Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025

Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου...

 

     Κάθομαι για να γράψω, αλλά όσο περνάει η ώρα, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ ότι μόνο με ένα θαύμα θα βρω κάτι καλό. Καλά το είχα φανταστεί από την αρχή, ότι τα δύο επόμενα ζητούμενα του δρώμενου του Γιάννη θα με δυσκόλευαν!
     Θα μπορούσα να γράψω ένα παραμύθι, βέβαια, ένα παραμύθι με νεράιδες που κουνάνε το ραβδάκι τους και αλλάζουν τα πάντα. Ή, ίσως θα μπορούσα να αναζητήσω θαύματα στις ειδήσεις, όλο και κάτι θα βρω εκεί... Εδώ που τα λέμε, πάντα υπάρχει και η επιλογή του να μην γράψω τίποτα. Να βάλω μια εικόνα που να γράφει "Προσοχή. Εκτελούνται έργα", και να την βγάλω αφού θα έχει τελειώσει το δρώμενο. "Μα τι λες;", μου λέει η οθόνη, "μία Πίπη δεν τα παρατάει, στρώσε τον απαυτό σου κάτω και μην ψάχνεις δικαιολογίες!"
     Εντάξει, λοιπόν, ας μιλήσω για θαύματα που γνωρίζω από πρώτο χέρι, θαύματα που έχουν συμβεί σε εμένα. Κι ας σας κάνω να νομίζετε ότι αγγελοκρούστηκα ξαφνικά, λόγω επερχόμενων γιορτών, και ότι θα φορέσω έναν χιτώνα, θα πάρω παραμάσχαλα μία Καινή Διαθήκη και θα τρέχω να κηρύττω τον Λόγο του Θεού. Και ότι θα αλλάξω τη μορφή του μπλογκ, θα του κάνω εικονογράφηση στο στυλ των μεγάλων Κρητών αγιογράφων, λόγω καταγωγής, και θα βάλω να παίζει και μουσική με ψαλμούς από εκκλησιαστικές χορωδίες. Και μέχρι που θα προσφέρω και δωρεάν εξομολόγηση σε κάποια γωνία κάτω δεξιά...
     Το σίγουρο, όμως, είναι ότι δεν αγγελοκρούστηκα. Δε θα μιλήσω, εξάλλου, για αναστάσεις νεκρών, πολλαπλασιασμό τροφής, μετατροπή νερού σε κρασί ή περπάτημα στη θάλασσα, αυτά είναι κράχτες, βέβαια, αλλά δεν γίνονται από όποιον κι όποιον. Θα μιλήσω για θαύματα μικρά και τριανταφυλλένια, που δεν τα πιάνει το μάτι, και που μπορεί και να μην μοιάζουν καν για θαύματα. Και μήπως δεν έγινε θαύμα εκείνη τη μέρα που έφευγα από το σπίτι των γονιών μου σκεφτόμενη για πολλοστή φορά πόσο άτυχη ήμουν; 
     Ίσως δεν το πιστεύετε, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Από μικρή είχα εκπαιδευτεί να σκέφτομαι έτσι. Οι γονείς μου, βλέπετε, προέρχονται από φτωχές αγροτικές οικογένειες, είχαν και οι δυο τους δύσκολα παιδικά χρόνια και βρέθηκαν πολύ νωρίς να παλεύουν μόνοι τους, μακριά από την οικογένειά τους. Τα χαστούκια και οι απογοητεύσεις που τους έδωσε η ζωή ήταν τόσα, που μέχρι να γίνουν γονείς είχαν γίνει βαθιά μοιρολάτρες. Αναμενόμενο ήταν, λοιπόν, να μεταλαμπαδεύσουν όλη αυτή τη σοφία της ζωής στα παιδιά τους (και εδώ έρχονται δύο φτωχά κοριτσάκια που περπατάνε σε μια μαυρόασπρη ελληνική ταινία και κολλάνε γάντι!). Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, από μικρή έμαθα ότι η ζωή είναι πολύ δύσκολη και άδικη με τους φτωχούς, δηλαδή με εμάς, και ότι θα έπρεπε να είμαι πάντα προετοιμασμένη για τα χαστούκια και τις δυσκολίες που θα συναντούσα, τόσο προετοιμασμένη μάλιστα, που θα έπρεπε να τα προβλέπω. Αυτός ήταν ο ιδανικότερος τρόπος για να καταλήξω να εστιάζω μονίμως στα αρνητικά και ποτέ στα θετικά. Βασικά, δεν έβλεπα και πολλά θετικά.
     Ευτυχώς, όμως, που έγινε το θαύμα. Και, εκείνη τη μέρα που, φεύγοντας από το σπίτι των γονιών μου σκεφτόμουν, ως συνήθως, πόσο άτυχη ήμουν, ξαφνικά, ήταν σαν να διχάστηκα, και ο εαυτός μου με επέπληξε αυστηρά: "Για στάσου", μου είπε ο εαυτός μου, "γιατί λες ότι είσαι άτυχη; Έχεις την υγεία σου, έχεις οικογένεια, ανθρώπους να σε αγαπούν, έχεις μορφωθεί, έχεις μια δουλειά για να βιοπορίζεσαι, και έχεις και μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου. Πόσοι άνθρωποι νομίζεις ότι τα έχουν όλα αυτά μαζί; Μήπως δεν είσαι και τόσο άτυχη, τελικά;". Αυτό ήταν ένα χαστούκι, όχι από εκείνα που είχα εκπαιδευτεί να περιμένω, αλλά ένα χαστούκι που χρειαζόμουν. Και συνειδητοποίησα ότι ο εαυτός μου είχε δίκιο.
     Έκτοτε, η ματιά μου άλλαξε και άρχισαν να ανακαλύπτω σιγά-σιγά, τα μικρά καθημερινά θαύματα που περνούν απαρατήρητα. Και μήπως δεν είναι θαύμα αν προλάβουμε το λεωφορείο και πάμε εγκαίρως στη δουλειά μας; Δεν είναι θαύμα αν χάσουμε αυτό το λεωφορείο και πάρουμε το επόμενο, και συναντήσουμε έτσι τον έρωτα της ζωής μας ή έναν πολύ αγαπητό φίλο που έχουμε χρόνια να τον δούμε; Δεν είναι θαύμα αν δεν προλάβουμε να περάσουμε τον δρόμο και αναγκαστούμε να περιμένουμε λίγα δευτερόλεπτα, που μπορούν να μας σώσουν από έναν τρελλό οδηγό που παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά του; Άρχισα πλέον να βλέπω το ποτήρι - που μέχρι τότε το έβλεπα σχεδόν άδειο - μισογεμάτο. Και, ξέρετε κάτι; Το ποτήρι είναι μισογεμάτο, και πάντα υπάρχει περιθώριο να γεμίσει κι άλλο, να αδειάσει εντελώς, όμως, δεν υπάρχει περίπτωση.
     Αλλά ίσως αυτό να μη σας πείσει. Ίσως μου πείτε ότι το να αλλάξεις τρόπο σκέψης και θέασης των πραγμάτων δεν είναι θαύμα, ή ίσως να θέλετε κάτι πιο χειροπιαστό. Ας γράψω, λοιπόν, για ένα άλλο θαύμα, πιο πρόσφατο αυτό. 
     Πριν από κάποια χρόνια, μια Παρασκευή απόγευμα, προσπαθώντας να αποφορτιστώ από την ένταση της εβδομάδας, κάθησα στον υπολογιστή, βρήκα ένα δωρεάν παιχνίδι στο διαδίκτυο, και άρχισα να παίζω. Το παιχνίδι ήταν πολύ εθιστικό και, όπως μπορείτε να φανταστείτε, εκτός του ότι ήμουν πολύ καλή και περνούσα τις πίστες τη μία μετά την άλλη, ξεχάστηκα και όταν, κάποια στιγμή, κοίταξα το ρολόι, ήταν ήδη περασμένες δώδεκα. Επειδή, όμως, το είχα πάρει πατριωτικά και, επιπλέον, η επόμενη μέρα ήταν Σάββατο και θα μπορούσα να ξυπνήσω πιο αργά, συνέχισα να παίζω λίγο ακόμα, παρ'όλο που το χέρι μου είχε αρχίσει να πονάει λίγο. Και, τελικά, αν δεν εμφανιζόταν η Θεία Πρόνοια μέσω ενός μηνύματος στην οθόνη ότι είχα ολοκληρώσει όλα τα επίπεδα, ίσως να έπαιζα ακόμα και τώρα που σας γράφω! 
     Η ώρα είχε πάει εφτά το πρωί, όταν ολοκλήρωσα όλες τις πίστες και πήγα για ύπνο, περήφανη για το κατόρθωμά μου. Αλλά όταν ξύπνησα δυο-τρεις ώρες αργότερα, είχα ένα εξόγκωμα στο χέρι, στο επάνω μέρος του καρπού, συγκεκριμένα! Θαύμα; Όχι, φυσικά. Ένα απλό εξόγκωμα ήταν, ούτε τυφλούς θεράπευε, ούτε ανάπηρους, ούτε φαλακρούς. Και, φυσικά, δεν παραξενεύτηκα και τόσο που το είδα, αφού έπαιζα όλο το βράδυ με πονεμένο χέρι. "Καλά να πάθεις!", με μάλωσε ο εαυτός μου, "μεγάλη γυναίκα να κάνεις σαν μικρό παιδί και να παίζεις τόσες ώρες συνεχόμενες, ντροπή σου!". Δεν του είπα τίποτα, είχε δίκιο.
     Όταν είδε το εξόγκωμα ο δάσκαλος του βιολιού τρόμαξε και μου είπε να σταματήσω να παίζω και να πάω αμέσως στο γιατρό. Εκεί τα χρειάστηκα λίγο, επειδή φοβήθηκα ότι θα πήγαινε χαράμι ο κόπος μου των προηγούμενων δύο ετών. Πήγα, ανήσυχη, στο γιατρό. Εκείνος κοίταξε το εξόγκωμα καλά-καλά, το πασπάτεψε προσεκτικά και μετά μου έκανε τα αποκαλυπτήρια: ήταν γάγγλιο. Μου είπε ότι δεν γινόταν επέμβαση σε εκείνο το σημείο του χεριού και ότι θα έπρεπε να συνεχίσω κανονικά τη ζωή μου. Τον ρώτησα αν θα μπορούσα να συνεχίσω τα μαθήματα βιολιού και μου είπε ναι. Ανακουφίστηκα. Το πρόβλημα ήταν ότι αμέσως μετά, ο γιατρός μεταμορφώθηκε σε Πυθία.
     "Θα περάσει;", τον ρώτησα. "Μπορεί να περάσει, μπορεί και όχι", μου είπε. "Να του κάνω μασάζ, θα βοηθήσει;", επέμεινα. "Ναι, μπορείς, κακό δε θα του κάνει", απάντησε. "Να φορέσω ελαστικό επίδεσμο, θα βοηθήσει;", δοκίμασα άλλη μια φορά. "Ναι, μπορεί να βοηθήσει". Μας πρόκοψες, δόκτωρ! 
     Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, παρά να αγνοήσω τους χρησμούς της Πυθίας και να συγκρατήσω μόνο ότι θα μπορούσα να συνεχίσω τα μαθήματα του βιολιού, αφού αυτό με ενδιέφερε περισσότερο. Συνέχισα, λοιπόν, κανονικά τη ζωή μου. Έβαλα και ελαστικό επίδεσμο - που όμως δεν με βόλεψε καθόλου και τον εγκατέλειψα - , το έτριβα και λίγο όποτε το θυμόμουν, και πάντα το κοιτούσα να δω μήπως και μίκραινε. Κάποιες φορές είχα την εντύπωση ότι είχε μικρύνει, αλλά τελικά αποδεικνυόταν ότι ήταν η ιδέα μου.
     Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος. Ήταν Δεκαπενταύγουστος και είχα πάει στην αδερφή μου, μαζί με το γάγγλιό μου, εννοείται. Μία κολλητή μου μου τηλεφώνησε να δει τι κάνω. Κλείνοντας το τηλέφωνο, το μάτι μου έπεσε επάνω στο γάγγλιο. Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μέρα από τότε που πρωτοεμφανίστηκε. "Τελικά", σκέφτηκα, "αυτό το γάγγλιο φαίνεται να μην έχει αλλάξει καθόλου. Ο γιατρός είπε ότι μπορεί να έφευγε, αλλά κοντεύει χρόνος, αν ήταν να φύγει, θα είχε φύγει ήδη. Από ό,τι φαίνεται, θα το έχω μόνιμα". Στιγμιαία σκέφτηκα τη ζωή μου με το γάγγλιο. Όσο κι αν δε μου άρεσε η ιδέα, αυτή θα ήταν πλέον η πραγματικότητά μου. "Ε, δεν πειράζει", είπα στον εαυτό μου, "τι να κάνουμε, ας μείνει, θα ζήσω με αυτό". Την επόμενη μέρα μου φάνηκε ότι το γάγγλιο είχε μικρύνει. Το κοίταξα πιο προσεκτικά. "Μπα, η ιδέα μου είναι", σκέφτηκα. Την επόμενη μέρα πάλι μου φάνηκε λίγο διαφορετικό, αλλά πάλι δεν ήμουν σίγουρη. Την τρίτη μέρα ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι το γάγγλιο είχε μειωθεί λιγουλάκι. Και μέσα σε μία εβδομάδα είχε εξαφανιστεί σχεδόν τελείως! Τα-νταααααα!
     Και αν μου πείτε ότι αυτό δεν ήταν θαύμα και ότι το γάγγλιο θα έφευγε ούτως ή άλλως, πώς εξηγείτε την χρονική στιγμή που εξαφανίστηκε; Δεν εξαφανίστηκε πριν από δέκα μέρες, ούτε ύστερα από δύο μήνες. Μόλις συμβιβάστηκα με την κατάσταση και το αποδέχτηκα στη ζωή μου, τότε άρχισε να μικραίνει! Τυχαίο; Δε νομίζω! Μέχρι και ο γιατρός-Πυθία θα συμφωνούσε! Ήταν θαύμα, σας λέω!
     Αλλά ίσως κι αυτό να μη σας κάνει... Ας γράψω, τότε, για άλλο ένα θαύμα, πολύ παλιότερο, από τότε που ήμουνα μικρή και όλο χόρευα και τραγουδούσα. Τότε, λοιπόν, κάθε βράδυ έκανα την προσευχή μου στην Παναγία. Μη φανταστείτε, βέβαια, καμιά υπερπαραγωγή, σαν τις αναρτήσεις της Γλωσσοπάθειας, ούτε καν τεσσάρων δεν ήμουν! Στεκόμουν κάθε βράδυ κάτω από την εικόνα της Παναγίας που ήταν κρεμασμένη πίσω από μια ανοιχτή πόρτα, και έλεγα: "Παναγίτσα μου, φύλαγε εμένα, τον μπαμπά μου, τη μαμά μου, και στείλε μου και μία αδερφούλα". Δεν χρειάζεται να πω τίποτα παραπάνω, όλοι σας ξέρετε ότι έχω μια αδερφή!
     Αν, τώρα, πάλι πείτε πως "Σιγά το θαύμα!", να σας θυμίσω ότι έπαιζα με 50% πιθανότητες να αποκτήσω αδερφό, για να μη σας πω και πως το ότι κάποιο ζευγάρι αποκτάει ένα παιδί, δε σημαίνει απαραίτητα πως θα μπορέσει να κάνει και δεύτερο...
     Και αν κι αυτό σας φαίνεται μηδαμινό, θα με αναγκάσετε να σας πω για τις προάλλες, που έτρεχε νερό από το καλοριφέρ μια ολόκληρη μέρα, και την επόμενη μέρα είχε φτιάξει από μόνο του, δεν έσταζε ούτε σταγόνα. Ή, μήπως, να σας πω για την άλλη φορά, που είχε κλείσει εντελώς ο λαιμός μου και δεν έβγαινε φωνή για μια βδομάδα, και κάποια στιγμή που άρχισε να ανοίγει η φωνή είπα να παραγγείλω μία πίτσα, και με το που σήκωσε η κοπέλα το τηλέφωνο μουγκάθηκα και πάλι, και με το φόβο να θεωρήσουν πως τους έκανα φάρσα και να μου το κλείσουν στα μούτρα έδωσα την παραγγελία μου ψιθυριστά και η παραγγελία μου έφτασε, ολόσωστη;
     Αλλά, φτάνει, δεν γράφω άλλο, το βρήκα, εξάλλου, τι είναι αυτό που θα σας πείσει, πέραν πάσης αμφιβολίας: μ'αυτά και μ'αυτά, τα κατάφερα να γράψω την ανάρτηση! Αυτό κι αν είναι θαύμα!

