Πετάχτηκε από τον ύπνο κάθιδρη. Περίμενε μερικά λεπτά για να σταματήσει η ταχυπαλμία που την είχε πιάσει και πήγε στο μπάνιο. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό της και σαν να συνήλθε λίγο. Ο ίδιος εφιάλτης, πέμπτη μέρα τώρα στη σειρά... Κοίταξε το ρολόι που βρισκόταν στο κομοδίνο. Όπου να'ναι θα χτυπούσε το ξυπνητήρι. Το έκλεισε και σηκώθηκε. Έπρεπε να ετοιμαστεί, για να πάει στη δουλειά.
Λίγη ώρα αργότερα ήταν κιόλας έτοιμη. Βεβαιώθηκε ότι είχε πάρει όλα της τα πράγματα και άνοιξε την πόρτα να φύγει. Το πόδι της σκόνταψε σε κάτι. Κοίταξε να δει τι ήταν. Ένας λευκός, φουσκωτός φάκελος. Ήταν προφανές πως δεν είχε σταλεί με το ταχυδρομείο. Εκτός από τα γραμματόσημα, απουσίαζε το όνομα του αποστολέα, όπως και του παραλήπτη. Αλλά στη δική της πόρτα το είχαν αφήσει. Άρα, για εκείνην ήταν. Έσκυψε και το μάζεψε. Κάτι σκληρό είχε μέσα.
Από το μυαλό της πέρασαν ταυτόχρονα διάφορα σενάρια, και αρχικά σκέφτηκε να το αφήσει στο σπίτι μέχρι το απόγευμα, που θα επέστρεφε από τη δουλειά και θα είχε όλο τον χρόνο να το δει με την ησυχία της. Όμως, η περιέργειά της ήταν πολύ μεγάλη, οπότε άνοιξε το φάκελο. Τι ήταν αυτό; Ένα μαγνητοφωνάκι; Πόσα χρόνια είχε να δει ένα τέτοιο! Από τότε που ήταν έφηβη και έβαζε κασέτες στο γουόκμαν για να ακούσει την αγαπημένη της μουσική, πηγαίνοντας στο σχολείο. Και, κοίτα σύμπτωση: το μαγνητοφωνάκι είχε μέσα μια κασέτα!
Γύρισε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ύστερα, πάτησε το play. Ακούστηκε αυτός ο χαρακτηριστικός γρατζουνιστός ήχος των παλιών ηχογραφήσεων, ο γεμάτος παράσιτα. Παράσιτα, που πότε δυνάμωναν και πότε εξασθενούσαν. Αυτό και τίποτα άλλο. Αλλά την στιγμή που το χέρι της πλησίασε να πατήσει το στοπ, μια γυναικεία φωνή ακούστηκε: "Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες." Το χέρι της έμεινε μετέωρο. Από το μαγνητοφωνάκι ακούγονταν και πάλι παράσιτα.
Τι ήταν αυτό; Κάποιου είδους απειλή; Και από ποιον; Έτσι πρόχειρα μπορούσε να σκεφτεί μερικούς. Ο κύριος Φερφορζέ, παραδείγματος χάριν. Από την αρχή που είχε μετακομίσει στη γειτονιά, αυτός ο βλοσυρός συνταξιούχος ταχυδρόμος δεν είχε σταματήσει να την αγριοκοιτάει, ιδιαίτερα όποτε η τύχη τα έφερνε έτσι ώστε να παρκάρει το αυτοκίνητό της δίπλα στο δικό του. Ή, η κυρία Ντεσανέλ, η ξεπεσμένη αριστοκράτισσα που έμενε στην απέναντι μονοκατοικία, και πίσω από τις κουρτίνες των παραθύρων της παρακολουθούσε όλη τη γειτονιά. Θα μπορούσε, βέβαια, να είναι και η κυρία Φαμφατάλ, η πάλαι ποτέ πρωταγωνίστρια των ταινιών της χρυσής εποχής του γαλλικού κινηματογράφου, αυτή η παλιόγρια με το έντονο κραγιόν και τα πολλά κοσμήματα, με το μικρό, αντιπαθητικό κανίς της, που όλως τυχαίως επέλεγε να κατουράει το δικό της αυτοκίνητο, κάθε φορά που ήταν φρεσκοπλυμένο. Τόσοι πολλοί υποψήφιοι, σε τόσο μικρή απόσταση...
