Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν μεγάλο, επιβλητικό, βασιλικό πύργο, ζούσε ένας καθρέφτης. Ήταν μεγάλος και εντυπωσιακός, και είχε μια χρυσή κορνίζα, που ήταν φτιαγμένη με μεράκι και μεγάλη προσοχή. Η βασίλισσα του είχε μεγάλη αδυναμία - ήταν προίκα της, εξάλλου, και τον είχε φέρει από το πατρικό της - και τον επισκεπτόταν κάθε τρεις και λίγο. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, μπροστά στον καθρέφτη, να κοιτάζεται και να στολίζεται.
Του βασιλιά δεν του πολυάρεσε όλη αυτή η εμμονή της βασίλισσας με τον καθρέφτη, μα, από την άλλη σκεφτόταν ότι η ομορφιά της βασίλισσας ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο την είχε επιλέξει και ότι ήταν λογικό να φροντίζει τόσο την ομορφιά της, αφού ήταν, ίσως, το μεγαλύτερό της προσόν. Έτσι, δεν της έλεγε τίποτα.
Αυτό που δεν ήξερε, όμως, ο βασιλιάς, ήταν ότι ο καθρέφτης της βασίλισσας, εκτός από όμορφος, ήταν και μαγικός. Εκτός που μπορούσε να σου δείξει τον εαυτό σου, μπορούσε να ταξιδέψει μέσα σε μια στιγμή σε όλο τον κόσμο και να σου δείξει και ό,τι άλλο ήθελες, όπου κι αν αυτό βρισκόταν. Και όχι μόνο αυτό, σου μιλούσε κιόλας. Δηλαδή, μόνο στη βασίλισσα μιλούσε.
Ετοιμαζόταν κάθε πρωί η βασίλισσα, φορούσε τα βασιλικά της φορέματα, πήγαινε μπροστά στον καθρέφτη και τον ρωτούσε:
- Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η πιο όμορφη στον κόσμο;
Και ο καθρέφτης, που εκτός από όμορφος ήταν και έξυπνος, και εκτός από έξυπνος ήταν και εξαιρετικός κόλακας, της απαντούσε:
- Γύρισα χώρες και χωριά,
μα σαν κι εσένα πουθενά,
πρώτη είσαι στην ομορφιά,
και δε σε φτάνει άλλη καμιά.
Και τότε η βασίλισσα, ευχαριστημένη, αποτραβιόταν για να κάνει τα μποτέ της, όπως κάνει κάθε γυναίκα που σέβεται την ομορφιά της.
Ο καθρέφτης περνούσε πολύ ωραία και ήταν ευχαριστημένος από τη ζωή του στο παλάτι, μέχρι που μια μέρα, στο δωμάτιό του μπήκε η μοναχοκόρη του βασιλιά, η Χιονάτη, που είχε φτάσει σε ηλικία γάμου χωρίς κανένας να το πάρει είδηση, αφού ο βασιλιάς ήταν απασχολημένος με τις ευθύνες του βασιλείου του και η βασίλισσα ήταν απασχολημένη με την ομορφιά της.
Η Χιονάτη είχε μπει στο δωμάτιο εντελώς τυχαία, ψάχνοντας το αγαπημένο της χαμστεράκι, που όλο κρυβόταν στα πιο απίθανα μέρη. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο, και αφού το χαμστεράκι της δε φαινόταν πουθενά, ξαναβγήκε από το δωμάτιο χωρίς καθυστέρηση. Ο καθρέφτης έμεινε ξανά μόνος του στο δωμάτιο. Μόνος και ερωτευμένος.
