Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Η Χιονάτη, οι εφτά νάνοι, και κάποιοι ακόμη


     Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν μεγάλο, επιβλητικό, βασιλικό πύργο, ζούσε ένας καθρέφτης. Ήταν μεγάλος και εντυπωσιακός, και είχε μια χρυσή κορνίζα, που ήταν φτιαγμένη με μεράκι και μεγάλη προσοχή. Η βασίλισσα του είχε μεγάλη αδυναμία - ήταν προίκα της, εξάλλου, και τον είχε φέρει από το πατρικό της - και τον επισκεπτόταν κάθε τρεις και λίγο. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, μπροστά στον καθρέφτη, να κοιτάζεται και να στολίζεται.
     Του βασιλιά δεν του πολυάρεσε όλη αυτή η εμμονή της βασίλισσας με τον καθρέφτη, μα, από την άλλη σκεφτόταν ότι η ομορφιά της βασίλισσας ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο την είχε επιλέξει και ότι ήταν λογικό να φροντίζει τόσο την ομορφιά της, αφού ήταν, ίσως, το μεγαλύτερό της προσόν. Έτσι, δεν της έλεγε τίποτα.
     Αυτό που δεν ήξερε, όμως, ο βασιλιάς, ήταν ότι ο καθρέφτης της βασίλισσας, εκτός από όμορφος, ήταν και μαγικός. Εκτός που μπορούσε να σου δείξει τον εαυτό σου, μπορούσε να ταξιδέψει μέσα σε μια στιγμή σε όλο τον κόσμο και να σου δείξει και ό,τι άλλο ήθελες, όπου κι αν αυτό βρισκόταν. Και όχι μόνο αυτό, σου μιλούσε κιόλας. Δηλαδή, μόνο στη βασίλισσα μιλούσε.
     Ετοιμαζόταν κάθε πρωί η βασίλισσα, φορούσε τα βασιλικά της φορέματα, πήγαινε μπροστά στον καθρέφτη και τον ρωτούσε:
     - Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η πιο όμορφη στον κόσμο;
     Και ο καθρέφτης, που εκτός από όμορφος ήταν και έξυπνος, και εκτός από έξυπνος ήταν και εξαιρετικός κόλακας, της απαντούσε:
     - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       μα σαν κι εσένα πουθενά,
       πρώτη είσαι στην ομορφιά,
       και δε σε φτάνει άλλη καμιά.
     Και τότε η βασίλισσα, ευχαριστημένη, αποτραβιόταν για να κάνει τα μποτέ της, όπως κάνει κάθε γυναίκα που σέβεται την ομορφιά της.
     Ο καθρέφτης περνούσε πολύ ωραία και ήταν ευχαριστημένος από τη ζωή του στο παλάτι, μέχρι που μια μέρα, στο δωμάτιό του μπήκε η μοναχοκόρη του βασιλιά, η Χιονάτη, που είχε φτάσει σε ηλικία γάμου χωρίς κανένας να το πάρει είδηση, αφού ο βασιλιάς ήταν απασχολημένος με τις ευθύνες του βασιλείου του και η βασίλισσα ήταν απασχολημένη με την ομορφιά της. 
     Η Χιονάτη είχε μπει στο δωμάτιο εντελώς τυχαία, ψάχνοντας το αγαπημένο της χαμστεράκι, που όλο κρυβόταν στα πιο απίθανα μέρη. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο, και αφού το χαμστεράκι της δε φαινόταν πουθενά, ξαναβγήκε από το δωμάτιο χωρίς καθυστέρηση. Ο καθρέφτης έμεινε ξανά μόνος του στο δωμάτιο. Μόνος και ερωτευμένος.
     Από εκείνη τη μέρα, η μόνη σκέψη του καθρέφτη ήταν πώς να ξαναδεί τη Χιονάτη και πώς να ζήσει για πάντα μαζί της. Και επειδή η Χιονάτη μονοπωλούσε πλέον την σκέψη του, του ήταν εξαιρετικά δύσκολο να λέει κάθε μέρα το ποιηματάκι του στη βασίλισσα, αφού στην πραγματικότητα αυτό που ήθελε να βροντοφωνάξει ήταν ότι η πιο όμορφη στον κόσμο ήταν η αγαπημένη του Χιονάτη! Έσφιγγε όμως τα δόντια και κατάφερνε να μην προδώσει το μυστικό του, αφού ήξερε πολύ καλά ως πού μπορούσε να φτάσει η βασίλισσα για να εξαλείψει τον ανταγωνισμό.
     Όποτε έμενε μόνος του, ο καθρέφτης ταξίδευε όπου βρισκόταν η Χιονάτη και την παρακολουθούσε, να ομορφαίνει μέρα με τη μέρα. Την έβλεπε να μαζεύει λουλούδια στον κήπο και ευχόταν να μπορούσε να της χαρίσει όλα τα λουλούδια του κόσμου, την έβλεπε να σιγοτραγουδάει στο παράθυρό της και ευχόταν να μπορούσε να της κάνει καντάδα, την έβλεπε να χορεύει και ευχόταν να μπορούσε να τη συνοδεύσει σε έναν ωραίο, βασιλικό χορό... Αλλά τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να γίνει, ο καθρέφτης ήταν φυλακισμένος σε εκείνο το δωμάτιο και σε εκείνη την κορνίζα...
     Μια μέρα που η βασίλισσα στάθηκε μπροστά του και του έκανε τη συνηθισμένη ερώτηση, ο καθρέφτης, που είχε περάσει όλο το βράδυ χαζεύοντας τη Χιονάτη που κοιμόταν και ήταν ακόμα υπό την επήρεια της ομορφιάς της, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και της απάντησε:
      - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       σαν τη Χιονάτη πουθενά,
       πρώτη είναι στην ομορφιά,
       και δεν την φτάνει άλλη καμιά.
     - Πώς; φώναξε η βασίλισσα, κάνοντας τον καθρέφτη να συνειδητοποιήσει την βλακεία που είχε μόλις διαπράξει. Για ποια Χιονάτη μιλάς; Γι'αυτό το μυξιάρικο που έπρεπε να ανεχτώ στις φωτογραφίες του γάμου μου;
     Τι να της πει τώρα ο καθρέφτης; Ότι το μυξιάρικο είχε μεγαλώσει και είχε γίνει μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά; Και πώς να καλύψει το λάθος του; Ξερόβηξε και ξαναείπε το σωστό ποιηματάκι:
     - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       μα σαν κι εσένα πουθενά,
       πρώτη είσαι στην ομορφιά,
       και δε σε φτάνει άλλη καμιά.
     - Τι είπες για τη Χιονάτη; επέμεινε η βασίλισσα στην προηγούμενή του απάντηση. Είναι εκείνη η πιο όμορφη στον κόσμο;
     - Όχι, βασίλισσά μου, είπε εκείνος. Πριν, απλώς είχα βραχνιάσει και δεν ακούστηκα καθαρά. Γι'αυτό σου επανέλαβα την απάντησή μου. Εσύ είσαι η ομορφότερη σ'όλη την οικουμένη, κι όποιος σε δει χωρίς μιλιά, από το θάμπος, μένει.
     Η βασίλισσα δεν έδωσε συνέχεια, αλλά ούτε πείστηκε από τα λόγια του καθρέφτη. Και από εκείνη τη μέρα τον έβαλε σε επιτήρηση. Άρχισε να έρχεται στο δωμάτιο πιο συχνά και ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, να του κάνει την γνωστή ερώτηση, περιμένοντας πότε θα τον πιάσει να ολισθαίνει εκ νέου. Ο καθρέφτης ήταν μονίμως σε επιφυλακή και, αν είχε καρδιά, σίγουρα θα κινδύνευε να πάθει ανακοπή.
     Ο καθρέφτης σκέφτηκε ότι η αγαπημένη του κινδύνευε από τη βασίλισσα και ότι με κάποιον τρόπο θα έπρεπε να την προστατεύσει. Ενώ, όμως, εκείνος προσπαθούσε να σώσει τη Χιονάτη, εκείνη άρχισε να ερωτοτροπεί με έναν πρίγκηπα από ένα γειτονικό βασίλειο. Πήγαιναν μαζί βόλτα, χεράκι-χεράκι, μέχρι την άκρη του δάσους, τραγουδούσαν μαζί ερωτικά τραγούδια και πετούσαν κέρματα μέσα στο πηγάδι, ξάπλωναν δίπλα-δίπλα στο γρασίδι... Και, παρ'όλο που δεν είχε καρδιά, ο καθρέφτης ένιωσε να τον κυριεύει ο θυμός, με όλα αυτά που έβλεπε. 
     Πώς μπορούσε εκείνη να φέρεται έτσι, την στιγμή μάλιστα που αυτός έσπαγε το μυαλό του - τρόπος του λέγειν - προσπαθώντας να την προστατέψει από τη ζηλόφθονη μητριά της;
     - Αχάριστη! είπε ο καθρέφτης, τυφλωμένος από τη ζήλια του. Τώρα θα δεις! 
     Και την επόμενη φορά που η βασίλισσα του έκανε την γνωστή ερώτηση, εκείνος απάντησε με δυνατή φωνή:
     - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       σαν τη Χιονάτη πουθενά,
       Χιονάτη, είσαι σαν ζωγραφιά,
       σκόνη την κάνεις τη μητριά.
     Σκύλιασε η βασίλισσα από το κακό της και αμέσως κατάστρωσε σχέδιο για να εξοντώσει τη Χιονάτη. Την έστειλε στο δάσος να μαζέψει μανιτάρια, δίνοντας κρυφά εντολή στον φρουρό που θα τη συνόδευε να την οδηγήσει πολύ βαθιά μέσα στο δάσος και να την σκοτώσει. Αλλά ο φρουρός τη λυπήθηκε τη Χιονάτη, επειδή πολλές φορές του είχε δώσει καραμέλες, για να πάει στα παιδιά του, και δεν την σκότωσε, αλλά την άφησε στο δάσος, αφού προηγουμένως την ενημέρωσε για τα σχέδια της μητριάς της.
     Ο καθρέφτης τα είδε όλα, φυσικά, αλλά όταν η βασίλισσα του έκανε την γνωστή ερώτηση, εκείνος δεν πρόδωσε αυτά που είχε δει. Είχε μετανιώσει για τη συμπεριφορά του και, επιπλέον, σκέφτηκε πως τώρα που η Χιονάτη βρισκόταν τόσο μακριά από τον αντιπαθητικό, ερωτύλο πρίγκηπα, σύντομα θα τον ξεχνούσε εντελώς, οπότε οι δικές του ελπίδες να την κάνει δική του αναπτερώνονταν.
