Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Αναζητώντας το θησαυρό

 


     Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή και όμορφη πόλη με στενά δρομάκια, ζούσε ένα νεαρό αγόρι με ένα συγκεκριμένο όνειρο.
     - Αχ, και να ήμουν πλούσιος! σκεφτόταν όλη μέρα το αγόρι, αφού αυτό ήταν το μοναδικό του όνειρο. Πόσα πράγματα θα μπορούσα να κάνω, αν είχα πολλά λεφτά! Θα είχα πολλά ρούχα, παιχνίδια, θα είχα αυτοκίνητα, θα είχα ένα σπίτι με πισίνα, θα είχα άλογο, θα είχα μέχρι και αεροπλάνο! 
     Μαζί με το αγόρι και την οικογένειά του έμενε και ο παππούς του, ο οποίος, όταν άκουγε τον εγγονό του να ονειρεύεται όλα αυτά που θα είχε αν ήταν πλούσιος, κουνούσε το κεφάλι του σκεπτικός.
     - Εσύ, παππού, τον ρωτούσε ο εγγονός του, τι θα έκανες αν ήσουν πλούσιος;
     - Μα, είμαι πλούσιος, του απαντούσε εκείνος.
     - Με κοροϊδεύεις; Αφού δεν έχεις λεφτά!
     - Έχω, όμως, τα παιδιά μου, έχω τα εγγόνια μου, έχω εσένα...
     - Ε, εντάξει, σιγά το πράγμα!
     - Για εμένα, αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα και ο πραγματικός μου πλούτος, δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο.
     - Παππού, δεν ξέρεις τι σου γίνεται! Αν ήσουν πλούσιος, θα είχες ένα μεγάλο σπίτι, και κάθε μέρα θα έτρωγες τα πιο ακριβά φαγητά, και θα είχες και αυτοκίνητο με σοφέρ και θα είχες και δικό σου αεροπλάνο να πηγαίνεις όπου θέλεις.
     - Τι να το κάνω το μεγάλο σπίτι, παιδί μου; Μια χαρά είμαι εδώ, στο δωματιάκι μου, και κάθε πρωί που ξυπνάω σας βλέπω και λέμε "καλημέρα". Και τι να το κάνω το αυτοκίνητο με το σοφέρ ή το ιδιωτικό αεροπλάνο, αφού στο καφενεδάκι όπου συναντώ τους φίλους μου μπορώ να πάω με τα πόδια;
     - Δε με καταλαβαίνεις! έλεγε ο εγγονός και έφευγε θυμωμένος.
     Και ο παππούς αναστέναζε και πήγαινε στην τουαλέτα, επειδή, λόγω ηλικίας, είχε συχνοουρία.
     Μια μέρα, εκεί που ο εγγονός, για πολλοστή φορά, προσπαθούσε να πείσει τον παππού του για το πόσο σημαντικό ήταν για εκείνον να γίνει πλούσιος, ο παππούς του του είπε:


     - Βλέπω, παιδί μου, ότι δεν μπορώ να σε πείσω ότι τα σημαντικά πράγματα στη ζωή δεν είναι τα χρήματα. Δεν έχω άλλα επιχειρήματα. Κέρδισες. Γι'αυτό κι εγώ θα σου αποκαλύψω ένα μεγάλο μυστικό: πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν νέος, λίγο πιο μεγάλος από εσένα, ανακάλυψα έναν μεγάλο θησαυρό.
     - Ναι, σιγά...
     - Αλήθεια σου λέω. Ήταν ένα ολόκληρο βουνό από ασημένια νομίσματα και το ανακάλυψα εντελώς τυχαία. Τότε ήμουν νέος και είχα και εγώ όνειρα, όπως και εσύ. Αλλά τα νομίσματα ήταν πάρα πολλά και δεν μπορούσα να τα κουβαλήσω, γι'αυτό και τα έθαψα σε ένα μέρος, για να τα πάρω αργότερα.
     - Και δεν τα πήρες;
     - Δεν πρόλαβα. Γνώρισα τη γιαγιά σου, και μαζί με αυτήν γνώρισα και τον πραγματικό πλούτο της ζωής, που είναι οι εμπειρίες και οι άνθρωποί μας.
     - Πάλι τις ίδιες βλακείες θα μου πεις;
     - Μη φεύγεις, άκουσέ με. Τα ασημένια νομίσματα είναι ακόμα κρυμμένα, δεν τα χρησιμοποίησα ποτέ. Αφού, λοιπόν, για εσένα τα χρήματα είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, θα σου δώσω οδηγίες για να βρεις το θησαυρό μου. Είναι δικός σου, χάρισμά σου.
     Ο εγγονός τρελλάθηκε από τη χαρά του. Ζήτησε από τον παππού του να του δώσει τις οδηγίες το γρηγορότερο. Και ο παππούς κάθησε και έγραψε τις οδηγίες σε ένα χαρτί.
     - Ορίστε οι οδηγίες για το θησαυρό, παιδί μου, του είπε. Πήγαινε στην ευχή του Θεού και με την ευχή τη δική μου να βρεις το θησαυρό και να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου.
     Ο εγγονός αποχαιρέτησε τον παππού του, χωρίς χρονοτριβή, και ξεκίνησε να διαβάζει τις οδηγίες. Δεν ήταν και το ευκολότερο πράγμα. Το χέρι του παππού έτρεμε και τα γράμματα δεν ήταν πολύ καθαρά. "Έξω από την πόλη, εκεί όπου και το νερό ακόμα είναι πράσινο, ψάξε και βρες το κόκκινο μονοπάτι. Αυτό θα σε οδηγήσει σε ένα μέρος, από όπου βλέπεις καθαρά", έλεγαν οι οδηγίες.


     Βγήκε ο εγγονός από την πόλη και άρχισε να ψάχνει. Παντού, γύρω του, υπήρχαν δέντρα και όπου και αν γύριζε το βλέμμα του έβλεπε πράσινο. Μήπως τον είχε κοροϊδέψει ο παππούς του; Αποκλείεται, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος.
     Πήγε προς τη μία κατεύθυνση, ύστερα προς την άλλη, έψαχνε το μέρος όπου το νερό ήταν πράσινο. Αλλά νερό δεν είχε βρει ακόμη. Έκανε ζέστη και είχε αρχίσει να διψάει. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Αχ, πόσο ήθελε να πιει λίγο νερό! Ορίστε, τώρα αν είχε λεφτά, θα είχε το αεροπλάνο του και θα πετούσε να πάει κάπου όπου υπήρχε νερό. Και ύστερα σου λέει ο παππούς ότι δεν είναι σημαντικά τα χρήματα!
     Αλλά εκεί που είχε φτάσει πολύ μακριά από την πόλη και τα σκεφτόταν όλα αυτά, ως δια μαγείας, βρήκε το πράσινο νερό.
     - Εδώ είμαστε, είπε και ξέχασε προς στιγμήν τη δίψα του. Τώρα μένει να βρω το κόκκινο μονοπάτι.


     Αλλά το κόκκινο μονοπάτι δεν υπήρχε πουθενά. Επιπλέον, το μέρος εκεί ήταν γεμάτο νερό, αλλά το νερό ήταν αλμυρό. Ατυχία!
     Η δίψα του είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Πού θα έβρισκε πόσιμο νερό; Κοίταξε δεξιά, αριστερά, δεν υπήρχε κανείς για να ρωτήσει. Η μέρα προχωρούσε και η δίψα του αυξανόταν. Κι αν, τελικά, δεν έβρισκε νερό και πέθαινε προτού προλάβει να βρει το θησαυρό του παππού; Τι κρίμα να είναι περιτριγυρισμένος από τόσο νερό, αλλά να μην μπορεί να πιει!
     Τα γόνατά του είχαν αρχίσει να κόβονται και τα πόδια του είχαν αρχίσει να βαραίνουν. Ένιωθε πως θα σωριαζόταν κάτω και θα έμενε εκεί για πάντα. Αλλά τότε είδε κάτι ροζ στον ορίζοντα. Τι να ήταν αυτό; Μήπως ήταν το κόκκινο μονοπάτι;
     Α, μπα, αυτό ήταν ροζ, δεν ήταν κόκκινο. Κάτι άλλο ήταν. Μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις, κατευθύνθηκε προς τα εκεί.


     Με μεγάλη του έκπληξη είδε πως επρόκειτο για κάτι πουλιά με γαμψές μύτες. Δεν ήταν το μονοπάτι, κρίμα!
     Μέσα στην απελπισία του, αποφάσισε να μιλήσει στα πουλιά. Και εκείνα, όλως περιέργως, του απάντησαν.
     - Μήπως ξέρετε πού θα βρω νερό; ρώτησε.
     - Τι ερώτηση είναι αυτή; είπε ένα από τα πουλιά. Δεν βλέπεις ότι το μέρος είναι γεμάτο νερό;
     - Πόσιμο νερό εννοώ.
     - Πόσιμο είναι.
     - Εννοώ πόσιμο για τους ανθρώπους.
     - Α, δεν ξέρω ποιο νερό είναι πόσιμο για τους ανθρώπους, είπε το πουλί, ξέρεις εσύ; ρώτησε το διπλανό του.
     - Α, όχι, είπε εκείνο, και η γαμψή του μύτη κουνήθηκε δεξιά-αριστερά. Μήπως ξέρεις εσύ; ρώτησε και εκείνο το διπλανό του.
     - Ούτε εγώ ξέρω, είπε και εκείνο και κουνήθηκε και η δική του μύτη με τον ίδιο τρόπο.
     Σε λίγο όλων των πουλιών οι γαμψές μύτες κουνιούνταν δεξιά-αριστερά. Το νεαρό αγόρι απελπίστηκε.
     - Φεύγεις; ρώτησε ένα από τα πουλιά. Δεν μας εξήγησες ποιο νερό είναι πόσιμο για τους ανθρώπους...
     Αλλά το νεαρό αγόρι είχε κιόλας απομακρυνθεί.
     - Να πάρει! σκέφτηκε ύστερα από λίγο. Ξέχασα να τα ρωτήσω μήπως, τουλάχιστον, ήξεραν πού είναι το κόκκινο μονοπάτι.
     Λίγο πιο κάτω συνάντησε ένα λευκό πουλί.


     Αυτή τη φορά, χωρίς δισταγμό - αφού ήξερε πως τα πουλιά μιλούσαν -, ρώτησε το πουλί:
     - Μήπως ξέρεις πού θα βρω πόσιμο νερό;
     - Αυτό δε σου κάνει; ρώτησε το λευκό πουλί, δείχνοντάς του το νερό που τους περιτριγύριζε.
     - Όχι, αυτό δεν είναι γλυκό νερό.
     - Γλυκό νερό; Μμμμ, σιγά το πράγμα! Το γλυκό νερό είναι εντελώς άνοστο, στο αλμυρό νερό βρίσκεται όλη η νοστιμιά.
     - Εμένα το γλυκό νερό μου αρέσει, είπε το αγόρι.
     - Δεν ξέρεις τι χάνεις, του είπε το πουλί.
     - Ξέρεις να μου πεις πού θα βρω γλυκό νερό;
     - Τυχερός είσαι, λίγο πιο πέρα, προς αυτήν την κατεύθυνση, θα συναντήσεις κάτι γαϊδουράγκαθα. Μην τα πλησιάσεις πολύ, είναι άγρια και δεν τους αρέσουν τα πολλά λόγια. Αν τα πετύχεις σε καλή μέρα, ίσως σου πουν πού θα βρεις γλυκό νερό. Εκείνα ξέρουν.
     Το παιδί ευχαρίστησε το λευκό πουλί και έφυγε προς την κατεύθυνση που του είχε δείξει. Λίγο πιο πέρα, πράγματι, βρήκε κάτι γαϊδουράγκαθα. Φαίνονταν εξαγριωμένα.


