Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Άγια Νύχτα

    

      Ο Άη-Βασίλης έδεσε το έλκηθρό του σε μία κολώνα.
     - Θα κάνω μια βόλτα, είπε στους ταράνδους του. Να είσαστε φρόνιμοι.
     Η πόλη έμοιαζε έρημη, καθώς ήταν βράδυ και έκανε κρύο. Ένιωσε τα πόδια του παγωμένα. Τι είχε συμβεί; Ο Άη-Βασίλης έβγαλε τη μία μπότα, ύστερα έβγαλε και την άλλη. Όπως το είχε φανταστεί. Οι κάλτσες του είχαν τρυπήσει. Ποιος την άκουγε τώρα τη γυναίκα του! Πάντα του έλεγε να κόβει τα νύχια των ποδιών του για να μην τρυπάει τις κάλτσες του. Τι θα της έλεγε τώρα;
     Ξαναφόρεσε τις μπότες του και ξεκίνησε τη βόλτα του. Είχε ακόμα πολύ χρόνο στη διάθεσή του, το ρολόι τσέπης του είχε έδειχνε ακόμα 17 Δεκεμβρίου. Τι ωραία ιδέα που την είχε, να έρθει νωρίτερα φέτος! Κανένας δεν τον περίμενε, έτσι όλοι θα χαίρονταν διπλά, όταν θα έπαιρναν τα δώρα τους. Και πόσα δώρα είχε φέρει! Ήταν σίγουρος ότι φέτος θα ήταν οι καλύτερες γιορτές. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. Ήταν πολύ ικανοποιημένος από τον εαυτό του.
     Έκανε πολύ κρύο, και παρόλο που ήταν συνηθισμένος από το κρύο που έκανε επάνω στο έλκηθρο, τυλίχτηκε σφιχτά στο γκρίζο του πανωφόρι από μαλλί ταράνδου. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήθελε να τον γνωρίσουν, αν τύχαινε και τον έβλεπε κανένας.
     Μια γάτα που είχε ξαπλώσει στο καπό ενός αυτοκινήτου τον κοίταξε. Νιάου! είπε και τύλιξε την ουρά της γύρω από το σώμα της.
     Η πόλη ήταν φωτισμένη. Παντού υπήρχαν φωτισμένα καταστήματα με στολισμένες βιτρίνες. Ωραίες που ήταν οι βιτρίνες! Αλλά, τι ήταν αυτό; Άλλο πάλι και τούτο! Σχεδόν σε κάθε βιτρίνα υπήρχε και ένας Άη-Βασίλης. Μα, πώς γινόταν αυτό; Αφού εκείνος ήταν μόνο ένας.
     - Α, σκέφτηκε, πόσο με αγαπάνε οι άνθρωποι! Έχουν βάλει παντού τα ομοιώματά μου. Πόσο χαίρομαι, που τους έφερα τόσα πολλά δώρα!
     Κοίταξε την αντανάκλασή του σε μια βιτρίνα και χαμογέλασε ξανά.
     - Καλή προσπάθεια, σκέφτηκε, αλλά το πρωτότυπο είναι πάντα το καλύτερο!
     Μια κοπέλα πέρασε από κοντά του με βιαστικά βήματα. Ο Άη-Βασίλης γύρισε το κεφάλι του από την άλλη για να μην τον αναγνωρίσει, και προσποιήθηκε ότι χάζευε τη βιτρίνα. Ήταν ένα μαγαζί με παιχνίδια: κούκλες, αυτοκινητάκια, αρκουδάκια, επιτραπέζια... "Τα καλύτερα δώρα θα τα βρείτε εδώ", έλεγε μια πινακίδα.
     - Θα μου το πάρεις το βραχιόλι; ρωτούσε η κοπέλα κάποιον αόρατο άνθρωπο. Στα αυτιά της κρατούσε ένα ακουστικό, μιλούσε στο κινητό της. Δεν είναι και τόσο ακριβό! Θα μου το πάρεις; Αχ, σε ευχαριστώ, είσαι ο καλύτερος του κόσμου!
     Ο Άη-Βασίλης προχώρησε πιο κάτω. Δυο αγόρια έτρεχαν πάνω στα πατίνια τους. Έκανε στην άκρη για να γλιτώσει, καθώς τα δυο παιδιά έτρεχαν γρήγορα.
     - Καλά, είπε το ένα αγόρι στο άλλο, φοβερά τα πατίνια σου!
     - Εσένα τι θα σου πάρουν για την Πρωτοχρονιά; ρώτησε το άλλο.
     - Έχω ζητήσει έναν υπολογιστή.
     - Αααα! έκανε το αγόρι, γεμάτο θαυμασμό. Καλή ιδέα. Και εγώ υπολογιστή θα ζητήσω.
     Σε ένα μπαλκόνι απέναντι, ένας φωτισμένος Άη-Βασίλης χαμογελούσε. Δυο γυναίκες πλησίαζαν. Και οι δύο κρατούσαν τσάντες στα χέρια τους.
     - Βιάσου! έλεγε η μία στην άλλη. Δε θα προλάβουμε. Πρέπει να προλάβω να τα αγοράσω.
     - Μα τόσο ωραία είναι; ρωτούσε η άλλη.
     - Δεν έχεις ιδέα, απάντησε η πρώτη. Είναι τα πιο ωραία παπούτσια που έχω δει. Και ταιριάζουν τέλεια με το φόρεμα που αγόρασα τις προάλλες. Θα σκάσουν όλες στο ρεβεγιόν, όταν τα δουν. Ελπίζω, μόνο, να τα έχουν στο νούμερό μου. Έλα, βιάσου!