     Η Χιονάτη έμεινε μόνη της στο δάσος και, ψάχνοντας να βρει κάποιο μέρος να μείνει, τυχαία ανακάλυψε το σπιτάκι όπου έμεναν εφτά νάνοι. Εκείνοι τρόμαξαν λίγο στην αρχή, όταν την είδαν, εξαιτίας του ύψους της, αλλά στη συνέχεια την υποδέχτηκαν με μεγάλη ευγένεια και άκουσαν την ιστορία της. Οι νάνοι είχαν ανατροφή και δεν θα άφηναν ποτέ μια κοπέλα μόνη της στο δάσος. Επιπλέον, καταλάβαιναν ότι η Χιονάτη, αν ήθελε να ζήσει, δεν έπρεπε επ'ουδενί να γυρίσει στο σπίτι της, οπότε της πρότειναν να τη φιλοξενήσουν για όσο καιρό επιθυμούσε. Έτσι, η Χιονάτη άρχισε να ζει στο σπιτάκι των νάνων και περνούσαν όλοι πολύ ωραία.
     Όλα είχαν ηρεμήσει στο παλάτι και η βασίλισσα ήταν η ομορφότερη του κόσμου και ο καθρέφτης ήταν πλέον ήσυχος ότι η Χιονάτη ήταν ασφαλής και κάποια μέρα θα γινόταν δική του. Στο σπιτάκι του δάσους, η Χιονάτη και οι νάνοι περνούσαν υπέροχα και κάθε βράδυ, που οι νάνοι γύριζαν από τη δουλειά τους, έστηναν γλέντι με άφθονο χορό και τραγούδι. Και οι εφτά τραγουδούσαν υπέροχα και ήταν εξαιρετικοί χορευτές. Και, πέρα από μερικά ελαττωματάκια που είχαν - άλλος ήταν λίγο γκρινιάρης, άλλος ήταν λίγο φιλάσθενος, άλλος λίγο ντροπαλός, άλλος λίγο τεμπέλης - όλοι ήταν πολύ καλά παιδιά.
     Μια μέρα, ο μεγαλύτερος από τους νάνους, που του άρεσε πολύ το διάβασμα και γι'αυτό τον έλεγαν Σοφό, τους μάζεψε και τους είπε:
     - Νομίζω ότι μας παρουσιάζεται μια μοναδική ευκαιρία, τώρα που έχουμε τη Χιονάτη ανάμεσά μας.
     - Τι ευκαιρία; ρώτησε ο Χαζούλης, που είχε πάντα τις περισσότερες απορίες από όλους.
     - Έχουμε ήδη φτάσει σε ηλικία γάμου, αλλά εδώ στο δάσος όπου ζούμε είναι πολύ δύσκολο να βρούμε νύφες. Σκέφτηκα, λοιπόν, να προτείνουμε στη Χιονάτη, μια που όλοι τη συμπαθούμε, να διαλέξει έναν από εμάς και να τον παντρευτεί. Τι λέτε; 
     - Ωραία ιδέα! είπαν οι υπόλοιποι νάνοι. 
     Και εκείνο το βράδυ, φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα, έκαναν την πρότασή τους στη Χιονάτη. Εκείνη το σκέφτηκε. Ο πρίγκηπάς της ποιος ξέρει πού θα ήταν τώρα, και σιγά μην φανταζόταν ότι εκείνη βρισκόταν καταμεσίς του δάσους για να την ψάξει, άσε που τον κυνηγούσαν όλες οι πριγκήπισσες της επικράτειας, οπότε θα έβρισκε γρήγορα άλλη! Και, φυσικά, ήταν και το άλλο: Πού θα έβρισκε άντρα στο ύψος της σε εκείνη την ερημιά; Οι νάνοι, μπορεί να ήταν κοντοί, αλλά  ήταν όλοι τους καλά παιδιά, όμορφα, και έπιαναν και τα χέρια τους!
     - Σύμφωνοι, είπε η Χιονάτη στους νάνους. Θα παντρευτώ έναν από εσάς. Απλώς, θέλω λίγες μέρες προθεσμία, για να αποφασίσω ποιον θα παντρευτώ.
     Το άκουσε αυτό ο καθρέφτης και παρά τρίχα να ραγίσει από τα νεύρα του! Αν είναι δυνατόν! Ακόμα και με έναν νάνο θα τον απατούσε;
     - Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η πιο όμορφη στον κόσμο; τον ρώτησε την επόμενη μέρα η βασίλισσα.
     - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       σαν τη Χιονάτη πουθενά,
       μέσα στου δάσους την καρδιά,
       είναι μια σκέτη ομορφιά, απάντησε εκείνος.
     Γυάλισε το μάτι της βασίλισσας. Πώς γινόταν και ζούσε ακόμα η Χιονάτη; Ο καθρέφτης δεν της αποκάλυψε όλες τις λεπτομέρειες, αλλά την ενημέρωσε για το μέρος όπου ζούσε η όμορφη νέα. Και αυτή τη φορά, αφού η βασίλισσα κατάλαβε ότι αν θέλεις να γίνει μια δουλειά πρέπει να την κάνεις μόνος σου, αποφάσισε να πάρει την υπόθεση στα χέρια της.
     Αποτραβήχτηκε στα υπόγεια του πύργου, όπου είχε τα σύνεργα της μαγείας της και, χρησιμοποιώντας τα πιο δηλητηριώδη συστατικά, έφτιαξε ένα πολύ ισχυρό δηλητήριο. Ύστερα, βούτηξε ένα κατακόκκινο μήλο μέσα στο δηλητήριο και το σχέδιό της μπήκε σε εφαρμογή. 
     Η βασίλισσα - που, αν δεν το καταλάβατε ήδη, στην πραγματικότητα ήταν μια κακιά μάγισσα - μεταμορφώθηκε σε μια συμπαθητική γριούλα και, κρατώντας ένα καλάθι, όπου μέσα είχε τοποθετήσει το δηλητηριασμένο μήλο, ακολούθησε τις οδηγίες του καθρέφτη και έφτασε στο σπιτάκι όπου ζούσε η Χιονάτη.
     Την βρήκε να σκουπίζει έξω από το σπιτάκι και προσποιήθηκε ότι δεν αισθανόταν καλά. Η Χιονάτη, πονόψυχη όπως ήταν, της έφερε ένα ποτήρι νερό για να συνέλθει, και εκείνη, τάχα για να την ευχαριστήσει, της πρόσφερε το μήλο.
     Πήρε η Χιονάτη το μήλο, το δάγκωσε, και αμέσως έπεσε κάτω κάτωχρη. Η βασίλισσα είχε πετύχει τον στόχο της, και επέστρεψε στον πύργο της καταχαρούμενη. Βρήκε τον καθρέφτη λίγο θαμπό - επειδή, στο μεταξύ, εκείνος πάλι είχε μετανιώσει για τη συμπεριφορά του και είχε ξεσπάσει σε κλάματα για το θάνατο της αγαπημένης του -, αλλά δεν έδωσε σημασία και του απηύθυνε την γνωστή ερώτηση.
      - Γύρισα χώρες και χωριά, 
       μα σαν κι εσένα πουθενά,
       πρώτη είσαι στην ομορφιά,
       και δε σε φτάνει άλλη καμιά, απάντησε ο καθρέφτης, με ένα λυγμό στη φωνή του.
     - Έτσι μπράβο! είπε η βασίλισσα και αποσύρθηκε στα διαμερίσματά της.
     Στο μεταξύ, στο δάσος, οι νάνοι είχαν ανακαλύψει την νεκρή Χιονάτη και πλάνταξαν στο κλάμα, κυρίως επειδή είχαν χάσει τη μοναδική γυναίκα που είχε καταδεχτεί να τους δει ως υποψήφιους γαμπρούς. Πήγαν στην πόλη και της παρήγγειλαν το πιο ακριβό φέρετρο που μπορούσαν να αγοράσουν, και πήγαν και βρήκαν και έναν παπά για να τελέσει την κηδεία της.
     Η μέρα της κηδείας έφτασε και ο παπάς, εντυπωσιασμένος, ομολογουμένως, από την ομορφιά της νεκρής κοπέλας, άρχισε να ψέλνει, ενώ οι νάνοι ρουφούσαν διακριτικά τις μύτες τους. Αλλά, μόλις οι νάνοι σήκωσαν το φέρετρο στους ώμους τους για να το μεταφέρουν στον τάφο που είχαν φτιάξει για την Χιονάτη, το φέρετρο τραντάχτηκε, και μαζί με αυτό τραντάχτηκε και η Χιονάτη. Τότε, το κομμάτι του μήλου που είχε δαγκώσει η Χιονάτη έπεσε από το μισάνοιχτο στόμα της και εκείνη, ως δια μαγείας, άνοιξε τα μάτια της!
     Χαρά μεγάλη κυρίεψε τους νάνους, αλλά και τον παπά, που ανακάλυψε ότι η ζωντανή Χιονάτη ήταν απείρως ομορφότερη από τη νεκρή Χιονάτη. Η Χιονάτη διηγήθηκε σε όλους τι είχε συμβεί με την γριούλα με το μήλο και όλοι αποφάσισαν να μην ξαναφάνε ποτέ μήλο στη ζωή τους, απόφαση που ενισχύθηκε και από την επιλογή του παπά να κάνει μια αριστοτεχνική σύνδεση του μήλου που είχε δαγκώσει η Χιονάτη με το μήλο της αμαρτίας που είχε δαγκώσει η Εύα. Η Χιονάτη κοίταξε τον παπά γεμάτη θαυμασμό, και σχεδόν έκπληκτη διαπίστωσε ότι ήταν νέος, ωραίος, και στο ύψος της. Αλλά και εκείνος άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως είχε βιαστεί να φορέσει τα ράσα.
     Λίγες μέρες μετά, η βασίλισσα στάθηκε και πάλι μπροστά στον καθρέφτη.
     - Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η ομορφότερη στον κόσμο;
     Αλλά ο καθρέφτης μόλις είχε δει τη Χιονάτη νυφούλα, στο πλευρό του παπά, ο οποίος είχε τελικά  απαρνηθεί το ράσο για τις χάρες της όμορφης κοπέλας.
     - Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποια είναι η ομορφότερη στον κόσμο; επανέλαβε η βασίλισσα.
     Ο καθρέφτης ήταν πυρ και μανία. 
     - Ε, όχι και με τον παπά! αναφώνησε ο καθρέφτης εκτός εαυτού και μια τεράστια ρωγμή έσκισε την επιφάνειά του απ'άκρη σ'άκρη, καταστρέφοντάς τον για πάντα.
     - Όχι, μη! φώναξε η βασίλισσα, επειδή η ομορφιά της ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με τον μαγικό καθρέφτη.
     Μονομιάς, το πρόσωπο της βασίλισσας γέμισε ρωγμές, όπως αυτήν του καθρέφτη. Η βασίλισσα κατάλαβε ότι είχε μεταμορφωθεί ανεπιστρεπτί στον πραγματικό, αποτρόπαιο εαυτό της και ότι δεν θα μπορούσε να ξαναεμφανιστεί ποτέ μπροστά στο βασιλιά. Και αφού είχε χάσει οριστικά το σημαντικότερό της προσόν, την ομορφιά της, αποφάσισε να εξαφανιστεί για πάντα. Καβάλησε ένα μαγικό σκουπόξυλο και πέταξε μακριά, αφήνοντας το βασιλιά στην ησυχία του.
     Όσο για τη Χιονάτη, κατάλαβε ότι, τελικά, αν θέλεις, ο κόσμος είναι γεμάτος άντρες. Και οι νάνοι κατάλαβαν ότι, τελικά, μάλλον το ύψος μετράει.



