Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Εκτέλεση καθήκοντος


Έγινε κάπου, κάποτε, μία μεγάλη φάση,
δυο μεθυσμένοι κηπουροί πουλούσαν κολοκάσι.
Φώναζαν πολύ δυνατά, καλώντας τους πελάτες
κι ενόχλησαν μία γιαγιά που έκανε πιλάτες.

Βγήκε στον δρόμο η γιαγιά, ζήτησε ησυχία,
μα εκείνοι την αρχίσανε ευθύς στην κοροϊδία.
Φούντωσε εκείνη, η πίεση ανέβηκε στα ύψη,
γύρισε σπίτι βιαστικά, με χάπι να την ρίξει.

Οι μεθυσμένοι γλίτωσαν, νόμιζαν, την κατσάδα,
μα, ξέρουμε όλοι, την ουρά πίσω την έχει η αχλάδα.
Μέσα σε δυο-τρία λεπτά επέστρεψε εκείνη,
ντυμένη στα ολόλευκα, κι όρμησε σαν μπουρίνι.

Τα ακριβείας χτυπήματα έπεφταν σαν χαλάζι,
ήτανε ένα θέαμα για να το κάνεις χάζι.
"Ήμαρτον" φώναζαν κι οι δυο, μα αυτή χτυπούσε ακόμα,
γεμίσανε με μώλωπες σε όλο τους το σώμα.

Απ'τις φωνές τους ξύπνησε ένα μωρό πιο πέρα,
και βγήκε στο παράθυρο η άυπνη μητέρα.
Είδε το όλο θέαμα, φώναξε, μα ματαίως,
κι ως μόνη λύση σκέφτηκε το εκατό, βεβαίως.

Έφτασε ένα περιπολικό, με φώτα χαλασμένα,
μα είχε λήξει το συμβάν, δεν βρήκανε κανέναν.
Ψάξαν δεξιά, ψάξαν ζερβά, ψάξαν πάνω και κάτω,
μόνο έναν βόα βρήκανε, που είχε αγκαλιά έναν γάτο.

Κάποιος θα πει πως έκαναν ώρα πολλή να 'ρθούνε,
γι'αυτό και δυσκολεύονταν μάρτυρες για να βρούνε.
Όμως, κι ας ήταν Σάββατο, κι η φάση ήταν Δευτέρα,
μήνας, σαφώς, δεν πέρασε απ'την σωστή τη μέρα!

Ως και η καταγγέλουσα, κόντεψε να τους βρίσει,
μόλις πριν λίγο το μωρό είχε ξανακοιμήσει.
Και καθώς χασμουριότανε, θυμίζοντάς τους όρκα,
τους έκλεισε, με δύναμη, στα μούτρα τους, την πόρτα. 

Οι δύο αστυνομικοί, δείχνοντας μέγα ζήλο,
φτάσανε σε μια εξώπορτα, με φύλακα έναν σκύλο.
Ρωτήσανε τον φύλακα, τι είχε να καταθέσει,
δυο κοφτερούς κυνόδοντες, μόνο, είχε να εκθέσει.

Πιο κάτω, σε μια αμυγδαλιά, ρωτήσανε μια κίσσα,
μα εκείνη αμέσως πέταξε, με άνεση περίσσια.
Σε μια λακούβα με νερό κατέληξαν οι δυο τους,
κατάθεση να πάρουνε, κοιτώντας τον εαυτό τους.

Ήτανε συνεργάσιμοι, έδωσαν απαντήσεις,
σαφώς και με ακρίβεια, σπάνιο σε ανακρίσεις.
Κι αφού ολοκληρώσανε τα πάντα τόσο φίνα,
επέστρεψαν στο όχημα κι έσβησαν τη σειρήνα.

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Λόγος μετακόμισης

 

      Ο Κούνελος - ο γνωστός, αυτός της Αλίκης - έφερε το φλυτζάνι στα χείλια του και ήπιε μια γουλιά τσάι, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα που διάβαζε. Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και μπήκε η γυναίκα του.
     - Ο διάδρομος δεν έχει φως, έχει καεί η λάμπα, του είπε. Πρέπει να την αλλάξεις άμεσα, αλλιώς κάποιος θα χτυπήσει οπωσδήποτε.
     - Θα την αλλάξω το απόγευμα, είπε εκείνος, χωρίς να αφήσει το διάβασμά του. Τώρα δεν προλαβαίνω.
     - Σκέτο το πίνεις το τσάι σου; 
     - Δεν βρήκα κάτι για να το συνοδεύσω.
     - Έχουν μείνει μπισκότα μπανάνας από προχθές...
     - Θα προτιμούσα λίγο κέικ καρότου, η μπανάνα δεν είναι του γούστου μου.
     - Λυπάμαι, κουνελάκι μου, αλλά τα τελευταία πέντε κομμάτια τα έφαγαν τα μικρά εχθές το βράδυ, μαζί με το γάλα τους.
     - Θα μπορούσες να έχεις φτιάξει περισσότερο κέικ.
     - Δε θέλεις ένα μπισκοτάκι, δηλαδή;
     - Καλύτερα όχι.
     Η γυναίκα του αναστέναξε.
     - Μερικές φορές κάνεις σαν μωρό, είπε. Θα προτιμούσες, δηλαδή, να αφήσω τα παιδιά χωρίς κέικ, για να το φας εσύ;
     - Δεν είπα κάτι τέτοιο, αλλά θα μπορούσες να μου φυλάξεις ένα κομμάτι. Σε εκείνα, εξάλλου, αρέσουν και τα μπισκότα μπανάνας, θα μπορούσαν να έχουν φάει μπισκότα αντί για κέικ...
     - Ναι, αλλά εκείνα ήθελαν κέικ. Τι ήθελες, να έμεναν νηστικά;
     Ήταν η σειρά του Κούνελου να αναστενάξει.
     - Δεν ήθελα τίποτα, είπε. Μην το κάνεις θέμα.
     - Δεν το κάνω.
     Η γυναίκα του άνοιξε ένα μεταλλικό κουτί και πήρε από μέσα ένα μπισκότο μπανάνας.
     - Σίγουρα δε θέλεις ένα; 
     Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
     - Εσύ χάνεις, του είπε και έκοψε μια δαγκωνιά.
     Ξαφνικά, το πρόσωπό της γέμισε αηδία. Άφησε το υπόλοιπο μπισκότο βιαστικά και βγήκε τρέχοντας από την κουζίνα. Ακούστηκε ένας θόρυβος, σαν κάποιος να έπεσε επάνω σε κάτι, και μετά ακούστηκε μια πόρτα που άνοιγε. Ο Κούνελος ήπιε άλλη μια γουλιά τσάι.
     Πέρασαν μερικά λεπτά. Ο Κούνελος τελείωσε το άρθρο που διάβαζε και γύρισε σελίδα. Η πόρτα άνοιξε. Ήταν η γυναίκα του και πάλι.
     - Σου το είπα να αλλάξεις τη λάμπα στο διάδρομο, είπε. Παρά τρίχα να σκοτωθώ πριν, έτσι σκοτεινά που είναι.
     - Δεν έπρεπε να τρέχεις. Μόνο στα παιδιά ξέρεις να φωνάζεις να μην τρέχουν στο διάδρομο;
     Τον κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα. Πήγε μέχρι τον πάγκο της κουζίνας, όπου είχε αφήσει το υπόλοιπο μπισκότο, το πήρε και το πέταξε στα σκουπίδια. Ύστερα, γέμισε ένα ποτήρι νερό και το ήπιε σχεδόν μονορούφι.
     - Είναι εκείνες οι μέρες; ρώτησε ο Κούνελος.
     - Όχι.
     - Α, εντάξει τότε...
     Η γυναίκα του πήρε το άδειο φλυτζάνι του και άρχισε να το πλένει.
     - Την Κυριακή σκέφτομαι να καλέσω την Αλίκη για τσάι, είπε ο Κούνελος. Έχουμε πολύ καιρό να την καλέσουμε. Ελπίζω να μην υπάρχει πρόβλημα. 
     - Να την καλέσεις.
     - Ελπίζω να φτάσει το κέικ καρότου. Ξέρεις, δα, πόσο της αρέσει...
     Η γυναίκα του πήρε μια πετσέτα και άρχισε να σκουπίζει το φλυτζάνι.
     - Τι ώρα είναι; είπε ο Κούνελος. Ω, μα δε μιλάς κι εσύ, πέρασε η ώρα, πήγε κιόλας εφτά και μισή, πρέπει να φύγω!
     Ο Κούνελος σηκώθηκε.
     - Θέλεις να σου φέρω τίποτα, καθώς θα γυρίζω από τη δουλειά; τη ρώτησε.
     - Όχι.
     - Καλώς, τότε. Φεύγω. Θα τα πούμε το μεσημέρι.
     Προχώρησε προς την πόρτα.
     - Μια στιγμή, είπε εκείνη. Κάτσε λίγο, έχω κάτι να σου πω.
     - Δε μου αρέσει αυτός ο τόνος, είπε ο Κούνελος καθώς ξανακαθόταν στην καρέκλα. Τι έγινε πάλι;... Συνέβη κάτι με τα παιδιά;... Με τους μεγάλους, ε; Κατάλαβα, μπήκαν ξανά στον κήπο του γείτονα και έκλεψαν καρότα, τα παλιόπαιδα...
     - Όχι...
     - ...Δεν το πιστεύω! Πάλι θα τρέχουμε στις αστυνομίες, για καταθέσεις; Και σου το είπα, να μην τα παραχαϊδεύεις τα παιδιά! 
     - Δεν ήθελα να σου πω για τα παιδιά...
     - ...Αλλά εσύ, πού να ακούσεις, όλο αγκαλιές και χάδια ήσουν, και να τα τώρα!... Τι είπες; Δεν έγινε τίποτα με τα παιδιά; 
     - Όχι.
     - Δόξα τω Θεώ! Κι εσύ, πώς τα λες έτσι, βρε γυναίκα, με τρόμαξες!... Αλλά, τότε, τι έγινε;
     - Δεν ξέρω πώς ακριβώς να σου το πω...
     - Να μου το πεις όπως ακριβώς είναι!... 
     - Ε,... λοιπόν,... ξέρεις...
     - Μη μου πεις: έπαθε τίποτα η μάνα μου;
     - Όχι, όχι, μην τρομάζεις πάλι, μια χαρά είναι η μάνα σου...
     - Σίγουρα;
     - Σίγουρα.
     - Όχι, ρωτάω, επειδή είδα στον ύπνο μου ραπανάκια. Και ο ονειροκρίτης το λέει ξεκάθαρα: αν δεις στον ύπνο σου ραπανάκια, να περιμένεις λαχτάρα.
     - Μην ανησυχείς, μια χαρά είναι η μάνα σου. Τόσο καλά, μάλιστα, που εχθές που μιλήσαμε στο τηλέφωνο, μου είπε ότι θα κάνει λεύκανση δοντιών.
     - Λεύκανση δοντιών; Άλλο πάλι και τούτο! Πώς της ήρθε; Στην ηλικία της; Αν και, εδώ που τα λέμε, μικρή είναι ακόμα...
     - Δεν είναι η μάνα σου το θέμα μας!
     - Ωραία, και γιατί δε μου λες ποιο είναι το θέμα μας, για να τελειώνουμε; Τι είναι αυτό που θα πρέπει να μάθω, και που δεν ξέρεις πώς να μου το πεις;... 
     - Λοιπόν...
     - Άσε, κατάλαβα: πάλι ζήτησε αύξηση ο σπιτονοικοκύρης! Δεν έχει το Θεό του, πια! Τι νομίζει ότι είμαι, δημόσιος υπάλληλος, να έχω σταθερό μισθό, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει;
     - Δε θα με αφήσεις να σου μιλήσω, μου φαίνεται... Ηρέμησε, και ούτε ο σπιτονοικοκύρης ζήτησε αύξηση.
     - Πάλι καλά, δεν είχα καμία όρεξη για μετακομίσεις... Πού θα βρούμε άλλο σπίτι, να μας χωράει και τους είκοσι;
     - Καλά, τώρα που το λες, ίσως κάποια στιγμή να χρειαστεί μια μετακόμιση...
     - Α, όχι, δε θα μετακομίσουμε κοντά στην αδερφή σου, αυτά τα'χουμε ξαναπεί...
     - Δε θα σου έλεγα για την αδερφή μου...
     - Ούτε κοντά στη μάνα σου θα πάμε, μια χαρά είμαστε έτσι, εξάλλου, τα μικρά όπου να'ναι ξεκινάνε και το σχολείο, δεν χρειαζόμαστε μπέιμπι σίτερ.
     - Μόνο για μπέιμπι σίτερ είναι καλή η μάνα μου;
     - Δεν είπα αυτό, αλλά καλύτερα μακριά και αγαπημένοι. Εξάλλου, και η δική μου η μάνα μακριά μένει, δεν την έχεις στα πόδια σου...
     - Αυτό έλειπε! Λοιπόν, σταμάτα να μιλάς, μήπως και συνεννοηθούμε καμιά φορά!... Αυτό που προσπαθώ να σου πω τόση ώρα είναι ότι... έχω καθυστέρηση!
     - Τι εννοείς;
     - Τι να εννοώ; Αυτό που εννοούσα και τις προηγούμενες τρεις φορές εννοώ!
     - Όπα, μια στιγμή, για να δω αν κατάλαβα... Είπες ότι έχεις καθυστέρηση;
     - Ακριβώς!
     - Ε, όχι, δεν το πιστεύω! Κι άλλα παιδιά; Τώρα; Πάνω που αρχίζαμε να μπαίνουμε σε μια σειρά;... Πώς έγινε αυτό, βρε γυναίκα;
     - Δεν ξέρεις πώς έγινε;
     - Θέλω να πω, γιατί; Δεν πρόσεχες καθόλου;
     - Α, για να σου πω!... Δεν φταίω εγώ που όταν ακούς τη λέξη αντισύλληψη νομίζεις ότι μιλάμε για ληστές τραπεζών! Το συρτάρι του κομοδίνου σου είναι γεμάτο προφυλακτικά, χρησιμοποίησε και κανένα καμιά φορά... 
     - Δηλαδή, είσαι σίγουρη ότι είσαι έγκυος;
     - Λες να μην είμαι; 
     - Πόσα να είναι άραγε αυτή τη φορά; Πέντε; Έξι; Εφτά; Λες να είναι πάνω από εφτά; Πού θα τα βάλουμε όλα αυτά τα παιδιά;
     - Είδες, τελικά, που μάλλον θα την χρειαστούμε τη μετακόμιση που λέγαμε;
     - Και πού θα βρούμε σπίτι να χωράει σχεδόν τριάντα νοματαίους; Και πόσο θα κοστίζει;
     - Έχω ένα υπόψη μου...
     - Α, όχι, δεν πιστεύω να βρήκες κιόλας κανένα σπίτι κοντά στη μάνα σου και να μου το φέρνεις απέξω-απέξω!
     - Όχι, βέβαια! Εννοώ να μετακομίσουμε στο σπίτι της μάνας μου! Πού αλλού θα βρούμε σπίτι με τόσα δωμάτια, που να είναι και εντελώς δωρεάν;
     Ο Κούνελος ένιωσε να κόβονται τα γόνατά του. Και για πρώτη φορά στη ζωή του αποφάσισε, αν μη τι άλλο, να δίνει μεγαλύτερη σημασία στην αντισύλληψη.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Χαμένη ευκαιρία