Προσπάθησε να θυμηθεί όλες τις δυσάρεστες επαφές των τελευταίων ημερών. Με την κυρία Κομιλφό είχαν διαπληκτιστεί για τον κάδο των σκουπιδιών, η κυρία Ντεζολέ την είχε καταβρέξει, τάχα κατά λάθος, την ώρα ακριβώς που είχε καθήσει στον κήπο της για να λιαστεί λίγο, ο κύριος Μακαρόν της είχε πει αυστηρά ότι έπρεπε να κλαδέψει το δέντρο της αυλής της επειδή του έκοβε τη θέα προς το ρολόι της εκκλησίας... Όλοι θα μπορούσαν να της είχαν στείλει αυτό το πακέτο. Και ο κύριος Φερφορζέ λίγο περισσότερο, λόγω πρότερου επαγγελματικού βίου.
Ξαναγύρισε την κασέτα στην αρχή και ξαναπάτησε το play. Άκουσε την ηχογράφηση πιο προσεκτικά. Δεν ήταν η φωνή της κυρίας Κομιλφό, ούτε της κυρίας Ντεζολέ, ούτε καν της κυρίας Φαμφατάλ. Η γυναίκα που μιλούσε ακουγόταν πολύ νεότερη από τις εκνευριστικές γειτόνισσές της. Κάποιος άλλος πρέπει να τον είχε στείλει το φάκελο.
Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε ξανά να αναγνωρίσει τη φωνή. Παρ'όλο που έμοιαζε γνωστή, δεν κατάφερε να την αναγνωρίσει. Λογικά, θα ήταν κάποια φωνή από το μακρινό παρελθόν. Κάποια γνωριμία τόσο παλιά, όσο και το μαγνητοφωνάκι. Αλλά, μια στιγμή: τι ήταν αυτός ο ήχος; Ξαναγύρισε πίσω την κασέτα. Ναι, τώρα τον άκουγε ξεκάθαρα: μια φωνή, σαν από μεγάφωνο που βρισκόταν μακριά, μια φωνή αντρική, με δύναμη υπνωτιστική. Μια τέτοια φωνή ακουγόταν και στον επίμονο εφιάλτη της των τελευταίων ημερών. Τώρα ήξερε. Η φωνή αυτή ήταν η φωνή ενός ιμάμη. Και έκοβε, πλέον, το λαιμό της, ότι τη γυναίκα της ηχογράφησης την είχε γνωρίσει στην Αλγερία.
Ήταν τότε που ο πατέρας της είχε μετατεθεί στο Αλγέρι για τρία χρόνια, ως υπεύθυνος ενός πολυτελούς ξενοδοχείου του Γαλλικού ομίλου όπου εργαζόταν, και είχε πάρει μαζί του και ολόκληρη την οικογένειά του. Τότε που, μικρό κορίτσι ακόμα, κυκλοφορούσε στους χώρους του ξενοδοχείου όσο πιο διακριτικά γινόταν και έπαιζε με τα παιδιά των καθαριστριών και των γκρουμ στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του μεγάλου γήπεδου γκολφ, προσπαθώντας να γίνει όσο το δυνατόν πιο αόρατη.
Ποια να ήταν, όμως, η άγνωστη που μιλούσε στο κασετοφωνάκι; Και προς τι ο απειλητικός τόνος του μηνύματος; "Σου μένουν μόνο λίγες μέρες". Μήπως επρόκειτο να την επισκεφτεί, αφού - όπως αποδεικνυόταν - γνώριζε το σπίτι της; Αλλά, όχι, αν ήταν έτσι, γιατί να μην την επισκεφτεί κατευθείαν, παρά να της αφήσει έξω από την πόρτα της το κασετοφωνάκι; Και ποια από όλες τις γνωριμίες της παιδικής της ηλικίας θα ήθελε, άραγε, να την εκδικηθεί; Προσπάθησε να θυμηθεί ονόματα. Αδύνατον, ύστερα από τόσα χρόνια. Έπρεπε να βρει τα πράγματά της από εκείνη την εποχή.
Πήρε τηλέφωνο στη δουλειά. Προφασίστηκε μία ίωση με συμπτώματα γαστρεντερίτιδας και ζήτησε άδεια. Η Σουζάν, που απάντησε στο τηλέφωνο, της ευχήθηκε τυπικά, και το έκλεισε χωρίς πολλά-πολλά. Ευτυχώς που δεν είχε απαντήσει η Ζυλιέτ, η υπεύθυνη προσωπικού. Αλλιώς, δεν θα την γλίτωνε την ανάκριση. Ξαφνικά, θυμήθηκε κάτι. Έτρεξε στο τραπέζι, όπου βρισκόταν το μαγνητοφωνάκι, και κοίταξε τη μάρκα. Όπως το είχε φανταστεί. Το μαγνητοφωνάκι ήταν ίδιο με εκείνο του αστυνόμου Αμπντελκαντέρ. Πολύ μεγάλη σύμπτωση, ίσως να ήταν και το ίδιο, τώρα που το ξανασκεφτόταν...
