Σε χώρα παραμυθένια, πέρα, στους ωκεανούς,
που'χε θάλασσες, ηφαίστεια, όρη, μα και ποταμούς,
η μικρή βασιλοκόρη, μία μέρα με βροχή,
χτύπησε κάτω το πόδι, και σήκωσε και φωνή.
"Φτάνει πια όλο τα ίδια, να τρώω κάθε πρωί,
δε θέλω άλλες τηγανίτες κι ομελέτες με τυρί!
Δε θέλω ψωμί με μέλι, ούτε δημητριακά,
ούτε κέικ με σοκολάτα, ούτε αμυγδαλωτά!"
"Μήπως θέλεις κάροτ κέικ; Μήπως θέλεις τραχανά;
Μήπως θέλεις λουκουμάδες;", είπε ανήσυχη η μαμά.
"Τίποτα απ'αυτά δε θέλω, είναι όλα βαρετά,
κουρασάν μονάχα θέλω, βουτυράτα και ζεστά".
Η μαμά έδωσε τότε στην κουζίνα εντολή
κουρασάν να ετοιμάσουν, για να φάει η μικρή.
"Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη", είπαν όλοι γελαστοί,
μα, η αλήθεια είναι, κανείς τους δεν είχε τη συνταγή.
Τι να ήτανε εκείνο, το περίεργο φαΐ;
Μήπως, άραγε, το φτιάχναν στις κουζίνες του Μπαλί;
Μήπως το είχανε στο Λάος; Μήπως στο Βατικανό;
Το συνόδευαν με ρύζι, ή μήπως με αστακό;
Μήπως στη Σουαζιλάνδη γνώριζαν το κουρασάν;
Να το έτρωγε ο σάχης που διοικούσε το Ιράν;
Μήπως το'ξεραν στην Κίνα; Στην Ινδία; Στο Σουδάν;
Άραγε, το φτιάχναν σκέτο, ή του βάζαν και πεκάν;
Ρώτησαν σεφ στο Παρίσι, βραβευμένους πατισιέρ,
μα κι εκείνοι δεν γνωρίζαν συνταγή άλλη απ'του εκλέρ.
Χάσανε κάθε ελπίδα να βρούνε τη συνταγή,
και τα δάκρυα απ'τα μάτια τρέχαν, σαν από πηγή.
Εκείνη ακριβώς την ώρα, η βασιλική νταντά,
μπήκε μέσα στην κουζίνα για να φάει μια φρυγανιά.
Τους είδε όλους λυπημένους, ρώτησε πώς και γιατί,
κι έμαθε τι είχε ζητήσει η βασιλική μικρή.
"Μην στενοχωριέστε", είπε, "δυο λεπτά, να το σκεφτώ,
τις διαλέκτους των νηπίων ξέρω εγώ να τις μιλώ".
Στάθηκε σε μία άκρη, προσπαθώντας να σκεφτεί,
κι άξαφνα το πρόσωπό της είχε κιόλας φωτιστεί.
"Ηρεμήστε εδώ και τώρα, και στρωθείτε στη δουλειά,
για να φτιάξετε μια ζύμη που την ξέρετε καλά.
Βλέπετε, η βασιλοκόρη, όταν είπε κουρασάν,
εννοούσε, δίχως άλλο, το γνωστό, το κρουασάν".
Καλησπέρα σου Πίπη μου. Η γλώσσα των μωρών, αυτή η ιδιαίτερη μαγική γλώσσα έχει τη δική της αξία. Συναισθηματική, γραμματολογική, γεμάτη αναμνήσεις αλλά και φαντασία αστείρευτη. Τα μωρά είναι απίστευτοι γλωσσοπλάστες, Πίπη μου. Όλοι το έχουμε βιώσει. Μάλιστα είμαι από εκείνους, που έχω κρατήσει στην οικογενειακή μας γλωσσολογία, πολλές από αυτές τις υπέροχες γλώσσες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΞέρεις ότι μού άρεσε πάρα πολύ και αυτό σου το ποίημα. Έχει τη δική του ευαισθησία και φορτώνει τις αναμνήσεις μας.
Υ.Γ. Να είχαμε λίγο ...κουρασάν ε;
Φιλιά, Πίπη μου. Καλή Μεγαλοβδομάδα, αγαπημένη μου φίλη.
Χαίρομαι που σου άρεσε, Γιάννη μου. Το έγραψα για να συγκρατήσω τη λέξη που χρησιμοποιεί η μικρή μου ανηψιά για το κρουασάν. Κατά πως φαίνεται, έχει αυξημένη γλωσσοπλαστική δεινότητα (και με ξελασπώνει και από τη δημιουργική ξηρότητα, χε, χε).
ΔιαγραφήΦιλάκια πολλά και καλό Πάσχα να έχεις, εύχομαι
ΥΓ: Ωραίο το κουρασάν, πράγματι
Τι γλυκό γλωσσοπλαστικό και άκρως γαστρονομικό, κι αυτό σου το δημιούργημα, Πίπη μου! Μια λιγούρα την ένιωσα, για να είμαι ειλικρινής. Υποψιάζομαι ότι είσαι η "αγαπημένη θεία" που δεν χαλάει χατίρι στ' ανίψια της, ε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή Ανάσταση εύχομαι ολόψυχα. Να κυλήσουν γλυκά οι μέρες σου, σαν ένα λαχταριστό φρεσκοψημένο κουρασάν!
Κι εγώ νομίζω ότι είμαι η αγαπημένη τους θεία, Μαρία μου, αν και κάποιες φορές γίνομαι και αυστηρή. Θέλω να πιστεύω ότι κρατάω τις ισορροπίες, πάντως.
ΔιαγραφήΧαίρομαι πολύ που σου άρεσε το ποιηματάκι μου (αν και θα προτιμούσα να μην έχω δύο ποιητικές αναρτήσεις στη σειρά, αλλά δε μου ερχόταν ιδέα για πεζή δημιουργία), και που σου άνοιξε την όρεξη το κουρασάν. Κι εμένα μου την άνοιξε, όπως είδες, έστω κι αν ήταν απλώς όρεξη για δημιουργία.
Καλή Ανάσταση και σε εσένα, με υγεία, εύχομαι.
Πολλά φιλάκια