- Τι έγινε; ρώτησε ανήσυχη η
Γκιουλμπαχάρ, όταν άκουσε τον Αλή να χτυπάει θυμωμένος την πόρτα του σπιτιού.
- Άσε με, βρε
γυναίκα, είπε εκείνος, παρά τρίχα να σκοτωθώ σήμερα...
- Αχ, αφέντη
μου, πώς έγινε αυτό;
- Το χαλί
φταίει! φώναξε ο Αλή και πέταξε ένα σκισμένο χαλί στο πάτωμα. Πιάστηκε σε ένα
καρφί, χωρίς να το καταλάβω, και σκίστηκε, και καθώς ξεκίνησα να φύγω αυτό
άρχισε να ξηλώνεται σιγά-σιγά. Πριν προλάβω να απομακρυνθώ, πέσαμε και οι δύο
κάτω.
- Δοξασμένο
το όνομα του Αλλάχ! είπε η Γκιουλμπαχάρ. Ευτυχώς μας φύλαξε από τα χειρότερα.
- Ναι, είπε
και ο Αλή, φαντάζεσαι τι θα είχε γίνει αν είχα προλάβει να βγω στη λεωφόρο;
Φαντάζεσαι πόσα άλλα χαλιά θα είχαν μπλεχτεί στην ξηλωμένη κλωστή;
- Δε θέλω να
το φανταστώ, είπε εκείνη και έσκυψε να μαζέψει το χαλί.
- Ε, τι
κάνεις εκεί; ρώτησε ο Αλή.
- Το παίρνω
να το πετάξω, είπε η Γκιουλμπαχάρ. Έχει ξηλωθεί τόσο που δεν φτιάχνεται.
- Αχ, γυναίκα
σπάταλη! είπε ο Αλή. Ο πατέρας μου πάντα έλεγε "όλα φτιάχνονται, τίποτα να
μην πετιέται". Και τώρα θέλεις εσύ να πετάξω καινούργιο χαλί;
- Όχι και
καινούργιο, αυτό ήταν προίκα του πατέρα σου, που και εκείνος το κληρονόμησε από
τον δικό του πατέρα, και ποιος ξέρει από ποιον το κληρονόμησε και εκείνος. Αν
το χαλί μπορούσε να μιλήσει, θα σου έλεγε για τότε που το πρωτοπάτησαν τα
πασουμάκια της Χαντιτζά, της γυναίκας του Προφήτη...
-
Υπερβάλλεις, αλλά ακόμα και έτσι, είναι αυτός λόγος να το πετάξω;
- Μα έχει
ξηλωθεί...
- Ε, και; Θα
το πάω στο μάστορα να το φτιάξει. Φέρε μου το πουγκί μου.
- Αχ, άντρα
μου, είσαι δυνατός, είσαι όμορφος, είσαι δουλευταράς, αλλά σοφός δεν είσαι. Δεν
το καταλαβαίνεις ότι το σημερινό σου ατύχημα ήταν ένα μήνυμα που σου έστειλε ο
Αλλάχ; Αρκετά το χρησιμοποίησες αυτό το χαλί, καιρός να πάρεις άλλο. Αλλιώς,
την επόμενη φορά που θα ξηλωθεί, φοβάμαι πως δεν θα την γλιτώσεις.
- Δάγκωσε την
γλώσσα σου, γυναίκα, είπε ο Αλή, και παρ'το απόφαση: το χαλί δεν πετιέται. Έχει
πολλά ταξίδια να κάνει ακόμα.
- Ναι, καλά,
είπε και η Γκιουλμπαχάρ, που έβλεπε ότι ο άντρας της δεν έβαζε μυαλό, θυμάσαι
στο ταξίδι του μέλιτος, που παρά τρίχα να μας πετάξει μέσα στον Ινδικό ωκεανό,
να μας φάνε τα ψάρια;
- Εκεί
έφταιγα εγώ, είπε ο Αλή, δεν είχα προσέξει ότι του είχαν μπερδευτεί τα κρόσσια
στη μια άκρη. Ήμουν και νιόπαντρος βλέπεις, και δεν είχα μάτια για τίποτα άλλο,
παρά μόνο για εσένα.
- Βρε, άσε
τις γαλιφιές, και δε με ρίχνεις! Το καλό που σου θέλω, πάρε ένα καινούργιο
χαλί. Αλλιώς, σύντομα με βλέπω να μένω χήρα, και ποιος θα μας φροντίζει, εμένα
και τα πέντε μας παιδιά;
- Και είναι
λόγος αυτός να ξοδέψω τα ωραία μας λεφτά; Τι θαρρείς, ότι τα λεφτά φυτρώνουν
στα δέντρα; Ενώ με μερικά γρόσια θα κάνω τη δουλειά μου και θα μας μείνουν και
τα λεφτά.
