Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό σπιτάκι, ζούσαν εφτά κατσικάκια με τη μαμά τους. Η μαμά κατσίκα μεγάλωνε τα παιδιά της μόνη της, αφού ο πατέρας τους ήταν ένας παλιοτράγος, με όλη τη σημασία της λέξης, που την είχε παρατήσει για μια πολύ νεότερη κατσίκα, αδιαφορώντας για εκείνην και για τα εφτά παιδιά τους.
Τα εφτά κατσικάκια ήταν πολύ ζωηρά και έκαναν πολλές αταξίες, όπως όλα τα παιδάκια, αλλά όλος ο κόσμος - συμπεριλαμβανομένης και της μαμάς - έδειχνε κατανόηση, λόγω της κατάστασης που είχε δημιουργήσει στην οικογένειά του ο μπερμπάντης πατέρας.
Η μαμά δούλευε πολύ, και έκανε και δυο και τρεις δουλειές για να τα βγάλει πέρα, οπότε, αναγκαστικά έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι, και καθώς δεν είχε πού να αφήσει τα παιδιά της, τα άφηνε μόνα τους. Πάντα, όμως, φεύγοντας, τους έλεγε να είναι φρόνιμα και να μην ανοίγουν την πόρτα σε κανέναν, όποιος κι αν ήταν αυτός. Ο κόσμος ήταν γεμάτος κινδύνους, τους έλεγε η μαμά. Και ο μεγαλύτερος από όλους τους κινδύνους ήταν οι λύκοι.
Τα εφτά κατσικάκια φοβούνταν πολύ τους λύκους και σίγουρα ήθελαν πάρα πολύ να ευχαριστήσουν τη μαμά τους και να είναι όπως τα ιδανικά παιδιά των άλλων μαμάδων, με τα οποία τα σύγκρινε όποτε έκαναν αταξίες, αλλά, όλως περιέργως, η μαμά πάντα έβρισκε το σπίτι άνω-κάτω, όταν επέστρεφε από τη δουλειά της.
Μια μέρα, πηγαίνοντας στο σχολείο, τα εφτά αδερφάκια είδαν ένα μικρό λυκάκι, που έπαιζε μόνο του μπάσκετ. Είχαν ακούσει ότι οι λύκοι είναι μοναχικά ζώα και ότι δεν τους άρεσε η πολυκοσμία, γι'αυτό και το λυκάκι τους κίνησε την περιέργεια. Όμως θυμούνταν ότι η μαμά τα είχε προειδοποιήσει για τους λύκους και κρύφτηκαν λίγο πιο πέρα για να το παρακολουθήσουν.
Το λυκάκι ήταν πολύ προσηλωμένο στο παιχνίδι του και δεν είχε καταλάβει ότι το παρακολουθούσαν. Τα κατσικάκια, από την άλλη, το κοίταζαν που έπαιζε και δεν τους φαινόταν και τόσο επικίνδυνο, ίσως επειδή ήταν παιδάκι, σαν κι εκείνα. Εξάλλου, εκείνο ήταν ένα και αυτά ήταν εφτά. Το συζήτησαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους και το αποφάσισαν. Βγήκαν από την κρυψώνα τους και το πλησίασαν.
- Τι κάνεις εκεί, μόνος σου; του φώναξαν.
Το λυκάκι τρόμαξε, επειδή νόμιζε ότι ήταν μόνο του, αλλά συνήλθε γρήγορα από την τρομάρα του, μόλις είδε τα εφτά μικρά κατσικάκια.
- Τι θέλετε εσείς, εδώ; είπε. Καλύτερα να μην πλησιάσετε. Η μαμά μου μου έχει πει να μην πλησιάζω τα άλλα ζώα και κυρίως τα κατσικάκια.
- Κι εμάς η μαμά μας μας έχει πει να μην πλησιάζουμε τους λύκους, αλλά η μαμά μας λείπει, είπε το μεγαλύτερο κατσικάκι. Λοιπόν, θα μας πεις τι κάνεις;
- Παίζω μπάσκετ, δεν βλέπετε;
- Και γιατί παίζεις μόνος σου; Το μπάσκετ είναι ομαδικό παιχνίδι.
- Δεν έχω παρέα, γι'αυτό.