ΥΓ: Αυτή είναι η δική μου συμμετοχή στο δρώμενο που διοργανώνει η Woman in Blogs, που, ύστερα από γενική απαίτηση, επέστρεψε φουριόζα στο ολίγον αραχνιασμένο, αλλά πάντα αγαπημένο μπλογκόσπιτό της. Το ζητούμενο ήταν να "πειράξουμε" παραμύθια των αδελφών Γκριμ με όποιον τρόπο θέλουμε, είτε εισάγοντας νέους πρωταγωνιστές, είτε αλλάζοντας την τροπή των παραμυθιών, είτε αλλάζοντας το περιβάλλον και την εποχή όπου διαδραματίζονται. Ήταν, μάλλον, αυτό που χρειαζόμουν, παίρνοντας το πασίγνωστο παραμύθι της Χιονάτης και δίνοντας έναν μεγαλύτερο ρόλο στον καθρέφτη, αλλά και έναν πιο τσαχπίνικο αέρα στην πρωταγωνίστρια. Γούμαν μου, ομολόγησέ το: για εμένα το έφτιαξες το δρώμενο!

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Το κουρασάν

 

Σε χώρα παραμυθένια, πέρα, στους ωκεανούς,
που'χε θάλασσες, ηφαίστεια, όρη, μα και ποταμούς,
η μικρή βασιλοκόρη, μία μέρα με βροχή,
χτύπησε κάτω το πόδι, και σήκωσε και φωνή.

"Φτάνει πια όλο τα ίδια, να τρώω κάθε πρωί,
δε θέλω άλλες τηγανίτες κι ομελέτες με τυρί!
Δε θέλω ψωμί με μέλι, ούτε δημητριακά,
ούτε κέικ με σοκολάτα, ούτε αμυγδαλωτά!"

"Μήπως θέλεις κάροτ κέικ; Μήπως θέλεις τραχανά;
Μήπως θέλεις λουκουμάδες;", είπε ανήσυχη η μαμά.
"Τίποτα απ'αυτά δε θέλω, είναι όλα βαρετά,
κουρασάν μονάχα θέλω, βουτυράτα και ζεστά".

Η μαμά έδωσε τότε στην κουζίνα εντολή
κουρασάν να ετοιμάσουν, για να φάει η μικρή.
"Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη", είπαν όλοι γελαστοί,
μα, η αλήθεια είναι, κανείς τους δεν είχε τη συνταγή.

Τι να ήτανε εκείνο, το περίεργο φαΐ;
Μήπως, άραγε, το φτιάχναν στις κουζίνες του Μπαλί;
Μήπως το είχανε στο Λάος; Μήπως στο Βατικανό;
Το συνόδευαν με ρύζι, ή μήπως με αστακό;

Μήπως στη Σουαζιλάνδη γνώριζαν το κουρασάν;
Να το έτρωγε ο σάχης που διοικούσε το Ιράν;
Μήπως το'ξεραν στην Κίνα; Στην Ινδία; Στο Σουδάν;
Άραγε, το φτιάχναν σκέτο, ή του βάζαν και πεκάν;

Ρώτησαν σεφ στο Παρίσι, βραβευμένους πατισιέρ,
μα κι εκείνοι δεν γνωρίζαν συνταγή άλλη απ'του εκλέρ.
Χάσανε κάθε ελπίδα να βρούνε τη συνταγή,
και τα δάκρυα απ'τα μάτια τρέχαν, σαν από πηγή.

Εκείνη ακριβώς την ώρα, η βασιλική νταντά,
μπήκε μέσα στην κουζίνα για να φάει μια φρυγανιά.
Τους είδε όλους λυπημένους, ρώτησε πώς και γιατί,
κι έμαθε τι είχε ζητήσει η βασιλική μικρή.

"Μην στενοχωριέστε", είπε, "δυο λεπτά, να το σκεφτώ,
τις διαλέκτους των νηπίων ξέρω εγώ να τις μιλώ". 
Στάθηκε σε μία άκρη, προσπαθώντας να σκεφτεί,
κι άξαφνα το πρόσωπό της είχε κιόλας φωτιστεί.

"Ηρεμήστε εδώ και τώρα, και στρωθείτε στη δουλειά,
για να φτιάξετε μια ζύμη που την ξέρετε καλά.
Βλέπετε, η βασιλοκόρη, όταν είπε κουρασάν,
εννοούσε, δίχως άλλο, το γνωστό, το κρουασάν".

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Εκτέλεση καθήκοντος


Έγινε κάπου, κάποτε, μία μεγάλη φάση,
δυο μεθυσμένοι κηπουροί πουλούσαν κολοκάσι.
Φώναζαν πολύ δυνατά, καλώντας τους πελάτες
κι ενόχλησαν μία γιαγιά που έκανε πιλάτες.

Βγήκε στον δρόμο η γιαγιά, ζήτησε ησυχία,
μα εκείνοι την αρχίσανε ευθύς στην κοροϊδία.
Φούντωσε εκείνη, η πίεση ανέβηκε στα ύψη,
γύρισε σπίτι βιαστικά, με χάπι να την ρίξει.

Οι μεθυσμένοι γλίτωσαν, νόμιζαν, την κατσάδα,
μα, ξέρουμε όλοι, την ουρά πίσω την έχει η αχλάδα.
Μέσα σε δυο-τρία λεπτά επέστρεψε εκείνη,
ντυμένη στα ολόλευκα, κι όρμησε σαν μπουρίνι.

Τα ακριβείας χτυπήματα έπεφταν σαν χαλάζι,
ήτανε ένα θέαμα για να το κάνεις χάζι.
"Ήμαρτον" φώναζαν κι οι δυο, μα αυτή χτυπούσε ακόμα,
γεμίσανε με μώλωπες σε όλο τους το σώμα.

Απ'τις φωνές τους ξύπνησε ένα μωρό πιο πέρα,
και βγήκε στο παράθυρο η άυπνη μητέρα.
Είδε το όλο θέαμα, φώναξε, μα ματαίως,
κι ως μόνη λύση σκέφτηκε το εκατό, βεβαίως.

Έφτασε ένα περιπολικό, με φώτα χαλασμένα,
μα είχε λήξει το συμβάν, δεν βρήκανε κανέναν.
Ψάξαν δεξιά, ψάξαν ζερβά, ψάξαν πάνω και κάτω,
μόνο έναν βόα βρήκανε, που είχε αγκαλιά έναν γάτο.

Κάποιος θα πει πως έκαναν ώρα πολλή να 'ρθούνε,
γι'αυτό και δυσκολεύονταν μάρτυρες για να βρούνε.
Όμως, κι ας ήταν Σάββατο, κι η φάση ήταν Δευτέρα,
μήνας, σαφώς, δεν πέρασε απ'την σωστή τη μέρα!

Ως και η καταγγέλουσα, κόντεψε να τους βρίσει,
μόλις πριν λίγο το μωρό είχε ξανακοιμήσει.
Και καθώς χασμουριότανε, θυμίζοντάς τους όρκα,
τους έκλεισε, με δύναμη, στα μούτρα τους, την πόρτα. 

Οι δύο αστυνομικοί, δείχνοντας μέγα ζήλο,
φτάσανε σε μια εξώπορτα, με φύλακα έναν σκύλο.
Ρωτήσανε τον φύλακα, τι είχε να καταθέσει,
δυο κοφτερούς κυνόδοντες, μόνο, είχε να εκθέσει.

Πιο κάτω, σε μια αμυγδαλιά, ρωτήσανε μια κίσσα,
μα εκείνη αμέσως πέταξε, με άνεση περίσσια.
Σε μια λακούβα με νερό κατέληξαν οι δυο τους,
κατάθεση να πάρουνε, κοιτώντας τον εαυτό τους.

Ήτανε συνεργάσιμοι, έδωσαν απαντήσεις,
σαφώς και με ακρίβεια, σπάνιο σε ανακρίσεις.
Κι αφού ολοκληρώσανε τα πάντα τόσο φίνα,
επέστρεψαν στο όχημα κι έσβησαν τη σειρήνα.