ΥΓ: Το παρόν είναι η τρίτη συμμετοχή της Πίπης στο χριστουγεννιάτικο δρώμενο του Γιάννη με τίτλο "Χριστούγεννα σε τέσσερις πράξεις". Οποιαδήποτε ομοιότητα με φαντασία είναι απλώς συμπτωματική.




Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Περί προσμονής το ανάγνωσμα

 


     Αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό των μεγάλων γιορτών, αυτό είναι η προσμονή. Αντίστροφη μέτρηση για διακοπές, άδειες, ξεκούραση, ρεβεγιόν, διασκέδαση... Μέχρι και διαφήμιση με αντίστροφη μέτρηση για τα Χριστούγεννα υπάρχει εδώ και χρόνια. Τι άλλο να προσθέσει κανείς; Την προσμονή για τη λήξη του δρώμενου του Γιάννη, ίσως... Αστειεύομαι, φυσικά.
     Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ένιωθα ως παιδί την προσμονή για τα Χριστούγεννα ή, κυρίως, για την Πρωτοχρονιά. Νομίζω ότι περίμενα τις διακοπές χωρίς το πρωινό ξύπνημα, με τα πολλά παιδικά και τις εορταστικές ταινίες στην τηλεόραση, και χωρίς να μας στέλνουν για ύπνο νωρίς-νωρίς, αφού δεν θα είχαμε σχολείο. Φυσικά, περίμενα και το στολισμένο δέντρο, το οποίο το στολίζαμε πάντα στις 23 Δεκεμβρίου (άσχετα αν τώρα έχει τύχει να στολίσω και παραμονή βράδυ, το έχω πάει σε άλλο επίπεδο, λέμε), αλλά περίμενα και τα μελομακάρονα, όχι τους κουραμπιέδες. Τους κουραμπιέδες, ούτε να τους φτύσω.
     Θυμάμαι, πάντως, πως η παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήταν πηγή τεράστιας απογοήτευσης και μελαγχολίας για εμένα. Κάθε φορά με έβρισκα ολόιδια με τον εαυτό μου του προηγούμενου χρόνου και εξίσου αποτυχημένη. Κανέναν στόχο μου δεν είχα επιτύχει, κανένα από τα μεγαλόπνοα σχέδιά μου της προηγούμενης Πρωτοχρονιάς δεν είχα πραγματοποιήσει. Σκέτη αποτυχία, σας λέω. Αλλά μας έχουν περάσει τόσο ύπουλα την ανάγκη για ετήσιο απολογισμό, που το μόνο που κατάφερνα να κάνω με την αλλαγή του χρόνου ήταν να βάλω νέους στόχους και να καταστρώσω νέα σχέδια (βασικά, πάνω-κάτω τα ίδια με της προηγούμενης χρονιάς ήταν), βάζοντας έτσι γερά τα θεμέλια για το επόμενο Βατερλό μου. Πάλι καλά, δηλαδή, που παραμεγάλωσα τελικά και σταμάτησα τους απολογισμούς...
     Θυμάμαι, επίσης, πολύ καθαρά - αφού ήδη ήμουν μεγάλη - την προσμονή που ακολούθησε πριν από πολλά χρόνια, την ιδέα που είχα, χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν, να το παίξω Άγιος Βασίλης της οικογένειας. Επειδή σε αυτήν την οικογένεια ήμαστε πάντα πολύ προσγειωμένοι (τι προσγειωμένοι; πες πακτωμένοι, καλύτερα), η ανταλλαγή δώρων, για κάποιον περίεργο λόγο, ήταν για τους άλλους. Βασικά, το νόημα ήταν: αφού κανονικά τα δώρα τα φέρνει ο Άγιος Βασίλης, αλλά όπως ξέρουμε Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, ποιο το νόημα της ανταλλαγής δώρων; Κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας, δηλαδή, ενήλικες άνθρωποι; Έλεος!
     Αλλά εμένα μου ήρθε η ιδέα να τους την φέρω ολονών. Και αυτό με γέμισε χαρά. Κάθε φορά που κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, του χαμογελούσα συνωμοτικά και νοερά έκανα αντίστροφη μέτρηση προς την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, προσπαθώντας να σκεφτώ τον καλύτερο τρόπο ώστε να δράσω χωρίς να με πάρουν χαμπάρι. Και τα κατάφερα. Έκρυψα τα δώρα τους κάτω από τα κρεβάτια τους κάποια στιγμή που ήταν στην κουζίνα ή στο μπάνιο (βοήθησε σημαντικά το ότι δεν τους είχα πάρει αυτοκίνητο, πύραυλο, τρακτέρ ή άλογο, να τα λέμε αυτά), και ένα λεπτό προτού γίνει η αλλαγή του χρόνου πήγα, τάχα τυχαία, στο δωμάτιό τους, έβγαλα τα δώρα από την κρυψώνα τους και τα έβαλα επάνω στα κρεβάτια τους. Ύστερα επέστρεψα, ως αθώα κορασίς, και περίμενα να κάνουμε την αλλαγή του χρόνου, ξέρετε, αναβόσβημα των φώτων, ανοιγοκλείσιμο της πόρτας (όλα κι όλα, μπορεί να μην είμαστε η επιτομή του εορταστικού πνεύματος, αλλά κάποιες παραδόσεις τις κρατάμε)... Και όταν, κάποια στιγμή, τα θύματά μου αποφάσισαν να πάνε για ύπνο, βρήκαν τα δωράκια τους και πολύ τη χάρηκαν την έκπληξή μου. Έκτοτε, το επανέλαβα μερικές φορές (χωρίς κατασκοπικά κόλπα και οσκαρικές σκηνοθεσίες, πλέον), και τελικά το σταμάτησα, αφού χάθηκε ο αρχικός ενθουσιασμός μου και τα συνωμοτικά χαμόγελα στον καθρέφτη, πάντα όμως θυμάμαι εκείνη την πρώτη επιχείρηση "Άγιος Βασίλης".
     Φυσικά, δεν θα ξεχάσω ποτέ και μία 23η Δεκεμβρίου, ακόμα παλιότερα, τότε που εγώ ήμουν 9, σχεδόν 10, και η αδερφή μου 6. Οι γονείς μας είχαν φύγει από το σπίτι για να πάνε στην Αθήνα να ψωνίσουν. Όλα πήγαιναν μια χαρά, μέχρι που άρχισε να σκοτεινιάζει. Πρώτη φορά είχαν αργήσει τόσο πολύ. Η ώρα περνούσε και εγώ, ως μεγαλύτερη, άρχισα να ανησυχώ. Σίγουρα κάτι τους είχε συμβεί. Αλλιώς, γιατί δεν είχαν επιστρέψει ακόμη; Όσο το σκεφτόμουν, τόσο πιο πολύ βεβαιωνόμουν. Είχε επέλθει το μοιραίο. 
     Δεν ήθελα να ανησυχήσω την αδερφή μου, αλλά δεν μπορούσα και να της κρυφτώ. Στο μυαλό μου ήδη μας έβλεπα, σαν σε μαυρόασπρη ταινία, να περπατάμε χεράκι-χεράκι, δύο κοριτσάκια φτωχά και μόνα, μέσα στους έρημους, γκρίζους δρόμους της πόλης. Θα έπρεπε να την προστατεύσω, εγώ ήμουν η μεγάλη αδερφή. Αλλά πώς θα τα κατάφερνα, αφού και εγώ ήμουν παιδάκι; Και με την εικόνα των δυο μας, να περπατάμε μόνες και έρημες μέσα σε μια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία, δεν άργησα να βάλω τα κλάματα. Κορόμηλο το δάκρυ.
     Όταν, τελικά, γύρισαν οι γονείς μας και μας βρήκαν με τα πρόσωπα κολλημένα στο τζάμι, μέσα στα δάκρυα, να κλαίμε πρίμο-σεγόντο, φαντάζομαι ότι θα το μετάνιωσαν πικρά που είχαν αργήσει τόσο. Αλλά είχαν λόγο που είχαν αργήσει. Μαζί τους κουβαλούσαν και δύο νάυλον σακούλες. Και μέσα στις σακούλες, υπήρχαν δύο λούτρινα παιχνίδια για εμάς. Αυτό θα πει κάθαρση!
     Τα παιχνίδια ήταν τέλεια: μία μπεζ αρκουδίτσα για την αδερφή μου, και ένας γαλαζογκρί ελεφαντάκος για εμένα. Ο ελεφαντάκος ήταν τεράστιος, γέμισε η αγκαλιά μου, δεν είχα φανταστεί ποτέ ένα τόσο μεγάλο παιχνίδι! Ξέχασα και κλάματα, και μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες, και τα πάντα! 
     Ο ελεφαντάκος είχε ένα κουδουνάκι στην άκρη της προβοσκίδας του. Τον ονόμασα Μπίμπο. Και, όπως μπορείτε να φανταστείτε, δεν μπορούσα να αφήσω την προβοσκίδα του στην τύχη της. Με ξέρετε, δα, εμένα, πώς μου αρέσει η φυσικότητα της κίνησης, από τότε με τον Τζίνι το είχα το κουσούρι. Έτσι, λοιπόν, άρχισα να του κουνάω την προβοσκίδα πάνω-κάτω, για να κάνω ότι τρώει το φαγητό του, τι, νηστικό θα τον άφηνα; Μέχρι το βράδυ, η προβοσκίδα του Μπίμπο είχε χάσει την εκ του εργοστασίου περήφανη ακαμψία της και είχε γείρει πανηγυρικά στο πλάι. Στενοχωρήθηκα, φυσικά, επειδή γενικά τα πρόσεχα τα παιχνίδια μου και δεν ήθελα να χαλάνε. Αλλά η μαμά μου μου είπε ότι έτσι φαινόταν πιο φυσικός - τι πονηρές που είναι οι μαμάδες! - και με έπεισε.
     Φυσικά, θα πρέπει να πω και κάτι άλλο: ότι τα μεγέθη είναι σχετικά. Και ότι ο τεράστιος Μπίμπο, που τότε ίσα που μπορούσα να τον αγκαλιάσω, στην πραγματικότητα δεν ήταν πιο ψηλός από 35 πόντους. Και αυτό, φίλοι μου, όταν το συνειδητοποιείς, νιώθεις τι θα πει αποκαθήλωση, προσγείωση και πάκτωση χωρίς επιστροφή! 

