Αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό των μεγάλων γιορτών, αυτό είναι η προσμονή. Αντίστροφη μέτρηση για διακοπές, άδειες, ξεκούραση, ρεβεγιόν, διασκέδαση... Μέχρι και διαφήμιση με αντίστροφη μέτρηση για τα Χριστούγεννα υπάρχει εδώ και χρόνια. Τι άλλο να προσθέσει κανείς; Την προσμονή για τη λήξη του δρώμενου του Γιάννη, ίσως... Αστειεύομαι, φυσικά.
Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ένιωθα ως παιδί την προσμονή για τα Χριστούγεννα ή, κυρίως, για την Πρωτοχρονιά. Νομίζω ότι περίμενα τις διακοπές χωρίς το πρωινό ξύπνημα, με τα πολλά παιδικά και τις εορταστικές ταινίες στην τηλεόραση, και χωρίς να μας στέλνουν για ύπνο νωρίς-νωρίς, αφού δεν θα είχαμε σχολείο. Φυσικά, περίμενα και το στολισμένο δέντρο, το οποίο το στολίζαμε πάντα στις 23 Δεκεμβρίου (άσχετα αν τώρα έχει τύχει να στολίσω και παραμονή βράδυ, το έχω πάει σε άλλο επίπεδο, λέμε), αλλά περίμενα και τα μελομακάρονα, όχι τους κουραμπιέδες. Τους κουραμπιέδες, ούτε να τους φτύσω.
Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ένιωθα ως παιδί την προσμονή για τα Χριστούγεννα ή, κυρίως, για την Πρωτοχρονιά. Νομίζω ότι περίμενα τις διακοπές χωρίς το πρωινό ξύπνημα, με τα πολλά παιδικά και τις εορταστικές ταινίες στην τηλεόραση, και χωρίς να μας στέλνουν για ύπνο νωρίς-νωρίς, αφού δεν θα είχαμε σχολείο. Φυσικά, περίμενα και το στολισμένο δέντρο, το οποίο το στολίζαμε πάντα στις 23 Δεκεμβρίου (άσχετα αν τώρα έχει τύχει να στολίσω και παραμονή βράδυ, το έχω πάει σε άλλο επίπεδο, λέμε), αλλά περίμενα και τα μελομακάρονα, όχι τους κουραμπιέδες. Τους κουραμπιέδες, ούτε να τους φτύσω.
Θυμάμαι, πάντως, πως η παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήταν πηγή τεράστιας απογοήτευσης και μελαγχολίας για εμένα. Κάθε φορά με έβρισκα ολόιδια με τον εαυτό μου του προηγούμενου χρόνου και εξίσου αποτυχημένη. Κανέναν στόχο μου δεν είχα επιτύχει, κανένα από τα μεγαλόπνοα σχέδιά μου της προηγούμενης Πρωτοχρονιάς δεν είχα πραγματοποιήσει. Σκέτη αποτυχία, σας λέω. Αλλά μας έχουν περάσει τόσο ύπουλα την ανάγκη για ετήσιο απολογισμό, που το μόνο που κατάφερνα να κάνω με την αλλαγή του χρόνου ήταν να βάλω νέους στόχους και να καταστρώσω νέα σχέδια (βασικά, πάνω-κάτω τα ίδια με της προηγούμενης χρονιάς ήταν), βάζοντας έτσι γερά τα θεμέλια για το επόμενο Βατερλό μου. Πάλι καλά, δηλαδή, που παραμεγάλωσα τελικά και σταμάτησα τους απολογισμούς...
Θυμάμαι, επίσης, πολύ καθαρά - αφού ήδη ήμουν μεγάλη - την προσμονή που ακολούθησε πριν από πολλά χρόνια, την ιδέα που είχα, χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν, να το παίξω Άγιος Βασίλης της οικογένειας. Επειδή σε αυτήν την οικογένεια ήμαστε πάντα πολύ προσγειωμένοι (τι προσγειωμένοι; πες πακτωμένοι, καλύτερα), η ανταλλαγή δώρων, για κάποιον περίεργο λόγο, ήταν για τους άλλους. Βασικά, το νόημα ήταν: αφού κανονικά τα δώρα τα φέρνει ο Άγιος Βασίλης, αλλά όπως ξέρουμε Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, ποιο το νόημα της ανταλλαγής δώρων; Κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας, δηλαδή, ενήλικες άνθρωποι; Έλεος!
Αλλά εμένα μου ήρθε η ιδέα να τους την φέρω ολονών. Και αυτό με γέμισε χαρά. Κάθε φορά που κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, του χαμογελούσα συνωμοτικά και νοερά έκανα αντίστροφη μέτρηση προς την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, προσπαθώντας να σκεφτώ τον καλύτερο τρόπο ώστε να δράσω χωρίς να με πάρουν χαμπάρι. Και τα κατάφερα. Έκρυψα τα δώρα τους κάτω από τα κρεβάτια τους κάποια στιγμή που ήταν στην κουζίνα ή στο μπάνιο (βοήθησε σημαντικά το ότι δεν τους είχα πάρει αυτοκίνητο, πύραυλο, τρακτέρ ή άλογο, να τα λέμε αυτά), και ένα λεπτό προτού γίνει η αλλαγή του χρόνου πήγα, τάχα τυχαία, στο δωμάτιό τους, έβγαλα τα δώρα από την κρυψώνα τους και τα έβαλα επάνω στα κρεβάτια τους. Ύστερα επέστρεψα, ως αθώα κορασίς, και περίμενα να κάνουμε την αλλαγή του χρόνου, ξέρετε, αναβόσβημα των φώτων, ανοιγοκλείσιμο της πόρτας (όλα κι όλα, μπορεί να μην είμαστε η επιτομή του εορταστικού πνεύματος, αλλά κάποιες παραδόσεις τις κρατάμε)... Και όταν, κάποια στιγμή, τα θύματά μου αποφάσισαν να πάνε για ύπνο, βρήκαν τα δωράκια τους και πολύ τη χάρηκαν την έκπληξή μου. Έκτοτε, το επανέλαβα μερικές φορές (χωρίς κατασκοπικά κόλπα και οσκαρικές σκηνοθεσίες, πλέον), και τελικά το σταμάτησα, αφού χάθηκε ο αρχικός ενθουσιασμός μου και τα συνωμοτικά χαμόγελα στον καθρέφτη, πάντα όμως θυμάμαι εκείνη την πρώτη επιχείρηση "Άγιος Βασίλης".
