δεν φταίνε οι φίλοι μου γι'αυτό, ίσως θα έπρεπε να μην τρέξω σαν τον κλέφτη, αλλά να καθήσω να τους εξηγήσω...
     - Τι χαζομάρες είναι αυτές που λες; Ποιος θα καθόταν να σε ακούσει; Τα κατσικάκια δε φαίνονταν πουθενά και θα σε πίστευε κανείς τους αν τους έλεγες ότι παίζατε κρυφτό;
     - Γιατί να μη με πιστέψουν; Αφού αυτή είναι η αλήθεια.
     - Τι να την κάνεις την αλήθεια; Δεν σας το έμαθαν στο σχολείο ότι το πιο επικίνδυνο πράγμα σε κάποιον είναι η κακή φήμη που τον συνοδεύει; Λοιπόν, το αποφάσισα: από εδώ και πέρα δε θα πηγαίνεις πουθενά χωρίς συνοδεία.
     - Μα...
     - Μίλησα!
     Έτσι, από εκείνη τη μέρα, και τα κατσικάκια και το λυκάκι βρέθηκαν σε καθεστώς αυξημένης επιτήρησης. Κυκλοφορούσαν πάντα με συνοδεία και δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Και ούτε τα κατσικάκια ξανάπαιξαν κρυφτό εκτός σπιτιού, αλλά ούτε και το λυκάκι έγινε αστέρας του μπάσκετ, όπως ονειρευόταν.

    ΥΓ: Θα νόμιζε κανείς ότι αυτή είναι η πέμπτη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργάνωσε η Woman in blogs, όπου καλούμασταν να αλλάξουμε τα φώτα σε παραμύθια των αδελφών Γκριμ, σε μία προσπάθεια να τα γνωρίσουμε καλύτερα.  Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το συγκεκριμένο δρώμενο έχει τελειώσει εδώ και καιρό, οπότε δεν υπάρχει χώρος για άλλες συμμετοχές. Μόνο που, εδώ και πολύ καιρό, έχω αποκτήσει ειδικότητα στις μη συμμετοχές, οπότε αποφάσισα να γράψω και μία μη συμμετοχή για το συγκεκριμένο δρώμενο. Αυτή τη φορά επέλεξα το παραμύθι με το λύκο και τα εφτά κατσικάκια, κρατώντας την ιδέα του κρυφτού, αλλά μετατρέποντας το λύκο (το λυκάκι, πιο συγκεκριμένα) σε εντελώς αθώο θύμα (και στο αρχικό παραμύθι ο λύκος καταλήγει πνιγμένος, αλλά δεν είναι αθώος, έχει φάει τα κατσικάκια), και κυρίως θύμα των προκαταλήψεων. Δεν μου βγήκε τόσο επιτυχημένο όσο τα προηγούμενα (μπορεί να φταίει και η ζέστη γι'αυτό), αλλά το μήνυμα, νομίζω, το περνάει. 

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Υπό καθεστώς απειλής

 