ΥΓ: Το παρόν, παρ'όλο που αναφέρεται περισσότερο στην Πρωτοχρονιά, είναι η δεύτερη συμμετοχή της Πίπης στο χριστουγεννιάτικο δρώμενο του Γιάννη με τίτλο "Χριστούγεννα σε τέσσερις πράξεις". Ο Μπίμπο μου είπε να σας πω χαιρετίσματα.




Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Η καρτούλα του Άγιου Βασίλη

 


     Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει. Και μπλογκογειτονιά χωρίς Γιάννη, το ίδιο. Αλλά, τι να σας πω, βρε παιδιά, καλός και άγιος αυτός ο Γιάννης, αλλά δεν κάθεται και λίγο στα αυγά του! Το ένα δρώμενο μετά το άλλο ξεφουρνίζει! Αλλά φταίτε κι εσείς - να τα λέμε αυτά - μην ακούσετε δρώμενο, αμέσως να... δράσετε!
     Και ξεκινάει ο Γιάννης, λέει, χριστουγεννιάτικο δρώμενο, κι εσείς - μη χάσετε - μου αρχίζετε τις αναμνήσεις και τις εκμυστηρεύσεις. Και εγώ - άλλη χαζή εγώ - κάθομαι και τις διαβάζω. Και, κοιτάξτε τώρα τι έπαθα: μου ξυπνήσατε τις μνήμες, ρεμάλια!
     Και σιγά τις μνήμες, βέβαια... Τι να θυμάμαι από τα παιδικά μου Χριστούγεννα; Πρακτικά, σχεδόν τίποτα. Μόνο το δέντρο που στολίζαμε, που ήταν πράσινο και του βάζαμε βαμβάκι επάνω στα κλαδιά για να φαίνεται χιονισμένο. Και τις μπάλες που ήταν όμορφες, αλλά πολύ εύθραυστες. Αυτά.
     Θυμάμαι και έναν φουσκωτό Άγιο Βασίλη, και - νομίζω - και έναν φουσκωτό τάρανδο. Θυμάμαι και μία κούκλα-χιμπατζή, που μου είχε φέρει η νονά μου, και την αγαπούσα πολύ, επειδή έμοιαζε αληθινή, είχε και ουρά. Και, επειδή μου άρεσε να την κάνω να κινείται σαν πραγματικός χιμπατζής, την έβαλα να σκαρφαλώνει στον ώμο μου και να κρεμιέται ανάποδα πίσω από την πλάτη μου, μόνο που στεκόμουν μπροστά στην αναμμένη σόμπα, και το κεφάλι του χιμπατζή ακούμπησε στη σόμπα και τα μαλλάκια του καψαλίστηκαν και έγιναν λίγο σαν τα σγουρά μαλλιά του θείου μου του Αντρέα... Ο χιμπατζής πετάχτηκε πολλά χρόνια αργότερα, όταν μετακομίσαμε στο διαμέρισμα και δεν είχαμε αποθήκη για να χωράνε όλα τα πράγματά μας. Τζίνι τον έλεγαν. Δεν έπρεπε να έχω δεχτεί να τον πετάξουμε, δεν υπάρχουν πια τέτοιες κούκλες.
     Θυμάμαι και μία χρονιά που ο μπαμπάς δούλευε σε άλλη πόλη και έλειπε, και η μαμά μάς είχε φτιάξει από ένα άσπρο κασκόλ - ένα εμένα, ένα της αδερφής μου - για τα Χριστούγεννα, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα πότε τα είχε πλέξει τα κασκόλ, δεν θυμάμαι να την είχα δει να τα πλέκει. Βέβαια, δε θα ήταν και τόσο δύσκολο, αν το καλοσκεφτείς, θα τα είχε πλέξει όσο εμείς λείπαμε στο σχολείο. Σε εκείνο το σπίτι, που μέναμε τότε, είχαν χρησιμοποιήσει πλαστικά χρώματα για να το βάψουν, και όταν τρώγαμε φασολάδα ή ο,τιδήποτε άχνιζε, καμιά φορά ξεκολλούσαν τμήματα από την μπογιά του ταβανιού και έπεφταν μέσα στο πιάτο.
     Όσο για τον Άγιο Βασίλη, ήξερα από μικρή ότι δεν υπάρχει, επειδή ο μπαμπάς μου - που, από ό,τι καταλαβαίνω, ήταν η μαμά της Άννας μεταμορφωμένη σε άντρα - ήθελε πάντα να λέει στα παιδιά του την αλήθεια και δεν ήθελε να πιστεύουν σε κάτι που δεν υπάρχει - άσε που η οικονομική μας κατάσταση δεν επέτρεπε να ζητάμε δώρα. Η μαμά διαφωνούσε μαζί του στο θέμα του Άγιου Βασίλη. Αλλά εμείς μάθαμε την αλήθεια από πολύ μικρά.
     Έτσι, ποτέ δεν περίμενα δώρο από τον Άγιο Βασίλη, αλλά και ποτέ δεν του έγραψα γράμμα, απορούσα μάλιστα που άλλα παιδιά του έγραφαν. Εξάλλου, όπως είπα, οι γονείς μου τα περνούσαν δύσκολα, βοήθεια δεν είχαν από πουθενά, ούτε δικό τους σπίτι, και όσο ήμασταν μικρά, δούλευε μόνο ο μπαμπάς. Ο μπαμπάς μου δούλευε σε οικοδομές, συνήθως σε κάποιον εργολάβο, και αρκετές φορές έμενε χωρίς δουλειά. Κάποια στιγμή, για να μπορέσει να βελτιώσει την κατάσταση, αποφάσισε να δουλεύει έξτρα τα απογεύματα, κάνοντας μερεμέτια. Πήγε σε κάποιον τυπογράφο, υποθέτω, και τύπωσε διαφημιστικές καρτούλες, που ύστερα τις μοίρασε πόρτα-πόρτα, μαζί με τη μαμά. Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως, με τα έξτρα μερεμέτια του μπαμπά, και ο καιρός περνούσε, όπως περνάει πάντα.
     Δε φαίνεται να θυμάμαι και τόσα πολλά από τα παιδικά μου Χριστούγεννα, καθώς φαίνεται. Θυμάμαι, όμως, μία Πρωτοχρονιά. Που ξυπνήσαμε με την αδερφή μου και, καθώς πήγαμε να φορέσουμε τις παντόφλες μας, νιώσαμε ότι κάτι υπήρχε εκεί μέσα. Ένα μικρό κουτάκι μέσα στην παντόφλα της καθεμιάς μας. Τα κουτάκια ήταν ολόιδια, και μέσα στο καθένα υπήρχε ένα μικρό κολιεδάκι. Πρέπει να ήμουν γύρω στα 11-12. 
     Γύρω από το κουτάκι υπήρχε μια καρτούλα διπλωμένη. Και με γράμματα ολόιδια με τα γράμματα του μπαμπά, η καρτούλα έγραφε: 
                                           "Για την Αντιγόνη
                                             ο Άγιος Βασίλειος"
     Το καλύτερο από όλα, όμως, ήταν ότι, αν γυρνούσες την καρτούλα από την άλλη, μπορούσες να διαβάσεις και κάτι άλλο:

                               "ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΕ ΣΥΝΤΗΡΗΣΕΙΣ
                                 ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΥΔΡΑΥΛΙΚΩΝ 
                                  ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ, ΘΕΡΜΑΝΣΕΩΝ 
                                    ΚΑΙ ΑΠΟΧΕΤΕΥΤΙΚΩΝ ΑΓΩΓΩΝ
                                              Α. Ρ.
                                      ΤΗΛ.....                          ΑΘΗΝΑ"

     Πάντα ορθογράφος, ο μπαμπάς.

