Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Υπό καθεστώς απειλής

 

     Πετάχτηκε από τον ύπνο κάθιδρη. Περίμενε μερικά λεπτά για να σταματήσει η ταχυπαλμία που την είχε πιάσει και πήγε στο μπάνιο. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό της και σαν να συνήλθε λίγο. Ο ίδιος εφιάλτης, πέμπτη μέρα τώρα στη σειρά... Κοίταξε το ρολόι που βρισκόταν στο κομοδίνο. Όπου να'ναι θα χτυπούσε το ξυπνητήρι. Το έκλεισε και σηκώθηκε. Έπρεπε να ετοιμαστεί, για να πάει στη δουλειά.
     Λίγη ώρα αργότερα ήταν κιόλας έτοιμη. Βεβαιώθηκε ότι είχε πάρει όλα της τα πράγματα και άνοιξε την πόρτα να φύγει. Το πόδι της σκόνταψε σε κάτι. Κοίταξε να δει τι ήταν. Ένας λευκός, φουσκωτός φάκελος. Ήταν προφανές πως δεν είχε σταλεί με το ταχυδρομείο. Εκτός από τα γραμματόσημα, απουσίαζε το όνομα του αποστολέα, όπως και του παραλήπτη. Αλλά στη δική της πόρτα το είχαν αφήσει. Άρα, για εκείνην ήταν. Έσκυψε και το μάζεψε. Κάτι σκληρό είχε μέσα.
     Από το μυαλό της πέρασαν ταυτόχρονα διάφορα σενάρια, και αρχικά σκέφτηκε να το αφήσει στο σπίτι μέχρι το απόγευμα, που θα επέστρεφε από τη δουλειά και θα είχε όλο τον χρόνο να το δει με την ησυχία της. Όμως, η περιέργειά της ήταν πολύ μεγάλη, οπότε άνοιξε το φάκελο. Τι ήταν αυτό; Ένα μαγνητοφωνάκι; Πόσα χρόνια είχε να δει ένα τέτοιο! Από τότε που ήταν έφηβη και έβαζε κασέτες στο γουόκμαν για να ακούσει την αγαπημένη της μουσική, πηγαίνοντας στο σχολείο. Και, κοίτα σύμπτωση: το μαγνητοφωνάκι είχε μέσα μια κασέτα!
     Γύρισε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ύστερα, πάτησε το play. Ακούστηκε αυτός ο χαρακτηριστικός γρατζουνιστός ήχος των παλιών ηχογραφήσεων, ο γεμάτος παράσιτα. Παράσιτα, που πότε δυνάμωναν και πότε εξασθενούσαν. Αυτό και τίποτα άλλο. Αλλά την στιγμή που το χέρι της πλησίασε να πατήσει το στοπ, μια γυναικεία φωνή ακούστηκε: "Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες." Το χέρι της έμεινε μετέωρο. Από το μαγνητοφωνάκι ακούγονταν και πάλι παράσιτα.
     Τι ήταν αυτό; Κάποιου είδους απειλή; Και από ποιον; Έτσι πρόχειρα μπορούσε να σκεφτεί μερικούς. Ο κύριος Φερφορζέ, παραδείγματος χάριν. Από την αρχή που είχε μετακομίσει στη γειτονιά, αυτός ο βλοσυρός συνταξιούχος ταχυδρόμος δεν είχε σταματήσει να την αγριοκοιτάει, ιδιαίτερα όποτε η τύχη τα έφερνε έτσι ώστε να παρκάρει το αυτοκίνητό της δίπλα στο δικό του. Ή, η κυρία Ντεσανέλ, η ξεπεσμένη αριστοκράτισσα που έμενε στην απέναντι μονοκατοικία, και πίσω από τις κουρτίνες των παραθύρων της παρακολουθούσε όλη τη γειτονιά. Θα μπορούσε, βέβαια, να είναι και η κυρία Φαμφατάλ, η πάλαι ποτέ πρωταγωνίστρια των ταινιών της χρυσής εποχής του γαλλικού κινηματογράφου, αυτή η παλιόγρια με το έντονο κραγιόν και τα πολλά κοσμήματα, με το μικρό, αντιπαθητικό κανίς της, που όλως τυχαίως επέλεγε να κατουράει το δικό της αυτοκίνητο, κάθε φορά που ήταν φρεσκοπλυμένο. Τόσοι πολλοί υποψήφιοι, σε τόσο μικρή απόσταση...