     Πετάχτηκε από τον ύπνο κάθιδρη. Περίμενε μερικά λεπτά για να σταματήσει η ταχυπαλμία που την είχε πιάσει και πήγε στο μπάνιο. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό της και σαν να συνήλθε λίγο. Ο ίδιος εφιάλτης, πέμπτη μέρα τώρα στη σειρά... Κοίταξε το ρολόι που βρισκόταν στο κομοδίνο. Όπου να'ναι θα χτυπούσε το ξυπνητήρι. Το έκλεισε και σηκώθηκε. Έπρεπε να ετοιμαστεί, για να πάει στη δουλειά.
     Λίγη ώρα αργότερα ήταν κιόλας έτοιμη. Βεβαιώθηκε ότι είχε πάρει όλα της τα πράγματα και άνοιξε την πόρτα να φύγει. Το πόδι της σκόνταψε σε κάτι. Κοίταξε να δει τι ήταν. Ένας λευκός, φουσκωτός φάκελος. Ήταν προφανές πως δεν είχε σταλεί με το ταχυδρομείο. Εκτός από τα γραμματόσημα, απουσίαζε το όνομα του αποστολέα, όπως και του παραλήπτη. Αλλά στη δική της πόρτα το είχαν αφήσει. Άρα, για εκείνην ήταν. Έσκυψε και το μάζεψε. Κάτι σκληρό είχε μέσα.
     Από το μυαλό της πέρασαν ταυτόχρονα διάφορα σενάρια, και αρχικά σκέφτηκε να το αφήσει στο σπίτι μέχρι το απόγευμα, που θα επέστρεφε από τη δουλειά και θα είχε όλο τον χρόνο να το δει με την ησυχία της. Όμως, η περιέργειά της ήταν πολύ μεγάλη, οπότε άνοιξε το φάκελο. Τι ήταν αυτό; Ένα μαγνητοφωνάκι; Πόσα χρόνια είχε να δει ένα τέτοιο! Από τότε που ήταν έφηβη και έβαζε κασέτες στο γουόκμαν για να ακούσει την αγαπημένη της μουσική, πηγαίνοντας στο σχολείο. Και, κοίτα σύμπτωση: το μαγνητοφωνάκι είχε μέσα μια κασέτα!
     Γύρισε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ύστερα, πάτησε το play. Ακούστηκε αυτός ο χαρακτηριστικός γρατζουνιστός ήχος των παλιών ηχογραφήσεων, ο γεμάτος παράσιτα. Παράσιτα, που πότε δυνάμωναν και πότε εξασθενούσαν. Αυτό και τίποτα άλλο. Αλλά την στιγμή που το χέρι της πλησίασε να πατήσει το στοπ, μια γυναικεία φωνή ακούστηκε: "Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες." Το χέρι της έμεινε μετέωρο. Από το μαγνητοφωνάκι ακούγονταν και πάλι παράσιτα.
     Τι ήταν αυτό; Κάποιου είδους απειλή; Και από ποιον; Έτσι πρόχειρα μπορούσε να σκεφτεί μερικούς. Ο κύριος Φερφορζέ, παραδείγματος χάριν. Από την αρχή που είχε μετακομίσει στη γειτονιά, αυτός ο βλοσυρός συνταξιούχος ταχυδρόμος δεν είχε σταματήσει να την αγριοκοιτάει, ιδιαίτερα όποτε η τύχη τα έφερνε έτσι ώστε να παρκάρει το αυτοκίνητό της δίπλα στο δικό του. Ή, η κυρία Ντεσανέλ, η ξεπεσμένη αριστοκράτισσα που έμενε στην απέναντι μονοκατοικία, και πίσω από τις κουρτίνες των παραθύρων της παρακολουθούσε όλη τη γειτονιά. Θα μπορούσε, βέβαια, να είναι και η κυρία Φαμφατάλ, η πάλαι ποτέ πρωταγωνίστρια των ταινιών της χρυσής εποχής του γαλλικού κινηματογράφου, αυτή η παλιόγρια με το έντονο κραγιόν και τα πολλά κοσμήματα, με το μικρό, αντιπαθητικό κανίς της, που όλως τυχαίως επέλεγε να κατουράει το δικό της αυτοκίνητο, κάθε φορά που ήταν φρεσκοπλυμένο. Τόσοι πολλοί υποψήφιοι, σε τόσο μικρή απόσταση...
     Προσπάθησε να θυμηθεί όλες τις δυσάρεστες επαφές των τελευταίων ημερών. Με την κυρία Κομιλφό είχαν διαπληκτιστεί για τον κάδο των σκουπιδιών, η κυρία Ντεζολέ την είχε καταβρέξει, τάχα κατά λάθος, την ώρα ακριβώς που είχε καθήσει στον κήπο της για να λιαστεί λίγο, ο κύριος Μακαρόν της είχε πει αυστηρά ότι έπρεπε να κλαδέψει το δέντρο της αυλής της επειδή του έκοβε τη θέα προς το ρολόι της εκκλησίας... Όλοι θα μπορούσαν να της είχαν στείλει αυτό το πακέτο. Και ο κύριος Φερφορζέ λίγο περισσότερο, λόγω πρότερου επαγγελματικού βίου.
     Ξαναγύρισε την κασέτα στην αρχή και ξαναπάτησε το play. Άκουσε την ηχογράφηση πιο προσεκτικά. Δεν ήταν η φωνή της κυρίας Κομιλφό, ούτε της κυρίας Ντεζολέ, ούτε καν της κυρίας Φαμφατάλ. Η γυναίκα που μιλούσε ακουγόταν πολύ νεότερη από τις εκνευριστικές γειτόνισσές της. Κάποιος άλλος πρέπει να τον είχε στείλει το φάκελο. 
     Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε ξανά να αναγνωρίσει τη φωνή. Παρ'όλο που έμοιαζε γνωστή, δεν κατάφερε να την αναγνωρίσει. Λογικά, θα ήταν κάποια φωνή από το μακρινό παρελθόν. Κάποια γνωριμία τόσο παλιά, όσο και το μαγνητοφωνάκι. Αλλά, μια στιγμή: τι ήταν αυτός ο ήχος; Ξαναγύρισε πίσω την κασέτα. Ναι, τώρα τον άκουγε ξεκάθαρα: μια φωνή, σαν από μεγάφωνο που βρισκόταν μακριά, μια φωνή αντρική, με δύναμη υπνωτιστική. Μια τέτοια φωνή ακουγόταν και στον επίμονο εφιάλτη της των τελευταίων ημερών. Τώρα ήξερε. Η φωνή αυτή ήταν η φωνή ενός ιμάμη. Και έκοβε, πλέον, το λαιμό της, ότι τη γυναίκα της ηχογράφησης την είχε γνωρίσει στην Αλγερία.
     Ήταν τότε που ο πατέρας της είχε μετατεθεί στο Αλγέρι για τρία χρόνια, ως υπεύθυνος ενός πολυτελούς ξενοδοχείου του Γαλλικού ομίλου όπου εργαζόταν, και είχε πάρει μαζί του και ολόκληρη την οικογένειά του. Τότε που, μικρό κορίτσι ακόμα, κυκλοφορούσε στους χώρους του ξενοδοχείου όσο πιο διακριτικά γινόταν και έπαιζε με τα παιδιά των καθαριστριών και των γκρουμ στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του μεγάλου γηπέδου γκολφ, προσπαθώντας να γίνει όσο το δυνατόν πιο αόρατη.
     Ποια να ήταν, όμως, η άγνωστη που μιλούσε στο κασετοφωνάκι; Και προς τι ο απειλητικός τόνος του μηνύματος; "Σου μένουν μόνο λίγες μέρες". Μήπως επρόκειτο να την επισκεφτεί, αφού - όπως αποδεικνυόταν - γνώριζε το σπίτι της; Αλλά, όχι, αν ήταν έτσι, γιατί να μην την επισκεφτεί κατευθείαν, παρά να της αφήσει έξω από την πόρτα της το κασετοφωνάκι; Και ποια από όλες τις γνωριμίες της παιδικής της ηλικίας θα ήθελε, άραγε, να την εκδικηθεί; Προσπάθησε να θυμηθεί ονόματα. Αδύνατον, ύστερα από τόσα χρόνια. Έπρεπε να βρει τα πράγματά της από εκείνη την εποχή.
     Πήρε τηλέφωνο στη δουλειά. Προφασίστηκε μία ίωση με συμπτώματα γαστρεντερίτιδας και ζήτησε άδεια. Η Σουζάν, που απάντησε στο τηλέφωνο, της ευχήθηκε τυπικά, και το έκλεισε χωρίς πολλά-πολλά. Ευτυχώς που δεν είχε απαντήσει η Ζυλιέτ, η υπεύθυνη προσωπικού. Αλλιώς, δεν θα την γλίτωνε την ανάκριση. Ξαφνικά, θυμήθηκε κάτι. Έτρεξε στο τραπέζι, όπου βρισκόταν το μαγνητοφωνάκι, και κοίταξε τη μάρκα. Όπως το είχε φανταστεί. Το μαγνητοφωνάκι ήταν ίδιο με εκείνο του αστυνόμου Αμπντελκαντέρ. Πολύ μεγάλη σύμπτωση, ίσως να ήταν και το ίδιο, τώρα που το ξανασκεφτόταν...
     Αυτό οδήγησε την σκέψη της κάπου πιο συγκεκριμένα. Πώς την έλεγαν εκείνη την κοπέλα; Ζαχρά; Λαϊλά; Σαλίμα; Πήγε στο δωμάτιό της. Στη μία άκρη υπήρχε μια πόρτα, που οδηγούσε σε ένα πολύ μικρό, σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν τόσο μικρό και τόσο σκοτεινό, που δεν την εξυπηρετούσε για τίποτα, οπότε το είχε μετατρέψει σε αποθήκη. Ό,τι δεν χρειαζόταν το έβαζε εκεί μέσα και το ξεχνούσε. Εκεί μέσα είχε "πετάξει" και τα πράγματά της από εκείνη την εποχή.
     Αυτό που έψαχνε ήταν μέσα σε ένα κουτί από παπούτσια. Φωτογραφίες, κομματάκια χαρτί με ζωγραφιές ή με αραβικά γράμματα, μια χρωματιστή κορδέλα, δυο βραχιολάκια με χρωματιστές χάντρες, ένας βώλος, κι άλλες φωτογραφίες, ένα γράμμα... Αυτό ήταν. Βιαστικά, λες και την κυνηγούσαν, άνοιξε το γράμμα και άρχισε να διαβάζει...
     - Ράνια την έλεγαν! είπε δυνατά, λες και μιλούσε με κάποιον. Ράνια!
     Αλλά τώρα που ήξερε ποια ήταν η φωνή, είχε καταλάβει επίσης το λόγο για τον απειλητικό τόνο του μηνύματος. Θυμόταν πολύ καλά. Κανείς δεν είχε μιλήσει τότε. Και δεν είχε μιλήσει ούτε εκείνη. Δεν είχε μιλήσει, ούτε όταν ο αστυνόμος Αμπντελκαντέρ είχε τοποθετήσει το μαγνητοφωνάκι μπροστά της και είχε πατήσει το κουμπί εγγραφής.
     - Δεν ξέρω, είχε πει.
     - Η Ράνια λέει ότι ξέρεις πολύ καλά.
     - Δεν ξέρω τίποτα, σας λέω!
     - Και, δηλαδή, η Ράνια λέει ψέματα;
     - ... Δεν ξέρω τι λέει η Ράνια.
     - Λέει ότι ήσουν μπροστά πολλές φορές, όταν ο κύριος Σανμαρτέν τη φώναζε επίμονα στο γραφείο του, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Και εσένα σε είχε φωνάξει, είπε η Ράνια.
     - Δεν είχα πάει στο γραφείο του κυρίου Σανμαρτέν.
     - Δεν είπε ότι είχες πάει, είπε ότι σε είχε φωνάξει. Επίσης, είπε ότι κάθε φορά που σας έβλεπε, προσπαθούσε να βρει αφορμή και να την ακουμπήσει.
     - Δε θυμάμαι, μπορεί...
     - Είπε, επίσης, ότι στις 7 Ιουνίου την είδες που έβγαινε τρέχοντας από το γραφείο του και τη ρώτησες γιατί έτρεχε... Και εκείνη σου τα είπε όλα.
     - Δε θυμάμαι...
     - Δεν μπορεί να μη θυμάσαι, κάτι τέτοιο δεν ξεχνιέται!
     - Δε θυμάμαι.
     - Δηλαδή, ψέματα λέει, όταν κατηγορεί τον κύριο Σανμαρτέν για ασέλγεια σε βάρος της;... Ξέρεις τι σημαίνει ασέλγεια;... Εσένα σε έχει πειράξει ο κύριος Σανμαρτέν; Σε έχει ακουμπήσει με περίεργο τρόπο;
     - Όχι.
     - Λογικό, εσύ είσαι Γαλλίδα. Ενώ η Ράνια, που είναι Αλγερινή... 
     - ...
     - Άκουσέ με, παιδί μου, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, πες την αλήθεια... Η Ράνια είναι φίλη σου, δεν είναι;
     Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
     - Αν ξέρεις κάτι και δεν το λες, η καταγγελία της θα πάει στο αρχείο και ο κύριος Σανμαρτέν θα συνεχίσει τη ζωή του, σαν να μην έγινε τίποτα. Αν, όμως, καταθέσεις και επιβεβαιωθούν τα όσα λέει η Ράνια, ο κύριος Σανμαρτέν θα οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, όπως αρμόζει σε όλους τους εγκληματίες. Αρκεί να πεις τα όσα ξέρεις...
     Και πάλι δεν είχε μιλήσει. Ο αστυνόμος Αμπντελκαντέρ είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την πείσει να μιλήσει, αλλά στο τέλος, όταν πάτησε το στοπ, το μαγνητοφωνάκι δεν είχε καταγράψει τίποτα το επιβαρυντικό για τον κύριο Σανμαρτέν. Ύστερα από ένα μήνα, ο πατέρας της είχε πάρει εκ νέου μετάθεση και είχαν επιστρέψει οικογενειακώς στη Γαλλία. Δεν έμαθε ποτέ τίποτα για την υπόθεση.
     Ξανάβαλε τα πράγματα στο κουτί των παπουτσιών, αλλά δεν μπορούσε να ξαναβάλει μέσα και τις τύψεις, που την κατέκλυσαν. Αν είχε μιλήσει τότε... Γιατί δεν το είχε κάνει; Τι να είχε απογίνει η Ράνια; Πώς είχε ζήσει τη ζωή της; Πολύ άσχημα, προφανώς. Ήταν απόλυτα δικαιολογημένη να της κρατάει κακία. Επειδή, πράγματι της είχε πει τι είχε κάνει ο κύριος Σανμαρτέν: πώς την είχε φωνάξει στο γραφείο του, πώς είχε κλειδώσει την πόρτα, πώς την είχε αρπάξει, πώς την είχε φιμώσει με το ένα χέρι του, ενώ με το άλλο την πασπάτευε βίαια...
     Βγήκε από το σπίτι της και πήρε τους δρόμους. Περπατούσε σαν αλλοπαρμένη, προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό της από τις σκέψεις που το είχαν κατακλύσει. Την έπιασε πονοκέφαλος, αλλά εκείνη συνέχισε να περπατάει. Στο μυαλό της ερχόταν συνέχεια το πρόσωπο της Ράνιας, όταν την είχε δει να βγαίνει τρέχοντας από το γραφείο του κυρίου Σανμαρτέν. Είχε μεγάλα, λυπημένα μάτια η Ράνια...
     Ήταν αργά το βράδυ, όταν επέστρεψε, νηστική και κατάκοπη. Την είχε πάρει την απόφασή της. Δεν θα έφευγε από το σπίτι. Θα καθόταν εκεί, να περιμένει την τιμωρία της. Ήταν το μόνο που της άξιζε, άλλωστε.
     Το επόμενο πρωί, ακούστηκαν σειρήνες. Άνοιξε την πόρτα να δει τι συνέβαινε. Πολλή αστυνομία και πολλά βαν τηλεοπτικών σταθμών ήταν παρκαρισμένα παντού, όπου υπήρχε χώρος, και όπου δεν υπήρχε. Τα είχαν μάθει και εκείνοι; Πώς; Οι κουρτίνες της κυρίας Ντεσανέλ σάλεψαν. Μπήκε ξανά στο σπίτι και άνοιξε την τηλεόραση.
     Όλα τα κανάλια είχαν διακόψει το πρόγραμμά τους και έδειχναν έκτακτη επικαιρότητα. Αναγνώρισε το σπίτι του κυρίου Φερφορζέ. Ο τίτλος της είδησης περνούσε στο επάνω μέρος της οθόνης, με μεγάλα γράμματα: ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΕΚΡΟ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ. ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΒΛΕΠΕΙ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ. ΤΟ ΘΥΜΑ, ΠΡΟΦΑΝΩΣ, ΕΙΧΕ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΔΕΧΟΤΑΝ ΑΠΕΙΛΕΣ. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΠΕΝΤΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ, ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΤΡΙΑ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΑΚΙΑ, ΠΟΥ ΟΛΑ ΠΕΡΙΕΙΧΑΝ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΗΧΗΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΖΗΤΗΣΕ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΙΝΤΕΡΠΟΛ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΝΤΟΠΙΣΤΟΥΝ ΟΙ ΔΡΑΣΤΕΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΔΙΑΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. Έμεινε λες και είχε φάει σφαλιάρα. Ο κύριος Φερφορζέ, κορυφαίο στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών; Για εκείνον ήταν τελικά ο φάκελος με το μαγνητοφωνάκι; 
     - Δεν ήταν για εμένα, σκέφτηκε ανακουφισμένη.
     Την απόφασή της, όμως, εκείνη την είχε πάρει: αυτή τη φορά θα μιλούσε. Και ας ήταν ήδη αργά, και ας είχαν περάσει τόσα χρόνια...

ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: 
"Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.
Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:
"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες".
Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;
Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;
Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.
Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.
Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;"



Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Δώδεκα χρόνια και δώδεκα μέρες

 

     Η Πίπη κοιτάζει το ημερολόγιο. Η 4η Ιουνίου πλησιάζει απειλητικά.
     - Δώδεκα χρόνια και δώδεκα μέρες, μονολογεί. Πάλι θα πρέπει να γράψω εορταστική ανάρτηση για τα γενέθλια της Γλωσσοπάθειας!
     Πότε πέρασε κιόλας ένας χρόνος και μία μέρα από την προηγούμενη φορά; Της Πίπης της φαίνεται πολύ ύποπτο που ο χρόνος μοιάζει να περνάει τόσο γρήγορα, κάτι έχει πάει λάθος, μήπως κάτι έχει πάθει το ρολόι του χρόνου και οι δείκτες του γυρνάνε τελείως ανεξέλεγκτα;
     Το βλέμμα της Πίπης θυμίζει ξεκάθαρα αυτό της αγελάδας και το μυαλό της είναι κενό, σαν τη λευκή οθόνη του λάπτοπ, που την κοιτάζει με το βλέμμα της αγελάδας. Μουουουουου!
     Και οι μέρες περνάνε, και η 4η Ιουνίου έρχεται ακόμα πιο κοντά...
     Και τότε, της Πίπης της έρχεται μια ιδέα: θα πάει ταξίδι! Αυτό είναι! Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα; Θα φτιάξει βαλίτσες και θα πάει κάπου, όπου να'ναι, αρκεί να μην βρίσκεται στη Χώρα του διαμερίσματος. "Α, ναι, η εορταστική ανάρτηση... Δυστυχώς, έλειπα στα γενέθλια της Γλωσσοπάθειας, οπότε δεν ήμουν εδώ για να γράψω εορταστική ανάρτηση... Και τώρα η μέρα των γενεθλίων πέρασε, δεν μπορώ να γράφω αναρτήσεις ετεροχρονισμένα, δεν είναι σωστό... Τι να κάνουμε, του χρόνου τώρα..." Και έτσι απλά και όμορφα, θα την αποφύγει την εορταστική ανάρτηση. Και για του χρόνου, έχει χρόνο να το οργανώσει ακόμα καλύτερα.
     Η Πίπη επισκέπτεται τον Κύρο Γρανάζη. Του εξηγεί ότι χρειάζεται ένα όχημα με το οποίο να μπορεί να ταξιδεύει χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεται πού θα διανυκτερεύσει.
     - Έχω ακριβώς ό,τι χρειάζεσαι, λέει ο Κύρος Γρανάζης.
     Και της δείχνει τη φωτογραφία ενός παραμυθένιου σπιτιού επάνω σε ρόδες. Το σπιτάκι είναι πανέμορφο. Ο Γρανάζης αρχίζει τις εξηγήσεις.
     - Το αμάξωμα είναι από οξιά, λέει, τα πατώματα από δρυ, τα πλακάκια του μπάνιου από μάρμαρο, και η μπανιέρα έχει υδρομασάζ. Είναι το πιο πολυτελές μου μοντέλο, και το καλύτερο δε σου το είπα ακόμη: είναι ηλεκτρικό, δεν ρυπαίνει το περιβάλλον.
     - Πολύ ωραίο, λέει η Πίπη, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα: δεν ξέρω να οδηγώ.
     - Α, μην ανησυχείς γι'αυτό, παρ'όλη την παραδοσιακή του εμφάνιση, το όχημα αυτό είναι τελευταίας τεχνολογίας, έχει αυτόματο σύστημα πλοήγησης, και σύστημα GPS με διαρκή σύνδεση μέσω δορυφόρου.
     - Ωραία τότε, θα το πάρω.
     - Τέλεια! Για πότε το θέλεις;
     - Τι εννοείς "για πότε"; Τώρα το θέλω!
     - Α, τώρα δε γίνεται. Το μοντέλο αυτό δεν είναι ετοιμοπαράδοτο, κατασκευάζεται επί παραγγελία, για να μπορεί ο πελάτης να το προσαρμόζει στα γούστα του.
     - Και, δηλαδή, πότε μπορείς να μου το έχεις έτοιμο;
     - Χμ, για να δούμε, υπολόγισε δυο-τρεις μέρες τα μηχανικά μέρη και ο σκελετός, άλλες δυο-τρεις το αμάξωμα - τα κεραμίδια μόνο θέλουν μια μέρα, είναι ειδική κατασκευή, μοιάζουν παραδοσιακά, αλλά στην πραγματικότητα είναι ηλιακά πάνελ - άλλη μια μέρα τα υδραυλικά, μία τα ηλεκτρικά, άλλη μία τα ηλεκτρονικά, ύστερα πατώματα, πλακάκια, κουφώματα, μετά η επίπλωση, όλα είναι ειδικές κατασκευές, υπολόγισε καμιά εικοσαριά μέρες, αν δουλέψω διπλοβάρδια. Εκτός αν θέλεις και τίποτα έξτρα...
     - Είκοσι μέρες; Μα εγώ θέλω να ταξιδέψω άμεσα.
     - Το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να το έχω έτοιμο σε δέκα μέρες, αν προσλάβω και βοηθό. Αλλά αυτό θα ανεβάσει το κόστος, ο βοηθός, βλέπεις, θα θέλει μισθούς, υπερωρίες και ασφάλεια. Το μόνο που μπορώ να σου προτείνω άμεσα είναι να μιλήσω σε ένα ξαδερφάκι μου που έχει ταξιδιωτικό γραφείο. Οργανώνει ταξίδια σε όλο τον κόσμο, ομαδικά και ατομικά, θα σου βρω οπωσδήποτε θέση σε κάποιο από αυτά. Να του τηλεφωνήσω;
     - Άσε καλύτερα, λέει η Πίπη και φεύγει απογοητευμένη. 
     Πολύ θα το ήθελε αυτό το σπιτάκι, αλλά θα πρέπει να το απαρνηθεί. Θα περιοριστεί, λοιπόν, στην απλούστερη και πολύ φτηνότερη λύση μιας σκηνής. Αλλά πού να πάει να την στήσει;
     Αν το καλοσκεφτεί, το καλύτερο μέρος για τους φυγάδες είναι η παραμυθοχώρα, που είναι γεμάτη περίτεχνους λαβύρινθους, λουλουδιασμένα μονοπάτια και μαγικές κρυψώνες. Επιπλέον, η Πίπη έχει ελευθέρας εκεί, μπορεί να πηγαίνει όποτε θέλει, ούτε βίζα δεν χρειάζεται. Από την άλλη, βέβαια, αυτό είναι πλέον γνωστό, άρα εκεί ακριβώς είναι που θα πάνε να την ψάξουν όλοι. Οπότε, η παραμυθοχώρα απορρίπτεται ασυζητητί. 
     Θα πρέπει να είναι κάπου που δεν την ξέρει κανείς, αλλιώς θα πάει στράφι όλο το σχέδιο. Και οπωσδήποτε πρέπει να αποφύγει τις χώρες όπου βρίσκονται αναγνώστες της Γλωσσοπάθειας. Ανοίγει χάρτες, εγκυκλοπαίδειες, τουριστικά περιοδικά... Και στο μεταξύ φτάνει η 3η Ιουνίου.
     - Πρέπει να φύγω, σήμερα κιόλας, λέει η Πίπη. Και δεν πειράζει που δεν έχω βρει ακόμα προορισμό, το σημαντικό είναι να απουσιάζω αύριο, που είναι τα γενέθλια.
     Οπότε, η Πίπη επιδίδεται σε επείγον πακετάρισμα και βάζει πράγματα στο σακίδιο, και βγάζει πράγματα από το σακίδιο, πρέπει να πάρει μαζί της και υπνόσακο, εκτός από την σκηνή, πρέπει να πάρει και μερικά τρόφιμα, φακό πήρε, άραγε;
     Είναι ήδη σχεδόν μεσάνυχτα, όταν η Πίπη αποφασίζει ότι έχει πάρει ό,τι χρειάζεται και κλείνει το σακίδιό της, πιθανώς οριστικά. 
     - Έτοιμη! λέει και με δυσκολία φορτώνεται το σακίδιο στην πλάτη. 
     Είναι πολύ βαρύ.
     - Ας βγάλω δυο-τρία πράγματα, λέει και ξανανοίγει το σακίδιο.
     Βγάζει δυο μπλούζες, βγάζει ένα ζευγάρι παπούτσια, βγάζει και μια ζακέτα, καλύτερα να τη φορέσει, για να μην την κουβαλάει. Κλείνει το σακίδιο. Αντικουνουπικό πήρε; Ξανανοίγει το σακίδιο.
     Εκείνη την στιγμή ακριβώς, ο λεπτοδείκτης του ρολογιού μετακινείται και κάθεται αναπαυτικά επάνω στο 12. 
     - Ήρθε η 4η Ιουνίου, συμφορά μου, δεν πρόλαβα! λέει η Πίπη. Τι θα κάνω τώρα;
     Αλλά δεν χρειάζεται να πανικοβάλλεται, ας σκεφτεί πιο ψύχραιμα. Είναι πολύ αργά, ο περισσότερος κόσμος κοιμάται τέτοια ώρα, ποιος θα την πάρει είδηση, αν φύγει τώρα, μέσα στο σκοτάδι; Κανείς. Μπορεί άνετα να προσποιηθεί ότι είχε φύγει προτού αλλάξει η μέρα... Μόνο που πρέπει να βιαστεί, η ώρα έχει πάει ήδη 12 και 11.
     Παίρνει τα κλειδιά και κινείται προς την πόρτα, την ώρα που ο λεπτοδείκτης του ρολογιού μετακινείται από το 11 στο 12. Αλλά εκείνη ακριβώς την στιγμή, με το που ο λεπτοδείκτης κοντοστέκεται στο 12, χτυπάει το κουδούνι. Άλλο πάλι και τούτο! Κουδούνι; Τέτοια ώρα;
     - Λάθος θα είναι, λέει η Πίπη, παρ'όλο που ξέρει πολύ καλά ότι τέτοια λάθη δεν γίνονται στις 12 και 12 το βράδυ.
     Το κουδούνι ξαναχτυπάει και η Πίπη, πολύ δισταχτικά αλλά και γεμάτη περιέργεια, ανοίγει την πόρτα. Βλέπει τρεις κοπέλες και ένα κοριτσάκι.
     - Έκπληξη! φωνάζουν και οι τέσσερις μαζί.
     - Τι θέλετε εσείς εδώ, τέτοια ώρα; ρωτάει η Πίπη.
     - Δε μας περίμενες; λέει η μία κοπέλα, αυτή με τα μαύρα μαλλιά. 
     - Μήπως νόμιζες ότι δε θυμόμαστε τα γενέθλια της Γλωσσοπάθειας; λέει η άλλη κοπέλα, αυτή με τα πολύ μακριά, ξανθά μαλλιά.
     - Αφού ξέρεις, τα γενέθλια εμείς δεν τα ξεχνάμε, λέει η τρίτη κοπέλα.
     - Χρόνια πολλά! λέει και το κοριτσάκι, και της προσφέρει το καλαθάκι που κρατάει στο χέρι του.
     - Ευχαριστώ, λέει η Πίπη, αλλά δεν ήταν ανάγκη...
     - Αλήθεια, λέει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά, τι κάνεις τέτοια ώρα με το σακίδιο στην πλάτη;
     - Γύρισες από διακοπές; λέει η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά. Ή μήπως ετοιμαζόσουν να το σκάσεις;
     Η Πίπη δεν ξέρει τι να απαντήσει για να ξεφορτωθεί τις επισκέπτριές της και να γλιτώσει από τις ερωτήσεις τους.
     - Θα σας έλεγα να περάσετε, λέει τελικά, αλλά είναι αργά και ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ...
     - Με τα παπούτσια της πεζοπορίας και το αντιανεμικό κοιμάσαι εσύ; ρωτάει η τρίτη κοπέλα. Τόσα πολλά ρεύματα έχει η Χώρα του διαμερίσματος;
     - Περίεργο, συμπληρώνει και αυτή με τα μαύρα μαλλιά. Θα έπαιρνα όρκο ότι έχει άπνοια.
     Η Πίπη δε λέει τίποτα.
     - Λοιπόν, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, λέει το κοριτσάκι. Δεν ήρθαμε για μια απλή επίσκεψη.
     - Αυτό θα ήταν πολύ βολικό, λέει η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά.
     Το πρόσωπό της φαίνεται πολύ αυστηρό. Το ίδιο και τα πρόσωπα των άλλων τριών.
     - Δεν καταλαβαίνω, λέει η Πίπη.
     - Ούτε εμείς καταλαβαίνουμε τι είχες στο μυαλό σου, όταν αποφάσισες να μας δυσφημίσεις χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, λέει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά.
     Τότε είναι που η Πίπη αρχίζει να καταλαβαίνει.
     - Ποιος σου δίνει το δικαίωμα, παίρνει το λόγο η τρίτη κοπέλα, να μας διασύρεις στον κόσμο και να διαστρεβλώνεις τις ιστορίες μας, ανάλογα με το πώς σε βολεύει;
     - Εγώ απλώς συμμετείχα σε ένα διαδικτυακό δρώμενο...
     - Έχω εγώ ψείρες; ρωτάει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά. Ή μήπως μαστουρώνω με παυσίπονα; Πώς τολμάς να με διαβάλλεις έτσι;
     - Γιατί, εγώ τι είμαι; πετάγεται η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά. Καμιά ξελιγωμένη νυμφομανής, που ξελογιάζει όποιο αρσενικό βρεθεί στον δρόμο της; Ντροπή σου, να λες τέτοια πράγματα για εμένα!
     - Ή μήπως εγώ είμαι μια κακομαθημένη, μεγαλωμένη στα πούπουλα, που από βίτσιο επιλέγει να κυκλοφορεί ξυπόλητη και που πετάει την τύχη της στα σκουπίδια; λέει και η τρίτη κοπέλα. Γιατί δε λες ότι ο πρίγκηπάς μου είναι τέλειος και ότι το καλύτερο πράγμα που έκανα στη ζωή μου ήταν να τον παντρευτώ;
     - Όσο για εμένα, τι να σου πω; λέει και το κοριτσάκι. Δίνεις σεξουαλικό χαρακτήρα σε ένα απλό, καθώς πρέπει παραμύθι; Ο κακός λύκος ετοιμάζεται να σου κάνει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση, παρεμπιπτόντως. Και με το δικηγόρο που έχει προσλάβει, δε σε βλέπω καθόλου καλά. Βάλε στο σακίδιό σου και μερικά ασπρόμαυρα ριγέ ρούχα, να έχεις να πορεύεσαι.
     - Βρε, κορίτσια, μην κάνετε έτσι, κανένας δεν τα πίστεψε αυτά που έγραψα, όλοι ξέρουν ότι πρόκειται για παραμύθια...
     - Ναι, αλλά δεν είναι τα σωστά παραμύθια, λένε και οι τέσσερις με μια φωνή. 
     - Να ανακαλέσεις!  λέει η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά. Να ανακαλέσεις εδώ και τώρα!
     - Μα επρόκειτο για πειραγμένα παραμύθια, αυτό ήταν το ζητούμενο του δρώμενου, πηγαίνετε στο χώρο της Γούμαν να δείτε και να βεβαιωθείτε...
     - Μη μου μιλάς για τη Γούμαν, θα έρθει και η σειρά της, που σου βάζει ιδέες! λέει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι...
     - Πολύ το κουράζουμε, λέει και η τρίτη κοπέλα, αν δεν ανακαλέσεις εδώ και τώρα, εμείς θα καταλάβουμε την Γλωσσοπάθεια και θα σου σβήσουμε όλες τις αναρτήσεις!
     - Όχι, βρε κορίτσια, λυπηθείτε με, τόσο κόπο έκανα να τις γράψω...
     - Κι εμείς κάνουμε κόπο να διατηρούμε τα παραμύθια μας ανάμεσα στα πιο δημοφιλή, αυτό όμως δεν σε πτόησε καθόλου εσένα, λέει το κοριτσάκι.
     - Ξεκίνα την αποκατάστασή μας! λέει η Χιονάτη, αφού αυτή είναι με τα μαύρα μαλλιά.
     - Και μην κάνεις καμιά εξυπνάδα, αλλιώς θα βγάλω το κρυστάλλινο γοβάκι μου και θα το σπάσω στο κεφάλι σου, λέει η Σταχτοπούτα. Και ούτε που μπορείς να φανταστείς πόσο πονάει το κρύσταλλο, ιδιαίτερα όταν σπάει...
     - Ορίστε το λάπτοπ σου, για να γράψεις την ανάρτηση με την οποία θα μας αποκαταστήσεις, λέει η Κοκκινοσκουφίτσα. Και να προσέχεις τα ορθογραφικά λάθη, ικανή σε έχω να μας γελοιοποιήσεις ξανά και μέσω της ορθογραφίας... Και για να μη σου μπαίνουν ιδέες, να σε ενημερώσω ότι είμαι αρκετά μεγάλη πια, του χρόνου πάω στην πέμπτη, και ότι είμαι άσος στην ορθογραφία.
     Και η Πίπη, εκεί που φανταζόταν ότι θα βρισκόταν ήδη μακριά από τη Χώρα του διαμερίσματος, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, βρίσκεται ανάμεσα στη Χιονάτη, την Σταχτοπούτα, την Κοκκινοσκουφίτσα και τη Ραπουνζέλ, και γράφει μία απολογητική ανάρτηση, υπό καθεστώς απειλής, ενώ στο βάθος του μυαλού της έχει γεννηθεί η επιθυμία να γράψει και μη-συμμετοχές για το δρώμενο της Γούμαν, μια που οι μη-συμμετοχές είναι η ειδικότητά της.
     Και μέχρι που αρχίζει να αισθάνεται καλύτερα και να σκέφτεται ότι τα δώδεκα χρόνια και οι δώδεκα μέρες είναι η καλύτερη ηλικία για ένα ιστολόγιο...