 


     "Σας ενημερώνουμε ότι ο συρμός θα παραμείνει στον σταθμό για μερικά λεπτά".
     Ήταν η τρίτη φορά που άκουγε αυτό το μήνυμα. Στον προηγούμενο σταθμό είχαν παραμείνει τρία λεπτά, στον προ-προηγούμενο δύο. Κοίταξε το ρολόι της: 9.23.
     - Θα αργήσω, σκέφτηκε. 
     Τι κατάσταση ήταν αυτή; Να παίρνεις το μετρό για να πας πιο γρήγορα στον προορισμό σου, και να φτάνεις καθυστερημένη...
      - Έτσι και χάσω αυτή τη δουλειά, θα τους δείξω εγώ, σκέφτηκε.
     Δεν ήταν και λίγο πράγμα, να επιστρέφει στις πασαρέλες ύστερα από ενάμιση χρόνο... Οπότε, αν η καθυστέρηση του συρμού γινόταν η αιτία να παραμείνει εκτός πασαρέλας - ποιος ξέρει για πόσο ακόμη - δε θα το άφηνε έτσι.
     Έπιασε το κινητό της και, ξεφυσώντας, κοίταξε τη λίστα των επαφών της. Το τηλέφωνο του δικηγόρου της ήταν το τρίτο στη λίστα. Το ρολόι του κινητού έδειξε 9.24.
     Ένα μωρό σε ένα καρότσι, λίγο πιο πέρα, άρχισε να κλαίει. Η μητέρα του έσκυψε πάνω από το καρότσι και προσπάθησε να το ηρεμήσει.
     - Αυτό μας έλειπε τώρα, σκέφτηκε, ένα κλαψιάρικο μωρό...
     Χωρίς να το θέλει, το μυαλό της πέταξε σε ένα άλλο μωρό, το δικό της... Ένιωσε να γλυκαίνει λίγο, αλλά συγκρατήθηκε. Αυτή η δουλειά δεν έχει χώρο για συναισθηματισμούς, είναι αδηφάγα, σήμερα σε προσκυνούν και αύριο ούτε να σε φτύσουν. Το κλαψιάρικο μωρό σταμάτησε.
     - Τι συμβαίνει, άραγε; ακούστηκε μια κυρία. Γιατί καθυστερούμε τόσο;
     - Κάποιος θα έπεσε στις γραμμές, είπε μια άλλη.
     - Λέτε;
     - Ε, για να έχουμε τόση καθυστέρηση...
     Το πράγμα γινόταν όλο και χειρότερο, αν κάποιος είχε πέσει στις γραμμές, θα χρειαζόταν πολλή ώρα μέχρι να αποκατασταθεί η λειτουργία των συρμών. Θα την έχανε τη δουλειά, σίγουρα. Ένιωσε να την πιάνει πανικός. Ίσως αυτή ήταν η τελευταία της ευκαιρία. Είχε ήδη κλείσει τα εικοσιπέντε... Έπρεπε να φτάσει στο ραντεβού πάση θυσία.
     Έκανε να πάει προς την πόρτα. Λίγο πριν την φτάσει, η πόρτα έκλεισε στα μούτρα της. Ένιωσε ακόμα πιο παγιδευμένη. 
     - Ναι, ακούστηκε κάποιος που μιλούσε δυνατά στο κινητό, για να καλύψει τη φασαρία του συρμού. Είμαι ακόμα στο μετρό, δεν ξέρω τι έχει γίνει, αλλά σίγουρα δεν προλαβαίνω να είμαι εκεί μέχρι τις 9.30. Πήγαινε να κάνεις τις δουλειές σου, καλύτερα, και τα λέμε μετά, στο γραφείο... Α, αλήθεια; Καλά το φαντάστηκα. Σε ποιον σταθμό, είπες;... Κατάλαβα. Οπότε, θα τα πούμε στο γραφείο. Έλα όποτε τελειώσεις τις δουλειές σου, εγώ θα είμαι εκεί από το μεσημέρι και μέχρι αργά το απόγευμα... Έγινε, γεια! 
     Ο άντρας έκλεισε το τηλέφωνο.
     - Έγινε κάτι σε κάποιον σταθμό; τον ρώτησε η ηλικιωμένη κυρία που καθόταν δίπλα του. Σας άκουσα που κάτι είπατε στο τηλέφωνο.
     - Ναι, της απάντησε, λίγο ενοχλημένος από την αδιακρισία της, ασχέτως αν εκείνος ήταν που φώναζε στο τηλέφωνο. Κάποιος έπεσε στις γραμμές, στον Ευαγγελισμό.
     - Α, τον καημένο! είπε η κυρία.
     - Ωραίο σταθμό διάλεξε, είπε ένας άλλος που τον άκουσε, το νοσοκομείο είναι ακριβώς δίπλα, μπορεί και να την γλιτώσει.
     - Είναι δυνατόν να γλιτώσει κάποιος από κάτι τέτοιο; ρώτησε μια κυρία. Ειδικά όταν θέλει να αυτοκτονήσει;
     - Και πώς ξέρουμε πως δεν ήταν ατύχημα; πετάχτηκε ένας άλλος.
     - Σιγά μην ήταν ατύχημα, είπε ο άντρας που είχε σχολιάσει την επιλογή του σταθμού. Κάθε τρεις και λίγο, όλο και κάποιος πηδάει στις γραμμές. Λες και δεν μπορεί να διαλέξει άλλον τρόπο να αυτοκτονήσει, πρέπει να ταλαιπωρείται τόσος κόσμος εξαιτίας του!
     Στο μεταξύ, ο συρμός είχε φτάσει στον επόμενο σταθμό, και είχε σταθεί και πάλι με τις πόρτες ανοιχτές. Αυτή τη φορά, έσβησαν και τα φώτα για κανα-δυο δευτερόλεπτα.
     "Σας ενημερώνουμε ότι ο συρμός θα παραμείνει στον σταθμό για μερικά λεπτά", ακούστηκε και πάλι από τα μεγάφωνα του σταθμού, μόλις ξανάναψαν τα φώτα.
     - Ορίστε! είπε ο άντρας που είχε βγάλει το λογύδριο για τους αυτόχειρες του μετρό, υπογραμμίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, τα όσα είχε πει προηγουμένως.
     - Δεν ντρέπεστε να μιλάτε έτσι για ανθρώπους που ούτε γνωρίζετε; του επιτέθηκε μια νεαρή.
     - Δεν έχω κάτι εναντίον τους, είπε εκείνος, απλώς θα μπορούσαν να αυτοκτονήσουν πιο... αθόρυβα. Έτσι κι αλλιώς, για εκείνους δεν αλλάζει τίποτα.
     Χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο σπιτονοικοκύρης της.
     - Καλημέρα, κύριε Νίκο, είπε. Τι κάνετε;... Δε σας ακούω καλά, είμαι μέσα στο μετρό... Α, ναι, επίσης, καλό μήνα... Πώς;... Α, ναι, βέβαια, έχετε δίκιο, δεν ξέρω πώς το ξέχασα, με το μωρό έχω χάσει τον μπούσουλα... Μα, εννοείται πως δεν φταίτε εσείς, ζητώ χίλια συγγνώμη! Μην ανησυχείτε, θα σας την κάνω σήμερα την κατάθεση, μέχρι το απόγευμα θα την έχω κάνει σίγουρα... Εντάξει, ναι, μην ανησυχείτε, και πάλι συγγνώμη...
     Κοίταξε το ρολόι. 9.31.
     - Ουφ! ξεφύσηξε μία κυρία. Θα σκάσουμε εδώ μέσα, με τόσο κόσμο. Ανοίξτε κανένα παράθυρο!
     - Ανοιχτά είναι τα παράθυρα, κυρία μου, δεν τα βλέπετε; της είπε εκνευρισμένα ένας άντρας από την απέναντι πλευρά. Και τα παράθυρα και οι πόρτες είναι ανοιχτές.
     Το μωρό ξανάρχισε να κλαίει. Αυτή τη φορά, οι προσπάθειες της μητέρας του να το κατευνάσει δεν είχαν αποτέλεσμα. Εμφανώς αγχωμένη για την ενόχληση που το μωρό της προκαλούσε στους υπόλοιπους επιβάτες, το πήρε αγκαλιά. Το μωρό ηρέμησε.
     - Τίποτα δεν είναι καλύτερο από την αγκαλιά της μαμάς, είπε μία ηλικιωμένη στην, επίσης ηλικιωμένη, κυρία που καθόταν ακριβώς δίπλα της.
     - Εννοείται, είπε εκείνη. Μάνα είναι μόνο μία.
     "Σας ενημερώνουμε ότι ο συρμός θα παραμείνει στον σταθμό για μερικά λεπτά", ξανακούστηκε από τα μεγάφωνα του σταθμού.
     - Δε θα φτάσουμε ποτέ στον προορισμό μας, μουρμούρισε κάποιος.
     Κοίταξε το ρολόι της. 9.35. Την κυρίεψε το άγχος. Έπρεπε να φύγει. Τώρα. Όρμησε στην πόρτα. 
     - Σιγά, κοπέλα μου! φώναξε ένας ηλικιωμένος. Δεν βλέπεις ότι ο συρμός είναι γεμάτος;
     - Θέλετε να καθήσετε; του πρότεινε ένας νεαρός.
     - Όχι, ευχαριστώ, είπε εκείνος θιγμένα, δεν είμαι και κανένας γέρος...
     Αλλά εκείνη είχε ήδη βγει από τον συρμό, και ανέβαινε βιαστικά τα σκαλιά των κυλιόμενων. Αν έβρισκε άμεσα ένα ταξί, ίσως και να προλάβαινε το ραντεβού. 
     - Ένα ταξί, ένα ταξί... επαναλάμβανε με την σκέψη της, σαν ανακουφιστικό και ευοίωνο μάντρα.
     Βγήκε από τον σταθμό. Ευτυχώς, υπήρχε ένα ταξί παρκαρισμένο. Έτρεξε και μπήκε μέσα. Ανάσανε ανακουφισμένη.
     - Αμπελοκήπους πάμε, είπε στον ταξιτζή, και όσο πιο γρήγορα, σας παρακαλώ. Έχω ένα σημαντικό ραντεβού που πρέπει να προλάβω.
     Ο ταξιτζής έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Ο δρόμος ήταν γεμάτος αυτοκίνητα.
     -  Πολλή κίνηση έχει, είπε εκείνη, αν μπορείτε να κόψετε δρόμο από κάπου, θα με υποχρεώσετε.
     - Τέτοια ώρα, όλοι οι δρόμοι είναι πήχτρα, της απάντησε. Τι ώρα είναι το ραντεβού σας;
     - Στις 10.
     - Δύσκολα θα προλάβουμε, μου φαίνεται. Γιατί δεν πάτε με το μετρό; Σε δέκα λεπτά θα έχετε φτάσει.
     - Έτσι νόμιζα και εγώ, αλλά κάποιος έπεσε στις ράγες στον Ευαγγελισμό και οι συρμοί πηγαίνουν σημειωτόν...
     - Α, ναι, κάτι άκουσα πριν, στις ειδήσεις,... νομίζω ότι ήταν και γνωστός...
     Το ταξί έστριψε προς τα δεξιά.
     - Από εδώ η κατάσταση φαίνεται λίγο καλύτερα, είπε ο ταξιτζής, θα κάνουμε έναν μικρό κύκλο, αλλά πιθανώς να μην έχει τόση πολλή κίνηση... Ώστε έτσι με το μετρό... Ποιος να ξέρει τι τον έκανε να πέσει στις ράγες τον άνθρωπο... Τις προάλλες, πάλι κάποιος αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει στο Μοναστηράκι, και τον συγκράτησαν οι άλλοι επιβάτες... Να ήταν ο ίδιος, άραγε;
     Δεν είπε τίποτα, το βλέμμα της ήταν σχεδόν καρφωμένο στο ρολόι του κινητού.
     - Μήπως να ειδοποιούσατε το ραντεβού σας ότι θα καθυστερήσετε λιγάκι; είπε ο ταξιτζής, που προφανώς είχε όρεξη για κουβέντα.
     - Πώς;
     - Μήπως να ειδοποιούσατε, λέω, ότι θα αργήσετε λίγο; 
     - Μπα, όχι, δεν...
     - Α, κατάλαβα, είναι ραντεβού για δουλειά!
     - Ναι.
     - Και αν αργήσετε στο πρώτο ραντεβού θα κάνετε κακή εντύπωση...
     Κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
     - Μπορεί και να προλάβουμε τελικά, μην το αποκλείουμε... είπε ο ταξιτζής, προσπαθώντας να την καθησυχάσει. Για τι δουλειά πρόκειται, αν επιτρέπεται;
     - Επίδειξη μόδας, είπε μηχανικά.
     - Επίδειξη μόδας; Δηλαδή, μοντέλο; Αλλά, τι ρωτάω, χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει... Εγώ, με το που σας είδα, δηλαδή, το είπα: αυτή η κοπέλα είναι λες και βγήκε από περιοδικό!
     Δεν απάντησε.
     - Μην ανησυχείς, κοπέλα μου, ο ταξιτζής πέρασε στον ενικό, θα την πάρεις τη δουλειά. Μια κοπέλα τόσο όμορφη όπως εσύ, δε γίνεται να μην την επιλέξουν... Α, ορίστε, μάλλον είμαστε τυχεροί. Από εδώ που ήρθαμε η κίνηση δεν είναι τόσο μεγάλη.
     Είχε βυθιστεί στις σκέψεις της και δεν άκουσε λέξη από όσα έλεγε ο ταξιτζής. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να προλάβει, να προλάβει, να προλάβει...