     ΥΓ: Η συγκεκριμένη ανάρτηση είναι η ταπεινή συμμετοχή της Πίπης στο χριστουγεννιάτικο δρώμενο του Γιάννη, με όνομα Χριστούγεννα σε τέσσερις πράξεις. Ο Γιάννης, πέρα από τα όσα του έσυρα παραπάνω, είναι ένας από τους βασικούς κινητήριους μοχλούς της μπλογκογειτονιάς μας, και τον ευχαριστώ για όσα κάνει για όλους μας.





Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

Γάμος μετ'απογόνων

 


Ήτανε η Μαργαρίτα 
κολυμβήτρια φτασμένη
και πολύ χαριτωμένη,
ίδια η Λολομπριτζίτα.

Βέβαια, ήτανε γοργόνα,
- μια μικρή ιδιαιτερότης -,
χάρη στο πτερύγιό της
κέρδιζε κάθε αγώνα.

Ο Μιχάλης, πρώτο μπόι,
που τα ψάρια αγαπούσε,
ήταν από πλούσιο σόι.

Ήταν σκέτο κελεπούρι,
κι αν δεν είχε τέτοιο ήθος,
σαφώς θα πουλούσε μούρη.

Η μαμά του είχε λυσσάξει
να του βρει νύφη πλουσία,
να'χει προίκα και πτυχία,
να'ναι κι από καλή τάξη.

Του προξένευε κοπέλες,
από όλη την υφήλιο,
απ'τη Ρώμη, απ'το Πήλιο,
την Σρι Λάνκα, τις Σεϋχέλλες.

Μα τα προξενιά ατυχήσαν,
κι αυτός έμενε εργένης,
κάνοντας απλώς την νήσσαν.

Μία μέρα στο πατάρι,
εσκαρφάλωσε ο Μιχάλης, 
σύνεργα ψαρά να πάρει.

Κι ύστερα, με το αμάξι,
έφυγε για την Στυλίδα,
για να πιάσει συναγρίδα,
και πλακί να τηνε φτιάξει.

Έριξε το παραγάδι,
νόμιζε για λίγη ώρα,
μάλλον είχε πάρει φόρα,
μα τον έπιασε το βράδυ.

Άρχισε να τα μαζεύει,
κι όταν είδε τι είχε πιάσει,
έμεινε να το χαζεύει.

Μια πανέμορφη κοπέλα
τον κοιτούσε μες στα μάτια,
του έρωτα ένιωσε την τρέλλα.

Μόλις είδε την ουρά της,
να γυαλίζει στο φεγγάρι,
ένιωσε το παληκάρι,
μια στιγμή, σαν υπνοβάτης.

Μια περαστική μαούνα,
πάνω του έριξε το φως της,
κι απ'το βλέμμα το γλυκό της
κόρωσε, σαν παπαρούνα.

Ήταν περιττό να αφήσει
ένα ελαττωματάκι
το ζευγάρι να χωρίσει.

Την εκοίταξε με πάθος
και της έταξε τα αστέρια,
τίποτα δεν ήταν λάθος.

Μα πως θα'παιρνε γοργόνα,
όταν είπε στη μαμά του,
σάστισε αυτή μπροστά του
και της έπεσε η σιαγόνα.

"Τι κακό σου έχω κάνει;
Πώς θα βγω στην κοινωνία;
Σου'χω πει για τη Λυδία;
Έχει έναν πύργο στη Μάνη."

"Σου'πα ήδη, έχω γυναίκα,
δεν τη θέλω τη Λυδία."
"Μήπως θέλεις τη Ρεβέκκα;"

"Κι αν δε θες κόρη Μαικήνα,
τότε πάρε τη Μερόπη,
που'χει σκάφος και μαρίνα."

"Και πιο απλή αν θες ακόμα,
πάρε, έστω, την Λατίφα,
κόρη Αιγύπτιου ταρίφα,
που στο Κάιρο έχει δώμα."

"Φτάνει πια!", είπε ο Μιχάλης,
"δεν θέλω άλλη συμβία,
την γοργόνα ή καμία,
στο μυαλό σου να το βάλεις!"

Σε πισίνα έγινε ο γάμος,
με παπά έναν ξιφία,
ψάλτης ήτανε ο Κιάμος.

Κι ύστερα από λίγους μήνες,
γέννησε η Μαργαρίτα
κι έκανε πέντε σκορπίνες.

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Η μικρή αλεπού


      Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα όμορφο δάσος, ζούσε μια μικρή αλεπού. Και αυτή η αλεπού δεν ήταν σαν τις άλλες. Ήταν μια αλεπού εξημερωμένη. Φυσικά, δεν είχε γεννηθεί έτσι. Είχε γεννηθεί άγρια, όπως γεννιούνται όλες οι αλεπούδες. Είχε μάθει να κυνηγάει μέσα στο δάσος. Είχε μάθει να κλέβει κοτόπουλα από τα κοτέτσια, είχε μάθει να βρίσκει μικρά τρωκτικά μέσα στα λαγούμια τους. Είχε μάθει να ζει μόνη της.
     Αλλά τότε, είχε συμβεί κάτι εντελώς απρόσμενο. Ένας μικρός πρίγκηπας είχε βρεθεί μπροστά της. Και, σε αντίθεση με εκείνη, εκείνος ο μικρός πρίγκηπας, με τα ξανθά του τα μαλλάκια και τα μεγάλα, γεμάτα περιέργεια, μάτια του, φαινόταν τόσο μικρός και τόσο ανυπεράσπιστος! Της μικρής αλεπούς της είχε κινήσει τόσο πολύ το ενδιαφέρον, που αποφάσισε να εξημερωθεί για χάρη του.
     Τον πλησίασε και του πρόσφερε τη φιλία της. Και εκείνος, που ποτέ πριν δεν είχε φίλη αλεπού, δέχτηκε. Έτσι, οι δυο τους άρχισαν να κάνουν παρέα. Αντάλλαξαν μεταξύ τους άπειρα βλέμματα, άπειρες κουβέντες και ανέκδοτα, είδαν μαζί τόσα ηλιοβασιλέματα, και τόσα ουράνια τόξα, που τελικά οι δυο τους έγιναν αχώριστοι φίλοι. Όπου πήγαινε ο μικρός πρίγκηπας, η αλεπού τον ακολουθούσε. Και όπου πήγαινε η μικρή αλεπού, ο μικρός πρίγκηπας τη συνόδευε.
     Αλλά, όπως γίνεται πάντα, αυτό δεν κράτησε για πάντα. Έφτασε μια μέρα, που ο πρίγκηπας, έτσι ξαφνικά, εξαφανίστηκε. Και η μικρή αλεπού έμεινε μόνη της στο δάσος, όπως παλιά. Τώρα, όμως, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Τώρα ήταν μια αλεπού εξημερωμένη, και ως τέτοια, δεν μπορούσε πια να μείνει μόνη της στο δάσος. Ήθελε παρέα. Ένιωθε μισή. Ήθελε τον πρίγκηπά της, τον καλό της φίλο.
     Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, η αλεπού ξεκίνησε να βρει το φίλο της. Διέσχισε όλο το δάσος, που τόσο καλά το ήξερε, χωρίς να βρει κανένα ίχνος του μέχρι που, ρωτώντας δεξιά και αριστερά, έμαθε από κάτι κουτσομπόλες καρακάξες ότι ο πρίγκηπας είχε γυρίσει στο παλάτι του.
     - Και πού είναι το παλάτι του; τις ρώτησε η μικρή αλεπού.
     - Προς τα εκεί, της έδειξαν οι καρακάξες. 
     Και η μικρή αλεπού ακολούθησε την κατεύθυνση που της έδειξαν. 
     Ο δρόμος ήταν μακρύς και κουραστικός, και τα ποδαράκια της πονούσαν, αλλά εκείνη συνέχιζε. Και ούτε ο άνεμος, που πολλές φορές φυσούσε και σήκωνε τα φύλλα ψηλά στον αέρα, την πτοούσε, ούτε η βροχή. Και όσο προχωρούσε, ρωτούσε να μάθει για το παλάτι του πρίγκηπά της. Και όσοι το είχαν δει, της το περιέγραφαν ως το πιο εντυπωσιακό παλάτι που είχε υπάρξει ποτέ. Και η αλεπού μπορεί να ένιωθε λίγο άσχημα, που ο πρίγκηπας την είχε εγκαταλείψει για ένα παλάτι, αλλά τον δικαιολογούσε κιόλας, αφού το παλάτι ήταν τόσο όμορφο.
     

     Ύστερα από πάρα πολλές μέρες, τα βάσανα της μικρής αλεπούς φάνηκαν να τελειώνουν. Μια μικρή καρδερίνα την ενημέρωσε ότι το παλάτι του πρίγκηπα ήταν στην πραγματικότητα ένας πύργος, και ότι βρισκόταν εκεί παραδίπλα. Και όταν, κατάκοπη αλλά χαρούμενη, έφτασε η μικρή αλεπού στον πύργο, είχε αρχίσει να νυχτώνει, και ο πύργος φαινόταν τόσο όμορφος, σαν μαγεμένος!
     Αλλά μήπως, τελικά, ήταν μαγεμένος ο πύργος; Την επόμενη μέρα το πρωί η μικρή αλεπού ανακάλυψε ότι ο πύργος του πρίγκηπά της ήταν εντελώς έρημος. Και όχι μόνο αυτό, ήταν και μισογκρεμισμένος! Τι να είχε συμβεί;
     - Α, μα αυτός ο πύργος έχει γκρεμιστεί εδώ και χρόνια! της είπαν κάτι μυρμήγκια, που μπαινόβγαιναν εκεί, μεταφέροντας προμήθειες. Τότε να'βλεπες μεγαλεία! Γεμάτα ήταν τα κελάρια του, και τα τραπέζια του πάντα στρωμένα με τα νοστιμότερα φαγητά!
     Και τα μυρμήγκια συνέχισαν να μιλάνε νοσταλγικά για τις μέρες της δόξας του πύργου, αλλά η μικρή αλεπού δεν έμεινε να ακούσει. Ήταν πολύ στενοχωρημένη. Κάθησε κάτω από ένα δέντρο και έβαλε τα κλάματα.
     