- Αδέρφια δεν έχεις, να παίξουν μαζί σου;
- Έχω, αλλά είναι πολύ μεγαλύτερα από εμένα και προτιμούν να βγαίνουν τα βράδια και να κάνουν καντάδες στα κορίτσια.
- Κορίτσια, μμμμμμμμ! είπαν τα κατσικάκια, αλλά όχι όλα. Τρία από αυτά ήταν κορίτσια.
- Γιατί "μμμμμμμμ"; είπαν τα κορίτσια. Δεν ντρέπεστε να μιλάτε έτσι; Θα το πούμε στη μαμά!
- Αν το πείτε, δεν σας ξανακάνουμε παρέα!
- Και εμείς θα το πούμε στη μαμά! Αδερφές δεν έχεις; ρώτησαν το λυκάκι.
- Έχω, δύο. Αλλά ούτε αυτές με κάνουν παρέα, όλο στολίζονται και περιμένουν τις καντάδες των αγοριών.
Τα κατσικάκια, και τα εφτά, πολύ το λυπήθηκαν το καημένο το λυκάκι, κι ας τσακώνονταν συχνά-πυκνά μεταξύ τους. Εκείνο, το καημένο, ούτε κάποιον για να τσακωθεί δεν είχε.
- Στο σχολείο πηγαίνετε; ρώτησε το λυκάκι.
- Ναι... Αλλά, αν θέλεις, θα κάτσουμε να σου κάνουμε παρέα, είπε το μεγαλύτερο από τα κατσικάκια. Είναι κρίμα να παίζεις μόνος σου.
- Θα μας μαλώσει η δασκάλα, είπε ένα από τα κορίτσια.
- Εσείς, αν θέλετε, πηγαίνετε, του είπε ένα άλλο από τα αγόρια.
- Θα το μάθει η μαμά και θα μας βάλει τιμωρία, είπε το πιο μικρό.
- Άντε, ρε, φοβιτσιάρη! του είπαν τα μεγαλύτερα.
- Δεν είμαι φοβιτσιάρης!
- Είσαι.
- Δεν είμαι!
- Είσαι!
- Παιδιά, είπε το λυκάκι, δεν υπάρχει λόγος να μαλώνετε για εμένα. Εγώ έχω συνηθίσει μόνος μου. Πηγαίνετε στο σχολείο και, αν θέλετε, μπορώ να σας περιμένω εδώ μετά το σχόλασμα, να παίξουμε λίγο.
Έτσι και έγινε, τελικά. Τα κατσικάκια πήγαν στο σχολείο και το μεσημέρι, στο γυρισμό, βρήκαν το λυκάκι στο ίδιο μέρος να τα περιμένει. Και έπιασαν το παιχνίδι.
- Θα είσαι εδώ και αύριο; ρώτησαν το λυκάκι, λίγη ώρα αργότερα, όταν άκουσαν το ρολόι της εκκλησίας να χτυπάει τρεις. Πρέπει να γυρίσουμε στο σπίτι, όπου να'ναι θα γυρίσει η μαμά και δεν πρέπει να βρει το σπίτι άδειο.
- Θα είμαι.
- Εντάξει, τότε, θα τα πούμε αύριο.
Και τα εφτά κατσικάκια γύρισαν τρέχοντας στο σπίτι. Με το που άφησαν τις σάκες τους, ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα. Στο τσακ πρόλαβαν.
- Γεια σας, παιδιά μου, είπε η μαμά. Τι κάνετε; Πώς τα περάσατε στο σχολείο;
- Καλά, μαμά, είπαν τα κατσικάκια.
- Δε φάγατε ακόμα; ρώτησε η μαμά, που είδε την κατσαρόλα γεμάτη φαγητό.
- Χμμμ, όχι, σε περιμέναμε να φάμε μαζί...
- Α, μα τι καλά παιδάκια έχω εγώ!
Και η κατσίκα έφαγε μαζί με τα κατσικάκια της, και ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Την επόμενη μέρα, τα εφτά αδερφάκια ξανασυνάντησαν το λυκάκι, στον δρόμο προς το σχολείο.
- Θα μας περιμένεις και σήμερα να παίξουμε; το ρώτησαν.
- Αμέ! απάντησε εκείνο.