     Ήταν 9.57, όταν το ταξί σταμάτησε έξω από την πολυκατοικία, όπου ήταν το ραντεβού.
     - Σας ευχαριστώ πολύ, είπε στον ταξιτζή, καθώς του έδινε ένα χαρτονόμισμα, δε θέλω ρέστα...
     - Καλή επιτυχία! της φώναξε αυτός, καθώς εκείνη είχε ήδη αρχίσει να τρέχει προς την είσοδο της πολυκατοικίας.
     Τα τελευταία δυο λεπτά ήταν ένας αγώνας δρόμου δίχως αύριο, καθώς το γραφείο όπου έπρεπε να πάει βρισκόταν στον έκτο όροφο. Ευτυχώς, δηλαδή, που το ασανσέρ ήταν ήδη σταματημένο στο ισόγειο, σαν να την περίμενε.
     Έφτασε έξω από το γραφείο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έστρωσε βιαστικά τα μαλλιά της και χτύπησε. Η πόρτα άνοιξε. Ο χώρος ήταν άδειος.
     Μα, πώς γινόταν αυτό; Δεν υπήρχαν άλλες υποψήφιες; Ο Νικόδημος ήταν ένας από τους πιο γνωστούς σχεδιαστές, τον γνώριζαν όλοι όσοι ασχολούνταν με τη μόδα, μέχρι που την προηγούμενη χρονιά του είχαν αφιερώσει μία ολόκληρη μέρα στην εβδομάδα μόδας του Παρισιού! Εκτός αν είχαν ήδη επιλέξει... Αλλά, όχι, αφού είχε ραντεβού...
     Μια καλοντυμένη γυναίκα εμφανίστηκε. Φαινόταν πολύ σοβαρή.
     - Καλημέρα, είπε, είστε η κυρία Μαυρίδου;
     - Ναι, είπε εκείνη.
     - Δυστυχώς, θα πρέπει να ακυρώσουμε το ραντεβού σας, προσπάθησα να σας καλέσω, αλλά δεν κατάφερα να σας βρω.
     - Ίσως θα ήταν όταν ήμουν μέσα στο μετρό.
     - Ναι, ίσως... Λυπάμαι για την ταλαιπωρία σας. 
     - Δεν πειράζει... Δηλαδή, εννοείτε ότι δεν με χρειάζεστε; Έχετε ήδη επιλέξει τα μοντέλα για την επίδειξη;
     Ένιωσε να λυγίζουν τα γόνατά της.
     - Όχι, όχι, δεν επιλέξαμε τα μοντέλα... Το θέμα είναι λίγο πιο... περίπλοκο... Η αλήθεια είναι πως η επίδειξη δε θα γίνει, τελικά.
     - Άλλαξε γνώμη ο κύριος Νικόδημος;
     - Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε.
     - Αυτό είναι τρομερό! είπε σαν να μονολογούσε. Αυτή η επίδειξη ήταν ίσως η τελευταία μου ευκαιρία να επανέλθω στις πασαρέλες και να εργαστώ μερικά χρόνια ακόμη.
     - Ελάτε, μην απογοητεύεστε, νέα είστε ακόμη...
     - Έχω κλείσει τα εικοσιπέντε, δεν έχω πολλά χρόνια μπροστά μου!
     - Έχετε δίκιο, αλλά και πάλι, υπάρχουν και άλλες προοπτικές...
     - Φωτογραφίες καταλόγου; Να μου λείπει!
     Η καλοντυμένη γυναίκα την κοίταξε με συμπάθεια. 
     - Σας καταλαβαίνω, είπε.
     - Μπορώ να σας αφήσω, τουλάχιστον, τα στοιχεία μου, για να με ειδοποιήσετε όταν ο κύριος Νικόδημος αποφασίσει να κάνει την επίδειξη;
     - Πολύ θα το ήθελα, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ.
     - Καταλαβαίνω, αυτή είναι η πολιτική σας, αλλά ίσως θα μπορούσε να γίνει μία εξαίρεση...
     Την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο απελπισία.
     - Μακάρι να ήταν θέμα πολιτικής, είπε η γυναίκα. Ο λόγος που δεν μπορώ να το κάνω είναι ότι δεν θα γίνει καμία επίδειξη πλέον. Ο Νικόδημος δεν είναι πια μαζί μας.
     - Τι πράγμα; Τι εννοείτε "δεν είναι πια μαζί μας";
     - Τι να εννοώ; Αυτό που καταλαβαίνετε. Ο Νικόδημος πέθανε σήμερα το πρωί!
     - Πώς έγινε αυτό; Δεν ήταν και τόσο μεγάλος!
     - Τα τελευταία χρόνια έπασχε από κατάθλιψη. Έπαιρνε και αγωγή, αλλά η κατάθλιψη είναι ύπουλο πράγμα. Πριν από μερικές μέρες αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, χωρίς επιτυχία. Και σήμερα, τελικά, τα κατάφερε: αυτοκτόνησε, πέφτοντας στις ράγες του μετρό. Το είπαν και στις ειδήσεις.
     Ένιωσε ένα δάκρυ να ανεβαίνει αργά και να θολώνει την όρασή της. Και δεν ήξερε αν αυτό το δάκρυ ήταν για τον αυτόχειρα, ή για τη δική της, χαμένη, επάνοδο στις πασαρέλες...

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Παρ'ολίγον ατύχημα

 