     - Απαράδεκτο! έλεγε το ένα. Αυτός ο ανατολικός άνεμος με έχει ξεμαλλιάσει!
     - Δεν είναι ανατολικός, έλεγε ένα άλλο, ακόμα να το μάθεις; Δυτικός είναι!
     - Σιγά μην είναι δυτικός!
     - Αφού φυσάει από εκεί!
     - Από εκεί είναι ο ήλιος δεν το βλέπεις; Ανατολικός είναι!
     - Ξεχνάς ότι είναι απόγευμα; Ο ήλιος πάει προς τη Δύση, δυτικός είναι ο άνεμος!
     - Λέτε χαζομάρες και οι δύο, έλεγε ένα τρίτο, φυσάει νοτιάς, εμένα με πονάνε τα αγκάθια μου από την υγρασία...
     - Κι εμένα με πονάνε, έλεγε ένα άλλο, αυτή η υγρασία είναι ό,τι χειρότερο για τα αγκάθια.
     - Και για τα μαλλιά είναι, έλεγε ένα άλλο, δεν βλέπετε πώς φριζάρουν, τζάμπα το κομμωτήριο!
     - Μόνο ο νοτιάς φριζάρει τα μαλλιά, έλεγε το τρίτο γαϊδουράγκαθο.
     - Λες βλακείες, έλεγε το πρώτο, ο ανατολικός άνεμος είναι ο χειρότερος.
     - Ο δυτικός είναι ο χειρότερος, ξανάλεγε το δεύτερο γαϊδουράγκαθο.
     - Δεν βλέπεις πώς με έχει ξεμαλλιάσει;
     - Άμα σε ξεμαλλιάσω εγώ θα δεις!
     - Για τόλμα!
     - Δεν τολμάω, νομίζεις;
     Εκείνη την στιγμή, το αγόρι αποφάσισε να τολμήσει να τα διακόψει.
     - Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, είπε, ξέρετε να μου πείτε πού θα βρω γλυκό νερό;
     - Προς τα εκεί, έδειξε το πρώτο γαϊδουράγκαθο, ενοχλημένο από τη διακοπή.
     - Προς τα εκεί, είπε το δεύτερο και έδειξε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
     - Μη λέτε βλακείες, είπε το τρίτο, είναι προς τα εκεί, και έδειξε προς μια τρίτη κατεύθυνση.
     - Ποιος λέει βλακείες; είπαν το πρώτο και το δεύτερο γαϊδουράγκαθο με μία φωνή.
     - Πονοκέφαλος με έπιασε, είπε ένα γαϊδουράγκαθο που δεν είχε μιλήσει.
     - Εγώ σου προξενώ πονοκέφαλο; Δεν ντρέπεσαι; του είπαν και τα τρία γαϊδουράγκαθα με μια φωνή.
     Το αγόρι αποφάσισε να φωνάξει.
     - Μπορείτε να συμφωνήσετε όλοι σε μία κατεύθυνση;
     Τα γαϊδουράγκαθα ησύχασαν προς στιγμήν. Ύστερα άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους χαμηλόφωνα.
     - Τελικά, δεν είμαστε σίγουροι για την κατεύθυνση, είπε το πρώτο.
     - Όμως, συνέχισε το δεύτερο, είναι εύκολο να το βρεις. Θα σε οδηγήσει το φως μέσα από τα φύλλα.
     - Γιατί με διέκοψες; του είπε το πρώτο.
     - Δε σε διέκοψα.
     - Με διέκοψες, εγώ θα του έλεγα για το φως μέσα από τα φύλλα!
     - Δε θα του το έλεγες!
     - Θα του το έλεγα, αλλά με διέκοψες!
     - Δε σε διέκοψα, απλώς μιλάς πολύ!
     - Δε μιλάω!
     - Μιλάς! Δεν μου φτάνει ο δυτικός άνεμος, έχω και εσένα.
     - Ανατολικός είναι...
     Τη συνέχεια δεν την άκουσε το αγόρι, είχε κιόλας απομακρυνθεί.
     Άρχισε να κοιτάζει ανάμεσα από τα φυλλώματα των δέντρων. Δεν θα άντεχε πολύ ακόμα χωρίς νερό, η ζέστη ήταν πολύ έντονη. Ήταν τυχερός. Λίγο πιο πέρα από τα άγρια γαϊδουράγκαθα, πολλά φωτάκια άρχισαν να εμφανίζονται ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων. Ένα φωτάκι ήταν πιο δυνατό από τα άλλα.


     Το αγόρι έτρεξε πίσω από τα δέντρα και, επιτέλους, βρήκε γλυκό νερό! Ήταν ένα ποταμάκι, που κυλούσε τα νερά του ήσυχα και αθόρυβα. Το αγόρι ήπιε λαίμαργα και ένιωσε τόση ευτυχία, που σκέφτηκε ότι νερό ήταν, ίσως, εξίσου σημαντικό με τα χρήματα.
     Αφού ήπιε όσο νερό χρειαζόταν για να ξεδιψάσει και να τονωθεί, το αγόρι σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει το κόκκινο μονοπάτι. Θα μπορούσε, ίσως, να ξαναρωτήσει τα γαϊδουράγκαθα, αλλά μάλλον δεν θα έβγαζε άκρη μαζί τους. Καλύτερα να ρωτούσε το λευκό πουλί, τα πουλιά ταξιδεύουν πολύ και βλέπουν πολλά. Γύρισε στο μέρος όπου είχε συναντήσει το λευκό πουλί, αλλά εκείνο δεν βρισκόταν πλέον εκεί, είχε φύγει. Έπρεπε να ψάξει μόνος του. Αλλά είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει, οπότε προτίμησε να περάσει εκεί τη νύχτα και να ξαναξεκινήσει την επόμενη μέρα.
     Για καλή του τύχη, συνάντησε ένα πλατάνι. Το πλατάνι είχε πλούσιο φύλλωμα και τα κλαδιά του μπλέκονταν μεταξύ τους φτιάχνοντας μια υπέροχη σκεπή.


     Το αγόρι ένιωσε μεγάλη ασφάλεια κάτω από τον πλάτανο και σκέφτηκε ότι και η ασφάλεια ίσως ήταν κάτι εξίσου σημαντικό με τα χρήματα. Βρήκε ένα μέρος δίπλα στον κορμό, και ξάπλωσε επάνω στο παχύ στρώμα από ξερά φύλλα, που βρισκόταν γύρω από τον κορμό. Ήταν το καλύτερο κρεβάτι που θα μπορούσε να έχει, και σκέφτηκε ότι όσα χρήματα κι αν είχε, δεν υπήρχε πουθενά τέτοιο στρώμα να αγοράσει.
     Το πρωί που ξύπνησε, θυμήθηκε ότι έπρεπε να βρει το κόκκινο μονοπάτι. Και, αφού του είχαν μιλήσει τα γαϊδουράγκαθα, γιατί να μην του μιλούσε και ο πλάτανος;
     - Καλημέρα, είπε το αγόρι στον πλάτανο.
     - Καλημέρα, απάντησε εκείνος. Αν και δεν θα έπρεπε να σου μιλάω, συνέχισε, κοιμήθηκες κάτω από τα κλαδιά μου χωρίς να μου ζητήσεις την άδεια.
     - Έχεις δίκιο, συγγνώμη, είπε το αγόρι.
     - Δεκτή η συγγνώμη σου.
     - Είσαι πολύ καλός, καμία σχέση με κάτι γαϊδουράγκαθα που συνάντησα εχθές.
     - Τα γαϊδουράγκαθα είναι εντελώς ακοινώνητα, όλος ο κόσμος το ξέρει...
     - Ναι. Θα μπορούσα να σου κάνω μια ερώτηση;
     - Φυσικά.
     - Ξέρεις πού βρίσκεται ένα κόκκινο μονοπάτι;
     - Μα, φυσικά, εδώ από πίσω βρίσκεται!
     - Σοβαρά;
     - Σοβαρά.
     - Σε ευχαριστώ τόσο πολύ! είπε το αγόρι και αγκάλιασε τον κορμό του πλατάνου.
     - Κι εγώ σε ευχαριστώ για την αγκαλιά, είπε ο πλάτανος, είναι τόσο σπάνιο να σε αγκαλιάζουν...
     Τότε το αγόρι σκέφτηκε ότι εκείνο είχε πάρει πολλές αγκαλιές στη ζωή του, τόσες, που δεν είχε καταλάβει πόσο σπάνιο ήταν αυτό.
     Το αγόρι χαιρέτησε τον πλάτανο και πήγε προς το μέρος που του είχε υποδείξει. Το κόκκινο μονοπάτι ήταν εκεί.


     Ακολούθησε το κόκκινο μονοπάτι. Τώρα έπρεπε να βρει ένα μέρος από όπου μπορείς να δεις καθαρά. Προχώρησε ακολουθώντας το μονοπάτι. Τώρα βρισκόταν μέσα σε ένα δάσος.
     Δεν μπορούσε να δει κάποιον, αλλά άκουγε τους ψιθύρους των δέντρων και τα κελαηδίσματα των πουλιών. Αισθάνθηκε όμορφα, όλο και κάποιον θα έβρισκε να ρωτήσει, αν χανόταν.
     Εκεί που περπατούσε, ξαφνικά, μπροστά στα πόδια του είδε ένα σημάδι. Ή, μάλλον, είδε πολλά σημάδια. 


     Ήταν ίχνη ανθρώπων. Ένιωσε μια ανησυχία. Κι αν κάποιος άλλος τον είχε προλάβει και είχε βρει το θησαυρό του παππού του; Αποκλείεται! Μόνο ο παππούς ήξερε τον δρόμο. Και μόνο εκείνος είχε γραμμένες τις οδηγίες από το τρεμάμενο χέρι του παππού.
     Αλλά, πού βρισκόταν, άραγε;
     

     Κοίταξε γύρω του. Παντού το χώμα ήταν κόκκινο. Αλλά πουθενά δεν είχε καλή θέα. Μάλλον είχε χαθεί.
     - Συγγνώμη, ρώτησε ένα πουρνάρι, μήπως ξέρεις να μου πεις πού βρίσκεται ένα μέρος όπου βλέπεις καθαρά;
     - Εδώ, του απάντησε το πουρνάρι. 
     - Δεν με κατάλαβες, εννοώ ένα μέρος που να έχει καλή θέα.
     - Και δεν είναι καλή θέα όλοι αυτοί οι κόκκινοι λόφοι; 
     - Θέλω να πω, ένα μέρος από όπου να μπορείς να δεις μακριά...
     - Δεν τα βλέπεις τα βουνά, εκεί μακριά; Αν και δεν καταλαβαίνω το λόγο να πάει κανένας εκεί, το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος είναι να μένει στο μέρος όπου γεννήθηκε.
     Εκείνη την στιγμή το αγόρι σκέφτηκε το μέρος όπου είχε γεννηθεί αυτός, και το οποίο βρισκόταν ήδη μακριά του. Ήταν όμορφο μέρος, το μέρος όπου είχε γεννηθεί.
     Όμως, όσο όμορφοι κι αν ήταν οι κόκκινοι λόφοι τριγύρω του, ήταν σίγουρος ότι δεν βρισκόταν στο σωστό μέρος. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω.
     - Το κόκκινο μονοπάτι που μου έδειξες δεν είναι αυτό που ψάχνω, είπε στον πλάτανο. Μήπως υπάρχει κι άλλο κόκκινο μονοπάτι εδώ γύρω;
     - Α, εγώ δεν ξέρω άλλο, απάντησε ο πλάτανος, ίσως όμως ξέρει η αράχνη που ζει μέσα σε εκείνην εκεί την τρύπα. Έχει πάρει πληροφορίες από τα χιλιάδες έντομα που έχει πιάσει στον ιστό της, όλο και κάτι περισσότερο θα ξέρει. Μόνο πρόσεχε, μη φωνάξεις πολύ δυνατά και την τρομάξεις, η τρύπα έχει ηχώ...