Από τότε, τα εφτά κατσικάκια και το λυκάκι έγιναν κολλητάρια, και περνούσαν όλο τους τον ελεύθερο χρόνο μαζί του, παίζοντας παιχνίδια. Το αγαπημένο τους παιχνίδι, δε, ήταν το κρυφτό. Τα κατσικάκια πάντα έβρισκαν τις καλύτερες κρυψώνες, αλλά και το λυκάκι κρυβόταν αρκετά καλά.
Μια μέρα, η μαμά κατσίκα φώναξε τα παιδάκια της και τους είπε:
- Παιδιά μου, σήμερα θα γυρίσω κατά το βράδυ, επειδή έχω να πάω σε δύο διαφορετικές δουλειές. Θέλω να είστε φρόνιμα, όπως πάντα, να μη χαζεύετε στον δρόμο για το σπίτι, και να μην ανοίξετε σε κανέναν την πόρτα, όποιος κι αν είναι, ό,τι κι αν σας πει, εντάξει;
- Εντάξει, μαμά! είπαν και τα εφτά με μια φωνή.
Εκείνη τη μέρα το μάθημα κύλησε πιο ευχάριστα από κάθε άλλη φορά, αφού τα κατσικάκια ήξεραν ότι η μαμά θα αργούσε, οπότε θα είχαν περισσότερο χρόνο για να παίξουν με το λυκάκι.
- Τι ωραία που θα περάσουμε σήμερα, έλεγαν μεταξύ τους, καθώς πήγαιναν να συναντήσουν το φίλο τους. Θα παίξουμε κρυφτό μέχρι να σκοτεινιάσει.
- Έχω μια ιδέα! είπε ένα από τα μεγαλύτερα.
- Τι ιδέα;
- Να του κάνουμε πλάκα! Να τον καλέσουμε στο σπίτι για να παίξουμε κρυφτό, να τον βάλουμε να μετρήσει μέχρι το εκατό, και εμείς να μην κρυφτούμε μέσα στο σπίτι, να πάμε να κρυφτούμε αλλού, να μην μπορεί να μας βρει ποτέ! Θα γελάσουμε πολύ!
- Τέλεια ιδέα! είπαν όλα τα κατσικάκια.
Βρήκαν το φίλο τους και άρχισαν τα παιχνίδια. Έπαιξαν αρκετή ώρα κυνηγητό, και μετά έπαιξαν και κρυφτό, αλλά τότε το μεγαλύτερο κατσικάκι πρότεινε στο λυκάκι:
- Θέλεις να έρθεις στο σπίτι μας, να συνεχίσουμε το κρυφτό εκεί, έτσι, για αλλαγή;
- Δεν ξέρω, είπε το λυκάκι, η μαμά μου δε με αφήνει να πηγαίνω μόνος μου σε σπίτια άλλων.
- Μα είμαστε φίλοι σου!
- Ναι, αλλά η μαμά μου δεν το ξέρει.
- Ούτε η δικιά μας το ξέρει, θα λείπει μέχρι το βράδυ. Έλα, πάμε, θα περάσουμε ωραία, θα δεις!
- Και αν το μάθει η μαμά μου; Θα με βάλει τιμωρία!
- Πώς θα το μάθει; Δε θα μας δει κανένας.
Έτσι, σιγά-σιγά, τα εφτά κατσικάκια έπεισαν το λυκάκι να τα ακολουθήσει στο σπίτι τους.
- Ποιος τα φυλάει; ρώτησε το λυκάκι.
- Εσύ, φυσικά, είσαι ο επίτιμος καλεσμένος μας.
- Μέχρι το είκοσι, έτσι;
- Α, όχι μέχρι το είκοσι, το σπίτι είναι μικρό και είναι δύσκολο να προλάβουμε να κρυφτούμε καλά τόσο σύντομα, καλύτερα να μετρήσεις μέχρι το εκατό.
- Εντάξει, είπε το λυκάκι, και γύρισε το πρόσωπό του προς τον τοίχο. Λοιπόν, ξεκινάω: ένα, δύο...
- Πιο αργά, φώναξε ένα κατσικάκι, μετράς γρήγορα και πάλι δε θα προλάβουμε.
- Εντάξει. Λοιπόν, ξαναξεκινάω: ένα,... δύο,..., τρία...