     Οι καλικάντζαροι είχαν γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Τόσες μέρες πριόνιζαν, και αυτός ο κορμός δεν έλεγε να υποκύψει στις προσπάθειές τους.
     - Κουράγιο, παιδιά! είπε ένας κακάσχημος, καμπούρης καλικάντζαρος. Λίγο έμεινε.
     - Δεν αντέχω άλλο! είπε ένας άλλος, που είχε μία μόνο τρίχα σε όλο του το κεφάλι, και δύο μόνο δόντια σε όλο του το στόμα. 
     - Ούτε εγώ! είπε ένας άλλος, στραβοκάνης και αλλοίθωρος. Τα παρατάω!
     - Μα, τι λέτε; είπε ο καμπούρης. Τώρα θα τα παρατήσουμε; Να, δείτε πόσο πριονίδι υπάρχει γύρω-γύρω! Αυτή θα είναι η τυχερή μας χρονιά, το νιώθω!
     - Ναι, έτσι έλεγες και πέρυσι... είπε ένας καλικάντζαρος με πολύ μεγάλα και κρεμαστά αυτιά.
     - Και πρόπερσι... συμπλήρωσε ένας άλλος, που είχε μια πολύ χοντρή, πράσινη μύτη.
     - Κάθε χρόνο τα ίδια λες, είναι αλήθεια, είπε ο αλλοίθωρος. Και κάθε χρόνο προσπαθούμε, και προσπαθούμε, και πριονίζουμε, και πριονίζουμε, και πάνω που το δέντρο κοντεύει να πέσει, έρχεται ο παπάς με την αγιαστούρα και φεύγουμε άρον-άρον. Μου φαίνεται πως δεν είναι της μοίρας μας να το ρίξουμε αυτό το δέντρο!
     - Τι μοιρολατρία είναι αυτή; είπε ο καμπούρης. Δεν είναι δυνατόν να τα παρατήσουμε, ειδικά τώρα!
     - Οι εποχές αλλάζουν, αρχηγέ, είπε ένας νεαρός καλικάντζαρος γεμάτος σπυριά. Αλλά εσύ μένεις εκεί, κολλημένος στα παλιά...
     - Όταν λες "παλιά" εννοείς τις παραδόσεις μας; Μα, οι παραδόσεις είναι που μας δίνουν την ταυτότητά μας! Γι'αυτό και πρέπει να τηρούνται!
     - Χαζομάρες! είπε ένας άλλος νεαρός καλικάντζαρος, με τόσο στραβά δόντια που πετάγονταν έξω από το στόμα του. Θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τις παραδόσεις, αλλά να εξελιχθούμε και λίγο. Τι θα πείραζε, δηλαδή, να χρησιμοποιούσαμε ένα από εκείνα τα ηλεκτρικά πριόνια που χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος;
     - Για άκου εδώ, νεαρέ, είπε αυστηρά ο καμπούρης καλικάντζαρος, το πριόνι που χρησιμοποιούμε, εκτός που είναι ειδικό για το πριόνισμα του συγκεκριμένου δέντρου, ανήκει στην οικογένειά μου εδώ και αιώνες, δε θα είμαι εγώ αυτός που θα το ατιμάσει!
     - Μόνο του ατιμάζεται, έτσι σκουριασμένο που είναι!
     - Δεν είναι καθόλου σκουριασμένο, κάθε μέρα του λαδώνω όλα τα δοντάκια του...
     - Και, δηλαδή, πειράζει φέτος να δημιουργήσουμε μια νέα παράδοση; πετάχτηκε και ένας κοντοστούπης καλικάντζαρος, τόσο κοντός όσο ένα νεροπότηρο.
     - Μέσα! είπε ο καλικάντζαρος με τα σπυριά.
     - Κι εγώ! είπε ο καλικάντζαρος με τα στραβά δόντια.
     - Κι εγώ, είπε αυτός με τη χοντρή, πράσινη μύτη. Αρκεί να μην περιλαμβάνει πριόνισμα, δηλαδή... Να, κοιτάξτε, πάλι έβγαλαν κάλους τα χέρια μου!
     Ο καμπούρης καλικάντζαρος κατάλαβε ότι δε θα τα έβγαζε πέρα, και αποφάσισε να παραστήσει τον διαλλακτικό. 
     - Και τι προτείνεις εσύ να κάνουμε; ρώτησε τον κοντοστούπη.
     - Πώς θα σας φαινόταν να πηγαίναμε στο χωριό του Άη-Βασίλη;
     - Μας δουλεύεις; Κάνοντας τουρισμό θα το κόψουμε το δέντρο;
     - Μη βιάζεσαι να απορρίψεις την ιδέα μου! Το χωριό του Άη-Βασίλη τέτοιες μέρες αποτελεί το κέντρο του κόσμου και ο Άη-Βασίλης είναι πολύ δημοφιλής, όλοι γι'αυτόν μιλάνε.
     - Ε, και;
     - Θα πάρουμε εμείς τη θέση του! Θα γίνουμε εμείς το πρώτο όνομα στις ειδήσεις!
     - Τι θα κάνουμε, δηλαδή;
     - Δε θα τον αφήσουμε να πάει τα δώρα στα παιδιά!
     - Α, σαν να αρχίζει να μου αρέσει αυτή η ιδέα...
     - Είδες, που με πήρες από τα μούτρα στην αρχή; Θα πάμε, λοιπόν, στο χωριό του και θα τον απαγάγουμε.
     - Α, δε συμφωνώ, είπε ο στραβοκάνης καλικάντζαρος. 
     - Κι εμένα μου ακούγεται βλακεία αυτή η ιδέα, είπε ο αλλοίθωρος καλικάντζαρος. Αν τον απαγάγουμε θα τον κάνουμε ακόμα πιο δημοφιλή. Άλλη ιδέα να βρεις.
     - Το βρήκα! φώναξε ο σπυριάρης. Θα του κλέψουμε τα δώρα!
     - Μη λες χαζομάρες, του είπε αυτός με την πράσινη μύτη, τα δώρα είναι πάρα πολλά για να τα κλέψουμε. Σκέψου ότι είναι τόσα, όσα και τα παιδιά. Δεν προλαβαίνουμε να τα κλέψουμε όλα μέχρι τα μεσάνυχτα. Απόψε το βράδυ γίνεται η παράδοση των δώρων, αν θυμάσαι καλά.
     - Ορίστε, είπε ο καμπούρης καλικάντζαρος, στα λόγια μου έρχεστε. Ας επανέλθουμε στη σιγουριά της παράδοσης και ας ξαναπιάσουμε το πριόνι...
     - Το βρήκα! είπε ο κοντοστούπης. Θα τρυπώσουμε στο έλκηθρο και θα αδειάσουμε το σάκο με τα δώρα! 
     - Σιγά μην τα καταφέρουμε να τρυπώσουμε στο έλκηθρο! Θα μας δει ο Άη-Βασίλης!
     - Δε θα μας δει. Είναι γέρος και δεν βλέπει καλά. Άσε που θα του κλέψουμε και τα γυαλιά του...
     - Θα μας δει! Κι αν δε μας δει εκείνος, θα μας δουν τα ξωτικά...
     - Τότε θα τρυπώσω μόνος μου. Είμαι πολύ κοντός και θα μπορέσω να κρυφτώ. Θα πάρω μαζί μου ένα ψαλίδι και θα ανοίξω μια τεράστια τρύπα στον σάκο. Έτσι, αντί τα δώρα να φτάσουν στα παιδιά, θα καταλήξουν στον πάτο της θάλασσας.
     Σαν να τους άρεσε τελικά αυτή η ιδέα των περισσοτέρων. Ήταν και πιο ξεκούραστη από το πριόνισμα, είναι η αλήθεια. Οπότε, οι καλικάντζαροι μασκαρεύτηκαν και ταξίδεψαν βιαστικά μέχρι το χωριό του Άη-Βασίλη. Μόνο ο καμπούρης καλικάντζαρος μουρμούριζε σε όλη τη διαδρομή.
     Στο χωριό του Άη-Βασίλη γινόταν χαμός. Τα ξωτικά πηγαινοέρχονταν βιαστικά, άλλα γυάλιζαν το έλκηθρο, άλλα τάιζαν τους ταράνδους για να έχουν δυνάμεις για το μεγάλο ταξίδι, και άλλα φόρτωναν τα δώρα στο έλκηθρο. Οι καλικάντζαροι κρύφτηκαν σε μια γωνιά και έκαναν συμβούλιο.
     - Και τώρα; είπε ο καμπούρης στον κοντοστούπη. Πώς θα τα καταφέρεις να ανέβεις στο έλκηθρο; Είναι γεμάτο ξωτικά, θα σε δουν. Χώρια που τελειώνει ο χρόνος σου, όπου να'ναι φορτώνουν τα τελευταία δώρα, καθώς φαίνεται.
     Αλλά ο κοντοστούπης καλικάντζαρος ήταν πανέξυπνος και είχε ήδη βρει τον τρόπο. Έκρυψε το ψαλίδι επάνω του και έτρεξε δίπλα στο έλκηθρο. Ύστερα στάθηκε εντελώς ακίνητος.
     - Προσοχή! φώναξε ένα ξωτικό, που τον είδε. Είπαμε να κάνουμε γρήγορα, αλλά να μην είμαστε τσαπατσούληδες! Κοιτάξτε εκεί! Ένα δώρο μας έπεσε έξω από το έλκηθρο!
     - Τι άσχημο παιχνίδι! είπε ένα άλλο ξωτικό, μόλις τον πλησίασε. Ποιο παιδί να ζήτησε κάτι τόσο άσχημο, άραγε;
     Το ξωτικό έπιασε τον καλικάντζαρο και τον έβαλε μέσα στο σάκο του Άη-Βασίλη. Οι  καλικάντζαροι, που παρακολούθησαν την σκηνή, ενθουσιάστηκαν.
     - Έτοιμα όλα! είπε το ξωτικό.
     Πάνω στην ώρα έφτασε και ο Άη-Βασίλης. Έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση και ύστερα πήρε τη θέση του στο έλκηθρο. Μέσα σε ένα λεπτό, το έλκηθρο βρισκόταν κιόλας στον αέρα.
     Ο αέρας εκεί ψηλά ήταν πολύ κρύος και ο κοντοστούπης καλικάντζαρος κρύωνε, αλλά είχε και μια αποστολή να εκτελέσει. Χωρίς να καθυστερήσει ούτε στιγμή, βούτηξε στο κάτω μέρος του σάκου, έβγαλε το ψαλίδι του και άρχισε να ψαλιδίζει. Σύντομα, ο σάκος είχε στο κάτω μέρος του μια τεράστια τρύπα.
     - Χο! Χο! Χο! ακούστηκε η φωνή του Άη-Βασίλη, που παρακινούσε τους ταράνδους να τρέξουν πιο γρήγορα.
    - Χι! Χι! Χι! έκανε ο κοντοστούπης καλικάντζαρος, σε μία γωνιά του έλκηθρου, ικανοποιημένος από το κατόρθωμά του.
     - Χα! Χα! Χα! έκαναν οι καλικάντζαροι, κάτω στη γη, κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα. Επιτέλους, τα καταφέραμε!
     Ο σάκος άρχισε να αδειάζει πολύ γρήγορα, και το έλκηθρο έγινε πολύ πιο ελαφρύ. Οι τάρανδοι άρχισαν να τρέχουν γρηγορότερα. Ο Άη-Βασίλης χάρηκε, θα τελείωνε το μοίρασμα των δώρων πολύ γρήγορα φέτος.
     Μόλις, όμως, έφτασε στο πρώτο σπίτι και έπιασε τον σάκο για να τον φορτώσει στην πλάτη του, ο Άη-Βασίλης κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
     - Πολύ άδειος μου φαίνεται ο σάκος, είπε στα ξωτικά που τον συνόδευαν. Είστε σίγουρα ότι φορτώσατε όλα τα δώρα στο έλκηθρο;
     - Ναι, Άη-Βασίλη, δε μας ξέφυγε κανένα.
     - Και τότε, γιατί ο σάκος μου είναι τόσο ελαφρύς;
     - Θα φταίει η πρωτεϊνική δίαιτα που ακολουθείς, είπε ένα ξωτικό. Μάλλον σε έκανε πιο δυνατό.
     - Λέτε;
     Εκείνη την στιγμή, ο Άη-Βασίλης ανακάλυψε την τρύπα στον σάκο.
     - Τι είναι αυτό; είπε. Καταστραφήκαμε! Ο σάκος τρύπησε και χάθηκαν όλα τα παιχνίδια! Καλά, πώς δεν την είδατε μια τόσο μεγάλη τρύπα; Μέχρι και εγώ χωράω εκεί μέσα, δείτε!
     - Συμφορά μας! φώναξαν τα ξωτικά. Πώς έγινε αυτό; Τον ελέγξαμε το σάκο δέκα φορές, ήταν καλοραμμένος και γερός. Όσο για τα δώρα, δε μας ξέφυγε ούτε ένα, μέχρι και το άσχημο παιχνίδι βάλαμε στο σάκο. Αλήθεια, ποιο παιδί ζήτησε ένα τόσο άσχημο παιχνίδι;
     - Ποιο άσχημο παιχνίδι; 
     - Ένα πολύ άσχημο.
     - Να το το άσχημο παιχνίδι! φώναξε ένα από τα ξωτικά. Να το, εκεί, στη γωνία!
     Ο κοντοστούπης καλικάντζαρος τα χρειάστηκε. Προσπάθησε να μείνει εντελώς ακίνητος.
     - Μα αυτό το παιχνίδι δε μου το ζήτησε κανείς, είπε ο Άη-Βασίλης. Τη λίστα τη θυμάμαι απ'έξω. Περίεργο! Και τώρα που την κοιτάζω καλύτερα, αυτή η τρύπα δε φαίνεται να έγινε τυχαία. Βέβαια, κοιτάξτε: κάποιος την έκανε χρησιμοποιώντας ψαλίδι!
     - Δολιοφθορά! φώναξαν τα ξωτικά.
     Ο κοντοστούπης καλικάντζαρος είχε αρχίσει να ιδρώνει, παρ'όλο που στο έλκηθρο έκανε μεγάλη παγωνιά.
     - Θύμωσα τώρα, είπε ο Άη-Βασίλης, που είχε αρχίσει να κοκκινίζει, σαν τη φορεσιά του. Όποιος το έκανε αυτό, θα πρέπει να τιμωρηθεί αυστηρά! Αλίμονό του, αν τον πιάσω στα χέρια μου!
     - Αψού! ακούστηκε στο έλκηθρο.
     - Ποιος φτερνίστηκε; ρώτησε ο Άη-Βασίλης.
     - Δεν ήμουν εγώ, είπαν τα ξωτικά με μία φωνή.
     - Αψού! ξανακούστηκε, πιο δυνατά αυτή τη φορά.
     - Ποιος φτερνίστηκε; ξαναρώτησε ο Άη-Βασίλης.
     - Δεν ήμουν εγώ, ξαναείπαν τα ξωτικά, με μία φωνή.
     - Αν δεν ήσασταν εσείς, ποιος ήταν, εγώ;
     Εκείνη την στιγμή, ένα από τα ξωτικά πρόσεξε ότι η μύτη του κοντοστούπη καλικάντζαρου έτρεχε.
     - Καλέ, κοιτάξτε το άσχημο παιχνίδι, είπε, η μύτη του τρέχει!
     - Πώς; είπε ο Άη-Βασίλης και κοίταξε τον καλικάντζαρο πιο προσεκτικά. Καλέ, αυτό δεν είναι παιχνίδι, καλά σας είπα εγώ ότι δεν υπήρχε στη λίστα μου. Ναι, για κοιτάξτε καλύτερα, αυτό εδώ είναι ζωντανό.
     - Μπα, λάθος θα κάνεις, Άη-Βασίλη, του είπε ένα ξωτικό, αφού δεν κουνιέται, απλώς θα είναι από εκείνα τα παιχνίδια που είναι προγραμματισμένα να κάνουν διάφορες λειτουργίες, όπως να μιλάνε, να τραγουδάνε, να κάνουν κακά...
     - Κι εγώ σας λέω ότι δεν κάνω λάθος και ότι αυτό εδώ το κακάσχημο πλάσμα δεν βρίσκεται στη λίστα μου και δε θα έπρεπε να βρίσκεται ούτε στο έλκηθρο! Τι είναι αυτό που κρατάει πίσω του; Ψαλίδι; Ώστε αυτό άνοιξε την τρύπα στο σάκο!
     - Ιιιιιι! έκαναν όλα μαζί τα ξωτικά.
     - Κι εγώ, λοιπόν, θα το πετάξω κάτω από το έλκηθρο, να πάει να βρει τα δώρα που μας έκανε να χάσουμε! 
     Και ο Άη-Βασίλης έπιασε τον καλικάντζαρο από το ένα πόδι και έκανε να τον πετάξει κάτω.
     - Μη! φώναξε ο καλικάντζαρος.
     Ο Άη-Βασίλης τινάχτηκε, όπως τινάχτηκαν και τα ξωτικά.
     - Ποιος είσαι και τι θέλεις εδώ; ρώτησε αυστηρά ο Άη-Βασίλης.
     - Καλικάντζαρος είμαι, είπε ο καλικάντζαρος.
     - Καλικάντζαρος; Α, έτσι εξηγείται, που είσαι τόσο άσχημος... Κάτι έχω ακούσει για εσάς, είστε πολύ άτακτοι, λέει, και κάνετε σκανδαλιές... Αλήθεια είναι, καθώς βλέπω. Γιατί τρύπησες το σάκο μου;
     - Για να μην παραδώσεις τα δώρα στα παιδιά και να πάψεις να είσαι τόσο δημοφιλής.
     - Α, ώστε έτσι... είπε ο Άη-Βασίλης.
     - Έτσι. Δική μου ιδέα ήταν!
     - Πέτα τον κάτω από το έλκηθρο, Άη-Βασίλη! φώναξαν τα ξωτικά. Να μάθει να παίζει μαζί σου!
     - Και με τα δώρα τι θα γίνει; είπε ο Άη-Βασίλης. Ξεχνάτε τι είναι το πιο σημαντικό;
     - Να γυρίσουμε πίσω, να μαζέψουμε όσα βρούμε.
     - Και να τα βρείτε, θα έχουν σπάσει, είπε ο καλικάντζαρος. Έκανα πολύ καλή δουλειά.
     - Κοίτα τον, που καμαρώνει κιόλας! είπε ένα από τα ξωτικά. Πέτα τον κάτω από το έλκηθρο, Άη-Βασίλη!
     Αλλά ο Άη-Βασίλης πάντα ξέρει καλύτερα. 
     - Δέστε τον κάτω από το έλκηθρο! είπε στα ξωτικά. Έτσι, για να δει τι εστί Άη-Βασίλης.
     Και αφού τα ξωτικά έδεσαν τον καλικάντζαρο κάτω από το έλκηθρο, ο Άη-Βασίλης έπιασε τη φούντα από το σκουφάκι του και την κούνησε τρεις φορές. Αμέσως, ο αέρας γέμισε από χρυσόσκονη. Η χρυσόσκονη έπεσε επάνω στο σάκο, και η τρύπα που με τόσο κόπο είχε ανοίξει ο καλικάντζαρος εξαφανίστηκε. Ύστερα, ως δια μαγείας, ο σάκος γέμισε με δώρα.
     - Ω! είπαν τα ξωτικά, γεμάτα θαυμασμό. Έγινε θαύμα!
     - Ο καλός ο καπετάνιος, στη φουρτούνα φαίνεται, είπε ο Άη-Βασίλης. Ας αρχίσουμε τώρα να μοιράζουμε τα δώρα.
     - Μια στιγμή! φώναξε ένα ξωτικό. Άη-Βασίλη, αν κατάλαβα καλά, μπορείς και μόνος σου να φτιάξεις τα δώρα των παιδιών...
     - Καλά κατάλαβες.
     - Και τότε, γιατί μας έχεις στο εργαστήριο όλο τον χρόνο, να φτιάχνουμε παιχνίδια;
     - Επειδή μόνο αν συμμετέχετε κι εσείς στη διαδικασία, θα μπορείτε να νιώσετε τη χαρά που νιώθω και εγώ. Και τώρα, μη με καθυστερείτε άλλο, έχω τόσα δώρα να μοιράσω και φέτος!
     Και ο Άη-Βασίλης ξεκίνησε να μοιράζει τα δώρα. Και πριν καλά-καλά έρθουν τα μεσάνυχτα, όλα τα δώρα είχαν μοιραστεί, όπως έπρεπε.
     Το έλκηθρο του Άη-Βασίλη επέστρεψε στη βάση του και τα ξωτικά έλυσαν και τον καλικάντζαρο από το έλκηθρο.
     - Ελπίζω αυτό να σου έγινε μάθημα, είπε ο Άη-Βασίλης στον καλικάντζαρο, που από το κρύο η μύτη του είχε γίνει κατακόκκινη, σαν του Ρούντολφ.
     Ο καλικάντζαρος δεν είπε τίποτα, μόνο κατέβασε το κεφάλι του.
     - Έτσι μπράβο, είπε ο Άη-Βασίλης, και για να δεις πόσο καλός είμαι, θα σου κάνω και εσένα ένα δώρο.
     Ο Άη-Βασίλης ακούμπησε τη μύτη του καλικάντζαρου.
     - Από εδώ και πέρα, η μύτη σου θα είναι πάντα κόκκινη, για να σου θυμίζει τη συνάντησή μας. Και τώρα, πήγαινε πίσω στο σπίτι σου.
     Ο καλικάντζαρος έτρεξε να βρει τους υπόλοιπους.
     - Πώς έγινε έτσι η μύτη σου; τον ρώτησαν.
     Και τότε ο κοντοστούπης καλικάντζαρος τους τα διηγήθηκε όλα.
     - Άχρηστος είσαι! του είπε ο καμπούρης καλικάντζαρος. Τζάμπα χάσαμε τον χρόνο μας! Πάμε γρήγορα πίσω, να συνεχίσουμε το πριόνισμα. Σας το είπα εγώ, ότι πρέπει να τηρούμε τις παραδόσεις...
     - Σιγά μην καταφέρουμε να κάνουμε δουλειά! είπε ο στραβοδόντης καλικάντζαρος. Αφού το πριόνι έχει σκουριάσει!
     - Προχωράτε, να μην καθυστερούμε! Αρκετό χρόνο χάσαμε στο χωριό του Άη-Βασίλη!
     Και οι καλικάντζαροι βιάστηκαν να γυρίσουν πίσω στη δουλειά τους.
     - Σιγά μην τα καταφέρουμε! μουρμούριζαν μεταξύ τους οι καλικάντζαροι. Πάλι θα μας προλάβει ο παπάς με την αγιαστούρα!
     Μόνο ο κοντοστούπης καλικάντζαρος δε μουρμούριζε. Την είχε βρει εκείνος τη λύση.
     - Του χρόνου, σκέφτηκε, θα γράψω κι εγώ γράμμα στον Άη-Βασίλη. Και θα του ζητήσω ένα καλύτερο πριόνι. Να δούμε τότε: κόβεται το δέντρο εγκαίρως, ή δεν κόβεται;