Από εκείνη τη μέρα, η μόνη σκέψη του καθρέφτη ήταν πώς να ξαναδεί τη Χιονάτη και πώς να ζήσει για πάντα μαζί της. Και επειδή η Χιονάτη μονοπωλούσε πλέον την σκέψη του, του ήταν εξαιρετικά δύσκολο να λέει κάθε μέρα το ποιηματάκι του στη βασίλισσα, αφού στην πραγματικότητα αυτό που ήθελε να βροντοφωνάξει ήταν ότι η πιο όμορφη στον κόσμο ήταν η αγαπημένη του Χιονάτη! Έσφιγγε όμως τα δόντια και κατάφερνε να μην προδώσει το μυστικό του, αφού ήξερε πολύ καλά ως πού μπορούσε να φτάσει η βασίλισσα για να εξαλείψει τον ανταγωνισμό.
Όποτε έμενε μόνος του, ο καθρέφτης ταξίδευε όπου βρισκόταν η Χιονάτη και την παρακολουθούσε, να ομορφαίνει μέρα με τη μέρα. Την έβλεπε να μαζεύει λουλούδια στον κήπο και ευχόταν να μπορούσε να της χαρίσει όλα τα λουλούδια του κόσμου, την έβλεπε να σιγοτραγουδάει στο παράθυρό της και ευχόταν να μπορούσε να της κάνει καντάδα, την έβλεπε να χορεύει και ευχόταν να μπορούσε να τη συνοδεύσει σε έναν ωραίο, βασιλικό χορό... Αλλά τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να γίνει, ο καθρέφτης ήταν φυλακισμένος σε εκείνο το δωμάτιο και σε εκείνη την κορνίζα...
Μια μέρα που η βασίλισσα στάθηκε μπροστά του και του έκανε τη συνηθισμένη ερώτηση, ο καθρέφτης, που είχε περάσει όλο το βράδυ χαζεύοντας τη Χιονάτη που κοιμόταν και ήταν ακόμα υπό την επήρεια της ομορφιάς της, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και της απάντησε:
- Γύρισα χώρες και χωριά,
σαν τη Χιονάτη πουθενά,
πρώτη είναι στην ομορφιά,
και δεν την φτάνει άλλη καμιά.
- Πώς; φώναξε η βασίλισσα, κάνοντας τον καθρέφτη να συνειδητοποιήσει την βλακεία που είχε μόλις διαπράξει. Για ποια Χιονάτη μιλάς; Γι'αυτό το μυξιάρικο που έπρεπε να ανεχτώ στις φωτογραφίες του γάμου μου;
Τι να της πει τώρα ο καθρέφτης; Ότι το μυξιάρικο είχε μεγαλώσει και είχε γίνει μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά; Και πώς να καλύψει το λάθος του; Ξερόβηξε και ξαναείπε το σωστό ποιηματάκι:
- Γύρισα χώρες και χωριά,
μα σαν κι εσένα πουθενά,
πρώτη είσαι στην ομορφιά,
και δε σε φτάνει άλλη καμιά.
- Τι είπες για τη Χιονάτη; επέμεινε η βασίλισσα στην προηγούμενή του απάντηση. Είναι εκείνη η πιο όμορφη στον κόσμο;
- Όχι, βασίλισσά μου, είπε εκείνος. Πριν, απλώς είχα βραχνιάσει και δεν ακούστηκα καθαρά. Γι'αυτό σου επανέλαβα την απάντησή μου. Εσύ είσαι η ομορφότερη σ'όλη την οικουμένη, κι όποιος σε δει χωρίς μιλιά, από το θάμπος, μένει.
Η βασίλισσα δεν έδωσε συνέχεια, αλλά ούτε πείστηκε από τα λόγια του καθρέφτη. Και από εκείνη τη μέρα τον έβαλε σε επιτήρηση. Άρχισε να έρχεται στο δωμάτιο πιο συχνά και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, να του κάνει την γνωστή ερώτηση, περιμένοντας πότε θα τον πιάσει να ολισθαίνει εκ νέου. Ο καθρέφτης ήταν μονίμως σε επιφυλακή και, αν είχε καρδιά, σίγουρα θα κινδύνευε να πάθει ανακοπή.