     Ο Άη-Βασίλης αναστέναξε. Μία ψυχρή ριπή αέρα τον έκανε να ανατριχιάσει. Τα δάχτυλά του μέσα στις μπότες του είχαν παγώσει για τα καλά. Έστριψε στη γωνία και συνέχισε. Δυο άντρες ήταν μπροστά σε μια βιτρίνα και χάζευαν.
     - Αυτή είναι που σου έλεγα, έλεγε ο ένας. Είναι, μεν, μεγάλη, αλλά φαντάσου πώς θα φαίνονται οι αγώνες σε μια τέτοια οθόνη!
     Ο άλλος δεν είπε τίποτα, αλλά κούνησε το κεφάλι του.
     Ο Άη-Βασίλης τυλίχτηκε πιο σφιχτά στο πανωφόρι του. Το κρύο στην πόλη ήταν τσουχτερό.
     Με γρήγορα βήματα προχώρησε και πέρασε απέναντι.
     - Έλα, έλεγε ένα παιδάκι κλαίγοντας στη μαμά του, παρ'το μου!
     - Μα δεν είναι ωραίο, του έλεγε εκείνη. Να μη σου πάρω καλύτερα αυτό;
     - Όχι, εγώ θέλω εκείνο! επέμενε το παιδί.
     - Να σου πάρω ένα ποδήλατο;
     - Όχι.
     - Να σου πάρω μια μπάλα;
     - Όχι.
     - Να σου πάρω εκείνο το αυτοκινητάκι;
     - Όχι, είπα!
     - Καλά, παιδί μου, να το γράψεις στον Άη-Βασίλη να σου το φέρει.
     - Ναι, θα του το γράψω. Και θα του γράψω να μου φέρει και ένα τηλεκατευθυνόμενο ελικόπτερο, και το αυτοκίνητο του Μπάτμαν, και το σπαθί του Ζορό!
     Ο Άη-Βασίλης αναστέναξε και συνέχισε το δρόμο του. Η καρδιά του ήταν κάπως βαριά. Κοσμήματα, ρούχα, παιχνίδια... Κάθησε σε ένα παγκάκι. Το ρολόι τσέπης του έλεγε ακόμα 17 Δεκεμβρίου.
     Μια κοπέλα πέρασε από μπροστά του, φορώντας ψηλοτάκουνες, μαύρες μπότες. Όλα επάνω της φαίνονταν καινούργια: οι μπότες, η κοντή φούστα, η τσάντα, μέχρι και το μαλλί της καινούργιο φαινόταν.
     - Ε, όχι και να κάτσουμε μέσα, χρονιάρες μέρες! έλεγε στο κινητό της. Γιατί το αγόρασα το φόρεμα; Αν νομίζεις ότι θα την βγάλεις έτσι φτηνά, γελάστηκες, καημένε μου. Φέτος θέλω κόσμημα, και μάλιστα μονόπετρο! Αρκετό καιρό με τραβολογάς από εδώ και από εκεί. Και μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ήρθε η ώρα να ορίσεις ημερομηνία γάμου. Και ούτε να το διανοηθείς ότι δε θα πάμε μήνα του μέλιτος. Θα πάμε, και μάλιστα θα πάμε στο εξωτερικό, σε πεντάστερο ξενοδοχείο με θερμαινόμενη πισίνα, γυμναστήριο και μασάζ. Δε με μεγάλωνε εμένα η μάνα μου για να συμβιβαστώ με έναν ψωροξενώνα σε κάποιο παλιοχώρι! Το ακούς;
     Άλλο τίποτα δεν πρόλαβε να ακούσει ο Άη-Βασίλης, αλλά ήταν αρκετό. Ένιωσε πολύ κουρασμένος, δεν είχε κουράγιο να σηκωθεί από το παγκάκι. Αλλά έπρεπε. Με κόπο σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος όπου είχε αφήσει το έλκηθρο.
     Το βρήκε όπως το είχε αφήσει. Οι τάρανδοι μασούλαγαν αργά τα χόρτα που είχαν φάει το μεσημέρι. Ο Ρούντολφ φτερνίστηκε. Η μύτη του ήταν λίγο πιο κόκκινη από ό,τι συνήθως. Μάλλον είχε κρυώσει.
     - Αψού! ξαναέκανε ο Ρούντολφ.
     Ο Άη-Βασίλης άνοιξε το σάκο του. Ήταν τόσο γεμάτος, που κόντευε να σκιστεί. Και είχε μέσα τόσα πράγματα: πλατιά χαμόγελα, ανοιχτές αγκαλιές, απαλά χάδια, ζουμερά φιλιά, αγάπη, φιλία, καλή τύχη, αισιοδοξία, χαρά... Τόσα πράγματα, και όλα θα πήγαιναν χαμένα. Άδικα είχαν δουλέψει υπερωρίες όλοι οι βοηθοί του για να τα ετοιμάσουν. Κανένας δεν τα χρειαζόταν αυτά τα δώρα. Άδικα είχε έρθει.
     Απογοητευμένος, άδειασε το σάκο στο πεζοδρόμιο. Μεμιάς, ο αέρας γέμισε από χαμόγελα και αγκαλιές και χάδια και φιλιά και τόσα πολλά, άχρηστα δώρα. Η πόλη πνίγηκε στην αγάπη, τη χαρά, την αισιοδοξία. Ο Άη-Βασίλης ανέβηκε στο έλκηθρο και ξεκίνησε το ταξίδι του για το σπίτι.
     Ήταν την χρονιά που ο Άη-Βασίλης δεν ήρθε καθόλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To comment or not to comment? That is the question