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Δυσκολίες στον ύπνο

 

     Έφτασαν κιόλας τα Χριστούγεννα, και ήρθαν και τα μελομακάρονα, ήρθαν και τα φωτάκια, και τα στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Και η Πίπη, που της αρέσει να συμβαδίζει με την εποχή της, στόλισε και εκείνη το χριστουγεννιάτικο δέντρο της, και μάλιστα πρόσθεσε ένα νέο στολίδι, όπως συνηθίζει να κάνει κάθε χρόνο.
     Κοίταξε η Πίπη το στολισμένο δέντρο, το κοίταξε από τη μία πλευρά, το κοίταξε από την άλλη, το κοίταξε από πιο κοντά, το κοίταξε και από πιο μακριά, άναψε και τα φωτάκια, καλό της φάνηκε. Αυτό το καινούργιο στολίδι, τελικά, ήταν μία πολύ καλή επιλογή, ήταν αυτό που έλειπε πραγματικά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Και, ικανοποιημένη από την επιλογή της, έφαγε και δυο μελομακάρονα για να το γιορτάσει.
     Αλλά τα στολίδια του δέντρου - που, όπως όλοι ξέρουμε, δεν αγαπούν καθόλου τις αλλαγές και, επιπλέον, ζηλεύουν κάθε νεοεισερχόμενο στολίδι -, καθόλου δε συμμερίστηκαν την ικανοποίηση της Πίπης. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, το φετινό στολίδι ήταν ένας τυμπανιστής. "Σιγά το πρόβλημα", θα μου πείτε, αλλά μη βιάζεστε να κρίνετε.
     Μόλις έσβησαν τα φώτα και το δέντρο έμεινε στο σκοτάδι, ένας ρυθμικός ήχος ακούστηκε.
     - Τι ήταν αυτό; αναρωτήθηκαν τα στολίδια.
     - Περίεργος ήχος, είπε ένα στρογγυλό μπισκοτάκι, όταν τον πρωτοάκουσα νόμιζα ότι μου συνέβη κάποιο δυσάρεστο ατύχημα. Μήπως μου έσπασε κάποιο κομμάτι και δεν το κατάλαβα; ρώτησε το τρενάκι που βρισκόταν εκεί παραδίπλα.
     - Τσουφ! είπε το τρενάκι. Μην ανησυχείς, δε σου λείπει κανένα κομμάτι!
     - Ευτυχώς, είπε το στρογγυλό μπισκοτάκι, αλλά τι είναι αυτός ο ήχος;
     - Μήπως υπάρχει κάποιο ρολόι εδώ γύρω; είπε και ένας στρουμπουλός Άη-Βασίλης.
     - Όχι, όχι, είπε μια κόκκινη μπάλα, δεν βλέπω κανένα ρολόι εδώ γύρω. Άσε που, νομίζω, το ρολόι δεν κάνει έτσι.
     - Μήπως προέρχεται από τις οπλές του ταράνδου; ρώτησε ένας χιονάνθρωπος.
     - Να μου κάνεις τη χάρη, είπε ο τάρανδος, εγώ δεν κάνω φασαρία, περπατάω πολύ ανάλαφρα, σαν πούπουλο, όλος ο κόσμος το ξέρει!
     - Τι δράμα! είπε και ένα πλεκτό καλτσάκι. Αν δεν μπορούμε να κοιμηθούμε τώρα, που είναι σκοτεινά, πότε θα κοιμηθούμε;
     - Εγώ δεν καταλαβαίνω για τι μιλάτε, είπε ένα σπιτάκι, δεν ακούω τίποτα.
     - Εσένα έχουν βουλώσει τα αυτιά σου από το χιόνι που έχει πέσει στην σκεπή σου, του είπε ένα σκουφάκι.
     - Άσε που τα έχεις και τα χρονάκια σου, σχολίασε μια κόκκινη μπάλα.
     - Για σε παρακαλώ! της είπε το σπιτάκι. Όχι να μου το παίζεις και πιτσιρίκα, σχεδόν μαζί μας αγόρασε η Πίπη, συνομήλικοι είμαστε! 
     - Παιντιά, παιντιά! φώναξε και η μπάλα από την Ινδία.
     - Α, τι θες κι εσύ; είπε μια χρυσή μπάλα. Δεν βλέπεις ότι έχουμε σοβαρό θέμα;
     - Μα, να σας πω...
     - Τι να μας πεις; Πότε θα μάθεις να μιλάς σωστά, επιτέλους;
     - Τι τέλεις να πεις; Εγκώ έματα όλες τις λέκ-σεις...
     - Τις λέκ-σεις; Τις λέξεις, θέλεις να πεις, λέ-ξεις, ξι-ξι-ξι!
     - Ναι, αφ-τό λέω και εγκώ, λέκ-σεις, λέκ-σεις, κ-σι-κ-σι-κ-σι!
     - Τέλος πάντων, τι θέλεις να μας πεις; είπε το σπιτάκι.
     - Κ-σέρω πολύ καλά, από πού έρ-κεται ο τόρυβος που ακούμε.
     - Κ-σέρεις; Δηλαδή, ξέρεις;
     - Ναι. Ντίπαλα μου είναι.
     - Ντίπαλα; Τι είναι τα ντίπαλα; ρώτησε ο τάρανδος. Ξέρει κανείς τι είναι τα ντίπαλα;
     - Ντίπαλα, είπε η μπάλα από την Ινδία, εντώ ντίπαλα, ντίπ-λα, να, να, ντείτε, εκεί!
     - Αααα, δίπλα! είπαν όλα τα στολίδια με ένα στόμα και κοίταξαν εκεί που τους έδειχνε η μπάλα από την Ινδία.
     Ήταν ο τυμπανιστής. Χτυπούσε ρυθμικά το τύμπανό του, και φαινόταν πολύ συγκεντρωμένος σε αυτό που έκανε.
     - Ε, τι κάνεις εκεί; φώναξε η κόκκινη μπάλα.
     - Ποιος; Εγώ; είπε εκείνος.
     - Ναι.
     - Τίποτα δεν κάνω.
     - Πώς τίποτα; Μας έχεις πάρει τα αυτιά! είπε το καλτσάκι. Είναι ανάγκη να το βαράς αυτό το τύμπανο;
     - Πρώτη φορά βλέπω κάλτσα με αυτιά, είπε ο τυμπανιστής.
     - Μην κοροϊδεύεις! Θέλουμε να κοιμηθούμε, νύχτωσε πια!
     - Και ποιος σας εμποδίζει; Κοιμηθείτε, αφού θέλετε! Ή, μήπως θέλετε να σας τραγουδήσω κανένα νανούρισμα;
     - Το θράσος σου δεν έχει όρια! είπε ένας άλλος χιονάνθρωπος, που φορούσε καπέλο. Άκου, "ποιος μας εμποδίζει"! Εσύ μας εμποδίζεις, κύριε, με το τύμπανό σου!
     - Μα, το τύμπανό μου είναι μικρό, δεν πιάνει σχεδόν καθόλου χώρο...
     - Μην κάνεις πως ντεν καταλαβαίνεις, κύριο τυμπανιστή, εγκώ από Ιντία και καταλαβαίνω πολύ καλά τι εννοεί το χιονάντορωπο με το καπέλο...
     - Θα σου το πω πολύ απλά, είπε και μία χρυσή μπάλα: σταμάτα να παίζεις!
     - Α, αυτό δε γίνεται, είπε ο τυμπανιστής, ο δάσκαλος μού είπε ότι πρέπει να εξασκούμαι τουλάχιστον μία ώρα την ημέρα.
     - Και τι με νοιάζει εμένα, κύριε, τι σου είπε ο δάσκαλος; είπε ο χιονάνθρωπος με το καπέλο.
     - Άσε που εκείνος δεν είναι εδώ, είπε ο άλλος χιονάνθρωπος, αυτός με το σκουφί. Εμείς σε ακούμε, όχι αυτός!
     - Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι...
     - Φυσικά και μπορείς! φώναξε ο τάρανδος. Να πας αλλού να κάνεις εξάσκηση! Δε μου φτάνουν τα κουδούνια που έχω επάνω μου, που κουδουνίζουν συνέχεια, να ακούω και το τύμπανό σου; Πολύ πάει!
     - Δεν μπορώ να φύγω, είμαι κρεμασμένος εδώ, όπως και εσείς.
     - Ναι, αλλά εμείς δεν κάνουμε φασαρία!
     - Δεν κάνω φασαρία!
     - Κάνεις! 
     - Έλεος πια! είπε και το τρενάκι. Τη μέρα ακούμε την Πίπη με το βιολί της, το βράδυ θα ακούμε εσένα;
     - Παίζει βιολί η Πίπη;
     - Έτσι λέει. Τα αυτάκια μας να ρωτήσεις, είπε το καλτσάκι.
     - Μα, τελικά, πού τα έχεις εσύ τα αυτιά; 
     - Εκεί που τα έχουν όλοι!
     - Και, δηλαδή, τόσο χάλια παίζει;
     - Ε, εντάξει, δεν παίζει χάλια πλέον, έχει βελτιωθεί, είπε η κόκκινη μπάλα. Στην αρχή έπρεπε να την ακούσεις!
     - Ντεν είναι τόσο καλή σαν επαγγελ-ματία, είπε η μπάλα από την Ινδία, έκουμε εμείς στο Ιντία Κρίσνα Σαμανπούρ, παίζει και ντακρύζεις από φτυκία...
     - Ντακρύζεις; Τι είναι η φτυκία;
     - Ευτυχία εννοεί, είπε η κόκκινη μπάλα. Δεν έχει μάθει ακόμα καλά τα ελληνικά.
     - Α, είπα κι εγώ... Ώστε η Πίπη παίζει βιολί, ε;
     - Ναι.
     - Και όταν με αγόρασε, ούτε που της πέρασε από το μυαλό ότι θα παίζω μουσική. Φανταστείτε τώρα, μόλις το μάθει, πόσο θα ενθουσιαστεί!
     - Σιγά τη μουσική! είπε το σκουφάκι. Όλο "ντάπα-ντούπα" είσαι!
     - Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, εγώ απόκτησα άλλο ένα κίνητρο για να εξασκηθώ περισσότερο.
     - Αν μετράει καθόλου η γνώμη μου, είπε ο στρουμπουλός Άη-Βασίλης, ίσως να ήταν καλύτερα να εξασκείσαι τη μέρα. Έτσι θα μπορούμε κι εμείς να κοιμηθούμε το βράδυ. Εμείς οι ηλικιωμένοι, ειδικά, χρειαζόμαστε ύπνο και ξεκούραση.
     - Με όλο το σεβασμό που σου έχω, Άη-Βασίλη, προτιμώ να εξασκούμαι όταν η Πίπη κοιμάται και δε μας βλέπει.
     - Και όλα αυτά που μας έλεγες πριν; Ότι θα ενθουσιαστεί μόλις μάθει ότι παίζεις μουσική;
     - Πρέπει να τελειοποιήσω το παίξιμό μου πρώτα, δε θέλω να γίνω ρεζίλι...
     - Α, καλά! είπε ο τάρανδος. Άκου, κύριος, εδώ και ώρα με τρώνε οι οπλές μου. Όπου να'ναι θα σε κλωτσήσω, και δε θα αισθανθώ την παραμικρή τύψη.
     - Άσε, μην κουράζεσαι, είπε ένα μποτάκι. Θα τον κλωτσήσω εγώ, είμαι πιο κοντά.
     - Μην τολμήσεις να με κλωτσήσεις!
     - Γιατί, τι θα μου κάνεις;
     - Θα σε κοπανήσω με τις μπαγκέτες!
     - Δε θα προλάβεις!
     - Μη! φώναξε ένα μπισκοτοσπιτάκι. Μην τον αγριεύετε! Αν του ξεφύγει καμιά μπαγκέτα, μπορεί να με χτυπήσει και να με σπάσει, είμαι πολύ κοντά του!
     - Κι εγώ είμαι κοντά του και κινδυνεύω, είπε μια μικρή κόκκινη μπάλα.
     - Αφού είσαι πλαστική, τι ανησυχείς; είπε το μπισκοτοσπιτάκι.
     - Γιατί, εσύ τι είσαι; Ή νομίζεις ότι είσαι πραγματικό μπισκότο;
     - Ακόμα κι έτσι να είναι, μπορεί να μου βγάλει κανένα μάτι...
     - Μα αφού δεν έχεις μάτια!
     Τα αίματα είχαν ανάψει για τα καλά. Όπως ήταν φυσικό, οι φωνές δεν άργησαν να φτάσουν μέχρι τα αυτιά της Πίπης. Και πολύ σύντομα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν βρισκόταν πλέον στο σκοτάδι.
     - Ντροπή σας! είπε η Πίπη στα στολίδια. Πάλι τα ίδια; Τι σας πιάνει κάθε φορά και πλακώνεστε με τον νεοφερμένο;
     - Μα δε μας αφήνει να κοιμηθούμε! τόλμησε να πει το αστέρι, που βρισκόταν πιο ψηλά και από την Πίπη, οπότε ένιωθε ότι μπορούσε να μιλήσει πιο άνετα από τους υπόλοιπους. Παίζει συνέχεια με το τύμπανο και μας ενοχλεί!
     - Ώστε το τύμπανο δεν είναι μόνο διακοσμητικό; ρώτησε η Πίπη τον τυμπανιστή.
     - Όχι, είπε εκείνος και χτύπησε δυο-τρεις φορές το τύμπανο με τις μπαγκέτες.
     - Α, τι καλά! είπε η Πίπη.
     - Άντε πάλι, είπε ο τάρανδος, κάθε φορά τα ίδια! Μεροληπτείς υπέρ του καινούργιου!
     - Ναι, είπε και η ινδική μπάλα, μεροληπιτείς!
     - Ησυχία! είπε η Πίπη. Σταματήστε όλοι, εγώ μιλάω τώρα! Το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν είναι μέρος για έριδες και τσακωμούς, είναι ένας χώρος αρμονικής συνύπαρξης. Γι'αυτό, πρέπει να είστε αγαπημένα. Δεν θα επιτρέψω να ακούγονται φωνές, χρονιάρες μέρες. Αν θέλετε να μιλάτε, μπορείτε να τραγουδήσετε τα κάλαντα.
     - Μα, θέλουμε να κοιμηθούμε! είπε ο Άη-Βασίλης.
     - Ποιος σας εμποδίζει;
     - Με ποιανού το μέρος είσαι; ρώτησε ο τάρανδος. Ο τυμπανιστής μας εμποδίζει, ντάπα-ντούπα, ντάπα-ντούπα όλη την ώρα...
     - Και εσύ δεν μπορείς να αφήσεις το τύμπανο για λίγο; ρώτησε η Πίπη τον τυμπανιστή.
     - Πρέπει να κάνω εξάσκηση, μου το είπε ο δάσκαλος.
     - Και εμένα μου είπε ο δάσκαλος να κάνω εξάσκηση, αλλά το βράδυ κάθομαι ήσυχη. Αν θέλεις, μπορείς να κάνεις εξάσκηση τη μέρα. Έτσι, όλοι θα είναι ικανοποιημένοι: και θα κοιμούνται τη νύχτα για να ξεκουράζονται, και εσύ θα κάνεις εξάσκηση. Και, αν γίνεις πολύ καλός, ίσως να παίξουμε και μαζί κάποια μέρα, να μου κρατάς το ρυθμό.
     - Ωραία ιδέα! είπε ο τυμπανιστής.
     - Το κλείσαμε, λοιπόν; Είμαστε σύμφωνοι;
     - Συμφωνότατοι!
     - Ωραία, ύπνο τώρα! είπε η Πίπη. Όνειρα γλυκά σε όλους!
     Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ξαναβυθίστηκε στο σκοτάδι. Και πολύ σύντομα, το μόνο που ακουγόταν ήταν το ροχαλητό του Άη-Βασίλη.
     - Τι είναι αυτό; ακούστηκε μέσα στο σκοτάδι η φωνή του τυμπανιστή. 
     - Ο Άη-Βασίλης είναι, που ροχαλίζει, είπε μισοκοιμισμένα το μποτάκι.
     - Και, δηλαδή, θα πρέπει να ακούμε αυτό το αλυσοπρίονο όλο το βράδυ; 
     - Θα πρέπει να το συνηθίσεις, του είπε ο τάρανδος και γύρισε από την άλλη. Έχει κρεατάκια.
     - Συμφορά μου! είπε ο τυμπανιστής. Και ύστερα μου λέτε ότι σας ενοχλεί το τύμπανο...