     - Ποιος κλαίει; ακούστηκε μια φωνή.
     Και η μικρή αλεπού είδε ότι το δέντρο, κάτω από το οποίο είχε σταθεί, είχε στόμα και μιλούσε.
     - Εγώ κλαίω, είπε.
     - Και εδώ βρήκες να κλάψεις; ρώτησε το δέντρο. Έχω πονοκέφαλο!
     - Συγγνώμη, αλλά είμαι πολύ στενοχωρημένη!
     - Και είναι λόγος αυτός να ενοχλείς τους γύρω σου;
     Η μικρή αλεπού απάντησε με έναν λυγμό. Το δέντρο ξεφύσηξε.
     - Ας είναι, είπε ύστερα από λίγο, γιατί είσαι στενοχωρημένη;
     - Έχασα τον καλύτερό μου φίλο, έφυγε μακριά και δεν μπορώ να τον βρω! Μέχρι και τον πύργο του τον βρήκα ερειπωμένο! Τι θα κάνω τώρα;
     - Το καλύτερο για εμένα θα είναι να φύγεις, να ησυχάσει και το κεφαλάκι μου, αλλά μάλλον αυτό δεν είναι το καλύτερο και για εσένα, είπε σκεφτικό το δέντρο. Θα σου έλεγα να γίνω εγώ ο καλύτερος φίλος σου, αλλά αυτό μάλλον δεν είναι το καλύτερο για εμένα... Το βρήκα! Γιατί δεν πας στη μάγισσα της θάλασσας, να σε βοηθήσει;
     - Ποια είναι αυτή; Πού βρίσκεται;
     - Α, εγώ δεν ξέρω ακριβώς, αλλά αν πας προς τα εκεί, θα συναντήσεις ένα στριμμένο δέντρο. Εκείνο ξέρει πολύ καλά, και θα σου δείξει πώς να βρεις τη μάγισσα της θάλασσας.
     - Και αφού είναι στριμμένο, πώς θα μου δείξει τον δρόμο;
     - Θα σου τον δείξει, αρκεί να είσαι τυχερή και να καταλάβεις τις οδηγίες του. 
     

     Η μικρή αλεπού ακολούθησε τον δρόμο που της έδειξε το δέντρο, και ύστερα από λίγο συνάντησε ένα δέντρο, που πραγματικά ήταν στριμμένο!
     - Καλημέρα, είπε η μικρή αλεπού. Μπορείς να μου πεις πού θα βρω τη μάγισσα της θάλασσας;
     - Τι τη θέλεις εσύ τη μάγισσα της θάλασσας; ρώτησε το δέντρο.
     - Θέλω να μου πει πού θα βρω τον καλύτερό μου φίλο, απάντησε εκείνη.
     - Δύσκολα πράγματα ζητάς, είπε το δέντρο. Εγώ, τόσα χρόνια ψάχνω και ακόμα δεν τον έχω βρει.
     - Μάλλον, επειδή είσαι στριμμένο, του φώναξε ένας τσαλαπετεινός και πέταξε μακριά γελώντας.
     - Βλέπεις τι τραβάω; είπε το δέντρο στην αλεπού. Τι να σου κάνω, που με κρατάνε οι ρίζες μου εδώ; φώναξε στον τσαλαπετεινό. Αλλιώς θα σου έδειχνα!
     - Θα μου πεις πού θα βρω τη μάγισσα της θάλασσας; ρώτησε η μικρή αλεπού.
     - Α, ναι... Ξέρεις, βέβαια, ότι η μάγισσα είναι πολύ υπναρού και κοιμάται όλη την ώρα.
     - Όχι.
     - Έτσι είναι, όλοι το ξέρουν... Μόνο αν την βρεις ξύπνια θα σε ακούσει.
     - Και πώς γίνεται να την βρω ξύπνια;
     - Δεν γίνεται, απλώς θα περιμένεις στη θάλασσα, και όταν δεις να ανοίγει το μάτι της, μόνο τότε θα ξέρεις ότι ξύπνησε η μάγισσα. 
     - Ένα μάτι έχει;
     - Πολλά έχει, αλλά αρκεί να ανοίξει ένα, για να ξυπνήσει. Και τότε, αφού ξυπνήσει, ρώτησέ την να μάθεις ό,τι θέλεις, και αυτή θα σου απαντήσει.
     - Ναι, αλλά δεν μου είπες προς τα πού πρέπει να πάω.
     - Ακολούθησε τα κλαδιά μου και θα την βρεις.
     - Ποιο κλαδί από όλα; Το καθένα δείχνει και διαφορετική κατεύθυνση.
     - Α, δε θα σου δώσω και μασημένη τροφή, βρες και κάτι μόνη σου! είπε το δέντρο, και από εκείνη την στιγμή δεν της ξαναμίλησε.
     - Στριμμένο! σκέφτηκε η μικρή αλεπού, αλλά δεν είπε τίποτα.
     Έκανε τον γύρο του δέντρου, ψάχνοντας για το κλαδί που θα έδειχνε την σωστή κατεύθυνση, αλλά άκρη δεν έβρισκε.
     - Από εδώ, της έδειχνε το ένα.
     - Όχι, από εδώ, της έδειχνε το άλλο.
     Και επάνω που η μικρή αλεπού σκεφτόταν να τα παρατήσει, εμφανίστηκε ένα κοράκι.
     - Τι ψάχνεις; την ρώτησε.
     - Ψάχνω τη μάγισσα της θάλασσας, απάντησε εκείνη.
     - Εγώ δεν ξέρω πού βρίσκεται, αλλά για να είναι μάγισσα της θάλασσας, στη θάλασσα θα βρίσκεται, κακώς την ψάχνεις εδώ.
     - Και πού θα βρω τη θάλασσα;
     - Αν δεν κάνω λάθος, η θάλασσα βρίσκεται προς τα εκεί, απάντησε το κοράκι και έδειξε με το φτερό του.
     Και η μικρή αλεπού ακολούθησε την κατεύθυνση που της έδειξε το κοράκι, ενώ τα κλαδιά του στριμμένου δέντρου συνέχιζαν να φωνάζουν "Από εδώ!"...


     Η μικρή αλεπού περπάτησε αρκετά, και τελικά έφτασε στη θάλασσα. Και, ακολουθώντας τη συμβουλή του στριμμένου δέντρου, κάθησε στην παραλία και περίμενε να δει τη μάγισσα της θάλασσας να ανοίγει το μάτι της. Αλλά οι μέρες περνούσαν, και η μικρή αλεπού δεν έβλεπε το μάτι της μάγισσας να ανοίγει. Έβλεπε τα θαλασσοπούλια να βουτάνε στη θάλασσα συνέχεια, έβλεπε τα καβουράκια να μπαινοβγαίνουν στη θάλασσα, αλλά η μάγισσα συνέχιζε να κοιμάται. Και πάνω που η μικρή αλεπού είχε αρχίσει να απογοητεύεται, ένα μάτι εμφανίστηκε ακριβώς μπροστά της.
     - Ποια είσαι εσύ; ρώτησε η μάγισσα. Και τι θέλεις εδώ;
     - Θέλω να με βοηθήσεις να βρω τον καλύτερό μου φίλο, είπε η μικρή αλεπού. Τον έχασα και δεν μπορώ χωρίς αυτόν. Μου είπαν ότι εσύ ξέρεις πού θα τον βρω.
     -Εννοείται πως ξέρω! είπε η μάγισσα και χασμουρήθηκε.
     - Θα μου πεις;
     - Σιγά το δύσκολο! Θα περπατήσεις σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, χωρίς να μιλήσεις σε κανέναν γύρω σου. Και τότε, ο καλύτερός σου φίλος θα έρθει μόνος του και θα σταθεί ακριβώς μπροστά σου!
     - Τόσο απλό είναι;
     - Τόσο απλό. 
     - Και προς τα πού θα πάω;
     - Αυτό δεν έχει καμία σημασία.
     - Πώς δεν έχει;
     - Δεν έχει. Αφού ο καλύτερός σου φίλος θα έρθει μόνος του σε εσένα.
     Και τότε το μάτι της μάγισσας εξαφανίστηκε. Η μάγισσα είχε ξανακοιμηθεί, και η μικρή αλεπού δεν μπόρεσε να την ρωτήσει τίποτα παραπάνω.
     Δεν της έμενε τίποτα άλλο, από το να ακολουθήσει τη συμβουλή της μάγισσας. Και η μικρή αλεπού άρχισε να περπατάει.
     - Πού πας έτσι βιαστική; τη ρώτησε ένα καβούρι.
     Αλλά εκείνη δεν απάντησε. Και δεν ξαναμίλησε σε κανέναν, μόνο περπατούσε.
     Πέρασαν τριάντα εννέα μέρες και ξημέρωσε η τεσσαρακοστή. Η μικρή αλεπού περπατούσε και περίμενε, περπατούσε και περίμενε. Αλλά ούτε την τεσσαρακοστή μέρα συνάντησε τον καλύτερό της φίλο.
     - Η μάγισσα με κορόιδεψε, σκέφτηκε.
     Και μια και δυο επέστρεψε στην παραλία και περίμενε να ξαναξυπνήσει η μάγισσα. Πέρασαν αρκετές μέρες, αλλά η μικρή αλεπού δεν τα παράτησε. Μέχρι που μια μέρα, το μάτι της μάγισσας ξανάνοιξε.
     - Εσύ εδώ; είπε.
     - Με κορόιδεψες! της φώναξε η μικρή αλεπού. Έκανα ό,τι μου είπες, αλλά ο καλύτερός μου φίλος δεν ήρθε να με βρει!
     - Περίεργο, είπε η μάγισσα της θάλασσας. Εγώ, τότε, πώς τον βλέπω;
     - Πού τον βλέπεις;
     - Εκεί, πίσω σου ακριβώς, αν γυρίσεις τώρα κι εσύ θα τον δεις.
     Και η μικρή αλεπού έκανε μεταβολή. Και τότε είδε. Είδε την σκιά της και κατάλαβε.
     - Ευχαριστώ! φώναξε στην μάγισσα, αλλά εκείνη δεν της απάντησε.
     Είχε ξανακοιμηθεί.



ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Αναζητώντας το θησαυρό

 


     Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή και όμορφη πόλη με στενά δρομάκια, ζούσε ένα νεαρό αγόρι με ένα συγκεκριμένο όνειρο.
     - Αχ, και να ήμουν πλούσιος! σκεφτόταν όλη μέρα το αγόρι, αφού αυτό ήταν το μοναδικό του όνειρο. Πόσα πράγματα θα μπορούσα να κάνω, αν είχα πολλά λεφτά! Θα είχα πολλά ρούχα, παιχνίδια, θα είχα αυτοκίνητα, θα είχα ένα σπίτι με πισίνα, θα είχα άλογο, θα είχα μέχρι και αεροπλάνο! 
     Μαζί με το αγόρι και την οικογένειά του έμενε και ο παππούς του, ο οποίος, όταν άκουγε τον εγγονό του να ονειρεύεται όλα αυτά που θα είχε αν ήταν πλούσιος, κουνούσε το κεφάλι του σκεπτικός.
     - Εσύ, παππού, τον ρωτούσε ο εγγονός του, τι θα έκανες αν ήσουν πλούσιος;
     - Μα, είμαι πλούσιος, του απαντούσε εκείνος.
     - Με κοροϊδεύεις; Αφού δεν έχεις λεφτά!
     - Έχω, όμως, τα παιδιά μου, έχω τα εγγόνια μου, έχω εσένα...
     - Ε, εντάξει, σιγά το πράγμα!
     - Για εμένα, αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα και ο πραγματικός μου πλούτος, δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο.
     - Παππού, δεν ξέρεις τι σου γίνεται! Αν ήσουν πλούσιος, θα είχες ένα μεγάλο σπίτι, και κάθε μέρα θα έτρωγες τα πιο ακριβά φαγητά, και θα είχες και αυτοκίνητο με σοφέρ και θα είχες και δικό σου αεροπλάνο να πηγαίνεις όπου θέλεις.
     - Τι να το κάνω το μεγάλο σπίτι, παιδί μου; Μια χαρά είμαι εδώ, στο δωματιάκι μου, και κάθε πρωί που ξυπνάω σας βλέπω και λέμε "καλημέρα". Και τι να το κάνω το αυτοκίνητο με το σοφέρ ή το ιδιωτικό αεροπλάνο, αφού στο καφενεδάκι όπου συναντώ τους φίλους μου μπορώ να πάω με τα πόδια;
     - Δε με καταλαβαίνεις! έλεγε ο εγγονός και έφευγε θυμωμένος.
     Και ο παππούς αναστέναζε και πήγαινε στην τουαλέτα, επειδή, λόγω ηλικίας, είχε συχνοουρία.
     Μια μέρα, εκεί που ο εγγονός, για πολλοστή φορά, προσπαθούσε να πείσει τον παππού του για το πόσο σημαντικό ήταν για εκείνον να γίνει πλούσιος, ο παππούς του του είπε:


     - Βλέπω, παιδί μου, ότι δεν μπορώ να σε πείσω ότι τα σημαντικά πράγματα στη ζωή δεν είναι τα χρήματα. Δεν έχω άλλα επιχειρήματα. Κέρδισες. Γι'αυτό κι εγώ θα σου αποκαλύψω ένα μεγάλο μυστικό: πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν νέος, λίγο πιο μεγάλος από εσένα, ανακάλυψα έναν μεγάλο θησαυρό.
     - Ναι, σιγά...
     - Αλήθεια σου λέω. Ήταν ένα ολόκληρο βουνό από ασημένια νομίσματα και το ανακάλυψα εντελώς τυχαία. Τότε ήμουν νέος και είχα και εγώ όνειρα, όπως και εσύ. Αλλά τα νομίσματα ήταν πάρα πολλά και δεν μπορούσα να τα κουβαλήσω, γι'αυτό και τα έθαψα σε ένα μέρος, για να τα πάρω αργότερα.
     - Και δεν τα πήρες;
     - Δεν πρόλαβα. Γνώρισα τη γιαγιά σου, και μαζί με αυτήν γνώρισα και τον πραγματικό πλούτο της ζωής, που είναι οι εμπειρίες και οι άνθρωποί μας.
     - Πάλι τις ίδιες βλακείες θα μου πεις;
     - Μη φεύγεις, άκουσέ με. Τα ασημένια νομίσματα είναι ακόμα κρυμμένα, δεν τα χρησιμοποίησα ποτέ. Αφού, λοιπόν, για εσένα τα χρήματα είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, θα σου δώσω οδηγίες για να βρεις το θησαυρό μου. Είναι δικός σου, χάρισμά σου.
     Ο εγγονός τρελλάθηκε από τη χαρά του. Ζήτησε από τον παππού του να του δώσει τις οδηγίες το γρηγορότερο. Και ο παππούς κάθησε και έγραψε τις οδηγίες σε ένα χαρτί.
     - Ορίστε οι οδηγίες για το θησαυρό, παιδί μου, του είπε. Πήγαινε στην ευχή του Θεού και με την ευχή τη δική μου να βρεις το θησαυρό και να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου.
     Ο εγγονός αποχαιρέτησε τον παππού του, χωρίς χρονοτριβή, και ξεκίνησε να διαβάζει τις οδηγίες. Δεν ήταν και το ευκολότερο πράγμα. Το χέρι του παππού έτρεμε και τα γράμματα δεν ήταν πολύ καθαρά. "Έξω από την πόλη, εκεί όπου και το νερό ακόμα είναι πράσινο, ψάξε και βρες το κόκκινο μονοπάτι. Αυτό θα σε οδηγήσει σε ένα μέρος, από όπου βλέπεις καθαρά", έλεγαν οι οδηγίες.


     Βγήκε ο εγγονός από την πόλη και άρχισε να ψάχνει. Παντού, γύρω του, υπήρχαν δέντρα και όπου και αν γύριζε το βλέμμα του έβλεπε πράσινο. Μήπως τον είχε κοροϊδέψει ο παππούς του; Αποκλείεται, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος.
     Πήγε προς τη μία κατεύθυνση, ύστερα προς την άλλη, έψαχνε το μέρος όπου το νερό ήταν πράσινο. Αλλά νερό δεν είχε βρει ακόμη. Έκανε ζέστη και είχε αρχίσει να διψάει. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Αχ, πόσο ήθελε να πιει λίγο νερό! Ορίστε, τώρα αν είχε λεφτά, θα είχε το αεροπλάνο του και θα πετούσε να πάει κάπου όπου υπήρχε νερό. Και ύστερα σου λέει ο παππούς ότι δεν είναι σημαντικά τα χρήματα!
     Αλλά εκεί που είχε φτάσει πολύ μακριά από την πόλη και τα σκεφτόταν όλα αυτά, ως δια μαγείας, βρήκε το πράσινο νερό.
     - Εδώ είμαστε, είπε και ξέχασε προς στιγμήν τη δίψα του. Τώρα μένει να βρω το κόκκινο μονοπάτι.


     Αλλά το κόκκινο μονοπάτι δεν υπήρχε πουθενά. Επιπλέον, το μέρος εκεί ήταν γεμάτο νερό, αλλά το νερό ήταν αλμυρό. Ατυχία!
     Η δίψα του είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Πού θα έβρισκε πόσιμο νερό; Κοίταξε δεξιά, αριστερά, δεν υπήρχε κανείς για να ρωτήσει. Η μέρα προχωρούσε και η δίψα του αυξανόταν. Κι αν, τελικά, δεν έβρισκε νερό και πέθαινε προτού προλάβει να βρει το θησαυρό του παππού; Τι κρίμα να είναι περιτριγυρισμένος από τόσο νερό, αλλά να μην μπορεί να πιει!
     Τα γόνατά του είχαν αρχίσει να κόβονται και τα πόδια του είχαν αρχίσει να βαραίνουν. Ένιωθε πως θα σωριαζόταν κάτω και θα έμενε εκεί για πάντα. Αλλά τότε είδε κάτι ροζ στον ορίζοντα. Τι να ήταν αυτό; Μήπως ήταν το κόκκινο μονοπάτι;
     Α, μπα, αυτό ήταν ροζ, δεν ήταν κόκκινο. Κάτι άλλο ήταν. Μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις, κατευθύνθηκε προς τα εκεί.


     Με μεγάλη του έκπληξη είδε πως επρόκειτο για κάτι πουλιά με γαμψές μύτες. Δεν ήταν το μονοπάτι, κρίμα!
     Μέσα στην απελπισία του, αποφάσισε να μιλήσει στα πουλιά. Και εκείνα, όλως περιέργως, του απάντησαν.
     - Μήπως ξέρετε πού θα βρω νερό; ρώτησε.
     - Τι ερώτηση είναι αυτή; είπε ένα από τα πουλιά. Δεν βλέπεις ότι το μέρος είναι γεμάτο νερό;
     - Πόσιμο νερό εννοώ.
     - Πόσιμο είναι.
     - Εννοώ πόσιμο για τους ανθρώπους.
     - Α, δεν ξέρω ποιο νερό είναι πόσιμο για τους ανθρώπους, είπε το πουλί, ξέρεις εσύ; ρώτησε το διπλανό του.
     - Α, όχι, είπε εκείνο, και η γαμψή του μύτη κουνήθηκε δεξιά-αριστερά. Μήπως ξέρεις εσύ; ρώτησε και εκείνο το διπλανό του.
     - Ούτε εγώ ξέρω, είπε και εκείνο και κουνήθηκε και η δική του μύτη με τον ίδιο τρόπο.
     Σε λίγο όλων των πουλιών οι γαμψές μύτες κουνιούνταν δεξιά-αριστερά. Το νεαρό αγόρι απελπίστηκε.
     - Φεύγεις; ρώτησε ένα από τα πουλιά. Δεν μας εξήγησες ποιο νερό είναι πόσιμο για τους ανθρώπους...
     Αλλά το νεαρό αγόρι είχε κιόλας απομακρυνθεί.
     - Να πάρει! σκέφτηκε ύστερα από λίγο. Ξέχασα να τα ρωτήσω μήπως, τουλάχιστον, ήξεραν πού είναι το κόκκινο μονοπάτι.
     Λίγο πιο κάτω συνάντησε ένα λευκό πουλί.


     Αυτή τη φορά, χωρίς δισταγμό - αφού ήξερε πως τα πουλιά μιλούσαν -, ρώτησε το πουλί:
     - Μήπως ξέρεις πού θα βρω πόσιμο νερό;
     - Αυτό δε σου κάνει; ρώτησε το λευκό πουλί, δείχνοντάς του το νερό που τους περιτριγύριζε.
     - Όχι, αυτό δεν είναι γλυκό νερό.
     - Γλυκό νερό; Μμμμ, σιγά το πράγμα! Το γλυκό νερό είναι εντελώς άνοστο, στο αλμυρό νερό βρίσκεται όλη η νοστιμιά.
     - Εμένα το γλυκό νερό μου αρέσει, είπε το αγόρι.
     - Δεν ξέρεις τι χάνεις, του είπε το πουλί.
     - Ξέρεις να μου πεις πού θα βρω γλυκό νερό;
     - Τυχερός είσαι, λίγο πιο πέρα, προς αυτήν την κατεύθυνση, θα συναντήσεις κάτι γαϊδουράγκαθα. Μην τα πλησιάσεις πολύ, είναι άγρια και δεν τους αρέσουν τα πολλά λόγια. Αν τα πετύχεις σε καλή μέρα, ίσως σου πουν πού θα βρεις γλυκό νερό. Εκείνα ξέρουν.
     Το παιδί ευχαρίστησε το λευκό πουλί και έφυγε προς την κατεύθυνση που του είχε δείξει. Λίγο πιο πέρα, πράγματι, βρήκε κάτι γαϊδουράγκαθα. Φαίνονταν εξαγριωμένα.