Τα κατσικάκια έγιναν καπνός. Σαν εφτά βολίδες έτρεξαν έξω από το σπίτι και έψαξαν να κρυφτούν. Το ένα κρύφτηκε στην κουφάλα μιας ελιάς, το δεύτερο κρύφτηκε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, το τρίτο κρύφτηκε κάτω από ένα άλλο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, το τέταρτο χώθηκε ανάμεσα σε κάτι τριανταφυλλιές, το πέμπτο κρύφτηκε στην μικρή αποθηκούλα του κήπου, το έκτο κρύφτηκε επάνω σε μια μηλιά, και το έβδομο κρύφτηκε μέσα στο πηγάδι.
Στο μεταξύ, το λυκάκι είχε τελειώσει το μέτρημα και είχε ξεκινήσει το ψάξιμο. Έψαξε πίσω από τις κουρτίνες, μέσα στα ντουλάπια, κάτω από τα κρεβάτια, κάτω από το τραπέζι, πίσω από τον καναπέ, έψαξε στο σαλόνι, μετά στην κουζίνα, ύστερα στο μπάνιο, και στο τέλος έψαξε και στα υπνοδωμάτια, χωρίς, φυσικά, να βρει κανένα από τα κατσικάκια. Μέχρι και μέσα στο ντουλαπάκι του μεγάλου ρολογιού κοίταξε. Δεν βρήκε κανέναν.
- Μα πού έχουν κρυφτεί; αναρωτιόταν το λυκάκι. Δεν μπορεί να άνοιξε η γη να τους κατάπιε, κάπου εδώ τριγύρω είναι.
Και έκανε το γύρο του σπιτιού, ξανά και ξανά, χωρίς αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, ο ήλιος είχε αρχίσει να κατεβαίνει στον ουρανό και ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει το χρώμα της πορτοκαλόπιτας.
- Το βρήκα! είπε το λυκάκι, ύστερα από λίγο. Να δεις που θα είναι μέσα στο μπαούλο με τα ασπρόρουχα και, έτσι άσπρα όπως είναι, δεν τα πρόσεξα, όταν το άνοιξα.
Και πήγε ξανά στο μπαούλο με τα ασπρόρουχα.
- Σας βρήκα! φώναξε. Φτου... μα, πόσο βαθιά μέσα στο μπαούλο έχετε χωθεί;
Το λυκάκι άρχισε να βγάζει τα ασπρόρουχα για να ξεσκεπάσει τα κατσικάκια, αλλά τα κατσικάκια δεν ήταν πουθενά.
- Μήπως είναι στα άπλυτα; αναρωτήθηκε το λυκάκι, αλλά εκείνη ακριβώς την στιγμή ακούστηκε κλειδί στην πόρτα.
- Παιδιά μου, γύρισα! ακούστηκε η φωνή της κατσίκας. Παιδιά; Πού είστε;
- Τώρα τι κάνουμε; σκέφτηκε τρομαγμένο το λυκάκι. Ήρθε η μαμά τους, δεν προλαβαίνω ούτε να μαζέψω τα ασπρόρουχα. Πρέπει να κρυφτώ αμέσως.
Και χωρίς να το καλοσκεφτεί, κρύφτηκε μέσα στο άδειο μπαούλο.
Στο μεταξύ, η μαμά κατσίκα είχε αρχίσει να ανησυχεί.
- Παιδιά; Πού είστε; Διαβάζετε;
Άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου τους, δεν βρήκε κανένα. Πήγε στην κουζίνα, ούτε εκεί υπήρχε κανείς. Το μπάνιο, επίσης, ήταν άδειο.
- Μήπως δεν γύρισαν στο σπίτι; αναρωτήθηκε ανήσυχη η μαμά κατσίκα.
Άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου της.
- Τι ακαταστασία είναι αυτή! είπε η κατσίκα. Ποιος έβγαλε όλα τα ασπρόρουχα από το μπαούλο και τα πέταξε κάτω; Παιδιάααα!
Ξαφνικά, η μαμά κατσίκα πάγωσε. Κάποιος είχε μπει στο σπίτι! Κάποιος είχε ξεγελάσει τα παιδάκια της και τα είχε πείσει να του ανοίξουν την πόρτα.
- Να δεις που τα καημένα κρύφτηκαν στο μπαούλο για να γλιτώσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν, σκέφτηκε η μαμά και λιποθύμησε.