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου         
    
     

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Φήμες

 


     Ναι, έτσι φαίνεται, είναι γεγονός: κάποιου είδους κατάρα έχει πέσει επάνω στην Πίπη! Δεν εξηγείται αλλιώς. Πώς είναι δυνατόν να έχει ένα κεφάλι γεμάτο μυαλό και το μυαλό να τεμπελιάζει και να ξημεροβραδιάζεται επάνω στους καναπέδες, μασουλώντας ξηρούς καρπούς και ζαχαρωτά;
     - Έλα να γράψουμε μια ιστορία, του λέει η Πίπη.
     - Δεν μπορώ τώρα, βαριέμαι, της λέει, με το στόμα του πασαλειμμένο με σοκολάτα.
     - Έστω μία μικρή, επιμένει η Πίπη.
     - Α, δε γίνεται, νυστάζω, της λέει και γυρίζει από την άλλη.
     - Μα πρέπει να γράψουμε κάτι, τόσος κόσμος περιμένει...
     - ...
     - Μία μικρή ιστορία, έστω...
     - ...
     - Α, καλά, ξεκουράσου σήμερα, αλλά αύριο οπωσδήποτε, εντάξει;
     - Μμμμ...
     Και η Πίπη, που πολύ κακομαθημένο το έχει το μυαλό της, καθώς φαίνεται, ξαναπροσπαθεί την επόμενη μέρα:
     - Θα γράψουμε σήμερα μια ιστορία;
     - Σήμερα; Αποκλείεται!
     - Γιατί;
     - Νιώθω μια μεγάλη αδυναμία, ίσως να μου έχει πέσει το ζάχαρο... 
     - Μα έχεις φάει τριάντα γλυκά από το πρωί!
     - Δίκιο έχεις, μάλλον θα πρέπει να φάω κάτι αλμυρό...
     - Πριν να φας το αλμυρό, δεν γράφουμε την ιστορία;
     - Είσαι σοβαρή; Με άδειο στομάχι;
     - Δώσε μου έστω μια ιδέα, έναν τίτλο, και θα την γράψω μόνη μου την ιστορία.
     - Βρες τη μόνη σου την ιδέα, της λέει καθώς πλακώνει δύο πιτόγυρα και μία πίτσα με μανιτάρια και πιπεριά.     
     Και η Πίπη νιώθει έντονα την ανάγκη να του φωνάξει, αλλά σκέφτεται ότι θα την πονέσει ο λαιμός της και κρατιέται.
     Και την επόμενη μέρα η Πίπη βρίσκει το μυαλό της να λιάζεται μπροστά στο παράθυρο και αποφασίζει να ξαναπροσπαθήσει.
     - Πώς νιώθεις σήμερα; ρωτάει.
     - Κομμάτια, της απαντάει.
     - Μια χαρά μου φαίνεσαι εμένα.
     - Με δουλεύεις; Αφού σέρνομαι!
     - Έλεγα μήπως να γράφαμε σήμερα την ιστορία, που είναι και ωραίος ο καιρός...
     - Σήμερα; Θα αστειεύεσαι! Με τέτοιο ήλιο; Νομίζω πως έχω πάθει ηλίαση...
     - Μα εσύ λιάζεσαι στο παράθυρο!
     - Νομίζεις πως το θέλω; Εγώ απλώς καθόμουν και ήρθε ο ήλιος και έπεσε στο τζάμι. Ο αγενέστατος!
     - Μήπως, τότε, να γράφαμε μια ιστορία για τον ήλιο;
     - Σιγά μην του κάνω τη χάρη να ασχοληθώ μαζί του!
     - Ωραία, ας γράψουμε για κάποιον άλλον τότε.
     - Τι επίμονος άνθρωπος! Με κανέναν δε θέλω να ασχοληθώ. Με κούρασες!
     - Μα η δικιά σου συμμετοχή είναι αυτή που βάζει την σφραγίδα της ποιότητας στις ιστορίες, λέει, προσπαθώντας να το δελεάσει.
     - Λα-λα-λα... 
     Και η Πίπη αναστενάζει και καταλαβαίνει ότι, πιθανώς, δεν υπάρχει θεραπεία. Και οι μέρες περνούν, και ο μήνας κοντεύει να τελειώσει, και το μυαλό της Πίπης συνεχίζει στον κόσμο του.
     - Από αυτό το μυαλό αποκλείεται να περιμένω βοήθεια, σκέφτεται η Πίπη. Αλλά, τι να γράψω;
     Και τότε η Πίπη συνειδητοποιεί ότι δεν έχει ενημερώσει το κοινό της για έναν σχετικά νέο ένοικο της Χώρας της μπροστινής βεράντας, έναν ένοικο που βρέθηκε να κρυφακούει τα κουτσομπολιά των δύο γερανιών, λίγους μήνες νωρίτερα. Τότε, βέβαια, ήταν μικρούλης και κοντούλης, με τα μαλλιά του καρφάκια.
     Και η Πίπη το βρήκε εξαιρετικά παράξενο, να φυτρώσει ένα πεύκο σε μία μικρή γλάστρα της Χώρας της μπροστινής βεράντας, ιδιαίτερα που τα κουκούτσια από τα ροδάκινα, που με τόση προσοχή είχε θάψει η ίδια σε μια γλάστρα της Χώρας της πίσω βεράντας, δεν έδειχναν σημεία ζωής. 
     - Κι άλλος παράνομος μετανάστης! είπε το γιασεμί, μόλις είδε τον μικρό. Από πού να ήρθε, άραγε;
     - Θέλει και ρώτημα; του είπε η μπουκαμβίλια. Δεν βλέπεις εκείνα τα πεύκα απέναντι; Δικό τους παιδί θα είναι.
     - Αμάν, πια, γεμίσαμε ξώγαμα, είπε και το αγιόκλημα. Και όλα, κατά σύμπτωση, αράζουν στη μεριά μας! Σε λίγο θα αναγκαστούμε να φύγουμε εμείς!
     - Καλά, εσύ δεν κάνεις τίποτα; ρώτησε η μπουκαμβίλια το ένα από τα γεράνια. Πώς του επιτρέπεις να μένει μέσα στην γλάστρα σου;
     - Μικρούλι είναι, είπε εκείνο, το λυπήθηκα.
     - Ναι, είπε και το άλλο. Μα, κοιτάξτε το: δεν είναι γλυκούλι;
     - Αγκού! είπε το πευκάκι.
     Και η αλήθεια είναι ότι και η Πίπη το βρήκε πολύ χαριτωμένο το μικρό πευκάκι, με τα μαλλιά του τα καρφάκια, και έτσι αποφάσισε να του επιτρέψει να παραμείνει εκεί όπου είχε βρεθεί. Και, τελικά, μάλλον έκανε καλά, αφού ύστερα από λίγο καιρό, τα δύο γεράνια άφησαν το μάταιο τούτο κόσμο.
     Το κοιτάει με μισό μάτι το πευκάκι η μπουκαμβίλια, και κατά βάθος πιστεύει ότι ο θάνατος των γερανιών κάθε άλλο παρά σύμπτωση ήταν.
     - Να δεις που αυτό το μικρό φταίει, ψιθυρίζει στο αγιόκλημα. Τόσα χρόνια τα γεράνια μια χαρά ήταν. Να δεις που κάτι τους έκανε.
     - Αλλά κι αυτή η Πίπη, δεν το καταλαβαίνει; Το πρώτο που κοιτάζει, όταν μας επισκέπτεται, είναι εκείνο, λέει το αγιόκλημα, υπάρχουμε και εμείς, κυρία μου!
     - Μπα, μάλλον χάζεψε λόγω ηλικίας.
     Και κοιτάζουν το μικρό, ελπίζοντας να πάθει ψωρίαση και να του πέσουν τα μαλλιά τα καρφάκια, μόνο εκείνα θα χάνουν τα μαλλιά τους τώρα που χειμωνιάζει;
     Αλλά το πευκάκι δε δίνει σημασία. Εξάλλου, έχει μεγαλώσει τώρα, και τα μαλλιά του έχουν πυκνώσει. Και ούτε λέει πια "αγκού". Και απλώνει τα χεράκια του, και λιάζεται στον ήλιο. Και ούτε που το περίμενε η Πίπη, ότι το πευκάκι θα ψήλωνε τόσο γρήγορα.