Αυτό οδήγησε την σκέψη της κάπου πιο συγκεκριμένα. Πώς την έλεγαν εκείνη την κοπέλα; Ζαχρά; Λαϊλά; Σαλίμα; Πήγε στο δωμάτιό της. Στη μία άκρη υπήρχε μια πόρτα, που οδηγούσε σε ένα πολύ μικρό, σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν τόσο μικρό και τόσο σκοτεινό, που δεν την εξυπηρετούσε για τίποτα, οπότε το είχε μετατρέψει σε αποθήκη. Ό,τι δεν χρειαζόταν το έβαζε εκεί μέσα και το ξεχνούσε. Εκεί μέσα είχε "πετάξει" και τα πράγματά της από εκείνη την εποχή.
Αυτό που έψαχνε ήταν μέσα σε ένα κουτί από παπούτσια. Φωτογραφίες, κομματάκια χαρτί με ζωγραφιές ή με αραβικά γράμματα, μια χρωματιστή κορδέλα, δυο βραχιολάκια με χρωματιστές χάντρες, ένας βώλος, κι άλλες φωτογραφίες, ένα γράμμα... Αυτό ήταν. Βιαστικά, λες και την κυνηγούσαν, άνοιξε το γράμμα και άρχισε να διαβάζει...
- Ράνια την έλεγαν! είπε δυνατά, λες και μιλούσε με κάποιον. Ράνια!
Αλλά τώρα που ήξερε ποια ήταν η φωνή, είχε καταλάβει επίσης το λόγο για τον απειλητικό τόνο του μηνύματος. Θυμόταν πολύ καλά. Κανείς δεν είχε μιλήσει τότε. Και δεν είχε μιλήσει ούτε εκείνη. Δεν είχε μιλήσει, ούτε όταν ο αστυνόμος Αμπντελκαντέρ είχε τοποθετήσει το μαγνητοφωνάκι μπροστά της και είχε πατήσει το κουμπί εγγραφής.
- Δεν ξέρω, είχε πει.
- Η Ράνια λέει ότι ξέρεις πολύ καλά.
- Δεν ξέρω τίποτα, σας λέω!
- Και, δηλαδή, η Ράνια λέει ψέματα;
- ... Δεν ξέρω τι λέει η Ράνια.
- Λέει ότι ήσουν μπροστά πολλές φορές, όταν ο κύριος Σανμαρτέν τη φώναζε επίμονα στο γραφείο του, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Και εσένα σε είχε φωνάξει, είπε η Ράνια.
- Δεν είχα πάει στο γραφείο του κυρίου Σανμαρτέν.
- Δεν είπε ότι είχες πάει, είπε ότι σε είχε φωνάξει. Επίσης, είπε ότι κάθε φορά που σας έβλεπε, προσπαθούσε να βρει αφορμή και να την ακουμπήσει.
- Δε θυμάμαι, μπορεί...
- Είπε, επίσης, ότι στις 7 Ιουνίου την είδες που έβγαινε τρέχοντας από το γραφείο του και τη ρώτησες γιατί έτρεχε... Και εκείνη σου τα είπε όλα.
- Δε θυμάμαι...
- Δεν μπορεί να μη θυμάσαι, κάτι τέτοιο δεν ξεχνιέται!
- Δε θυμάμαι.
- Δηλαδή, ψέματα λέει, όταν κατηγορεί τον κύριο Σανμαρτέν για ασέλγεια σε βάρος της;... Ξέρεις τι σημαίνει ασέλγεια;... Εσένα σε έχει πειράξει ο κύριος Σανμαρτέν; Σε έχει ακουμπήσει με περίεργο τρόπο;
- Όχι.
- Λογικό, εσύ είσαι Γαλλίδα. Ενώ η Ράνια, που είναι Αλγερινή...
- ...
- Άκουσέ με, παιδί μου, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, πες την αλήθεια... Η Ράνια είναι φίλη σου, δεν είναι;
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
- Αν ξέρεις κάτι και δεν το λες, η καταγγελία της θα πάει στο αρχείο και ο κύριος Σανμαρτέν θα συνεχίσει τη ζωή του, σαν να μην έγινε τίποτα. Αν, όμως, καταθέσεις και επιβεβαιωθούν τα όσα λέει η Ράνια, ο κύριος Σανμαρτέν θα οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, όπως αρμόζει σε όλους τους εγκληματίες. Αρκεί να πεις τα όσα ξέρεις...