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Λόγος μετακόμισης

 

      Ο Κούνελος - ο γνωστός, αυτός της Αλίκης - έφερε το φλυτζάνι στα χείλια του και ήπιε μια γουλιά τσάι, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα που διάβαζε. Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και μπήκε η γυναίκα του.
     - Ο διάδρομος δεν έχει φως, έχει καεί η λάμπα, του είπε. Πρέπει να την αλλάξεις άμεσα, αλλιώς κάποιος θα χτυπήσει οπωσδήποτε.
     - Θα την αλλάξω το απόγευμα, είπε εκείνος, χωρίς να αφήσει το διάβασμά του. Τώρα δεν προλαβαίνω.
     - Σκέτο το πίνεις το τσάι σου; 
     - Δεν βρήκα κάτι για να το συνοδεύσω.
     - Έχουν μείνει μπισκότα μπανάνας από προχθές...
     - Θα προτιμούσα λίγο κέικ καρότου, η μπανάνα δεν είναι του γούστου μου.
     - Λυπάμαι, κουνελάκι μου, αλλά τα τελευταία πέντε κομμάτια τα έφαγαν τα μικρά εχθές το βράδυ, μαζί με το γάλα τους.
     - Θα μπορούσες να έχεις φτιάξει περισσότερο κέικ.
     - Δε θέλεις ένα μπισκοτάκι, δηλαδή;
     - Καλύτερα όχι.
     Η γυναίκα του αναστέναξε.
     - Μερικές φορές κάνεις σαν μωρό, είπε. Θα προτιμούσες, δηλαδή, να αφήσω τα παιδιά χωρίς κέικ, για να το φας εσύ;
     - Δεν είπα κάτι τέτοιο, αλλά θα μπορούσες να μου φυλάξεις ένα κομμάτι. Σε εκείνα, εξάλλου, αρέσουν και τα μπισκότα μπανάνας, θα μπορούσαν να έχουν φάει μπισκότα αντί για κέικ...
     - Ναι, αλλά εκείνα ήθελαν κέικ. Τι ήθελες, να έμεναν νηστικά;
     Ήταν η σειρά του Κούνελου να αναστενάξει.
     - Δεν ήθελα τίποτα, είπε. Μην το κάνεις θέμα.
     - Δεν το κάνω.
     Η γυναίκα του άνοιξε ένα μεταλλικό κουτί και πήρε από μέσα ένα μπισκότο μπανάνας.
     - Σίγουρα δε θέλεις ένα; 
     Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
     - Εσύ χάνεις, του είπε και έκοψε μια δαγκωνιά.
     Ξαφνικά, το πρόσωπό της γέμισε αηδία. Άφησε το υπόλοιπο μπισκότο βιαστικά και βγήκε τρέχοντας από την κουζίνα. Ακούστηκε ένας θόρυβος, σαν κάποιος να έπεσε επάνω σε κάτι, και μετά ακούστηκε μια πόρτα που άνοιγε. Ο Κούνελος ήπιε άλλη μια γουλιά τσάι.
     Πέρασαν μερικά λεπτά. Ο Κούνελος τελείωσε το άρθρο που διάβαζε και γύρισε σελίδα. Η πόρτα άνοιξε. Ήταν η γυναίκα του και πάλι.
     - Σου το είπα να αλλάξεις τη λάμπα στο διάδρομο, είπε. Παρά τρίχα να σκοτωθώ πριν, έτσι σκοτεινά που είναι.
     - Δεν έπρεπε να τρέχεις. Μόνο στα παιδιά ξέρεις να φωνάζεις να μην τρέχουν στο διάδρομο;
     Τον κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα. Πήγε μέχρι τον πάγκο της κουζίνας, όπου είχε αφήσει το υπόλοιπο μπισκότο, το πήρε και το πέταξε στα σκουπίδια. Ύστερα, γέμισε ένα ποτήρι νερό και το ήπιε σχεδόν μονορούφι.
     - Είναι εκείνες οι μέρες; ρώτησε ο Κούνελος.
     - Όχι.
     - Α, εντάξει τότε...
     Η γυναίκα του πήρε το άδειο φλυτζάνι του και άρχισε να το πλένει.
     - Την Κυριακή σκέφτομαι να καλέσω την Αλίκη για τσάι, είπε ο Κούνελος. Έχουμε πολύ καιρό να την καλέσουμε. Ελπίζω να μην υπάρχει πρόβλημα. 
     - Να την καλέσεις.
     - Ελπίζω να φτάσει το κέικ καρότου. Ξέρεις, δα, πόσο της αρέσει...
     Η γυναίκα του πήρε μια πετσέτα και άρχισε να σκουπίζει το φλυτζάνι.
     - Τι ώρα είναι; είπε ο Κούνελος. Ω, μα δε μιλάς κι εσύ, πέρασε η ώρα, πήγε κιόλας εφτά και μισή, πρέπει να φύγω!
     Ο Κούνελος σηκώθηκε.
     - Θέλεις να σου φέρω τίποτα, καθώς θα γυρίζω από τη δουλειά; τη ρώτησε.
     - Όχι.
     - Καλώς, τότε. Φεύγω. Θα τα πούμε το μεσημέρι.
     Προχώρησε προς την πόρτα.
     - Μια στιγμή, είπε εκείνη. Κάτσε λίγο, έχω κάτι να σου πω.
     - Δε μου αρέσει αυτός ο τόνος, είπε ο Κούνελος καθώς ξανακαθόταν στην καρέκλα. Τι έγινε πάλι;... Συνέβη κάτι με τα παιδιά;... Με τους μεγάλους, ε; Κατάλαβα, μπήκαν ξανά στον κήπο του γείτονα και έκλεψαν καρότα, τα παλιόπαιδα...
     - Όχι...
     - ...Δεν το πιστεύω! Πάλι θα τρέχουμε στις αστυνομίες, για καταθέσεις; Και σου το είπα, να μην τα παραχαϊδεύεις τα παιδιά! 
     - Δεν ήθελα να σου πω για τα παιδιά...
     - ...Αλλά εσύ, πού να ακούσεις, όλο αγκαλιές και χάδια ήσουν, και να τα τώρα!... Τι είπες; Δεν έγινε τίποτα με τα παιδιά; 
     - Όχι.
     - Δόξα τω Θεώ! Κι εσύ, πώς τα λες έτσι, βρε γυναίκα, με τρόμαξες!... Αλλά, τότε, τι έγινε;
     - Δεν ξέρω πώς ακριβώς να σου το πω...
     - Να μου το πεις όπως ακριβώς είναι!... 
     - Ε,... λοιπόν,... ξέρεις...
     - Μη μου πεις: έπαθε τίποτα η μάνα μου;
     - Όχι, όχι, μην τρομάζεις πάλι, μια χαρά είναι η μάνα σου...
     - Σίγουρα;
     - Σίγουρα.
     - Όχι, ρωτάω, επειδή είδα στον ύπνο μου ραπανάκια. Και ο ονειροκρίτης το λέει ξεκάθαρα: αν δεις στον ύπνο σου ραπανάκια, να περιμένεις λαχτάρα.
     - Μην ανησυχείς, μια χαρά είναι η μάνα σου. Τόσο καλά, μάλιστα, που εχθές που μιλήσαμε στο τηλέφωνο, μου είπε ότι θα κάνει λεύκανση δοντιών.
     - Λεύκανση δοντιών; Άλλο πάλι και τούτο! Πώς της ήρθε; Στην ηλικία της; Αν και, εδώ που τα λέμε, μικρή είναι ακόμα...
     - Δεν είναι η μάνα σου το θέμα μας!
     - Ωραία, και γιατί δε μου λες ποιο είναι το θέμα μας, για να τελειώνουμε; Τι είναι αυτό που θα πρέπει να μάθω, και που δεν ξέρεις πώς να μου το πεις;... 
     - Λοιπόν...
     - Άσε, κατάλαβα: πάλι ζήτησε αύξηση ο σπιτονοικοκύρης! Δεν έχει το Θεό του, πια! Τι νομίζει ότι είμαι, δημόσιος υπάλληλος, να έχω σταθερό μισθό, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει;
     - Δε θα με αφήσεις να σου μιλήσω, μου φαίνεται... Ηρέμησε, και ούτε ο σπιτονοικοκύρης ζήτησε αύξηση.
     - Πάλι καλά, δεν είχα καμία όρεξη για μετακομίσεις... Πού θα βρούμε άλλο σπίτι, να μας χωράει και τους είκοσι;
     - Καλά, τώρα που το λες, ίσως κάποια στιγμή να χρειαστεί μια μετακόμιση...
     - Α, όχι, δε θα μετακομίσουμε κοντά στην αδερφή σου, αυτά τα'χουμε ξαναπεί...
     - Δε θα σου έλεγα για την αδερφή μου...
     - Ούτε κοντά στη μάνα σου θα πάμε, μια χαρά είμαστε έτσι, εξάλλου, τα μικρά όπου να'ναι ξεκινάνε και το σχολείο, δεν χρειαζόμαστε μπέιμπι σίτερ.
     - Μόνο για μπέιμπι σίτερ είναι καλή η μάνα μου;
     - Δεν είπα αυτό, αλλά καλύτερα μακριά και αγαπημένοι. Εξάλλου, και η δική μου η μάνα μακριά μένει, δεν την έχεις στα πόδια σου...
     - Αυτό έλειπε! Λοιπόν, σταμάτα να μιλάς, μήπως και συνεννοηθούμε καμιά φορά!... Αυτό που προσπαθώ να σου πω τόση ώρα είναι ότι... έχω καθυστέρηση!
     - Τι εννοείς;
     - Τι να εννοώ; Αυτό που εννοούσα και τις προηγούμενες τρεις φορές εννοώ!
     - Όπα, μια στιγμή, για να δω αν κατάλαβα... Είπες ότι έχεις καθυστέρηση;
     - Ακριβώς!
     - Ε, όχι, δεν το πιστεύω! Κι άλλα παιδιά; Τώρα; Πάνω που αρχίζαμε να μπαίνουμε σε μια σειρά;... Πώς έγινε αυτό, βρε γυναίκα;
     - Δεν ξέρεις πώς έγινε;
     - Θέλω να πω, γιατί; Δεν πρόσεχες καθόλου;
     - Α, για να σου πω!... Δεν φταίω εγώ που όταν ακούς τη λέξη αντισύλληψη νομίζεις ότι μιλάμε για ληστές τραπεζών! Το συρτάρι του κομοδίνου σου είναι γεμάτο προφυλακτικά, χρησιμοποίησε και κανένα καμιά φορά... 
     - Δηλαδή, είσαι σίγουρη ότι είσαι έγκυος;
     - Λες να μην είμαι; 
     - Πόσα να είναι άραγε αυτή τη φορά; Πέντε; Έξι; Εφτά; Λες να είναι πάνω από εφτά; Πού θα τα βάλουμε όλα αυτά τα παιδιά;
     - Είδες, τελικά, που μάλλον θα την χρειαστούμε τη μετακόμιση που λέγαμε;
     - Και πού θα βρούμε σπίτι να χωράει σχεδόν τριάντα νοματαίους; Και πόσο θα κοστίζει;
     - Έχω ένα υπόψη μου...
     - Α, όχι, δεν πιστεύω να βρήκες κιόλας κανένα σπίτι κοντά στη μάνα σου και να μου το φέρνεις απέξω-απέξω!
     - Όχι, βέβαια! Εννοώ να μετακομίσουμε στο σπίτι της μάνας μου! Πού αλλού θα βρούμε σπίτι με τόσα δωμάτια, που να είναι και εντελώς δωρεάν;
     Ο Κούνελος ένιωσε να κόβονται τα γόνατά του. Και για πρώτη φορά στη ζωή του αποφάσισε, αν μη τι άλλο, να δίνει μεγαλύτερη σημασία στην αντισύλληψη.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Χαμένη ευκαιρία

 


