Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα
πολύ όμορφο και οργανωμένο κοτέτσι. Είχε πολλές κοτούλες, άφθονο χώρο για να
βρίσκουν τροφή και για να παίζουν τα κοτοπουλάκια, καλοφτιαγμένες φωλίτσες για
να γεννάνε οι κότες τα αυγά τους, γερή περίφραξη για να κρατάει τις αλεπούδες
μακριά, και έναν όμορφο χώρο για να κοιμούνται οι κότες το βράδυ, όταν έπεφτε ο
ήλιος.
Το κοτέτσι
είχε κι έναν κόκορα, άσπρο και καμαρωτό, με μια δυνατή φωνή, που λαλούσε κάθε
πρωί για να υποδεχτεί την νέα μέρα. Ο άσπρος κόκορας είχε όλες τις κότες δικές
του, και όλα τα κοτοπουλάκια τον φώναζαν "μπαμπά", εκτός από εκείνα
που ήταν πολύ μικρά και δεν είχαν μάθει ακόμα να μιλάνε.
Μια μέρα,
έτυχε να περνάει από εκεί ένας άλλος κόκορας, με φουσκωμένα πούπουλα και
μεγάλη, πολύχρωμη ουρά. Ο παρδαλός ο κόκορας πολύ το ζήλεψε το κοτέτσι του
άσπρου του κόκορα. Τι καλοφτιαγμένο που ήταν, και πόσο οργανωμένο, και τι
όμορφες κότες που είχε...
Πήγε, λοιπόν,
και είπε στον άσπρο κόκορα ότι πολύ θα του άρεσε να μείνει εκεί.
- Μα τι λες;
του είπε εκείνος. Στο κοτέτσι χωράει μόνο ένας κόκορας.
- Πολύ
οπισθοδρομικό σε βρίσκω, του είπε ο άλλος. Ο κόσμος προοδεύει. Εξάλλου, τι
πειράζει να είμαι και εγώ εδώ;
- Το να είσαι
απλώς εδώ δεν πειράζει και τόσο, είπε ο άσπρος κόκορας αφού το σκέφτηκε λίγο.
Θα πρέπει όμως να φέρεις το δικό σου χαρέμι μαζί, και να μην λαλείς το πρωί.
- Αυτό δεν
γίνεται. Το λάλημα είναι απαραίτητο για να διατηρώ σε φόρμα τις φωνητικές μου
χορδές, όσο για το χαρέμι, δεν χρειάζεται να κουβαλάω μαζί μου χαρέμι, αφού εδώ
υπάρχουν τόσες όμορφες πουλάδες...
- Να μου
κάνεις τη χάρη! Αυτές οι πουλάδες είναι δικές μου και δεν τις μοιράζομαι με
κανέναν.
- Μα είναι
τόσο πολλές, και, εξάλλου, μπορεί κάποιες να προτιμούν εμένα...
- Θα
ρωτήσουμε και τις κότες τώρα τι θέλουν; Δεν είμαστε καλά! Σου το ξαναλέω,
μακριά τα κουλά σου από το χαρέμι μου, αλλιώς δεν θα έχεις καλά ξεμπερδέματα.
Και ο άσπρος
κόκορας φούσκωσε τα φτερά του για να φαίνεται πιο ογκώδης από όσο ήταν στην
πραγματικότητα.
Όμως ο
παρδαλός ο κόκορας δεν φοβήθηκε καθόλου, κυρίως επειδή αυτά τα κόλπα τα ήξερε
και εκείνος.
- Δεν πάω
πουθενά! είπε και κοίταξε τον άλλο προκλητικά. Και αν διαφωνείς, έλα να με
διώξεις!
- Σιγά μη σε
φοβηθώ! είπε ο άσπρος κόκορας και όρμησε καταπάνω στον παρδαλό.
Έτσι, άρχισαν
να αλληλοτσιμπιούνται και να αλληλοκλωτσιούνται και γύρω τους σηκώθηκε ένα
σύννεφο σκόνης, και οι κότες σταμάτησαν να τσιμπολογάνε δεξιά κι αριστερά και
μαζεύτηκαν γύρω-γύρω για να βλέπουν. Και μερικές θαύμαζαν κρυφά τον παρδαλό τον
κόκορα, αλλά όλες φώναζαν για να εμψυχώσουν τον άσπρο, εξάλλου ήταν ο πατέρας
των παιδιών τους. Και τα κοτοπουλάκια άρχισαν και εκείνα να τσιμπιούνται μεταξύ
τους, αντιγράφοντας τους δύο κόκορες.
