Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Υπό καθεστώς απειλής

 

     Πετάχτηκε από τον ύπνο κάθιδρη. Περίμενε μερικά λεπτά για να σταματήσει η ταχυπαλμία που την είχε πιάσει και πήγε στο μπάνιο. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό της και σαν να συνήλθε λίγο. Ο ίδιος εφιάλτης, πέμπτη μέρα τώρα στη σειρά... Κοίταξε το ρολόι που βρισκόταν στο κομοδίνο. Όπου να'ναι θα χτυπούσε το ξυπνητήρι. Το έκλεισε και σηκώθηκε. Έπρεπε να ετοιμαστεί, για να πάει στη δουλειά.
     Λίγη ώρα αργότερα ήταν κιόλας έτοιμη. Βεβαιώθηκε ότι είχε πάρει όλα της τα πράγματα και άνοιξε την πόρτα να φύγει. Το πόδι της σκόνταψε σε κάτι. Κοίταξε να δει τι ήταν. Ένας λευκός, φουσκωτός φάκελος. Ήταν προφανές πως δεν είχε σταλεί με το ταχυδρομείο. Εκτός από τα γραμματόσημα, απουσίαζε το όνομα του αποστολέα, όπως και του παραλήπτη. Αλλά στη δική της πόρτα το είχαν αφήσει. Άρα, για εκείνην ήταν. Έσκυψε και το μάζεψε. Κάτι σκληρό είχε μέσα.
     Από το μυαλό της πέρασαν ταυτόχρονα διάφορα σενάρια, και αρχικά σκέφτηκε να το αφήσει στο σπίτι μέχρι το απόγευμα, που θα επέστρεφε από τη δουλειά και θα είχε όλο τον χρόνο να το δει με την ησυχία της. Όμως, η περιέργειά της ήταν πολύ μεγάλη, οπότε άνοιξε το φάκελο. Τι ήταν αυτό; Ένα μαγνητοφωνάκι; Πόσα χρόνια είχε να δει ένα τέτοιο! Από τότε που ήταν έφηβη και έβαζε κασέτες στο γουόκμαν για να ακούσει την αγαπημένη της μουσική, πηγαίνοντας στο σχολείο. Και, κοίτα σύμπτωση: το μαγνητοφωνάκι είχε μέσα μια κασέτα!
     Γύρισε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ύστερα, πάτησε το play. Ακούστηκε αυτός ο χαρακτηριστικός γρατζουνιστός ήχος των παλιών ηχογραφήσεων, ο γεμάτος παράσιτα. Παράσιτα, που πότε δυνάμωναν και πότε εξασθενούσαν. Αυτό και τίποτα άλλο. Αλλά την στιγμή που το χέρι της πλησίασε να πατήσει το στοπ, μια γυναικεία φωνή ακούστηκε: "Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες." Το χέρι της έμεινε μετέωρο. Από το μαγνητοφωνάκι ακούγονταν και πάλι παράσιτα.
     Τι ήταν αυτό; Κάποιου είδους απειλή; Και από ποιον; Έτσι πρόχειρα μπορούσε να σκεφτεί μερικούς. Ο κύριος Φερφορζέ, παραδείγματος χάριν. Από την αρχή που είχε μετακομίσει στη γειτονιά, αυτός ο βλοσυρός συνταξιούχος ταχυδρόμος δεν είχε σταματήσει να την αγριοκοιτάει, ιδιαίτερα όποτε η τύχη τα έφερνε έτσι ώστε να παρκάρει το αυτοκίνητό της δίπλα στο δικό του. Ή, η κυρία Ντεσανέλ, η ξεπεσμένη αριστοκράτισσα που έμενε στην απέναντι μονοκατοικία, και πίσω από τις κουρτίνες των παραθύρων της παρακολουθούσε όλη τη γειτονιά. Θα μπορούσε, βέβαια, να είναι και η κυρία Φαμφατάλ, η πάλαι ποτέ πρωταγωνίστρια των ταινιών της χρυσής εποχής του γαλλικού κινηματογράφου, αυτή η παλιόγρια με το έντονο κραγιόν και τα πολλά κοσμήματα, με το μικρό, αντιπαθητικό κανίς της, που όλως τυχαίως επέλεγε να κατουράει το δικό της αυτοκίνητο, κάθε φορά που ήταν φρεσκοπλυμένο. Τόσοι πολλοί υποψήφιοι, σε τόσο μικρή απόσταση...
     Προσπάθησε να θυμηθεί όλες τις δυσάρεστες επαφές των τελευταίων ημερών. Με την κυρία Κομιλφό είχαν διαπληκτιστεί για τον κάδο των σκουπιδιών, η κυρία Ντεζολέ την είχε καταβρέξει, τάχα κατά λάθος, την ώρα ακριβώς που είχε καθήσει στον κήπο της για να λιαστεί λίγο, ο κύριος Μακαρόν της είχε πει αυστηρά ότι έπρεπε να κλαδέψει το δέντρο της αυλής της επειδή του έκοβε τη θέα προς το ρολόι της εκκλησίας... Όλοι θα μπορούσαν να της είχαν στείλει αυτό το πακέτο. Και ο κύριος Φερφορζέ λίγο περισσότερο, λόγω πρότερου επαγγελματικού βίου.
     Ξαναγύρισε την κασέτα στην αρχή και ξαναπάτησε το play. Άκουσε την ηχογράφηση πιο προσεκτικά. Δεν ήταν η φωνή της κυρίας Κομιλφό, ούτε της κυρίας Ντεζολέ, ούτε καν της κυρίας Φαμφατάλ. Η γυναίκα που μιλούσε ακουγόταν πολύ νεότερη από τις εκνευριστικές γειτόνισσές της. Κάποιος άλλος πρέπει να τον είχε στείλει το φάκελο. 
     Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε ξανά να αναγνωρίσει τη φωνή. Παρ'όλο που έμοιαζε γνωστή, δεν κατάφερε να την αναγνωρίσει. Λογικά, θα ήταν κάποια φωνή από το μακρινό παρελθόν. Κάποια γνωριμία τόσο παλιά, όσο και το μαγνητοφωνάκι. Αλλά, μια στιγμή: τι ήταν αυτός ο ήχος; Ξαναγύρισε πίσω την κασέτα. Ναι, τώρα τον άκουγε ξεκάθαρα: μια φωνή, σαν από μεγάφωνο που βρισκόταν μακριά, μια φωνή αντρική, με δύναμη υπνωτιστική. Μια τέτοια φωνή ακουγόταν και στον επίμονο εφιάλτη της των τελευταίων ημερών. Τώρα ήξερε. Η φωνή αυτή ήταν η φωνή ενός ιμάμη. Και έκοβε, πλέον, το λαιμό της, ότι τη γυναίκα της ηχογράφησης την είχε γνωρίσει στην Αλγερία.
     Ήταν τότε που ο πατέρας της είχε μετατεθεί στο Αλγέρι για τρία χρόνια, ως υπεύθυνος ενός πολυτελούς ξενοδοχείου του Γαλλικού ομίλου όπου εργαζόταν, και είχε πάρει μαζί του και ολόκληρη την οικογένειά του. Τότε που, μικρό κορίτσι ακόμα, κυκλοφορούσε στους χώρους του ξενοδοχείου όσο πιο διακριτικά γινόταν και έπαιζε με τα παιδιά των καθαριστριών και των γκρουμ στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του μεγάλου γήπεδου γκολφ, προσπαθώντας να γίνει όσο το δυνατόν πιο αόρατη.
     Ποια να ήταν, όμως, η άγνωστη που μιλούσε στο κασετοφωνάκι; Και προς τι ο απειλητικός τόνος του μηνύματος; "Σου μένουν μόνο λίγες μέρες". Μήπως επρόκειτο να την επισκεφτεί, αφού - όπως αποδεικνυόταν - γνώριζε το σπίτι της; Αλλά, όχι, αν ήταν έτσι, γιατί να μην την επισκεφτεί κατευθείαν, παρά να της αφήσει έξω από την πόρτα της το κασετοφωνάκι; Και ποια από όλες τις γνωριμίες της παιδικής της ηλικίας θα ήθελε, άραγε, να την εκδικηθεί; Προσπάθησε να θυμηθεί ονόματα. Αδύνατον, ύστερα από τόσα χρόνια. Έπρεπε να βρει τα πράγματά της από εκείνη την εποχή.
     Πήρε τηλέφωνο στη δουλειά. Προφασίστηκε μία ίωση με συμπτώματα γαστρεντερίτιδας και ζήτησε άδεια. Η Σουζάν, που απάντησε στο τηλέφωνο, της ευχήθηκε τυπικά, και το έκλεισε χωρίς πολλά-πολλά. Ευτυχώς που δεν είχε απαντήσει η Ζυλιέτ, η υπεύθυνη προσωπικού. Αλλιώς, δεν θα την γλίτωνε την ανάκριση. Ξαφνικά, θυμήθηκε κάτι. Έτρεξε στο τραπέζι, όπου βρισκόταν το μαγνητοφωνάκι, και κοίταξε τη μάρκα. Όπως το είχε φανταστεί. Το μαγνητοφωνάκι ήταν ίδιο με εκείνο του αστυνόμου Αμπντελκαντέρ. Πολύ μεγάλη σύμπτωση, ίσως να ήταν και το ίδιο, τώρα που το ξανασκεφτόταν...
     Αυτό οδήγησε την σκέψη της κάπου πιο συγκεκριμένα. Πώς την έλεγαν εκείνη την κοπέλα; Ζαχρά; Λαϊλά; Σαλίμα; Πήγε στο δωμάτιό της. Στη μία άκρη υπήρχε μια πόρτα, που οδηγούσε σε ένα πολύ μικρό, σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν τόσο μικρό και τόσο σκοτεινό, που δεν την εξυπηρετούσε για τίποτα, οπότε το είχε μετατρέψει σε αποθήκη. Ό,τι δεν χρειαζόταν το έβαζε εκεί μέσα και το ξεχνούσε. Εκεί μέσα είχε "πετάξει" και τα πράγματά της από εκείνη την εποχή.
     Αυτό που έψαχνε ήταν μέσα σε ένα κουτί από παπούτσια. Φωτογραφίες, κομματάκια χαρτί με ζωγραφιές ή με αραβικά γράμματα, μια χρωματιστή κορδέλα, δυο βραχιολάκια με χρωματιστές χάντρες, ένας βώλος, κι άλλες φωτογραφίες, ένα γράμμα... Αυτό ήταν. Βιαστικά, λες και την κυνηγούσαν, άνοιξε το γράμμα και άρχισε να διαβάζει...
     - Ράνια την έλεγαν! είπε δυνατά, λες και μιλούσε με κάποιον. Ράνια!
     Αλλά τώρα που ήξερε ποια ήταν η φωνή, είχε καταλάβει επίσης το λόγο για τον απειλητικό τόνο του μηνύματος. Θυμόταν πολύ καλά. Κανείς δεν είχε μιλήσει τότε. Και δεν είχε μιλήσει ούτε εκείνη. Δεν είχε μιλήσει, ούτε όταν ο αστυνόμος Αμπντελκαντέρ είχε τοποθετήσει το μαγνητοφωνάκι μπροστά της και είχε πατήσει το κουμπί εγγραφής.
     - Δεν ξέρω, είχε πει.
     - Η Ράνια λέει ότι ξέρεις πολύ καλά.
     - Δεν ξέρω τίποτα, σας λέω!
     - Και, δηλαδή, η Ράνια λέει ψέματα;
     - ... Δεν ξέρω τι λέει η Ράνια.
     - Λέει ότι ήσουν μπροστά πολλές φορές, όταν ο κύριος Σανμαρτέν τη φώναζε επίμονα στο γραφείο του, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Και εσένα σε είχε φωνάξει, είπε η Ράνια.
     - Δεν είχα πάει στο γραφείο του κυρίου Σανμαρτέν.
     - Δεν είπε ότι είχες πάει, είπε ότι σε είχε φωνάξει. Επίσης, είπε ότι κάθε φορά που σας έβλεπε, προσπαθούσε να βρει αφορμή και να την ακουμπήσει.
     - Δε θυμάμαι, μπορεί...
     - Είπε, επίσης, ότι στις 7 Ιουνίου την είδες που έβγαινε τρέχοντας από το γραφείο του και τη ρώτησες γιατί έτρεχε... Και εκείνη σου τα είπε όλα.
     - Δε θυμάμαι...
     - Δεν μπορεί να μη θυμάσαι, κάτι τέτοιο δεν ξεχνιέται!
     - Δε θυμάμαι.
     - Δηλαδή, ψέματα λέει, όταν κατηγορεί τον κύριο Σανμαρτέν για ασέλγεια σε βάρος της;... Ξέρεις τι σημαίνει ασέλγεια;... Εσένα σε έχει πειράξει ο κύριος Σανμαρτέν; Σε έχει ακουμπήσει με περίεργο τρόπο;
     - Όχι.
     - Λογικό, εσύ είσαι Γαλλίδα. Ενώ η Ράνια, που είναι Αλγερινή... 
     - ...
     - Άκουσέ με, παιδί μου, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, πες την αλήθεια... Η Ράνια είναι φίλη σου, δεν είναι;
     Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
     - Αν ξέρεις κάτι και δεν το λες, η καταγγελία της θα πάει στο αρχείο και ο κύριος Σανμαρτέν θα συνεχίσει τη ζωή του, σαν να μην έγινε τίποτα. Αν, όμως, καταθέσεις και επιβεβαιωθούν τα όσα λέει η Ράνια, ο κύριος Σανμαρτέν θα οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, όπως αρμόζει σε όλους τους εγκληματίες. Αρκεί να πεις τα όσα ξέρεις...
     Και πάλι δεν είχε μιλήσει. Ο αστυνόμος Αμπντελκαντέρ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την πείσει να μιλήσει, αλλά στο τέλος, όταν πάτησε το στοπ, το μαγνητοφωνάκι δεν είχε καταγράψει τίποτα το επιβαρυντικό για τον κύριο Σανμαρτέν. Ύστερα από ένα μήνα, ο πατέρας της είχε πάρει εκ νέου μετάθεση και είχαν επιστρέψει οικογενειακώς στη Γαλλία. Δεν έμαθε ποτέ τίποτα για την υπόθεση.
     Ξανάβαλε τα πράγματα στο κουτί των παπουτσιών, αλλά δεν μπορούσε να ξαναβάλει μέσα και τις τύψεις, που την κατέκλυσαν. Αν είχε μιλήσει τότε... Γιατί δεν το είχε κάνει; Τι να είχε απογίνει η Ράνια; Πώς είχε ζήσει τη ζωή της; Πολύ άσχημα, προφανώς. Ήταν απόλυτα δικαιολογημένη να της κρατάει κακία. Επειδή, πράγματι της είχε πει τι είχε κάνει ο κύριος Σανμαρτέν: πώς την είχε φωνάξει στο γραφείο του, πώς είχε κλειδώσει την πόρτα, πώς την είχε αρπάξει, πώς την είχε φιμώσει με το ένα χέρι του, ενώ με το άλλο την πασπάτευε βίαια...
     Βγήκε από το σπίτι της και πήρε τους δρόμους. Περπατούσε σαν αλλοπαρμένη, προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό της από τις σκέψεις που το είχαν κατακλύσει. Την έπιασε πονοκέφαλος, αλλά εκείνη συνέχισε να περπατάει. Στο μυαλό της ερχόταν συνέχεια το πρόσωπο της Ράνιας, όταν την είχε δει να βγαίνει τρέχοντας από το γραφείο του κυρίου Σανμαρτέν. Είχε μεγάλα, λυπημένα μάτια η Ράνια...
     Ήταν αργά το βράδυ, όταν επέστρεψε, νηστική και κατάκοπη. Την είχε πάρει την απόφασή της. Δεν θα έφευγε από το σπίτι. Θα καθόταν εκεί, να περιμένει την τιμωρία της. Ήταν το μόνο που της άξιζε, άλλωστε.
     Το επόμενο πρωί, ακούστηκαν σειρήνες. Άνοιξε την πόρτα να δει τι συνέβαινε. Πολλή αστυνομία και πολλά βαν τηλεοπτικών σταθμών ήταν παρκαρισμένα παντού, όπου υπήρχε χώρος, και όπου δεν υπήρχε. Τα είχαν μάθει και εκείνοι; Πώς; Οι κουρτίνες της κυρίας Ντεσανέλ σάλεψαν. Μπήκε ξανά στο σπίτι και άνοιξε την τηλεόραση.
     Όλα τα κανάλια είχαν διακόψει το πρόγραμμά τους και έδειχναν έκτακτη επικαιρότητα. Αναγνώρισε το σπίτι του κυρίου Φερφορζέ. Ο τίτλος της είδησης περνούσε στο επάνω μέρος της οθόνης, με μεγάλα γράμματα: ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΕΚΡΟ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ. ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΒΛΕΠΕΙ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ. ΤΟ ΘΥΜΑ, ΠΡΟΦΑΝΩΣ, ΕΙΧΕ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΔΕΧΟΤΑΝ ΑΠΕΙΛΕΣ. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΠΕΝΤΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ, ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΤΡΙΑ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΑΚΙΑ, ΠΟΥ ΟΛΑ ΠΕΡΙΕΙΧΑΝ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΗΧΗΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΖΗΤΗΣΕ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΙΝΤΕΡΠΟΛ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΝΤΟΠΙΣΤΟΥΝ ΟΙ ΔΡΑΣΤΕΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΔΙΑΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. Έμεινε λες και είχε φάει σφαλιάρα. Ο κύριος Φερφορζέ, κορυφαίο στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών; Για εκείνον ήταν τελικά ο φάκελος με το μαγνητοφωνάκι; 
     - Δεν ήταν για εμένα, σκέφτηκε ανακουφισμένη.
     Την απόφασή της, όμως, εκείνη την είχε πάρει: αυτή τη φορά θα μιλούσε. Και ας ήταν ήδη αργά, και ας είχαν περάσει τόσα χρόνια...

ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: 
"Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.
Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:
"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες".
Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;
Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;
Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.
Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.
Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;"



Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Δώδεκα χρόνια και δώδεκα μέρες

 

     Η Πίπη κοιτάζει το ημερολόγιο. Η 4η Ιουνίου πλησιάζει απειλητικά.
     - Δώδεκα χρόνια και δώδεκα μέρες, μονολογεί. Πάλι θα πρέπει να γράψω εορταστική ανάρτηση για τα γενέθλια της Γλωσσοπάθειας!
     Πότε πέρασε κιόλας ένας χρόνος και μία μέρα από την προηγούμενη φορά; Της Πίπης της φαίνεται πολύ ύποπτο που ο χρόνος μοιάζει να περνάει τόσο γρήγορα, κάτι έχει πάει λάθος, μήπως κάτι έχει πάθει το ρολόι του χρόνου και οι δείκτες του γυρνάνε τελείως ανεξέλεγκτα;
     Το βλέμμα της Πίπης θυμίζει ξεκάθαρα αυτό της αγελάδας και το μυαλό της είναι κενό, σαν τη λευκή οθόνη του λάπτοπ, που την κοιτάζει με το βλέμμα της αγελάδας. Μουουουουου!
     Και οι μέρες περνάνε, και η 4η Ιουνίου έρχεται ακόμα πιο κοντά...
     Και τότε, της Πίπης της έρχεται μια ιδέα: θα πάει ταξίδι! Αυτό είναι! Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα; Θα φτιάξει βαλίτσες και θα πάει κάπου, όπου να'ναι, αρκεί να μην βρίσκεται στη Χώρα του διαμερίσματος. "Α, ναι, η εορταστική ανάρτηση... Δυστυχώς, έλειπα στα γενέθλια της Γλωσσοπάθειας, οπότε δεν ήμουν εδώ για να γράψω εορταστική ανάρτηση... Και τώρα η μέρα των γενεθλίων πέρασε, δεν μπορώ να γράφω αναρτήσεις ετεροχρονισμένα, δεν είναι σωστό... Τι να κάνουμε, του χρόνου τώρα..." Και έτσι απλά και όμορφα, θα την αποφύγει την εορταστική ανάρτηση. Και για του χρόνου, έχει χρόνο να το οργανώσει ακόμα καλύτερα.
     Η Πίπη επισκέπτεται τον Κύρο Γρανάζη. Του εξηγεί ότι χρειάζεται ένα όχημα με το οποίο να μπορεί να ταξιδεύει χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεται πού θα διανυκτερεύσει.
     - Έχω ακριβώς ό,τι χρειάζεσαι, λέει ο Κύρος Γρανάζης.
     Και της δείχνει τη φωτογραφία ενός παραμυθένιου σπιτιού επάνω σε ρόδες. Το σπιτάκι είναι πανέμορφο. Ο Γρανάζης αρχίζει τις εξηγήσεις.
     - Το αμάξωμα είναι από οξιά, λέει, τα πατώματα από δρυ, τα πλακάκια του μπάνιου από μάρμαρο, και η μπανιέρα έχει υδρομασάζ. Είναι το πιο πολυτελές μου μοντέλο, και το καλύτερο δε σου το είπα ακόμη: είναι ηλεκτρικό, δεν ρυπαίνει το περιβάλλον.
     - Πολύ ωραίο, λέει η Πίπη, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα: δεν ξέρω να οδηγώ.
     - Α, μην ανησυχείς γι'αυτό, παρ'όλη την παραδοσιακή του εμφάνιση, το όχημα αυτό είναι τελευταίας τεχνολογίας, έχει αυτόματο σύστημα πλοήγησης, και σύστημα GPS με διαρκή σύνδεση μέσω δορυφόρου.
     - Ωραία τότε, θα το πάρω.
     - Τέλεια! Για πότε το θέλεις;
     - Τι εννοείς "για πότε"; Τώρα το θέλω!
     - Α, τώρα δε γίνεται. Το μοντέλο αυτό δεν είναι ετοιμοπαράδοτο, κατασκευάζεται επί παραγγελία, για να μπορεί ο πελάτης να το προσαρμόζει στα γούστα του.
     - Και, δηλαδή, πότε μπορείς να μου το έχεις έτοιμο;
     - Χμ, για να δούμε, υπολόγισε δυο-τρεις μέρες τα μηχανικά μέρη και ο σκελετός, άλλες δυο-τρεις το αμάξωμα - τα κεραμίδια μόνο θέλουν μια μέρα, είναι ειδική κατασκευή, μοιάζουν παραδοσιακά, αλλά στην πραγματικότητα είναι ηλιακά πάνελ - άλλη μια μέρα τα υδραυλικά, μία τα ηλεκτρικά, άλλη μία τα ηλεκτρονικά, ύστερα πατώματα, πλακάκια, κουφώματα, μετά η επίπλωση, όλα είναι ειδικές κατασκευές, υπολόγισε καμιά εικοσαριά μέρες, αν δουλέψω διπλοβάρδια. Εκτός αν θέλεις και τίποτα έξτρα...
     - Είκοσι μέρες; Μα εγώ θέλω να ταξιδέψω άμεσα.
     - Το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να το έχω έτοιμο σε δέκα μέρες, αν προσλάβω και βοηθό. Αλλά αυτό θα ανεβάσει το κόστος, ο βοηθός, βλέπεις, θα θέλει μισθούς, υπερωρίες και ασφάλεια. Το μόνο που μπορώ να σου προτείνω άμεσα είναι να μιλήσω σε ένα ξαδερφάκι μου που έχει ταξιδιωτικό γραφείο. Οργανώνει ταξίδια σε όλο τον κόσμο, ομαδικά και ατομικά, θα σου βρω οπωσδήποτε θέση σε κάποιο από αυτά. Να του τηλεφωνήσω;
     - Άσε καλύτερα, λέει η Πίπη και φεύγει απογοητευμένη. 
     Πολύ θα το ήθελε αυτό το σπιτάκι, αλλά θα πρέπει να το απαρνηθεί. Θα περιοριστεί, λοιπόν, στην απλούστερη και πολύ φτηνότερη λύση μιας σκηνής. Αλλά πού να πάει να την στήσει;
     Αν το καλοσκεφτεί, το καλύτερο μέρος για τους φυγάδες είναι η παραμυθοχώρα, που είναι γεμάτη περίτεχνους λαβύρινθους, λουλουδιασμένα μονοπάτια και μαγικές κρυψώνες. Επιπλέον, η Πίπη έχει ελευθέρας εκεί, μπορεί να πηγαίνει όποτε θέλει, ούτε βίζα δεν χρειάζεται. Από την άλλη, βέβαια, αυτό είναι πλέον γνωστό, άρα εκεί ακριβώς είναι που θα πάνε να την ψάξουν όλοι. Οπότε, η παραμυθοχώρα απορρίπτεται ασυζητητί. 
     Θα πρέπει να είναι κάπου που δεν την ξέρει κανείς, αλλιώς θα πάει στράφι όλο το σχέδιο. Και οπωσδήποτε πρέπει να αποφύγει τις χώρες όπου βρίσκονται αναγνώστες της Γλωσσοπάθειας. Ανοίγει χάρτες, εγκυκλοπαίδειες, τουριστικά περιοδικά... Και στο μεταξύ φτάνει η 3η Ιουνίου.
     - Πρέπει να φύγω, σήμερα κιόλας, λέει η Πίπη. Και δεν πειράζει που δεν έχω βρει ακόμα προορισμό, το σημαντικό είναι να απουσιάζω αύριο, που είναι τα γενέθλια.
     Οπότε, η Πίπη επιδίδεται σε επείγον πακετάρισμα και βάζει πράγματα στο σακίδιο, και βγάζει πράγματα από το σακίδιο, πρέπει να πάρει μαζί της και υπνόσακο, εκτός από την σκηνή, πρέπει να πάρει και μερικά τρόφιμα, φακό πήρε, άραγε;
     Είναι ήδη σχεδόν μεσάνυχτα, όταν η Πίπη αποφασίζει ότι έχει πάρει ό,τι χρειάζεται και κλείνει το σακίδιό της, πιθανώς οριστικά. 
     - Έτοιμη! λέει και με δυσκολία φορτώνεται το σακίδιο στην πλάτη. 
     Είναι πολύ βαρύ.
     - Ας βγάλω δυο-τρία πράγματα, λέει και ξανανοίγει το σακίδιο.
     Βγάζει δυο μπλούζες, βγάζει ένα ζευγάρι παπούτσια, βγάζει και μια ζακέτα, καλύτερα να τη φορέσει, για να μην την κουβαλάει. Κλείνει το σακίδιο. Αντικουνουπικό πήρε; Ξανανοίγει το σακίδιο.
     Εκείνη την στιγμή ακριβώς, ο λεπτοδείκτης του ρολογιού μετακινείται και κάθεται αναπαυτικά επάνω στο 12. 
     - Ήρθε η 4η Ιουνίου, συμφορά μου, δεν πρόλαβα! λέει η Πίπη. Τι θα κάνω τώρα;
     Αλλά δεν χρειάζεται να πανικοβάλλεται, ας σκεφτεί πιο ψύχραιμα. Είναι πολύ αργά, ο περισσότερος κόσμος κοιμάται τέτοια ώρα, ποιος θα την πάρει είδηση, αν φύγει τώρα, μέσα στο σκοτάδι; Κανείς. Μπορεί άνετα να προσποιηθεί ότι είχε φύγει προτού αλλάξει η μέρα... Μόνο που πρέπει να βιαστεί, η ώρα έχει πάει ήδη 12 και 11.
     Παίρνει τα κλειδιά και κινείται προς την πόρτα, την ώρα που ο λεπτοδείκτης του ρολογιού μετακινείται από το 11 στο 12. Αλλά εκείνη ακριβώς την στιγμή, με το που ο λεπτοδείκτης κοντοστέκεται στο 12, χτυπάει το κουδούνι. Άλλο πάλι και τούτο! Κουδούνι; Τέτοια ώρα;
     - Λάθος θα είναι, λέει η Πίπη, παρ'όλο που ξέρει πολύ καλά ότι τέτοια λάθη δεν γίνονται στις 12 και 12 το βράδυ.
     Το κουδούνι ξαναχτυπάει και η Πίπη, πολύ δισταχτικά αλλά και γεμάτη περιέργεια, ανοίγει την πόρτα. Βλέπει τρεις κοπέλες και ένα κοριτσάκι.
     - Έκπληξη! φωνάζουν και οι τέσσερις μαζί.
     - Τι θέλετε εσείς εδώ, τέτοια ώρα; ρωτάει η Πίπη.
     - Δε μας περίμενες; λέει η μία κοπέλα, αυτή με τα μαύρα μαλλιά. 
     - Μήπως νόμιζες ότι δε θυμόμαστε τα γενέθλια της Γλωσσοπάθειας; λέει η άλλη κοπέλα, αυτή με τα πολύ μακριά, ξανθά μαλλιά.
     - Αφού ξέρεις, τα γενέθλια εμείς δεν τα ξεχνάμε, λέει η τρίτη κοπέλα.
     - Χρόνια πολλά! λέει και το κοριτσάκι, και της προσφέρει το καλαθάκι που κρατάει στο χέρι του.
     - Ευχαριστώ, λέει η Πίπη, αλλά δεν ήταν ανάγκη...
     - Αλήθεια, λέει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά, τι κάνεις τέτοια ώρα με το σακίδιο στην πλάτη;
     - Γύρισες από διακοπές; λέει η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά. Ή μήπως ετοιμαζόσουν να το σκάσεις;
     Η Πίπη δεν ξέρει τι να απαντήσει για να ξεφορτωθεί τις επισκέπτριές της και να γλιτώσει από τις ερωτήσεις τους.
     - Θα σας έλεγα να περάσετε, λέει τελικά, αλλά είναι αργά και ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ...
     - Με τα παπούτσια της πεζοπορίας και το αντιανεμικό κοιμάσαι εσύ; ρωτάει η τρίτη κοπέλα. Τόσα πολλά ρεύματα έχει η Χώρα του διαμερίσματος;
     - Περίεργο, συμπληρώνει και αυτή με τα μαύρα μαλλιά. Θα έπαιρνα όρκο ότι έχει άπνοια.
     Η Πίπη δε λέει τίποτα.
     - Λοιπόν, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, λέει το κοριτσάκι. Δεν ήρθαμε για μια απλή επίσκεψη.
     - Αυτό θα ήταν πολύ βολικό, λέει η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά.
     Το πρόσωπό της φαίνεται πολύ αυστηρό. Το ίδιο και τα πρόσωπα των άλλων τριών.
     - Δεν καταλαβαίνω, λέει η Πίπη.
     - Ούτε εμείς καταλαβαίνουμε τι είχες στο μυαλό σου, όταν αποφάσισες να μας δυσφημίσεις χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, λέει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά.
     Τότε είναι που η Πίπη αρχίζει να καταλαβαίνει.
     - Ποιος σου δίνει το δικαίωμα, παίρνει το λόγο η τρίτη κοπέλα, να μας διασύρεις στον κόσμο και να διαστρεβλώνεις τις ιστορίες μας, ανάλογα με το πώς σε βολεύει;
     - Εγώ απλώς συμμετείχα σε ένα διαδικτυακό δρώμενο...
     - Έχω εγώ ψείρες; ρωτάει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά. Ή μήπως μαστουρώνω με παυσίπονα; Πώς τολμάς να με διαβάλλεις έτσι;
     - Γιατί, εγώ τι είμαι; πετάγεται η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά. Καμιά ξελιγωμένη νυμφομανής, που ξελογιάζει όποιο αρσενικό βρεθεί στον δρόμο της; Ντροπή σου, να λες τέτοια πράγματα για εμένα!
     - Ή μήπως εγώ είμαι μια κακομαθημένη, μεγαλωμένη στα πούπουλα, που από βίτσιο επιλέγει να κυκλοφορεί ξυπόλητη και που πετάει την τύχη της στα σκουπίδια; λέει και η τρίτη κοπέλα. Γιατί δε λες ότι ο πρίγκηπάς μου είναι τέλειος και ότι το καλύτερο πράγμα που έκανα στη ζωή μου ήταν να τον παντρευτώ;
     - Όσο για εμένα, τι να σου πω; λέει και το κοριτσάκι. Δίνεις σεξουαλικό χαρακτήρα σε ένα απλό, καθώς πρέπει παραμύθι; Ο κακός λύκος ετοιμάζεται να σου κάνει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση, παρεμπιπτόντως. Και με το δικηγόρο που έχει προσλάβει, δε σε βλέπω καθόλου καλά. Βάλε στο σακίδιό σου και μερικά ασπρόμαυρα ριγέ ρούχα, να έχεις να πορεύεσαι.
     - Βρε, κορίτσια, μην κάνετε έτσι, κανένας δεν τα πίστεψε αυτά που έγραψα, όλοι ξέρουν ότι πρόκειται για παραμύθια...
     - Ναι, αλλά δεν είναι τα σωστά παραμύθια, λένε και οι τέσσερις με μια φωνή. 
     - Να ανακαλέσεις!  λέει η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά. Να ανακαλέσεις εδώ και τώρα!
     - Μα επρόκειτο για πειραγμένα παραμύθια, αυτό ήταν το ζητούμενο του δρώμενου, πηγαίνετε στο χώρο της Γούμαν να δείτε και να βεβαιωθείτε...
     - Μη μου μιλάς για τη Γούμαν, θα έρθει και η σειρά της, που σου βάζει ιδέες! λέει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι...
     - Πολύ το κουράζουμε, λέει και η τρίτη κοπέλα, αν δεν ανακαλέσεις εδώ και τώρα, εμείς θα καταλάβουμε την Γλωσσοπάθεια και θα σου σβήσουμε όλες τις αναρτήσεις!
     - Όχι, βρε κορίτσια, λυπηθείτε με, τόσο κόπο έκανα να τις γράψω...
     - Κι εμείς κάνουμε κόπο να διατηρούμε τα παραμύθια μας ανάμεσα στα πιο δημοφιλή, αυτό όμως δεν σε πτόησε καθόλου εσένα, λέει το κοριτσάκι.
     - Ξεκίνα την αποκατάστασή μας! λέει η Χιονάτη, αφού αυτή είναι με τα μαύρα μαλλιά.
     - Και μην κάνεις καμιά εξυπνάδα, αλλιώς θα βγάλω το κρυστάλλινο γοβάκι μου και θα το σπάσω στο κεφάλι σου, λέει η Σταχτοπούτα. Και ούτε που μπορείς να φανταστείς πόσο πονάει το κρύσταλλο, ιδιαίτερα όταν σπάει...
     - Ορίστε το λάπτοπ σου, για να γράψεις την ανάρτηση με την οποία θα μας αποκαταστήσεις, λέει η Κοκκινοσκουφίτσα. Και να προσέχεις τα ορθογραφικά λάθη, ικανή σε έχω να μας γελοιοποιήσεις ξανά και μέσω της ορθογραφίας... Και για να μη σου μπαίνουν ιδέες, να σε ενημερώσω ότι είμαι αρκετά μεγάλη πια, του χρόνου πάω στην πέμπτη, και ότι είμαι άσος στην ορθογραφία.
     Και η Πίπη, εκεί που φανταζόταν ότι θα βρισκόταν ήδη μακριά από τη Χώρα του διαμερίσματος, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, βρίσκεται ανάμεσα στη Χιονάτη, την Σταχτοπούτα, την Κοκκινοσκουφίτσα και τη Ραπουνζέλ, και γράφει μία απολογητική ανάρτηση, υπό καθεστώς απειλής, ενώ στο βάθος του μυαλού της έχει γεννηθεί η επιθυμία να γράψει και μη-συμμετοχές για το δρώμενο της Γούμαν, μια που οι μη-συμμετοχές είναι η ειδικότητά της.
     Και μέχρι που αρχίζει να αισθάνεται καλύτερα και να σκέφτεται ότι τα δώδεκα χρόνια και οι δώδεκα μέρες είναι η καλύτερη ηλικία για ένα ιστολόγιο...

