- Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός! σκέφτεται η Πίπη και αναστενάζει.
Πότε ήταν που ήταν Άνοιξη και περιμέναμε πώς και πώς να έρθει το Καλοκαίρι; Πότε έφτασε κιόλας ο Αύγουστος και για πότε και αυτός φτάνει στο τέλος του όπου να'ναι;
Μελαγχολία την έπιασε την Πίπη. Αλλά, από την άλλη, πάλι καλά που τον Αύγουστο φεύγουν οι περισσότεροι για διακοπές και την αφήνουν στην ησυχία της. Και η ησυχία είναι κάτι που της αρέσει πολύ. Και με την κίνηση στους δρόμους να έχει ελαχιστοποιηθεί, οι Χώρες του διαμερίσματος και των δύο βεραντών αυτή την εποχή είναι πιο ήσυχες από ποτέ.
Ίσως, βέβαια, σε αυτό να βοηθάει και το ότι έχουν λιγοστέψει οι κάτοικοι των χωρών. Τα κουτσομπόλικα τα γεράνια, για παράδειγμα, μας έχουν αφήσει χρόνους εδώ και κανα χρόνο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πάνε και οι δυο τριανταφυλλιές! Η μία, η πιο γέρικη, αυτή που έκανε τα λευκά λουλούδια, ήταν αυτή που τίναξε τα πέταλα πρώτη. Και εκεί που η Πίπη σκέφτηκε "τουλάχιστον θα γλιτώσουμε τους τσακωμούς με την εκατοντάφυλλη, να ησυχάσει το κεφαλάκι μας", πάει και η εκατοντάφυλλη!
- Τι ήταν πάλι αυτό; αναρωτιέται η Πίπη. Πώς έγινε;
- Σιγά το περίεργο! λέει το κλήμα που απλώνεται παντού και ξέρει πολλά.
- Τι εννοείς; ρωτάει η Πίπη.
- Τι να εννοώ; Ότι δεν είναι καθόλου περίεργο. Δηλαδή, μην κοιτάς που κάθε τρεις και λίγο τσακώνονταν, στην πραγματικότητα δεν μπορούσαν η μία χωρίς την άλλη. Ήταν σαν εκείνα τα ζευγάρια που ο τσακωμός είναι το αλατοπίπερο της ζωής τους.
- Ναι, ναι, λέει και η άλλη η τριανταφυλλιά, η πιο άγρια.
- Αστεία-αστεία, είχες δεν είχες, τα κατάφερες, τις ξεπάστρεψες, της λέει το κλήμα και την κοιτάζει με νόημα.
- Κι άλλο έγκλημα στη Χώρα της μπροστινής βεράντας; λέει η Πίπη. Α, εδώ μας χρειάζεται ένας Πουαρό σε μόνιμη βάση!
- Αλλά, βέβαια, συνεχίζει το κλήμα, οι μακαρίτισσες ήταν του φυτωρίου, ενώ η αφεντιά σου χωριάτα και μπας κλας!
- Τιμή μου και καμάρι μου! λέει η τριανταφυλλιά και κορδώνεται ανάμεσα από τα αγριόχορτα που έχουν φυτρώσει στην γλάστρα της. Εγώ, εξυπνοπούλι μου, είμαι από σπόρο, και με έσπειρε η ίδια η μητέρα της Πίπης, τις άλλες δυο ποιος τις φύτεψε, ξέρουμε; Άσε που φημολογείται ότι ήταν από μόσχευμα..., σαν κι εσένα ένα πράγμα...
- Αυτό σου έλειπε, να ξεκάνεις και εμένα, τώρα!
- Φοβάσαι;
- Σιγά μη φοβάμαι! Αλλά, το λέει και η παροιμία, ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα...
- Ποια είναι άγρια, εγώ; Εγώ, που είμαι ένας άγγελος καλοσύνης; Κοίτα πόσα αγριόχορτα έχουν φυτρώσει στην γλάστρα μου και δεν έχω πει τίποτα, τόσο καλή είμαι... Εξάλλου, να σου θυμίσω ότι εγώ ήμουν ήδη εδώ πριν να έρθουν οι άλλες τριανταφυλλιές. Μέχρι και εσύ, βρε, που έχεις απλωθεί σε όλη την αποδώ πλευρά και κάθε τρεις και λίγο μπλέκεις τα κλαδιά σου με τα δικά μου, μετά από εμένα ήρθες εδώ. Οπότε, μόκο!
- Λίγοι τρόποι δεν βλάπτουν...
- Αυτός είναι ο τρόπος μου, και άμα σ'αρέσει!
- Δεν βρίσκει άκρη κανένας μαζί σου.