     - Απαράδεκτο! έλεγε το ένα. Αυτός ο ανατολικός άνεμος με έχει ξεμαλλιάσει!
     - Δεν είναι ανατολικός, έλεγε ένα άλλο, ακόμα να το μάθεις; Δυτικός είναι!
     - Σιγά μην είναι δυτικός!
     - Αφού φυσάει από εκεί!
     - Από εκεί είναι ο ήλιος δεν το βλέπεις; Ανατολικός είναι!
     - Ξεχνάς ότι είναι απόγευμα; Ο ήλιος πάει προς τη Δύση, δυτικός είναι ο άνεμος!
     - Λέτε χαζομάρες και οι δύο, έλεγε ένα τρίτο, φυσάει νοτιάς, εμένα με πονάνε τα αγκάθια μου από την υγρασία...
     - Κι εμένα με πονάνε, έλεγε ένα άλλο, αυτή η υγρασία είναι ό,τι χειρότερο για τα αγκάθια.
     - Και για τα μαλλιά είναι, έλεγε ένα άλλο, δεν βλέπετε πώς φριζάρουν, τζάμπα το κομμωτήριο!
     - Μόνο ο νοτιάς φριζάρει τα μαλλιά, έλεγε το τρίτο γαϊδουράγκαθο.
     - Λες βλακείες, έλεγε το πρώτο, ο ανατολικός άνεμος είναι ο χειρότερος.
     - Ο δυτικός είναι ο χειρότερος, ξανάλεγε το δεύτερο γαϊδουράγκαθο.
     - Δεν βλέπεις πώς με έχει ξεμαλλιάσει;
     - Άμα σε ξεμαλλιάσω εγώ θα δεις!
     - Για τόλμα!
     - Δεν τολμάω, νομίζεις;
     Εκείνη την στιγμή, το αγόρι αποφάσισε να τολμήσει να τα διακόψει.
     - Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, είπε, ξέρετε να μου πείτε πού θα βρω γλυκό νερό;
     - Προς τα εκεί, έδειξε το πρώτο γαϊδουράγκαθο, ενοχλημένο από τη διακοπή.
     - Προς τα εκεί, είπε το δεύτερο και έδειξε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
     - Μη λέτε βλακείες, είπε το τρίτο, είναι προς τα εκεί, και έδειξε προς μια τρίτη κατεύθυνση.
     - Ποιος λέει βλακείες; είπαν το πρώτο και το δεύτερο γαϊδουράγκαθο με μία φωνή.
     - Πονοκέφαλος με έπιασε, είπε ένα γαϊδουράγκαθο που δεν είχε μιλήσει.
     - Εγώ σου προξενώ πονοκέφαλο; Δεν ντρέπεσαι; του είπαν και τα τρία γαϊδουράγκαθα με μια φωνή.
     Το αγόρι αποφάσισε να φωνάξει.
     - Μπορείτε να συμφωνήσετε όλοι σε μία κατεύθυνση;
     Τα γαϊδουράγκαθα ησύχασαν προς στιγμήν. Ύστερα άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους χαμηλόφωνα.
     - Τελικά, δεν είμαστε σίγουροι για την κατεύθυνση, είπε το πρώτο.
     - Όμως, συνέχισε το δεύτερο, είναι εύκολο να το βρεις. Θα σε οδηγήσει το φως μέσα από τα φύλλα.
     - Γιατί με διέκοψες; του είπε το πρώτο.
     - Δε σε διέκοψα.
     - Με διέκοψες, εγώ θα του έλεγα για το φως μέσα από τα φύλλα!
     - Δε θα του το έλεγες!
     - Θα του το έλεγα, αλλά με διέκοψες!
     - Δε σε διέκοψα, απλώς μιλάς πολύ!
     - Δε μιλάω!
     - Μιλάς! Δεν μου φτάνει ο δυτικός άνεμος, έχω και εσένα.
     - Ανατολικός είναι...
     Τη συνέχεια δεν την άκουσε το αγόρι, είχε κιόλας απομακρυνθεί.
     Άρχισε να κοιτάζει ανάμεσα από τα φυλλώματα των δέντρων. Δεν θα άντεχε πολύ ακόμα χωρίς νερό, η ζέστη ήταν πολύ έντονη. Ήταν τυχερός. Λίγο πιο πέρα από τα άγρια γαϊδουράγκαθα, πολλά φωτάκια άρχισαν να εμφανίζονται ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων. Ένα φωτάκι ήταν πιο δυνατό από τα άλλα.


     Το αγόρι έτρεξε πίσω από τα δέντρα και, επιτέλους, βρήκε γλυκό νερό! Ήταν ένα ποταμάκι, που κυλούσε τα νερά του ήσυχα και αθόρυβα. Το αγόρι ήπιε λαίμαργα και ένιωσε τόση ευτυχία, που σκέφτηκε ότι το νερό ήταν, ίσως, εξίσου σημαντικό με τα χρήματα.
     Αφού ήπιε όσο νερό χρειαζόταν για να ξεδιψάσει και να τονωθεί, το αγόρι σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει το κόκκινο μονοπάτι. Θα μπορούσε, ίσως, να ξαναρωτήσει τα γαϊδουράγκαθα, αλλά μάλλον δεν θα έβγαζε άκρη μαζί τους. Καλύτερα να ρωτούσε το λευκό πουλί, τα πουλιά ταξιδεύουν πολύ και βλέπουν πολλά. Γύρισε στο μέρος όπου είχε συναντήσει το λευκό πουλί, αλλά εκείνο δεν βρισκόταν πλέον εκεί, είχε φύγει. Έπρεπε να ψάξει μόνος του. Αλλά είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει, οπότε προτίμησε να περάσει εκεί τη νύχτα και να ξαναξεκινήσει την επόμενη μέρα.
     Για καλή του τύχη, συνάντησε ένα πλατάνι. Το πλατάνι είχε πλούσιο φύλλωμα και τα κλαδιά του μπλέκονταν μεταξύ τους φτιάχνοντας μια υπέροχη σκεπή.


     Το αγόρι ένιωσε μεγάλη ασφάλεια κάτω από τον πλάτανο και σκέφτηκε ότι και η ασφάλεια ίσως ήταν κάτι εξίσου σημαντικό με τα χρήματα. Βρήκε ένα μέρος δίπλα στον κορμό, και ξάπλωσε επάνω στο παχύ στρώμα από ξερά φύλλα, που βρισκόταν γύρω από τον κορμό. Ήταν το καλύτερο κρεβάτι που θα μπορούσε να έχει, και σκέφτηκε ότι όσα χρήματα κι αν είχε, δεν υπήρχε πουθενά τέτοιο στρώμα να αγοράσει.
     Το πρωί που ξύπνησε, θυμήθηκε ότι έπρεπε να βρει το κόκκινο μονοπάτι. Και, αφού του είχαν μιλήσει τα γαϊδουράγκαθα, γιατί να μην του μιλούσε και ο πλάτανος;
     - Καλημέρα, είπε το αγόρι στον πλάτανο.
     - Καλημέρα, απάντησε εκείνος. Αν και δεν θα έπρεπε να σου μιλάω, συνέχισε, κοιμήθηκες κάτω από τα κλαδιά μου χωρίς να μου ζητήσεις την άδεια.
     - Έχεις δίκιο, συγγνώμη, είπε το αγόρι.
     - Δεκτή η συγγνώμη σου.
     - Είσαι πολύ καλός, καμία σχέση με κάτι γαϊδουράγκαθα που συνάντησα εχθές.
     - Τα γαϊδουράγκαθα είναι εντελώς ακοινώνητα, όλος ο κόσμος το ξέρει...
     - Ναι. Θα μπορούσα να σου κάνω μια ερώτηση;
     - Φυσικά.
     - Ξέρεις πού βρίσκεται ένα κόκκινο μονοπάτι;
     - Μα, φυσικά, εδώ από πίσω βρίσκεται!
     - Σοβαρά;
     - Σοβαρά.
     - Σε ευχαριστώ τόσο πολύ! είπε το αγόρι και αγκάλιασε τον κορμό του πλατάνου.
     - Κι εγώ σε ευχαριστώ για την αγκαλιά, είπε ο πλάτανος, είναι τόσο σπάνιο να σε αγκαλιάζουν...
     Τότε το αγόρι σκέφτηκε ότι εκείνο είχε πάρει πολλές αγκαλιές στη ζωή του, τόσες, που δεν είχε καταλάβει πόσο σπάνιο ήταν αυτό.
     Το αγόρι χαιρέτησε τον πλάτανο και πήγε προς το μέρος που του είχε υποδείξει. Το κόκκινο μονοπάτι ήταν εκεί.


     Ακολούθησε το κόκκινο μονοπάτι. Τώρα έπρεπε να βρει ένα μέρος από όπου μπορείς να δεις καθαρά. Προχώρησε ακολουθώντας το μονοπάτι. Τώρα βρισκόταν μέσα σε ένα δάσος.
     Δεν μπορούσε να δει κάποιον, αλλά άκουγε τους ψιθύρους των δέντρων και τα κελαηδίσματα των πουλιών. Αισθάνθηκε όμορφα, όλο και κάποιον θα έβρισκε να ρωτήσει, αν χανόταν.
     Εκεί που περπατούσε, ξαφνικά, μπροστά στα πόδια του είδε ένα σημάδι. Ή, μάλλον, είδε πολλά σημάδια. 


     Ήταν ίχνη ανθρώπων. Ένιωσε μια ανησυχία. Κι αν κάποιος άλλος τον είχε προλάβει και είχε βρει το θησαυρό του παππού του; Αποκλείεται! Μόνο ο παππούς ήξερε τον δρόμο. Και μόνο εκείνος είχε γραμμένες τις οδηγίες από το τρεμάμενο χέρι του παππού.
     Αλλά, πού βρισκόταν, άραγε;
     

     Κοίταξε γύρω του. Παντού το χώμα ήταν κόκκινο. Αλλά πουθενά δεν είχε καλή θέα. Μάλλον είχε χαθεί.
     - Συγγνώμη, ρώτησε ένα πουρνάρι, μήπως ξέρεις να μου πεις πού βρίσκεται ένα μέρος όπου βλέπεις καθαρά;
     - Εδώ, του απάντησε το πουρνάρι. 
     - Δεν με κατάλαβες, εννοώ ένα μέρος που να έχει καλή θέα.
     - Και δεν είναι καλή θέα όλοι αυτοί οι κόκκινοι λόφοι; 
     - Θέλω να πω, ένα μέρος από όπου να μπορείς να δεις μακριά...
     - Δεν τα βλέπεις τα βουνά, εκεί μακριά; Αν και δεν καταλαβαίνω το λόγο να πάει κανένας εκεί, το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος είναι να μένει στο μέρος όπου γεννήθηκε.
     Εκείνη την στιγμή το αγόρι σκέφτηκε το μέρος όπου είχε γεννηθεί αυτός, και το οποίο βρισκόταν ήδη μακριά του. Ήταν όμορφο μέρος, το μέρος όπου είχε γεννηθεί.
     Όμως, όσο όμορφοι κι αν ήταν οι κόκκινοι λόφοι τριγύρω του, ήταν σίγουρος ότι δεν βρισκόταν στο σωστό μέρος. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω.
     - Το κόκκινο μονοπάτι που μου έδειξες δεν είναι αυτό που ψάχνω, είπε στον πλάτανο. Μήπως υπάρχει κι άλλο κόκκινο μονοπάτι εδώ γύρω;
     - Α, εγώ δεν ξέρω άλλο, απάντησε ο πλάτανος, ίσως όμως ξέρει η αράχνη που ζει μέσα σε εκείνην εκεί την τρύπα. Έχει πάρει πληροφορίες από τα χιλιάδες έντομα που έχει πιάσει στον ιστό της, όλο και κάτι περισσότερο θα ξέρει. Μόνο πρόσεχε, μη φωνάξεις πολύ δυνατά και την τρομάξεις, η τρύπα έχει ηχώ...