 
     Και τώρα που η Πίπη κοιτάει έξω από το παράθυρο, να το πάλι το πευκάκι να τη χαιρετάει, με τα - σχετικά πρόσφατα εμφανιζόμενα - χεράκια του. Και η Πίπη, παρ'όλο που δεν το φύτεψε εκείνη, νιώθει περήφανη για το πευκάκι, και αποφασίζει να γράψει την ιστορία του.
     Αλλά μόλις ξεκινάει να γράφει, το μυαλό της αρχίζει να γκρινιάζει.
     - Πάλι για φυτό θα γράψεις; της λέει.
     - Ναι, αφού δε μου έρχεται καμία άλλη ιδέα, του απαντάει.
     - Βλακεία θα βγει.
     - Μπορεί. Αλλά δεν έχω άλλη επιλογή, αφού εσύ δε βοηθάς.
     - Πώς να σε βοηθήσω, με το θέμα που διάλεξες;
     - Εσύ δε μου είπες να το βρω μόνη μου το θέμα;
     - Πίστευα ότι μπορούσες.
     - Σου είπα ότι δεν μπορούσα.
     - Όλο γκρίνια είσαι.
     - Μα, τόσον καιρό σε παρακαλάω, και εσύ αδιαφορείς!
     - Και είναι αυτός λόγος να ασχοληθείς με το πευκάκι;
     - Δεν ξέρω τι άλλο να γράψω.
     - Πάντως, εγώ θα την έγραφα καλύτερα την ιστορία.
     - Σου είπα να βοηθήσεις, αλλά εσύ αρνήθηκες.
     - Ορίστε, σε βοηθάω τώρα: γράψε για κανέναν φόνο.
     - Για ποιον φόνο;
     - Τα γεράνια τα ξέχασες;
     - Τι δουλειά έχουν τώρα τα γεράνια;
     - Πιστεύεις ότι πήγαν από φυσικά αίτια;
     - Τι εννοείς; Ξεράθηκαν σιγά-σιγά, αν θυμάσαι καλά.
     - Πολύ βολικό αυτό για το δολοφόνο τους. Και αν θες την γνώμη μου, πρόκειται για σίριαλ κίλερ.
     - Τι βλακείες είναι αυτές;
     - Δεν είναι καθόλου βλακείες! Να σου θυμίσω και τη λευκή την τριανταφυλλιά; Από φυσικά αίτια πήγε και εκείνη;
     - Ξεράθηκε σιγά-σιγά...
     - Να το!
     - Ποιο;
     - Το κοινό μοτίβο! Σου λέω, πρόκειται για σίριαλ κίλερ.
     - Σιγά το κοινό μοτίβο! Τα είχε τα χρονάκια της η μακαρίτισσα...
     - Και τι μ'αυτό; Θέλεις να μου πεις ότι οι ηλικιωμένοι πεθαίνουν πάντα από φυσικά αίτια;
     - Δηλαδή, δολοφονήθηκε και αυτή;
     - Εννοείται!
     - Καλά, πολύ CSI βλέπεις, μου φαίνεται...
     - Μαζί το βλέπουμε, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. 
     - Και ποιο είναι το θέμα μας;
     - Το θέμα μας είναι να βρεις το δολοφόνο.
     - Δεν υπάρχει δολοφόνος.
     - Έτσι λένε οι αδαείς. Εδώ έχει βουίξει η Χώρα της μπροστινής βεράντας! Για ρώτα την μπουκαμβίλια να σου πει...
     - Τι να μου πει, δηλαδή, η μπουκαμβίλια;
     - Αν πρόκειται για φόνο ή για τυχαίους θανάτους. Για σκέψου κι εσύ, μόνη σου: γίνεται δύο θάνατοι, όπως των γερανιών, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, να είναι τυχαίοι;
     - Και τι είναι η μπουκαμβίλια, αστυνομικός του τμήματος φυτοκτονιών;
     - Δεν είναι αστυνομικός, αλλά σίγουρα είναι μάρτυρας, κάτι θα έχει δει, κάτι θα έχει ακούσει. Και το αγιόκλημα, πιθανώς, θα μπορεί να βοηθήσει στις έρευνες, ζούσε και εκείνο κοντά στους μακαρίτες...
     - Δεν πας καθόλου καλά.
     - Μια χαρά πάω, αλλά φαίνεται πως δε θέλεις να βρεις το δολοφόνο. Αλλά, σε προειδοποιώ, πρόκειται για σίριαλ κίλερ, και αν δεν συλληφθεί, σύντομα θα έχουμε και άλλα θύματα στη Χώρα της μπροστινής βεράντας.
     - Χαζομάρες!
     - Ναι, καλά...
     - Και, δηλαδή, πώς νομίζεις ότι θα τον βρω το δολοφόνο; Που, κατά την γνώμη μου, δεν υπάρχει κιόλας...
     - Υπάρχει, και αν μελετήσεις τα στοιχεία, θα τον βρεις.
     - Ποια στοιχεία; Η Χώρα της μπροστινής βεράντας είναι γεμάτη ξερά φύλλα...
     - Κρίμα τις τόσες αστυνομικές σειρές που έχεις παρακολουθήσει! Να τα μαζέψεις τα φύλλα, είναι στοιχεία, να τα πας στον ιατροδικαστή. Και να βγάλεις και φωτογραφίες, προτού τα μαζέψεις.
     - Σε ποιον ιατροδικαστή; Υπάρχει ιατροδικαστής που μελετάει φύλλα;
     - Φυσικά και υπάρχει! Δεν βλέπεις στις αστυνομικές σειρές, που οι αστυνομικοί βρίσκουν το δολοφόνο αναλύοντας το χώμα, τα φύλλα και τα χόρτα που βρίσκουν στις σόλες των παπουτσιών των υπόπτων;
     - Μα εδώ δεν υπάρχει ύποπτος.
     - Νομίζεις! Για ρώτα την μπουκαμβίλια...
     - Άντε πάλι με την μπουκαμβίλια! Και, σε τελευταία ανάλυση, ας απευθυνθεί η μπουκαμβίλια στην αστυνομία, εμένα τι με ανακατεύεις; Άσε με, και έχω να τελειώσω την ιστορία μου...
     - Σκέτη χαζομάρα θα βγει, χωρίς ούτε έναν σίριαλ κίλερ. Βάλε, τουλάχιστον, κάποιο ειδύλλιο...
     - Τι ειδύλλιο; Το πευκάκι είναι ακόμα μικρό για ειδύλλια.
     - Ενώ για φονικό δεν είναι...
     - Ποιο φονικό; 
     - Α, εγώ δεν ξέρω, ρώτα την μπουκαμβίλια...
     - Δε ρωτάω κανέναν! Σα δεν ντρέπεστε, να υπονοείτε ότι το πευκάκι σκότωσε τα γεράνια!
     - Α, ώστε το έπιασες τελικά το υπονοούμενο!
     - Λίγη τσίπα, βρε, όλα τα στραβά στο μικρό παιδί θα τα ρίξετε;
     - Μικρό είναι το μάτι σου!
     - Βρε, άντε πήγαινε να φας καμιά σοκολάτα ή κανένα πιτόγυρο και να με αφήσεις ήσυχη! Άκου, δολοφόνος το πευκάκι!
     Και το βλέμμα της Πίπης πέφτει επάνω στο πευκάκι, που, καθώς λικνίζεται στο φύσημα του αέρα, τη χαιρετάει με τα χεράκια του και της χαμογελάει. 
     - Μα, είναι δυνατόν, αυτό το μουτράκι να είναι σίριαλ κίλερ; μονολογεί η Πίπη και επιστρέφει στην ιστορία της.



ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Εορτασμός επετείου

    

