Φτου, να πάρει! Το ξυπνητήρι ήταν αυτό; Τι ώρα είναι; Κιόλας; Ξύπνα! Ώρα να σηκωθείς! Ωραία που είναι, όμως, στο κρεβάτι! Και ζεστά! Άκου τον αέρα πώς φυσάει έξω! Ποιος βγαίνει έξω στο κρύο; Και νυστάζω κιόλας... Αλλά δε θα κοιμηθώ... Όμως, τι ωραία που θα ήταν αν δεν έπρεπε να σηκωθώ! Άκου, άκου τον αέρα... Τι ζεστά που είναι εδώ... Ας κλείσω λίγο τα μάτια... αλλά δε θα κοιμηθώ. Πρέπει να σηκωθώ, δυστυχώς. Και να βγω έξω, που φυσάει και κάνει κρύο. Ίσως να βρέχει κιόλας. Ναι, άκου: πλιτς! πλιτς! Βρέχει. Δεν το είπα εγώ; Και θα είναι γεμάτοι νερά οι δρόμοι, και θα πρέπει να προσέχω πού πατάω, και θα κάνει και κρύο... Ωραία είναι εδώ... αλλά θα πρέπει να σηκωθώ. Πρέπει να ανοίξω τα μάτια και να σηκωθώ. Νιώθω ακόμα κουρασμένη. Λίγος ύπνος ακόμα δε θα με έβλαπτε. Τι κρίμα που πρέπει να σηκωθώ! Και μέσα στο σπίτι θα κάνει κρύο, σε σχέση με το κρεβάτι. Σίγουρα. Ενώ εδώ μέσα είναι τόσο ζεστά! Θα πρέπει, όμως, να σηκωθώ. Δεν είναι και Κυριακή, ή Σάββατο, να έχω την πολυτέλεια να χουζουρέψω. Ναι, αν ήταν Κυριακή ή Σάββατο, όλα θα ήταν διαφορετικά. Θα καθόμουν στο κρεβάτι και θα άκουγα την βροχή και τον αέρα απέξω, ενώ μέσα στο κρεβατάκι μου θα ήταν τόσο ωραία! Και δε θα χρειαζόταν να σηκωθώ άρον άρον για να βγω έξω στο κρύο! Ενώ τώρα θα πρέπει να σηκωθώ. Και να ντυθώ καλά. Έξω ο αέρας θα είναι κρύος. Σκέψου πόσο θα παγώσει το πρόσωπό μου στον αέρα! Μπρρρρ! Ανατρίχιασα. Εδώ μέσα είναι καλά. Είναι ωραία και ζεστά. Μακάρι να μπορούσα να μεταφέρομαι μέσα σε μια θερμοκάψουλα, και να κουβαλάω μαζί μου, όπου κι αν πάω, αυτή την ωραία θερμοκρασία. Μακάρι να μην χρειαζόταν να σηκωθώ, πρέπει όμως. Το ιδανικότερο θα ήταν να είχα έναν κλώνο. Θα έστελνα εκείνον στη δουλειά και εγώ θα χουζούρευα. Σαν να ήταν Κυριακή. Ή Σάββατο. Ωραία θα ήταν. Βέβαια, θα είχε κι ο κλώνος δικαιώματα. Εξάλλου, δε θα ήταν δίκαιο να πηγαίνει μόνο εκείνος στη δουλειά. Θα έπρεπε να βρούμε ένα σύστημα. Μια μέρα εγώ, μια μέρα εκείνος. Ναι, έτσι θα ήταν πιο δίκαιο (πρέπει να σηκωθώ). Και θα είχε κι άλλες ανάγκες, ο κλώνος. Θα έπρεπε να τρώει, να ντύνεται... Με ένα μισθό θα έπρεπε να βολευτούν δύο. Σαν να ήμουν παντρεμένη. Παντρεμένη με τον εαυτό μου. Ε, τι να κάνουμε; Ας κάνουμε και μια θυσία. Σε τελευταία ανάλυση, με αυτόν τον τρόπο θα γλιτώσω ένα σωρό πρωινά ξυπνήματα (πρέπει να σηκωθώ). Θα παίρνω το πρωινό μου στο κρεβάτι... και απέξω θα λυσσομανάει ο αέρας, θα πέφτει η βροχή... αλλά εμένα δε θα με νοιάζει (άνοιξε τα μάτια). Ας είναι καλά ο κλώνος (άνοιξε τα μάτια, τώρα!)... Μμμμ... ωραία που είναι (ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ!)... ζεστά... (ΤΩΡΑ, ΕΙΠΑ!) τι έγινε; Τι ώρα είναι; Τι; Πήγε κιόλας τόσο αργά; Έπρεπε να έχω σηκωθεί... αλλά είναι τόσο ωραία εδώ! Λίγο ακόμη... αλλά δε θα κοιμηθώ...
Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013
Πρωινός μονόλογος
Φτου, να πάρει! Το ξυπνητήρι ήταν αυτό; Τι ώρα είναι; Κιόλας; Ξύπνα! Ώρα να σηκωθείς! Ωραία που είναι, όμως, στο κρεβάτι! Και ζεστά! Άκου τον αέρα πώς φυσάει έξω! Ποιος βγαίνει έξω στο κρύο; Και νυστάζω κιόλας... Αλλά δε θα κοιμηθώ... Όμως, τι ωραία που θα ήταν αν δεν έπρεπε να σηκωθώ! Άκου, άκου τον αέρα... Τι ζεστά που είναι εδώ... Ας κλείσω λίγο τα μάτια... αλλά δε θα κοιμηθώ. Πρέπει να σηκωθώ, δυστυχώς. Και να βγω έξω, που φυσάει και κάνει κρύο. Ίσως να βρέχει κιόλας. Ναι, άκου: πλιτς! πλιτς! Βρέχει. Δεν το είπα εγώ; Και θα είναι γεμάτοι νερά οι δρόμοι, και θα πρέπει να προσέχω πού πατάω, και θα κάνει και κρύο... Ωραία είναι εδώ... αλλά θα πρέπει να σηκωθώ. Πρέπει να ανοίξω τα μάτια και να σηκωθώ. Νιώθω ακόμα κουρασμένη. Λίγος ύπνος ακόμα δε θα με έβλαπτε. Τι κρίμα που πρέπει να σηκωθώ! Και μέσα στο σπίτι θα κάνει κρύο, σε σχέση με το κρεβάτι. Σίγουρα. Ενώ εδώ μέσα είναι τόσο ζεστά! Θα πρέπει, όμως, να σηκωθώ. Δεν είναι και Κυριακή, ή Σάββατο, να έχω την πολυτέλεια να χουζουρέψω. Ναι, αν ήταν Κυριακή ή Σάββατο, όλα θα ήταν διαφορετικά. Θα καθόμουν στο κρεβάτι και θα άκουγα την βροχή και τον αέρα απέξω, ενώ μέσα στο κρεβατάκι μου θα ήταν τόσο ωραία! Και δε θα χρειαζόταν να σηκωθώ άρον άρον για να βγω έξω στο κρύο! Ενώ τώρα θα πρέπει να σηκωθώ. Και να ντυθώ καλά. Έξω ο αέρας θα είναι κρύος. Σκέψου πόσο θα παγώσει το πρόσωπό μου στον αέρα! Μπρρρρ! Ανατρίχιασα. Εδώ μέσα είναι καλά. Είναι ωραία και ζεστά. Μακάρι να μπορούσα να μεταφέρομαι μέσα σε μια θερμοκάψουλα, και να κουβαλάω μαζί μου, όπου κι αν πάω, αυτή την ωραία θερμοκρασία. Μακάρι να μην χρειαζόταν να σηκωθώ, πρέπει όμως. Το ιδανικότερο θα ήταν να είχα έναν κλώνο. Θα έστελνα εκείνον στη δουλειά και εγώ θα χουζούρευα. Σαν να ήταν Κυριακή. Ή Σάββατο. Ωραία θα ήταν. Βέβαια, θα είχε κι ο κλώνος δικαιώματα. Εξάλλου, δε θα ήταν δίκαιο να πηγαίνει μόνο εκείνος στη δουλειά. Θα έπρεπε να βρούμε ένα σύστημα. Μια μέρα εγώ, μια μέρα εκείνος. Ναι, έτσι θα ήταν πιο δίκαιο (πρέπει να σηκωθώ). Και θα είχε κι άλλες ανάγκες, ο κλώνος. Θα έπρεπε να τρώει, να ντύνεται... Με ένα μισθό θα έπρεπε να βολευτούν δύο. Σαν να ήμουν παντρεμένη. Παντρεμένη με τον εαυτό μου. Ε, τι να κάνουμε; Ας κάνουμε και μια θυσία. Σε τελευταία ανάλυση, με αυτόν τον τρόπο θα γλιτώσω ένα σωρό πρωινά ξυπνήματα (πρέπει να σηκωθώ). Θα παίρνω το πρωινό μου στο κρεβάτι... και απέξω θα λυσσομανάει ο αέρας, θα πέφτει η βροχή... αλλά εμένα δε θα με νοιάζει (άνοιξε τα μάτια). Ας είναι καλά ο κλώνος (άνοιξε τα μάτια, τώρα!)... Μμμμ... ωραία που είναι (ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ!)... ζεστά... (ΤΩΡΑ, ΕΙΠΑ!) τι έγινε; Τι ώρα είναι; Τι; Πήγε κιόλας τόσο αργά; Έπρεπε να έχω σηκωθεί... αλλά είναι τόσο ωραία εδώ! Λίγο ακόμη... αλλά δε θα κοιμηθώ...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question