     Προσπάθησε να θυμηθεί όλες τις δυσάρεστες επαφές των τελευταίων ημερών. Με την κυρία Κομιλφό είχαν διαπληκτιστεί για τον κάδο των σκουπιδιών, η κυρία Ντεζολέ την είχε καταβρέξει, τάχα κατά λάθος, την ώρα ακριβώς που είχε καθήσει στον κήπο της για να λιαστεί λίγο, ο κύριος Μακαρόν της είχε πει αυστηρά ότι έπρεπε να κλαδέψει το δέντρο της αυλής της επειδή του έκοβε τη θέα προς το ρολόι της εκκλησίας... Όλοι θα μπορούσαν να της είχαν στείλει αυτό το πακέτο. Και ο κύριος Φερφορζέ λίγο περισσότερο, λόγω πρότερου επαγγελματικού βίου.
     Ξαναγύρισε την κασέτα στην αρχή και ξαναπάτησε το play. Άκουσε την ηχογράφηση πιο προσεκτικά. Δεν ήταν η φωνή της κυρίας Κομιλφό, ούτε της κυρίας Ντεζολέ, ούτε καν της κυρίας Φαμφατάλ. Η γυναίκα που μιλούσε ακουγόταν πολύ νεότερη από τις εκνευριστικές γειτόνισσές της. Κάποιος άλλος πρέπει να τον είχε στείλει το φάκελο. 
     Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε ξανά να αναγνωρίσει τη φωνή. Παρ'όλο που έμοιαζε γνωστή, δεν κατάφερε να την αναγνωρίσει. Λογικά, θα ήταν κάποια φωνή από το μακρινό παρελθόν. Κάποια γνωριμία τόσο παλιά, όσο και το μαγνητοφωνάκι. Αλλά, μια στιγμή: τι ήταν αυτός ο ήχος; Ξαναγύρισε πίσω την κασέτα. Ναι, τώρα τον άκουγε ξεκάθαρα: μια φωνή, σαν από μεγάφωνο που βρισκόταν μακριά, μια φωνή αντρική, με δύναμη υπνωτιστική. Μια τέτοια φωνή ακουγόταν και στον επίμονο εφιάλτη της των τελευταίων ημερών. Τώρα ήξερε. Η φωνή αυτή ήταν η φωνή ενός ιμάμη. Και έκοβε, πλέον, το λαιμό της, ότι τη γυναίκα της ηχογράφησης την είχε γνωρίσει στην Αλγερία.
     Ήταν τότε που ο πατέρας της είχε μετατεθεί στο Αλγέρι για τρία χρόνια, ως υπεύθυνος ενός πολυτελούς ξενοδοχείου του Γαλλικού ομίλου όπου εργαζόταν, και είχε πάρει μαζί του και ολόκληρη την οικογένειά του. Τότε που, μικρό κορίτσι ακόμα, κυκλοφορούσε στους χώρους του ξενοδοχείου όσο πιο διακριτικά γινόταν και έπαιζε με τα παιδιά των καθαριστριών και των γκρουμ στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του μεγάλου γηπέδου γκολφ, προσπαθώντας να γίνει όσο το δυνατόν πιο αόρατη.
     Ποια να ήταν, όμως, η άγνωστη που μιλούσε στο κασετοφωνάκι; Και προς τι ο απειλητικός τόνος του μηνύματος; "Σου μένουν μόνο λίγες μέρες". Μήπως επρόκειτο να την επισκεφτεί, αφού - όπως αποδεικνυόταν - γνώριζε το σπίτι της; Αλλά, όχι, αν ήταν έτσι, γιατί να μην την επισκεφτεί κατευθείαν, παρά να της αφήσει έξω από την πόρτα της το κασετοφωνάκι; Και ποια από όλες τις γνωριμίες της παιδικής της ηλικίας θα ήθελε, άραγε, να την εκδικηθεί; Προσπάθησε να θυμηθεί ονόματα. Αδύνατον, ύστερα από τόσα χρόνια. Έπρεπε να βρει τα πράγματά της από εκείνη την εποχή.
     Πήρε τηλέφωνο στη δουλειά. Προφασίστηκε μία ίωση με συμπτώματα γαστρεντερίτιδας και ζήτησε άδεια. Η Σουζάν, που απάντησε στο τηλέφωνο, της ευχήθηκε τυπικά, και το έκλεισε χωρίς πολλά-πολλά. Ευτυχώς που δεν είχε απαντήσει η Ζυλιέτ, η υπεύθυνη προσωπικού. Αλλιώς, δεν θα την γλίτωνε την ανάκριση. Ξαφνικά, θυμήθηκε κάτι. Έτρεξε στο τραπέζι, όπου βρισκόταν το μαγνητοφωνάκι, και κοίταξε τη μάρκα. Όπως το είχε φανταστεί. Το μαγνητοφωνάκι ήταν ίδιο με εκείνο του αστυνόμου Αμπντελκαντέρ. Πολύ μεγάλη σύμπτωση, ίσως να ήταν και το ίδιο, τώρα που το ξανασκεφτόταν...
