Έγινε κάπου, κάποτε, μία μεγάλη φάση,
δυο μεθυσμένοι κηπουροί πουλούσαν κολοκάσι.
Φώναζαν πολύ δυνατά, καλώντας τους πελάτες
κι ενόχλησαν μία γιαγιά που έκανε πιλάτες.
Βγήκε στον δρόμο η γιαγιά, ζήτησε ησυχία,
μα εκείνοι την αρχίσανε ευθύς στην κοροϊδία.
Φούντωσε εκείνη, η πίεση ανέβηκε στα ύψη,
γύρισε σπίτι βιαστικά, με χάπι να την ρίξει.
Οι μεθυσμένοι γλίτωσαν, νόμιζαν, την κατσάδα,
μα, ξέρουμε όλοι, την ουρά πίσω την έχει η αχλάδα.
Μέσα σε δυο-τρία λεπτά επέστρεψε εκείνη,
ντυμένη στα ολόλευκα, κι όρμησε σαν μπουρίνι.
Τα ακριβείας χτυπήματα έπεφταν σαν χαλάζι,
ήτανε ένα θέαμα για να το κάνεις χάζι.
"Ήμαρτον" φώναζαν κι οι δυο, μα αυτή χτυπούσε ακόμα,
γεμίσανε με μώλωπες σε όλο τους το σώμα.
Απ'τις φωνές τους ξύπνησε ένα μωρό πιο πέρα,
και βγήκε στο παράθυρο η άυπνη μητέρα.
Είδε το όλο θέαμα, φώναξε, μα ματαίως,
κι ως μόνη λύση σκέφτηκε το εκατό, βεβαίως.
Έφτασε ένα περιπολικό, με φώτα χαλασμένα,
μα είχε λήξει το συμβάν, δεν βρήκανε κανέναν.
Ψάξαν δεξιά, ψάξαν ζερβά, ψάξαν πάνω και κάτω,
μόνο έναν βόα βρήκανε, που είχε αγκαλιά έναν γάτο.
Κάποιος θα πει πως έκαναν ώρα πολλή να 'ρθούνε,
γι'αυτό και δυσκολεύονταν μάρτυρες για να βρούνε.
Όμως, κι ας ήταν Σάββατο, κι η φάση ήταν Δευτέρα,
μήνας, σαφώς, δεν πέρασε απ'την σωστή τη μέρα!
Ως και η καταγγέλουσα, κόντεψε να τους βρίσει,
μόλις πριν λίγο το μωρό είχε ξανακοιμήσει.
Και καθώς χασμουριότανε, θυμίζοντάς τους όρκα,
τους έκλεισε, με δύναμη, στα μούτρα τους, την πόρτα.
Οι δύο αστυνομικοί, δείχνοντας μέγα ζήλο,
φτάσανε σε μια εξώπορτα, με φύλακα έναν σκύλο.
Ρωτήσανε τον φύλακα, τι είχε να καταθέσει,
δυο κοφτερούς κυνόδοντες, μόνο, είχε να εκθέσει.
Πιο κάτω, σε μια αμυγδαλιά, ρωτήσανε μια κίσσα,
μα εκείνη αμέσως πέταξε, με άνεση περίσσια.
Σε μια λακούβα με νερό κατέληξαν οι δυο τους,
κατάθεση να πάρουνε, κοιτώντας τον εαυτό τους.
Ήτανε συνεργάσιμοι, έδωσαν απαντήσεις,
σαφώς και με ακρίβεια, σπάνιο σε ανακρίσεις.
Κι αφού ολοκληρώσανε τα πάντα τόσο φίνα,
επέστρεψαν στο όχημα κι έσβησαν τη σειρήνα.
Εντάξει. Τα ρέστα μου. Τι σουρεάλ σκηνικό κι αυτό! Τι έμπνευση! Πόσο εμπνευσμένες οι ρίμες σου και πόσο με εξέπληξες μ' αυτή την (κρυφή?) πλευρά του ταλέντου σου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλα τα περιμένω πλέον απ' την Πίπη. Μέχρι και μαντινάδες που λέει ο λόγος...
ΥΓ. Πίπη, εύγε σου!
Α, οι μαντινάδες είναι καθαρός δεκαπεντασύλλαβος, η ειδικότης μου, Μαρία μου, δεν θα δυσκολευτώ, πιστεύω!
ΔιαγραφήΏστε σου φάνηκε σουρεάλ το σκηνικό; Έχω την αίσθηση ότι έχω γράψει και πιο σουρεάλ κομμάτια, αλλά, όπως και να'χει, στο σουρεάλ της υπόθεσης συντέλεσαν οι λέξεις που είχα επιλέξει, αλλιώς πώς θα κολλούσαν όλες μαζί; Η καθυστερημένη έλευση των αστυνομικών ήταν ο μόνος τρόπος να δικαιολογήσω την λέξη "μήνας", και η κατάληξη προέκυψε αφού σκέφτηκα πως οι δόλιοι οι αστυνομικοί, παρ'όλες τις δυσκολίες, με κάποιον τρόπο θα έπρεπε να ολοκληρώσουν την αποστολή τους (βλέπεις, τους φαντάστηκα ιδιαίτερα στοχοπροσηλωμένους).
Χαίρομαι που σου άρεσε το αποτέλεσμα.
Να έχεις ένα όμορφο και καθ'όλα νορμάλ βράδυ.
Φιλάκια πολλά
Αμεσότητα και ταχύτητα οι δυνάμεις της αστυνόμευσης έτσι, Πίπη μου; Βρε τι μού θυμίζει, τι μού θυμίζει! Από Δευτέρα που ήταν το γεγονός ...φτάσανε Σάββατο για να το καταγράψουν και να ασχοληθούν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως το καθήκον, καθήκον! Για να είμαστε ξηγημένοι δηλαδή τώρα! Και να πάνε όλα κατ' ευχήν.
Καλή μου φίλη, όμορφο, σατιρικό, γλυκό το ποίημά σου, γεμάτο χιούμορ αλλά και δεικτικό όσο πρέπει.
Στέλνω τα φιλιά μου, την αγάπη μου. Να είσαι γερή και δημιουργική.
Δεν θα είχε πλάκα αλλιώς, Γιάννη μου, εκτός αν έρχονταν άμεσα οι αστυνομικοί και τους πλάκωνε κι αυτούς στις γρήγορες η γιαγιά. Αυτό δεν το σκέφτηκα, για να είμαι ειλικρινής, είναι μία εκδοχή που επίσης θα μπορούσε να έχει "ζουμί"... Το πιο σίγουρο απ'όλα, πάντως, είναι ότι σίγουρα δεν την είχα σκεφτεί την καρατέκα γιαγιά όταν ξεκίνησα να γράφω. Από πού ξεφύτρωσε, ούτε που το κατάλαβα. Τελικά, είναι ύπουλες αυτές οι γιαγιάδες...
ΔιαγραφήΠολλά φιλιά και από εμένα.