     Το αγόρι έσκυψε κοντά στην τρύπα και, όσο πιο απαλά μπορούσε, ρώτησε:
     - Μήπως ξέρεις πού θα βρω το κόκκινο μονοπάτι που οδηγεί σε ένα μέρος από όπου μπορείς να δεις καθαρά;
     - Εγώ δεν ξέρω, ακούστηκε η φωνή της αράχνης από το βάθος της τρύπας, αλλά μία πεταλούδα που έπιασα τις προάλλες μου μίλησε για ένα τέτοιο μέρος. Θαρρώ πως είναι προς τα εκεί, από εκεί ερχόταν η πεταλούδα.
     Η αράχνη είχε εμφανιστεί στο άνοιγμα της τρύπας και του έδειχνε προς τη μεριά της θάλασσας. Το αγόρι την ευχαρίστησε και πήρε τον δρόμο του γυρισμού, από εκεί που είχε έρθει, ελπίζοντας να μην συναντήσει στον δρόμο του ξανά εκείνα τα γαϊδουράγκαθα...
     Αυτή τη φορά ήταν πιο τυχερό, από ό,τι φαίνεται. Πίσω από μια συστάδα δέντρων συνάντησε ένα κόκκινο μονοπάτι. Να ήταν, άραγε, το σωστό;


     Δεν ήταν κανονικό μονοπάτι, επρόκειτο απλώς για κάποια κόκκινα φυτά, που στέκονταν το ένα πίσω από το άλλο, σε σειρά.
     - Μήπως γνωρίζετε κάποιο μέρος από όπου να μπορείς να δεις καθαρά; ρώτησε το αγόρι τα φυτά.
     - Ακολούθησέ μας, του είπαν εκείνα.
     Το αγόρι τα ακολούθησε για αρκετή ώρα και χάρηκε πολύ που δεν έμοιαζαν καθόλου στα γαϊδουράγκαθα. Ύστερα από λίγο, τα φυτά είπαν στο αγόρι:
     - Να το το μέρος που ψάχνεις.
     Το αγόρι κοίταξε. Ναι, μόλις είχε βρει το μέρος που έψαχνε.


     Επρόκειτο για έναν φάρο. Το αγόρι ξεδίπλωσε το χαρτί με τις οδηγίες, για να διαβάσει τη συνέχεια. "Εκεί που δείχνει αυτό το μέρος βρίσκεται ο θησαυρός. Ακολούθησε εκείνον που ζούσε εκεί όπου ζεις, αλλά τώρα ζει εκεί όπου δεν ζεις". Τι αίνιγμα ήταν, τώρα, αυτό;
     Το σίγουρο ήταν πως ο φάρος έδειχνε τη θάλασσα. Άρα, προς τα εκεί θα έπρεπε να πάει. Αλλά ποιον θα έπρεπε να ρωτήσει;
     Έφτασε στη θάλασσα. Και τότε είδε έναν ελέφαντα. Αλλά ο ελέφαντας δεν βρισκόταν στην ξηρά, όπου ζούσαν οι άνθρωποι, βρισκόταν μέσα στη θάλασσα, όπου δεν ζούσαν οι άνθρωποι.
     - Αυτόν θα πρέπει να ρωτήσω, σκέφτηκε το αγόρι και πήρε μια βάρκα που υπήρχε λίγο πιο πέρα, για να φτάσει στον ελέφαντα, που βρισκόταν στα ανοιχτά.


     - Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου; φώναξε το αγόρι προς τον ελέφαντα, καθώς τον πλησίαζε με τη βάρκα.
     - Πού να ξέρω; είπε εκείνος.
     - Μα ο παππούς μου μου γράφει να ρωτήσω εσένα.
     - Δεν τον ξέρω τον παππού σου, πώς να ξέρω πού είναι ο θησαυρός του;
     - Και, δηλαδή, δεν είσαι εσύ αυτός που ζούσε εκεί όπου ζω εγώ, αλλά τώρα ζει εκεί όπου δεν ζω εγώ;
     - Τι αλαμπουρνέζικα είναι αυτά; είπε ο ελέφαντας και φύσηξε νερό στον αέρα με την προβοσκίδα του. Τι σε κάνει να νομίζεις ότι ζω εκεί όπου δεν ζεις εσύ;
     - Μα αφού είσαι μέσα στη θάλασσα!
     - Ναι, αλλά δεν ζω εδώ, στην ξηρά ζω, εξυπνοπούλι μου!
     Και το αγόρι κατάλαβε ότι ο ελέφαντας είχε δίκιο.
     - Κι ύστερα λένε πως οι άνθρωποι είναι έξυπνοι, είπε ο ελέφαντας και συνέχισε να απομακρύνεται.
     Και το αγόρι έμεινε στην βάρκα, κοντά σε ένα νησί γεμάτο λευκά πουλιά. 
     - Ας ρωτήσω τα πουλιά, σκέφτηκε το αγόρι, δεν χάνω τίποτα...


     - Ε, εσείς εκεί πέρα, φώναξε το αγόρι, ξέρετε μήπως να μου πείτε πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου;
     Αλλά τα πουλιά δεν του έδιναν σημασία. Το αγόρι πλησίασε στο νησί.
     - Μήπως ξέρετε πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου; ξαναρώτησε.
     - Μη μας ενοχλείς, του φώναξε ένα λευκό πουλί, δεν βλέπεις πως λιαζόμαστε;
     - Δεν μπορείτε να μου πείτε αν ξέρετε πού βρίσκεται ο θησαυρός; Κάπου εδώ στη θάλασσα βρίσκεται.
     - Ο θησαυρός της θάλασσας είναι τα ψάρια, είπε ένα άλλο λευκό πουλί. Εγώ άλλο θησαυρό δεν ξέρω.
     - Είναι και ο ήλιος, του είπε το διπλανό πουλί.
     - Α, ναι, είναι και ο ήλιος θησαυρός, συμφώνησε εκείνο.
     Το παιδί σκέφτηκε πως ο θησαυρός του παππού του δεν θα μπορούσε να είναι ούτε ψάρια, ούτε ο ήλιος, εξάλλου του το είχε πει ξεκάθαρα, ο θησαυρός ήταν ένα βουνό ασημένια νομίσματα.
     - Μήπως είδατε πουθενά ένα βουνό από ασημένια νομίσματα; ρώτησε τότε το αγόρι.
     - Τι είναι αυτά, τρώγονται; ρώτησε ένα άλλο λευκό πουλί.
     - Όχι.
     - Ε, τότε, τι να μας νοιάζει;
     - Ποιος άλλος θα μπορούσε να ξέρει κάτι τέτοιο; ρώτησε το αγόρι. Ξέρετε κάποιον που να ζούσε στην ξηρά, αλλά τώρα να ζει στη θάλασσα;
     - Κάπου πάει το μυαλό μου, είπε ένα πουλί.
     - Εγώ είμαι αυτός, είπε ένα δελφίνι, που εμφανίστηκε ξαφνικά, κοντά στη βάρκα.


     - Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται ο θησαυρός του παππού μου; ρώτησε το αγόρι, ξεπερνώντας την έκπληξή του.
     - Φυσικά και ξέρω, ακολούθησέ με, είπε το δελφίνι και έκανε μία βουτιά.
     Και το αγόρι ακολούθησε το δελφίνι. Αυτό ήταν αρκετά δύσκολο, επειδή το δελφίνι κολυμπούσε πολύ γρήγορα και το αγόρι κωπηλατούσε πολύ αργά. Κάθε λίγο το δελφίνι αναγκαζόταν να γυρίζει προς τα πίσω, για να μπορέσει το αγόρι να το δει και να το ακολουθήσει.
     Ύστερα από λίγη ώρα, το δελφίνι έκανε ένα σάλτο στον αέρα. 
     - Φτάσαμε, είπε, εκεί είναι ο θησαυρός του παππού σου.
     Ήταν ένα μικρό νησάκι. Το αγόρι ήταν κατενθουσιασμένο.


     Ευχαρίστησε το δελφίνι και πήγε στο νησάκι. Δεν ήταν πολύ μεγάλο. Πού, άραγε, να είχε θάψει ο παππούς τον θησαυρό του;
     - Μήπως ξέρεις σε ποιο σημείο βρίσκεται ο θησαυρός; φώναξε το αγόρι στο δελφίνι, που απομακρυνόταν.
     - Στην παραλία, νομίζω, είπε εκείνο και, κάνοντας μια περίτεχνη βουτιά, εξαφανίστηκε.
     Το αγόρι έκανε τον γύρο του νησιού. Όπου κι αν κοιτούσε, μόνο σπασμένα κοχύλια έβρισκε.
 

     - Δεν μπορεί, εδώ είναι ο θησαυρός, είπε το αγόρι και άρχισε να σκάβει ανάμεσα από τα σπασμένα όστρακα.
     Είχε φτάσει βράδυ και δεν είχε καταφέρει να βρει τίποτα.
     - Αύριο θα τον βρω τον θησαυρό, σκέφτηκε αποφασισμένα.
     Και ξάπλωσε επάνω στα σπασμένα κοχύλια και αποκοιμήθηκε.
     Και τότε, είδε στον ύπνο του τον παππού του, και ο παππούς του ήταν άρρωστος πολύ, το πρόσωπό του είχε γίνει πιο άσπρο από τα μαλλιά του, και τα μάτια του παππού ήταν γεμάτα δάκρυα, έκλαιγε ο παππούς του.
     "Γιατί κλαις, παππού;" ρώτησε το αγόρι στον ύπνο του.
     "Κλαίω, επειδή είμαι άρρωστος, και ίσως δεν σε ξαναδώ, αγόρι μου. Έφυγες να βρεις το θησαυρό και δεν ξέρω ούτε αν είσαι καλά".
     "Μην ανησυχείς, παππού, καλά είμαι, προς το παρόν βρίσκω μόνο σπασμένα όστρακα, αλλά είμαι σίγουρος ότι όπου να'ναι θα τον βρω τον θησαυρό σου".
     "Σε γέλασα, αγόρι μου, δεν υπάρχουν ασημένια νομίσματα, ποτέ δεν υπήρχαν. Όλα τα έβγαλα από το μυαλό μου, δεν θα βρεις τίποτα κάτω από τα σπασμένα όστρακα. Δεν υπάρχει θησαυρός, γύρνα πίσω..."
     Και ο παππούς έκλεισε τα μάτια του.
     "Παππού!" φώναξε το αγόρι, αλλά ο παππούς δεν άνοιγε τα μάτια του.
     - Παππού! φώναξε το αγόρι και πετάχτηκε από τον ύπνο του, με τα μάτια του δακρυσμένα, όπως τα μάτια του παππού στο όνειρό του.
     Είχε πια ξημερώσει. Και στον ουρανό υπήρχε μόνο ένα σύννεφο. Ένα σύννεφο που θύμιζε ηλικιωμένο, καμπουριασμένο γεράκο. Θύμιζε τον παππού του.
     Και το αγόρι ήξερε. Ήξερε, πλέον, ποιοι ήταν οι θησαυροί του. Και πήρε τη βάρκα για να γυρίσει σε έναν από αυτούς, στον αγαπημένο του παππού...


ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι δικές μου

Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

Άδικος κόπος

 


     - Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός! σκέφτεται η Πίπη και αναστενάζει.
     Πότε ήταν που ήταν Άνοιξη και περιμέναμε πώς και πώς να έρθει το Καλοκαίρι; Πότε έφτασε κιόλας ο Αύγουστος και για πότε και αυτός φτάνει στο τέλος του όπου να'ναι;
     Μελαγχολία την έπιασε την Πίπη. Αλλά, από την άλλη, πάλι καλά που τον Αύγουστο φεύγουν οι περισσότεροι για διακοπές και την αφήνουν στην ησυχία της. Και η ησυχία είναι κάτι που της αρέσει πολύ. Και με την κίνηση στους δρόμους να έχει ελαχιστοποιηθεί, οι Χώρες του διαμερίσματος και των δύο βεραντών αυτή την εποχή είναι πιο ήσυχες από ποτέ. 
     Ίσως, βέβαια, σε αυτό να βοηθάει και το ότι έχουν λιγοστέψει οι κάτοικοι των χωρών. Τα κουτσομπόλικα τα γεράνια, για παράδειγμα, μας έχουν αφήσει χρόνους εδώ και κανα χρόνο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πάνε και οι δυο τριανταφυλλιές! Η μία, η πιο γέρικη, αυτή που έκανε τα λευκά λουλούδια, ήταν αυτή που τίναξε τα πέταλα πρώτη. Και εκεί που η Πίπη σκέφτηκε "τουλάχιστον θα γλιτώσουμε τους τσακωμούς με την εκατοντάφυλλη, να ησυχάσει το κεφαλάκι μας", πάει και η εκατοντάφυλλη!
     - Τι ήταν πάλι αυτό; αναρωτιέται η Πίπη. Πώς έγινε;
     - Σιγά το περίεργο! λέει το κλήμα που απλώνεται παντού και ξέρει πολλά.
     - Τι εννοείς; ρωτάει η Πίπη.
     - Τι να εννοώ; Ότι δεν είναι καθόλου περίεργο. Δηλαδή, μην κοιτάς που κάθε τρεις και λίγο τσακώνονταν, στην πραγματικότητα δεν μπορούσαν η μία χωρίς την άλλη. Ήταν σαν εκείνα τα ζευγάρια που ο τσακωμός είναι το αλατοπίπερο της ζωής τους.
     - Ναι, ναι, λέει και η άλλη η τριανταφυλλιά, η πιο άγρια.
     - Αστεία-αστεία, είχες δεν είχες, τα κατάφερες, τις ξεπάστρεψες, της λέει το κλήμα και την κοιτάζει με νόημα.
     - Κι άλλο έγκλημα στη Χώρα της μπροστινής βεράντας; λέει η Πίπη. Α, εδώ μας χρειάζεται ένας Πουαρό σε μόνιμη βάση!
     - Αλλά, βέβαια, συνεχίζει το κλήμα, οι μακαρίτισσες ήταν του φυτωρίου, ενώ η αφεντιά σου χωριάτα και μπας κλας!
     - Τιμή μου και καμάρι μου! λέει η τριανταφυλλιά και κορδώνεται ανάμεσα από τα αγριόχορτα που έχουν φυτρώσει στην γλάστρα της. Εγώ, εξυπνοπούλι μου, είμαι από σπόρο, και με έσπειρε η ίδια η μητέρα της Πίπης, τις άλλες δυο ποιος τις φύτεψε, ξέρουμε; Άσε που φημολογείται ότι ήταν από μόσχευμα..., σαν κι εσένα ένα πράγμα...
     - Αυτό σου έλειπε, να ξεκάνεις και εμένα, τώρα!
     - Φοβάσαι;
     - Σιγά μη φοβάμαι! Αλλά, το λέει και η παροιμία, ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα...
     - Ποια είναι άγρια, εγώ; Εγώ, που είμαι ένας άγγελος καλοσύνης; Κοίτα πόσα αγριόχορτα έχουν φυτρώσει στην γλάστρα μου και δεν έχω πει τίποτα, τόσο καλή είμαι... Εξάλλου, να σου θυμίσω ότι εγώ ήμουν ήδη εδώ πριν να έρθουν οι άλλες τριανταφυλλιές. Μέχρι και εσύ, βρε, που έχεις απλωθεί σε όλη την αποδώ πλευρά και κάθε τρεις και λίγο μπλέκεις τα κλαδιά σου με τα δικά μου, μετά από εμένα ήρθες εδώ. Οπότε, μόκο!
     - Λίγοι τρόποι δεν βλάπτουν...
     - Αυτός είναι ο τρόπος μου, και άμα σ'αρέσει!
     - Δεν βρίσκει άκρη κανένας μαζί σου.
     - Πολύ ωραία τότε, αφού δεν βρίσκεις άκρη, κάτσε στη γωνία σου και μίλα με τα μυρμήγκια σου!
     Αυτό το τελευταίο λίγο το έτσουξε το κλήμα, επειδή στην γλάστρα του, εδώ και λίγο καιρό, αποφάσισαν να φτιάξουν φωλιά κάτι μυρμήγκια, τρέχα-γύρευε πώς τους ήρθε αυτή η ιδέα...
     - Μην τσακώνεστε! λέει η Πίπη. Είχα τις μακαρίτισσες να τσακώνονται, τώρα θα έχω εσάς τους δύο; Εξάλλου, κοιτάξτε γύρω σας: τρεις κι ο κούκος μείνατε, δε λέει να τσακώνεστε!
     Η τριανταφυλλιά και το κλήμα σταματάνε, υπάκουα, και η ησυχία απλώνεται και πάλι στη Χώρα της μπροστινής βεράντας.
     - Επιτέλους, ησυχία! λέει ανακουφισμένη η Πίπη.
     - Εμ', βέβαια, τι ανάγκη έχεις εσύ; ακούγεται η μπουκαμβίλια.
     - Τι έγινε πάλι; Κι άλλα παράπονα; Δε θα με αφήσετε να ησυχάσω λίγο;
     - Εσύ βγαίνεις λίγο, κάνεις μια βόλτα, ρίχνεις μια ματιά, μας ρίχνεις και λίγο νερό, και ύστερα γυρνάς στη Χώρα του διαμερίσματος, και ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
     - Δεν πιστεύω να μου προτείνεις να μένω εδώ έξω...
     - Ρώτα, όμως, κι εμάς, τι τραβάμε...
     - Ωραία, λοιπόν, τι τραβάτε;
     - Δηλαδή, δεν βλέπεις τίποτα το διαφορετικό εδώ γύρω;
     Ρίχνει μια γρήγορη ματιά η Πίπη, το μάτι της περνάει από όλες τις γλάστρες που έχουν απομείνει, αλλά δεν καταλαβαίνει τι εννοεί η μπουκαμβίλια.
     - Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, λέει.
     - Όταν λέω ότι ζεις στον κόσμο σου, κάτι ξέρω. Τον νεαρό δίπλα μου δεν τον βλέπεις;
     Τότε η Πίπη καταλαβαίνει ότι η μπουκαμβίλια, προφανώς, έχει θέματα με το μικρό πευκάκι που φύτρωσε στην κενή γλάστρα του ενός γερανιού πριν από μερικούς μήνες. Αλλά - Θεέ μου! - τι είναι αυτό εκεί; Πότε μεγάλωσε τόσο το πευκάκι; Για πότε έπαψε να είναι χαριτωμένο σαν χνουδωτό κοτοπουλάκι, και πότε άλλαξε κόμμωση και έγινε πανκ;
     - Αυτό είναι το πευκάκι; λέει η Πίπη. Πόσο μεγάλωσε μέσα σε τόσο λίγους μήνες! 
     - Ναι, το σκασμένο..., λέει η μπουκαμβίλια.
     Η Πίπη πλησιάζει το πευκάκι.
     - Τι κάνεις; του λέει.
     - CraAAAAzyyyyy! λέει αυτό και αρχίζει να χορεύει σαν τον Βαγγέλη Σειληνό στην ταινία.
     Η Πίπη κοιτάει πίσω της να δει μήπως ξεπροβάλει από κάπου η Μαρία Ιωαννίδου, μασώντας τσίχλα. Ύστερα ξαναγυρνάει προς τον Σειληνό. 
     - Ορίστε χάλι! λέει η μπουκαμβίλια. Δε μας φτάνει η φασαρία από τα ποδοβολητά των μυρμηγκιών που έφτιαξαν τη φωλιά τους στην γλάστρα του κλήματος και που βολτάρουν όλη την ώρα πέρα-δώθε, έχουμε και το πανκιό, να μας παίρνει τα αυτιά!
     - Προφανώς, περνάει εφηβεία..., λέει η Πίπη, καθώς θαυμάζει τα πεταχτά μαλλιά του νεαρού.
     - Και εμείς τι φταίμε; Χάθηκε να του αρέσει κάποιο άλλο είδος μουσικής; Μόνο η ροκ και η χέβι μέταλ υπάρχουν, δηλαδή;
     - Με λίγη καλή θέληση, ίσως βρούμε μια λύση, λέει η Πίπη. Ας το συζητήσουμε...
     - Τι να πούμε, δεν έχουμε να πούμε τίποτα, λίγο ακόμα και μουχλιάσαμε! λέει και το πευκάκι.
     - Τι εννοείς;
     - Με τόσα χούφταλα εδώ πέρα, κοντεύω να κόψω φλέβες. Όλη μέρα, βαρεμάρα και πλήξη. Θα τα τινάξουμε σαν τις τριανταφυλλιές απέναντι, και δε θα έχουμε καταλάβει από πού μας ήρθε.
     - Ποιον είπες χούφταλο, βρε μόμολο; Λίγος σεβασμός δεν βλάπτει! λέει η μπουκαμβίλια. Βλέπεις τι τραβάω; λέει στην Πίπη.
     - Θα μπορούσες να είσαι λίγο πιο ευγενικό, λέει η Πίπη στο πευκάκι. Εξάλλου, η μόνη ένσταση - από ό,τι καταλαβαίνω - είναι το είδος της μουσικής...
     - Ακριβώς, λέει η μπουκαμβίλια. Χάθηκε κανένα νησιώτικο, να χορέψουμε και λίγο; Ένας μπάλος, ένα αρμενάκι, μια λυγαριά; 
     - Σιγά το ρεπερτόριο! Με μουσική βγαλμένη από τα μπαούλα θα την περνάμε;
     - Ποια μπαούλα, βρε άσχετε; Από τα μπαούλα είναι η κλασσική μουσική...
     - Τώρα γίνεσαι υπερβολική, λέει η Πίπη, που της αρέσει η κλασσική μουσική.
     - Η μπουκαμβίλια έχει δίκιο, παίρνει το λόγο το γιασεμί. Η χώρα χρειάζεται μελωδίες, όχι κραυγές, σαν να παθαίνεις ηλεκτροπληξία...
     - Θα μπορούσαμε να ακούμε έντεχνο, πετάγεται και το κυκλάμινο.
     - BOOOORING! λέει το πευκάκι.
     - Τόσα ξέρεις, τόσα λες, λέει το κυκλάμινο.
     - Η καλύτερη μουσική γι'αυτήν την εποχή είναι τα ρεμπέτικα, λέει και το κλήμα. Φανταστείτε, παρεούλα, φαγητάκι, κρασάκι και ρεμπετοκατάσταση κάτω από την κληματαριά, ό,τι καλύτερο!
     - Αυτό να το πεις στα μυρμήγκια σου! του φωνάζει το πευκάκι. Σιγά μην το ρίξουμε στα ρεμπέτικα! Κάτι τέτοια λέτε όλη την ώρα και μου σηκώθηκαν οι τρίχες...
     - Παιδιά, παιδιά, λίγη ηρεμία, δεν χρειάζεται να ανεβαίνουν οι τόνοι, λέει η Πίπη. Θα πρέπει όλοι να κάνουν υποχωρήσεις. Μπορείτε να ακούτε από όλα τα είδη, αλλά όχι συνέχεια. Έτσι όλοι θα έχουν την ευκαιρία να διασκεδάσουν.
     - Εγώ δεν αντέχω άλλες ροκιές, λέει η μπουκαμβίλια.
     - Ούτε εγώ, λέει το γιασεμί. 
     - Και εγώ δεν αντέχω άλλη μούχλα! λέει το πευκάκι. Άντε, να μεγαλώσω λίγο ακόμα, να πάω να μεταναστεύσω!
     - Αμήν και πότε! λέει η μπουκαμβίλια.
     - BOOORN to be WIIIIIIIIIIILD! τραγουδάει το πευκάκι και κουνάει το κεφάλι του πέρα-δώθε, κάνοντας ότι παίζει κιθάρα.
     - Σκάσε! φωνάζει το κυκλάμινο.
     - Τι επίπεδο, λέει το πευκάκι, το έντεχνο σε μάρανε!
     - Λοιπόν, σηκώνει φωνή η Πίπη, πάει και τελείωσε! Δεν είστε για δημοκρατικές διαδικασίες εσείς. Αν νομίζετε ότι θα επιτρέψω να μου ζαλίζετε το κεφάλι, είστε πολύ γελασμένα! Από τώρα και μέχρι νεοτέρας, απαγορεύονται τα τραγούδια στη Χώρα της μπροστινής βεράντας! Ούτε ροκ, ούτε ποπ, ούτε δημοτικά, ούτε λαϊκά, ούτε ρεμπέτικα, τίποτα, καταλάβατε;
     Έτσι, τελικά, η ησυχία απλώνεται στη Χώρα της μπροστινής βεράντας και η Πίπη, επιτέλους, μπορεί να επιστρέψει στη Χώρα του διαμερίσματος.
     Αλλά τότε, με την ησυχία να βασιλεύει στη Χώρα της μπροστινής βεράντας, η Πίπη συνειδητοποιεί ότι ο Δεκαπενταύγουστος έχει περάσει για τα καλά, και ότι τα αυτοκίνητα στον δρόμο όλο και αυξάνονται...


ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Ο λύκος και τα εφτά άτακτα κατσικάκια

 
     Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό σπιτάκι, ζούσαν εφτά κατσικάκια με τη μαμά τους. Η μαμά κατσίκα μεγάλωνε τα παιδιά της μόνη της, αφού ο πατέρας τους ήταν ένας παλιοτράγος, με όλη τη σημασία της λέξης, που την είχε παρατήσει για μια πολύ νεότερη κατσίκα, αδιαφορώντας για εκείνην και για τα εφτά παιδιά τους. 
     Τα εφτά κατσικάκια ήταν πολύ ζωηρά και έκαναν πολλές αταξίες, όπως όλα τα παιδάκια, αλλά όλος ο κόσμος - συμπεριλαμβανομένης και της μαμάς - έδειχνε κατανόηση, λόγω της κατάστασης που είχε δημιουργήσει στην οικογένειά του ο μπερμπάντης πατέρας.
     Η μαμά δούλευε πολύ, και έκανε και δυο και τρεις δουλειές για να τα βγάλει πέρα, οπότε, αναγκαστικά έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι, και καθώς δεν είχε πού να αφήσει τα παιδιά της, τα άφηνε μόνα τους. Πάντα, όμως, φεύγοντας, τους έλεγε να είναι φρόνιμα και να μην ανοίγουν την πόρτα σε κανέναν, όποιος κι αν ήταν αυτός. Ο κόσμος ήταν γεμάτος κινδύνους, τους έλεγε η μαμά. Και ο μεγαλύτερος από όλους τους κινδύνους ήταν οι λύκοι.
     Τα εφτά κατσικάκια φοβούνταν πολύ τους λύκους και σίγουρα ήθελαν πάρα πολύ να ευχαριστήσουν τη μαμά τους και να είναι όπως τα ιδανικά παιδιά των άλλων μαμάδων, με τα οποία τα σύγκρινε όποτε έκαναν αταξίες, αλλά, όλως περιέργως, η μαμά πάντα έβρισκε το σπίτι άνω-κάτω, όταν επέστρεφε από τη δουλειά της.
     Μια μέρα, πηγαίνοντας στο σχολείο, τα εφτά αδερφάκια είδαν ένα μικρό λυκάκι, που έπαιζε μόνο του μπάσκετ. Είχαν ακούσει ότι οι λύκοι είναι μοναχικά ζώα και ότι δεν τους άρεσε η πολυκοσμία, γι'αυτό και το λυκάκι τους κίνησε την περιέργεια. Όμως θυμούνταν ότι η μαμά τα είχε προειδοποιήσει για τους λύκους και κρύφτηκαν λίγο πιο πέρα για να το παρακολουθήσουν.
     Το λυκάκι ήταν πολύ προσηλωμένο στο παιχνίδι του και δεν είχε καταλάβει ότι το παρακολουθούσαν. Τα κατσικάκια, από την άλλη, το κοίταζαν που έπαιζε και δεν τους φαινόταν και τόσο επικίνδυνο, ίσως επειδή ήταν παιδάκι, σαν κι εκείνα. Εξάλλου, εκείνο ήταν ένα και αυτά ήταν εφτά. Το συζήτησαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους και το αποφάσισαν. Βγήκαν από την κρυψώνα τους και το πλησίασαν.
     - Τι κάνεις εκεί, μόνος σου; του φώναξαν.
     Το λυκάκι τρόμαξε, επειδή νόμιζε ότι ήταν μόνο του, αλλά συνήλθε γρήγορα από την τρομάρα του, μόλις είδε τα εφτά μικρά κατσικάκια.
     - Τι θέλετε εσείς, εδώ; είπε. Καλύτερα να μην πλησιάσετε. Η μαμά μου μου έχει πει να μην πλησιάζω τα άλλα ζώα και κυρίως τα κατσικάκια.
     - Κι εμάς η μαμά μας μας έχει πει να μην πλησιάζουμε τους λύκους, αλλά η μαμά μας λείπει, είπε το μεγαλύτερο κατσικάκι. Λοιπόν, θα μας πεις τι κάνεις;
     - Παίζω μπάσκετ, δεν βλέπετε;
     - Και γιατί παίζεις μόνος σου; Το μπάσκετ είναι ομαδικό παιχνίδι.
     - Δεν έχω παρέα, γι'αυτό.
     - Αδέρφια δεν έχεις, να παίξουν μαζί σου;
     - Έχω, αλλά είναι πολύ μεγαλύτερα από εμένα και προτιμούν να βγαίνουν τα βράδια και να κάνουν καντάδες στα κορίτσια.
     - Κορίτσια, μμμμμμμμ! είπαν τα κατσικάκια, αλλά όχι όλα. Τρία από αυτά ήταν κορίτσια.
     - Γιατί "μμμμμμμμ"; είπαν τα κορίτσια. Δεν ντρέπεστε να μιλάτε έτσι; Θα το πούμε στη μαμά!
     - Αν το πείτε, δεν σας ξανακάνουμε παρέα!
     - Και εμείς θα το πούμε στη μαμά! Αδερφές δεν έχεις; ρώτησαν το λυκάκι.
     - Έχω, δύο. Αλλά ούτε αυτές με κάνουν παρέα, όλο στολίζονται και περιμένουν τις καντάδες των αγοριών.
     Τα κατσικάκια, και τα εφτά, πολύ το λυπήθηκαν το καημένο το λυκάκι, κι ας τσακώνονταν συχνά-πυκνά μεταξύ τους. Εκείνο, το καημένο, ούτε κάποιον για να τσακωθεί δεν είχε.
     - Στο σχολείο πηγαίνετε; ρώτησε το λυκάκι.
     - Ναι... Αλλά, αν θέλεις, θα κάτσουμε να σου κάνουμε παρέα, είπε το μεγαλύτερο από τα κατσικάκια. Είναι κρίμα να παίζεις μόνος σου.
     - Θα μας μαλώσει η δασκάλα, είπε ένα από τα κορίτσια.
     - Εσείς, αν θέλετε, πηγαίνετε, του είπε ένα άλλο από τα αγόρια.
     - Θα το μάθει η μαμά και θα μας βάλει τιμωρία, είπε το πιο μικρό.
     - Άντε, ρε, φοβιτσιάρη! του είπαν τα μεγαλύτερα.
     - Δεν είμαι φοβιτσιάρης!
     - Είσαι.
     - Δεν είμαι!
     - Είσαι!
     - Παιδιά, είπε το λυκάκι, δεν υπάρχει λόγος να μαλώνετε για εμένα. Εγώ έχω συνηθίσει μόνος μου. Πηγαίνετε στο σχολείο και, αν θέλετε, μπορώ να σας περιμένω εδώ μετά το σχόλασμα, να παίξουμε λίγο.
     Έτσι και έγινε, τελικά. Τα κατσικάκια πήγαν στο σχολείο και το μεσημέρι, στο γυρισμό, βρήκαν το λυκάκι στο ίδιο μέρος να τα περιμένει. Και έπιασαν το παιχνίδι.
     - Θα είσαι εδώ και αύριο; ρώτησαν το λυκάκι, λίγη ώρα αργότερα, όταν άκουσαν το ρολόι της εκκλησίας να χτυπάει τρεις. Πρέπει να γυρίσουμε στο σπίτι, όπου να'ναι θα γυρίσει η μαμά και δεν πρέπει να βρει το σπίτι άδειο.
     - Θα είμαι.
     - Εντάξει, τότε, θα τα πούμε αύριο.
     Και τα εφτά κατσικάκια γύρισαν τρέχοντας στο σπίτι. Με το που άφησαν τις σάκες τους, ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα. Στο τσακ πρόλαβαν. 
     - Γεια σας, παιδιά μου, είπε η μαμά. Τι κάνετε; Πώς τα περάσατε στο σχολείο;
     - Καλά, μαμά, είπαν τα κατσικάκια.
     - Δε φάγατε ακόμα; ρώτησε η μαμά, που είδε την κατσαρόλα γεμάτη φαγητό.
     - Χμμμ, όχι, σε περιμέναμε να φάμε μαζί...
     - Α, μα τι καλά παιδάκια έχω εγώ!
     Και η κατσίκα έφαγε μαζί με τα κατσικάκια της, και ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
     Την επόμενη μέρα, τα εφτά αδερφάκια ξανασυνάντησαν το λυκάκι, στον δρόμο προς το σχολείο.
     - Θα μας περιμένεις και σήμερα να παίξουμε; το ρώτησαν.
     - Αμέ! απάντησε εκείνο.
     Από τότε, τα εφτά κατσικάκια και το λυκάκι έγιναν κολλητάρια, και περνούσαν όλο τους τον ελεύθερο χρόνο μαζί του, παίζοντας παιχνίδια. Το αγαπημένο τους παιχνίδι, δε, ήταν το κρυφτό. Τα κατσικάκια πάντα έβρισκαν τις καλύτερες κρυψώνες, αλλά και το λυκάκι κρυβόταν αρκετά καλά.
     Μια μέρα, η μαμά κατσίκα φώναξε τα παιδάκια της και τους είπε:
     - Παιδιά μου, σήμερα θα γυρίσω κατά το βράδυ, επειδή έχω να πάω σε δύο διαφορετικές δουλειές. Θέλω να είστε φρόνιμα, όπως πάντα, να μη χαζεύετε στον δρόμο για το σπίτι, και να μην ανοίξετε σε κανέναν την πόρτα, όποιος κι αν είναι, ό,τι κι αν σας πει, εντάξει;
     - Εντάξει, μαμά! είπαν και τα εφτά με μια φωνή.
     Εκείνη τη μέρα το μάθημα κύλησε πιο ευχάριστα από κάθε άλλη φορά, αφού τα κατσικάκια ήξεραν ότι η μαμά θα αργούσε, οπότε θα είχαν περισσότερο χρόνο για να παίξουν με το λυκάκι.
     - Τι ωραία που θα περάσουμε σήμερα, έλεγαν μεταξύ τους, καθώς πήγαιναν να συναντήσουν το φίλο τους. Θα παίξουμε κρυφτό μέχρι να σκοτεινιάσει.
     - Έχω μια ιδέα! είπε ένα από τα μεγαλύτερα. 
     - Τι ιδέα;
     - Να του κάνουμε πλάκα! Να τον καλέσουμε στο σπίτι για να παίξουμε κρυφτό, να τον βάλουμε να μετρήσει μέχρι το εκατό, και εμείς να μην κρυφτούμε μέσα στο σπίτι, να πάμε να κρυφτούμε αλλού, να μην μπορεί να μας βρει ποτέ! Θα γελάσουμε πολύ!
     - Τέλεια ιδέα! είπαν όλα τα κατσικάκια.
     Βρήκαν το φίλο τους και άρχισαν τα παιχνίδια. Έπαιξαν αρκετή ώρα κυνηγητό, και μετά έπαιξαν και κρυφτό, αλλά τότε το μεγαλύτερο κατσικάκι πρότεινε στο λυκάκι:
     - Θέλεις να έρθεις στο σπίτι μας, να συνεχίσουμε το κρυφτό εκεί, έτσι, για αλλαγή;
     - Δεν ξέρω, είπε το λυκάκι, η μαμά μου δε με αφήνει να πηγαίνω μόνος μου σε σπίτια άλλων.
     - Μα είμαστε φίλοι σου!
     - Ναι, αλλά η μαμά μου δεν το ξέρει.
     - Ούτε η δικιά μας το ξέρει, θα λείπει μέχρι το βράδυ. Έλα, πάμε, θα περάσουμε ωραία, θα δεις!
     - Και αν το μάθει η μαμά μου; Θα με βάλει τιμωρία!
     - Πώς θα το μάθει; Δε θα μας δει κανένας.
     Έτσι, σιγά-σιγά, τα εφτά κατσικάκια έπεισαν το λυκάκι να τα ακολουθήσει στο σπίτι τους.
     - Ποιος τα φυλάει; ρώτησε το λυκάκι.
     - Εσύ, φυσικά, είσαι ο επίτιμος καλεσμένος μας.
     - Μέχρι το είκοσι, έτσι;
     - Α, όχι μέχρι το είκοσι, το σπίτι είναι μικρό και είναι δύσκολο να προλάβουμε να κρυφτούμε καλά τόσο σύντομα, καλύτερα να μετρήσεις μέχρι το εκατό.
     - Εντάξει, είπε το λυκάκι, και γύρισε το πρόσωπό του προς τον τοίχο. Λοιπόν, ξεκινάω: ένα, δύο...
     - Πιο αργά, φώναξε ένα κατσικάκι, μετράς γρήγορα και πάλι δε θα προλάβουμε.
     - Εντάξει. Λοιπόν, ξαναξεκινάω: ένα,... δύο,..., τρία...
     Τα κατσικάκια έγιναν καπνός. Σαν εφτά βολίδες έτρεξαν έξω από το σπίτι και έψαξαν να κρυφτούν. Το ένα κρύφτηκε στην κουφάλα μιας ελιάς, το δεύτερο κρύφτηκε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, το τρίτο κρύφτηκε κάτω από ένα άλλο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, το τέταρτο χώθηκε ανάμεσα σε κάτι τριανταφυλλιές, το πέμπτο κρύφτηκε στην μικρή αποθηκούλα του κήπου, το έκτο κρύφτηκε επάνω σε μια μηλιά, και το έβδομο κρύφτηκε μέσα στο πηγάδι.
     Στο μεταξύ, το λυκάκι είχε τελειώσει το μέτρημα και είχε ξεκινήσει το ψάξιμο. Έψαξε πίσω από τις κουρτίνες, μέσα στα ντουλάπια, κάτω από τα κρεβάτια, κάτω από το τραπέζι, πίσω από τον καναπέ, έψαξε στο σαλόνι, μετά στην κουζίνα, ύστερα στο μπάνιο, και στο τέλος έψαξε και στα υπνοδωμάτια, χωρίς, φυσικά, να βρει κανένα από τα κατσικάκια. Μέχρι και μέσα στο ντουλαπάκι του μεγάλου ρολογιού κοίταξε. Δεν βρήκε κανέναν.
     - Μα πού έχουν κρυφτεί; αναρωτιόταν το λυκάκι. Δεν μπορεί να άνοιξε η γη να τους κατάπιε, κάπου εδώ τριγύρω είναι. 