     Αυτό οδήγησε την σκέψη της κάπου πιο συγκεκριμένα. Πώς την έλεγαν εκείνη την κοπέλα; Ζαχρά; Λαϊλά; Σαλίμα; Πήγε στο δωμάτιό της. Στη μία άκρη υπήρχε μια πόρτα, που οδηγούσε σε ένα πολύ μικρό, σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν τόσο μικρό και τόσο σκοτεινό, που δεν την εξυπηρετούσε για τίποτα, οπότε το είχε μετατρέψει σε αποθήκη. Ό,τι δεν χρειαζόταν το έβαζε εκεί μέσα και το ξεχνούσε. Εκεί μέσα είχε "πετάξει" και τα πράγματά της από εκείνη την εποχή.
     Αυτό που έψαχνε ήταν μέσα σε ένα κουτί από παπούτσια. Φωτογραφίες, κομματάκια χαρτί με ζωγραφιές ή με αραβικά γράμματα, μια χρωματιστή κορδέλα, δυο βραχιολάκια με χρωματιστές χάντρες, ένας βώλος, κι άλλες φωτογραφίες, ένα γράμμα... Αυτό ήταν. Βιαστικά, λες και την κυνηγούσαν, άνοιξε το γράμμα και άρχισε να διαβάζει...
     - Ράνια την έλεγαν! είπε δυνατά, λες και μιλούσε με κάποιον. Ράνια!
     Αλλά τώρα που ήξερε ποια ήταν η φωνή, είχε καταλάβει επίσης το λόγο για τον απειλητικό τόνο του μηνύματος. Θυμόταν πολύ καλά. Κανείς δεν είχε μιλήσει τότε. Και δεν είχε μιλήσει ούτε εκείνη. Δεν είχε μιλήσει, ούτε όταν ο αστυνόμος Αμπντελκαντέρ είχε τοποθετήσει το μαγνητοφωνάκι μπροστά της και είχε πατήσει το κουμπί εγγραφής.
     - Δεν ξέρω, είχε πει.
     - Η Ράνια λέει ότι ξέρεις πολύ καλά.
     - Δεν ξέρω τίποτα, σας λέω!
     - Και, δηλαδή, η Ράνια λέει ψέματα;
     - ... Δεν ξέρω τι λέει η Ράνια.
     - Λέει ότι ήσουν μπροστά πολλές φορές, όταν ο κύριος Σανμαρτέν τη φώναζε επίμονα στο γραφείο του, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Και εσένα σε είχε φωνάξει, είπε η Ράνια.
     - Δεν είχα πάει στο γραφείο του κυρίου Σανμαρτέν.
     - Δεν είπε ότι είχες πάει, είπε ότι σε είχε φωνάξει. Επίσης, είπε ότι κάθε φορά που σας έβλεπε, προσπαθούσε να βρει αφορμή και να την ακουμπήσει.
     - Δε θυμάμαι, μπορεί...
     - Είπε, επίσης, ότι στις 7 Ιουνίου την είδες που έβγαινε τρέχοντας από το γραφείο του και τη ρώτησες γιατί έτρεχε... Και εκείνη σου τα είπε όλα.
     - Δε θυμάμαι...
     - Δεν μπορεί να μη θυμάσαι, κάτι τέτοιο δεν ξεχνιέται!
     - Δε θυμάμαι.
     - Δηλαδή, ψέματα λέει, όταν κατηγορεί τον κύριο Σανμαρτέν για ασέλγεια σε βάρος της;... Ξέρεις τι σημαίνει ασέλγεια;... Εσένα σε έχει πειράξει ο κύριος Σανμαρτέν; Σε έχει ακουμπήσει με περίεργο τρόπο;
     - Όχι.
     - Λογικό, εσύ είσαι Γαλλίδα. Ενώ η Ράνια, που είναι Αλγερινή... 
     - ...
     - Άκουσέ με, παιδί μου, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, πες την αλήθεια... Η Ράνια είναι φίλη σου, δεν είναι;
     Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
     - Αν ξέρεις κάτι και δεν το λες, η καταγγελία της θα πάει στο αρχείο και ο κύριος Σανμαρτέν θα συνεχίσει τη ζωή του, σαν να μην έγινε τίποτα. Αν, όμως, καταθέσεις και επιβεβαιωθούν τα όσα λέει η Ράνια, ο κύριος Σανμαρτέν θα οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, όπως αρμόζει σε όλους τους εγκληματίες. Αρκεί να πεις τα όσα ξέρεις...