Το λυκάκι άκουσε τον γδούπο που έκανε το σώμα της μαμάς κατσίκας, καθώς έπεσε, και αφού μετά δεν άκουσε ούτε κιχ, σήκωσε δειλά-δειλά το καπάκι του μπαούλου και κοίταξε έξω. Είδε την κατσίκα λιπόθυμη. Ήταν ώρα να το σκάσει. Άνοιξε το μπαούλο και πετάχτηκε έξω.
- Ποιος είναι εκεί; ακούστηκε η φωνή της κατσίκας, που είχε αρχίσει να συνέρχεται, καθώς το λυκάκι έβγαινε τρέχοντας από την πόρτα της κουζίνας.
Η κατσίκα σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έτρεξε προς την κουζίνα. Άνοιξε την πόρτα και είδε το λυκάκι να απομακρύνεται τρέχοντας.
- Λύκος! φώναξε. Συμφορά μου! Τρεχάτε, γειτόνοι! Λύκος! Λύκος!
Μέσα σε λίγη ώρα οι γείτονες είχαν βγει στον δρόμο.
- Τι έπαθες, γειτόνισσα; τη ρώτησαν.
- Εξαφανίστηκαν τα παιδιά μου, είπε εκείνη. Μου τα έφαγε ο λύκος! Τον είδα να τρέχει προς τα εκεί!
- Πάμε να τον πιάσουμε, τον αχρείο, δεν σέβεται τίποτα; φώναξαν όλοι οι τράγοι της γειτονιάς και, πιάνοντας μπαστούνια και ρόπαλα, άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος που τους έδειξε η κατσίκα.
- Μαμά, μαμά, ακούστηκε ένα κατσικάκι, που ερχόταν τρέχοντας, εδώ πιο πέρα είδα ένα λυκάκι που έτρεχε προς το δάσος!
- Στο σπίτι, γρήγορα! φώναξε η μαμά του. Και, από εδώ και πέρα, δε θα ξαναπάς πουθενά μόνο σου! Από του Χάρου τα δόντια γλίτωσες. Ο Θεός μας λυπήθηκε και δεν πάθαμε τα χειρότερα.
- Πάμε, πάμε, από εκεί, φώναζαν οι τράγοι, να τος, φαίνεται εκεί, στο βάθος, μπήκε μέσα στο δασάκι!
Τα κατσικάκια, είχαν παραλύσει μέσα στις κρυψώνες τους. Δεν τολμούσαν να βγουν από εκεί, επειδή φοβούνταν την τιμωρία της μαμάς τους, όμως ανησυχούσαν πολύ για το φίλο τους. Όταν τον είχαν καλέσει στο σπίτι τους, δεν είχαν φανταστεί ότι θα τον έβαζαν σε τέτοιο κίνδυνο.
Πέρασαν μερικά βασανιστικά λεπτά, και η μαμά, που δεν τη βαστούσαν τα πόδια της, μπήκε μέσα στο σπίτι κλαίγοντας. Η γειτονιά είχε ησυχάσει. Τότε τα κατσικάκια βγήκαν από τις κρυψώνες τους.
- Τι κάνουμε τώρα; ρώτησε το πιο μικρό.
- Πρέπει να μπούμε στο σπίτι, είπε το πιο μεγάλο.
- Θα μας μαλώσει η μαμά.
- Θα χαρεί τόσο που θα μας δει, που μπορεί και να ξεχάσει να μας μαλώσει.
- Λες;
- Σίγουρα.
- Και το λυκάκι; ρώτησε το μικρότερο από τα κορίτσια.
- Πιστεύω ότι θα καταφέρει να ξεφύγει. Είναι πολύ γρήγορο. Δεν είδατε που πάντα μας κερδίζει στο κυνηγητό;
Και τα εφτά κατσικάκια μπήκαν στο σπίτι τους. Η μαμά έμεινε άφωνη, όταν τα είδε.
- Γεια σου, μαμά, είπαν τα κατσικάκια με μια φωνή.
Και η μαμά λιποθύμησε και πάλι. Τα κατσικάκια τρόμαξαν και άρχισαν να φωνάζουν. Τα κορίτσια άρχισαν να της κάνουν αέρα, και η μαμά συνήλθε και πάλι.