     Και έκανε το γύρο του σπιτιού, ξανά και ξανά, χωρίς αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, ο ήλιος είχε αρχίσει να κατεβαίνει στον ουρανό και ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει το χρώμα της πορτοκαλόπιτας.
     - Το βρήκα! είπε το λυκάκι, ύστερα από λίγο. Να δεις που θα είναι μέσα στο μπαούλο με τα ασπρόρουχα και, έτσι άσπρα όπως είναι, δεν τα πρόσεξα, όταν το άνοιξα.
     Και πήγε ξανά στο μπαούλο με τα ασπρόρουχα.
     - Σας βρήκα! φώναξε. Φτου... μα, πόσο βαθιά μέσα στο μπαούλο έχετε χωθεί;
     Το λυκάκι άρχισε να βγάζει τα ασπρόρουχα για να ξεσκεπάσει τα κατσικάκια, αλλά τα κατσικάκια δεν ήταν πουθενά.
     - Μήπως είναι στα άπλυτα; αναρωτήθηκε το λυκάκι, αλλά εκείνη ακριβώς την στιγμή ακούστηκε κλειδί στην πόρτα.
     - Παιδιά μου, γύρισα! ακούστηκε η φωνή της κατσίκας. Παιδιά; Πού είστε;
     - Τώρα τι κάνουμε; σκέφτηκε τρομαγμένο το λυκάκι. Ήρθε η μαμά τους, δεν προλαβαίνω ούτε να μαζέψω τα ασπρόρουχα. Πρέπει να κρυφτώ αμέσως.
     Και χωρίς να το καλοσκεφτεί, κρύφτηκε μέσα στο άδειο μπαούλο.
     Στο μεταξύ, η μαμά κατσίκα είχε αρχίσει να ανησυχεί.
     - Παιδιά; Πού είστε; Διαβάζετε;
     Άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου τους, δεν βρήκε κανένα. Πήγε στην κουζίνα, ούτε εκεί υπήρχε κανείς. Το μπάνιο, επίσης, ήταν άδειο.
     - Μήπως δεν γύρισαν στο σπίτι; αναρωτήθηκε ανήσυχη η μαμά κατσίκα.
     Άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου της.
     - Τι ακαταστασία είναι αυτή! είπε η κατσίκα. Ποιος έβγαλε όλα τα ασπρόρουχα από το μπαούλο και τα πέταξε κάτω; Παιδιάααα!
     Ξαφνικά, η μαμά κατσίκα πάγωσε. Κάποιος είχε μπει στο σπίτι! Κάποιος είχε ξεγελάσει τα παιδάκια της και τα είχε πείσει να του ανοίξουν την πόρτα.
     - Να δεις που τα καημένα κρύφτηκαν στο μπαούλο για να γλιτώσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν, σκέφτηκε η μαμά και λιποθύμησε.
     Το λυκάκι άκουσε τον γδούπο που έκανε το σώμα της μαμάς κατσίκας, καθώς έπεσε, και αφού μετά δεν άκουσε ούτε κιχ, σήκωσε δειλά-δειλά το καπάκι του μπαούλου και κοίταξε έξω. Είδε την κατσίκα λιπόθυμη. Ήταν ώρα να το σκάσει. Άνοιξε το μπαούλο και πετάχτηκε έξω.
     - Ποιος είναι εκεί; ακούστηκε η φωνή της κατσίκας, που είχε αρχίσει να συνέρχεται, καθώς το λυκάκι έβγαινε τρέχοντας από την πόρτα της κουζίνας.
     Η κατσίκα σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έτρεξε προς την κουζίνα. Άνοιξε την πόρτα και είδε το λυκάκι να απομακρύνεται τρέχοντας.
     - Λύκος! φώναξε. Συμφορά μου! Τρεχάτε, γειτόνοι! Λύκος! Λύκος!
     Μέσα σε λίγη ώρα οι γείτονες είχαν βγει στον δρόμο.
     - Τι έπαθες, γειτόνισσα; τη ρώτησαν.
     - Εξαφανίστηκαν τα παιδιά μου, είπε εκείνη. Μου τα έφαγε ο λύκος! Τον είδα να τρέχει προς τα εκεί!
     - Πάμε να τον πιάσουμε, τον αχρείο, δεν σέβεται τίποτα; φώναξαν όλοι οι τράγοι της γειτονιάς και, πιάνοντας μπαστούνια και ρόπαλα, άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος που τους έδειξε η κατσίκα.
     - Μαμά, μαμά, ακούστηκε ένα κατσικάκι, που ερχόταν τρέχοντας, εδώ πιο πέρα είδα ένα λυκάκι που έτρεχε προς το δάσος!
     - Στο σπίτι, γρήγορα! φώναξε η μαμά του. Και, από εδώ και πέρα, δε θα ξαναπάς πουθενά μόνο σου! Από του Χάρου τα δόντια γλίτωσες. Ο Θεός μας λυπήθηκε και δεν πάθαμε τα χειρότερα.
     - Πάμε, πάμε, από εκεί, φώναζαν οι τράγοι, να τος, φαίνεται εκεί, στο βάθος, μπήκε μέσα στο δασάκι!
     Τα κατσικάκια, είχαν παραλύσει μέσα στις κρυψώνες τους. Δεν τολμούσαν να βγουν από εκεί, επειδή φοβούνταν την τιμωρία της μαμάς τους, όμως ανησυχούσαν πολύ για το φίλο τους. Όταν τον είχαν καλέσει στο σπίτι τους, δεν είχαν φανταστεί ότι θα τον έβαζαν σε τέτοιο κίνδυνο.
     Πέρασαν μερικά βασανιστικά λεπτά, και η μαμά, που δεν τη βαστούσαν τα πόδια της, μπήκε μέσα στο σπίτι κλαίγοντας. Η γειτονιά είχε ησυχάσει. Τότε τα κατσικάκια βγήκαν από τις κρυψώνες τους.
     - Τι κάνουμε τώρα; ρώτησε το πιο μικρό.
     - Πρέπει να μπούμε στο σπίτι, είπε το πιο μεγάλο.
     - Θα μας μαλώσει η μαμά.
     - Θα χαρεί τόσο που θα μας δει, που μπορεί και να ξεχάσει να μας μαλώσει.
     - Λες;
     - Σίγουρα.
     - Και το λυκάκι; ρώτησε το μικρότερο από τα κορίτσια.
     - Πιστεύω ότι θα καταφέρει να ξεφύγει. Είναι πολύ γρήγορο. Δεν είδατε που πάντα μας κερδίζει στο κυνηγητό;
     Και τα εφτά κατσικάκια μπήκαν στο σπίτι τους. Η μαμά έμεινε άφωνη, όταν τα είδε.
     - Γεια σου, μαμά, είπαν τα κατσικάκια με μια φωνή.
     Και η μαμά λιποθύμησε και πάλι. Τα κατσικάκια τρόμαξαν και άρχισαν να φωνάζουν. Τα κορίτσια άρχισαν να της κάνουν αέρα, και η μαμά συνήλθε και πάλι.
     - Παιδιά μου, είπε, είστε εσείς στ'αλήθεια; Δε σας έφαγε ο λύκος;
     - Όχι, μαμά, καλά είμαστε, είπαν τα παιδιά.
     - Σε ευχαριστώ, Θεέ μου! είπε η μαμά. Δε θα το άντεχα να σας χάσω! Ελάτε να σας κρατήσω στην αγκαλιά μου, σαν ψέμα μου φαίνεται...
      Η μαμά και τα κατσικάκια αγκαλιάστηκαν και έμειναν αγκαλιασμένοι.
     - Και πού ήσασταν όλη αυτή την ώρα; ρώτησε ύστερα από λίγο η μαμά.
     - Παίζαμε κρυφτό, είπε ένα από τα μεγάλα κατσικάκια.
     - Ευτυχώς, είπε η μαμά, ευτυχώς που ήσασταν έξω και παίζατε κρυφτό, αλλιώς ο λύκος που είχε μπει στο σπίτι μας θα σας είχε βρει και θα σας είχε φάει! Δε φαντάζεστε πόσο τρόμαξα, όταν είδα πως είχε μπει λύκος μέσα στο σπίτι μας!
     - Μα αυτός ο λύκος είναι φίλος μας, είπε το πιο μικρό κατσικάκι.
     - Τι βλακείες είναι αυτές; είπε η μαμά.
     - Αλήθεια είναι, είναι φίλος μας και εμείς τον καλέσαμε στο σπίτι.
     - Εσείς τον καλέσατε; Δεν είμαστε καλά! Δε σας έχω πει ότι οι λύκοι είναι επικίνδυνοι και ότι δεν πρέπει να αφήσετε να μπει κανένας στο σπίτι, όποιος κι αν είναι αυτός; Να με πεθάνετε θέλετε;
     - Μα, μαμά, το λυκάκι είναι πολύ καλό, είπαν και τα άλλα κατσικάκια.
     - Να μην ξανακούσω άλλη τέτοια βλακεία! είπε η μαμά. Καλός λύκος δεν υπάρχει, όλος ο κόσμος το ξέρει!
     - Μα είναι φίλος μας!
     - Τι φίλος και κουραφέξαλα; Οι λύκοι είναι κακοί και πρέπει να μένουν μακριά από εμάς, τελεία και παύλα! Αλλά μην ανησυχείτε, τώρα θα τον πιάσουν οι γείτονες και θα τον κάνουν του αλατιού, να δούμε, ξαναπλησιάζει στα σπίτια μας;
     - Μα, μαμά...
     - Μαμούνια! Από εδώ και πέρα, είστε όλοι τιμωρία! Δε θα ξαναμείνετε μόνοι σας ποτέ, θα πηγαίνετε παντού με συνοδεία, μέχρι να πήξει το μυαλό σας! Θα συνεννοηθώ εγώ με τους γείτονες, να σας συνοδεύουν μαζί με τα δικά τους παιδιά, να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Στο δωμάτιό σας τώρα! Και να μην ακούσω κιχ, όλα τα ασπρόρουχα είναι σκορπισμένα στο δωμάτιό μου, πρέπει να βάλω πέντε πλυντήρια μαζεμένα!
     Στο μεταξύ, το λυκάκι έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και, παρ'όλο που ήταν μικρό και χρειαζόταν να σταματάει κάθε λίγο για να ξελαχανιάζει, οι φωνές των τράγων που ήταν στο κατόπι του άρχισαν σιγά-σιγά να ακούγονται όλο και πιο αχνά. Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και αυτό σήμαινε ότι οι τράγοι μάλλον θα σταματούσαν την καταδίωξη πολύ σύντομα, αφού κανείς τους δε θα τολμούσε να μπει βαθιά μέσα στο δάσος, εκεί όπου βρισκόταν το σπίτι του.
     Πράγματι, ύστερα από λίγο οι φωνές σταμάτησαν να ακούγονται και το λυκάκι ηρέμησε λίγο. Φτάνοντας στο σπίτι του, είδε το αναμμένο φως. Η μαμά του το περίμενε.
     - Πού ήσουν τέτοια ώρα; το ρώτησε, μόλις το είδε να μπαίνει. Δε σου έχω πει να μην περιφέρεσαι μόνο σου, τόσες ώρες έξω από το σπίτι;
     - Συγγνώμη, μαμά, ξεχάστηκα, είπε το λυκάκι.
     - Πολύ ξεχνιέσαι, τώρα τελευταία. Σου συμβαίνει τίποτα;
     - Μπα, όχι...
     - Για έλα εδώ, να σε δω λίγο. Σίγουρα δε σου συμβαίνει τίποτα;
     Και τότε το λυκάκι δεν άντεξε και τα είπε όλα στη μαμά του: πώς είχε γνωρίσει τα εφτά κατσικάκια, πώς έκαναν παρέα, πώς τα είχε ακολουθήσει στο σπίτι τους για να παίξουν κρυφτό, πώς το πήρε είδηση η μαμά κατσίκα και πώς όλοι οι τράγοι της γειτονιάς το πήραν στο κυνήγι.
     - Νόμιζα ότι είχα έξυπνο παιδί, αλλά από ό,τι φαίνεται έκανα λάθος! είπε η μαμά του. Δε σου είχα πει να μένεις μακριά από τα άλλα ζώα και, κυρίως, από τα κατσικάκια;
     - Ναι, αλλά τα κατσικάκια δεν είναι κακά, όπως μου έλεγες, είναι φίλοι μου! 
     - Ναι, πολύ καλοί φίλοι είναι, που σε άφησαν να σε πάρουν στο κυνήγι όλοι οι τράγοι της γειτονιάς!
     - Δεν φταίνε οι φίλοι μου γι'αυτό, ίσως θα έπρεπε να μην τρέξω σαν τον κλέφτη, αλλά να καθήσω να τους εξηγήσω...
     - Τι χαζομάρες είναι αυτές που λες; Ποιος θα καθόταν να σε ακούσει; Τα κατσικάκια δε φαίνονταν πουθενά και θα σε πίστευε κανείς τους αν τους έλεγες ότι παίζατε κρυφτό;
     - Γιατί να μη με πιστέψουν; Αφού αυτή είναι η αλήθεια.
     - Τι να την κάνεις την αλήθεια; Δεν σας το έμαθαν στο σχολείο ότι το πιο επικίνδυνο πράγμα σε κάποιον είναι η κακή φήμη που τον συνοδεύει; Λοιπόν, το αποφάσισα: από εδώ και πέρα δε θα πηγαίνεις πουθενά χωρίς συνοδεία.
     - Μα...
     - Μίλησα!
     Έτσι, από εκείνη τη μέρα, και τα κατσικάκια και το λυκάκι βρέθηκαν σε καθεστώς αυξημένης επιτήρησης. Κυκλοφορούσαν πάντα με συνοδεία και δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Και ούτε τα κατσικάκια ξανάπαιξαν κρυφτό εκτός σπιτιού, αλλά ούτε και το λυκάκι έγινε αστέρας του μπάσκετ, όπως ονειρευόταν.