     Και πάλι δεν είχε μιλήσει. Ο αστυνόμος Αμπντελκαντέρ είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την πείσει να μιλήσει, αλλά στο τέλος, όταν πάτησε το στοπ, το μαγνητοφωνάκι δεν είχε καταγράψει τίποτα το επιβαρυντικό για τον κύριο Σανμαρτέν. Ύστερα από ένα μήνα, ο πατέρας της είχε πάρει εκ νέου μετάθεση και είχαν επιστρέψει οικογενειακώς στη Γαλλία. Δεν έμαθε ποτέ τίποτα για την υπόθεση.
     Ξανάβαλε τα πράγματα στο κουτί των παπουτσιών, αλλά δεν μπορούσε να ξαναβάλει μέσα και τις τύψεις, που την κατέκλυσαν. Αν είχε μιλήσει τότε... Γιατί δεν το είχε κάνει; Τι να είχε απογίνει η Ράνια; Πώς είχε ζήσει τη ζωή της; Πολύ άσχημα, προφανώς. Ήταν απόλυτα δικαιολογημένη να της κρατάει κακία. Επειδή, πράγματι της είχε πει τι είχε κάνει ο κύριος Σανμαρτέν: πώς την είχε φωνάξει στο γραφείο του, πώς είχε κλειδώσει την πόρτα, πώς την είχε αρπάξει, πώς την είχε φιμώσει με το ένα χέρι του, ενώ με το άλλο την πασπάτευε βίαια...
     Βγήκε από το σπίτι της και πήρε τους δρόμους. Περπατούσε σαν αλλοπαρμένη, προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό της από τις σκέψεις που το είχαν κατακλύσει. Την έπιασε πονοκέφαλος, αλλά εκείνη συνέχισε να περπατάει. Στο μυαλό της ερχόταν συνέχεια το πρόσωπο της Ράνιας, όταν την είχε δει να βγαίνει τρέχοντας από το γραφείο του κυρίου Σανμαρτέν. Είχε μεγάλα, λυπημένα μάτια η Ράνια...
     Ήταν αργά το βράδυ, όταν επέστρεψε, νηστική και κατάκοπη. Την είχε πάρει την απόφασή της. Δεν θα έφευγε από το σπίτι. Θα καθόταν εκεί, να περιμένει την τιμωρία της. Ήταν το μόνο που της άξιζε, άλλωστε.
     Το επόμενο πρωί, ακούστηκαν σειρήνες. Άνοιξε την πόρτα να δει τι συνέβαινε. Πολλή αστυνομία και πολλά βαν τηλεοπτικών σταθμών ήταν παρκαρισμένα παντού, όπου υπήρχε χώρος, και όπου δεν υπήρχε. Τα είχαν μάθει και εκείνοι; Πώς; Οι κουρτίνες της κυρίας Ντεσανέλ σάλεψαν. Μπήκε ξανά στο σπίτι και άνοιξε την τηλεόραση.
     Όλα τα κανάλια είχαν διακόψει το πρόγραμμά τους και έδειχναν έκτακτη επικαιρότητα. Αναγνώρισε το σπίτι του κυρίου Φερφορζέ. Ο τίτλος της είδησης περνούσε στο επάνω μέρος της οθόνης, με μεγάλα γράμματα: ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΕΚΡΟ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ. ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΒΛΕΠΕΙ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ. ΤΟ ΘΥΜΑ, ΠΡΟΦΑΝΩΣ, ΕΙΧΕ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΔΕΧΟΤΑΝ ΑΠΕΙΛΕΣ. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΠΕΝΤΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ, ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΤΡΙΑ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΑΚΙΑ, ΠΟΥ ΟΛΑ ΠΕΡΙΕΙΧΑΝ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΗΧΗΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΖΗΤΗΣΕ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΙΝΤΕΡΠΟΛ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΝΤΟΠΙΣΤΟΥΝ ΟΙ ΔΡΑΣΤΕΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΔΙΑΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. Έμεινε λες και είχε φάει σφαλιάρα. Ο κύριος Φερφορζέ, κορυφαίο στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών; Για εκείνον ήταν τελικά ο φάκελος με το μαγνητοφωνάκι; 
     - Δεν ήταν για εμένα, σκέφτηκε ανακουφισμένη.
     Την απόφασή της, όμως, εκείνη την είχε πάρει: αυτή τη φορά θα μιλούσε. Και ας ήταν ήδη αργά, και ας είχαν περάσει τόσα χρόνια...

ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: 
"Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.
Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:
"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες".
Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;
Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;
Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.
Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.
Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;"



Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Δώδεκα χρόνια και δώδεκα μέρες

 

     Η Πίπη κοιτάζει το ημερολόγιο. Η 4η Ιουνίου πλησιάζει απειλητικά.
     - Δώδεκα χρόνια και δώδεκα μέρες, μονολογεί. Πάλι θα πρέπει να γράψω εορταστική ανάρτηση για τα γενέθλια της Γλωσσοπάθειας!
     Πότε πέρασε κιόλας ένας χρόνος και μία μέρα από την προηγούμενη φορά; Της Πίπης της φαίνεται πολύ ύποπτο που ο χρόνος μοιάζει να περνάει τόσο γρήγορα, κάτι έχει πάει λάθος, μήπως κάτι έχει πάθει το ρολόι του χρόνου και οι δείκτες του γυρνάνε τελείως ανεξέλεγκτα;
     Το βλέμμα της Πίπης θυμίζει ξεκάθαρα αυτό της αγελάδας και το μυαλό της είναι κενό, σαν τη λευκή οθόνη του λάπτοπ, που την κοιτάζει με το βλέμμα της αγελάδας. Μουουουουου!
     Και οι μέρες περνάνε, και η 4η Ιουνίου έρχεται ακόμα πιο κοντά...
     Και τότε, της Πίπης της έρχεται μια ιδέα: θα πάει ταξίδι! Αυτό είναι! Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα; Θα φτιάξει βαλίτσες και θα πάει κάπου, όπου να'ναι, αρκεί να μην βρίσκεται στη Χώρα του διαμερίσματος. "Α, ναι, η εορταστική ανάρτηση... Δυστυχώς, έλειπα στα γενέθλια της Γλωσσοπάθειας, οπότε δεν ήμουν εδώ για να γράψω εορταστική ανάρτηση... Και τώρα η μέρα των γενεθλίων πέρασε, δεν μπορώ να γράφω αναρτήσεις ετεροχρονισμένα, δεν είναι σωστό... Τι να κάνουμε, του χρόνου τώρα..." Και έτσι απλά και όμορφα, θα την αποφύγει την εορταστική ανάρτηση. Και για του χρόνου, έχει χρόνο να το οργανώσει ακόμα καλύτερα.
     Η Πίπη επισκέπτεται τον Κύρο Γρανάζη. Του εξηγεί ότι χρειάζεται ένα όχημα με το οποίο να μπορεί να ταξιδεύει χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεται πού θα διανυκτερεύσει.
     - Έχω ακριβώς ό,τι χρειάζεσαι, λέει ο Κύρος Γρανάζης.
     Και της δείχνει τη φωτογραφία ενός παραμυθένιου σπιτιού επάνω σε ρόδες. Το σπιτάκι είναι πανέμορφο. Ο Γρανάζης αρχίζει τις εξηγήσεις.
     - Το αμάξωμα είναι από οξιά, λέει, τα πατώματα από δρυ, τα πλακάκια του μπάνιου από μάρμαρο, και η μπανιέρα έχει υδρομασάζ. Είναι το πιο πολυτελές μου μοντέλο, και το καλύτερο δε σου το είπα ακόμη: είναι ηλεκτρικό, δεν ρυπαίνει το περιβάλλον.
     - Πολύ ωραίο, λέει η Πίπη, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα: δεν ξέρω να οδηγώ.
     - Α, μην ανησυχείς γι'αυτό, παρ'όλη την παραδοσιακή του εμφάνιση, το όχημα αυτό είναι τελευταίας τεχνολογίας, έχει αυτόματο σύστημα πλοήγησης, και σύστημα GPS με διαρκή σύνδεση μέσω δορυφόρου.
     - Ωραία τότε, θα το πάρω.
     - Τέλεια! Για πότε το θέλεις;
     - Τι εννοείς "για πότε"; Τώρα το θέλω!
     - Α, τώρα δε γίνεται. Το μοντέλο αυτό δεν είναι ετοιμοπαράδοτο, κατασκευάζεται επί παραγγελία, για να μπορεί ο πελάτης να το προσαρμόζει στα γούστα του.
     - Και, δηλαδή, πότε μπορείς να μου το έχεις έτοιμο;
     - Χμ, για να δούμε, υπολόγισε δυο-τρεις μέρες τα μηχανικά μέρη και ο σκελετός, άλλες δυο-τρεις το αμάξωμα - τα κεραμίδια μόνο θέλουν μια μέρα, είναι ειδική κατασκευή, μοιάζουν παραδοσιακά, αλλά στην πραγματικότητα είναι ηλιακά πάνελ - άλλη μια μέρα τα υδραυλικά, μία τα ηλεκτρικά, άλλη μία τα ηλεκτρονικά, ύστερα πατώματα, πλακάκια, κουφώματα, μετά η επίπλωση, όλα είναι ειδικές κατασκευές, υπολόγισε καμιά εικοσαριά μέρες, αν δουλέψω διπλοβάρδια. Εκτός αν θέλεις και τίποτα έξτρα...
     - Είκοσι μέρες; Μα εγώ θέλω να ταξιδέψω άμεσα.
     - Το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να το έχω έτοιμο σε δέκα μέρες, αν προσλάβω και βοηθό. Αλλά αυτό θα ανεβάσει το κόστος, ο βοηθός, βλέπεις, θα θέλει μισθούς, υπερωρίες και ασφάλεια. Το μόνο που μπορώ να σου προτείνω άμεσα είναι να μιλήσω σε ένα ξαδερφάκι μου που έχει ταξιδιωτικό γραφείο. Οργανώνει ταξίδια σε όλο τον κόσμο, ομαδικά και ατομικά, θα σου βρω οπωσδήποτε θέση σε κάποιο από αυτά. Να του τηλεφωνήσω;
     - Άσε καλύτερα, λέει η Πίπη και φεύγει απογοητευμένη. 
     Πολύ θα το ήθελε αυτό το σπιτάκι, αλλά θα πρέπει να το απαρνηθεί. Θα περιοριστεί, λοιπόν, στην απλούστερη και πολύ φτηνότερη λύση μιας σκηνής. Αλλά πού να πάει να την στήσει;
     Αν το καλοσκεφτεί, το καλύτερο μέρος για τους φυγάδες είναι η παραμυθοχώρα, που είναι γεμάτη περίτεχνους λαβύρινθους, λουλουδιασμένα μονοπάτια και μαγικές κρυψώνες. Επιπλέον, η Πίπη έχει ελευθέρας εκεί, μπορεί να πηγαίνει όποτε θέλει, ούτε βίζα δεν χρειάζεται. Από την άλλη, βέβαια, αυτό είναι πλέον γνωστό, άρα εκεί ακριβώς είναι που θα πάνε να την ψάξουν όλοι. Οπότε, η παραμυθοχώρα απορρίπτεται ασυζητητί. 
     Θα πρέπει να είναι κάπου που δεν την ξέρει κανείς, αλλιώς θα πάει στράφι όλο το σχέδιο. Και οπωσδήποτε πρέπει να αποφύγει τις χώρες όπου βρίσκονται αναγνώστες της Γλωσσοπάθειας. Ανοίγει χάρτες, εγκυκλοπαίδειες, τουριστικά περιοδικά... Και στο μεταξύ φτάνει η 3η Ιουνίου.
     - Πρέπει να φύγω, σήμερα κιόλας, λέει η Πίπη. Και δεν πειράζει που δεν έχω βρει ακόμα προορισμό, το σημαντικό είναι να απουσιάζω αύριο, που είναι τα γενέθλια.
     Οπότε, η Πίπη επιδίδεται σε επείγον πακετάρισμα και βάζει πράγματα στο σακίδιο, και βγάζει πράγματα από το σακίδιο, πρέπει να πάρει μαζί της και υπνόσακο, εκτός από την σκηνή, πρέπει να πάρει και μερικά τρόφιμα, φακό πήρε, άραγε;
     Είναι ήδη σχεδόν μεσάνυχτα, όταν η Πίπη αποφασίζει ότι έχει πάρει ό,τι χρειάζεται και κλείνει το σακίδιό της, πιθανώς οριστικά. 
     - Έτοιμη! λέει και με δυσκολία φορτώνεται το σακίδιο στην πλάτη. 
     Είναι πολύ βαρύ.
     - Ας βγάλω δυο-τρία πράγματα, λέει και ξανανοίγει το σακίδιο.
     Βγάζει δυο μπλούζες, βγάζει ένα ζευγάρι παπούτσια, βγάζει και μια ζακέτα, καλύτερα να τη φορέσει, για να μην την κουβαλάει. Κλείνει το σακίδιο. Αντικουνουπικό πήρε; Ξανανοίγει το σακίδιο.
     Εκείνη την στιγμή ακριβώς, ο λεπτοδείκτης του ρολογιού μετακινείται και κάθεται αναπαυτικά επάνω στο 12. 