     "Σας ενημερώνουμε ότι ο συρμός θα παραμείνει στον σταθμό για μερικά λεπτά".
     Ήταν η τρίτη φορά που άκουγε αυτό το μήνυμα. Στον προηγούμενο σταθμό είχαν παραμείνει τρία λεπτά, στον προ-προηγούμενο δύο. Κοίταξε το ρολόι της: 9.23.
     - Θα αργήσω, σκέφτηκε. 
     Τι κατάσταση ήταν αυτή; Να παίρνεις το μετρό για να πας πιο γρήγορα στον προορισμό σου, και να φτάνεις καθυστερημένη...
      - Έτσι και χάσω αυτή τη δουλειά, θα τους δείξω εγώ, σκέφτηκε.
     Δεν ήταν και λίγο πράγμα, να επιστρέφει στις πασαρέλες ύστερα από ενάμιση χρόνο... Οπότε, αν η καθυστέρηση του συρμού γινόταν η αιτία να παραμείνει εκτός πασαρέλας - ποιος ξέρει για πόσο ακόμη - δε θα το άφηνε έτσι.
     Έπιασε το κινητό της και, ξεφυσώντας, κοίταξε τη λίστα των επαφών της. Το τηλέφωνο του δικηγόρου της ήταν το τρίτο στη λίστα. Το ρολόι του κινητού έδειξε 9.24.
     Ένα μωρό σε ένα καρότσι, λίγο πιο πέρα, άρχισε να κλαίει. Η μητέρα του έσκυψε πάνω από το καρότσι και προσπάθησε να το ηρεμήσει.
     - Αυτό μας έλειπε τώρα, σκέφτηκε, ένα κλαψιάρικο μωρό...
     Χωρίς να το θέλει, το μυαλό της πέταξε σε ένα άλλο μωρό, το δικό της... Ένιωσε να γλυκαίνει λίγο, αλλά συγκρατήθηκε. Αυτή η δουλειά δεν έχει χώρο για συναισθηματισμούς, είναι αδηφάγα, σήμερα σε προσκυνούν και αύριο ούτε να σε φτύσουν. Το κλαψιάρικο μωρό σταμάτησε.
     - Τι συμβαίνει, άραγε; ακούστηκε μια κυρία. Γιατί καθυστερούμε τόσο;
     - Κάποιος θα έπεσε στις γραμμές, είπε μια άλλη.
     - Λέτε;
     - Ε, για να έχουμε τόση καθυστέρηση...
     Το πράγμα γινόταν όλο και χειρότερο, αν κάποιος είχε πέσει στις γραμμές, θα χρειαζόταν πολλή ώρα μέχρι να αποκατασταθεί η λειτουργία των συρμών. Θα την έχανε τη δουλειά, σίγουρα. Ένιωσε να την πιάνει πανικός. Ίσως αυτή ήταν η τελευταία της ευκαιρία. Είχε ήδη κλείσει τα εικοσιπέντε... Έπρεπε να φτάσει στο ραντεβού πάση θυσία.
     Έκανε να πάει προς την πόρτα. Λίγο πριν την φτάσει, η πόρτα έκλεισε στα μούτρα της. Ένιωσε ακόμα πιο παγιδευμένη. 
     - Ναι, ακούστηκε κάποιος που μιλούσε δυνατά στο κινητό, για να καλύψει τη φασαρία του συρμού. Είμαι ακόμα στο μετρό, δεν ξέρω τι έχει γίνει, αλλά σίγουρα δεν προλαβαίνω να είμαι εκεί μέχρι τις 9.30. Πήγαινε να κάνεις τις δουλειές σου, καλύτερα, και τα λέμε μετά, στο γραφείο... Α, αλήθεια; Καλά το φαντάστηκα. Σε ποιον σταθμό, είπες;... Κατάλαβα. Οπότε, θα τα πούμε στο γραφείο. Έλα όποτε τελειώσεις τις δουλειές σου, εγώ θα είμαι εκεί από το μεσημέρι και μέχρι αργά το απόγευμα... Έγινε, γεια! 
     Ο άντρας έκλεισε το τηλέφωνο.
     - Έγινε κάτι σε κάποιον σταθμό; τον ρώτησε η ηλικιωμένη κυρία που καθόταν δίπλα του. Σας άκουσα που κάτι είπατε στο τηλέφωνο.
     - Ναι, της απάντησε, λίγο ενοχλημένος από την αδιακρισία της, ασχέτως αν εκείνος ήταν που φώναζε στο τηλέφωνο. Κάποιος έπεσε στις γραμμές, στον Ευαγγελισμό.
     - Α, τον καημένο! είπε η κυρία.
     - Ωραίο σταθμό διάλεξε, είπε ένας άλλος που τον άκουσε, το νοσοκομείο είναι ακριβώς δίπλα, μπορεί και να την γλιτώσει.
     - Είναι δυνατόν να γλιτώσει κάποιος από κάτι τέτοιο; ρώτησε μια κυρία. Ειδικά όταν θέλει να αυτοκτονήσει;
     - Και πώς ξέρουμε πως δεν ήταν ατύχημα; πετάχτηκε ένας άλλος.
     - Σιγά μην ήταν ατύχημα, είπε ο άντρας που είχε σχολιάσει την επιλογή του σταθμού. Κάθε τρεις και λίγο, όλο και κάποιος πηδάει στις γραμμές. Λες και δεν μπορεί να διαλέξει άλλον τρόπο να αυτοκτονήσει, πρέπει να ταλαιπωρείται τόσος κόσμος εξαιτίας του!
     Στο μεταξύ, ο συρμός είχε φτάσει στον επόμενο σταθμό, και είχε σταθεί και πάλι με τις πόρτες ανοιχτές. Αυτή τη φορά, έσβησαν και τα φώτα για κανα-δυο δευτερόλεπτα.
     "Σας ενημερώνουμε ότι ο συρμός θα παραμείνει στον σταθμό για μερικά λεπτά", ακούστηκε και πάλι από τα μεγάφωνα του σταθμού, μόλις ξανάναψαν τα φώτα.
     - Ορίστε! είπε ο άντρας που είχε βγάλει το λογύδριο για τους αυτόχειρες του μετρό, υπογραμμίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, τα όσα είχε πει προηγουμένως.
     - Δεν ντρέπεστε να μιλάτε έτσι για ανθρώπους που ούτε γνωρίζετε; του επιτέθηκε μια νεαρή.
     - Δεν έχω κάτι εναντίον τους, είπε εκείνος, απλώς θα μπορούσαν να αυτοκτονήσουν πιο... αθόρυβα. Έτσι κι αλλιώς, για εκείνους δεν αλλάζει τίποτα.
     Χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο σπιτονοικοκύρης της.
     - Καλημέρα, κύριε Νίκο, είπε. Τι κάνετε;... Δε σας ακούω καλά, είμαι μέσα στο μετρό... Α, ναι, επίσης, καλό μήνα... Πώς;... Α, ναι, βέβαια, έχετε δίκιο, δεν ξέρω πώς το ξέχασα, με το μωρό έχω χάσει τον μπούσουλα... Μα, εννοείται πως δεν φταίτε εσείς, ζητώ χίλια συγγνώμη! Μην ανησυχείτε, θα σας την κάνω σήμερα την κατάθεση, μέχρι το απόγευμα θα την έχω κάνει σίγουρα... Εντάξει, ναι, μην ανησυχείτε, και πάλι συγγνώμη...
     Κοίταξε το ρολόι. 9.31.
     - Ουφ! ξεφύσηξε μία κυρία. Θα σκάσουμε εδώ μέσα, με τόσο κόσμο. Ανοίξτε κανένα παράθυρο!
     - Ανοιχτά είναι τα παράθυρα, κυρία μου, δεν τα βλέπετε; της είπε εκνευρισμένα ένας άντρας από την απέναντι πλευρά. Και τα παράθυρα και οι πόρτες είναι ανοιχτές.
     Το μωρό ξανάρχισε να κλαίει. Αυτή τη φορά, οι προσπάθειες της μητέρας του να το κατευνάσει δεν είχαν αποτέλεσμα. Εμφανώς αγχωμένη για την ενόχληση που το μωρό της προκαλούσε στους υπόλοιπους επιβάτες, το πήρε αγκαλιά. Το μωρό ηρέμησε.
     - Τίποτα δεν είναι καλύτερο από την αγκαλιά της μαμάς, είπε μία ηλικιωμένη στην, επίσης ηλικιωμένη, κυρία που καθόταν ακριβώς δίπλα της.
     - Εννοείται, είπε εκείνη. Μάνα είναι μόνο μία.
     "Σας ενημερώνουμε ότι ο συρμός θα παραμείνει στον σταθμό για μερικά λεπτά", ξανακούστηκε από τα μεγάφωνα του σταθμού.
     - Δε θα φτάσουμε ποτέ στον προορισμό μας, μουρμούρισε κάποιος.
     Κοίταξε το ρολόι της. 9.35. Την κυρίεψε το άγχος. Έπρεπε να φύγει. Τώρα. Όρμησε στην πόρτα. 
     - Σιγά, κοπέλα μου! φώναξε ένας ηλικιωμένος. Δεν βλέπεις ότι ο συρμός είναι γεμάτος;
     - Θέλετε να καθήσετε; του πρότεινε ένας νεαρός.
     - Όχι, ευχαριστώ, είπε εκείνος θιγμένα, δεν είμαι και κανένας γέρος...
     Αλλά εκείνη είχε ήδη βγει από τον συρμό, και ανέβαινε βιαστικά τα σκαλιά των κυλιόμενων. Αν έβρισκε άμεσα ένα ταξί, ίσως και να προλάβαινε το ραντεβού. 
     - Ένα ταξί, ένα ταξί... επαναλάμβανε με την σκέψη της, σαν ανακουφιστικό και ευοίωνο μάντρα.
     Βγήκε από τον σταθμό. Ευτυχώς, υπήρχε ένα ταξί παρκαρισμένο. Έτρεξε και μπήκε μέσα. Ανάσανε ανακουφισμένη.
     - Αμπελοκήπους πάμε, είπε στον ταξιτζή, και όσο πιο γρήγορα, σας παρακαλώ. Έχω ένα σημαντικό ραντεβού που πρέπει να προλάβω.
     Ο ταξιτζής έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Ο δρόμος ήταν γεμάτος αυτοκίνητα.
     -  Πολλή κίνηση έχει, είπε εκείνη, αν μπορείτε να κόψετε δρόμο από κάπου, θα με υποχρεώσετε.
     - Τέτοια ώρα, όλοι οι δρόμοι είναι πήχτρα, της απάντησε. Τι ώρα είναι το ραντεβού σας;
     - Στις 10.
     - Δύσκολα θα προλάβουμε, μου φαίνεται. Γιατί δεν πάτε με το μετρό; Σε δέκα λεπτά θα έχετε φτάσει.
     - Έτσι νόμιζα και εγώ, αλλά κάποιος έπεσε στις ράγες στον Ευαγγελισμό και οι συρμοί πηγαίνουν σημειωτόν...
     - Α, ναι, κάτι άκουσα πριν, στις ειδήσεις,... νομίζω ότι ήταν και γνωστός...
     Το ταξί έστριψε προς τα δεξιά.
     - Από εδώ η κατάσταση φαίνεται λίγο καλύτερα, είπε ο ταξιτζής, θα κάνουμε έναν μικρό κύκλο, αλλά πιθανώς να μην έχει τόση πολλή κίνηση... Ώστε έτσι με το μετρό... Ποιος να ξέρει τι τον έκανε να πέσει στις ράγες τον άνθρωπο... Τις προάλλες, πάλι κάποιος αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει στο Μοναστηράκι, και τον συγκράτησαν οι άλλοι επιβάτες... Να ήταν ο ίδιος, άραγε;
     Δεν είπε τίποτα, το βλέμμα της ήταν σχεδόν καρφωμένο στο ρολόι του κινητού.
     - Μήπως να ειδοποιούσατε το ραντεβού σας ότι θα καθυστερήσετε λιγάκι; είπε ο ταξιτζής, που προφανώς είχε όρεξη για κουβέντα.
     - Πώς;
     - Μήπως να ειδοποιούσατε, λέω, ότι θα αργήσετε λίγο; 
     - Μπα, όχι, δεν...
     - Α, κατάλαβα, είναι ραντεβού για δουλειά!
     - Ναι.
     - Και αν αργήσετε στο πρώτο ραντεβού θα κάνετε κακή εντύπωση...
     Κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
     - Μπορεί και να προλάβουμε τελικά, μην το αποκλείουμε... είπε ο ταξιτζής, προσπαθώντας να την καθησυχάσει. Για τι δουλειά πρόκειται, αν επιτρέπεται;
     - Επίδειξη μόδας, είπε μηχανικά.
     - Επίδειξη μόδας; Δηλαδή, μοντέλο; Αλλά, τι ρωτάω, χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει... Εγώ, με το που σας είδα, δηλαδή, το είπα: αυτή η κοπέλα είναι λες και βγήκε από περιοδικό!
     Δεν απάντησε.
     - Μην ανησυχείς, κοπέλα μου, ο ταξιτζής πέρασε στον ενικό, θα την πάρεις τη δουλειά. Μια κοπέλα τόσο όμορφη όπως εσύ, δε γίνεται να μην την επιλέξουν... Α, ορίστε, μάλλον είμαστε τυχεροί. Από εδώ που ήρθαμε η κίνηση δεν είναι τόσο μεγάλη.
     Είχε βυθιστεί στις σκέψεις της και δεν άκουσε λέξη από όσα έλεγε ο ταξιτζής. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να προλάβει, να προλάβει, να προλάβει...