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Η Τραπουνζέλ

 

     Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα κοριτσάκι, που το έλεγαν Ραπουνζέλ. Το κοριτσάκι αυτό, ενώ φαινόταν απόλυτα φυσιολογικό, είχε μια πολύ σπάνια πάθηση, που έκανε τα μαλλιά του τόσο γερά που ήταν αδύνατο να κοπούν.
     Αυτό στην αρχή δεν προβλημάτισε κανέναν, ίσα-ίσα που η μαμά της χαιρόταν να βλέπει τα μαλλιά της κόρης της να μεγαλώνουν, αφού έτσι μπορούσε να της φτιάχνει όμορφα κοτσιδάκια και πλεξούδες. Όταν, όμως, τα μαλλιά της Ραπουνζέλ μάκρυναν τόσο, που χρειάζονταν κόψιμο, οι γονείς της κατάλαβαν ότι υπήρχε πρόβλημα.
     Την πήγαν στους καλύτερους κομμωτές, τους πιο φημισμένους, τους πιο ακριβούς. Δεν κατάφεραν τίποτα. Έφεραν αγρότες με δρεπάνια, σαμουράι με σπαθιά, ξυλοκόπους με τσεκούρια. Κανείς τους δεν μπόρεσε να τα κόψει. Την πήγαν σε δερματολόγους. Ούτε οι δερματολόγοι μπόρεσαν να βοηθήσουν. Και αφού τα μαλλιά συνέχιζαν να μακραίνουν και πλέον σέρνονταν στο πάτωμα, η μόνη λύση που υπήρχε ήταν να τυλίξουν τις πλεξούδες της γύρω-γύρω στο κεφάλι της, σαν να φόραγε τουρμπάνι.
     Όμως, και αυτή η λύση ήταν προσωρινή, επειδή τα μαλλιά συνέχιζαν να μακραίνουν και το "τουρμπάνι" άρχισε να μεγαλώνει και να βαραίνει, με αποτέλεσμα η μικρή Ραπουνζέλ να αποκτήσει πονοκεφάλους. Οι γονείς της άρχισαν να καλούν γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, προσπαθώντας να βρουν λύση στο πρόβλημά τους, μέχρι που κάποιος ορθοπεδικός τους είπε ότι η κόρη τους κινδύνευε να πάθει αυχενικό σύνδρομο από το βάρος των μαλλιών της, και ότι δεν ήταν καλό να είναι τα μαλλιά της μαζεμένα επάνω στο κεφάλι της συνέχεια. 
     Τότε οι γονείς αποφάσισαν να λύσουν τα μαλλιά της, αλλά και πάλι υπήρχε πρόβλημα: τα μαλλιά καταλάμβαναν τόσο χώρο, που κάθε τρεις και λίγο όλο και κάποιος μπουρδουκλωνόταν σε αυτά και έτρωγε τα μούτρα του. Και ύστερα από πολλές τούμπες, οι γονείς συνειδητοποίησαν ότι τα μαλλιά είχαν καταλάβει σχεδόν όλο το σπίτι!
     Τελικά, η μόνη λύση που σκέφτηκαν ήταν να μετακομίσουν σε άλλο σπίτι, μεγαλύτερο, για να χωράνε τα μαλλιά της Ραπουνζέλ, αλλά και αυτό το σπίτι, ύστερα από λίγο καιρό, γέμισε μαλλιά. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, η Ραπουνζέλ έπιασε και ψείρες! Πού να φύγουν οι ψείρες από το κεφάλι της, αλλά και από τα κεφάλια των γονιών της, που κόλλησαν ψείρες από εκείνη!
     Η μαμά της Ραπουνζέλ, μια μέρα που έξυνε εντατικά το κεφάλι της, προσπαθώντας να ανακουφιστεί από τη φαγούρα, είχε μια πολύ καλή ιδέα: αντί να μετακομίσουν σε μεγαλύτερο σπίτι, θα μετακόμιζαν σε ψηλότερο, οπότε έτσι θα άφηναν τα μαλλιά να κρέμονται έξω από το σπίτι και όλο το σπίτι θα ήταν δικό τους, επιτέλους!
     Έτσι κι έκαναν, και η Ραπουνζέλ κατέληξε, αναγκαστικά, δίπλα σε ένα παράθυρο, με τα μαλλιά της ριγμένα απ'έξω απ'το παράθυρο, να ξύνεται και να βαριέται. Αλλά πολύ σύντομα, εκτός από τις ψείρες, η Ραπουνζέλ είχε να αντιμετωπίσει και το αυχενικό σύνδρομο, όπως τους είχε προειδοποιήσει ο ορθοπεδικός. Ο ορθοπεδικός επανήλθε για να εκτιμήσει την κατάσταση και, με δεδομένο ότι τα μαλλιά της δεν μπορούσαν να κοπούν με τίποτα, το μόνο που μπόρεσε να συστήσει ήταν δυνατά παυσίπονα και ένα μόνιμο κολλάρο στο λαιμό. Ο λαιμός της Ραπουνζέλ ανακουφίστηκε λίγο, αλλά η καημένη ένιωθε πως είχε μετατραπεί σε άγαλμα, από τον αυχένα και πάνω.
     Όπως ήταν αναμενόμενο, τα μαλλιά μάκρυναν κι άλλο, και κάποια μέρα έφτασαν μέχρι κάτω στο πεζοδρόμιο, με αποτέλεσμα οι περαστικοί να μην μπορούν πια να περάσουν από εκεί, χώρια που στα μαλλιά μπλέκονταν και όλα τα σκουπίδια του δρόμου, για να μη μιλήσουμε για τα αδέσποτα σκυλιά, που κατουρούσαν όπου κι όπου... Έπρεπε να ξαναμετακομίσουν επειγόντως, πιο ψηλά.
     Το πιο ψηλό σπίτι που βρήκαν ήταν ένα διαμέρισμα στην κορυφή ενός ουρανοξύστη, οπότε μετακόμισαν εκεί και η ζωή τους συνεχίστηκε πιο ομαλά, με μόνη τη διαφορά ότι τώρα η Ραπουνζέλ χρειαζόταν να φοράει ενισχυμένο κολλάρο στο λαιμό της. Η Ραπουνζέλ ένιωθε πολύ καλύτερα από κάθε άλλη φορά, αφού από το παράθυρο του διαμερίσματος είχε πολύ καλή θέα, κάτι που όμως δεν συνέβαινε για τους αποκάτω γείτονες, αφού τα μαλλιά της τους είχαν καλύψει τα παράθυρα.
     Πέρασε αρκετός καιρός, και τα μαλλιά της Ραπουνζέλ πλησίαζαν και πάλι το πεζοδρόμιο. Στο μεταξύ, η Ραπουνζέλ είχε γίνει μια όμορφη κοπέλα, λίγο μαστουρωμένη από τα παυσίπονα, βέβαια, αλλά κατά τ'άλλα μια χαρά. 
     Τότε, η μαμά της Ραπουνζέλ είχε μια καταπληκτική ιδέα: η κόρη της θα έδινε παραστάσεις, όπου θα επιδείκνυε τη δύναμη των μαλλιών της. Μπορεί να γνώριζε και κανέναν γαμπρό έτσι. Ενώ, κλεισμένη στο διαμέρισμα, αποκλείεται να γνώριζε κανέναν. Το συζήτησε και με τον μπαμπά και συμφώνησαν. 
     Έτσι, η Ραπουνζέλ ξεκίνησε να επιδεικνύει τη δύναμη των μαλλιών της σε πλατείες, σε πάρκα και σε γήπεδα, τραβώντας με τα μαλλιά της μπουλντόζες,  φορτηγά, νταλίκες γεμάτες βοοειδή, λεωφορεία γεμάτα επιβάτες, και τρένα γεμάτα σιδηρομετάλλευμα. Ο κόσμος έτρεχε να δει την όμορφη κοπέλα με την τεράστια δύναμη και πλήρωνε λεφτά γι'αυτό. Και οι γονείς της είχαν κάθε λόγο να είναι χαρούμενοι.
     Μια μέρα, που η Ραπουνζέλ ξεκουραζόταν δίπλα σε ένα ποτάμι, αφού προηγουμένως η μαμά της, με τη βοήθεια του μπαμπά της, της είχαν λούσει τα μαλλιά και τα είχαν απλώσει στην όχθη να στεγνώσουν, είδε έναν νεαρό με μελαγχολικό βλέμμα, που καθόταν λίγο πιο πέρα και ρέμβαζε.
    - Γεια σου, του είπε η Ραπουνζέλ, πώς σε λένε;
     - Το κανονικό μου όνομα δεν το γνωρίζω, της απάντησε. Αλλά από πολύ μικρό με φωνάζουν Ψαλιδοχέρη.
     Ο Ψαλιδοχέρης είχε τα χέρια του τυλιγμένα σε επίδεσμο.
     - Εμένα με λένε Ραπουνζέλ, είπε η Ραπουνζέλ.
     - Ξέρω ποια είσαι, είπε ο Ψαλιδοχέρης, σε είδα προχθές που τραβούσες δύο μπετονιέρες γεμάτες τσιμέντο με τα μαλλιά σου. Δε σε πονάνε;
     - Έχω συνηθίσει. Εξάλλου, παίρνω και παυσίπονα.
     - Σου αρέσει αυτό που κάνεις;
     - Δεν ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί. Εσύ με τι ασχολείσαι;
     - Είμαι μουσικός.
     - Πολύ ενδιαφέρον. Τι μουσικό όργανο παίζεις;
     - Κιθάρα.
     - Παίζεις σε συγκρότημα;
     - Όχι, μόνος μου παίζω. Στα συγκροτήματα δε με θέλουν.
     - Γιατί;
     - Ραπουνζέλ! ακούστηκε η φωνή της μαμάς της. Στέγνωσαν τα μαλλιά σου, παιδί μου. Τα μαζεύουμε και γυρίζουμε στο σπίτι, ετοιμάσου!
     - Πρέπει να φύγω, είπε η Ραπουνζέλ.
     - Χάρηκα που σε γνώρισα, είπε ο Ψαλιδοχέρης.
     - Θα σε ξαναδώ, άραγε;
     - Εδώ κοντά μένω. Και πολλές φορές έρχομαι στο ποτάμι και χαλαρώνω. Οπότε, πολύ πιθανό να ξανασυναντηθούμε.
     Την επόμενη φορά που η Ραπουνζέλ πήγε με τους γονείς της στο ποτάμι για να λουστεί, την ώρα που οι γονείς της άδειαζαν κουβάδες με νερό στα μαλλιά της για το δεύτερο ξέβγαλμα, εμφανίστηκε και πάλι ο Ψαλιδοχέρης.
     - Γεια σου, Ψαλιδοχέρη, είπε η Ραπουνζέλ, σε περίμενα. Ήθελα να μάθω γιατί δε σε θέλουν στα συγκροτήματα, που μου είπες την άλλη φορά.
     Ο Ψαλιδοχέρης πάλι είχε τα χέρια του τυλιγμένα με επίδεσμο.
     - Τι έχουν τα χέρια σου; τον ρώτησε.
     - Τίποτα δεν έχουν. Απλώς, είναι λίγο... διαφορετικά.
     - Διαφορετικά; Πώς είναι, δηλαδή;
    Ο Ψαλιδοχέρης το σκέφτηκε λίγο.
     - Εντάξει, είπε, θα σου δείξω.
     Ξετύλιξε τον επίδεσμο από το ένα χέρι του και τότε η Ραπουνζέλ είδε κάτι που δεν είχε ξαναδεί.
     - Μα εσύ έχεις λάμες ψαλιδιών αντί για δάχτυλα! είπε. Ώστε γι'αυτό σε φωνάζουν Ψαλιδοχέρη!
     - Κατάλαβες τώρα γιατί δε με θέλουν στα συγκροτήματα;
     - Πώς το έπαθες αυτό;
     - Δεν ξέρω, έτσι γεννήθηκα μάλλον. Είναι κάποια σπάνια πάθηση.
     - Όπως η δικιά μου με τα μαλλιά... Πήγες στο γιατρό;
     - Πήγα σε πολλούς γιατρούς. Δεν υπάρχει θεραπεία, μου είπαν. Μόνο να μου κόψουν τα χέρια. Αλλά εγώ τα χέρια μου τα θέλω, κι ας είναι με τις λάμες.
     - Μάλλον έχεις δίκιο. Ξέρεις, το σκέφτηκα αυτό που με ρώτησες την άλλη φορά. Δε μου αρέσει και τόσο να τραβάω πράγματα με τα μαλλιά μου. Θα προτιμούσα να φτιάχνω τραγούδια και να τραγουδάω.
     - Ε, τότε, αυτό να κάνεις!
     - Αυτό θα κάνω! Απόψε κιόλας θα το πω στους γονείς μου! 
     - Πολύ καλά θα κάνεις!
     - Ραπουνζέλ, ετοιμάσου! ακούστηκε η μαμά της. Στέγνωσαν τα μαλλιά σου!
     Και τα δυο παιδιά αποχαιρετίστηκαν και πάλι.
     Στο σπίτι, η Ραπουνζέλ ανακοίνωσε στους γονείς της τι είχε αποφασίσει.
     - Τι είναι πάλι αυτό; είπε η μαμά της. Πώς θα γίνεις τραγουδοποιός και τραγουδίστρια;
     - Όπως γίνεται όλος ο κόσμος. Εξάλλου, παραστάσεις θα δίνω και τότε, δεν θα έχει και μεγάλη διαφορά από τώρα...
     - Πώς δεν έχει διαφορά; είπε ο μπαμπάς της. Ποιος νομίζεις πως θα έρθει να σε δει να τραγουδάς; Υπάρχουν τόσοι πολλοί που τραγουδάνε. Ενώ σαν κι εσένα, άλλος με τόσο δυνατά μαλλιά δεν υπάρχει.
     - Ναι, αλλά δε μου αρέσει να τραβάω πράγματα με τα μαλλιά μου, το σκέφτηκα.
     - Μη λες χαζομάρες, είμαστε κλεισμένοι για άλλους δύο μήνες και κάθε μέρα μας τηλεφωνούν και για άλλες παραστάσεις. Εξάλλου, έχουμε πάρει προκαταβολές, δεν μπορούμε να τις επιστρέψουμε, μόνο τα σαμπουάν σου κοστίζουν μια περιουσία!
     - Ξέρω τι έγινε, είπε η μαμά της, εκείνος ο νεαρός φταίει, σας είδα που μιλούσατε, εκείνος δεν ήταν και την άλλη φορά στο ποτάμι; Εκείνος σου φούσκωσε τα μυαλά!
     - Δεν φταίει εκείνος, είπε η Ραπουνζέλ, εγώ δε θέλω να τραβάω πράγματα με τα μαλλιά μου!
     - Ποιος νεαρός; ρώτησε ο μπαμπάς της.
     - Και πώς θα τραγουδάς, εξυπνοπούλι μου, συνέχισε η μαμά της, πού θα τα βάζεις τα μαλλιά σου την ώρα που θα τραγουδάς, το έχεις σκεφτεί;
     - Και τώρα μετακινούμαστε...
     - Αν νομίζεις ότι θα κάθομαι εγώ να κουβαλάω τόσα μαλλιά από δω κι από κει, για να γίνει η κόρη μου τραγουδιάρα, είσαι πολύ γελασμένη, είπε ο μπαμπάς της.
     - Και τώρα τα κουβαλάς!
     - Άλλο τώρα.
     - Μα...
     - Δεν έχει μα και ξεμά, συζήτηση τέλος! Και πήγαινε για ύπνο, να ξεκουραστείς, αύριο έχεις διπλή παράσταση. Ποιος είναι αυτός ο νεαρός, βρε γυναίκα;
     Την επόμενη φορά που ξαναείδε τον Ψαλιδοχέρη στο ποτάμι, η Ραπουνζέλ ήταν πολύ στενοχωρημένη.
     - Τι σου συμβαίνει; τη ρώτησε εκείνος. Μίλησες στους γονείς σου για την απόφαση που πήρες;
     - Ραπουνζέλ! ακούστηκε η μαμά της, που είχε δει τον Ψαλιδοχέρη.
     - Φύγε, δε με αφήνουν να σου μιλάω, λένε ότι μου βάζεις ιδέες... του είπε βιαστικά.
     - Κατάλαβα, δεν τους άρεσε η ιδέα να τραγουδάς. Γιατί δεν φεύγεις; Είσαι αρκετά μεγάλη για να ζήσεις μόνη σου, της είπε, ενώ κοιτούσε προς την άλλη πλευρά, προσπαθώντας να μην καταλάβουν οι γονείς της ότι της μιλούσε.
     - Δεν μπορώ, είπε εκείνη, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Δεν μπορώ να μετακινούμαι μόνη μου, με όλα αυτά τα μαλλιά. Τι κρίμα να μην μπορούν να κοπούν...
     - Ίσως εγώ να μπορώ να σε βοηθήσω.
     - Να με βοηθήσεις; Πώς;
     - Ραπουνζέλ! ακούστηκε η μαμά της. Ετοιμάσου, φεύγουμε, θα τα στεγνώσουμε στο σπίτι τα μαλλιά σου σήμερα.
     - Ίσως μπορώ να σου τα κόψω εγώ τα μαλλιά σου, οι λάμες μου είναι πολύ κοφτερές, κόβουν τα πάντα...
     - Σήκω, Ραπουνζέλ! φώναξε η μαμά της.
     Η Ραπουνζέλ δεν χρειάστηκε πολλή ώρα να το σκεφτεί.
     - Κόψ'τα τώρα, του είπε.
     Ο Ψαλιδοχέρης είχε ήδη ξετυλίξει τους επιδέσμους από τα χέρια του. Το επόμενο πράγμα που ακούστηκε ήταν η κραυγή της μαμάς της Ραπουνζέλ, δευτερόλεπτα προτού λιποθυμήσει...
     Ο Ψαλιδοχέρης είχε δίκιο, τα μαλλιά της Ραπουνζέλ κόπηκαν μια χαρά από τις λάμες των χεριών του, και από εκείνη τη μέρα, η ζωή της άλλαξε. Η Ραπουνζέλ, με εντελώς κοντό μαλλί πλέον, άλλαξε το όνομά της σε Τραπουνζέλ και έγινε αυτό που επιθυμούσε, τραγουδοποιός και τραγουδίστρια. Βρήκε και μερικούς μουσικούς και έφτιαξε το δικό της συγκρότημα, που το ονόμασε Τρίχες, για να μην ξεχνάει το μακρυμάλλικο παρελθόν της. Και, εννοείται πως οι Τρίχες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να έχουν για κιθαρίστα τους τον Ψαλιδοχέρη. Η Τραπουνζέλ και οι Τρίχες έγιναν γρήγορα γνωστοί και οι συναυλίες τους διαδέχονταν η μία την άλλη.
     Έτσι, η Ραπουνζέλ, όχι μόνο είχε καταφέρει να ζει όπως είχε διαλέξει, αλλά - το πιο σημαντικό - είχε καταφέρει, επιτέλους, να απαλλαγεί και από το αυχενικό.