Οι δύο μονομάχοι
συνέχιζαν να παλεύουν με αμείωτο πείσμα, παρ'όλο που ήδη είχαν αρχίσει να
ματώνουν από τα πολλά τσιμπήματα.
- Φύγε! έλεγε ο
άσπρος.
- Ποτέ! έλεγε ο
παρδαλός.
- Το κοτέτσι είναι
δικό μου! φώναζε ο άσπρος.
- Τώρα θα γίνει
δικό μου! φώναζε ο παρδαλός.
Και δώσ'του να παλεύουν.
Η μέρα προχωρούσε,
ο ήλιος άλλαζε θέση στον ουρανό, οι σκιές των δέντρων άρχισαν να μακραίνουν, κι
όμως, οι δύο κόκορες συνέχιζαν να παλεύουν. Και συνέχισαν και αφού οι κότες και
τα κοτόπουλα έχασαν το ενδιαφέρον τους και αποχώρησαν, για να πάνε στο χώρο
ανάπαυσης και να ετοιμαστούν για ύπνο.
Ψηλά στον
ουρανό, ένα γεράκι πετούσε ψάχνοντας για τροφή. Ήταν κουρασμένο και νηστικό,
αλλά ήλπιζε ότι κάτι θα έβρισκε να φάει προτού σκοτεινιάσει. Κάτω η γη
αντανακλούσε ένα σωρό χρώματα: πράσινο, κίτρινο, καφέ, κεραμιδί... Ξάφνου, τα
μάτια του είδαν κάτι που του τράβηξε το ενδιαφέρον. Σε ένα κοτέτσι, δύο κόκορες
μάχονταν με μανία. Η μάχη φαινόταν αμφίρροπη, αλλά αυτό δεν είχε καμία απολύτως
σημασία, ειδικά για ένα πεινασμένο γεράκι.
Ούτε ο άσπρος,
ούτε ο παρδαλός ο κόκορας, είδαν το γεράκι να πλησιάζει καταπάνω τους σαν ένα
ιπτάμενο βέλος. Όλα έγιναν μέσα σε δευτερόλεπτα. Και ξαφνικά, στο κοτέτσι
απλώθηκε σχεδόν απόλυτη ησυχία.
Μάταια
έψαχναν οι κότες τους κόκορες, το άλλο πρωί που ξύπνησαν. Οι κόκορες είχαν
εξαφανιστεί.
- Και τώρα;
αναρωτήθηκαν οι κότες.
Όμως, μόνο
για λίγο αναρωτήθηκαν. Επειδή η ζωή συνεχίζεται και σύντομα η ζωή στο κοτέτσι
ξαναβρήκε τους ρυθμούς της. Οι κότες τσιμπολογούσαν όλη μέρα, τα κοτοπουλάκια
έπαιζαν στην αυλή, ο φράχτης συνέχιζε να κρατάει μακριά τις αλεπούδες, οι
φωλιές συνέχιζαν να είναι καλοφτιαγμένες, και όταν έπεφτε το βράδυ, οι κοτούλες
κούρνιαζαν ωραία-ωραία στα κρεβατάκια τους και κοιμούνταν η μία δίπλα στην άλλη
μέχρι το επόμενο πρωί.
Και όλα πήγαιναν
ρολόι, όπως και παλιά. Όπως και όταν υπήρχε κόκορας στο κοτέτσι. Όμως μόνο
επειδή το κοτέτσι ήταν πολύ καλά οργανωμένο.
Αχ Πίπη μου ....πόσο μου είχαν λείψει οι ιστορίες σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟργάνωση και πάλι οργάνωση. Κι ας τα κοκόρια να μάχονται!
Πολλά φιλιά και από σήμερα μπορώ να το πω , καλό Φθινόπωρο :)))
Καλό φθινόπωρο και σε εσένα, Αριστέα μου!
ΔιαγραφήΣτ΄αλήθεια πολύ όμορφη ιστορία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιστεύω ότι όλο και κάποιος κόκορας θα βρέθηκε στη συνέχεια.
Τέτοια οργανωμένα και ασφαλή κοτέτσια δεν τα αφήνουν να πάνε χαμένα.
Νάσαι καλά Πίπη μου και καλή σου εβδομάδα.
Νάσαι καλά.
Έχεις απόλυτο δίκιο, αγαπητέ Dennis. Τέτοια κοτέτσια δεν τα αφήνουν και, επιπλέον, ο κόσμος είναι γεμάτος από επίδοξους κόκορες.
ΔιαγραφήΚαλή εβδομάδα και σε εσένα.