     Η Τζένη διόρθωσε λίγο το κραγιόν της.
     - Μου φαίνεται θα κάνω ένα μποτοξάκι, τελικά, είπε και φούσκωσε λίγο τα χείλη της.
     - Κι εγώ θα κάνω, είπε η Τζέσυ, καθώς φούσκωνε τα χείλη της ποζάροντας στο κινητό της. Θα έχω έτοιμο ντακ φέις ανά πάσα στιγμή.
     - Πολύ αργεί, είπε η Τζέλα. Και σε μια ώρα έχω ραντεβού για ρίζα.
     - Κι εγώ έχω ραντεβού για ημιμόνιμο, είπε η Τζέσυ. Θα βάλω και στρας.
     - Α, να τη, είπε η Τζένη. Επιτέλους! Μα τι έκανε στα μαλλιά της;
     - Συγγνώμη που άργησα, κορίτσια, είπε η Τζούλη, αλλά με καθυστέρησε η πεντικιουρίστα. Είκοσι ολόκληρα λεπτά με είχε να περιμένω!
     - Μα τι έκανες, έβαψες τα μαλλιά σου; τη ρώτησε η Τζένη.
     - Ναι, είπε εκείνη. Πώς σας φαίνονται;
     - Δε σε είχα φανταστεί ποτέ κοκκινομάλλα, είπε η Τζέλα. Αλλά εσύ δεν είχες πει ότι θα έκανες μόνο θεραπεία με κερατίνη;
     - Ναι, έτσι είχα πει, αλλά σκέφτηκα να την αφήσω τη θεραπεία για αργότερα. Δε σας αρέσουν; Δεν είμαι ίδια η Τζούλια Ρόμπερτς;
     - Η Τζούλια Ρόμπερτς; Ούτε καν! είπε η Τζέσυ.
     - Κόψε κάτι! είπε η Τζέλα.
     - Στο Σωτήρη άρεσαν πολύ!
     - Ε, αν άρεσαν στο Σωτήρη...
     - Και μια που μιλάμε για το Σωτήρη, είπε η Τζένη, πώς τα περάσατε προχθές;
     Οι τρεις φίλες κοίταξαν την Τζούλη με μάτια γεμάτα προσμονή.
     - Καλά, είπε εκείνη, ό,τι και να σας πω είναι λίγο! Ήταν υπέροχα! Ποτέ μου δεν είχα περάσει καλύτερα!
     - Πού σε πήγε; ρώτησε η Τζέσυ. Στα μπουζούκια, ε;
     - Μη μου πεις πως σε πήγε στον Ωρίωνα! είπε η Τζέλα. Άκουσα πως η Πάολα κάνει θραύση!
     - Όχι, όχι στον Ωρίωνα...
     - Α, κατάλαβα, σε πήγε στον Ναό! Μα εκεί είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις καλό τραπέζι, τα κλείνουν από ένα μήνα νωρίτερα. Μπράβο, Σωτηράκη, και δε σου το είχα!
     - Όχι, δε με πήγε στον Ναό...
     - Εμ, βέβαια, δεν το είπα εγώ; Πού να βρει τραπέζι της προκοπής τελευταία στιγμή; Και πού σε πήγε, τελικά;
     - Πάντως, στα μπουζούκια δεν πήγαμε.
     - Ε όχι! Μη μου πεις ότι κάνατε ταξίδι-αστραπή στη Ρώμη για γνήσια ιταλικά σπαγγέτι; Καταπληκτική ιδέα! Πόσο σε ζηλεύω!
     - Ρώμη, τι ρομαντικό! είπε η Τζένη. Και μετά τα σπαγγέτι, βόλτα στο Σηκουάνα! Πόσο θα ήθελα να είμαι στη θέση σου! Εμείς έχουμε τη Μερσεντές στο γκαράζ να σκουριάζει, και ούτε μέχρι το Λαιμό της Βουλιαγμένης δε με πάει ο Τάσος. Τι τυχερή που είσαι!
     - Ποιο Σηκουάνα, καλέ; είπε η Τζέλα. Χάζεψες τελείως; Ο Σηκουάνας είναι στο Παρίσι!
     - Στο Παρίσι σε πήγε; πετάχτηκε η Τζέσυ. Ακόμα καλύτερα! Φανταστείτε, κορίτσια, βόλτα χεράκι-χεράκι δίπλα στο Σηκουάνα, και μετά φαγητό σε ένα καλό γαλλικό εστιατόριο... Είχε και διανυκτέρευση το πρόγραμμα; απευθύνθηκε στην Τζούλη. Ελπίζω το ξενοδοχείο να ήταν τουλάχιστον τεσσάρων αστέρων...
     - Πώς μας προέκυψε τώρα το Παρίσι; είπε η Τζένη. Αφού μιλούσαμε για τη Ρώμη!
     - Ε, καλά, πήγες κι εσύ μια φορά στη Ρώμη ταξίδι του μέλιτος και κάτι έγινε! είπε η Τζέλα.
     - Όχι και κάτι έγινε! Τρεις ολόκληρες μέρες έμεινα και - όχι να το παινευτώ - την είδα όλη! Και στο στάδιο πήγα - εκεί που γίνονταν οι ταυρομαχίες, καλέ -, και σε εκείνη την πλατεία με τα σκαλιά, και σε εκείνη με το συντριβάνι που πετάς τα κέρματα, για να ξαναπάς... Δέκα ολόκληρα μονόευρα πέταξα μέσα!
     - Και περπάτησες και δίπλα στον Σηκουάνα; είπε η Τζέλα, έτοιμη να βάλει τα γέλια.
     - Κορόιδευε εσύ, εντάξει, μπερδεύτηκα, εξάλλου, όλα τα ποτάμια μοιάζουν! Περπάτησα δίπλα στον ποταμό, πάντως...
     - Τέλος πάντων, κορίτσια, το θέμα μας δεν είναι η Ρώμη και ο Σηκουάνας, είπε η Τζέσυ, το θέμα μας είναι η έκπληξη του Σωτήρη... Λοιπόν; στράφηκε στην Τζούλη. Πού σε πήγε ο Σωτήρης, τελικά;
     - Πήγαμε στην Όπερα!
     - Ποια Όπερα, είπε η Τζένη, του Σίδνεϋ;
     - Στο Σίδνεϋ πήγατε; είπε η Τζέσυ και κοίταξε την Τζούλη ενθουσιασμένη. Από εκεί είναι η νυχού μου και μου είπε ότι είναι πολύ ωραία. Αλλά, νομίζω ότι εκεί έχουν ανάποδα τις εποχές, είχες ντυθεί κατάλληλα;
     - Τι εννοείς ότι έχουν ανάποδα τις εποχές; είπε η Τζένη. Δηλαδή, τώρα εκεί έχουν - Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος... -, εκεί έχουν Απρίλιο;
     - Μα τι λέτε; είπε η Τζέλα, το Σίδνεϋ είναι μακριά, δεν προλάβαιναν να πάνε στο Σίδνεϋ ταξίδι-αστραπή... Στο Παρίσι είναι η Όπερα που πήγαν! 
     - Άσε μας, βρε Τζέλα, που επειδή έχεις ταξιδέψει λίγο περισσότερο, ξέρεις και πού είναι η Όπερα! είπε η Τζένη. Όλος ο κόσμος την ξέρει την Όπερα του Σίδνεϋ! Έχω δει και φωτογραφίες. Μοιάζει με τούρτα που έχει επάνω πανιά ιστιοφόρου, το θυμάμαι πολύ καλά.
      - Σας λέω ότι η Όπερα που πήγαν είναι στο Παρίσι, είναι πασίγνωστη η Όπερα του Παρισιού. Και δεν έχω ταξιδέψει λίγο περισσότερο, έχω ταξιδέψει πολύ περισσότερο. Το διαβατήριό μου είναι γεμάτο σφραγίδες...
     - Κορίτσια, μη μαλώνετε, είπε η Τζούλη, ούτε στο Σίδνεϋ πήγα, ούτε στο Παρίσι.
     - Μα το είπα εγώ, ότι πήγες στη Ρώμη, είπε η Τζένη.
     - Ούτε στη Ρώμη πήγα, Τζένη μου. Έχει Όπερα και στην Αθήνα.
     - Τώρα μας δουλεύεις! είπε η Τζέσυ. Στην Αθήνα μείνατε; Τι κρίμα!
     - Α, κατάλαβα, είπε η Τζένη, η Όπερα θα είναι κάποιο καινούργιο κέντρο... Στην παραλιακή βρίσκεται;
     - Όχι, δεν είναι κέντρο. 
     - Μοιάζει με τούρτα που έχει επάνω πανιά ιστιοφόρου;
     - Όχι...
     - Ε, τότε καλά το είπα εγώ, δεν είναι Όπερα, κέντρο είναι που το λένε Όπερα. Έχω την εντύπωση, μάλιστα, ότι εκεί τραγουδάει η Θεοδωρίδου... 
     - Σαν να έχεις δίκιο, είπε η Τζέσυ, νομίζω ότι το άκουσα και εγώ. Θεοδωρίδου, Γαρμπή και Οικονομόπουλος. Χαμός γίνεται κάθε βράδυ!
     - Α, καλά, εσείς έχετε ξεφύγει! είπε η Τζέλα. Βρε κορίτσια, σε κανονική Όπερα την πήγε ο Σωτήρης! Τι είδατε; ρώτησε την Τζούλη.
     - Τον Κουρέα της Σεβίλλης.
     - Τι εννοείς "κανονική"; είπε η Τζένη. Η Όπερα του Σίδνεϋ, δηλαδή, δεν είναι κανονική; 
     - Και, συγγνώμη, είπε η Τζέσυ, αλλά η Σεβίλλη δεν είναι στην Ισπανία; Πώς τον είδατε, δηλαδή, τον κουρέα της Σεβίλλης, χωρίς να πάτε στην Ισπανία; 
     - Α, ώστε στην Ισπανία πήγατε! είπε η Τζένη.
     - Και, επιπλέον, συνέχισε η Τζέσυ, τι το σπουδαίο έχει ένας Ισπανός κουρέας σε σχέση με έναν Έλληνα; Μη μου πεις ότι αυτός σου έβαψε το μαλλί...
     - Όχι, Τζενάκι μου, δεν πήγαμε στην Ισπανία, είπε η Τζούλη, απλώς, "Ο κουρέας της Σεβίλλης" είναι ο τίτλος του έργου που είδαμε.
     - Καταλάβατε τώρα; είπε η Τζέλα. Η όπερα είναι είδος μουσικού θεάτρου, εκεί την πήγε ο Σωτήρης...
     - Μουσικό θέατρο; Α, κατάλαβα, είπε η Τζέσυ, όπως ο Σεφερλής.
     - Ποιος Σεφερλής; είπε η Τζούλη. Αχ, κορίτσια, μου φαίνεται ότι έχει γίνει παρεξήγηση. Όταν λέμε μουσικό θέατρο, δεν εννοούμε Σεφερλή, εννοούμε θέαμα υψηλής ποιότητας.
     - Και δεν είναι υψηλής ποιότητας ο Σεφερλής; Είκοσι άτομα μπαλέτο έχει!
     - Έλεος, βρε Τζέσυ! είπε η Τζέλα. Τόσο άσχετη είσαι πια;
     - Όλο την έξυπνη μας κάνεις, είπε εκείνη. Τι να κάνουμε, κυρία μου, δεν βγάλαμε όλες το λύκειο με δεκαέξι και τρία!
     - Με δεκαέξι και τέσσερα το έβγαλα, αλλά δεν το παίζω έξυπνη, απλώς έτυχε να ξέρω τι είναι η όπερα...
     - Ναι, όλα τα ξέρεις εσύ...
     - Αφού, κατά σύμπτωση, έχω πάει!
     - Κορίτσια, είπε η Τζούλη, μη μαλώνετε, δεν υπάρχει λόγος! Η όπερα είναι εκεί που τραγουδάνε οι σοπράνο και οι τενόροι, Τζέσυ μου...
     - Α, εκεί που τσιρίζουν; είπε η Τζένη. Τώρα κατάλαβα! Καλά, απορώ πώς δε σε έπιασε πονοκέφαλος από τις τσιρίδες! Ωραίος τρόπος να γιορτάσεις επέτειο!
     - Δεν έχεις δίκιο, είπε η Τζούλη, ήταν πολύ ωραία!
     - Εγώ, πάντως, θα προτιμούσα το ταξίδι-αστραπή στη Ρώμη!
     - Κι εγώ! είπε η Τζέσυ.
     - Κι όμως, είπε η Τζούλη, ήταν τόσο ρομαντικά! Ένιωσα σαν την Τζούλια Ρόμπερτς στο Πρίτι Γούμαν. 
     - Α, γι'αυτό το έβαψες κόκκινο το μαλλί!
     - Ναι, είπε η Τζένη, αλλά να σου θυμίσω ότι την Τζούλια Ρόμπερτς την πήγε στη Ρώμη ο Ρίτσαρντ Γκιρ, πώς και ο Σωτήρης δεν σκέφτηκε να σε πάει στη Ρώμη;
     - Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη, τελικά, είπε η Τζέσυ, καλά το είπε ο Ράσελ Κρόου στο Μονομάχο...
     - Είμαι σίγουρη ότι κάποιος άλλος το είπε αυτό, είπε η Τζέλα, αλλά ας το αφήσουμε τώρα... 
     - Ναι, αλλά αν εξαιρέσεις την τοποθεσία, είπε η Τζούλη, όλο το υπόλοιπο το έκανε σωστά. Και στην Όπερα με πήγε, και κόκκινο φόρεμα μου αγόρασε για την περίσταση, με σέξι άνοιγμα στην πλάτη... Μόνο διαμαντένιο κολιέ δεν μου αγόρασε, αλλά και ο Ρίτσαρντ Γκιρ το είχε νοικιάσει το κολιέ, οπότε δεν πειράζει.
     - Άσχημο, πάντως, δε θα ήταν να σου είχε πάρει και διαμάντια, είπε η Τζέλα.
     - Προτιμώ να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο, είπε η Τζούλη.
     - Έτσι κάνω κι εγώ, είπε η Τζένη. Αλλιώς, θα έπρεπε να τον είχα χωρίσει τον Τάσο προ πολλού.
     - Ίσως θα έπρεπε να το κάνεις, είπε η Τζέσυ. Σίγουρα μπορείς να βρεις καλύτερο.
     - Ε, δεν είναι και τόσο κακός...
     - Αφού έχει καβούρια στις τσέπες, εσύ η ίδια το λες, ούτε μέχρι το Λαιμό της Βουλιαγμένης δε σε πηγαίνει!     - Ναι, εντάξει, δε με πηγαίνει μέχρι το Λαιμό της Βουλιαγμένης, και τώρα που το σκέφτομαι, χαμένα πήγαν τα δέκα μονόευρα που πέταξα στο συντριβάνι, δεν βλέπω να ξαναπηγαίνουμε στη Ρώμη, αλλά μόλις τελειώσει το κότερο θα με πάει Σαββατοκύριακο στη Μύκονο, μου το υποσχέθηκε!
     - Τρία χρόνια το φτιάχνει το κότερο, ούτε ο Τιτανικός να ήταν! είπε η Τζέλα.
     - Μη μου το γρουσουζεύεις, ξεχνάς τι έπαθε ο Λεονάρντο ντι Κάπριο στον Τιτανικό;
     - Ναι, είπε η Τζούλη, αλλά η Κέιτ Γουίνσλετ την γλίτωσε! Άσε που θα μπορούσατε να παίξετε και την σκηνή του Τιτανικού, με τα χέρια ανοιχτά επάνω στην πλώρη, όπως ο Λεονάρντο και η Κέιτ!
     - Ωραίο θα ήταν αυτό, είπε η Τζέσυ, θα έβγαζες και καταπληκτική σέλφι...
     - Θα έφτιαχνες και τα μαλλιά, να μοιάζουν με της Κέιτ, είπε η Τζούλη. Ωραία ιδέα. Να θυμηθώ να πω του Σωτήρη να νοικιάσει κότερο, στην επόμενη επέτειο.
     - Πω, πω, κορίτσια, πέρασε η ώρα, είπε η Τζέλα, θα χάσω το ραντεβού μου! Πρέπει να σας αφήσω. Θα μιλήσουμε.
     Η Τζέλα σηκώθηκε βιαστικά και έφυγε.
     - Κι εγώ θα φύγω σε λίγο, είπε η Τζέσυ, έχω ραντεβού για ημιμόνιμο. Θα βάλω και στρας. Θα κάνω και μπότοξ στα χείλη, σου το είπα; απευθύνθηκε στην Τζούλη. Θα είναι τέλειο για τις σέλφι.
     - Κι εγώ θα κάνω μπότοξ, είπε η Τζένη, νομίζω θα μου πηγαίνει.
     - Να κάνεις, αλλά σκέφτηκες τι θα πει ο Τάσος; είπε η Τζούλη.
     - Μη μου τον θυμίζεις τώρα τον Τάσο!
     - Πώς να μη σου τον θυμίζω, εκείνος δε θα το πληρώσει το μπότοξ;
     - Λες να μην της το πληρώσει; είπε η Τζέσυ.
     - Αχ, κορίτσια, μην το λέτε αυτό, θα στενοχωρηθώ και θα κάνω ρυτίδες! 
     - Εμείς δε λέμε τίποτα, εσύ λες πως είναι σπάγγος.
     - Είναι, ναι, αχ, πώς θα τον πείσω να το πληρώσει το μπότοξ; Τι κατάρα είναι αυτή, να έχω πλούσιο άντρα και να ζητιανεύω για λεφτά;
     - Πες του για τον Τιτανικό, και για την σκηνή με τον Λεονάρντο και την Κέιτ, είπε η Τζούλη.
     - Δεν νομίζω να τον ψήσω.
     - Πάντως, αστεία-αστεία, και πέρυσι κάτι αντίστοιχο είχατε κάνει στην επέτειό σας, αν θυμάμαι καλά, είπε η Τζέσυ στην Τζούλη, την Πεντάμορφη και το Τέρας δεν είχατε κάνει;
     - Ποια Πεντάμορφη; Τη Νεράιδα και το Παληκάρι είχαμε κάνει, δε θυμάσαι που ήμουν ξανθιά, και που είχαμε πάει στην Κρήτη; Μέχρι παραδοσιακή φορεσιά είχα φορέσει, μεγάλη επιτυχία! Και, εδώ που τα λέμε, και φέτος για στολή το πήγαινα, αλλά δε μας έκατσε.
     - Τι στολή; ρώτησε η Τζένη.
     - Την Κατ Γούμαν.
     - Αααα!...
     - Ναι, αλλά θα έπρεπε να κόψω εντελώς το φαγητό για μια βδομάδα, για να μπορώ να μπω στην στολή. Οπότε προτιμήσαμε το Πρίτι Γούμαν... Αλλά, για δες, πέρασε η ώρα, πρέπει να πηγαίνω κι εγώ, έχω να μελετήσω...
     - Τι να μελετήσεις; 
     - Μου ζήτησε ο Σωτήρης να δω όλες τις ταινίες με την Τζούλια Ρόμπερτς, μήπως βρω και καμιά άλλη να παίξουμε... 
     - Στην επόμενη επέτειο;
     - Ποια επόμενη επέτειο; Απόψε! Είναι ευκαιρία, όσο παραμένω κοκκινομάλλα. Λοιπόν, φεύγω τώρα, και θα μιλήσουμε.
     Η Τζένη και η Τζέσυ έμειναν μόνες τους.
     - Τυχερή η Τζούλη! είπε η Τζέσυ. 
     - Ναι, είπε και η Τζένη.
     - Θέλω να πω, δεν παραπονιέμαι, καλός, χρυσός ο Θανάσης, δε μου χαλάει χατήρι, αλλά έχει καταντήσει αρκετά προβλέψιμος.
     - Τι να πω κι εγώ; Λες να τον καταφέρω τον Τάσο να μου πληρώσει το μπότοξ;
     - Δεν βρίσκεις άλλον, λέω εγώ; Κάποιον πιο ανοιχτοχέρη;
     - Ας μη γίνομαι γκρινιάρα, δεν είναι κακός ο Τάσος, κι ας είναι καρμίρης... Και θα με πάει στη Μύκονο, όταν το τελειώσει το κότερο, μου το υποσχέθηκε. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, θα ήθελα να είναι λίγο σαν τον Σωτήρη. 
     - Γιατί, εγώ δε θα'θελα; Δηλαδή, όχι στο οικονομικό, εκεί δεν έχω παράπονο από το Θανάση. Αλλά, να: θα τον ήθελα και λίγο σινεφίλ, με καταλαβαίνεις;


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι προϊόν τεχνητής νοημοσύνης