- Παιδιά μου, είπε, είστε εσείς στ'αλήθεια; Δε σας έφαγε ο λύκος;
- Όχι, μαμά, καλά είμαστε, είπαν τα παιδιά.
- Σε ευχαριστώ, Θεέ μου! είπε η μαμά. Δε θα το άντεχα να σας χάσω! Ελάτε να σας κρατήσω στην αγκαλιά μου, σαν ψέμα μου φαίνεται...
Η μαμά και τα κατσικάκια αγκαλιάστηκαν και έμειναν αγκαλιασμένοι.
- Και πού ήσασταν όλη αυτή την ώρα; ρώτησε ύστερα από λίγο η μαμά.
- Παίζαμε κρυφτό, είπε ένα από τα μεγάλα κατσικάκια.
- Ευτυχώς, είπε η μαμά, ευτυχώς που ήσασταν έξω και παίζατε κρυφτό, αλλιώς ο λύκος που είχε μπει στο σπίτι μας θα σας είχε βρει και θα σας είχε φάει! Δε φαντάζεστε πόσο τρόμαξα, όταν είδα πως είχε μπει λύκος μέσα στο σπίτι μας!
- Μα αυτός ο λύκος είναι φίλος μας, είπε το πιο μικρό κατσικάκι.
- Τι βλακείες είναι αυτές; είπε η μαμά.
- Αλήθεια είναι, είναι φίλος μας και εμείς τον καλέσαμε στο σπίτι.
- Εσείς τον καλέσατε; Δεν είμαστε καλά! Δε σας έχω πει ότι οι λύκοι είναι επικίνδυνοι και ότι δεν πρέπει να αφήσετε να μπει κανένας στο σπίτι, όποιος κι αν είναι αυτός; Να με πεθάνετε θέλετε;
- Μα, μαμά, το λυκάκι είναι πολύ καλό, είπαν και τα άλλα κατσικάκια.
- Να μην ξανακούσω άλλη τέτοια βλακεία! είπε η μαμά. Καλός λύκος δεν υπάρχει, όλος ο κόσμος το ξέρει!
- Μα είναι φίλος μας!
- Τι φίλος και κουραφέξαλα; Οι λύκοι είναι κακοί και πρέπει να μένουν μακριά από εμάς, τελεία και παύλα! Αλλά μην ανησυχείτε, τώρα θα τον πιάσουν οι γείτονες και θα τον κάνουν του αλατιού, να δούμε, ξαναπλησιάζει στα σπίτια μας;
- Μα, μαμά...
- Μαμούνια! Από εδώ και πέρα, είστε όλοι τιμωρία! Δε θα ξαναμείνετε μόνοι σας ποτέ, θα πηγαίνετε παντού με συνοδεία, μέχρι να πήξει το μυαλό σας! Θα συνεννοηθώ εγώ με τους γείτονες, να σας συνοδεύουν μαζί με τα δικά τους παιδιά, να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Στο δωμάτιό σας τώρα! Και να μην ακούσω κιχ, όλα τα ασπρόρουχα είναι σκορπισμένα στο δωμάτιό μου, πρέπει να βάλω πέντε πλυντήρια μαζεμένα!
Στο μεταξύ, το λυκάκι έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και, παρ'όλο που ήταν μικρό και χρειαζόταν να σταματάει κάθε λίγο για να ξελαχανιάζει, οι φωνές των τράγων που ήταν στο κατόπι του άρχισαν σιγά-σιγά να ακούγονται όλο και πιο αχνά. Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και αυτό σήμαινε ότι οι τράγοι μάλλον θα σταματούσαν την καταδίωξη πολύ σύντομα, αφού κανείς τους δε θα τολμούσε να μπει βαθιά μέσα στο δάσος, εκεί όπου βρισκόταν το σπίτι του.
Πράγματι, ύστερα από λίγο οι φωνές σταμάτησαν να ακούγονται και το λυκάκι ηρέμησε λίγο. Φτάνοντας στο σπίτι του, είδε το αναμμένο φως. Η μαμά του το περίμενε.
- Πού ήσουν τέτοια ώρα; το ρώτησε, μόλις το είδε να μπαίνει. Δε σου έχω πει να μην περιφέρεσαι μόνο σου, τόσες ώρες έξω από το σπίτι;
- Συγγνώμη, μαμά, ξεχάστηκα, είπε το λυκάκι.