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Η Τραπουνζέλ

 

     Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα κοριτσάκι, που το έλεγαν Ραπουνζέλ. Το κοριτσάκι αυτό, ενώ φαινόταν απόλυτα φυσιολογικό, είχε μια πολύ σπάνια πάθηση, που έκανε τα μαλλιά του τόσο γερά που ήταν αδύνατο να κοπούν.
     Αυτό στην αρχή δεν προβλημάτισε κανέναν, ίσα-ίσα που η μαμά της χαιρόταν να βλέπει τα μαλλιά της κόρης της να μεγαλώνουν, αφού έτσι μπορούσε να της φτιάχνει όμορφα κοτσιδάκια και πλεξούδες. Όταν, όμως, τα μαλλιά της Ραπουνζέλ μάκρυναν τόσο, που χρειάζονταν κόψιμο, οι γονείς της κατάλαβαν ότι υπήρχε πρόβλημα.
     Την πήγαν στους καλύτερους κομμωτές, τους πιο φημισμένους, τους πιο ακριβούς. Δεν κατάφεραν τίποτα. Έφεραν αγρότες με δρεπάνια, σαμουράι με σπαθιά, ξυλοκόπους με τσεκούρια. Κανείς τους δεν μπόρεσε να τα κόψει. Την πήγαν σε δερματολόγους. Ούτε οι δερματολόγοι μπόρεσαν να βοηθήσουν. Και αφού τα μαλλιά συνέχιζαν να μακραίνουν και πλέον σέρνονταν στο πάτωμα, η μόνη λύση που υπήρχε ήταν να τυλίξουν τις πλεξούδες της γύρω-γύρω στο κεφάλι της, σαν να φόραγε τουρμπάνι.
     Όμως, και αυτή η λύση ήταν προσωρινή, επειδή τα μαλλιά συνέχιζαν να μακραίνουν και το "τουρμπάνι" άρχισε να μεγαλώνει και να βαραίνει, με αποτέλεσμα η μικρή Ραπουνζέλ να αποκτήσει πονοκεφάλους. Οι γονείς της άρχισαν να καλούν γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, προσπαθώντας να βρουν λύση στο πρόβλημά τους, μέχρι που κάποιος ορθοπεδικός τους είπε ότι η κόρη τους κινδύνευε να πάθει αυχενικό σύνδρομο από το βάρος των μαλλιών της, και ότι δεν ήταν καλό να είναι τα μαλλιά της μαζεμένα επάνω στο κεφάλι της συνέχεια. 
     Τότε οι γονείς αποφάσισαν να λύσουν τα μαλλιά της, αλλά και πάλι υπήρχε πρόβλημα: τα μαλλιά καταλάμβαναν τόσο χώρο, που κάθε τρεις και λίγο όλο και κάποιος μπουρδουκλωνόταν σε αυτά και έτρωγε τα μούτρα του. Και ύστερα από πολλές τούμπες, οι γονείς συνειδητοποίησαν ότι τα μαλλιά είχαν καταλάβει σχεδόν όλο το σπίτι!
     Τελικά, η μόνη λύση που σκέφτηκαν ήταν να μετακομίσουν σε άλλο σπίτι, μεγαλύτερο, για να χωράνε τα μαλλιά της Ραπουνζέλ, αλλά και αυτό το σπίτι, ύστερα από λίγο καιρό, γέμισε μαλλιά. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, η Ραπουνζέλ έπιασε και ψείρες! Πού να φύγουν οι ψείρες από το κεφάλι της, αλλά και από τα κεφάλια των γονιών της, που κόλλησαν ψείρες από εκείνη!
     Η μαμά της Ραπουνζέλ, μια μέρα που έξυνε εντατικά το κεφάλι της, προσπαθώντας να ανακουφιστεί από τη φαγούρα, είχε μια πολύ καλή ιδέα: αντί να μετακομίσουν σε μεγαλύτερο σπίτι, θα μετακόμιζαν σε ψηλότερο, οπότε έτσι θα άφηναν τα μαλλιά να κρέμονται έξω από το σπίτι και όλο το σπίτι θα ήταν δικό τους, επιτέλους!
     Έτσι κι έκαναν, και η Ραπουνζέλ κατέληξε, αναγκαστικά, δίπλα σε ένα παράθυρο, με τα μαλλιά της ριγμένα απ'έξω απ'το παράθυρο, να ξύνεται και να βαριέται. Αλλά πολύ σύντομα, εκτός από τις ψείρες, η Ραπουνζέλ είχε να αντιμετωπίσει και το αυχενικό σύνδρομο, όπως τους είχε προειδοποιήσει ο ορθοπεδικός. Ο ορθοπεδικός επανήλθε για να εκτιμήσει την κατάσταση και, με δεδομένο ότι τα μαλλιά της δεν μπορούσαν να κοπούν με τίποτα, το μόνο που μπόρεσε να συστήσει ήταν δυνατά παυσίπονα και ένα μόνιμο κολλάρο στο λαιμό. Ο λαιμός της Ραπουνζέλ ανακουφίστηκε λίγο, αλλά η καημένη ένιωθε πως είχε μετατραπεί σε άγαλμα, από τον αυχένα και πάνω.
     Όπως ήταν αναμενόμενο, τα μαλλιά μάκρυναν κι άλλο, και κάποια μέρα έφτασαν μέχρι κάτω στο πεζοδρόμιο, με αποτέλεσμα οι περαστικοί να μην μπορούν πια να περάσουν από εκεί, χώρια που στα μαλλιά μπλέκονταν και όλα τα σκουπίδια του δρόμου, για να μη μιλήσουμε για τα αδέσποτα σκυλιά, που κατουρούσαν όπου κι όπου... Έπρεπε να ξαναμετακομίσουν επειγόντως, πιο ψηλά.
     Το πιο ψηλό σπίτι που βρήκαν ήταν ένα διαμέρισμα στην κορυφή ενός ουρανοξύστη, οπότε μετακόμισαν εκεί και η ζωή τους συνεχίστηκε πιο ομαλά, με μόνη τη διαφορά ότι τώρα η Ραπουνζέλ χρειαζόταν να φοράει ενισχυμένο κολλάρο στο λαιμό της. Η Ραπουνζέλ ένιωθε πολύ καλύτερα από κάθε άλλη φορά, αφού από το παράθυρο του διαμερίσματος είχε πολύ καλή θέα, κάτι που όμως δεν συνέβαινε για τους αποκάτω γείτονες, αφού τα μαλλιά της τους είχαν καλύψει τα παράθυρα.
     Πέρασε αρκετός καιρός, και τα μαλλιά της Ραπουνζέλ πλησίαζαν και πάλι το πεζοδρόμιο. Στο μεταξύ, η Ραπουνζέλ είχε γίνει μια όμορφη κοπέλα, λίγο μαστουρωμένη από τα παυσίπονα, βέβαια, αλλά κατά τ'άλλα μια χαρά. 
     Τότε, η μαμά της Ραπουνζέλ είχε μια καταπληκτική ιδέα: η κόρη της θα έδινε παραστάσεις, όπου θα επιδείκνυε τη δύναμη των μαλλιών της. Μπορεί να γνώριζε και κανέναν γαμπρό έτσι. Ενώ, κλεισμένη στο διαμέρισμα, αποκλείεται να γνώριζε κανέναν. Το συζήτησε και με τον μπαμπά και συμφώνησαν. 
     Έτσι, η Ραπουνζέλ ξεκίνησε να επιδεικνύει τη δύναμη των μαλλιών της σε πλατείες, σε πάρκα και σε γήπεδα, τραβώντας με τα μαλλιά της μπουλντόζες,  φορτηγά, νταλίκες γεμάτες βοοειδή, λεωφορεία γεμάτα επιβάτες, και τρένα γεμάτα σιδηρομετάλλευμα. Ο κόσμος έτρεχε να δει την όμορφη κοπέλα με την τεράστια δύναμη και πλήρωνε λεφτά γι'αυτό. Και οι γονείς της είχαν κάθε λόγο να είναι χαρούμενοι.
     Μια μέρα, που η Ραπουνζέλ ξεκουραζόταν δίπλα σε ένα ποτάμι, αφού προηγουμένως η μαμά της, με τη βοήθεια του μπαμπά της, της είχαν λούσει τα μαλλιά και τα είχαν απλώσει στην όχθη να στεγνώσουν, είδε έναν νεαρό με μελαγχολικό βλέμμα, που καθόταν λίγο πιο πέρα και ρέμβαζε.
    - Γεια σου, του είπε η Ραπουνζέλ, πώς σε λένε;
     - Το κανονικό μου όνομα δεν το γνωρίζω, της απάντησε. Αλλά από πολύ μικρό με φωνάζουν Ψαλιδοχέρη.
     Ο Ψαλιδοχέρης είχε τα χέρια του τυλιγμένα σε επίδεσμο.
     - Εμένα με λένε Ραπουνζέλ, είπε η Ραπουνζέλ.
     - Ξέρω ποια είσαι, είπε ο Ψαλιδοχέρης, σε είδα προχθές που τραβούσες δύο μπετονιέρες γεμάτες τσιμέντο με τα μαλλιά σου. Δε σε πονάνε;
     - Έχω συνηθίσει. Εξάλλου, παίρνω και παυσίπονα.
     - Σου αρέσει αυτό που κάνεις;
     - Δεν ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί. Εσύ με τι ασχολείσαι;
     - Είμαι μουσικός.
     - Πολύ ενδιαφέρον. Τι μουσικό όργανο παίζεις;
     - Κιθάρα.
     - Παίζεις σε συγκρότημα;
     - Όχι, μόνος μου παίζω. Στα συγκροτήματα δε με θέλουν.
     - Γιατί;
     - Ραπουνζέλ! ακούστηκε η φωνή της μαμάς της. Στέγνωσαν τα μαλλιά σου, παιδί μου. Τα μαζεύουμε και γυρίζουμε στο σπίτι, ετοιμάσου!
     - Πρέπει να φύγω, είπε η Ραπουνζέλ.
     - Χάρηκα που σε γνώρισα, είπε ο Ψαλιδοχέρης.
     - Θα σε ξαναδώ, άραγε;
     - Εδώ κοντά μένω. Και πολλές φορές έρχομαι στο ποτάμι και χαλαρώνω. Οπότε, πολύ πιθανό να ξανασυναντηθούμε.
     Την επόμενη φορά που η Ραπουνζέλ πήγε με τους γονείς της στο ποτάμι για να λουστεί, την ώρα που οι γονείς της άδειαζαν κουβάδες με νερό στα μαλλιά της για το δεύτερο ξέβγαλμα, εμφανίστηκε και πάλι ο Ψαλιδοχέρης.
     - Γεια σου, Ψαλιδοχέρη, είπε η Ραπουνζέλ, σε περίμενα. Ήθελα να μάθω γιατί δε σε θέλουν στα συγκροτήματα, που μου είπες την άλλη φορά.
     Ο Ψαλιδοχέρης πάλι είχε τα χέρια του τυλιγμένα με επίδεσμο.
     - Τι έχουν τα χέρια σου; τον ρώτησε.
     - Τίποτα δεν έχουν. Απλώς, είναι λίγο... διαφορετικά.
     - Διαφορετικά; Πώς είναι, δηλαδή;
    Ο Ψαλιδοχέρης το σκέφτηκε λίγο.
     - Εντάξει, είπε, θα σου δείξω.
     Ξετύλιξε τον επίδεσμο από το ένα χέρι του και τότε η Ραπουνζέλ είδε κάτι που δεν είχε ξαναδεί.
     - Μα εσύ έχεις λάμες ψαλιδιών αντί για δάχτυλα! είπε. Ώστε γι'αυτό σε φωνάζουν Ψαλιδοχέρη!
     - Κατάλαβες τώρα γιατί δε με θέλουν στα συγκροτήματα;
     - Πώς το έπαθες αυτό;
     - Δεν ξέρω, έτσι γεννήθηκα μάλλον. Είναι κάποια σπάνια πάθηση.
     - Όπως η δικιά μου με τα μαλλιά... Πήγες στο γιατρό;
     - Πήγα σε πολλούς γιατρούς. Δεν υπάρχει θεραπεία, μου είπαν. Μόνο να μου κόψουν τα χέρια. Αλλά εγώ τα χέρια μου τα θέλω, κι ας είναι με τις λάμες.
     - Μάλλον έχεις δίκιο. Ξέρεις, το σκέφτηκα αυτό που με ρώτησες την άλλη φορά. Δε μου αρέσει και τόσο να τραβάω πράγματα με τα μαλλιά μου. Θα προτιμούσα να φτιάχνω τραγούδια και να τραγουδάω.
     - Ε, τότε, αυτό να κάνεις!
     - Αυτό θα κάνω! Απόψε κιόλας θα το πω στους γονείς μου! 
     - Πολύ καλά θα κάνεις!
     - Ραπουνζέλ, ετοιμάσου! ακούστηκε η μαμά της. Στέγνωσαν τα μαλλιά σου!
     Και τα δυο παιδιά αποχαιρετίστηκαν και πάλι.
     Στο σπίτι, η Ραπουνζέλ ανακοίνωσε στους γονείς της τι είχε αποφασίσει.
     - Τι είναι πάλι αυτό; είπε η μαμά της. Πώς θα γίνεις τραγουδοποιός και τραγουδίστρια;
     - Όπως γίνεται όλος ο κόσμος. Εξάλλου, παραστάσεις θα δίνω και τότε, δεν θα έχει και μεγάλη διαφορά από τώρα...
     - Πώς δεν έχει διαφορά; είπε ο μπαμπάς της. Ποιος νομίζεις πως θα έρθει να σε δει να τραγουδάς; Υπάρχουν τόσοι πολλοί που τραγουδάνε. Ενώ σαν κι εσένα, άλλος με τόσο δυνατά μαλλιά δεν υπάρχει.
     - Ναι, αλλά δε μου αρέσει να τραβάω πράγματα με τα μαλλιά μου, το σκέφτηκα.
     - Μη λες χαζομάρες, είμαστε κλεισμένοι για άλλους δύο μήνες και κάθε μέρα μας τηλεφωνούν και για άλλες παραστάσεις. Εξάλλου, έχουμε πάρει προκαταβολές, δεν μπορούμε να τις επιστρέψουμε, μόνο τα σαμπουάν σου κοστίζουν μια περιουσία!
     - Ξέρω τι έγινε, είπε η μαμά της, εκείνος ο νεαρός φταίει, σας είδα που μιλούσατε, εκείνος δεν ήταν και την άλλη φορά στο ποτάμι; Εκείνος σου φούσκωσε τα μυαλά!
     - Δεν φταίει εκείνος, είπε η Ραπουνζέλ, εγώ δε θέλω να τραβάω πράγματα με τα μαλλιά μου!
     - Ποιος νεαρός; ρώτησε ο μπαμπάς της.
     - Και πώς θα τραγουδάς, εξυπνοπούλι μου, συνέχισε η μαμά της, πού θα τα βάζεις τα μαλλιά σου την ώρα που θα τραγουδάς, το έχεις σκεφτεί;
     - Και τώρα μετακινούμαστε...
     - Αν νομίζεις ότι θα κάθομαι εγώ να κουβαλάω τόσα μαλλιά από δω κι από κει, για να γίνει η κόρη μου τραγουδιάρα, είσαι πολύ γελασμένη, είπε ο μπαμπάς της.
     - Και τώρα τα κουβαλάς!
     - Άλλο τώρα.
     - Μα...
     - Δεν έχει μα και ξεμά, συζήτηση τέλος! Και πήγαινε για ύπνο, να ξεκουραστείς, αύριο έχεις διπλή παράσταση. Ποιος είναι αυτός ο νεαρός, βρε γυναίκα;
     Την επόμενη φορά που ξαναείδε τον Ψαλιδοχέρη στο ποτάμι, η Ραπουνζέλ ήταν πολύ στενοχωρημένη.
     - Τι σου συμβαίνει; τη ρώτησε εκείνος. Μίλησες στους γονείς σου για την απόφαση που πήρες;
     - Ραπουνζέλ! ακούστηκε η μαμά της, που είχε δει τον Ψαλιδοχέρη.
     - Φύγε, δε με αφήνουν να σου μιλάω, λένε ότι μου βάζεις ιδέες... του είπε βιαστικά.
     - Κατάλαβα, δεν τους άρεσε η ιδέα να τραγουδάς. Γιατί δεν φεύγεις; Είσαι αρκετά μεγάλη για να ζήσεις μόνη σου, της είπε, ενώ κοιτούσε προς την άλλη πλευρά, προσπαθώντας να μην καταλάβουν οι γονείς της ότι της μιλούσε.
     - Δεν μπορώ, είπε εκείνη, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Δεν μπορώ να μετακινούμαι μόνη μου, με όλα αυτά τα μαλλιά. Τι κρίμα να μην μπορούν να κοπούν...
     - Ίσως εγώ να μπορώ να σε βοηθήσω.
     - Να με βοηθήσεις; Πώς;
     - Ραπουνζέλ! ακούστηκε η μαμά της. Ετοιμάσου, φεύγουμε, θα τα στεγνώσουμε στο σπίτι τα μαλλιά σου σήμερα.
     - Ίσως μπορώ να σου τα κόψω εγώ τα μαλλιά σου, οι λάμες μου είναι πολύ κοφτερές, κόβουν τα πάντα...
     - Σήκω, Ραπουνζέλ! φώναξε η μαμά της.
     Η Ραπουνζέλ δεν χρειάστηκε πολλή ώρα να το σκεφτεί.
     - Κόψ'τα τώρα, του είπε.
     Ο Ψαλιδοχέρης είχε ήδη ξετυλίξει τους επιδέσμους από τα χέρια του. Το επόμενο πράγμα που ακούστηκε ήταν η κραυγή της μαμάς της Ραπουνζέλ, δευτερόλεπτα προτού λιποθυμήσει...
     Ο Ψαλιδοχέρης είχε δίκιο, τα μαλλιά της Ραπουνζέλ κόπηκαν μια χαρά από τις λάμες των χεριών του, και από εκείνη τη μέρα, η ζωή της άλλαξε. Η Ραπουνζέλ, με εντελώς κοντό μαλλί πλέον, άλλαξε το όνομά της σε Τραπουνζέλ και έγινε αυτό που επιθυμούσε, τραγουδοποιός και τραγουδίστρια. Βρήκε και μερικούς μουσικούς και έφτιαξε το δικό της συγκρότημα, που το ονόμασε Τρίχες, για να μην ξεχνάει το μακρυμάλλικο παρελθόν της. Και, εννοείται πως οι Τρίχες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να έχουν για κιθαρίστα τους τον Ψαλιδοχέρη. Η Τραπουνζέλ και οι Τρίχες έγιναν γρήγορα γνωστοί και οι συναυλίες τους διαδέχονταν η μία την άλλη.
     Έτσι, η Ραπουνζέλ, όχι μόνο είχε καταφέρει να ζει όπως είχε διαλέξει, αλλά - το πιο σημαντικό - είχε καταφέρει, επιτέλους, να απαλλαγεί και από το αυχενικό.