     - Ήρθε η 4η Ιουνίου, συμφορά μου, δεν πρόλαβα! λέει η Πίπη. Τι θα κάνω τώρα;
     Αλλά δεν χρειάζεται να πανικοβάλλεται, ας σκεφτεί πιο ψύχραιμα. Είναι πολύ αργά, ο περισσότερος κόσμος κοιμάται τέτοια ώρα, ποιος θα την πάρει είδηση, αν φύγει τώρα, μέσα στο σκοτάδι; Κανείς. Μπορεί άνετα να προσποιηθεί ότι είχε φύγει προτού αλλάξει η μέρα... Μόνο που πρέπει να βιαστεί, η ώρα έχει πάει ήδη 12 και 11.
     Παίρνει τα κλειδιά και κινείται προς την πόρτα, την ώρα που ο λεπτοδείκτης του ρολογιού μετακινείται από το 11 στο 12. Αλλά εκείνη ακριβώς την στιγμή, με το που ο λεπτοδείκτης κοντοστέκεται στο 12, χτυπάει το κουδούνι. Άλλο πάλι και τούτο! Κουδούνι; Τέτοια ώρα;
     - Λάθος θα είναι, λέει η Πίπη, παρ'όλο που ξέρει πολύ καλά ότι τέτοια λάθη δεν γίνονται στις 12 και 12 το βράδυ.
     Το κουδούνι ξαναχτυπάει και η Πίπη, πολύ δισταχτικά αλλά και γεμάτη περιέργεια, ανοίγει την πόρτα. Βλέπει τρεις κοπέλες και ένα κοριτσάκι.
     - Έκπληξη! φωνάζουν και οι τέσσερις μαζί.
     - Τι θέλετε εσείς εδώ, τέτοια ώρα; ρωτάει η Πίπη.
     - Δε μας περίμενες; λέει η μία κοπέλα, αυτή με τα μαύρα μαλλιά. 
     - Μήπως νόμιζες ότι δε θυμόμαστε τα γενέθλια της Γλωσσοπάθειας; λέει η άλλη κοπέλα, αυτή με τα πολύ μακριά, ξανθά μαλλιά.
     - Αφού ξέρεις, τα γενέθλια εμείς δεν τα ξεχνάμε, λέει η τρίτη κοπέλα.
     - Χρόνια πολλά! λέει και το κοριτσάκι, και της προσφέρει το καλαθάκι που κρατάει στο χέρι του.
     - Ευχαριστώ, λέει η Πίπη, αλλά δεν ήταν ανάγκη...
     - Αλήθεια, λέει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά, τι κάνεις τέτοια ώρα με το σακίδιο στην πλάτη;
     - Γύρισες από διακοπές; λέει η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά. Ή μήπως ετοιμαζόσουν να το σκάσεις;
     Η Πίπη δεν ξέρει τι να απαντήσει για να ξεφορτωθεί τις επισκέπτριές της και να γλιτώσει από τις ερωτήσεις τους.
     - Θα σας έλεγα να περάσετε, λέει τελικά, αλλά είναι αργά και ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ...
     - Με τα παπούτσια της πεζοπορίας και το αντιανεμικό κοιμάσαι εσύ; ρωτάει η τρίτη κοπέλα. Τόσα πολλά ρεύματα έχει η Χώρα του διαμερίσματος;
     - Περίεργο, συμπληρώνει και αυτή με τα μαύρα μαλλιά. Θα έπαιρνα όρκο ότι έχει άπνοια.
     Η Πίπη δε λέει τίποτα.
     - Λοιπόν, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, λέει το κοριτσάκι. Δεν ήρθαμε για μια απλή επίσκεψη.
     - Αυτό θα ήταν πολύ βολικό, λέει η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά.
     Το πρόσωπό της φαίνεται πολύ αυστηρό. Το ίδιο και τα πρόσωπα των άλλων τριών.
     - Δεν καταλαβαίνω, λέει η Πίπη.
     - Ούτε εμείς καταλαβαίνουμε τι είχες στο μυαλό σου, όταν αποφάσισες να μας δυσφημίσεις χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, λέει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά.
     Τότε είναι που η Πίπη αρχίζει να καταλαβαίνει.
     - Ποιος σου δίνει το δικαίωμα, παίρνει το λόγο η τρίτη κοπέλα, να μας διασύρεις στον κόσμο και να διαστρεβλώνεις τις ιστορίες μας, ανάλογα με το πώς σε βολεύει;
     - Εγώ απλώς συμμετείχα σε ένα διαδικτυακό δρώμενο...
     - Έχω εγώ ψείρες; ρωτάει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά. Ή μήπως μαστουρώνω με παυσίπονα; Πώς τολμάς να με διαβάλλεις έτσι;
     - Γιατί, εγώ τι είμαι; πετάγεται η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά. Καμιά ξελιγωμένη νυμφομανής, που ξελογιάζει όποιο αρσενικό βρεθεί στον δρόμο της; Ντροπή σου, να λες τέτοια πράγματα για εμένα!