     Ήταν 9.57, όταν το ταξί σταμάτησε έξω από την πολυκατοικία, όπου ήταν το ραντεβού.
     - Σας ευχαριστώ πολύ, είπε στον ταξιτζή, καθώς του έδινε ένα χαρτονόμισμα, δε θέλω ρέστα...
     - Καλή επιτυχία! της φώναξε αυτός, καθώς εκείνη είχε ήδη αρχίσει να τρέχει προς την είσοδο της πολυκατοικίας.
     Τα τελευταία δυο λεπτά ήταν ένας αγώνας δρόμου δίχως αύριο, καθώς το γραφείο όπου έπρεπε να πάει βρισκόταν στον έκτο όροφο. Ευτυχώς, δηλαδή, που το ασανσέρ ήταν ήδη σταματημένο στο ισόγειο, σαν να την περίμενε.
     Έφτασε έξω από το γραφείο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έστρωσε βιαστικά τα μαλλιά της και χτύπησε. Η πόρτα άνοιξε. Ο χώρος ήταν άδειος.
     Μα, πώς γινόταν αυτό; Δεν υπήρχαν άλλες υποψήφιες; Ο Νικόδημος ήταν ένας από τους πιο γνωστούς σχεδιαστές, τον γνώριζαν όλοι όσοι ασχολούνταν με τη μόδα, μέχρι που την προηγούμενη χρονιά του είχαν αφιερώσει μία ολόκληρη μέρα στην εβδομάδα μόδας του Παρισιού! Εκτός αν είχαν ήδη επιλέξει... Αλλά, όχι, αφού είχε ραντεβού...
     Μια καλοντυμένη γυναίκα εμφανίστηκε. Φαινόταν πολύ σοβαρή.
     - Καλημέρα, είπε, είστε η κυρία Μαυρίδου;
     - Ναι, είπε εκείνη.
     - Δυστυχώς, θα πρέπει να ακυρώσουμε το ραντεβού σας, προσπάθησα να σας καλέσω, αλλά δεν κατάφερα να σας βρω.
     - Ίσως θα ήταν όταν ήμουν μέσα στο μετρό.
     - Ναι, ίσως... Λυπάμαι για την ταλαιπωρία σας. 
     - Δεν πειράζει... Δηλαδή, εννοείτε ότι δεν με χρειάζεστε; Έχετε ήδη επιλέξει τα μοντέλα για την επίδειξη;
     Ένιωσε να λυγίζουν τα γόνατά της.
     - Όχι, όχι, δεν επιλέξαμε τα μοντέλα... Το θέμα είναι λίγο πιο... περίπλοκο... Η αλήθεια είναι πως η επίδειξη δε θα γίνει, τελικά.
     - Άλλαξε γνώμη ο κύριος Νικόδημος;
     - Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε.
     - Αυτό είναι τρομερό! είπε σαν να μονολογούσε. Αυτή η επίδειξη ήταν ίσως η τελευταία μου ευκαιρία να επανέλθω στις πασαρέλες και να εργαστώ μερικά χρόνια ακόμη.
     - Ελάτε, μην απογοητεύεστε, νέα είστε ακόμη...
     - Έχω κλείσει τα εικοσιπέντε, δεν έχω πολλά χρόνια μπροστά μου!
     - Έχετε δίκιο, αλλά και πάλι, υπάρχουν και άλλες προοπτικές...
     - Φωτογραφίες καταλόγου; Να μου λείπει!
     Η καλοντυμένη γυναίκα την κοίταξε με συμπάθεια. 
     - Σας καταλαβαίνω, είπε.
     - Μπορώ να σας αφήσω, τουλάχιστον, τα στοιχεία μου, για να με ειδοποιήσετε όταν ο κύριος Νικόδημος αποφασίσει να κάνει την επίδειξη;
     - Πολύ θα το ήθελα, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ.
     - Καταλαβαίνω, αυτή είναι η πολιτική σας, αλλά ίσως θα μπορούσε να γίνει μία εξαίρεση...
     Την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο απελπισία.
     - Μακάρι να ήταν θέμα πολιτικής, είπε η γυναίκα. Ο λόγος που δεν μπορώ να το κάνω είναι ότι δεν θα γίνει καμία επίδειξη πλέον. Ο Νικόδημος δεν είναι πια μαζί μας.
     - Τι πράγμα; Τι εννοείτε "δεν είναι πια μαζί μας";
     - Τι να εννοώ; Αυτό που καταλαβαίνετε. Ο Νικόδημος πέθανε σήμερα το πρωί!
     - Πώς έγινε αυτό; Δεν ήταν και τόσο μεγάλος!
     - Τα τελευταία χρόνια έπασχε από κατάθλιψη. Έπαιρνε και αγωγή, αλλά η κατάθλιψη είναι ύπουλο πράγμα. Πριν από μερικές μέρες αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, χωρίς επιτυχία. Και σήμερα, τελικά, τα κατάφερε: αυτοκτόνησε, πέφτοντας στις ράγες του μετρό. Το είπαν και στις ειδήσεις.
     Ένιωσε ένα δάκρυ να ανεβαίνει αργά και να θολώνει την όρασή της. Και δεν ήξερε αν αυτό το δάκρυ ήταν για τον αυτόχειρα, ή για τη δική της, χαμένη, επάνοδο στις πασαρέλες...

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Παρ'ολίγον ατύχημα

 