Ο καθρέφτης σκέφτηκε ότι η αγαπημένη του κινδύνευε από τη βασίλισσα και ότι με κάποιον τρόπο θα έπρεπε να την προστατεύσει. Ενώ, όμως, εκείνος προσπαθούσε να σώσει τη Χιονάτη, εκείνη άρχισε να ερωτοτροπεί με έναν πρίγκηπα από ένα γειτονικό βασίλειο. Πήγαιναν μαζί βόλτα, χεράκι-χεράκι, μέχρι την άκρη του δάσους, τραγουδούσαν μαζί ερωτικά τραγούδια και πετούσαν κέρματα μέσα στο πηγάδι, ξάπλωναν δίπλα-δίπλα στο γρασίδι... Και, παρ'όλο που δεν είχε καρδιά, ο καθρέφτης ένιωσε να τον κυριεύει ο θυμός, με όλα αυτά που έβλεπε.
Πώς μπορούσε εκείνη να φέρεται έτσι, την στιγμή μάλιστα που αυτός έσπαγε το μυαλό του - τρόπος του λέγειν - προσπαθώντας να την προστατέψει από τη ζηλόφθονη μητριά της;
- Αχάριστη! είπε ο καθρέφτης, τυφλωμένος από τη ζήλια του. Τώρα θα δεις!
Και την επόμενη φορά που η βασίλισσα του έκανε την γνωστή ερώτηση, εκείνος απάντησε με δυνατή φωνή:
- Γύρισα χώρες και χωριά,
σαν τη Χιονάτη πουθενά,
Χιονάτη, είσαι σαν ζωγραφιά,
σκόνη την κάνεις τη μητριά.
Σκύλιασε η βασίλισσα από το κακό της και αμέσως κατάστρωσε σχέδιο για να εξοντώσει τη Χιονάτη. Την έστειλε στο δάσος να μαζέψει μανιτάρια, δίνοντας κρυφά εντολή στον φρουρό που θα τη συνόδευε να την οδηγήσει πολύ βαθιά μέσα στο δάσος και να την σκοτώσει. Αλλά ο φρουρός τη λυπήθηκε τη Χιονάτη, επειδή πολλές φορές του είχε δώσει καραμέλες, για να πάει στα παιδιά του, και δεν την σκότωσε, αλλά την άφησε στο δάσος, αφού προηγουμένως την ενημέρωσε για τα σχέδια της μητριάς της.
Ο καθρέφτης τα είδε όλα, φυσικά, αλλά όταν η βασίλισσα του έκανε την γνωστή ερώτηση, εκείνος δεν πρόδωσε αυτά που είχε δει. Είχε μετανιώσει για τη συμπεριφορά του και, επιπλέον, σκέφτηκε πως τώρα που η Χιονάτη βρισκόταν τόσο μακριά από τον αντιπαθητικό, ερωτύλο πρίγκηπα, σύντομα θα τον ξεχνούσε εντελώς, οπότε οι δικές του ελπίδες να την κάνει δική του αναπτερώνονταν.
Η Χιονάτη έμεινε μόνη της στο δάσος και, ψάχνοντας να βρει κάποιο μέρος να μείνει, τυχαία ανακάλυψε το σπιτάκι όπου έμεναν εφτά νάνοι. Εκείνοι τρόμαξαν λίγο στην αρχή, όταν την είδαν, εξαιτίας του ύψους της, αλλά στη συνέχεια την υποδέχτηκαν με μεγάλη ευγένεια και άκουσαν την ιστορία της. Οι νάνοι είχαν ανατροφή και δεν θα άφηναν ποτέ μια κοπέλα μόνη της στο δάσος. Επιπλέον, καταλάβαιναν ότι η Χιονάτη, αν ήθελε να ζήσει, δεν έπρεπε επ'ουδενί να γυρίσει στο σπίτι της, οπότε της πρότειναν να τη φιλοξενήσουν για όσο καιρό επιθυμούσε. Έτσι, η Χιονάτη άρχισε να ζει στο σπιτάκι των νάνων και περνούσαν όλοι πολύ ωραία.