     ΥΓ: Αυτή ήταν η τέταρτη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει η Woman in blogs, όπου καλούμαστε να αλλάξουμε τα φώτα σε παραμύθια των αδελφών Γκριμ, σε μία προσπάθεια να τα γνωρίσουμε καλύτερα.  Αυτή τη φορά επέλεξα το παραμύθι της Ραπουνζέλ και καλά να πάθω, αφού εκτός από τα δικά της φώτα αλλάχτηκαν και τα δικά μου. Ήθελα οπωσδήποτε να της κόψω τα μαλλιά, και να της βρω και κάτι να κάνει με αυτά (με τα κοντά μαλλιά), αλλά όλο αυτό ακουγόταν τόσο πεζό, τόσο συνηθισμένο, που δεν μπορούσα να το εντάξω στα πλαίσια ενός παραμυθιού. Και εκεί που σκεφτόμουν να την παρατήσω και να πιάσω κάποιο άλλο παραμύθι, συνειδητοποίησα ότι με την προσθήκη ενός ταυ στο όνομα της Ραπουνζέλ, το όνομα που προκύπτει παραπέμπει ευθέως στην τραπ μουσική, που είναι πολύ της μόδας και καθόλου του γούστου μου. Αποφάσισα, λοιπόν, να κάνω την Ραπουνζέλ τραγουδίστρια. Όσο για το κόψιμο του μαλλιού της, αποφάσισα να το αναθέσω στον Ψαλιδοχέρη (που, σημειωτέον, δεν τον έχω δει, απλώς γνωρίζω αμυδρά περί τίνος πρόκειται), λόγω προϋπηρεσίας. Ο Ψαλιδοχέρης ανταποκρίθηκε με επιτυχία στον απαιτητικό αυτό ρόλο και νομίζω πως έκανε εξαιρετική δουλειά. Ούτε τρίχα δεν πετάει από το κοντοκουρεμένο μαλλί της Τραπουνζέλ! Γούμαν μου, για άλλη μια φορά σε ευχαριστώ για την άφθονη - έστω και αν μερικές φορές είναι ζόρικη - έμπνευση που μου πρόσφερες!

Τρίτη 13 Μαΐου 2025

Η Σταχτοπούτα, που λεγότανε Λουίζα

 


     Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια πολύ όμορφη κοπέλα, που την έλεγαν Λουίζα. Η Λουίζα είχε χάσει τη μαμά της πολύ μικρή, και ο μπαμπάς της είχε ξαναπαντρευτεί και της είχε χαρίσει δυο αδερφούλες, όχι τόσο όμορφες σαν αυτήν, αλλά πολύ καλά κορίτσια.
     Μια μέρα, ο μπαμπάς της μικρής Λουίζας πέθανε και την άφησε μόνη, μαζί με τη μητριά και τις αδερφές της. Στο μεταξύ, βέβαια, η μικρή Λουίζα δεν ήταν και τόσο μικρή, πλησίαζε σε ηλικία γάμου, και ήδη είχαν αρχίσει να φτάνουν προξενιά από παντού. Με τόση ομορφιά και χάρη, ήταν περιζήτητη νύφη.
     Η μητριά της Λουίζας χαιρόταν για τα τόσα προξενιά, αλλά δεν ήθελε να κακοπέσει η προγονή της, οπότε δεν βιαζόταν να επιλέξει γαμπρό. Εξάλλου, είχαν χρόνο ακόμα, γιατί να πάρει η Λουίζα τον πρώτο τυχόντα;
     - Μόνο οι καλύτεροι πρίγκηπες αξίζουν για τις κόρες μου, έλεγε η μητριά της Λουίζας, που δεν την ξεχώριζε από τις αδερφές της.
     Στο μεταξύ, οι τρεις αδερφούλες εκπαιδεύονταν σε όλα αυτά που θα έπρεπε να γνωρίζουν, προκειμένου να είναι απόλυτα προετοιμασμένες για μία βασιλική ζωή: γραφή, ανάγνωση και καλλιγραφία, με δάσκαλο έναν ιερέα, πρώην αρχικαλλιγράφο της Αγίας Έδρας στο Βατικανό, γαλλικά, με δασκάλα μια φημισμένη Γαλλίδα παιδαγωγό, γεννημένη και μεγαλωμένη στο Παρίσι, πιάνο, με πτυχιούχο δασκάλα που είχε μαθητεύσει δίπλα στον Λιστ, κέντημα, με δασκάλα μια πρώην μοναχή από το Μοντ Σαιντ Μισέλ, με ειδίκευση στο κέντημα με χρυσοκλωστή, αλλά και σαβουάρ βιβρ, από μία ηλικιωμένη Ρωσσίδα δούκισσα, απόγονο των Ρομανώφ.
     Με όλη αυτή την εκπαίδευση, η μητριά της Λουίζας ήταν σίγουρη ότι εξασφάλιζε έναν καλό γάμο για τις κορούλες της. Αθώα, καλή μητριά...
     Υπήρχε, βλέπετε, κάτι που η μητριά αγνοούσε: η Λουίζα δεν είχε την παραμικρή διάθεση να παντρευτεί. Εκείνη ονειρευόταν να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, και όχι να περάσει όλη της τη ζωή κλεισμένη σε ένα παλάτι, να κεντάει και να γεννοβολάει διαδόχους. Τα ταξίδια γίνονταν μόνο για δουλειές και οι πρίγκηπες και οι βασιλιάδες δε συνήθιζαν να ταξιδεύουν για δουλειές παρέα με τις γυναίκες τους. Μόνο οι πειρατές πιθανώς να ήταν διαφορετικοί και να έπαιρναν τις γυναίκες τους μαζί στα ταξίδια τους, αλλά εκείνοι δε θεωρούνταν καλοί γαμπροί.
     Η Λουίζα, λοιπόν, δεν ήθελε να παντρευτεί, αλλά η μητριά της και όλη η άτιμη η κοινωνία το ήθελε, και αυτό μόνο προβλήματα μπορούσε να σημαίνει. Η Λουίζα προσπαθούσε επίμονα να βρει έναν τρόπο να αποφύγει το γάμο και, ύστερα από αρκετά ξάγρυπνα βράδια, της ήρθε μια καταπληκτική ιδέα: θα "τσαλάκωνε" την ομορφιά της. Άρχισε, λοιπόν, να μην περιποιείται τον εαυτό της, να μην πολυχτενίζει τα μαλλιά της, να βγαίνει για περίπατο ξυπόλητη στους κήπους το μεσημέρι, χωρίς παρασόλι ή καπέλο, και, γενικά, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να φαίνεται απεριποίητη και άσχημη. Βέβαια, αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο να το καταφέρει, τόσο όμορφη που ήταν.
     Την έβλεπε η μητριά της και ανησυχούσε.
     - Τι να της συμβαίνει; αναρωτιόταν. Πού να τρέχει κάθε μεσημέρι, και μάλιστα ξυπόλητη; Θα γεμίσουν κάλλους τα ποδαράκια της.
     Αλλά προσπαθούσε να είναι διακριτική, επειδή η Λουίζα ήταν στην εφηβεία και είναι γνωστό τι παθαίνει ο άνθρωπος σε αυτή τη φάση της ζωής του.
     - Είσαι καλά, αγάπη μου; τη ρωτούσε όταν την έβλεπε να γυρίζει στο παλάτι το μεσημέρι, μετά τη βόλτα της.
     - Μια χαρά, απαντούσε εκείνη.
     - Είχες πάει βολτούλα;
     - Ναι.
     - Μήπως θα ήταν καλύτερα να φοράς ένα καπελίνο, όταν βγαίνεις; Ο ήλιος είναι πολύ δυνατός το μεσημέρι και θα σε γεμίσει φακίδες. Άσε που μπορεί να πάθεις και ηλίαση.
     - Δεν παθαίνω.
     - Δε φοράς και παπούτσια, βλέπω, και λερωθήκανε τα ποδαράκια σου. Μισό λεπτό να φωνάξω να σου ετοιμάσουν ένα ποδόλουτρο με λεβάντα, να ανακουφιστείς...
     - Μια χαρά είναι τα πόδια μου!
     - Φυσικά, μωρό μου, έχεις υπέροχα πόδια, δεν το συζητώ, ασ'το το ποδόλουτρο, δίκιο έχεις, υπερτιμημένο είναι, έτσι κι αλλιώς... Μήπως πείνασες, να πω να σου ετοιμάσουν ένα ελαφρύ γεύμα; Σήμερα η μαγείρισσα έφτιαξε σούπα από σπαράγγια, ταρτάρ σολωμού με σαλάτα αβοκάντο, αυγά ορτυκιού με τρούφα Προβηγκίας και φιλέτο φασιανού με σως αγριοκέρασου.
     - Εννοείται πως πεινάω, έχω λυσσάξει! Αλλά τι μενού είναι αυτό; Χάθηκε να φτιάξει γεμιστό αγριογούρουνο με κάστανα και πουρέ γλυκοπατάτας, που μου αρέσει;
     - Μα αυτό είναι παχυντικό, αγάπη μου, πρέπει να προσέχουμε τη σιλουέτα μας, όχι ότι εσύ έχεις ανάγκη... Θέλεις να σου ψήσουν λίγο μπον φιλέ και να σου φτιάξουν και λίγο ρυζάκι με λαχανικά στον ατμό;
     - Στον ατμό; Δεν είμαστε καλά! Άρρωστη είμαι; Ας μου βάλουν πέντε αυγά ορτυκιού με τρούφα Προβηγκίας, αλλά να προσθέσουν και δυο-τρία λουκάνικα μέσα... και να μου βάλουν και δυο φιλέτα φασιανού με σως αγριοκέρασου, αλλά να βάλουν και πουρέ γλυκοπατάτας με τη σως αγριοκέρασου. Σκόρδο έχουμε;
     - Τι το θέλεις το σκόρδο;
     - Να το φάω, φυσικά, τι άλλο να το θέλω;
     - Εντάξει, μωρό μου, ό,τι πεις, αλλά μήπως δύο φιλέτα είναι πολλά, και μήπως αντί για λουκάνικα να βάλουν σπαράγγια, και αντί για πουρέ γλυκοπατάτας να βάλουν λίγο μπροκολάκι, που έχει και βιταμίνη C;
     - Γκρμχμχμχ!...
     - Εντάξει, εντάξει, ό,τι πεις, θα δώσω την παραγγελία σου στην κουζίνα, έτσι κι αλλιώς περπατάς κάθε μέρα και τις καις τις θερμίδες...
     - Το σκόρδο μην ξεχάσεις!
     Αλλά, ακόμα και με τις ξυπόλητες βόλτες στον κήπο το καταμεσήμερο, η Λουίζα παρέμενε πανέμορφη. Έβλεπε τις υπηρέτριες του παλατιού και τις ζήλευε, έτσι καμπούρες, ξεχτένιστες και απεριποίητες που ήταν. Καμιά τους δεν κινδύνευε να παντρευτεί. Ενώ εκείνη...
     - Τι κάνεις εκεί, Λουίζα μου; τη ρωτούσε η μητριά της, όταν την έβλεπε τα βράδια, να κάθεται κοντά στο τζάκι, με τα γυμνά της πόδια λερωμένα με στάχτη.
     - Τίποτα δεν κάνω!
     - Γιατί κάθεσαι ξυπόλητη στο τζάκι, παιδί μου, έλα να κάτσεις εδώ με τις αδερφές σου... Κρυώνεις, μήπως; Να πω να σου φέρουν τα παντοφλάκια σου;
     - Μια χαρά είμαι!
     - Μην εκνευρίζεσαι, αγάπη μου, μείνε ξυπόλητη, αφού το θέλεις, αλλά εκεί που κάθεσαι μαυρίζουν τα ποδαράκια σου από την στάχτη, να πω να φέρουν μια λεκανίτσα με νερό...
     - Όχι!
     - Εντάξει, Λουίζα, παιδί μου, όπως θέλεις...
     Και η Λουίζα συνέχιζε να κάθεται ξυπόλητη κοντά στο τζάκι, και να λερώνει τα πόδια της με στάχτη.
     Ένα βράδυ, που η μητριά της, για πολλοστή φορά, προσπάθησε διακριτικά, αλλά χωρίς επιτυχία, να την πείσει να αφήσει τη θέση της κοντά στο τζάκι και να φορέσει παντόφλες, εκείνη πήγε την αντίδρασή της σε άλλο επίπεδο.
     - Εντάξει, Λουίζα μου, ό,τι πεις, είπε η μητριά.
     - Το Λουίζα κομμένη, Σταχτοπούτα από εδώ και πέρα! είπε εκείνη.
     - Τι;
     - Σταχτοπούτα θα είναι το όνομά μου!
     Οι αδερφές της έσκασαν στα γέλια.
     - Τι όνομα είναι αυτό; τη ρώτησαν.
     - Πολύ ωραίο και μοναδικό!
     - Μα πώς μπορούμε να σε φωνάζουμε Σταχτοπούτα, αφού τόσα χρόνια σε έχουμε συνηθίσει Λουίζα;
     - Να ξεσυνηθίσετε!
     Η μητριά της έκανε νόημα στις μικρές να μην το συνεχίσουν, και εκείνες σταμάτησαν.
     - Α, ξέχασα να σας πω, είπε ύστερα από λίγο, τα μάθατε τα νέα;
     - Ποια νέα; ρώτησε η μικρή της κόρη.
     - Ο πρίγκηπας, ο μοναχογιός του βασιλιά και διάδοχος του θρόνου, έχει τα γενέθλιά του μεθαύριο!
     - Αααα! έκαναν με μια φωνή οι μικρές.
     - Ναι, και όχι μόνο αυτό, αλλά για να τα γιορτάσει θα διοργανώσει έναν μεγάλο χορό στο παλάτι.
     - Α, τι ωραία! είπαν οι μικρές. Ωραία δεν είναι, Λουί... Σταχ...το...πούτα;
     - Τι με νοιάζει εμένα;
     - Ρωτάς τι σε νοιάζει; είπε η μητριά. Μα στο χορό θα είναι καλεσμένες όλες οι κοπέλες του βασιλείου, θα είστε και εσείς! Αύριο πάμε για ψώνια! Θα αγοράσουμε τις πιο εντυπωσιακές τουαλέτες!
     - Γιούπι! φώναξαν οι μικρές.
     - Και δε σας είπα και το καλύτερο: Ο πρίγκηπας θα χορέψει με όλες τις κοπέλες, και στο τέλος της βραδιάς θα διαλέξει μία, για να γίνει η γυναίκα του και μελλοντική βασίλισσα!
     - Αλήθεια;
     - Αλήθεια βέβαια! 
     - Λες να διαλέξει μία από εμάς, μαμά;
     - Μία από εσάς τις δύο δεν ξέρω, είστε ακόμα αρκετά μικρές, αλλά ίσως διαλέξει τη Λουίζα μας, που είναι σε πιο κατάλληλη ηλικία...
     Η Λουίζα την αγριοκοίταξε.
     - Την Σταχτοπούτα μας, εννοούσα, διόρθωσε η μητριά το όνομα. Αν, και, μωρό μου, συμφωνώ ότι το Σταχτοπούτα είναι μοναδικό όνομα, αλλά ίσως δεν ταιριάζει και τόσο σε μια πριγκήπισσα, που κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει και βασίλισσα κάποια μέρα, μήπως να το ξανασκεφτόσουν...
     - Μια χαρά ταιριάζει, αλλά έτσι κι αλλιώς, εγώ στο χορό του πρίγκηπα δεν πάω!
     - Γιατί, αγάπη μου; Δε θέλεις να χορέψεις, να διασκεδάσεις; 