     Το αγόρι έσκυψε κοντά στην τρύπα και, όσο πιο απαλά μπορούσε, ρώτησε:
     - Μήπως ξέρεις πού θα βρω το κόκκινο μονοπάτι που οδηγεί σε ένα μέρος από όπου μπορείς να δεις καθαρά;
     - Εγώ δεν ξέρω, ακούστηκε η φωνή της αράχνης από το βάθος της τρύπας, αλλά μία πεταλούδα που έπιασα τις προάλλες μου μίλησε για ένα τέτοιο μέρος. Θαρρώ πως είναι προς τα εκεί, από εκεί ερχόταν η πεταλούδα.
     Η αράχνη είχε εμφανιστεί στο άνοιγμα της τρύπας και του έδειχνε προς τη μεριά της θάλασσας. Το αγόρι την ευχαρίστησε και πήρε τον δρόμο του γυρισμού, από εκεί που είχε έρθει, ελπίζοντας να μην συναντήσει στον δρόμο του ξανά εκείνα τα γαϊδουράγκαθα...
     Αυτή τη φορά ήταν πιο τυχερό, από ό,τι φαίνεται. Πίσω από μια συστάδα δέντρων συνάντησε ένα κόκκινο μονοπάτι. Να ήταν, άραγε, το σωστό;


     Δεν ήταν κανονικό μονοπάτι, επρόκειτο απλώς για κάποια κόκκινα φυτά, που στέκονταν το ένα πίσω από το άλλο, σε σειρά.
     - Μήπως γνωρίζετε κάποιο μέρος από όπου να μπορείς να δεις καθαρά; ρώτησε το αγόρι τα φυτά.
     - Ακολούθησέ μας, του είπαν εκείνα.
     Το αγόρι τα ακολούθησε για αρκετή ώρα και χάρηκε πολύ που δεν έμοιαζαν καθόλου στα γαϊδουράγκαθα. Ύστερα από λίγο, τα φυτά είπαν στο αγόρι:
     - Να το το μέρος που ψάχνεις.
     Το αγόρι κοίταξε. Ναι, μόλις είχε βρει το μέρος που έψαχνε.


     Επρόκειτο για έναν φάρο. Το αγόρι ξεδίπλωσε το χαρτί με τις οδηγίες, για να διαβάσει τη συνέχεια. "Εκεί που δείχνει αυτό το μέρος βρίσκεται ο θησαυρός. Ακολούθησε εκείνον που ζούσε εκεί όπου ζεις, αλλά τώρα ζει εκεί όπου δεν ζεις". Τι αίνιγμα ήταν, τώρα, αυτό;
     Το σίγουρο ήταν πως ο φάρος έδειχνε τη θάλασσα. Άρα, προς τα εκεί θα έπρεπε να πάει. Αλλά ποιον θα έπρεπε να ρωτήσει;
     Έφτασε στη θάλασσα. Και τότε είδε έναν ελέφαντα. Αλλά ο ελέφαντας δεν βρισκόταν στην ξηρά, όπου ζούσαν οι άνθρωποι, βρισκόταν μέσα στη θάλασσα, όπου δεν ζούσαν οι άνθρωποι.
     - Αυτόν θα πρέπει να ρωτήσω, σκέφτηκε το αγόρι και πήρε μια βάρκα που υπήρχε λίγο πιο πέρα, για να φτάσει στον ελέφαντα, που βρισκόταν στα ανοιχτά.


     - Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου; φώναξε το αγόρι προς τον ελέφαντα, καθώς τον πλησίαζε με τη βάρκα.
     - Πού να ξέρω; είπε εκείνος.
     - Μα ο παππούς μου μου γράφει να ρωτήσω εσένα.
     - Δεν τον ξέρω τον παππού σου, πώς να ξέρω πού είναι ο θησαυρός του;
     - Και, δηλαδή, δεν είσαι εσύ αυτός που ζούσε εκεί όπου ζω εγώ, αλλά τώρα ζει εκεί όπου δεν ζω εγώ;
     - Τι αλαμπουρνέζικα είναι αυτά; είπε ο ελέφαντας και φύσηξε νερό στον αέρα με την προβοσκίδα του. Τι σε κάνει να νομίζεις ότι ζω εκεί όπου δεν ζεις εσύ;
     - Μα αφού είσαι μέσα στη θάλασσα!
     - Ναι, αλλά δεν ζω εδώ, στην ξηρά ζω, εξυπνοπούλι μου!
     Και το αγόρι κατάλαβε ότι ο ελέφαντας είχε δίκιο.
     - Κι ύστερα λένε πως οι άνθρωποι είναι έξυπνοι, είπε ο ελέφαντας και συνέχισε να απομακρύνεται.
     Και το αγόρι έμεινε στην βάρκα, κοντά σε ένα νησί γεμάτο λευκά πουλιά. 
     - Ας ρωτήσω τα πουλιά, σκέφτηκε το αγόρι, δεν χάνω τίποτα...


     - Ε, εσείς εκεί πέρα, φώναξε το αγόρι, ξέρετε μήπως να μου πείτε πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου;
     Αλλά τα πουλιά δεν του έδιναν σημασία. Το αγόρι πλησίασε στο νησί.
     - Μήπως ξέρετε πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου; ξαναρώτησε.
     - Μη μας ενοχλείς, του φώναξε ένα λευκό πουλί, δεν βλέπεις πως λιαζόμαστε;
     - Δεν μπορείτε να μου πείτε αν ξέρετε πού βρίσκεται ο θησαυρός; Κάπου εδώ στη θάλασσα βρίσκεται.
     - Ο θησαυρός της θάλασσας είναι τα ψάρια, είπε ένα άλλο λευκό πουλί. Εγώ άλλο θησαυρό δεν ξέρω.
     - Είναι και ο ήλιος, του είπε το διπλανό πουλί.
     - Α, ναι, είναι και ο ήλιος θησαυρός, συμφώνησε εκείνο.
     Το παιδί σκέφτηκε πως ο θησαυρός του παππού του δεν θα μπορούσε να είναι ούτε ψάρια, ούτε ο ήλιος, εξάλλου του το είχε πει ξεκάθαρα, ο θησαυρός ήταν ένα βουνό ασημένια νομίσματα.
     - Μήπως είδατε πουθενά ένα βουνό από ασημένια νομίσματα; ρώτησε τότε το αγόρι.
     - Τι είναι αυτά, τρώγονται; ρώτησε ένα άλλο λευκό πουλί.
     - Όχι.
     - Ε, τότε, τι να μας νοιάζει;
     - Ποιος άλλος θα μπορούσε να ξέρει κάτι τέτοιο; ρώτησε το αγόρι. Ξέρετε κάποιον που να ζούσε στην ξηρά, αλλά τώρα να ζει στη θάλασσα;
     - Κάπου πάει το μυαλό μου, είπε ένα πουλί.
     - Εγώ είμαι αυτός, είπε ένα δελφίνι, που εμφανίστηκε ξαφνικά, κοντά στη βάρκα.


     - Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου; ρώτησε το αγόρι, ξεπερνώντας την έκπληξή του.
     - Φυσικά και ξέρω, ακολούθησέ με, είπε το δελφίνι και έκανε μία βουτιά.
     Και το αγόρι ακολούθησε το δελφίνι. Αυτό ήταν αρκετά δύσκολο, επειδή το δελφίνι κολυμπούσε πολύ γρήγορα και το αγόρι κωπηλατούσε πολύ αργά. Κάθε λίγο το δελφίνι αναγκαζόταν να γυρίζει προς τα πίσω, για να μπορέσει το αγόρι να το δει και να το ακολουθήσει.
     Ύστερα από λίγη ώρα, το δελφίνι έκανε ένα σάλτο στον αέρα. 
     - Φτάσαμε, είπε, εκεί είναι ο θησαυρός του παππού σου.
     Ήταν ένα μικρό νησάκι. Το αγόρι ήταν κατενθουσιασμένο.


     Ευχαρίστησε το δελφίνι και πήγε στο νησάκι. Δεν ήταν πολύ μεγάλο. Πού, άραγε, να είχε θάψει ο παππούς τον θησαυρό του;
     - Μήπως ξέρεις σε ποιο σημείο βρίσκεται ο θησαυρός; φώναξε το αγόρι στο δελφίνι, που απομακρυνόταν.
     - Στην παραλία, νομίζω, είπε εκείνο και, κάνοντας μια περίτεχνη βουτιά, εξαφανίστηκε.
     Το αγόρι έκανε τον γύρο του νησιού. Όπου κι αν κοιτούσε, μόνο σπασμένα κοχύλια έβρισκε.
 

     - Δεν μπορεί, εδώ είναι ο θησαυρός, είπε το αγόρι και άρχισε να σκάβει ανάμεσα από τα σπασμένα όστρακα.
     Είχε φτάσει βράδυ και δεν είχε καταφέρει να βρει τίποτα.
     - Αύριο θα τον βρω τον θησαυρό, σκέφτηκε αποφασισμένα.
     Και ξάπλωσε επάνω στα σπασμένα κοχύλια και αποκοιμήθηκε.
     Και τότε, είδε στον ύπνο του τον παππού του, και ο παππούς του ήταν άρρωστος πολύ, το πρόσωπό του είχε γίνει πιο άσπρο από τα μαλλιά του, και τα μάτια του παππού ήταν γεμάτα δάκρυα, έκλαιγε ο παππούς του.
     "Γιατί κλαις, παππού;" ρώτησε το αγόρι στον ύπνο του.
     "Κλαίω, επειδή είμαι άρρωστος, και ίσως δεν σε ξαναδώ, αγόρι μου. Έφυγες να βρεις το θησαυρό και δεν ξέρω ούτε αν είσαι καλά".
     "Μην ανησυχείς, παππού, καλά είμαι, προς το παρόν βρίσκω μόνο σπασμένα όστρακα, αλλά είμαι σίγουρος ότι όπου να'ναι θα τον βρω τον θησαυρό σου".
     "Σε γέλασα, αγόρι μου, δεν υπάρχουν ασημένια νομίσματα, ποτέ δεν υπήρχαν. Όλα τα έβγαλα από το μυαλό μου, δεν θα βρεις τίποτα κάτω από τα σπασμένα όστρακα. Δεν υπάρχει θησαυρός, γύρνα πίσω..."
     Και ο παππούς έκλεισε τα μάτια του.
     "Παππού!" φώναξε το αγόρι, αλλά ο παππούς δεν άνοιγε τα μάτια του.
     - Παππού! φώναξε το αγόρι και πετάχτηκε από τον ύπνο του, με τα μάτια του δακρυσμένα, όπως τα μάτια του παππού στο όνειρό του.
     Είχε πια ξημερώσει. Και στον ουρανό υπήρχε μόνο ένα σύννεφο. Ένα σύννεφο που θύμιζε ηλικιωμένο, καμπουριασμένο γεράκο. Θύμιζε τον παππού του.
     Και το αγόρι ήξερε. Ήξερε, πλέον, ποιοι ήταν οι θησαυροί του. Και πήρε τη βάρκα για να γυρίσει σε έναν από αυτούς, στον αγαπημένο του παππού...


ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου