Είναι γνωστό ότι τα τζιτζίκια είναι εξαιρετικοί κανταδόροι. Από πολύ μικρά, οι γονείς τους τα στέλνουν στα Ωδεία, για να μάθουν να διαβάζουν τις νότες και να τραγουδάνε σωστά και, προτού ολοκληρώσουν τη βασική τους εκπαίδευση, όλα τα τζιτζίκια υποχρεώνονται από το σχολείο να μάθουν και ένα μουσικό όργανο.
Τα περισσότερα διαλέγουν κάποιο έγχορδο. Πρώτη στις προτιμήσεις τους είναι η κιθάρα, με μικρή διαφορά από το μπουζούκι, καθώς αυτά τα δύο μουσικά όργανα τους επιτρέπουν να μάθουν αρκετά σύντομα να παίζουν τα σουξεδάκια της εποχής. Η λύρα επίσης, χαίρει μεγάλης εκτίμησης, ιδιαίτερα από τα τζιτζίκια των λαϊκών στρωμάτων. Τα πιο προικισμένα τζιτζίκια επιλέγουν την άρπα, και είναι τα μόνα που πραγματικά κάνουν μουσική καριέρα και είναι σχεδόν πάντα σε περιοδεία.
Θα αναρωτηθεί κανείς: μα γιατί τέτοια επιμονή; Γιατί δεν διαλέγουν να μάθουν κάτι άλλο, όπως π.χ. να ζωγραφίζουν, να κεντάνε ή να χορεύουν κλακέτες; Ο λόγος είναι απλός: χωρίς να ξέρουν να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο και να τραγουδάνε, οι πιθανότητές τους να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια είναι μηδαμινές.
Όλες οι τζιτζικίνες, βλέπετε, μεγαλώνουν με το παραμύθι του τζιτζικοπρίγκηπα, που έρχεται κάτω από το παράθυρό τους και τους κάνει καντάδα παίζοντας ταυτόχρονα κάποιο μουσικό όργανο. Όλες οι τζιτζικίνες κοιμούνται και ονειρεύονται τζιτζικοπρίγκηπες. Γι'αυτό και όλοι οι επίδοξοι γαμπροί προσπαθούν να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερες ομοιότητες με τον τζιτζικοπρίγκηπα του παραμυθιού.
Βέβαια, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, και ο μικρός Λουίτζι, που όλοι τον φώναζαν Τζίτζι, ήταν μία τέτοια εξαίρεση. Οι γονείς του τον πήγαν στο Ωδείο, αλλά ο Τζίτζι έδειξε από την πρώτη κιόλας μέρα ότι θα δυσκολευόταν πολύ με τις νότες. Και η αλήθεια ήταν ότι ποτέ δεν μπόρεσε να τις καταλάβει. Ίσως να έφταιγε και που οι νότες ήταν πολύ ζωηρές και δεν έμεναν στη θέση τους στο πεντάγραμμο, παρά χόρευαν και πηδούσαν σχοινάκι και έκαναν ποδήλατο, το γεγονός, πάντως, παρέμενε ότι ο Τζίτζι κόντευε να τελειώσει το σχολείο και δεν μπορούσε με τίποτα να αναγνωρίσει τις νότες.
Πήγαινε η μητέρα του στο γυμναστήριο, συναντούσε τις φίλες της, μιλούσαν εκείνες για τις μουσικές επιδόσεις των παιδιών τους, πού να ανοίξει το στόμα της εκείνη! Πήγαινε ο πατέρας του στο καφενείο, συναντούσε τους φίλους του, μιλούσαν εκείνοι για τις μουσικές διακρίσεις των κανακάρηδών τους στα διάφορα ρεσιτάλ, πού να τολμήσει εκείνος να συγκρίνει τον Τζίτζι με κάποιο από τα άλλα παιδιά;
Πήγαινε η μητέρα του στο γυμναστήριο, συναντούσε τις φίλες της, μιλούσαν εκείνες για τις μουσικές επιδόσεις των παιδιών τους, πού να ανοίξει το στόμα της εκείνη! Πήγαινε ο πατέρας του στο καφενείο, συναντούσε τους φίλους του, μιλούσαν εκείνοι για τις μουσικές διακρίσεις των κανακάρηδών τους στα διάφορα ρεσιτάλ, πού να τολμήσει εκείνος να συγκρίνει τον Τζίτζι με κάποιο από τα άλλα παιδιά;
Οι δύο γονείς, μέσα στην απελπισία τους, προσέλαβαν έναν δάσκαλο για να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στο παιδί τους, θεωρώντας ότι για τις κακές του επιδόσεις ευθυνόταν το Ωδείο. Του ζήτησαν να διαλέξει ποιο μουσικό όργανο θα ήθελε να μάθει και ο Τζίτζι, βαριαστενάζοντας, διάλεξε το τρίγωνο! Του πρότειναν να διαλέξει κάτι λίγο πιο συνηθισμένο, και με τα πολλά κατέληξαν στον μπαγλαμά, που μπορεί να μη χαίρει και ιδιαίτερης εκτίμησης από τους τζίτζικες, αλλά τουλάχιστον είναι έγχορδο.
Ο δάσκαλος ύστερα από δυο βδομάδες μαθημάτων φώναξε τους γονείς και τους είπε κάτι που ποτέ πριν δεν είχε ξαναπεί σε κανέναν γονιό: το παιδί τους, είπε, ήταν ανεπίδεκτο μαθήσεως και το μόνο που το ενδιέφερε, αν είχε καταλάβει καλά, ήταν να γράφει στίχους.
Οι γονείς έμειναν άφωνοι από το σοκ, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη μητέρα του Τζίτζι να κάνει μία μίνι έρευνα στο δωμάτιό του, όπου κάτω από το κρεβάτι του και μέσα στην ντουλάπα του, κρυμμένα επιμελώς ανάμεσα στα ρούχα του, βρήκε ουκ ολίγα λογοτεχνικά βιβλία. Οι δύο γονείς ένιωσαν αποτυχημένοι. Τι είχαν κάνει λάθος, άραγε; Με τι μούτρα θα έβγαιναν στον δρόμο, αν μαθαινόταν ότι ο γιος τους αντί να μαθαίνει μουσική διάβαζε λογοτεχνία;
Πήραν, λοιπόν, το σοβαρό τους ύφος και του μίλησαν. Του εξήγησαν ότι με αυτές του τις επιλογές διακινδύνευε το μέλλον του και ότι θα έπρεπε να ενσωματωθεί στην κοινωνία, όπως όλα τα άλλα τζιτζίκια της ηλικίας του. Του είπαν επίσης ότι αν δε συμμορφωνόταν, όχι μόνο δε θα του ξαναέδιναν λεφτά, αλλά θα του έκαιγαν και τα βιβλία του. Ο Τζίτζι ταράχτηκε στην ιδέα ότι θα έχανε τα αγαπημένα του βιβλία και στρώθηκε στη μελέτη. Και σιγά-σιγά, από το σπίτι του άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες του μελωδίες.
Πέρασε καιρός και ήρθε η ώρα της αποφοίτησης για τα τζιτζίκια. Έγινε, λοιπόν, μια ωραία τελετή στο σχολείο, και τα τζιτζίκια πήραν τα ενδεικτικά τους και έπαιξαν και πέντε τραγούδια με την ορχήστρα του σχολείου. Οι γονείς ήταν ιδιαίτερα συγκινημένοι και όλοι κρατούσαν μαντήλια για να σκουπίζουν τα δάκρυα της συγκίνησης που γέμιζαν τα μάτια τους.
Και τελείωσε και η αποφοίτηση και όλοι οι απόφοιτοι βγήκαν για την πρώτη "ενήλικη" βόλτα τους. Πήραν τις κιθάρες τους, τα μπουζούκια και ό,τι άλλο μουσικό όργανο έπαιζαν, και βγήκαν βόλτα για να κάνουν τις πρώτες επίσημες καντάδες τους. Μαζί τους πήγε και ο Τζίτζι, κρατώντας τον μπαγλαμά του.
Η παρέα των αποφοίτων ξεσήκωσε τον κόσμο με τα τραγούδια της και από όπου περνούσε όλοι έβγαιναν στα παράθυρα για να τους δουν. Οι τζιτζικίνες τούς πετούσαν λουλούδια και οι μεγαλύτεροι τζίτζικες τους χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι. Και οι απόφοιτοι συνέχισαν τον δρόμο τους, και κάποια στιγμή πέρασαν και από τη γειτονιά της Χώρας της πίσω βεράντας.
Και η Πίπη άκουσε το τραγούδι των αποφοίτων και βγήκε έξω για να τους δει. Αλλά το μόνο που είδε ήταν τον Τζίτζι, ο οποίος είχε παρατήσει τον μπαγλαμά του κάπου, σε κάποια άκρη, και κοίταζε εκστασιασμένος την τέντα της πίσω βεράντας. Η Πίπη τον χαιρέτησε, αλλά εκείνος δεν απάντησε, απορροφημένος καθώς ήταν από τις σκέψεις του, ίσως να συνέθετε και κάποιο ποίημα...
Και η Πίπη τον άφησε στην ησυχία του και το μόνο που έκανε ήταν να τον βγάλει μια φωτογραφία εκεί, ανάμεσα στα σύννεφα της τέντας. Έτσι, για την ανάμνηση της συνάντησης...
Ο δάσκαλος ύστερα από δυο βδομάδες μαθημάτων φώναξε τους γονείς και τους είπε κάτι που ποτέ πριν δεν είχε ξαναπεί σε κανέναν γονιό: το παιδί τους, είπε, ήταν ανεπίδεκτο μαθήσεως και το μόνο που το ενδιέφερε, αν είχε καταλάβει καλά, ήταν να γράφει στίχους.
Οι γονείς έμειναν άφωνοι από το σοκ, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη μητέρα του Τζίτζι να κάνει μία μίνι έρευνα στο δωμάτιό του, όπου κάτω από το κρεβάτι του και μέσα στην ντουλάπα του, κρυμμένα επιμελώς ανάμεσα στα ρούχα του, βρήκε ουκ ολίγα λογοτεχνικά βιβλία. Οι δύο γονείς ένιωσαν αποτυχημένοι. Τι είχαν κάνει λάθος, άραγε; Με τι μούτρα θα έβγαιναν στον δρόμο, αν μαθαινόταν ότι ο γιος τους αντί να μαθαίνει μουσική διάβαζε λογοτεχνία;
Πήραν, λοιπόν, το σοβαρό τους ύφος και του μίλησαν. Του εξήγησαν ότι με αυτές του τις επιλογές διακινδύνευε το μέλλον του και ότι θα έπρεπε να ενσωματωθεί στην κοινωνία, όπως όλα τα άλλα τζιτζίκια της ηλικίας του. Του είπαν επίσης ότι αν δε συμμορφωνόταν, όχι μόνο δε θα του ξαναέδιναν λεφτά, αλλά θα του έκαιγαν και τα βιβλία του. Ο Τζίτζι ταράχτηκε στην ιδέα ότι θα έχανε τα αγαπημένα του βιβλία και στρώθηκε στη μελέτη. Και σιγά-σιγά, από το σπίτι του άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες του μελωδίες.
Πέρασε καιρός και ήρθε η ώρα της αποφοίτησης για τα τζιτζίκια. Έγινε, λοιπόν, μια ωραία τελετή στο σχολείο, και τα τζιτζίκια πήραν τα ενδεικτικά τους και έπαιξαν και πέντε τραγούδια με την ορχήστρα του σχολείου. Οι γονείς ήταν ιδιαίτερα συγκινημένοι και όλοι κρατούσαν μαντήλια για να σκουπίζουν τα δάκρυα της συγκίνησης που γέμιζαν τα μάτια τους.
Και τελείωσε και η αποφοίτηση και όλοι οι απόφοιτοι βγήκαν για την πρώτη "ενήλικη" βόλτα τους. Πήραν τις κιθάρες τους, τα μπουζούκια και ό,τι άλλο μουσικό όργανο έπαιζαν, και βγήκαν βόλτα για να κάνουν τις πρώτες επίσημες καντάδες τους. Μαζί τους πήγε και ο Τζίτζι, κρατώντας τον μπαγλαμά του.
Η παρέα των αποφοίτων ξεσήκωσε τον κόσμο με τα τραγούδια της και από όπου περνούσε όλοι έβγαιναν στα παράθυρα για να τους δουν. Οι τζιτζικίνες τούς πετούσαν λουλούδια και οι μεγαλύτεροι τζίτζικες τους χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι. Και οι απόφοιτοι συνέχισαν τον δρόμο τους, και κάποια στιγμή πέρασαν και από τη γειτονιά της Χώρας της πίσω βεράντας.
Και η Πίπη άκουσε το τραγούδι των αποφοίτων και βγήκε έξω για να τους δει. Αλλά το μόνο που είδε ήταν τον Τζίτζι, ο οποίος είχε παρατήσει τον μπαγλαμά του κάπου, σε κάποια άκρη, και κοίταζε εκστασιασμένος την τέντα της πίσω βεράντας. Η Πίπη τον χαιρέτησε, αλλά εκείνος δεν απάντησε, απορροφημένος καθώς ήταν από τις σκέψεις του, ίσως να συνέθετε και κάποιο ποίημα...
Και η Πίπη τον άφησε στην ησυχία του και το μόνο που έκανε ήταν να τον βγάλει μια φωτογραφία εκεί, ανάμεσα στα σύννεφα της τέντας. Έτσι, για την ανάμνηση της συνάντησης...
Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου
Μια συνάντηση με ένα πλάσμα της φύσης. Μια "συντροφιά" μας και αυτή. Αν μια τέτοια παρουσία, άνοιξε αυτόν τον εκφραστικό ποταμό Πίππη μου τότε εγώ υποκλίνομαι στην καρδιά σου, στην ψυχή σου, στη γραφή σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε όλο μου το σεβασμό.
Φιλιά.
Σε ευχαριστώ, Γιάννη μου, για τα καλά σου λόγια, αλλά να προσέχεις, αν συνεχίσεις να υποκλίνεσαι με το παραμικρό θα σε πιάσει κανένα λουμπάγκο...
Διαγραφή