Ο μικρός δράκος ήταν δυστυχισμένος. Από το πρωί που είχε ξυπνήσει δεν είχε σταματήσει να κλαίει. Καυτά δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του και ύστερα έσταζαν στο πάτωμα κάνοντας πλιτς! πλιτς! Μία παρέα από δέκα μυρμήγκια παρά τρίχα να πνιγούν στη λιμνούλα που δημιουργήθηκε από τα δάκρυά του. Ευτυχώς που το καλοκαίρι είχαν μάθει κολύμπι, στο κάμπινγκ που είχαν πάει για διακοπές.
- Μην κλαις, παιδί μου, έλεγε η μαμά του στο μικρό δράκο, θα πρηστούν τα μάτια σου και δε θα βγεις καλός στις φωτογραφίες.
- Δε με νοιάζει, έλεγε εκείνος και συνέχιζε να κλαίει.
- Μην κλαις και θα σου φτιάξω το φαγητό που σου αρέσει, δρακόσουπα με ραπανάκια.
- Δε με νοιάζει, δε θα φάω! φώναζε και δώσ'του κλάμα.
- Μην κλαις και δε θα σου δώσω το δώρο σου, και είναι τόσο ωραίο!
- Δε με νοιάζει, δε θέλω δώρα!
- Μην κλαις και το απόγευμα θα έρθουν οι φίλοι σου...
- Δε με νοιάζει, δεν έχω φίλους!
Μάταια η μαμά δράκαινα προσπαθούσε να παρηγορήσει το μοναχογιό της, εκείνος ήταν απαρηγόρητος. Η μαμά δράκαινα δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Μια τέτοια μέρα, μέρα γενεθλίων και ο γιος της να είναι τόσο στενοχωρημένος!
Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό, όμως ήταν η πρώτη φορά που ο μικρός δράκος δεν ήθελε να κάνει πάρτυ γενεθλίων. Και ο λόγος; Ήταν απλός: δεν μπορούσε να σβήσει τα κεράκια. Μάταια φυσούσε και ξεφυσούσε, τα κεράκια αντί να σβήνουν άναβαν περισσότερο.
Στα πρώτα του γενέθλια κανένας δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Μικρός είναι, είπαν, και δεν ξέρει ακόμα πώς να σβήνει τα κεριά. Δεν έχει μάθει πώς φυσάνε. Όταν, όμως, στα δεύτερα γενέθλιά του, τα δύο κεράκια της τούρτας άναψαν ολόκληρα μέχρι που κάηκαν τελείως, άρχισαν να το σχολιάζουν. Ναι, εντάξει, πέρυσι ήταν μικρός και δεν ήξερε, φέτος όμως;
Άλλο ένα πάρτυ γενεθλίων έφτασε και ο μικρός δράκος ξαναδοκίμασε να σβήσει τα κεράκια. Άδικος κόπος. Αυτή τη φορά, ίσως επειδή φύσηξε πιο δυνατά, όχι μόνο κάηκαν τα κεριά, άρπαξε και η τούρτα από επάνω και από άσπρη που ήταν έγινε κατάμαυρη. Το δωμάτιο γέμισε καπνό και χρειάστηκε να ανοίξουν τα παράθυρα. Και ήταν χειμώνας και έξω έκανε κρύο. Μεγάλη αποτυχία εκείνο το πάρτυ.
Και μήπως υπήρξε και κανένα πάρτυ γενεθλίων που να είναι επιτυχημένο; Κάθε φορά, όταν πήγαινε να φυσήξει, όσο προσεκτικά και αν φυσούσε, δεν κατάφερνε να σβήσει τα κεριά. Και κάθε φορά το πάρτυ διαλυόταν και τα άλλα παιδιά έφευγαν βιαστικά. Σε δύο περιπτώσεις, εκτός από την τούρτα, πήραν φωτιά και τα κωνικά καπελάκια που η μαμά του είχε αγοράσει για να φορέσουν οι μικροί καλεσμένοι.
Έτσι, λοιπόν, αυτή τη φορά ο μικρός δράκος αποφάσισε ότι δεν ήθελε να κάνει πάρτυ γενεθλίων. Γιατί να το κάνει, άλλωστε, αφού δεν μπορούσε να σβήσει τα κεριά της τούρτας; Κάποια παιδιά είχαν ήδη αρχίσει να τον κοροϊδεύουν. Και, ο καημενούλης, ήταν πολύ ευαίσθητος και δεν άντεχε τα πειράγματα.