     Οι καλικάντζαροι είχαν γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Τόσες μέρες πριόνιζαν, και αυτός ο κορμός δεν έλεγε να υποκύψει στις προσπάθειές τους.
     - Κουράγιο, παιδιά! είπε ένας κακάσχημος, καμπούρης καλικάντζαρος. Λίγο έμεινε.
     - Δεν αντέχω άλλο! είπε ένας άλλος, που είχε μία μόνο τρίχα σε όλο του το κεφάλι, και δύο μόνο δόντια σε όλο του το στόμα. 
     - Ούτε εγώ! είπε ένας άλλος, στραβοκάνης και αλλοίθωρος. Τα παρατάω!
     - Μα, τι λέτε; είπε ο καμπούρης. Τώρα θα τα παρατήσουμε; Να, δείτε πόσο πριονίδι υπάρχει γύρω-γύρω! Αυτή θα είναι η τυχερή μας χρονιά, το νιώθω!
     - Ναι, έτσι έλεγες και πέρυσι... είπε ένας καλικάντζαρος με πολύ μεγάλα και κρεμαστά αυτιά.
     - Και πρόπερσι... συμπλήρωσε ένας άλλος, που είχε μια πολύ χοντρή, πράσινη μύτη.
     - Κάθε χρόνο τα ίδια λες, είναι αλήθεια, είπε ο αλλοίθωρος. Και κάθε χρόνο προσπαθούμε, και προσπαθούμε, και πριονίζουμε, και πριονίζουμε, και πάνω που το δέντρο κοντεύει να πέσει, έρχεται ο παπάς με την αγιαστούρα και φεύγουμε άρον-άρον. Μου φαίνεται πως δεν είναι της μοίρας μας να το ρίξουμε αυτό το δέντρο!
     - Τι μοιρολατρία είναι αυτή; είπε ο καμπούρης. Δεν είναι δυνατόν να τα παρατήσουμε, ειδικά τώρα!
     - Οι εποχές αλλάζουν, αρχηγέ, είπε ένας νεαρός καλικάντζαρος γεμάτος σπυριά. Αλλά εσύ μένεις εκεί, κολλημένος στα παλιά...
     - Όταν λες "παλιά" εννοείς τις παραδόσεις μας; Μα, οι παραδόσεις είναι που μας δίνουν την ταυτότητά μας! Γι'αυτό και πρέπει να τηρούνται!
     - Χαζομάρες! είπε ένας άλλος νεαρός καλικάντζαρος, με τόσο στραβά δόντια που πετάγονταν έξω από το στόμα του. Θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τις παραδόσεις, αλλά να εξελιχθούμε και λίγο. Τι θα πείραζε, δηλαδή, να χρησιμοποιούσαμε ένα από εκείνα τα ηλεκτρικά πριόνια που χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος;
     - Για άκου εδώ, νεαρέ, είπε αυστηρά ο καμπούρης καλικάντζαρος, το πριόνι που χρησιμοποιούμε, εκτός που είναι ειδικό για το πριόνισμα του συγκεκριμένου δέντρου, ανήκει στην οικογένειά μου εδώ και αιώνες, δε θα είμαι εγώ αυτός που θα το ατιμάσει!
     - Μόνο του ατιμάζεται, έτσι σκουριασμένο που είναι!
     - Δεν είναι καθόλου σκουριασμένο, κάθε μέρα του λαδώνω όλα τα δοντάκια του...
     - Και, δηλαδή, πειράζει φέτος να δημιουργήσουμε μια νέα παράδοση; πετάχτηκε και ένας κοντοστούπης καλικάντζαρος, τόσο κοντός όσο ένα νεροπότηρο.
     - Μέσα! είπε ο καλικάντζαρος με τα σπυριά.
     - Κι εγώ! είπε ο καλικάντζαρος με τα στραβά δόντια.
     - Κι εγώ, είπε αυτός με τη χοντρή, πράσινη μύτη. Αρκεί να μην περιλαμβάνει πριόνισμα, δηλαδή... Να, κοιτάξτε, πάλι έβγαλαν κάλους τα χέρια μου!
     Ο καμπούρης καλικάντζαρος κατάλαβε ότι δε θα τα έβγαζε πέρα, και αποφάσισε να παραστήσει τον διαλλακτικό. 
     - Και τι προτείνεις εσύ να κάνουμε; ρώτησε τον κοντοστούπη.
     - Πώς θα σας φαινόταν να πηγαίναμε στο χωριό του Άη-Βασίλη;
     - Μας δουλεύεις; Κάνοντας τουρισμό θα το κόψουμε το δέντρο;
     - Μη βιάζεσαι να απορρίψεις την ιδέα μου! Το χωριό του Άη-Βασίλη τέτοιες μέρες αποτελεί το κέντρο του κόσμου και ο Άη-Βασίλης είναι πολύ δημοφιλής, όλοι γι'αυτόν μιλάνε.
     - Ε, και;
     - Θα πάρουμε εμείς τη θέση του! Θα γίνουμε εμείς το πρώτο όνομα στις ειδήσεις!
     - Τι θα κάνουμε, δηλαδή;
     - Δε θα τον αφήσουμε να πάει τα δώρα στα παιδιά!
     - Α, σαν να αρχίζει να μου αρέσει αυτή η ιδέα...
     - Είδες, που με πήρες από τα μούτρα στην αρχή; Θα πάμε, λοιπόν, στο χωριό του και θα τον απαγάγουμε.
     - Α, δε συμφωνώ, είπε ο στραβοκάνης καλικάντζαρος. 
     - Κι εμένα μου ακούγεται βλακεία αυτή η ιδέα, είπε ο αλλοίθωρος καλικάντζαρος. Αν τον απαγάγουμε θα τον κάνουμε ακόμα πιο δημοφιλή. Άλλη ιδέα να βρεις.
     - Το βρήκα! φώναξε ο σπυριάρης. Θα του κλέψουμε τα δώρα!
     - Μη λες χαζομάρες, του είπε αυτός με την πράσινη μύτη, τα δώρα είναι πάρα πολλά για να τα κλέψουμε. Σκέψου ότι είναι τόσα, όσα και τα παιδιά. Δεν προλαβαίνουμε να τα κλέψουμε όλα μέχρι τα μεσάνυχτα. Απόψε το βράδυ γίνεται η παράδοση των δώρων, αν θυμάσαι καλά.
     - Ορίστε, είπε ο καμπούρης καλικάντζαρος, στα λόγια μου έρχεστε. Ας επανέλθουμε στη σιγουριά της παράδοσης και ας ξαναπιάσουμε το πριόνι...
     - Το βρήκα! είπε ο κοντοστούπης. Θα τρυπώσουμε στο έλκηθρο και θα αδειάσουμε το σάκο με τα δώρα! 
     - Σιγά μην τα καταφέρουμε να τρυπώσουμε στο έλκηθρο! Θα μας δει ο Άη-Βασίλης!
     - Δε θα μας δει. Είναι γέρος και δεν βλέπει καλά. Άσε που θα του κλέψουμε και τα γυαλιά του...
     - Θα μας δει! Κι αν δε μας δει εκείνος, θα μας δουν τα ξωτικά...
     - Τότε θα τρυπώσω μόνος μου. Είμαι πολύ κοντός και θα μπορέσω να κρυφτώ. Θα πάρω μαζί μου ένα ψαλίδι και θα ανοίξω μια τεράστια τρύπα στον σάκο. Έτσι, αντί τα δώρα να φτάσουν στα παιδιά, θα καταλήξουν στον πάτο της θάλασσας.
     Σαν να τους άρεσε τελικά αυτή η ιδέα των περισσοτέρων. Ήταν και πιο ξεκούραστη από το πριόνισμα, είναι η αλήθεια. Οπότε, οι καλικάντζαροι μασκαρεύτηκαν και ταξίδεψαν βιαστικά μέχρι το χωριό του Άη-Βασίλη. Μόνο ο καμπούρης καλικάντζαρος μουρμούριζε σε όλη τη διαδρομή.
     Στο χωριό του Άη-Βασίλη γινόταν χαμός. Τα ξωτικά πηγαινοέρχονταν βιαστικά, άλλα γυάλιζαν το έλκηθρο, άλλα τάιζαν τους ταράνδους για να έχουν δυνάμεις για το μεγάλο ταξίδι, και άλλα φόρτωναν τα δώρα στο έλκηθρο. Οι καλικάντζαροι κρύφτηκαν σε μια γωνιά και έκαναν συμβούλιο.
     - Και τώρα; είπε ο καμπούρης στον κοντοστούπη. Πώς θα τα καταφέρεις να ανέβεις στο έλκηθρο; Είναι γεμάτο ξωτικά, θα σε δουν. Χώρια που τελειώνει ο χρόνος σου, όπου να'ναι φορτώνουν τα τελευταία δώρα, καθώς φαίνεται.
     Αλλά ο κοντοστούπης καλικάντζαρος ήταν πανέξυπνος και είχε ήδη βρει τον τρόπο. Έκρυψε το ψαλίδι επάνω του και έτρεξε δίπλα στο έλκηθρο. Ύστερα στάθηκε εντελώς ακίνητος.
     - Προσοχή! φώναξε ένα ξωτικό, που τον είδε. Είπαμε να κάνουμε γρήγορα, αλλά να μην είμαστε τσαπατσούληδες! Κοιτάξτε εκεί! Ένα δώρο μας έπεσε έξω από το έλκηθρο!
     - Τι άσχημο παιχνίδι! είπε ένα άλλο ξωτικό, μόλις τον πλησίασε. Ποιο παιδί να ζήτησε κάτι τόσο άσχημο, άραγε;
     Το ξωτικό έπιασε τον καλικάντζαρο και τον έβαλε μέσα στο σάκο του Άη-Βασίλη. Οι  καλικάντζαροι, που παρακολούθησαν την σκηνή, ενθουσιάστηκαν.
     - Έτοιμα όλα! είπε το ξωτικό.
     Πάνω στην ώρα έφτασε και ο Άη-Βασίλης. Έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση και ύστερα πήρε τη θέση του στο έλκηθρο. Μέσα σε ένα λεπτό, το έλκηθρο βρισκόταν κιόλας στον αέρα.
     Ο αέρας εκεί ψηλά ήταν πολύ κρύος και ο κοντοστούπης καλικάντζαρος κρύωνε, αλλά είχε και μια αποστολή να εκτελέσει. Χωρίς να καθυστερήσει ούτε στιγμή, βούτηξε στο κάτω μέρος του σάκου, έβγαλε το ψαλίδι του και άρχισε να ψαλιδίζει. Σύντομα, ο σάκος είχε στο κάτω μέρος του μια τεράστια τρύπα.
     - Χο! Χο! Χο! ακούστηκε η φωνή του Άη-Βασίλη, που παρακινούσε τους ταράνδους να τρέξουν πιο γρήγορα.
    - Χι! Χι! Χι! έκανε ο κοντοστούπης καλικάντζαρος, σε μία γωνιά του έλκηθρου, ικανοποιημένος από το κατόρθωμά του.
     - Χα! Χα! Χα! έκαναν οι καλικάντζαροι, κάτω στη γη, κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα. Επιτέλους, τα καταφέραμε!
     Ο σάκος άρχισε να αδειάζει πολύ γρήγορα, και το έλκηθρο έγινε πολύ πιο ελαφρύ. Οι τάρανδοι άρχισαν να τρέχουν γρηγορότερα. Ο Άη-Βασίλης χάρηκε, θα τελείωνε το μοίρασμα των δώρων πολύ γρήγορα φέτος.