     - Δεν πετάω και την σκούφια μου...
     - Ναι, αλλά, δε θέλεις να γίνεις βασίλισσα;
     - Σιγά μη θέλω να γίνω βασίλισσα!
     - Άλλο πάλι και τούτο! Και τι θα ήθελες να γίνεις, δηλαδή; Τι επιλογές υπάρχουν;
     - Οι καλύτερες! Το έχω αποφασίσει: θα γίνω θαλασσοπόρος!
     - Αστειεύεσαι, φαντάζομαι...
     - Καθόλου δεν αστειεύομαι! Και αν πρέπει να παντρευτώ οπωσδήποτε, θα παντρευτώ έναν πειρατή! Τέλος!
     Και η Λουίζα, συγγνώμη, η Σταχτοπούτα ήθελα να πω, σηκώθηκε φουρκισμένη και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας μαύρες πατημασιές στο πάτωμα.
     - Αν η Λουίζα παντρευτεί πειρατή, είπε η μικρή κόρη, εγώ λέω να παντρευτώ έναν ταχυδακτυλουργό...
     - Ωραία ιδέα, είπε και η αδερφή της, κι εγώ τότε θα παντρευτώ έναν θηριοδαμαστή, και θα ταξιδεύουμε και οι δυο μας μαζί, με το ίδιο τσίρκο...
     - Για ηρεμήστε εσείς οι δύο, είπε η μητέρα τους, που ό,τι ακούτε το αντιγράφετε... Η Λουίζα μας απλώς κάνει πείσματα, τον πρίγκηπα θα παντρευτεί στο τέλος, και θα το δείτε.
     - Κι εγώ πρίγκηπα θα παντρευτώ, είπε η μικρή. Πλάκα έκανα.
     - Κι εγώ, είπε η μεγάλη.
     - Μπράβο, τα καλά μου τα κορίτσια! Πηγαίνετε τώρα να κοιμηθείτε, για να ξεκουραστείτε και να είστε φρέσκιες αύριο, που θα πάμε για ψώνια.
     Οι αδερφούλες αποσύρθηκαν για να πάνε για ύπνο και η μητέρα τους έμεινε μόνη της και προβληματισμένη. Η Λουίζα είχε αγριέψει πολύ και φαινόταν αποφασισμένη, όχι μόνο να μην πάει στο χορό, αλλά και να σαμποτάρει κάθε πιθανότητα που είχε για να τη διαλέξει ο πρίγκηπας. Η καημένη η μητριά δεν ήξερε τι να κάνει. Και τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τη νεραϊδονονά της Λουίζας, στέλνοντάς της μήνυμα με την ένδειξη "επείγον".
     Η νεραϊδονονά, γεμάτη ανησυχία, έφτασε άμεσα και η μητριά την ενημέρωσε για τα τερτίπια της βαφτιστήρας της. Η νεραϊδονονά υποσχέθηκε να κάνει ό,τι περνούσε από το ραβδάκι της για να πάνε όλα κατ'ευχήν. Ύστερα, πήγε στο δωμάτιο της Λουίζας.
     - Καλησπέρα, Λουίζα μου, είπε η νεραϊδονονά.
     - Καλώς τη νονά, είπε εκείνη. Πώς και από εδώ, τέτοια ώρα; Δε σε περίμενα.
     - Ήρθα να σου μιλήσω για το χορό του παλατιού.
     - Ωχ, αρχίσαμε..., σκέφτηκε η Λουίζα.
     - Θα πας, φυσικά, έτσι δεν είναι; συνέχισε η νεραϊδονονά.
     Η Λουίζα ήξερε πολύ καλά ότι στη νεραϊδονονά δεν πηγαίνεις κόντρα.
     - Εντάξει, καλά, θα πάω, είπε.
     - Τι μούτρα είναι αυτά; Και θα πας, και θα χορέψεις, και θα περάσεις υπέροχα. Και, εννοείται, θα κερδίσεις και την καρδιά του πρίγκηπα! 
     - Εντάξει, νονά, ό,τι πεις, είπε η Λουίζα.
     - Πότε είναι ο χορός;
     - Μεθαύριο.
     - Εντάξει, λοιπόν, μεθαύριο το βράδυ θα ξανάρθω για να σου φέρω το φόρεμα που θα φορέσεις στο χορό, είπε η νεραϊδονονά. Το ωραιότερο φόρεμα θα σου φτιάξω!
     - Την πάτησα! σκέφτηκε η Λουίζα.
     Το βράδυ του χορού έφτασε και η νεραϊδονονά εμφανίστηκε στο δωμάτιο της Λουίζας.
     - Ορίστε το φόρεμά σου, είπε και το εμφάνισε με ένα κούνημα του ραβδιού της. Είναι ραμμένο με υψηλής ποιότητας νεραϊδοκλωστή και με γνήσια αστερόσκονη. Θα πάθουν πλάκα όσοι το δουν! Σου έφερα και ένα ζευγάρι γυάλινα γοβάκια, φτιαγμένα από κρύσταλλο Βοημίας, για τέλεια εφαρμογή. Τα φοράς και πετάς! Άντε, ντύσου, η ώρα περνάει! 
     Ντύθηκε η Λουίζα, φόρεσε και τα γυάλινα γοβάκια και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Τόσες βόλτες μέσα στο καταμεσήμερο είχαν πάει στράφι.
     - Κούκλα είσαι, είπε η νεραϊδονονά, καλά που έραψα και λίγες σκελίδες σκόρδου στο στρίφωμα για το μάτι... Έλα τώρα να φτιάξουμε και τα μαλλιά σου.
     Κούνησε το ραβδάκι της και τα μαλλιά της Λουίζας χτενίστηκαν όμορφα, από μόνα τους. Η νεραϊδονονά τους έβαλε και λακ, για μεγαλύτερη σταθερότητα.
     - Έτοιμη! είπε η νεραϊδονονά. Βιάσου τώρα, οι αδερφές σου είναι ήδη στην άμαξα και σε περιμένουν. 
     Η νεραϊδονονά συνόδευσε τη Λουίζα στην άμαξα και της έδωσε τη νεραϊδοευχή της.
     - Καλή διασκέδαση και καλή επιτυχία! ευχήθηκε, τόσο στη Λουίζα, όσο και στις αδερφές της. Περιμένω πρόσκληση για το γάμο, είπε σχεδόν ψιθυριστά στη μητριά.
     Η άμαξα με τη Λουίζα και τις αδερφές της έφτασε στο παλάτι λίγο προτού ξεκινήσει ο χορός. Στο μεταξύ, η Λουίζα προσπαθούσε διακριτικά να τσαλακώσει την άψογη εικόνα της, χωρίς επιτυχία. Η λακ στα μαλλιά της είχε δείκτη αντοχής τα 15 Μποφώρ, και η νεραϊδοκλωστή με την οποία είχε ραφτεί το φόρεμα δεν κοβόταν με τίποτα.
      Όλοι έμειναν έκθαμβοι από την ομορφιά της, και μόλις εμφανίστηκε ο πρίγκηπας στη μεγάλη σάλα, το βλέμμα του κατευθείαν καρφώθηκε επάνω της.
     - Χορεύετε; τη ρώτησε, αφού την πλησίασε και υποκλίθηκε ευγενικά.
     - Με πονάει ο κάλλος μου, ήθελε να απαντήσει, αλλά η μητριά της από απέναντι την κοιτούσε επίμονα, οπότε υποκλίθηκε ευγενικά και αφέθηκε στην αγκαλιά του πρίγκηπα. 
     Χόρεψαν για λίγο μέσα στη σάλα και στη συνέχεια, χωρίς να σταματήσουν στιγμή το χορό, ο πρίγκηπας την οδήγησε σε ένα μπαλκόνι, που το έλουζε το φεγγαρόφωτο. 
     - Δεν έχω συναντήσει άλλη σαν κι εσένα, είπε ο πρίγκηπας, καθώς της έκανε μια περιστροφή. Είσαι η πιο όμορφη κοπέλα που έχω δει στη ζωή μου. Από την στιγμή που σε είδα, δεν έχω μάτια για καμία άλλη. Νομίζω ότι βρήκα την αδελφή ψυχή μου, αυτήν που θα γίνει γυναίκα μου. Πώς σε λένε, ομορφιά μου;
     - Σταχτοπούτα.
     - Σταχτοπούτα; Τι όνομα είναι αυτό; 
     - Το βαφτιστικό μου.
     - Εντελώς ακατάλληλο για βασίλισσα, αλλά, μην ανησυχείς, θα βρεθεί μια λύση, τι διάολο, βασιλιάς θα γίνω!
     - Μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό του, σκέφτηκε η Λουίζα.
     - Θα βγάλω ένα διάταγμα και θα το αλλάξω, συνέχισε ο πρίγκηπας. Πώς σου φαίνεται το όνομα Ροζαλίντα; Ήταν το όνομα της αγαπημένης μου φοραδίτσας. Είχαμε πάρει μέρος και σε διεθνείς αγώνες μαζί, είχαμε πάρει και μετάλλια. Δυστυχώς τη χάσαμε πριν από ένα μήνα.
     - Μήπως είναι κομματάκι ηλίθιος; σκέφτηκε η Λουίζα. Τι νομίζει, ότι θα πάρω τη θέση της φοράδας του;
     - Λυπάμαι, είπε. 
     - Ναι, και τώρα θα πρέπει να βρω καινούργια φοράδα. Αλλά καμία δεν είναι σαν τη Ροζαλίντα... Λοιπόν, πώς σου φαίνεται το όνομα Ροζαλίντα;
     - Σίγουρα είναι ηλίθιος, σκέφτηκε η Λουίζα. Και θα γίνει και βασιλιάς, τρομάρα του!
     - Την καινούργια φοράδα θα την ονομάσω αλλιώς, μην ανησυχείς, δε θα έχετε το ίδιο όνομα, συμπλήρωσε ο πρίγκηπας.
     - Α, καλά, αυτός είναι για τα σίδερα! σκέφτηκε η Λουίζα.
     - Δε θα ήθελα να αλλάξω όνομα, του είπε, είμαι συναισθηματικά δεμένη με αυτό που έχω.
     - Καλά, θα σκεφτώ κάποιο άλλο... Να δω τι θα πει και η μαμά...
     - Και μαμμόθρεφτο, σκέφτηκε η Λουίζα. Όλο και καλύτερο γίνεται... Τι θα κάνω τώρα;
     - Θα τις διώξω όλες, είπε ο πρίγκηπας, δεν έχει νόημα να συνεχιστεί ο χορός, εγώ αποφάσισα ποια θα παντρευτώ.
     - Μήπως να τη ρωτούσες κιόλας;
     - Ποια;
     - Αυτή που θα παντρευτείς.
     - Εσύ είσαι αυτή.
     - Αυτήν εννοώ και εγώ.
     - Να σε ρωτήσω, δηλαδή;
     - Ναι.
     - Δεν το επιτρέπει το πρωτόκολλο.
     - Α, υπάρχει και πρωτόκολλο!
     - Φυσικά και υπάρχει! Γιατί δε σου αρέσει το Ροζαλίντα; Είναι ωραίο όνομα... μα τι συμβαίνει, τι έπαθες;
     Η Λουίζα μόλις είχε καταφέρει να βγάλει το ένα της γοβάκι, με αποτέλεσμα να κουτσαίνει.
     - Τι εννοείς; τον ρώτησε.
     - Γιατί ανεβοκατεβαίνεις έτσι;
     - Ααα, αυτό εννοείς... Ε, να...
     - Είσαι κουτσή;
     - Εεε, όχ... δηλαδή, ναι, είμαι λίγο...
     - Μα δεν ήσουν πριν!
     - Ναι, έχω μια σπάνια πάθηση, που ξαφνικά μου παραμορφώνει το πόδι, να, κοίτα!
     Και η Λουίζα σήκωσε λίγο την άκρη του φορέματός της, αφήνοντας να φανεί το λερωμένο με στάχτη ξυπόλητο πόδι της.
     - Μα αυτό είναι τρομερό! είπε ο πρίγκηπας. Όλα μπορώ να τα δεχτώ σε μια γυναίκα, μέχρι και την εξυπνάδα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να παντρευτώ γυναίκα κουτσή, και με μαυρισμένο πόδι, δεν το επιτρέπει το πρωτόκολλο. Ούτε στη μαμά θα αρέσει. Σε κανέναν δε θα αρέσει, δηλαδή.
     Ο πρίγκηπας υποκλίθηκε. 
     - Λυπάμαι, Σταχτοπούτα, είπε, αλλά θα πρέπει να επιστρέψω στη σάλα. Κάποια κοπέλα θα υπάρχει εκεί μέσα που να είναι κατάλληλη για γυναίκα μου, σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Καλή τύχη. Δεν είμαστε πια ζευγάρι. Α, και θα το εκτιμούσα αν εκκένωνες το μπαλκόνι, προτού επιστρέψω με την αρραβωνιαστικιά μου. 
     - Πότε υπήρξαμε ζευγάρι; αναρωτήθηκε η Λουίζα, καθώς κοιτούσε τον πρίγκηπα να απομακρύνεται.
     Λίγο πιο εκεί, το γυάλινο γοβάκι που είχε καταφέρει να βγάλει από το πόδι της έλαμπε στο φεγγαρόφωτο. Και καθώς η Λουίζα το πλησίασε κουτσαίνοντας και έσκυψε να το πιάσει, ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. Μόλις είχε ανακαλύψει τον τρόπο να αποφεύγει τους επίδοξους μνηστήρες...