    ΥΓ: Θα νόμιζε κανείς ότι αυτή είναι η πέμπτη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργάνωσε η Woman in blogs, όπου καλούμασταν να αλλάξουμε τα φώτα σε παραμύθια των αδελφών Γκριμ, σε μία προσπάθεια να τα γνωρίσουμε καλύτερα.  Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το συγκεκριμένο δρώμενο έχει τελειώσει εδώ και καιρό, οπότε δεν υπάρχει χώρος για άλλες συμμετοχές. Μόνο που, εδώ και πολύ καιρό, έχω αποκτήσει ειδικότητα στις μη συμμετοχές, οπότε αποφάσισα να γράψω και μία μη συμμετοχή για το συγκεκριμένο δρώμενο. Αυτή τη φορά επέλεξα το παραμύθι με το λύκο και τα εφτά κατσικάκια, κρατώντας την ιδέα του κρυφτού, αλλά μετατρέποντας το λύκο (το λυκάκι, πιο συγκεκριμένα) σε εντελώς αθώο θύμα (και στο αρχικό παραμύθι ο λύκος καταλήγει πνιγμένος, αλλά δεν είναι αθώος, έχει φάει τα κατσικάκια), και κυρίως θύμα των προκαταλήψεων. Δεν μου βγήκε τόσο επιτυχημένο όσο τα προηγούμενα (μπορεί να φταίει και η ζέστη γι'αυτό), αλλά το μήνυμα, νομίζω, το περνάει. 

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Υπό καθεστώς απειλής

 