     Μόλις, όμως, έφτασε στο πρώτο σπίτι και έπιασε τον σάκο για να τον φορτώσει στην πλάτη του, ο Άη-Βασίλης κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
     - Πολύ άδειος μου φαίνεται ο σάκος, είπε στα ξωτικά που τον συνόδευαν. Είστε σίγουρα ότι φορτώσατε όλα τα δώρα στο έλκηθρο;
     - Ναι, Άη-Βασίλη, δε μας ξέφυγε κανένα.
     - Και τότε, γιατί ο σάκος μου είναι τόσο ελαφρύς;
     - Θα φταίει η πρωτεϊνική δίαιτα που ακολουθείς, είπε ένα ξωτικό. Μάλλον σε έκανε πιο δυνατό.
     - Λέτε;
     Εκείνη την στιγμή, ο Άη-Βασίλης ανακάλυψε την τρύπα στον σάκο.
     - Τι είναι αυτό; είπε. Καταστραφήκαμε! Ο σάκος τρύπησε και χάθηκαν όλα τα παιχνίδια! Καλά, πώς δεν την είδατε μια τόσο μεγάλη τρύπα; Μέχρι και εγώ χωράω εκεί μέσα, δείτε!
     - Συμφορά μας! φώναξαν τα ξωτικά. Πώς έγινε αυτό; Τον ελέγξαμε το σάκο δέκα φορές, ήταν καλοραμμένος και γερός. Όσο για τα δώρα, δε μας ξέφυγε ούτε ένα, μέχρι και το άσχημο παιχνίδι βάλαμε στο σάκο. Αλήθεια, ποιο παιδί ζήτησε ένα τόσο άσχημο παιχνίδι;
     - Ποιο άσχημο παιχνίδι; 
     - Ένα πολύ άσχημο.
     - Να το το άσχημο παιχνίδι! φώναξε ένα από τα ξωτικά. Να το, εκεί, στη γωνία!
     Ο κοντοστούπης καλικάντζαρος τα χρειάστηκε. Προσπάθησε να μείνει εντελώς ακίνητος.
     - Μα αυτό το παιχνίδι δε μου το ζήτησε κανείς, είπε ο Άη-Βασίλης. Τη λίστα τη θυμάμαι απ'έξω. Περίεργο! Και τώρα που την κοιτάζω καλύτερα, αυτή η τρύπα δε φαίνεται να έγινε τυχαία. Βέβαια, κοιτάξτε: κάποιος την έκανε χρησιμοποιώντας ψαλίδι!
     - Δολιοφθορά! φώναξαν τα ξωτικά.
     Ο κοντοστούπης καλικάντζαρος είχε αρχίσει να ιδρώνει, παρ'όλο που στο έλκηθρο έκανε μεγάλη παγωνιά.
     - Θύμωσα τώρα, είπε ο Άη-Βασίλης, που είχε αρχίσει να κοκκινίζει, σαν τη φορεσιά του. Όποιος το έκανε αυτό, θα πρέπει να τιμωρηθεί αυστηρά! Αλίμονό του, αν τον πιάσω στα χέρια μου!
     - Αψού! ακούστηκε στο έλκηθρο.
     - Ποιος φτερνίστηκε; ρώτησε ο Άη-Βασίλης.
     - Δεν ήμουν εγώ, είπαν τα ξωτικά με μία φωνή.
     - Αψού! ξανακούστηκε, πιο δυνατά αυτή τη φορά.
     - Ποιος φτερνίστηκε; ξαναρώτησε ο Άη-Βασίλης.
     - Δεν ήμουν εγώ, ξαναείπαν τα ξωτικά, με μία φωνή.
     - Αν δεν ήσασταν εσείς, ποιος ήταν, εγώ;
     Εκείνη την στιγμή, ένα από τα ξωτικά πρόσεξε ότι η μύτη του κοντοστούπη καλικάντζαρου έτρεχε.
     - Καλέ, κοιτάξτε το άσχημο παιχνίδι, είπε, η μύτη του τρέχει!
     - Πώς; είπε ο Άη-Βασίλης και κοίταξε τον καλικάντζαρο πιο προσεκτικά. Καλέ, αυτό δεν είναι παιχνίδι, καλά σας είπα εγώ ότι δεν υπήρχε στη λίστα μου. Ναι, για κοιτάξτε καλύτερα, αυτό εδώ είναι ζωντανό.
     - Μπα, λάθος θα κάνεις, Άη-Βασίλη, του είπε ένα ξωτικό, αφού δεν κουνιέται, απλώς θα είναι από εκείνα τα παιχνίδια που είναι προγραμματισμένα να κάνουν διάφορες λειτουργίες, όπως να μιλάνε, να τραγουδάνε, να κάνουν κακά...
     - Κι εγώ σας λέω ότι δεν κάνω λάθος και ότι αυτό εδώ το κακάσχημο πλάσμα δεν βρίσκεται στη λίστα μου και δε θα έπρεπε να βρίσκεται ούτε στο έλκηθρο! Τι είναι αυτό που κρατάει πίσω του; Ψαλίδι; Ώστε αυτό άνοιξε την τρύπα στο σάκο!
     - Ιιιιιι! έκαναν όλα μαζί τα ξωτικά.
     - Κι εγώ, λοιπόν, θα το πετάξω κάτω από το έλκηθρο, να πάει να βρει τα δώρα που μας έκανε να χάσουμε! 
     Και ο Άη-Βασίλης έπιασε τον καλικάντζαρο από το ένα πόδι και έκανε να τον πετάξει κάτω.
     - Μη! φώναξε ο καλικάντζαρος.
     Ο Άη-Βασίλης τινάχτηκε, όπως τινάχτηκαν και τα ξωτικά.
     - Ποιος είσαι και τι θέλεις εδώ; ρώτησε αυστηρά ο Άη-Βασίλης.
     - Καλικάντζαρος είμαι, είπε ο καλικάντζαρος.
     - Καλικάντζαρος; Α, έτσι εξηγείται, που είσαι τόσο άσχημος... Κάτι έχω ακούσει για εσάς, είστε πολύ άτακτοι, λέει, και κάνετε σκανδαλιές... Αλήθεια είναι, καθώς βλέπω. Γιατί τρύπησες το σάκο μου;
     - Για να μην παραδώσεις τα δώρα στα παιδιά και να πάψεις να είσαι τόσο δημοφιλής.
     - Α, ώστε έτσι... είπε ο Άη-Βασίλης.
     - Έτσι. Δική μου ιδέα ήταν!
     - Πέτα τον κάτω από το έλκηθρο, Άη-Βασίλη! φώναξαν τα ξωτικά. Να μάθει να παίζει μαζί σου!
     - Και με τα δώρα τι θα γίνει; είπε ο Άη-Βασίλης. Ξεχνάτε τι είναι το πιο σημαντικό;
     - Να γυρίσουμε πίσω, να μαζέψουμε όσα βρούμε.
     - Και να τα βρείτε, θα έχουν σπάσει, είπε ο καλικάντζαρος. Έκανα πολύ καλή δουλειά.
     - Κοίτα τον, που καμαρώνει κιόλας! είπε ένα από τα ξωτικά. Πέτα τον κάτω από το έλκηθρο, Άη-Βασίλη!
     Αλλά ο Άη-Βασίλης πάντα ξέρει καλύτερα. 
     - Δέστε τον κάτω από το έλκηθρο! είπε στα ξωτικά. Έτσι, για να δει τι εστί Άη-Βασίλης.
     Και αφού τα ξωτικά έδεσαν τον καλικάντζαρο κάτω από το έλκηθρο, ο Άη-Βασίλης έπιασε τη φούντα από το σκουφάκι του και την κούνησε τρεις φορές. Αμέσως, ο αέρας γέμισε από χρυσόσκονη. Η χρυσόσκονη έπεσε επάνω στο σάκο, και η τρύπα που με τόσο κόπο είχε ανοίξει ο καλικάντζαρος εξαφανίστηκε. Ύστερα, ως δια μαγείας, ο σάκος γέμισε με δώρα.
     - Ω! είπαν τα ξωτικά, γεμάτα θαυμασμό. Έγινε θαύμα!
     - Ο καλός ο καπετάνιος, στη φουρτούνα φαίνεται, είπε ο Άη-Βασίλης. Ας αρχίσουμε τώρα να μοιράζουμε τα δώρα.
     - Μια στιγμή! φώναξε ένα ξωτικό. Άη-Βασίλη, αν κατάλαβα καλά, μπορείς και μόνος σου να φτιάξεις τα δώρα των παιδιών...
     - Καλά κατάλαβες.
     - Και τότε, γιατί μας έχεις στο εργαστήριο όλο τον χρόνο, να φτιάχνουμε παιχνίδια;
     - Επειδή μόνο αν συμμετέχετε κι εσείς στη διαδικασία, θα μπορείτε να νιώσετε τη χαρά που νιώθω και εγώ. Και τώρα, μη με καθυστερείτε άλλο, έχω τόσα δώρα να μοιράσω και φέτος!
     Και ο Άη-Βασίλης ξεκίνησε να μοιράζει τα δώρα. Και πριν καλά-καλά έρθουν τα μεσάνυχτα, όλα τα δώρα είχαν μοιραστεί, όπως έπρεπε.
     Το έλκηθρο του Άη-Βασίλη επέστρεψε στη βάση του και τα ξωτικά έλυσαν και τον καλικάντζαρο από το έλκηθρο.
     - Ελπίζω αυτό να σου έγινε μάθημα, είπε ο Άη-Βασίλης στον καλικάντζαρο, που από το κρύο η μύτη του είχε γίνει κατακόκκινη, σαν του Ρούντολφ.
     Ο καλικάντζαρος δεν είπε τίποτα, μόνο κατέβασε το κεφάλι του.
     - Έτσι μπράβο, είπε ο Άη-Βασίλης, και για να δεις πόσο καλός είμαι, θα σου κάνω και εσένα ένα δώρο.
     Ο Άη-Βασίλης ακούμπησε τη μύτη του καλικάντζαρου.
     - Από εδώ και πέρα, η μύτη σου θα είναι πάντα κόκκινη, για να σου θυμίζει τη συνάντησή μας. Και τώρα, πήγαινε πίσω στο σπίτι σου.
     Ο καλικάντζαρος έτρεξε να βρει τους υπόλοιπους.
     - Πώς έγινε έτσι η μύτη σου; τον ρώτησαν.
     Και τότε ο κοντοστούπης καλικάντζαρος τους τα διηγήθηκε όλα.
     - Άχρηστος είσαι! του είπε ο καμπούρης καλικάντζαρος. Τζάμπα χάσαμε τον χρόνο μας! Πάμε γρήγορα πίσω, να συνεχίσουμε το πριόνισμα. Σας το είπα εγώ, ότι πρέπει να τηρούμε τις παραδόσεις...
     - Σιγά μην καταφέρουμε να κάνουμε δουλειά! είπε ο στραβοδόντης καλικάντζαρος. Αφού το πριόνι έχει σκουριάσει!
     - Προχωράτε, να μην καθυστερούμε! Αρκετό χρόνο χάσαμε στο χωριό του Άη-Βασίλη!
     Και οι καλικάντζαροι βιάστηκαν να γυρίσουν πίσω στη δουλειά τους.
     - Σιγά μην τα καταφέρουμε! μουρμούριζαν μεταξύ τους οι καλικάντζαροι. Πάλι θα μας προλάβει ο παπάς με την αγιαστούρα!
     Μόνο ο κοντοστούπης καλικάντζαρος δε μουρμούριζε. Την είχε βρει εκείνος τη λύση.
     - Του χρόνου, σκέφτηκε, θα γράψω κι εγώ γράμμα στον Άη-Βασίλη. Και θα του ζητήσω ένα καλύτερο πριόνι. Να δούμε τότε: κόβεται το δέντρο εγκαίρως, ή δεν κόβεται;