- Πολύ ωραία τότε, αφού δεν βρίσκεις άκρη, κάτσε στη γωνία σου και μίλα με τα μυρμήγκια σου!
Αυτό το τελευταίο λίγο το έτσουξε το κλήμα, επειδή στην γλάστρα του, εδώ και λίγο καιρό, αποφάσισαν να φτιάξουν φωλιά κάτι μυρμήγκια, τρέχα-γύρευε πώς τους ήρθε αυτή η ιδέα...
- Μην τσακώνεστε! λέει η Πίπη. Είχα τις μακαρίτισσες να τσακώνονται, τώρα θα έχω εσάς τους δύο; Εξάλλου, κοιτάξτε γύρω σας: τρεις κι ο κούκος μείνατε, δε λέει να τσακώνεστε!
Η τριανταφυλλιά και το κλήμα σταματάνε, υπάκουα, και η ησυχία απλώνεται και πάλι στη Χώρα της μπροστινής βεράντας.
- Επιτέλους, ησυχία! λέει ανακουφισμένη η Πίπη.
- Εμ', βέβαια, τι ανάγκη έχεις εσύ; ακούγεται η μπουκαμβίλια.
- Τι έγινε πάλι; Κι άλλα παράπονα; Δε θα με αφήσετε να ησυχάσω λίγο;
- Εσύ βγαίνεις λίγο, κάνεις μια βόλτα, ρίχνεις μια ματιά, μας ρίχνεις και λίγο νερό, και ύστερα γυρνάς στη Χώρα του διαμερίσματος, και ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
- Δεν πιστεύω να μου προτείνεις να μένω εδώ έξω...
- Ρώτα, όμως, κι εμάς, τι τραβάμε...
- Ωραία, λοιπόν, τι τραβάτε;
- Δηλαδή, δεν βλέπεις τίποτα το διαφορετικό εδώ γύρω;
Ρίχνει μια γρήγορη ματιά η Πίπη, το μάτι της περνάει από όλες τις γλάστρες που έχουν απομείνει, αλλά δεν καταλαβαίνει τι εννοεί η μπουκαμβίλια.
- Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, λέει.
- Όταν λέω ότι ζεις στον κόσμο σου, κάτι ξέρω. Τον νεαρό δίπλα μου δεν τον βλέπεις;
Τότε η Πίπη καταλαβαίνει ότι η μπουκαμβίλια, προφανώς, έχει θέματα με το μικρό πευκάκι που φύτρωσε στην κενή γλάστρα του ενός γερανιού πριν από μερικούς μήνες. Αλλά - Θεέ μου! - τι είναι αυτό εκεί; Πότε μεγάλωσε τόσο το πευκάκι; Για πότε έπαψε να είναι χαριτωμένο σαν χνουδωτό κοτοπουλάκι, και πότε άλλαξε κόμμωση και έγινε πανκ;
- Αυτό είναι το πευκάκι; λέει η Πίπη. Πόσο μεγάλωσε μέσα σε τόσο λίγους μήνες!
- Ναι, το σκασμένο..., λέει η μπουκαμβίλια.
Η Πίπη πλησιάζει το πευκάκι.
- Τι κάνεις; του λέει.
- CraAAAAzyyyyy! λέει αυτό και αρχίζει να χορεύει σαν τον Βαγγέλη Σειληνό στην ταινία.
Η Πίπη κοιτάει πίσω της να δει μήπως ξεπροβάλει από κάπου η Μαρία Ιωαννίδου, μασώντας τσίχλα. Ύστερα ξαναγυρνάει προς τον Σειληνό.
- Ορίστε χάλι! λέει η μπουκαμβίλια. Δε μας φτάνει η φασαρία από τα ποδοβολητά των μυρμηγκιών που έφτιαξαν τη φωλιά τους στην γλάστρα του κλήματος και που βολτάρουν όλη την ώρα πέρα-δώθε, έχουμε και το πανκιό, να μας παίρνει τα αυτιά!
- Προφανώς, περνάει εφηβεία..., λέει η Πίπη, καθώς θαυμάζει τα πεταχτά μαλλιά του νεαρού.
- Και εμείς τι φταίμε; Χάθηκε να του αρέσει κάποιο άλλο είδος μουσικής; Μόνο η ροκ και η χέβι μέταλ υπάρχουν, δηλαδή;
- Με λίγη καλή θέληση, ίσως βρούμε μια λύση, λέει η Πίπη. Ας το συζητήσουμε...
- Τι να πούμε, δεν έχουμε να πούμε τίποτα, λίγο ακόμα και μουχλιάσαμε! λέει και το πευκάκι.