     ΥΓ: Αυτή ήταν η τέταρτη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει η Woman in blogs, όπου καλούμαστε να αλλάξουμε τα φώτα σε παραμύθια των αδελφών Γκριμ, σε μία προσπάθεια να τα γνωρίσουμε καλύτερα.  Αυτή τη φορά επέλεξα το παραμύθι της Ραπουνζέλ και καλά να πάθω, αφού εκτός από τα δικά της φώτα αλλάχτηκαν και τα δικά μου. Ήθελα οπωσδήποτε να της κόψω τα μαλλιά, και να της βρω και κάτι να κάνει με αυτά (με τα κοντά μαλλιά), αλλά όλο αυτό ακουγόταν τόσο πεζό, τόσο συνηθισμένο, που δεν μπορούσα να το εντάξω στα πλαίσια ενός παραμυθιού. Και εκεί που σκεφτόμουν να την παρατήσω και να πιάσω κάποιο άλλο παραμύθι, συνειδητοποίησα ότι με την προσθήκη ενός ταυ στο όνομα της Ραπουνζέλ, το όνομα που προκύπτει παραπέμπει ευθέως στην τραπ μουσική, που είναι πολύ της μόδας και καθόλου του γούστου μου. Αποφάσισα, λοιπόν, να κάνω την Ραπουνζέλ τραγουδίστρια. Όσο για το κόψιμο του μαλλιού της, αποφάσισα να το αναθέσω στον Ψαλιδοχέρη (που, σημειωτέον, δεν τον έχω δει, απλώς γνωρίζω αμυδρά περί τίνος πρόκειται), λόγω προϋπηρεσίας. Ο Ψαλιδοχέρης ανταποκρίθηκε με επιτυχία στον απαιτητικό αυτό ρόλο και νομίζω πως έκανε εξαιρετική δουλειά. Ούτε τρίχα δεν πετάει από το κοντοκουρεμένο μαλλί της Τραπουνζέλ! Γούμαν μου, για άλλη μια φορά σε ευχαριστώ για την άφθονη - έστω και αν μερικές φορές είναι ζόρικη - έμπνευση που μου πρόσφερες!

Τρίτη 13 Μαΐου 2025

Η Σταχτοπούτα, που λεγότανε Λουίζα

 


     Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια πολύ όμορφη κοπέλα, που την έλεγαν Λουίζα. Η Λουίζα είχε χάσει τη μαμά της πολύ μικρή, και ο μπαμπάς της είχε ξαναπαντρευτεί και της είχε χαρίσει δυο αδερφούλες, όχι τόσο όμορφες σαν αυτήν, αλλά πολύ καλά κορίτσια.
     Μια μέρα, ο μπαμπάς της μικρής Λουίζας πέθανε και την άφησε μόνη, μαζί με τη μητριά και τις αδερφές της. Στο μεταξύ, βέβαια, η μικρή Λουίζα δεν ήταν και τόσο μικρή, πλησίαζε σε ηλικία γάμου, και ήδη είχαν αρχίσει να φτάνουν προξενιά από παντού. Με τόση ομορφιά και χάρη, ήταν περιζήτητη νύφη.
     Η μητριά της Λουίζας χαιρόταν για τα τόσα προξενιά, αλλά δεν ήθελε να κακοπέσει η προγονή της, οπότε δεν βιαζόταν να επιλέξει γαμπρό. Εξάλλου, είχαν χρόνο ακόμα, γιατί να πάρει η Λουίζα τον πρώτο τυχόντα;
     - Μόνο οι καλύτεροι πρίγκηπες αξίζουν για τις κόρες μου, έλεγε η μητριά της Λουίζας, που δεν την ξεχώριζε από τις αδερφές της.
     Στο μεταξύ, οι τρεις αδερφούλες εκπαιδεύονταν σε όλα αυτά που θα έπρεπε να γνωρίζουν, προκειμένου να είναι απόλυτα προετοιμασμένες για μία βασιλική ζωή: γραφή, ανάγνωση και καλλιγραφία, με δάσκαλο έναν ιερέα, πρώην αρχικαλλιγράφο της Αγίας Έδρας στο Βατικανό, γαλλικά, με δασκάλα μια φημισμένη Γαλλίδα παιδαγωγό, γεννημένη και μεγαλωμένη στο Παρίσι, πιάνο, με πτυχιούχο δασκάλα που είχε μαθητεύσει δίπλα στον Λιστ, κέντημα, με δασκάλα μια πρώην μοναχή από το Μοντ Σαιντ Μισέλ, με ειδίκευση στο κέντημα με χρυσοκλωστή, αλλά και σαβουάρ βιβρ, από μία ηλικιωμένη Ρωσσίδα δούκισσα, απόγονο των Ρομανώφ.
     Με όλη αυτή την εκπαίδευση, η μητριά της Λουίζας ήταν σίγουρη ότι εξασφάλιζε έναν καλό γάμο για τις κορούλες της. Αθώα, καλή μητριά...
     Υπήρχε, βλέπετε, κάτι που η μητριά αγνοούσε: η Λουίζα δεν είχε την παραμικρή διάθεση να παντρευτεί. Εκείνη ονειρευόταν να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, και όχι να περάσει όλη της τη ζωή κλεισμένη σε ένα παλάτι, να κεντάει και να γεννοβολάει διαδόχους. Τα ταξίδια γίνονταν μόνο για δουλειές και οι πρίγκηπες και οι βασιλιάδες δε συνήθιζαν να ταξιδεύουν για δουλειές παρέα με τις γυναίκες τους. Μόνο οι πειρατές πιθανώς να ήταν διαφορετικοί και να έπαιρναν τις γυναίκες τους μαζί στα ταξίδια τους, αλλά εκείνοι δε θεωρούνταν καλοί γαμπροί.
     Η Λουίζα, λοιπόν, δεν ήθελε να παντρευτεί, αλλά η μητριά της και όλη η άτιμη η κοινωνία το ήθελε, και αυτό μόνο προβλήματα μπορούσε να σημαίνει. Η Λουίζα προσπαθούσε επίμονα να βρει έναν τρόπο να αποφύγει το γάμο και, ύστερα από αρκετά ξάγρυπνα βράδια, της ήρθε μια καταπληκτική ιδέα: θα "τσαλάκωνε" την ομορφιά της. Άρχισε, λοιπόν, να μην περιποιείται τον εαυτό της, να μην πολυχτενίζει τα μαλλιά της, να βγαίνει για περίπατο ξυπόλητη στους κήπους το μεσημέρι, χωρίς παρασόλι ή καπέλο, και, γενικά, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να φαίνεται απεριποίητη και άσχημη. Βέβαια, αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο να το καταφέρει, τόσο όμορφη που ήταν.
     Την έβλεπε η μητριά της και ανησυχούσε.
     - Τι να της συμβαίνει; αναρωτιόταν. Πού να τρέχει κάθε μεσημέρι, και μάλιστα ξυπόλητη; Θα γεμίσουν κάλλους τα ποδαράκια της.
     Αλλά προσπαθούσε να είναι διακριτική, επειδή η Λουίζα ήταν στην εφηβεία και είναι γνωστό τι παθαίνει ο άνθρωπος σε αυτή τη φάση της ζωής του.
     - Είσαι καλά, αγάπη μου; τη ρωτούσε όταν την έβλεπε να γυρίζει στο παλάτι το μεσημέρι, μετά τη βόλτα της.
     - Μια χαρά, απαντούσε εκείνη.
     - Είχες πάει βολτούλα;
     - Ναι.
     - Μήπως θα ήταν καλύτερα να φοράς ένα καπελίνο, όταν βγαίνεις; Ο ήλιος είναι πολύ δυνατός το μεσημέρι και θα σε γεμίσει φακίδες. Άσε που μπορεί να πάθεις και ηλίαση.
     - Δεν παθαίνω.
     - Δε φοράς και παπούτσια, βλέπω, και λερωθήκανε τα ποδαράκια σου. Μισό λεπτό να φωνάξω να σου ετοιμάσουν ένα ποδόλουτρο με λεβάντα, να ανακουφιστείς...
     - Μια χαρά είναι τα πόδια μου!
     - Φυσικά, μωρό μου, έχεις υπέροχα πόδια, δεν το συζητώ, ασ'το το ποδόλουτρο, δίκιο έχεις, υπερτιμημένο είναι, έτσι κι αλλιώς... Μήπως πείνασες, να πω να σου ετοιμάσουν ένα ελαφρύ γεύμα; Σήμερα η μαγείρισσα έφτιαξε σούπα από σπαράγγια, ταρτάρ σολωμού με σαλάτα αβοκάντο, αυγά ορτυκιού με τρούφα Προβηγκίας και φιλέτο φασιανού με σως αγριοκέρασου.
     - Εννοείται πως πεινάω, έχω λυσσάξει! Αλλά τι μενού είναι αυτό; Χάθηκε να φτιάξει γεμιστό αγριογούρουνο με κάστανα και πουρέ γλυκοπατάτας, που μου αρέσει;
     - Μα αυτό είναι παχυντικό, αγάπη μου, πρέπει να προσέχουμε τη σιλουέτα μας, όχι ότι εσύ έχεις ανάγκη... Θέλεις να σου ψήσουν λίγο μπον φιλέ και να σου φτιάξουν και λίγο ρυζάκι με λαχανικά στον ατμό;
     - Στον ατμό; Δεν είμαστε καλά! Άρρωστη είμαι; Ας μου βάλουν πέντε αυγά ορτυκιού με τρούφα Προβηγκίας, αλλά να προσθέσουν και δυο-τρία λουκάνικα μέσα... και να μου βάλουν και δυο φιλέτα φασιανού με σως αγριοκέρασου, αλλά να βάλουν και πουρέ γλυκοπατάτας με τη σως αγριοκέρασου. Σκόρδο έχουμε;
     - Τι το θέλεις το σκόρδο;
     - Να το φάω, φυσικά, τι άλλο να το θέλω;
     - Εντάξει, μωρό μου, ό,τι πεις, αλλά μήπως δύο φιλέτα είναι πολλά, και μήπως αντί για λουκάνικα να βάλουν σπαράγγια, και αντί για πουρέ γλυκοπατάτας να βάλουν λίγο μπροκολάκι, που έχει και βιταμίνη C;
     - Γκρμχμχμχ!...
     - Εντάξει, εντάξει, ό,τι πεις, θα δώσω την παραγγελία σου στην κουζίνα, έτσι κι αλλιώς περπατάς κάθε μέρα και τις καις τις θερμίδες...
     - Το σκόρδο μην ξεχάσεις!
     Αλλά, ακόμα και με τις ξυπόλητες βόλτες στον κήπο το καταμεσήμερο, η Λουίζα παρέμενε πανέμορφη. Έβλεπε τις υπηρέτριες του παλατιού και τις ζήλευε, έτσι καμπούρες, ξεχτένιστες και απεριποίητες που ήταν. Καμιά τους δεν κινδύνευε να παντρευτεί. Ενώ εκείνη...
     - Τι κάνεις εκεί, Λουίζα μου; τη ρωτούσε η μητριά της, όταν την έβλεπε τα βράδια, να κάθεται κοντά στο τζάκι, με τα γυμνά της πόδια λερωμένα με στάχτη.
     - Τίποτα δεν κάνω!
     - Γιατί κάθεσαι ξυπόλητη στο τζάκι, παιδί μου, έλα να κάτσεις εδώ με τις αδερφές σου... Κρυώνεις, μήπως; Να πω να σου φέρουν τα παντοφλάκια σου;
     - Μια χαρά είμαι!
     - Μην εκνευρίζεσαι, αγάπη μου, μείνε ξυπόλητη, αφού το θέλεις, αλλά εκεί που κάθεσαι μαυρίζουν τα ποδαράκια σου από την στάχτη, να πω να φέρουν μια λεκανίτσα με νερό...
     - Όχι!
     - Εντάξει, Λουίζα, παιδί μου, όπως θέλεις...
     Και η Λουίζα συνέχιζε να κάθεται ξυπόλητη κοντά στο τζάκι, και να λερώνει τα πόδια της με στάχτη.
     Ένα βράδυ, που η μητριά της, για πολλοστή φορά, προσπάθησε διακριτικά, αλλά χωρίς επιτυχία, να την πείσει να αφήσει τη θέση της κοντά στο τζάκι και να φορέσει παντόφλες, εκείνη πήγε την αντίδρασή της σε άλλο επίπεδο.
     - Εντάξει, Λουίζα μου, ό,τι πεις, είπε η μητριά.
     - Το Λουίζα κομμένη, Σταχτοπούτα από εδώ και πέρα! είπε εκείνη.
     - Τι;
     - Σταχτοπούτα θα είναι το όνομά μου!
     Οι αδερφές της έσκασαν στα γέλια.
     - Τι όνομα είναι αυτό; τη ρώτησαν.
     - Πολύ ωραίο και μοναδικό!
     - Μα πώς μπορούμε να σε φωνάζουμε Σταχτοπούτα, αφού τόσα χρόνια σε έχουμε συνηθίσει Λουίζα;
     - Να ξεσυνηθίσετε!
     Η μητριά της έκανε νόημα στις μικρές να μην το συνεχίσουν, και εκείνες σταμάτησαν.
     - Α, ξέχασα να σας πω, είπε ύστερα από λίγο, τα μάθατε τα νέα;
     - Ποια νέα; ρώτησε η μικρή της κόρη.
     - Ο πρίγκηπας, ο μοναχογιός του βασιλιά και διάδοχος του θρόνου, έχει τα γενέθλιά του μεθαύριο!
     - Αααα! έκαναν με μια φωνή οι μικρές.
     - Ναι, και όχι μόνο αυτό, αλλά για να τα γιορτάσει θα διοργανώσει έναν μεγάλο χορό στο παλάτι.
     - Α, τι ωραία! είπαν οι μικρές. Ωραία δεν είναι, Λουί... Σταχ...το...πούτα;
     - Τι με νοιάζει εμένα;
     - Ρωτάς τι σε νοιάζει; είπε η μητριά. Μα στο χορό θα είναι καλεσμένες όλες οι κοπέλες του βασιλείου, θα είστε και εσείς! Αύριο πάμε για ψώνια! Θα αγοράσουμε τις πιο εντυπωσιακές τουαλέτες!
     - Γιούπι! φώναξαν οι μικρές.
     - Και δε σας είπα και το καλύτερο: Ο πρίγκηπας θα χορέψει με όλες τις κοπέλες, και στο τέλος της βραδιάς θα διαλέξει μία, για να γίνει η γυναίκα του και μελλοντική βασίλισσα!
     - Αλήθεια;
     - Αλήθεια βέβαια! 
     - Λες να διαλέξει μία από εμάς, μαμά;
     - Μία από εσάς τις δύο δεν ξέρω, είστε ακόμα αρκετά μικρές, αλλά ίσως διαλέξει τη Λουίζα μας, που είναι σε πιο κατάλληλη ηλικία...
     Η Λουίζα την αγριοκοίταξε.
     - Την Σταχτοπούτα μας, εννοούσα, διόρθωσε η μητριά το όνομα. Αν, και, μωρό μου, συμφωνώ ότι το Σταχτοπούτα είναι μοναδικό όνομα, αλλά ίσως δεν ταιριάζει και τόσο σε μια πριγκήπισσα, που κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει και βασίλισσα κάποια μέρα, μήπως να το ξανασκεφτόσουν...
     - Μια χαρά ταιριάζει, αλλά έτσι κι αλλιώς, εγώ στο χορό του πρίγκηπα δεν πάω!
     - Γιατί, αγάπη μου; Δε θέλεις να χορέψεις, να διασκεδάσεις; 
     - Δεν πετάω και την σκούφια μου...
     - Ναι, αλλά, δε θέλεις να γίνεις βασίλισσα;
     - Σιγά μη θέλω να γίνω βασίλισσα!
     - Άλλο πάλι και τούτο! Και τι θα ήθελες να γίνεις, δηλαδή; Τι επιλογές υπάρχουν;
     - Οι καλύτερες! Το έχω αποφασίσει: θα γίνω θαλασσοπόρος!
     - Αστειεύεσαι, φαντάζομαι...
     - Καθόλου δεν αστειεύομαι! Και αν πρέπει να παντρευτώ οπωσδήποτε, θα παντρευτώ έναν πειρατή! Τέλος!
     Και η Λουίζα, συγγνώμη, η Σταχτοπούτα ήθελα να πω, σηκώθηκε φουρκισμένη και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας μαύρες πατημασιές στο πάτωμα.
     - Αν η Λουίζα παντρευτεί πειρατή, είπε η μικρή κόρη, εγώ λέω να παντρευτώ έναν ταχυδακτυλουργό...
     - Ωραία ιδέα, είπε και η αδερφή της, κι εγώ τότε θα παντρευτώ έναν θηριοδαμαστή, και θα ταξιδεύουμε και οι δυο μας μαζί, με το ίδιο τσίρκο...
     - Για ηρεμήστε εσείς οι δύο, είπε η μητέρα τους, που ό,τι ακούτε το αντιγράφετε... Η Λουίζα μας απλώς κάνει πείσματα, τον πρίγκηπα θα παντρευτεί στο τέλος, και θα το δείτε.
     - Κι εγώ πρίγκηπα θα παντρευτώ, είπε η μικρή. Πλάκα έκανα.
     - Κι εγώ, είπε η μεγάλη.
     - Μπράβο, τα καλά μου τα κορίτσια! Πηγαίνετε τώρα να κοιμηθείτε, για να ξεκουραστείτε και να είστε φρέσκιες αύριο, που θα πάμε για ψώνια.
     Οι αδερφούλες αποσύρθηκαν για να πάνε για ύπνο και η μητέρα τους έμεινε μόνη της και προβληματισμένη. Η Λουίζα είχε αγριέψει πολύ και φαινόταν αποφασισμένη, όχι μόνο να μην πάει στο χορό, αλλά και να σαμποτάρει κάθε πιθανότητα που είχε για να τη διαλέξει ο πρίγκηπας. Η καημένη η μητριά δεν ήξερε τι να κάνει. Και τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τη νεραϊδονονά της Λουίζας, στέλνοντάς της μήνυμα με την ένδειξη "επείγον".
     Η νεραϊδονονά, γεμάτη ανησυχία, έφτασε άμεσα και η μητριά την ενημέρωσε για τα τερτίπια της βαφτιστήρας της. Η νεραϊδονονά υποσχέθηκε να κάνει ό,τι περνούσε από το ραβδάκι της για να πάνε όλα κατ'ευχήν. Ύστερα, πήγε στο δωμάτιο της Λουίζας.
     - Καλησπέρα, Λουίζα μου, είπε η νεραϊδονονά.
     - Καλώς τη νονά, είπε εκείνη. Πώς και από εδώ, τέτοια ώρα; Δε σε περίμενα.
     - Ήρθα να σου μιλήσω για το χορό του παλατιού.
     - Ωχ, αρχίσαμε..., σκέφτηκε η Λουίζα.
     - Θα πας, φυσικά, έτσι δεν είναι; συνέχισε η νεραϊδονονά.
     Η Λουίζα ήξερε πολύ καλά ότι στη νεραϊδονονά δεν πηγαίνεις κόντρα.
     - Εντάξει, καλά, θα πάω, είπε.
     - Τι μούτρα είναι αυτά; Και θα πας, και θα χορέψεις, και θα περάσεις υπέροχα. Και, εννοείται, θα κερδίσεις και την καρδιά του πρίγκηπα! 
     - Εντάξει, νονά, ό,τι πεις, είπε η Λουίζα.
     - Πότε είναι ο χορός;
     - Μεθαύριο.
     - Εντάξει, λοιπόν, μεθαύριο το βράδυ θα ξανάρθω για να σου φέρω το φόρεμα που θα φορέσεις στο χορό, είπε η νεραϊδονονά. Το ωραιότερο φόρεμα θα σου φτιάξω!
     - Την πάτησα! σκέφτηκε η Λουίζα.
     Το βράδυ του χορού έφτασε και η νεραϊδονονά εμφανίστηκε στο δωμάτιο της Λουίζας.
     - Ορίστε το φόρεμά σου, είπε και το εμφάνισε με ένα κούνημα του ραβδιού της. Είναι ραμμένο με υψηλής ποιότητας νεραϊδοκλωστή και με γνήσια αστερόσκονη. Θα πάθουν πλάκα όσοι το δουν! Σου έφερα και ένα ζευγάρι γυάλινα γοβάκια, φτιαγμένα από κρύσταλλο Βοημίας, για τέλεια εφαρμογή. Τα φοράς και πετάς! Άντε, ντύσου, η ώρα περνάει! 
     Ντύθηκε η Λουίζα, φόρεσε και τα γυάλινα γοβάκια και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Τόσες βόλτες μέσα στο καταμεσήμερο είχαν πάει στράφι.
     - Κούκλα είσαι, είπε η νεραϊδονονά, καλά που έραψα και λίγες σκελίδες σκόρδου στο στρίφωμα για το μάτι... Έλα τώρα να φτιάξουμε και τα μαλλιά σου.
     Κούνησε το ραβδάκι της και τα μαλλιά της Λουίζας χτενίστηκαν όμορφα, από μόνα τους. Η νεραϊδονονά τους έβαλε και λακ, για μεγαλύτερη σταθερότητα.
     - Έτοιμη! είπε η νεραϊδονονά. Βιάσου τώρα, οι αδερφές σου είναι ήδη στην άμαξα και σε περιμένουν. 
     Η νεραϊδονονά συνόδευσε τη Λουίζα στην άμαξα και της έδωσε τη νεραϊδοευχή της.
     - Καλή διασκέδαση και καλή επιτυχία! ευχήθηκε, τόσο στη Λουίζα, όσο και στις αδερφές της. Περιμένω πρόσκληση για το γάμο, είπε σχεδόν ψιθυριστά στη μητριά.
     Η άμαξα με τη Λουίζα και τις αδερφές της έφτασε στο παλάτι λίγο προτού ξεκινήσει ο χορός. Στο μεταξύ, η Λουίζα προσπαθούσε διακριτικά να τσαλακώσει την άψογη εικόνα της, χωρίς επιτυχία. Η λακ στα μαλλιά της είχε δείκτη αντοχής τα 15 Μποφώρ, και η νεραϊδοκλωστή με την οποία είχε ραφτεί το φόρεμα δεν κοβόταν με τίποτα.
      Όλοι έμειναν έκθαμβοι από την ομορφιά της, και μόλις εμφανίστηκε ο πρίγκηπας στη μεγάλη σάλα, το βλέμμα του κατευθείαν καρφώθηκε επάνω της.
     - Χορεύετε; τη ρώτησε, αφού την πλησίασε και υποκλίθηκε ευγενικά.
     - Με πονάει ο κάλλος μου, ήθελε να απαντήσει, αλλά η μητριά της από απέναντι την κοιτούσε επίμονα, οπότε υποκλίθηκε ευγενικά και αφέθηκε στην αγκαλιά του πρίγκηπα. 
     Χόρεψαν για λίγο μέσα στη σάλα και στη συνέχεια, χωρίς να σταματήσουν στιγμή το χορό, ο πρίγκηπας την οδήγησε σε ένα μπαλκόνι, που το έλουζε το φεγγαρόφωτο. 
     - Δεν έχω συναντήσει άλλη σαν κι εσένα, είπε ο πρίγκηπας, καθώς της έκανε μια περιστροφή. Είσαι η πιο όμορφη κοπέλα που έχω δει στη ζωή μου. Από την στιγμή που σε είδα, δεν έχω μάτια για καμία άλλη. Νομίζω ότι βρήκα την αδελφή ψυχή μου, αυτήν που θα γίνει γυναίκα μου. Πώς σε λένε, ομορφιά μου;
     - Σταχτοπούτα.
     - Σταχτοπούτα; Τι όνομα είναι αυτό; 
     - Το βαφτιστικό μου.
     - Εντελώς ακατάλληλο για βασίλισσα, αλλά, μην ανησυχείς, θα βρεθεί μια λύση, τι διάολο, βασιλιάς θα γίνω!
     - Μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό του, σκέφτηκε η Λουίζα.
     - Θα βγάλω ένα διάταγμα και θα το αλλάξω, συνέχισε ο πρίγκηπας. Πώς σου φαίνεται το όνομα Ροζαλίντα; Ήταν το όνομα της αγαπημένης μου φοραδίτσας. Είχαμε πάρει μέρος και σε διεθνείς αγώνες μαζί, είχαμε πάρει και μετάλλια. Δυστυχώς τη χάσαμε πριν από ένα μήνα.
     - Μήπως είναι κομματάκι ηλίθιος; σκέφτηκε η Λουίζα. Τι νομίζει, ότι θα πάρω τη θέση της φοράδας του;
     - Λυπάμαι, είπε. 
     - Ναι, και τώρα θα πρέπει να βρω καινούργια φοράδα. Αλλά καμία δεν είναι σαν τη Ροζαλίντα... Λοιπόν, πώς σου φαίνεται το όνομα Ροζαλίντα;
     - Σίγουρα είναι ηλίθιος, σκέφτηκε η Λουίζα. Και θα γίνει και βασιλιάς, τρομάρα του!
     - Την καινούργια φοράδα θα την ονομάσω αλλιώς, μην ανησυχείς, δε θα έχετε το ίδιο όνομα, συμπλήρωσε ο πρίγκηπας.
     - Α, καλά, αυτός είναι για τα σίδερα! σκέφτηκε η Λουίζα.
     - Δε θα ήθελα να αλλάξω όνομα, του είπε, είμαι συναισθηματικά δεμένη με αυτό που έχω.
     - Καλά, θα σκεφτώ κάποιο άλλο... Να δω τι θα πει και η μαμά...
     - Και μαμμόθρεφτο, σκέφτηκε η Λουίζα. Όλο και καλύτερο γίνεται... Τι θα κάνω τώρα;
     - Θα τις διώξω όλες, είπε ο πρίγκηπας, δεν έχει νόημα να συνεχιστεί ο χορός, εγώ αποφάσισα ποια θα παντρευτώ.
     - Μήπως να τη ρωτούσες κιόλας;
     - Ποια;
     - Αυτή που θα παντρευτείς.
     - Εσύ είσαι αυτή.
     - Αυτήν εννοώ και εγώ.
     - Να σε ρωτήσω, δηλαδή;
     - Ναι.
     - Δεν το επιτρέπει το πρωτόκολλο.
     - Α, υπάρχει και πρωτόκολλο!
     - Φυσικά και υπάρχει! Γιατί δε σου αρέσει το Ροζαλίντα; Είναι ωραίο όνομα... μα τι συμβαίνει, τι έπαθες;
     Η Λουίζα μόλις είχε καταφέρει να βγάλει το ένα της γοβάκι, με αποτέλεσμα να κουτσαίνει.
     - Τι εννοείς; τον ρώτησε.
     - Γιατί ανεβοκατεβαίνεις έτσι;
     - Ααα, αυτό εννοείς... Ε, να...
     - Είσαι κουτσή;
     - Εεε, όχ... δηλαδή, ναι, είμαι λίγο...
     - Μα δεν ήσουν πριν!
     - Ναι, έχω μια σπάνια πάθηση, που ξαφνικά μου παραμορφώνει το πόδι, να, κοίτα!
     Και η Λουίζα σήκωσε λίγο την άκρη του φορέματός της, αφήνοντας να φανεί το λερωμένο με στάχτη ξυπόλητο πόδι της.
     - Μα αυτό είναι τρομερό! είπε ο πρίγκηπας. Όλα μπορώ να τα δεχτώ σε μια γυναίκα, μέχρι και την εξυπνάδα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να παντρευτώ γυναίκα κουτσή, και με μαυρισμένο πόδι, δεν το επιτρέπει το πρωτόκολλο. Ούτε στη μαμά θα αρέσει. Σε κανέναν δε θα αρέσει, δηλαδή.
     Ο πρίγκηπας υποκλίθηκε. 
     - Λυπάμαι, Σταχτοπούτα, είπε, αλλά θα πρέπει να επιστρέψω στη σάλα. Κάποια κοπέλα θα υπάρχει εκεί μέσα που να είναι κατάλληλη για γυναίκα μου, σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Καλή τύχη. Δεν είμαστε πια ζευγάρι. Α, και θα το εκτιμούσα αν εκκένωνες το μπαλκόνι, προτού επιστρέψω με την αρραβωνιαστικιά μου. 
     - Πότε υπήρξαμε ζευγάρι; αναρωτήθηκε η Λουίζα, καθώς κοιτούσε τον πρίγκηπα να απομακρύνεται.
     Λίγο πιο εκεί, το γυάλινο γοβάκι που είχε καταφέρει να βγάλει από το πόδι της έλαμπε στο φεγγαρόφωτο. Και καθώς η Λουίζα το πλησίασε κουτσαίνοντας και έσκυψε να το πιάσει, ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. Μόλις είχε ανακαλύψει τον τρόπο να αποφεύγει τους επίδοξους μνηστήρες...