Όλα είχαν ηρεμήσει στο παλάτι και η βασίλισσα ήταν η ομορφότερη του κόσμου και ο καθρέφτης ήταν πλέον ήσυχος ότι η Χιονάτη ήταν ασφαλής και κάποια μέρα θα γινόταν δική του. Στο σπιτάκι του δάσους, η Χιονάτη και οι νάνοι περνούσαν υπέροχα και κάθε βράδυ, που οι νάνοι γύριζαν από τη δουλειά τους, έστηναν γλέντι με άφθονο χορό και τραγούδι. Και οι εφτά τραγουδούσαν υπέροχα και ήταν εξαιρετικοί χορευτές. Και, πέρα από μερικά ελαττωματάκια που είχαν - άλλος ήταν λίγο γκρινιάρης, άλλος ήταν λίγο φιλάσθενος, άλλος λίγο ντροπαλός, άλλος λίγο τεμπέλης - όλοι ήταν πολύ καλά παιδιά.
Μια μέρα, ο μεγαλύτερος από τους νάνους, που του άρεσε πολύ το διάβασμα και γι'αυτό τον έλεγαν Σοφό, τους μάζεψε και τους είπε:
- Νομίζω ότι μας παρουσιάζεται μια μοναδική ευκαιρία, τώρα που έχουμε τη Χιονάτη ανάμεσά μας.
- Τι ευκαιρία; ρώτησε ο Χαζούλης, που είχε πάντα τις περισσότερες απορίες από όλους.
- Έχουμε ήδη φτάσει σε ηλικία γάμου, αλλά εδώ στο δάσος όπου ζούμε είναι πολύ δύσκολο να βρούμε νύφες. Σκέφτηκα, λοιπόν, να προτείνουμε στη Χιονάτη, μια που όλοι τη συμπαθούμε, να διαλέξει έναν από εμάς και να τον παντρευτεί. Τι λέτε;
- Ωραία ιδέα! είπαν οι υπόλοιποι νάνοι.
Και εκείνο το βράδυ, φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα, έκαναν την πρότασή τους στη Χιονάτη. Εκείνη το σκέφτηκε. Ο πρίγκηπάς της ποιος ξέρει πού θα ήταν τώρα, και σιγά μην φανταζόταν ότι εκείνη βρισκόταν καταμεσίς του δάσους για να την ψάξει, άσε που τον κυνηγούσαν όλες οι πριγκήπισσες της επικράτειας, οπότε θα έβρισκε γρήγορα άλλη! Και, φυσικά, ήταν και το άλλο: Πού θα έβρισκε άντρα στο ύψος της σε εκείνη την ερημιά; Οι νάνοι, μπορεί να ήταν κοντοί, αλλά ήταν όλοι τους καλά παιδιά, όμορφα, και έπιαναν και τα χέρια τους!
- Σύμφωνοι, είπε η Χιονάτη στους νάνους. Θα παντρευτώ έναν από εσάς. Απλώς, θέλω λίγες μέρες προθεσμία, για να αποφασίσω ποιον θα παντρευτώ.
Το άκουσε αυτό ο καθρέφτης και παρά τρίχα να ραγίσει από τα νεύρα του! Αν είναι δυνατόν! Ακόμα και με έναν νάνο θα τον απατούσε;
- Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η πιο όμορφη στον κόσμο; τον ρώτησε την επόμενη μέρα η βασίλισσα.
- Γύρισα χώρες και χωριά,
σαν τη Χιονάτη πουθενά,
μέσα στου δάσους την καρδιά,
είναι μια σκέτη ομορφιά, απάντησε εκείνος.
Γυάλισε το μάτι της βασίλισσας. Πώς γινόταν και ζούσε ακόμα η Χιονάτη; Ο καθρέφτης δεν της αποκάλυψε όλες τις λεπτομέρειες, αλλά την ενημέρωσε για το μέρος όπου ζούσε η όμορφη νέα. Και αυτή τη φορά, αφού η βασίλισσα κατάλαβε ότι αν θέλεις να γίνει μια δουλειά πρέπει να την κάνεις μόνος σου, αποφάσισε να πάρει την υπόθεση στα χέρια της.