     Πετάχτηκε από τον ύπνο κάθιδρη. Περίμενε μερικά λεπτά για να σταματήσει η ταχυπαλμία που την είχε πιάσει και πήγε στο μπάνιο. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό της και σαν να συνήλθε λίγο. Ο ίδιος εφιάλτης, πέμπτη μέρα τώρα στη σειρά... Κοίταξε το ρολόι που βρισκόταν στο κομοδίνο. Όπου να'ναι θα χτυπούσε το ξυπνητήρι. Το έκλεισε και σηκώθηκε. Έπρεπε να ετοιμαστεί, για να πάει στη δουλειά.
     Λίγη ώρα αργότερα ήταν κιόλας έτοιμη. Βεβαιώθηκε ότι είχε πάρει όλα της τα πράγματα και άνοιξε την πόρτα να φύγει. Το πόδι της σκόνταψε σε κάτι. Κοίταξε να δει τι ήταν. Ένας λευκός, φουσκωτός φάκελος. Ήταν προφανές πως δεν είχε σταλεί με το ταχυδρομείο. Εκτός από τα γραμματόσημα, απουσίαζε το όνομα του αποστολέα, όπως και του παραλήπτη. Αλλά στη δική της πόρτα το είχαν αφήσει. Άρα, για εκείνην ήταν. Έσκυψε και το μάζεψε. Κάτι σκληρό είχε μέσα.
     Από το μυαλό της πέρασαν ταυτόχρονα διάφορα σενάρια, και αρχικά σκέφτηκε να το αφήσει στο σπίτι μέχρι το απόγευμα, που θα επέστρεφε από τη δουλειά και θα είχε όλο τον χρόνο να το δει με την ησυχία της. Όμως, η περιέργειά της ήταν πολύ μεγάλη, οπότε άνοιξε το φάκελο. Τι ήταν αυτό; Ένα μαγνητοφωνάκι; Πόσα χρόνια είχε να δει ένα τέτοιο! Από τότε που ήταν έφηβη και έβαζε κασέτες στο γουόκμαν για να ακούσει την αγαπημένη της μουσική, πηγαίνοντας στο σχολείο. Και, κοίτα σύμπτωση: το μαγνητοφωνάκι είχε μέσα μια κασέτα!
     Γύρισε μέσα στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ύστερα, πάτησε το play. Ακούστηκε αυτός ο χαρακτηριστικός γρατζουνιστός ήχος των παλιών ηχογραφήσεων, ο γεμάτος παράσιτα. Παράσιτα, που πότε δυνάμωναν και πότε εξασθενούσαν. Αυτό και τίποτα άλλο. Αλλά την στιγμή που το χέρι της πλησίασε να πατήσει το στοπ, μια γυναικεία φωνή ακούστηκε: "Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες." Το χέρι της έμεινε μετέωρο. Από το μαγνητοφωνάκι ακούγονταν και πάλι παράσιτα.
     Τι ήταν αυτό; Κάποιου είδους απειλή; Και από ποιον; Έτσι πρόχειρα μπορούσε να σκεφτεί μερικούς. Ο κύριος Φερφορζέ, παραδείγματος χάριν. Από την αρχή που είχε μετακομίσει στη γειτονιά, αυτός ο βλοσυρός συνταξιούχος ταχυδρόμος δεν είχε σταματήσει να την αγριοκοιτάει, ιδιαίτερα όποτε η τύχη τα έφερνε έτσι ώστε να παρκάρει το αυτοκίνητό της δίπλα στο δικό του. Ή, η κυρία Ντεσανέλ, η ξεπεσμένη αριστοκράτισσα που έμενε στην απέναντι μονοκατοικία, και πίσω από τις κουρτίνες των παραθύρων της παρακολουθούσε όλη τη γειτονιά. Θα μπορούσε, βέβαια, να είναι και η κυρία Φαμφατάλ, η πάλαι ποτέ πρωταγωνίστρια των ταινιών της χρυσής εποχής του γαλλικού κινηματογράφου, αυτή η παλιόγρια με το έντονο κραγιόν και τα πολλά κοσμήματα, με το μικρό, αντιπαθητικό κανίς της, που όλως τυχαίως επέλεγε να κατουράει το δικό της αυτοκίνητο, κάθε φορά που ήταν φρεσκοπλυμένο. Τόσοι πολλοί υποψήφιοι, σε τόσο μικρή απόσταση...
     Προσπάθησε να θυμηθεί όλες τις δυσάρεστες επαφές των τελευταίων ημερών. Με την κυρία Κομιλφό είχαν διαπληκτιστεί για τον κάδο των σκουπιδιών, η κυρία Ντεζολέ την είχε καταβρέξει, τάχα κατά λάθος, την ώρα ακριβώς που είχε καθήσει στον κήπο της για να λιαστεί λίγο, ο κύριος Μακαρόν της είχε πει αυστηρά ότι έπρεπε να κλαδέψει το δέντρο της αυλής της επειδή του έκοβε τη θέα προς το ρολόι της εκκλησίας... Όλοι θα μπορούσαν να της είχαν στείλει αυτό το πακέτο. Και ο κύριος Φερφορζέ λίγο περισσότερο, λόγω πρότερου επαγγελματικού βίου.
     Ξαναγύρισε την κασέτα στην αρχή και ξαναπάτησε το play. Άκουσε την ηχογράφηση πιο προσεκτικά. Δεν ήταν η φωνή της κυρίας Κομιλφό, ούτε της κυρίας Ντεζολέ, ούτε καν της κυρίας Φαμφατάλ. Η γυναίκα που μιλούσε ακουγόταν πολύ νεότερη από τις εκνευριστικές γειτόνισσές της. Κάποιος άλλος πρέπει να τον είχε στείλει το φάκελο. 
     Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε ξανά να αναγνωρίσει τη φωνή. Παρ'όλο που έμοιαζε γνωστή, δεν κατάφερε να την αναγνωρίσει. Λογικά, θα ήταν κάποια φωνή από το μακρινό παρελθόν. Κάποια γνωριμία τόσο παλιά, όσο και το μαγνητοφωνάκι. Αλλά, μια στιγμή: τι ήταν αυτός ο ήχος; Ξαναγύρισε πίσω την κασέτα. Ναι, τώρα τον άκουγε ξεκάθαρα: μια φωνή, σαν από μεγάφωνο που βρισκόταν μακριά, μια φωνή αντρική, με δύναμη υπνωτιστική. Μια τέτοια φωνή ακουγόταν και στον επίμονο εφιάλτη της των τελευταίων ημερών. Τώρα ήξερε. Η φωνή αυτή ήταν η φωνή ενός ιμάμη. Και έκοβε, πλέον, το λαιμό της, ότι τη γυναίκα της ηχογράφησης την είχε γνωρίσει στην Αλγερία.
     Ήταν τότε που ο πατέρας της είχε μετατεθεί στο Αλγέρι για τρία χρόνια, ως υπεύθυνος ενός πολυτελούς ξενοδοχείου του Γαλλικού ομίλου όπου εργαζόταν, και είχε πάρει μαζί του και ολόκληρη την οικογένειά του. Τότε που, μικρό κορίτσι ακόμα, κυκλοφορούσε στους χώρους του ξενοδοχείου όσο πιο διακριτικά γινόταν και έπαιζε με τα παιδιά των καθαριστριών και των γκρουμ στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του μεγάλου γηπέδου γκολφ, προσπαθώντας να γίνει όσο το δυνατόν πιο αόρατη.
     Ποια να ήταν, όμως, η άγνωστη που μιλούσε στο κασετοφωνάκι; Και προς τι ο απειλητικός τόνος του μηνύματος; "Σου μένουν μόνο λίγες μέρες". Μήπως επρόκειτο να την επισκεφτεί, αφού - όπως αποδεικνυόταν - γνώριζε το σπίτι της; Αλλά, όχι, αν ήταν έτσι, γιατί να μην την επισκεφτεί κατευθείαν, παρά να της αφήσει έξω από την πόρτα της το κασετοφωνάκι; Και ποια από όλες τις γνωριμίες της παιδικής της ηλικίας θα ήθελε, άραγε, να την εκδικηθεί; Προσπάθησε να θυμηθεί ονόματα. Αδύνατον, ύστερα από τόσα χρόνια. Έπρεπε να βρει τα πράγματά της από εκείνη την εποχή.
     Πήρε τηλέφωνο στη δουλειά. Προφασίστηκε μία ίωση με συμπτώματα γαστρεντερίτιδας και ζήτησε άδεια. Η Σουζάν, που απάντησε στο τηλέφωνο, της ευχήθηκε τυπικά, και το έκλεισε χωρίς πολλά-πολλά. Ευτυχώς που δεν είχε απαντήσει η Ζυλιέτ, η υπεύθυνη προσωπικού. Αλλιώς, δεν θα την γλίτωνε την ανάκριση. Ξαφνικά, θυμήθηκε κάτι. Έτρεξε στο τραπέζι, όπου βρισκόταν το μαγνητοφωνάκι, και κοίταξε τη μάρκα. Όπως το είχε φανταστεί. Το μαγνητοφωνάκι ήταν ίδιο με εκείνο του αστυνόμου Αμπντελκαντέρ. Πολύ μεγάλη σύμπτωση, ίσως να ήταν και το ίδιο, τώρα που το ξανασκεφτόταν...
     Αυτό οδήγησε την σκέψη της κάπου πιο συγκεκριμένα. Πώς την έλεγαν εκείνη την κοπέλα; Ζαχρά; Λαϊλά; Σαλίμα; Πήγε στο δωμάτιό της. Στη μία άκρη υπήρχε μια πόρτα, που οδηγούσε σε ένα πολύ μικρό, σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν τόσο μικρό και τόσο σκοτεινό, που δεν την εξυπηρετούσε για τίποτα, οπότε το είχε μετατρέψει σε αποθήκη. Ό,τι δεν χρειαζόταν το έβαζε εκεί μέσα και το ξεχνούσε. Εκεί μέσα είχε "πετάξει" και τα πράγματά της από εκείνη την εποχή.
     Αυτό που έψαχνε ήταν μέσα σε ένα κουτί από παπούτσια. Φωτογραφίες, κομματάκια χαρτί με ζωγραφιές ή με αραβικά γράμματα, μια χρωματιστή κορδέλα, δυο βραχιολάκια με χρωματιστές χάντρες, ένας βώλος, κι άλλες φωτογραφίες, ένα γράμμα... Αυτό ήταν. Βιαστικά, λες και την κυνηγούσαν, άνοιξε το γράμμα και άρχισε να διαβάζει...
     - Ράνια την έλεγαν! είπε δυνατά, λες και μιλούσε με κάποιον. Ράνια!
     Αλλά τώρα που ήξερε ποια ήταν η φωνή, είχε καταλάβει επίσης το λόγο για τον απειλητικό τόνο του μηνύματος. Θυμόταν πολύ καλά. Κανείς δεν είχε μιλήσει τότε. Και δεν είχε μιλήσει ούτε εκείνη. Δεν είχε μιλήσει, ούτε όταν ο αστυνόμος Αμπντελκαντέρ είχε τοποθετήσει το μαγνητοφωνάκι μπροστά της και είχε πατήσει το κουμπί εγγραφής.
     - Δεν ξέρω, είχε πει.
     - Η Ράνια λέει ότι ξέρεις πολύ καλά.
     - Δεν ξέρω τίποτα, σας λέω!
     - Και, δηλαδή, η Ράνια λέει ψέματα;
     - ... Δεν ξέρω τι λέει η Ράνια.
     - Λέει ότι ήσουν μπροστά πολλές φορές, όταν ο κύριος Σανμαρτέν τη φώναζε επίμονα στο γραφείο του, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Και εσένα σε είχε φωνάξει, είπε η Ράνια.
     - Δεν είχα πάει στο γραφείο του κυρίου Σανμαρτέν.
     - Δεν είπε ότι είχες πάει, είπε ότι σε είχε φωνάξει. Επίσης, είπε ότι κάθε φορά που σας έβλεπε, προσπαθούσε να βρει αφορμή και να την ακουμπήσει.
     - Δε θυμάμαι, μπορεί...
     - Είπε, επίσης, ότι στις 7 Ιουνίου την είδες που έβγαινε τρέχοντας από το γραφείο του και τη ρώτησες γιατί έτρεχε... Και εκείνη σου τα είπε όλα.
     - Δε θυμάμαι...
     - Δεν μπορεί να μη θυμάσαι, κάτι τέτοιο δεν ξεχνιέται!
     - Δε θυμάμαι.
     - Δηλαδή, ψέματα λέει, όταν κατηγορεί τον κύριο Σανμαρτέν για ασέλγεια σε βάρος της;... Ξέρεις τι σημαίνει ασέλγεια;... Εσένα σε έχει πειράξει ο κύριος Σανμαρτέν; Σε έχει ακουμπήσει με περίεργο τρόπο;
     - Όχι.
     - Λογικό, εσύ είσαι Γαλλίδα. Ενώ η Ράνια, που είναι Αλγερινή... 
     - ...
     - Άκουσέ με, παιδί μου, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, πες την αλήθεια... Η Ράνια είναι φίλη σου, δεν είναι;
     Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
     - Αν ξέρεις κάτι και δεν το λες, η καταγγελία της θα πάει στο αρχείο και ο κύριος Σανμαρτέν θα συνεχίσει τη ζωή του, σαν να μην έγινε τίποτα. Αν, όμως, καταθέσεις και επιβεβαιωθούν τα όσα λέει η Ράνια, ο κύριος Σανμαρτέν θα οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, όπως αρμόζει σε όλους τους εγκληματίες. Αρκεί να πεις τα όσα ξέρεις...
     Και πάλι δεν είχε μιλήσει. Ο αστυνόμος Αμπντελκαντέρ είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την πείσει να μιλήσει, αλλά στο τέλος, όταν πάτησε το στοπ, το μαγνητοφωνάκι δεν είχε καταγράψει τίποτα το επιβαρυντικό για τον κύριο Σανμαρτέν. Ύστερα από ένα μήνα, ο πατέρας της είχε πάρει εκ νέου μετάθεση και είχαν επιστρέψει οικογενειακώς στη Γαλλία. Δεν έμαθε ποτέ τίποτα για την υπόθεση.
     Ξανάβαλε τα πράγματα στο κουτί των παπουτσιών, αλλά δεν μπορούσε να ξαναβάλει μέσα και τις τύψεις, που την κατέκλυσαν. Αν είχε μιλήσει τότε... Γιατί δεν το είχε κάνει; Τι να είχε απογίνει η Ράνια; Πώς είχε ζήσει τη ζωή της; Πολύ άσχημα, προφανώς. Ήταν απόλυτα δικαιολογημένη να της κρατάει κακία. Επειδή, πράγματι της είχε πει τι είχε κάνει ο κύριος Σανμαρτέν: πώς την είχε φωνάξει στο γραφείο του, πώς είχε κλειδώσει την πόρτα, πώς την είχε αρπάξει, πώς την είχε φιμώσει με το ένα χέρι του, ενώ με το άλλο την πασπάτευε βίαια...
     Βγήκε από το σπίτι της και πήρε τους δρόμους. Περπατούσε σαν αλλοπαρμένη, προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό της από τις σκέψεις που το είχαν κατακλύσει. Την έπιασε πονοκέφαλος, αλλά εκείνη συνέχισε να περπατάει. Στο μυαλό της ερχόταν συνέχεια το πρόσωπο της Ράνιας, όταν την είχε δει να βγαίνει τρέχοντας από το γραφείο του κυρίου Σανμαρτέν. Είχε μεγάλα, λυπημένα μάτια η Ράνια...
     Ήταν αργά το βράδυ, όταν επέστρεψε, νηστική και κατάκοπη. Την είχε πάρει την απόφασή της. Δεν θα έφευγε από το σπίτι. Θα καθόταν εκεί, να περιμένει την τιμωρία της. Ήταν το μόνο που της άξιζε, άλλωστε.
     Το επόμενο πρωί, ακούστηκαν σειρήνες. Άνοιξε την πόρτα να δει τι συνέβαινε. Πολλή αστυνομία και πολλά βαν τηλεοπτικών σταθμών ήταν παρκαρισμένα παντού, όπου υπήρχε χώρος, και όπου δεν υπήρχε. Τα είχαν μάθει και εκείνοι; Πώς; Οι κουρτίνες της κυρίας Ντεσανέλ σάλεψαν. Μπήκε ξανά στο σπίτι και άνοιξε την τηλεόραση.
     Όλα τα κανάλια είχαν διακόψει το πρόγραμμά τους και έδειχναν έκτακτη επικαιρότητα. Αναγνώρισε το σπίτι του κυρίου Φερφορζέ. Ο τίτλος της είδησης περνούσε στο επάνω μέρος της οθόνης, με μεγάλα γράμματα: ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΕΚΡΟ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ. ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΒΛΕΠΕΙ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ. ΤΟ ΘΥΜΑ, ΠΡΟΦΑΝΩΣ, ΕΙΧΕ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΔΕΧΟΤΑΝ ΑΠΕΙΛΕΣ. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΠΕΝΤΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ, ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΤΡΙΑ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΑΚΙΑ, ΠΟΥ ΟΛΑ ΠΕΡΙΕΙΧΑΝ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΗΧΗΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΖΗΤΗΣΕ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΙΝΤΕΡΠΟΛ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΝΤΟΠΙΣΤΟΥΝ ΟΙ ΔΡΑΣΤΕΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΔΙΑΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. Έμεινε λες και είχε φάει σφαλιάρα. Ο κύριος Φερφορζέ, κορυφαίο στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών; Για εκείνον ήταν τελικά ο φάκελος με το μαγνητοφωνάκι; 
     - Δεν ήταν για εμένα, σκέφτηκε ανακουφισμένη.
     Την απόφασή της, όμως, εκείνη την είχε πάρει: αυτή τη φορά θα μιλούσε. Και ας ήταν ήδη αργά, και ας είχαν περάσει τόσα χρόνια...

ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στο δρώμενο που διοργανώνει ο Giannis Pit στον διαδικτυακό του χώρο Ηδύποτο. Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: 
"Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.
Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:
"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες".
Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;
Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;
Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.
Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.
Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;"