ΥΓ: Αυτή ήταν η τρίτη μου συμμετοχή στο δρώμενο της Μούσας μου, Woman in blogs, με θέμα τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ. Το ζητούμενο είναι να "πειράξουμε" όποιο παραμύθι των αδελφών Γκριμ θέλουμε, με όποιον τρόπο θέλουμε, είτε αλλάζοντας την τροπή της ιστορίας, είτε αλλάζοντας την εποχή όπου διαδραματίζεται, είτε αλλάζοντας πρωταγωνιστές. Αφού, λοιπόν, ασχολήθηκα με τα παραμύθια της Χιονάτης και της Κοκκινοσκουφίτσας, ήρθε η σειρά της Σταχτοπούτας, στην οποία έδωσα έναν πιο δυναμικό ρόλο, χωρίς να παραλείψω το γυάλινο γοβάκι. Επίσης, συνειδητοποίησα το προφανές, ότι το όνομα Σταχτοπούτα (όπως και το όνομα Κοκκινοσκουφίτσα) αποτελεί παρατσούκλι, οπότε αποφάσισα να της δώσω το πραγματικό της - κατά την γνώμη μου - όνομα. Ομολογώ ότι την "πειραγμένη" Σταχτοπούτα τη διασκέδασα περισσότερο από τις άλλες δύο διασκευές, και νομίζω ότι αυτό φαίνεται. 
Γούμαν μου, τι δρώμενο ήταν αυτό που σκέφτηκες! 

Τρίτη 6 Μαΐου 2025

Η Κοκκινοσκουφίτσα και ο κακός γερο-Λύκος

 

     Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι, που η μαμά του του φορούσε πάντα ένα κόκκινο σκουφάκι και γι'αυτό όλοι το φώναζαν Κοκκινοσκουφίτσα. Στην Κοκκινοσκουφίτσα δεν άρεσε και τόσο αυτό το παρατσούκλι, ούτε να φοράει σκουφί της άρεσε, αλλά αγαπούσε πολύ τη μαμά της και δεν ήθελε να της χαλάει χατήρι, κυρίως επειδή το κόκκινο σκουφάκι το είχε πλέξει η μαμά μόνη της. Παρεμπιπτόντως, το κανονικό όνομα της Κοκκινοσκουφίτσας ήταν Αφροξυλάνθη. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, δηλαδή, στο θέμα του ονόματος.
     Μια μέρα, η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας πήρε τηλέφωνο και είπε ότι ήταν άρρωστη και δεν μπορούσε καλά-καλά να σηκωθεί από το κρεβάτι. Η μαμά της Κοκκινοσκουφίτσας, μόλις το έμαθε, έφτιαξε κοτόσουπα και ύστερα φώναξε την Κοκκινοσκουφίτσα και της είπε:
     - Κοκκινοσκουφίτσα, πάρε αυτό το φαγητοδοχείο να το πας στη γιαγιά σου, που είναι άρρωστη. Έχει μέσα κοτόσουπα που της έφτιαξα για να γίνει γρήγορα καλά. Να προσέχεις στον δρόμο, να περνάς πάντα από τις διαβάσεις των πεζών και από τα φανάρια, και μόνο όταν είναι αναμμένος ο Γρηγόρης, και να μη χαζεύεις δεξιά κι αριστερά. Να πάρεις το κλειδί που η γιαγιά έχει κρυμμένο μέσα στην γλάστρα με το βασιλικό, να ανοίξεις την πόρτα και να μπεις να της δώσεις τη σούπα. Και μην καθήσεις πολλή ώρα και κολλήσεις, να γυρίσεις αμέσως πίσω, εντάξει;
     - Εντάξει, μαμά, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα και, κρατώντας προσεκτικά το φαγητοδοχείο, ξεκίνησε για το σπίτι της γιαγιάς.
     Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και η διαδρομή προς το σπίτι της γιαγιάς ήταν ευχάριστη. Η Κοκκινοσκουφίτσα περπατούσε προσεκτικά, χωρίς να χαζεύει, όπως της είχε πει η μαμά της. Δεν καθυστέρησε ούτε όταν πέρασε μπροστά από ένα μεγάλο παιχνιδάδικο με μια πολύ εντυπωσιακή βιτρίνα, ούτε όταν πέρασε μπροστά από ένα ζαχαροπλαστείο που μοσχομύριζε σοκολάτα.
     Λίγο πιο πέρα, όμως, το μάτι της Κοκκινοσκουφίτσας έπεσε σε μια παιδική χαρά, όπου, εκτός από τις κούνιες, την τσουλήθρα και δυο-τρεις τραμπάλες, υπήρχαν και μερικά παρτέρια γεμάτα πολύχρωμα λουλούδια. Πόσο θα χαιρόταν η γιαγιά της αν, εκτός από την κοτόσουπα, της πήγαινε μαζί και μερικά λουλούδια!
     Η Κοκκινοσκουφίτσα μπήκε στην παιδική χαρά για να κόψει μερικά λουλουδάκια, αλλά οι κούνιες την κοιτούσαν τόσο προκλητικά που δεν μπόρεσε να τους αντισταθεί. Μέσα σε μισό λεπτό είχε ήδη ανέβει σε μία κούνια και κουνιόταν πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, με τα μαλλιά της - όσα ξέφευγαν από το σκουφάκι - και τη φουστίτσα της να ανεμίζουν στον αέρα. 
     Για λίγη ώρα, η Κοκκινοσκουφίτσα περνούσε τόσο ωραία, που ξέχασε και τα λουλουδάκια, και τη γιαγιά, και την κοτόσουπα, αλλά πολύ σύντομα θυμήθηκε τι της είχε ζητήσει να κάνει η μαμά της και τι ήθελε να κάνει και εκείνη, οπότε κατέβηκε από την κούνια και πήγε σε ένα από τα παρτέρια.
     - Γεια σου, μικρούλα, άκουσε μια φωνή, καθώς έκοβε κάτι μαργαρίτες.
     Γύρισε και είδε έναν γεράκο που καθόταν σε ένα παγκάκι εκεί δίπλα.
     - Πώς σε λένε; τη ρώτησε ο γεράκος.
     Η μαμά της της είχε πει να μη μιλάει σε αγνώστους, και τον γεράκο δεν τον γνώριζε, όμως αποφάσισε φερθεί ευγενικά και να μην τον αγνοήσει.
     - Κοκκινοσκουφίτσα, του είπε, επειδή δεν ήθελε να συστηθεί ως Αφροξυλάνθη.
     - Και τι κάνεις εδώ μόνη σου, Κοκκινοσκουφίτσα;
     - Μαζεύω μερικά λουλουδάκια για τη γιαγιά μου.
     - Μα τι καλό παιδί που είσαι, τι ευγενικό, τι καλόκαρδο... Και πού είναι η γιαγιά σου; Είναι κάπου εδώ γύρω;
     - Στο σπίτι της είναι.
     - Α, στο σπίτι της, πολύ ωραία!
     - Ναι, είναι άρρωστη και της πηγαίνω κοτόσουπα που έφτιαξε η μαμά μου.
     - Είναι πολύ νόστιμη η κοτόσουπα, είμαι σίγουρος πως θα είναι πολύ νόστιμη... Και, δε μου λες: μόνη σου πηγαίνεις στη γιαγιά σου; 
     Η Κοκκινοσκουφίτσα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
     - Μα τόσο μικρό κορίτσι και να κυκλοφορεί στην πόλη μόνο του; Πώς μπορείς; 
     - Δεν είμαι τόσο μικρή! είπε και τεντώθηκε λίγο, προσπαθώντας να φανεί πιο ψηλή.
     - Α, μα βέβαια, δεν το είχα προσέξει, έχεις δίκιο, δεν είσαι τόσο μικρή... Δηλαδή, δε φοβάσαι μη χαθείς;
     - Όχι, φυσικά, τον ξέρω τον δρόμο!
     - Και δε φοβάσαι τίποτα, δηλαδή;
     - Όχι!
     - Τι χαριτωμένο κοριτσάκι που είσαι! Και τι όμορφο σκουφάκι είναι αυτό που φοράς!
     - Η μαμά μου το έφτιαξε.
     - Είναι πολύ ωραίο, και ταιριάζει και πολύ ωραία και με το φουστανάκι σου... Μα, πλησίασε λίγο, να σε δω καλύτερα!
     Η Κοκκινοσκουφίτσα δίσταζε.
     - Μήπως με φοβάσαι;
     - Δε σε φοβάμαι, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα, αλλά η μαμά μου μου έχει πει να μη μιλάω σε αγνώστους...
     - Δίκιο έχει η μαμά σου. Αλλά, από την άλλη, μιλάμε ήδη τόση ώρα, θα σου πω και το όνομά μου, οπότε δεν θα είμαι και τόσο άγνωστος, έτσι δεν είναι;    
Η Κοκκινοσκουφίτσα έμεινε σκεφτική.
     - Λύκο με λένε, είπε ο γεράκος.
     - Νίκο;
     - Όχι Νίκο, Λύκο. Αλλά όλοι με φωνάζουν γερο-Λύκο.
     - Περίεργο όνομα έχεις.
     - Ναι, είναι λίγο περίεργο, το ξέρω, αλλά και το δικό σου είναι περίεργο, έτσι δεν είναι;
     Η Κοκκινοσκουφίτσα σκέφτηκε προς στιγμήν να του πει το κανονικό της όνομα, αλλά δεν είπε τίποτα.
     - Και τώρα που συστηθήκαμε και δεν είμαστε πια άγνωστοι, συνέχισε εκείνος, έλα λίγο πιο κοντά μου, να σε δω καλύτερα. Έλα, και θα σου δώσω και μια ωραία καραμέλα.
     Η Κοκκινοσκουφίτσα πλησίασε λίγο.
     - Α, μα και το φορεματάκι σου είναι πολύ καλοφτιαγμένο. Η μαμά σου το έφτιαξε και αυτό;
     - Ναι.
     - Χρυσοχέρα γυναίκα... Από τι ύφασμα είναι;
     - Δεν ξέρω.
     - Από εδώ δεν βλέπω καλά, αλλά αν το πιάσω, θα καταλάβω. Πλησίασε λίγο να δω.
     - Πού είναι η καραμέλα; ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση της.
     - Η καραμέλα; Α, ναι, στην τσέπη μου την έχω. Έλα, πλησίασε, να βάλεις το χέρι σου στην τσέπη μου και να την πάρεις μόνη σου... Δεν πιστεύω να φοβάσαι ακόμη!
     - Όχι, βέβαια, είπε, προσπαθώντας να παραστήσει τη θαρραλέα.
     Η Κοκκινοσκουφίτσα έκανε να πλησιάσει τον γερο-Λύκο.
     - Έτσι μπράβο, έλα λίγο ακόμα πιο κοντά, είπε εκείνος και χαμογέλασε. 
     - Αλτ! ακούστηκε μια δυνατή αντρική φωνή. Τι κάνεις εσύ εδώ, παλιοανώμαλε; 
     Ο γερο-Λύκος γούρλωσε τα μάτια. Η Κοκκινοσκουφίτσα έστρεψε το βλέμμα της προς τη φωνή και είδε έναν αστυνομικό. Και, προτού ενημερώσει τον αστυνομικό ότι τον γεράκο τον έλεγαν γερο-Λύκο και όχι παλιοανώμαλο, ο αστυνομικός τον είχε πιάσει ήδη και τον κρατούσε σφιχτά.
     - Δε σου είπαμε να μην πλησιάζεις τις παιδικές χαρές; είπε ο αστυνομικός στον γερο-Λύκο. Δε σου έγινε μάθημα η τελευταία φορά; Συλλαμβάνεσαι, γύρνα από την άλλη!
     Ο γερο-Λύκος έκανε μεταβολή και έβαλε υπάκουα τα χέρια πίσω από την πλάτη του, ενώ ο αστυνομικός του πέρασε χειροπέδες.
     - Τυχερή ήσουν, μικρή μου, που έτυχε να περνάω από εδώ, είπε ο αστυνομικός. Αλλά, γιατί είσαι μόνη σου, και πού είναι η μαμά σου;
     Και τότε η Κοκκινοσκουφίτσα τα είπε όλα στον αστυνομικό και εκείνος, αφού παρέδωσε τον γερο-Λύκο στο συνάδελφό του για να τον οδηγήσει στον εισαγγελέα, συνόδευσε ο ίδιος την Κοκκινοσκουφίτσα στο σπίτι της γιαγιάς της. Και αφού άφησαν την κοτόσουπα και τα λουλουδάκια στη γιαγιά, και αφού της ευχήθηκαν περαστικά, ο αστυνομικός επέστρεψε την Κοκκινοσκουφίτσα στο σπίτι της. 
     Και εκεί, ο αστυνομικός ενημέρωσε τη μαμά της Κοκκινοσκουφίτσας για τα όσα είχαν συμβεί και της είπε ότι με την ισχύουσα νομοθεσία ήταν πολύ πιθανό ο γερο-Λύκος πολύ σύντομα να ξανακυκλοφορούσε ελεύθερος, αλλά και ότι υπήρχε σχετική νομοθεσία και για τους ακατάλληλους γονείς, οπότε αν ξανάβλεπε την κόρη της να κυκλοφορεί μόνη της στον δρόμο, θα ερχόταν στο σπίτι και θα συλλάμβανε την ίδια για έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο, κάτι που θα μπορούσε πολύ εύκολα να της στερήσει την επιμέλεια της μικρής. Και, ευτυχώς για όλους, η μαμά συνετίστηκε και δεν ξανάφησε την Κοκκινοσκουφίτσα να κυκλοφορήσει μόνη της, μόνο πως το παράκανε λιγάκι, και ύστερα η Κοκκινοσκουφίτσα έτρεχε στους ψυχαναλυτές.
     Αυτό, βέβαια, είναι μια άλλη ιστορία, για ένα άλλο παραμύθι...