- Πολύ ξεχνιέσαι, τώρα τελευταία. Σου συμβαίνει τίποτα;
- Μπα, όχι...
- Για έλα εδώ, να σε δω λίγο. Σίγουρα δε σου συμβαίνει τίποτα;
Και τότε το λυκάκι δεν άντεξε και τα είπε όλα στη μαμά του: πώς είχε γνωρίσει τα εφτά κατσικάκια, πώς έκαναν παρέα, πώς τα είχε ακολουθήσει στο σπίτι τους για να παίξουν κρυφτό, πώς το πήρε είδηση η μαμά κατσίκα και πώς όλοι οι τράγοι της γειτονιάς το πήραν στο κυνήγι.
- Νόμιζα ότι είχα έξυπνο παιδί, αλλά από ό,τι φαίνεται έκανα λάθος! είπε η μαμά του. Δε σου είχα πει να μένεις μακριά από τα άλλα ζώα και, κυρίως, από τα κατσικάκια;
- Ναι, αλλά τα κατσικάκια δεν είναι κακά, όπως μου έλεγες, είναι φίλοι μου!
- Ναι, πολύ καλοί φίλοι είναι, που σε άφησαν να σε πάρουν στο κυνήγι όλοι οι τράγοι της γειτονιάς!
- Δεν φταίνε οι φίλοι μου γι'αυτό, ίσως θα έπρεπε να μην τρέξω σαν τον κλέφτη, αλλά να καθήσω να τους εξηγήσω...
- Τι χαζομάρες είναι αυτές που λες; Ποιος θα καθόταν να σε ακούσει; Τα κατσικάκια δε φαίνονταν πουθενά και θα σε πίστευε κανείς τους αν τους έλεγες ότι παίζατε κρυφτό;
- Γιατί να μη με πιστέψουν; Αφού αυτή είναι η αλήθεια.
- Τι να την κάνεις την αλήθεια; Δεν σας το έμαθαν στο σχολείο ότι το πιο επικίνδυνο πράγμα σε κάποιον είναι η κακή φήμη που τον συνοδεύει; Λοιπόν, το αποφάσισα: από εδώ και πέρα δε θα πηγαίνεις πουθενά χωρίς συνοδεία.
- Μα...
- Μίλησα!
Έτσι, από εκείνη τη μέρα, και τα κατσικάκια και το λυκάκι βρέθηκαν σε καθεστώς αυξημένης επιτήρησης. Κυκλοφορούσαν πάντα με συνοδεία και δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Και ούτε τα κατσικάκια ξανάπαιξαν κρυφτό εκτός σπιτιού, αλλά ούτε και το λυκάκι έγινε αστέρας του μπάσκετ, όπως ονειρευόταν.
ΥΓ: Θα νόμιζε κανείς ότι αυτή είναι η πέμπτη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργάνωσε η Woman in blogs, όπου καλούμασταν να αλλάξουμε τα φώτα σε παραμύθια των αδελφών Γκριμ, σε μία προσπάθεια να τα γνωρίσουμε καλύτερα. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το συγκεκριμένο δρώμενο έχει τελειώσει εδώ και καιρό, οπότε δεν υπάρχει χώρος για άλλες συμμετοχές. Μόνο που, εδώ και πολύ καιρό, έχω αποκτήσει ειδικότητα στις μη συμμετοχές, οπότε αποφάσισα να γράψω και μία μη συμμετοχή για το συγκεκριμένο δρώμενο. Αυτή τη φορά επέλεξα το παραμύθι με το λύκο και τα εφτά κατσικάκια, κρατώντας την ιδέα του κρυφτού, αλλά μετατρέποντας το λύκο (το λυκάκι, πιο συγκεκριμένα) σε εντελώς αθώο θύμα (και στο αρχικό παραμύθι ο λύκος καταλήγει πνιγμένος, αλλά δεν είναι αθώος, έχει φάει τα κατσικάκια), και κυρίως θύμα των προκαταλήψεων. Δεν μου βγήκε τόσο επιτυχημένο όσο τα προηγούμενα (μπορεί να φταίει και η ζέστη γι'αυτό), αλλά το μήνυμα, νομίζω, το περνάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question