ΥΓ: Αυτή ήταν η τρίτη μου συμμετοχή στο δρώμενο της Μούσας μου, Woman in blogs, με θέμα τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ. Το ζητούμενο είναι να "πειράξουμε" όποιο παραμύθι των αδελφών Γκριμ θέλουμε, με όποιον τρόπο θέλουμε, είτε αλλάζοντας την τροπή της ιστορίας, είτε αλλάζοντας την εποχή όπου διαδραματίζεται, είτε αλλάζοντας πρωταγωνιστές. Αφού, λοιπόν, ασχολήθηκα με τα παραμύθια της Χιονάτης και της Κοκκινοσκουφίτσας, ήρθε η σειρά της Σταχτοπούτας, στην οποία έδωσα έναν πιο δυναμικό ρόλο, χωρίς να παραλείψω το γυάλινο γοβάκι. Επίσης, συνειδητοποίησα το προφανές, ότι το όνομα Σταχτοπούτα (όπως και το όνομα Κοκκινοσκουφίτσα) αποτελεί παρατσούκλι, οπότε αποφάσισα να της δώσω το πραγματικό της - κατά την γνώμη μου - όνομα. Ομολογώ ότι την "πειραγμένη" Σταχτοπούτα τη διασκέδασα περισσότερο από τις άλλες δύο διασκευές, και νομίζω ότι αυτό φαίνεται. 
Γούμαν μου, τι δρώμενο ήταν αυτό που σκέφτηκες!