Φυσικά, δεν θα ξεχάσω ποτέ και μία 23η Δεκεμβρίου, ακόμα παλιότερα, τότε που εγώ ήμουν 9, σχεδόν 10, και η αδερφή μου 6. Οι γονείς μας είχαν φύγει από το σπίτι για να πάνε στην Αθήνα να ψωνίσουν. Όλα πήγαιναν μια χαρά, μέχρι που άρχισε να σκοτεινιάζει. Πρώτη φορά είχαν αργήσει τόσο πολύ. Η ώρα περνούσε και εγώ, ως μεγαλύτερη, άρχισα να ανησυχώ. Σίγουρα κάτι τους είχε συμβεί. Αλλιώς, γιατί δεν είχαν επιστρέψει ακόμη; Όσο το σκεφτόμουν, τόσο πιο πολύ βεβαιωνόμουν. Είχε επέλθει το μοιραίο.
Δεν ήθελα να ανησυχήσω την αδερφή μου, αλλά δεν μπορούσα και να της κρυφτώ. Στο μυαλό μου ήδη μας έβλεπα, σαν σε μαυρόασπρη ταινία, να περπατάμε χεράκι-χεράκι, δύο κοριτσάκια φτωχά και μόνα, μέσα στους έρημους, γκρίζους δρόμους της πόλης. Θα έπρεπε να την προστατεύσω, εγώ ήμουν η μεγάλη αδερφή. Αλλά πώς θα τα κατάφερνα, αφού και εγώ ήμουν παιδάκι; Και με την εικόνα των δυο μας, να περπατάμε μόνες και έρημες μέσα σε μια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία, δεν άργησα να βάλω τα κλάματα. Κορόμηλο το δάκρυ.
Όταν, τελικά, γύρισαν οι γονείς μας και μας βρήκαν με τα πρόσωπα κολλημένα στο τζάμι, μέσα στα δάκρυα, να κλαίμε πρίμο-σεγόντο, φαντάζομαι ότι θα το μετάνιωσαν πικρά που είχαν αργήσει τόσο. Αλλά είχαν λόγο που είχαν αργήσει. Μαζί τους κουβαλούσαν και δύο νάυλον σακούλες. Και μέσα στις σακούλες, υπήρχαν δύο λούτρινα παιχνίδια για εμάς. Αυτό θα πει κάθαρση!
Τα παιχνίδια ήταν τέλεια: μία μπεζ αρκουδίτσα για την αδερφή μου, και ένας γαλαζογκρί ελεφαντάκος για εμένα. Ο ελεφαντάκος ήταν τεράστιος, γέμισε η αγκαλιά μου, δεν είχα φανταστεί ποτέ ένα τόσο μεγάλο παιχνίδι! Ξέχασα και κλάματα, και μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες, και τα πάντα!
Ο ελεφαντάκος είχε ένα κουδουνάκι στην άκρη της προβοσκίδας του. Τον ονόμασα Μπίμπο. Και, όπως μπορείτε να φανταστείτε, δεν μπορούσα να αφήσω την προβοσκίδα του στην τύχη της. Με ξέρετε, δα, εμένα, πώς μου αρέσει η φυσικότητα της κίνησης, από τότε με τον Τζίνι το είχα το κουσούρι. Έτσι, λοιπόν, άρχισα να του κουνάω την προβοσκίδα πάνω-κάτω, για να κάνω ότι τρώει το φαγητό του, τι, νηστικό θα τον άφηνα; Μέχρι το βράδυ, η προβοσκίδα του Μπίμπο είχε χάσει την εκ του εργοστασίου περήφανη ακαμψία της και είχε γείρει πανηγυρικά στο πλάι. Στενοχωρήθηκα, φυσικά, επειδή γενικά τα πρόσεχα τα παιχνίδια μου και δεν ήθελα να χαλάνε. Αλλά η μαμά μου μου είπε ότι έτσι φαινόταν πιο φυσικός - τι πονηρές που είναι οι μαμάδες! - και με έπεισε.
Φυσικά, θα πρέπει να πω και κάτι άλλο: ότι τα μεγέθη είναι σχετικά. Και ότι ο τεράστιος Μπίμπο, που τότε ίσα που μπορούσα να τον αγκαλιάσω, στην πραγματικότητα δεν ήταν πιο ψηλός από 35 πόντους. Και αυτό, φίλοι μου, όταν το συνειδητοποιείς, νιώθεις τι θα πει αποκαθήλωση, προσγείωση και πάκτωση χωρίς επιστροφή!
ΥΓ: Το παρόν, παρ'όλο που αναφέρεται περισσότερο στην Πρωτοχρονιά, είναι η δεύτερη συμμετοχή της Πίπης στο χριστουγεννιάτικο δρώμενο του Γιάννη με τίτλο "Χριστούγεννα σε τέσσερις πράξεις". Ο Μπίμπο μου είπε να σας πω χαιρετίσματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question