Αποτραβήχτηκε στα υπόγεια του πύργου, όπου είχε τα σύνεργα της μαγείας της και, χρησιμοποιώντας τα πιο δηλητηριώδη συστατικά, έφτιαξε ένα πολύ ισχυρό δηλητήριο. Ύστερα, βούτηξε ένα κατακόκκινο μήλο μέσα στο δηλητήριο και το σχέδιό της μπήκε σε εφαρμογή.
Η βασίλισσα - που, αν δεν το καταλάβατε ήδη, στην πραγματικότητα ήταν μια κακιά μάγισσα - μεταμορφώθηκε σε μια συμπαθητική γριούλα και, κρατώντας ένα καλάθι, όπου μέσα είχε τοποθετήσει το δηλητηριασμένο μήλο, ακολούθησε τις οδηγίες του καθρέφτη και έφτασε στο σπιτάκι όπου ζούσε η Χιονάτη.
Την βρήκε να σκουπίζει έξω από το σπιτάκι και προσποιήθηκε ότι δεν αισθανόταν καλά. Η Χιονάτη, πονόψυχη όπως ήταν, της έφερε ένα ποτήρι νερό για να συνέλθει, και εκείνη, τάχα για να την ευχαριστήσει, της πρόσφερε το μήλο.
Πήρε η Χιονάτη το μήλο, το δάγκωσε, και αμέσως έπεσε κάτω κάτωχρη. Η βασίλισσα είχε πετύχει τον στόχο της, και επέστρεψε στον πύργο της καταχαρούμενη. Βρήκε τον καθρέφτη λίγο θαμπό - επειδή, στο μεταξύ, εκείνος πάλι είχε μετανιώσει για τη συμπεριφορά του και είχε ξεσπάσει σε κλάματα για το θάνατο της αγαπημένης του -, αλλά δεν έδωσε σημασία και του απηύθυνε την γνωστή ερώτηση.
- Γύρισα χώρες και χωριά,
μα σαν κι εσένα πουθενά,
πρώτη είσαι στην ομορφιά,
και δε σε φτάνει άλλη καμιά, απάντησε ο καθρέφτης, με ένα λυγμό στη φωνή του.
- Έτσι μπράβο! είπε η βασίλισσα και αποσύρθηκε στα διαμερίσματά της.
Στο μεταξύ, στο δάσος, οι νάνοι είχαν ανακαλύψει την νεκρή Χιονάτη και πλάνταξαν στο κλάμα, κυρίως επειδή είχαν χάσει τη μοναδική γυναίκα που είχε καταδεχτεί να τους δει ως υποψήφιους γαμπρούς. Πήγαν στην πόλη και της παρήγγειλαν το πιο ακριβό φέρετρο που μπορούσαν να αγοράσουν, και πήγαν και βρήκαν και έναν παπά για να τελέσει την κηδεία της.
Η μέρα της κηδείας έφτασε και ο παπάς, εντυπωσιασμένος, ομολογουμένως, από την ομορφιά της νεκρής κοπέλας, άρχισε να ψέλνει, ενώ οι νάνοι ρουφούσαν διακριτικά τις μύτες τους. Αλλά, μόλις οι νάνοι σήκωσαν το φέρετρο στους ώμους τους για να το μεταφέρουν στον τάφο που είχαν φτιάξει για την Χιονάτη, το φέρετρο τραντάχτηκε, και μαζί με αυτό τραντάχτηκε και η Χιονάτη. Τότε, το κομμάτι του μήλου που είχε δαγκώσει η Χιονάτη έπεσε από το μισάνοιχτο στόμα της και εκείνη, ως δια μαγείας, άνοιξε τα μάτια της!