ΥΓ1: Ύστερα από γενική απαίτηση να συμμετάσχω στο δρώμενο που διοργανώνει η Woman in Blogs με περισσότερα από ένα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, αλλά κυρίως επειδή με αυτό το δρώμενο η Γούμαν πυροδότησε το μηχανισμό που κινεί τη φαντασία μου, αποφάσισα να πιάσω στα χέρια μου και το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, φέρνοντάς το στη σημερινή εποχή, αλλά μένοντας, κατά κάποιον τρόπο, πιστή στο αρχικό παραμύθι. Θυμίζουμε ότι το ζητούμενο του δρώμενου είναι να "πειράξουμε" με όποιον τρόπο θέλουμε, όποιο παραμύθι των αδελφών Γκριμ θέλουμε, έτσι ώστε να γνωρίσουμε αυτά τα παραμύθια, αλλά και να μπορέσουμε να τα δούμε υπό άλλο πρίσμα. Από ό,τι φαίνεται, ήθελε δεν ήθελε αυτή η μουσίτσα η Γούμαν, έγινε τελικά η Μούσα μου!

ΥΓ2: Θα προσπαθήσω να συγκρατηθώ και να περιμένω τις συμμετοχές και των άλλων, αλλιώς πολύ φοβάμαι ότι η Γούμαν θα πρέπει να μετονομάσει το δρώμενο σε "Ένας Μάιος γεμάτος Πίπη".

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Η Χιονάτη, οι εφτά νάνοι, και κάποιοι ακόμη


     Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν μεγάλο, επιβλητικό, βασιλικό πύργο, ζούσε ένας καθρέφτης. Ήταν μεγάλος και εντυπωσιακός, και είχε μια χρυσή κορνίζα, που ήταν φτιαγμένη με μεράκι και μεγάλη προσοχή. Η βασίλισσα του είχε μεγάλη αδυναμία - ήταν προίκα της, εξάλλου, και τον είχε φέρει από το πατρικό της - και τον επισκεπτόταν κάθε τρεις και λίγο. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, μπροστά στον καθρέφτη, να κοιτάζεται και να στολίζεται.
     Του βασιλιά δεν του πολυάρεσε όλη αυτή η εμμονή της βασίλισσας με τον καθρέφτη, μα, από την άλλη σκεφτόταν ότι η ομορφιά της βασίλισσας ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο την είχε επιλέξει και ότι ήταν λογικό να φροντίζει τόσο την ομορφιά της, αφού ήταν, ίσως, το μεγαλύτερό της προσόν. Έτσι, δεν της έλεγε τίποτα.
     Αυτό που δεν ήξερε, όμως, ο βασιλιάς, ήταν ότι ο καθρέφτης της βασίλισσας, εκτός από όμορφος, ήταν και μαγικός. Εκτός που μπορούσε να σου δείξει τον εαυτό σου, μπορούσε να ταξιδέψει μέσα σε μια στιγμή σε όλο τον κόσμο και να σου δείξει και ό,τι άλλο ήθελες, όπου κι αν αυτό βρισκόταν. Και όχι μόνο αυτό, σου μιλούσε κιόλας. Δηλαδή, μόνο στη βασίλισσα μιλούσε.
     Ετοιμαζόταν κάθε πρωί η βασίλισσα, φορούσε τα βασιλικά της φορέματα, πήγαινε μπροστά στον καθρέφτη και τον ρωτούσε:
     - Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η πιο όμορφη στον κόσμο;
     Και ο καθρέφτης, που εκτός από όμορφος ήταν και έξυπνος, και εκτός από έξυπνος ήταν και εξαιρετικός κόλακας, της απαντούσε:
     - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       μα σαν κι εσένα πουθενά,
       πρώτη είσαι στην ομορφιά,
       και δε σε φτάνει άλλη καμιά.
     Και τότε η βασίλισσα, ευχαριστημένη, αποτραβιόταν για να κάνει τα μποτέ της, όπως κάνει κάθε γυναίκα που σέβεται την ομορφιά της.
     Ο καθρέφτης περνούσε πολύ ωραία και ήταν ευχαριστημένος από τη ζωή του στο παλάτι, μέχρι που μια μέρα, στο δωμάτιό του μπήκε η μοναχοκόρη του βασιλιά, η Χιονάτη, που είχε φτάσει σε ηλικία γάμου χωρίς κανένας να το πάρει είδηση, αφού ο βασιλιάς ήταν απασχολημένος με τις ευθύνες του βασιλείου του και η βασίλισσα ήταν απασχολημένη με την ομορφιά της. 
     Η Χιονάτη είχε μπει στο δωμάτιο εντελώς τυχαία, ψάχνοντας το αγαπημένο της χαμστεράκι, που όλο κρυβόταν στα πιο απίθανα μέρη. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο, και αφού το χαμστεράκι της δε φαινόταν πουθενά, ξαναβγήκε από το δωμάτιο χωρίς καθυστέρηση. Ο καθρέφτης έμεινε ξανά μόνος του στο δωμάτιο. Μόνος και ερωτευμένος.
     Από εκείνη τη μέρα, η μόνη σκέψη του καθρέφτη ήταν πώς να ξαναδεί τη Χιονάτη και πώς να ζήσει για πάντα μαζί της. Και επειδή η Χιονάτη μονοπωλούσε πλέον την σκέψη του, του ήταν εξαιρετικά δύσκολο να λέει κάθε μέρα το ποιηματάκι του στη βασίλισσα, αφού στην πραγματικότητα αυτό που ήθελε να βροντοφωνάξει ήταν ότι η πιο όμορφη στον κόσμο ήταν η αγαπημένη του Χιονάτη! Έσφιγγε όμως τα δόντια και κατάφερνε να μην προδώσει το μυστικό του, αφού ήξερε πολύ καλά ως πού μπορούσε να φτάσει η βασίλισσα για να εξαλείψει τον ανταγωνισμό.
     Όποτε έμενε μόνος του, ο καθρέφτης ταξίδευε όπου βρισκόταν η Χιονάτη και την παρακολουθούσε, να ομορφαίνει μέρα με τη μέρα. Την έβλεπε να μαζεύει λουλούδια στον κήπο και ευχόταν να μπορούσε να της χαρίσει όλα τα λουλούδια του κόσμου, την έβλεπε να σιγοτραγουδάει στο παράθυρό της και ευχόταν να μπορούσε να της κάνει καντάδα, την έβλεπε να χορεύει και ευχόταν να μπορούσε να τη συνοδεύσει σε έναν ωραίο, βασιλικό χορό... Αλλά τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να γίνει, ο καθρέφτης ήταν φυλακισμένος σε εκείνο το δωμάτιο και σε εκείνη την κορνίζα...
     Μια μέρα που η βασίλισσα στάθηκε μπροστά του και του έκανε τη συνηθισμένη ερώτηση, ο καθρέφτης, που είχε περάσει όλο το βράδυ χαζεύοντας τη Χιονάτη που κοιμόταν και ήταν ακόμα υπό την επήρεια της ομορφιάς της, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και της απάντησε:
      - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       σαν τη Χιονάτη πουθενά,
       πρώτη είναι στην ομορφιά,
       και δεν την φτάνει άλλη καμιά.
     - Πώς; φώναξε η βασίλισσα, κάνοντας τον καθρέφτη να συνειδητοποιήσει την βλακεία που είχε μόλις διαπράξει. Για ποια Χιονάτη μιλάς; Γι'αυτό το μυξιάρικο που έπρεπε να ανεχτώ στις φωτογραφίες του γάμου μου;
     Τι να της πει τώρα ο καθρέφτης; Ότι το μυξιάρικο είχε μεγαλώσει και είχε γίνει μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά; Και πώς να καλύψει το λάθος του; Ξερόβηξε και ξαναείπε το σωστό ποιηματάκι:
     - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       μα σαν κι εσένα πουθενά,
       πρώτη είσαι στην ομορφιά,
       και δε σε φτάνει άλλη καμιά.
     - Τι είπες για τη Χιονάτη; επέμεινε η βασίλισσα στην προηγούμενή του απάντηση. Είναι εκείνη η πιο όμορφη στον κόσμο;
     - Όχι, βασίλισσά μου, είπε εκείνος. Πριν, απλώς είχα βραχνιάσει και δεν ακούστηκα καθαρά. Γι'αυτό σου επανέλαβα την απάντησή μου. Εσύ είσαι η ομορφότερη σ'όλη την οικουμένη, κι όποιος σε δει χωρίς μιλιά, από το θάμπος, μένει.
     Η βασίλισσα δεν έδωσε συνέχεια, αλλά ούτε πείστηκε από τα λόγια του καθρέφτη. Και από εκείνη τη μέρα τον έβαλε σε επιτήρηση. Άρχισε να έρχεται στο δωμάτιο πιο συχνά και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, να του κάνει την γνωστή ερώτηση, περιμένοντας πότε θα τον πιάσει να ολισθαίνει εκ νέου. Ο καθρέφτης ήταν μονίμως σε επιφυλακή και, αν είχε καρδιά, σίγουρα θα κινδύνευε να πάθει ανακοπή.
     Ο καθρέφτης σκέφτηκε ότι η αγαπημένη του κινδύνευε από τη βασίλισσα και ότι με κάποιον τρόπο θα έπρεπε να την προστατεύσει. Ενώ, όμως, εκείνος προσπαθούσε να σώσει τη Χιονάτη, εκείνη άρχισε να ερωτοτροπεί με έναν πρίγκηπα από ένα γειτονικό βασίλειο. Πήγαιναν μαζί βόλτα, χεράκι-χεράκι, μέχρι την άκρη του δάσους, τραγουδούσαν μαζί ερωτικά τραγούδια και πετούσαν κέρματα μέσα στο πηγάδι, ξάπλωναν δίπλα-δίπλα στο γρασίδι... Και, παρ'όλο που δεν είχε καρδιά, ο καθρέφτης ένιωσε να τον κυριεύει ο θυμός, με όλα αυτά που έβλεπε. 
     Πώς μπορούσε εκείνη να φέρεται έτσι, την στιγμή μάλιστα που αυτός έσπαγε το μυαλό του - τρόπος του λέγειν - προσπαθώντας να την προστατέψει από τη ζηλόφθονη μητριά της;
     - Αχάριστη! είπε ο καθρέφτης, τυφλωμένος από τη ζήλια του. Τώρα θα δεις! 
     Και την επόμενη φορά που η βασίλισσα του έκανε την γνωστή ερώτηση, εκείνος απάντησε με δυνατή φωνή:
     - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       σαν τη Χιονάτη πουθενά,
       Χιονάτη, είσαι σαν ζωγραφιά,
       σκόνη την κάνεις τη μητριά.
     Σκύλιασε η βασίλισσα από το κακό της και αμέσως κατάστρωσε σχέδιο για να εξοντώσει τη Χιονάτη. Την έστειλε στο δάσος να μαζέψει μανιτάρια, δίνοντας κρυφά εντολή στον φρουρό που θα τη συνόδευε να την οδηγήσει πολύ βαθιά μέσα στο δάσος και να την σκοτώσει. Αλλά ο φρουρός τη λυπήθηκε τη Χιονάτη, επειδή πολλές φορές του είχε δώσει καραμέλες, για να πάει στα παιδιά του, και δεν την σκότωσε, αλλά την άφησε στο δάσος, αφού προηγουμένως την ενημέρωσε για τα σχέδια της μητριάς της.
     Ο καθρέφτης τα είδε όλα, φυσικά, αλλά όταν η βασίλισσα του έκανε την γνωστή ερώτηση, εκείνος δεν πρόδωσε αυτά που είχε δει. Είχε μετανιώσει για τη συμπεριφορά του και, επιπλέον, σκέφτηκε πως τώρα που η Χιονάτη βρισκόταν τόσο μακριά από τον αντιπαθητικό, ερωτύλο πρίγκηπα, σύντομα θα τον ξεχνούσε εντελώς, οπότε οι δικές του ελπίδες να την κάνει δική του αναπτερώνονταν.
     Η Χιονάτη έμεινε μόνη της στο δάσος και, ψάχνοντας να βρει κάποιο μέρος να μείνει, τυχαία ανακάλυψε το σπιτάκι όπου έμεναν εφτά νάνοι. Εκείνοι τρόμαξαν λίγο στην αρχή, όταν την είδαν, εξαιτίας του ύψους της, αλλά στη συνέχεια την υποδέχτηκαν με μεγάλη ευγένεια και άκουσαν την ιστορία της. Οι νάνοι είχαν ανατροφή και δεν θα άφηναν ποτέ μια κοπέλα μόνη της στο δάσος. Επιπλέον, καταλάβαιναν ότι η Χιονάτη, αν ήθελε να ζήσει, δεν έπρεπε επ'ουδενί να γυρίσει στο σπίτι της, οπότε της πρότειναν να τη φιλοξενήσουν για όσο καιρό επιθυμούσε. Έτσι, η Χιονάτη άρχισε να ζει στο σπιτάκι των νάνων και περνούσαν όλοι πολύ ωραία.
     Όλα είχαν ηρεμήσει στο παλάτι και η βασίλισσα ήταν η ομορφότερη του κόσμου και ο καθρέφτης ήταν πλέον ήσυχος ότι η Χιονάτη ήταν ασφαλής και κάποια μέρα θα γινόταν δική του. Στο σπιτάκι του δάσους, η Χιονάτη και οι νάνοι περνούσαν υπέροχα και κάθε βράδυ, που οι νάνοι γύριζαν από τη δουλειά τους, έστηναν γλέντι με άφθονο χορό και τραγούδι. Και οι εφτά τραγουδούσαν υπέροχα και ήταν εξαιρετικοί χορευτές. Και, πέρα από μερικά ελαττωματάκια που είχαν - άλλος ήταν λίγο γκρινιάρης, άλλος ήταν λίγο φιλάσθενος, άλλος λίγο ντροπαλός, άλλος λίγο τεμπέλης - όλοι ήταν πολύ καλά παιδιά.
     Μια μέρα, ο μεγαλύτερος από τους νάνους, που του άρεσε πολύ το διάβασμα και γι'αυτό τον έλεγαν Σοφό, τους μάζεψε και τους είπε:
     - Νομίζω ότι μας παρουσιάζεται μια μοναδική ευκαιρία, τώρα που έχουμε τη Χιονάτη ανάμεσά μας.
     - Τι ευκαιρία; ρώτησε ο Χαζούλης, που είχε πάντα τις περισσότερες απορίες από όλους.
     - Έχουμε ήδη φτάσει σε ηλικία γάμου, αλλά εδώ στο δάσος όπου ζούμε είναι πολύ δύσκολο να βρούμε νύφες. Σκέφτηκα, λοιπόν, να προτείνουμε στη Χιονάτη, μια που όλοι τη συμπαθούμε, να διαλέξει έναν από εμάς και να τον παντρευτεί. Τι λέτε; 
     - Ωραία ιδέα! είπαν οι υπόλοιποι νάνοι. 
     Και εκείνο το βράδυ, φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα, έκαναν την πρότασή τους στη Χιονάτη. Εκείνη το σκέφτηκε. Ο πρίγκηπάς της ποιος ξέρει πού θα ήταν τώρα, και σιγά μην φανταζόταν ότι εκείνη βρισκόταν καταμεσίς του δάσους για να την ψάξει, άσε που τον κυνηγούσαν όλες οι πριγκήπισσες της επικράτειας, οπότε θα έβρισκε γρήγορα άλλη! Και, φυσικά, ήταν και το άλλο: Πού θα έβρισκε άντρα στο ύψος της σε εκείνη την ερημιά; Οι νάνοι, μπορεί να ήταν κοντοί, αλλά  ήταν όλοι τους καλά παιδιά, όμορφα, και έπιαναν και τα χέρια τους!
     - Σύμφωνοι, είπε η Χιονάτη στους νάνους. Θα παντρευτώ έναν από εσάς. Απλώς, θέλω λίγες μέρες προθεσμία, για να αποφασίσω ποιον θα παντρευτώ.
     Το άκουσε αυτό ο καθρέφτης και παρά τρίχα να ραγίσει από τα νεύρα του! Αν είναι δυνατόν! Ακόμα και με έναν νάνο θα τον απατούσε;
     - Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η πιο όμορφη στον κόσμο; τον ρώτησε την επόμενη μέρα η βασίλισσα.
     - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       σαν τη Χιονάτη πουθενά,
       μέσα στου δάσους την καρδιά,
       είναι μια σκέτη ομορφιά, απάντησε εκείνος.
     Γυάλισε το μάτι της βασίλισσας. Πώς γινόταν και ζούσε ακόμα η Χιονάτη; Ο καθρέφτης δεν της αποκάλυψε όλες τις λεπτομέρειες, αλλά την ενημέρωσε για το μέρος όπου ζούσε η όμορφη νέα. Και αυτή τη φορά, αφού η βασίλισσα κατάλαβε ότι αν θέλεις να γίνει μια δουλειά πρέπει να την κάνεις μόνος σου, αποφάσισε να πάρει την υπόθεση στα χέρια της.
     Αποτραβήχτηκε στα υπόγεια του πύργου, όπου είχε τα σύνεργα της μαγείας της και, χρησιμοποιώντας τα πιο δηλητηριώδη συστατικά, έφτιαξε ένα πολύ ισχυρό δηλητήριο. Ύστερα, βούτηξε ένα κατακόκκινο μήλο μέσα στο δηλητήριο και το σχέδιό της μπήκε σε εφαρμογή. 
     Η βασίλισσα - που, αν δεν το καταλάβατε ήδη, στην πραγματικότητα ήταν μια κακιά μάγισσα - μεταμορφώθηκε σε μια συμπαθητική γριούλα και, κρατώντας ένα καλάθι, όπου μέσα είχε τοποθετήσει το δηλητηριασμένο μήλο, ακολούθησε τις οδηγίες του καθρέφτη και έφτασε στο σπιτάκι όπου ζούσε η Χιονάτη.
     Την βρήκε να σκουπίζει έξω από το σπιτάκι και προσποιήθηκε ότι δεν αισθανόταν καλά. Η Χιονάτη, πονόψυχη όπως ήταν, της έφερε ένα ποτήρι νερό για να συνέλθει, και εκείνη, τάχα για να την ευχαριστήσει, της πρόσφερε το μήλο.
     Πήρε η Χιονάτη το μήλο, το δάγκωσε, και αμέσως έπεσε κάτω κάτωχρη. Η βασίλισσα είχε πετύχει τον στόχο της, και επέστρεψε στον πύργο της καταχαρούμενη. Βρήκε τον καθρέφτη λίγο θαμπό - επειδή, στο μεταξύ, εκείνος πάλι είχε μετανιώσει για τη συμπεριφορά του και είχε ξεσπάσει σε κλάματα για το θάνατο της αγαπημένης του -, αλλά δεν έδωσε σημασία και του απηύθυνε την γνωστή ερώτηση.
      - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       μα σαν κι εσένα πουθενά,
       πρώτη είσαι στην ομορφιά,
       και δε σε φτάνει άλλη καμιά, απάντησε ο καθρέφτης, με ένα λυγμό στη φωνή του.
     - Έτσι μπράβο! είπε η βασίλισσα και αποσύρθηκε στα διαμερίσματά της.
     Στο μεταξύ, στο δάσος, οι νάνοι είχαν ανακαλύψει την νεκρή Χιονάτη και πλάνταξαν στο κλάμα, κυρίως επειδή είχαν χάσει τη μοναδική γυναίκα που είχε καταδεχτεί να τους δει ως υποψήφιους γαμπρούς. Πήγαν στην πόλη και της παρήγγειλαν το πιο ακριβό φέρετρο που μπορούσαν να αγοράσουν, και πήγαν και βρήκαν και έναν παπά για να τελέσει την κηδεία της.
     Η μέρα της κηδείας έφτασε και ο παπάς, εντυπωσιασμένος, ομολογουμένως, από την ομορφιά της νεκρής κοπέλας, άρχισε να ψέλνει, ενώ οι νάνοι ρουφούσαν διακριτικά τις μύτες τους. Αλλά, μόλις οι νάνοι σήκωσαν το φέρετρο στους ώμους τους για να το μεταφέρουν στον τάφο που είχαν φτιάξει για την Χιονάτη, το φέρετρο τραντάχτηκε, και μαζί με αυτό τραντάχτηκε και η Χιονάτη. Τότε, το κομμάτι του μήλου που είχε δαγκώσει η Χιονάτη έπεσε από το μισάνοιχτο στόμα της και εκείνη, ως δια μαγείας, άνοιξε τα μάτια της!
     Χαρά μεγάλη κυρίεψε τους νάνους, αλλά και τον παπά, που ανακάλυψε ότι η ζωντανή Χιονάτη ήταν απείρως ομορφότερη από τη νεκρή Χιονάτη. Η Χιονάτη διηγήθηκε σε όλους τι είχε συμβεί με την γριούλα με το μήλο και όλοι αποφάσισαν να μην ξαναφάνε ποτέ μήλο στη ζωή τους, απόφαση που ενισχύθηκε και από την επιλογή του παπά να κάνει μια αριστοτεχνική σύνδεση του μήλου που είχε δαγκώσει η Χιονάτη με το μήλο της αμαρτίας που είχε δαγκώσει η Εύα. Η Χιονάτη κοίταξε τον παπά γεμάτη θαυμασμό, και σχεδόν έκπληκτη διαπίστωσε ότι ήταν νέος, ωραίος, και στο ύψος της. Αλλά και εκείνος άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως είχε βιαστεί να φορέσει τα ράσα.
     Λίγες μέρες μετά, η βασίλισσα στάθηκε και πάλι μπροστά στον καθρέφτη.
     - Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η ομορφότερη στον κόσμο;
     Αλλά ο καθρέφτης μόλις είχε δει τη Χιονάτη νυφούλα, στο πλευρό του παπά, ο οποίος είχε τελικά  απαρνηθεί το ράσο για τις χάρες της όμορφης κοπέλας.
     - Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η ομορφότερη στον κόσμο; επανέλαβε η βασίλισσα.
     Ο καθρέφτης ήταν πυρ και μανία. 
     - Ε, όχι και με τον παπά! αναφώνησε ο καθρέφτης εκτός εαυτού και μια τεράστια ρωγμή έσκισε την επιφάνειά του απ'άκρη σ'άκρη, καταστρέφοντάς τον για πάντα.
     - Όχι, μη! φώναξε η βασίλισσα, επειδή η ομορφιά της ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με τον μαγικό καθρέφτη.
     Μονομιάς, το πρόσωπο της βασίλισσας γέμισε ρωγμές, όπως αυτήν του καθρέφτη. Η βασίλισσα κατάλαβε ότι είχε μεταμορφωθεί ανεπιστρεπτί στον πραγματικό, αποτρόπαιο εαυτό της και ότι δεν θα μπορούσε να ξαναεμφανιστεί ποτέ μπροστά στο βασιλιά. Και αφού είχε χάσει οριστικά το σημαντικότερό της προσόν, την ομορφιά της, αποφάσισε να εξαφανιστεί για πάντα. Καβάλησε ένα μαγικό σκουπόξυλο και πέταξε μακριά, αφήνοντας το βασιλιά στην ησυχία του.
     Όσο για τη Χιονάτη, κατάλαβε ότι, τελικά, αν θέλεις, ο κόσμος είναι γεμάτος άντρες. Και οι νάνοι κατάλαβαν ότι, τελικά, μάλλον το ύψος μετράει.



ΥΓ: Αυτή είναι η δική μου συμμετοχή στο δρώμενο που διοργανώνει η Woman in Blogs, που, ύστερα από γενική απαίτηση, επέστρεψε φουριόζα στο ολίγον αραχνιασμένο, αλλά πάντα αγαπημένο μπλογκόσπιτό της. Το ζητούμενο ήταν να "πειράξουμε" παραμύθια των αδελφών Γκριμ με όποιον τρόπο θέλουμε, είτε εισάγοντας νέους πρωταγωνιστές, είτε αλλάζοντας την τροπή των παραμυθιών, είτε αλλάζοντας το περιβάλλον και την εποχή όπου διαδραματίζονται. Ήταν, μάλλον, αυτό που χρειαζόμουν, παίρνοντας το πασίγνωστο παραμύθι της Χιονάτης και δίνοντας έναν μεγαλύτερο ρόλο στον καθρέφτη, αλλά και έναν πιο τσαχπίνικο αέρα στην πρωταγωνίστρια. Γούμαν μου, ομολόγησέ το: για εμένα το έφτιαξες το δρώμενο!