Και πάλι δεν είχε μιλήσει. Ο αστυνόμος Αμπντελκαντέρ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την πείσει να μιλήσει, αλλά στο τέλος, όταν πάτησε το στοπ, το μαγνητοφωνάκι δεν είχε καταγράψει τίποτα το επιβαρυντικό για τον κύριο Σανμαρτέν. Ύστερα από ένα μήνα, ο πατέρας της είχε πάρει εκ νέου μετάθεση και είχαν επιστρέψει οικογενειακώς στη Γαλλία. Δεν έμαθε ποτέ τίποτα για την υπόθεση.
Ξανάβαλε τα πράγματα στο κουτί των παπουτσιών, αλλά δεν μπορούσε να ξαναβάλει μέσα και τις τύψεις, που την κατέκλυσαν. Αν είχε μιλήσει τότε... Γιατί δεν το είχε κάνει; Τι να είχε απογίνει η Ράνια; Πώς είχε ζήσει τη ζωή της; Πολύ άσχημα, προφανώς. Ήταν απόλυτα δικαιολογημένη να της κρατάει κακία. Επειδή, πράγματι της είχε πει τι είχε κάνει ο κύριος Σανμαρτέν: πώς την είχε φωνάξει στο γραφείο του, πώς είχε κλειδώσει την πόρτα, πώς την είχε αρπάξει, πώς την είχε φιμώσει με το ένα χέρι του, ενώ με το άλλο την πασπάτευε βίαια...
Βγήκε από το σπίτι της και πήρε τους δρόμους. Περπατούσε σαν αλλοπαρμένη, προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό της από τις σκέψεις που το είχαν κατακλύσει. Την έπιασε πονοκέφαλος, αλλά εκείνη συνέχισε να περπατάει. Στο μυαλό της ερχόταν συνέχεια το πρόσωπο της Ράνιας, όταν την είχε δει να βγαίνει τρέχοντας από το γραφείο του κυρίου Σανμαρτέν. Είχε μεγάλα, λυπημένα μάτια η Ράνια...
Ήταν αργά το βράδυ, όταν επέστρεψε, νηστική και κατάκοπη. Την είχε πάρει την απόφασή της. Δεν θα έφευγε από το σπίτι. Θα καθόταν εκεί, να περιμένει την τιμωρία της. Ήταν το μόνο που της άξιζε, άλλωστε.
Το επόμενο πρωί, ακούστηκαν σειρήνες. Άνοιξε την πόρτα να δει τι συνέβαινε. Πολλή αστυνομία και πολλά βαν τηλεοπτικών σταθμών ήταν παρκαρισμένα παντού, όπου υπήρχε χώρος, και όπου δεν υπήρχε. Τα είχαν μάθει και εκείνοι; Πώς; Οι κουρτίνες της κυρίας Ντεσανέλ σάλεψαν. Μπήκε ξανά στο σπίτι και άνοιξε την τηλεόραση.
Όλα τα κανάλια είχαν διακόψει το πρόγραμμά τους και έδειχναν έκτακτη επικαιρότητα. Αναγνώρισε το σπίτι του κυρίου Φερφορζέ. Ο τίτλος της είδησης περνούσε στο επάνω μέρος της οθόνης, με μεγάλα γράμματα: ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΕΚΡΟ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ. ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΒΛΕΠΕΙ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ. ΤΟ ΘΥΜΑ, ΠΡΟΦΑΝΩΣ, ΕΙΧΕ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΔΕΧΟΤΑΝ ΑΠΕΙΛΕΣ. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΠΕΝΤΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ, ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΤΡΙΑ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΑΚΙΑ, ΠΟΥ ΟΛΑ ΠΕΡΙΕΙΧΑΝ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΗΧΗΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΖΗΤΗΣΕ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΙΝΤΕΡΠΟΛ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΝΤΟΠΙΣΤΟΥΝ ΟΙ ΔΡΑΣΤΕΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΔΙΑΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. Έμεινε λες και είχε φάει σφαλιάρα. Ο κύριος Φερφορζέ, κορυφαίο στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών; Για εκείνον ήταν τελικά ο φάκελος με το μαγνητοφωνάκι;
- Δεν ήταν για εμένα, σκέφτηκε ανακουφισμένη.
Την απόφασή της, όμως, εκείνη την είχε πάρει: αυτή τη φορά θα μιλούσε. Και ας ήταν ήδη αργά, και ας είχαν περάσει τόσα χρόνια...
ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής:
"Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.
Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες".
Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;
Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;
Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.
Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.
Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question