Χαρά μεγάλη κυρίεψε τους νάνους, αλλά και τον παπά, που ανακάλυψε ότι η ζωντανή Χιονάτη ήταν απείρως ομορφότερη από τη νεκρή Χιονάτη. Η Χιονάτη διηγήθηκε σε όλους τι είχε συμβεί με την γριούλα με το μήλο και όλοι αποφάσισαν να μην ξαναφάνε ποτέ μήλο στη ζωή τους, απόφαση που ενισχύθηκε και από την επιλογή του παπά να κάνει μια αριστοτεχνική σύνδεση του μήλου που είχε δαγκώσει η Χιονάτη με το μήλο της αμαρτίας που είχε δαγκώσει η Εύα. Η Χιονάτη κοίταξε τον παπά γεμάτη θαυμασμό, και σχεδόν έκπληκτη διαπίστωσε ότι ήταν νέος, ωραίος, και στο ύψος της. Αλλά και εκείνος άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως είχε βιαστεί να φορέσει τα ράσα.
Λίγες μέρες μετά, η βασίλισσα στάθηκε και πάλι μπροστά στον καθρέφτη.
- Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η ομορφότερη στον κόσμο;
Αλλά ο καθρέφτης μόλις είχε δει τη Χιονάτη νυφούλα, στο πλευρό του παπά, ο οποίος είχε τελικά απαρνηθεί το ράσο για τις χάρες της όμορφης κοπέλας.
- Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η ομορφότερη στον κόσμο; επανέλαβε η βασίλισσα.
Ο καθρέφτης ήταν πυρ και μανία.
- Ε, όχι και με τον παπά! αναφώνησε ο καθρέφτης εκτός εαυτού και μια τεράστια ρωγμή έσκισε την επιφάνειά του απ'άκρη σ'άκρη, καταστρέφοντάς τον για πάντα.
- Όχι, μη! φώναξε η βασίλισσα, επειδή η ομορφιά της ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με τον μαγικό καθρέφτη.
Μονομιάς, το πρόσωπο της βασίλισσας γέμισε ρωγμές, όπως αυτήν του καθρέφτη. Η βασίλισσα κατάλαβε ότι είχε μεταμορφωθεί ανεπιστρεπτί στον πραγματικό, αποτρόπαιο εαυτό της και ότι δεν θα μπορούσε να ξαναεμφανιστεί ποτέ μπροστά στο βασιλιά. Και αφού είχε χάσει οριστικά το σημαντικότερό της προσόν, την ομορφιά της, αποφάσισε να εξαφανιστεί για πάντα. Καβάλησε ένα μαγικό σκουπόξυλο και πέταξε μακριά, αφήνοντας το βασιλιά στην ησυχία του.
Όσο για τη Χιονάτη, κατάλαβε ότι, τελικά, αν θέλεις, ο κόσμος είναι γεμάτος άντρες. Και οι νάνοι κατάλαβαν ότι, τελικά, μάλλον το ύψος μετράει.
ΥΓ: Αυτή είναι η δική μου συμμετοχή στο δρώμενο που διοργανώνει η Woman in Blogs, που, ύστερα από γενική απαίτηση, επέστρεψε φουριόζα στο ολίγον αραχνιασμένο, αλλά πάντα αγαπημένο μπλογκόσπιτό της. Το ζητούμενο ήταν να "πειράξουμε" παραμύθια των αδελφών Γκριμ με όποιον τρόπο θέλουμε, είτε εισάγοντας νέους πρωταγωνιστές, είτε αλλάζοντας την τροπή των παραμυθιών, είτε αλλάζοντας το περιβάλλον και την εποχή όπου διαδραματίζονται. Ήταν, μάλλον, αυτό που χρειαζόμουν, παίρνοντας το πασίγνωστο παραμύθι της Χιονάτης και δίνοντας έναν μεγαλύτερο ρόλο στον καθρέφτη, αλλά και έναν πιο τσαχπίνικο αέρα στην πρωταγωνίστρια. Γούμαν μου, ομολόγησέ το: για εμένα το έφτιαξες το δρώμενο!