Όμως οι μαμάδες είναι πολύ έξυπνα πλάσματα και μπορούν να βρουν λύση σε όλα τα προβλήματα. Έτσι, η μαμά δράκαινα είχε μια καταπληκτική ιδέα και γι'αυτό κλείστηκε στην κουζίνα και δεν άφησε κανέναν να μπει εκεί. Όταν, ύστερα από μερικές ώρες, τελείωσε και βγήκε έξω, πήρε τηλέφωνο στις εφημερίδες και κάλεσε μερικούς δημοσιογράφους. Ύστερα, αφού οι δημοσιογράφοι υποσχέθηκαν ότι θα πήγαιναν στο πάρτυ γενεθλίων του γιου της, πήγε στο δωμάτιό του να του αναγγείλει τα νέα.
- Φέτος θα κάνεις το καλύτερο πάρτυ, του είπε.
- Δε θέλω πάρτυ, σου είπα, είπε εκείνος.
- Σε παρακαλώ, είπε η μαμά δράκαινα, καν'το για εμένα.
- Όχι.
- Μα θα περάσεις ωραία, θα το δεις...
- Δε θέλω, είπα!
- Κάνε μου αυτή τη χάρη, είπε η μαμά δράκαινα, και αν και αυτό το πάρτυ δε σου αρέσει, δε θα σου κάνω άλλο, το υπόσχομαι.
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, και ο μικρός δράκος δεν μπόρεσε να αρνηθεί.
Έτσι, λοιπόν, η μαμά στόλισε το σπίτι και ο μικρός δράκος φόρεσε τα καλά του τα ρούχα, αυτά από δέρμα φιδιού που τόσο του πήγαιναν.
- Κλείσε τα μάτια σου, του είπε η μαμά του, καθώς τον οδηγούσε στο σαλόνι, όπου βρίσκονταν ήδη οι δημοσιογράφοι.
Ο μικρός δράκος υπάκουσε.
- Άνοιξέ τα τώρα και φύσα, είπε η μαμά του.
Ο μικρός δράκος άνοιξε τα μάτια του, και τι να δει; Μπροστά του ήταν ένα μεγάλο πυρέξ. Στο πυρέξ υπήρχε μια βελούδινη, κίτρινη κρέμα, που ήταν σκεπασμένη από ένα στρώμα λαμπερή, κρυσταλλική ζάχαρη.
- Πού είναι η τούρτα; ρώτησε.
- Φύσα! του είπε η μαμά του.
Και τότε, ο μικρός δράκος φύσηξε. Και από το στόμα του βγήκε φωτιά, όπως πάντα. Και η φωτιά έπεσε επάνω στη ζάχαρη, που άναψε κατευθείαν. Και η ζάχαρη έκανε φουσκαλίτσες, πολλές, μικρές φουσκαλίτσες και άλλες, μεγαλύτερες, και το χρώμα της σκούρυνε, και ύστερα κρύωσε απότομα και έγινε μια ωραία, λαχταριστή, καφεκόκκινη καραμέλα.
- Α! φώναξαν γεμάτοι θαυμασμό οι δημοσιογράφοι. Αυτή είναι η μεγαλύτερη κρεμ μπρουλέ που έχουμε δει! Και τι πρωτότυπος τρόπος παρασκευής!
Και δωσ'του να βγάζουν φωτογραφίες και να αναβοσβήνουν τα φλας και έφαγαν όλοι από την κρεμ μπρουλέ, που ήταν πεντανόστιμη, και την επόμενη μέρα όλος ο κόσμος μιλούσε για το πάρτυ γενεθλίων του μικρού δράκου και όλοι ήθελαν να είναι εκεί. Και από τότε, ο μικρός δράκος δεν ξαναέκλαψε τη μέρα των γενεθλίων του, αλλά περίμενε αυτή τη μέρα με ανυπομονησία, όπως με ανυπομονησία την περίμεναν και όλοι οι υπόλοιποι, καθώς σκέφτονταν τη θεσπέσια κρεμ μπρουλέ της μαμάς δράκαινας και τους έτρεχαν τα σάλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question