     - Ή μήπως εγώ είμαι μια κακομαθημένη, μεγαλωμένη στα πούπουλα, που από βίτσιο επιλέγει να κυκλοφορεί ξυπόλητη και που πετάει την τύχη της στα σκουπίδια; λέει και η τρίτη κοπέλα. Γιατί δε λες ότι ο πρίγκηπάς μου είναι τέλειος και ότι το καλύτερο πράγμα που έκανα στη ζωή μου ήταν να τον παντρευτώ;
     - Όσο για εμένα, τι να σου πω; λέει και το κοριτσάκι. Δίνεις σεξουαλικό χαρακτήρα σε ένα απλό, καθώς πρέπει παραμύθι; Ο κακός λύκος ετοιμάζεται να σου κάνει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση, παρεμπιπτόντως. Και με το δικηγόρο που έχει προσλάβει, δε σε βλέπω καθόλου καλά. Βάλε στο σακίδιό σου και μερικά ασπρόμαυρα ριγέ ρούχα, να έχεις να πορεύεσαι.
     - Βρε, κορίτσια, μην κάνετε έτσι, κανένας δεν τα πίστεψε αυτά που έγραψα, όλοι ξέρουν ότι πρόκειται για παραμύθια...
     - Ναι, αλλά δεν είναι τα σωστά παραμύθια, λένε και οι τέσσερις με μια φωνή. 
     - Να ανακαλέσεις!  λέει η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά. Να ανακαλέσεις εδώ και τώρα!
     - Μα επρόκειτο για πειραγμένα παραμύθια, αυτό ήταν το ζητούμενο του δρώμενου, πηγαίνετε στο χώρο της Γούμαν να δείτε και να βεβαιωθείτε...
     - Μη μου μιλάς για τη Γούμαν, θα έρθει και η σειρά της, που σου βάζει ιδέες! λέει η κοπέλα με τα μακριά ξανθά μαλλιά. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι...
     - Πολύ το κουράζουμε, λέει και η τρίτη κοπέλα, αν δεν ανακαλέσεις εδώ και τώρα, εμείς θα καταλάβουμε την Γλωσσοπάθεια και θα σου σβήσουμε όλες τις αναρτήσεις!
     - Όχι, βρε κορίτσια, λυπηθείτε με, τόσο κόπο έκανα να τις γράψω...
     - Κι εμείς κάνουμε κόπο να διατηρούμε τα παραμύθια μας ανάμεσα στα πιο δημοφιλή, αυτό όμως δεν σε πτόησε καθόλου εσένα, λέει το κοριτσάκι.
     - Ξεκίνα την αποκατάστασή μας! λέει η Χιονάτη, αφού αυτή είναι με τα μαύρα μαλλιά.
     - Και μην κάνεις καμιά εξυπνάδα, αλλιώς θα βγάλω το κρυστάλλινο γοβάκι μου και θα το σπάσω στο κεφάλι σου, λέει η Σταχτοπούτα. Και ούτε που μπορείς να φανταστείς πόσο πονάει το κρύσταλλο, ιδιαίτερα όταν σπάει...
     - Ορίστε το λάπτοπ σου, για να γράψεις την ανάρτηση με την οποία θα μας αποκαταστήσεις, λέει η Κοκκινοσκουφίτσα. Και να προσέχεις τα ορθογραφικά λάθη, ικανή σε έχω να μας γελοιοποιήσεις ξανά και μέσω της ορθογραφίας... Και για να μη σου μπαίνουν ιδέες, να σε ενημερώσω ότι είμαι αρκετά μεγάλη πια, του χρόνου πάω στην πέμπτη, και ότι είμαι άσος στην ορθογραφία.
     Και η Πίπη, εκεί που φανταζόταν ότι θα βρισκόταν ήδη μακριά από τη Χώρα του διαμερίσματος, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, βρίσκεται ανάμεσα στη Χιονάτη, την Σταχτοπούτα, την Κοκκινοσκουφίτσα και τη Ραπουνζέλ, και γράφει μία απολογητική ανάρτηση, υπό καθεστώς απειλής, ενώ στο βάθος του μυαλού της έχει γεννηθεί η επιθυμία να γράψει και μη-συμμετοχές για το δρώμενο της Γούμαν, μια που οι μη-συμμετοχές είναι η ειδικότητά της.
     Και μέχρι που αρχίζει να αισθάνεται καλύτερα και να σκέφτεται ότι τα δώδεκα χρόνια και οι δώδεκα μέρες είναι η καλύτερη ηλικία για ένα ιστολόγιο...