- Τι εννοείς;
- Με τόσα χούφταλα εδώ πέρα, κοντεύω να κόψω φλέβες. Όλη μέρα, βαρεμάρα και πλήξη. Θα τα τινάξουμε σαν τις τριανταφυλλιές απέναντι, και δε θα έχουμε καταλάβει από πού μας ήρθε.
- Ποιον είπες χούφταλο, βρε μόμολο; Λίγος σεβασμός δεν βλάπτει! λέει η μπουκαμβίλια. Βλέπεις τι τραβάω; λέει στην Πίπη.
- Θα μπορούσες να είσαι λίγο πιο ευγενικό, λέει η Πίπη στο πευκάκι. Εξάλλου, η μόνη ένσταση - από ό,τι καταλαβαίνω - είναι το είδος της μουσικής...
- Ακριβώς, λέει η μπουκαμβίλια. Χάθηκε κανένα νησιώτικο, να χορέψουμε και λίγο; Ένας μπάλος, ένα αρμενάκι, μια λυγαριά;
- Σιγά το ρεπερτόριο! Με μουσική βγαλμένη από τα μπαούλα θα την περνάμε;
- Ποια μπαούλα, βρε άσχετε; Από τα μπαούλα είναι η κλασσική μουσική...
- Τώρα γίνεσαι υπερβολική, λέει η Πίπη, που της αρέσει η κλασσική μουσική.
- Η μπουκαμβίλια έχει δίκιο, παίρνει το λόγο το γιασεμί. Η χώρα χρειάζεται μελωδίες, όχι κραυγές, σαν να παθαίνεις ηλεκτροπληξία...
- Θα μπορούσαμε να ακούμε έντεχνο, πετάγεται και το κυκλάμινο.
- BOOOORING! λέει το πευκάκι.
- Τόσα ξέρεις, τόσα λες, λέει το κυκλάμινο.
- Η καλύτερη μουσική γι'αυτήν την εποχή είναι τα ρεμπέτικα, λέει και το κλήμα. Φανταστείτε, παρεούλα, φαγητάκι, κρασάκι και ρεμπετοκατάσταση κάτω από την κληματαριά, ό,τι καλύτερο!
- Αυτό να το πεις στα μυρμήγκια σου! του φωνάζει το πευκάκι. Σιγά μην το ρίξουμε στα ρεμπέτικα! Κάτι τέτοια λέτε όλη την ώρα και μου σηκώθηκαν οι τρίχες...
- Παιδιά, παιδιά, λίγη ηρεμία, δεν χρειάζεται να ανεβαίνουν οι τόνοι, λέει η Πίπη. Θα πρέπει όλοι να κάνουν υποχωρήσεις. Μπορείτε να ακούτε από όλα τα είδη, αλλά όχι συνέχεια. Έτσι όλοι θα έχουν την ευκαιρία να διασκεδάσουν.
- Εγώ δεν αντέχω άλλες ροκιές, λέει η μπουκαμβίλια.
- Ούτε εγώ, λέει το γιασεμί.
- Και εγώ δεν αντέχω άλλη μούχλα! λέει το πευκάκι. Άντε, να μεγαλώσω λίγο ακόμα, να πάω να μεταναστεύσω!
- Αμήν και πότε! λέει η μπουκαμβίλια.
- BOOORN to be WIIIIIIIIIIILD! τραγουδάει το πευκάκι και κουνάει το κεφάλι του πέρα-δώθε, κάνοντας ότι παίζει κιθάρα.
- Σκάσε! φωνάζει το κυκλάμινο.
- Τι επίπεδο, λέει το πευκάκι, το έντεχνο σε μάρανε!
- Λοιπόν, σηκώνει φωνή η Πίπη, πάει και τελείωσε! Δεν είστε για δημοκρατικές διαδικασίες εσείς. Αν νομίζετε ότι θα επιτρέψω να μου ζαλίζετε το κεφάλι, είστε πολύ γελασμένα! Από εδώ και μέχρι νεοτέρας, απαγορεύονται τα τραγούδια στη Χώρα της μπροστινής βεράντας! Ούτε ροκ, ούτε ποπ, ούτε δημοτικά, ούτε λαϊκά, ούτε ρεμπέτικα, τίποτα, καταλάβατε;
Έτσι, τελικά, η ησυχία απλώνεται στη Χώρα της μπροστινής βεράντας και η Πίπη, επιτέλους, μπορεί να επιστρέψει στη Χώρα του διαμερίσματος.
Αλλά τότε, με την ησυχία να βασιλεύει στη Χώρα της μπροστινής βεράντας, η Πίπη συνειδητοποιεί ότι ο Δεκαπενταύγουστος έχει περάσει για τα καλά, και ότι τα αυτοκίνητα στον δρόμο όλο και αυξάνονται...
ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question