- Καλά μου το
έλεγε η μάνα μου, είπε η Γκιουλμπαχάρ: "όλα γιατρεύονται στον άνθρωπο
παιδί μου, μόνο η τσιγκουνιά δεν γιατρεύεται με τίποτα".
Αλλά ο Αλή
είχε ήδη φορτωθεί στον ώμο το ξηλωμένο χαλί και άνοιγε την πόρτα για να φύγει.
- Πήγαινέ το,
τουλάχιστον, στο Μουσταφά, είπε η Γκιουλμπαχάρ.
- Τι λες, βρε
γυναίκα; Αυτός θα με χρεώσει ένα πουγκί γρόσια!
- Κάνει όμως
καλή δουλειά...
- Ναι, σιγά,
χρυσή κλωστή χρησιμοποιεί; Άκου, στο Μουσταφά! Δεν αγοράζω καλύτερα καινούργιο
χαλί;
- Στα λόγια
μου έρχεσαι, είπε η Γκιουλμπαχάρ.
- Στον Αχμέντ
θα το πάω.
- Τι να σου
πω, άντρα μου, εσύ θα το φας το κεφάλι σου. Δεν βλέπεις που ο Αχμέντ δεν έχει
καθόλου πελατεία; Χαζοί είναι οι άλλοι που δεν επισκευάζουν τα χαλιά τους σε
αυτόν;
- Είναι
λογικό, τώρα ξεκινάει, νέο παιδί είναι.
- Την
επιχείρηση του πατέρα του κληρονόμησε.
- Ε, και;
- Δε σου
φαίνεται περίεργο που ούτε οι πελάτες του πατέρα του δεν πατάνε πια στο μαγαζί
του;
- Είσαι
υπερβολική, είπε ο Αλή. Λοιπόν, εγώ τώρα πηγαίνω...
- Πετάξου και
μέχρι την αγορά να μου πάρεις μπαχαρικά για το κους κους, είπε η Γκιουλμπαχάρ,
για να τον πειράξει. Αλλά, τι λέω, πώς θα πεταχτείς χωρίς χαλί;
Ο Αλή δεν της
απάντησε, αλλά έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Η Γκιουλμπαχάρ αναστέναξε.
- Ο Αλλάχ ας
μας προστατεύσει, είπε και πήγε να μαγειρέψει.
Ο Αλή πήγε με
το χαλί του στο μαγαζί του Αχμέντ. Εκείνος χάρηκε πολύ που τον είδε, ένα μήνα
είχε να δει πελάτη.
- Πόσα θέλεις
για να επισκευάσεις αυτό το χαλί; ρώτησε ο Αλή.
- Από ό,τι
βλέπω, θέλει αρκετή δουλειά, είπε εκείνος. Έχει ξηλωθεί μεγάλο μέρος του.
Τριάντα γρόσια θα μου δώσεις και θα σου το φτιάξω.
- Τριάντα;
είπε ο Αλή. Ε, όχι και τριάντα. Εγώ υπολόγιζα πέντε!
- Να σου κάνω
καλύτερη τιμή τότε, είπε ο Αχμέντ. Δώσε μου είκοσι, αλλά μην το πεις σε κανέναν
και νομίζουν ότι άρχισα τις αγαθοεργίες.
- Είκοσι
γρόσια είναι πολλά, οικογενειάρχης άνθρωπος είμαι, είπε ο Αλή. Να σου δώσω
δέκα, από το υστέρημά μου;
- Με γδύνεις,
είπε ο Αλή, αλλά χαλάλι σου. Θα σου το φτιάξω με δέκα γρόσια. Αλλά τα θέλω όλα
μπροστά.
Έτσι και
έγινε, και ο Αλή έδωσε τα δέκα γρόσια, και ο Αχμέντ τα πήρε, και ο Αλή ήταν
πολύ ικανοποιημένος από το παζάρι που έκανε, και που δε θα έδινε ένα πουγκί
γρόσια στο Μουσταφά, και σιγά, πόσο καλύτερος ήταν ο Μουσταφά πια, και εκείνος
παιδί μάστορα ήταν και ο Αχμέντ παιδί μάστορα ήταν... Και ο Αλή γύρισε στο
σπίτι του πολύ ικανοποιημένος.
- Πότε θα το
πάρεις το χαλί; ρώτησε η Γκιουλμπαχάρ.
- Την
Παρασκευή, είπε ο Αλή.
- Άντε να
δούμε, έχει και παζάρι στο Ισπαχάν την Παρασκευή, να πας να ψωνίσεις που μας
τελειώνουν οι προμήθειες.
- Τι σπάταλη!
σκέφτηκε ο Αλή. Όλο στα ψώνια το έχει το μυαλό της.
Αλλά δεν είπε
τίποτα. Ήταν που η Γκιουλμπαχάρ του είχε φτιάξει και το αγαπημένο του φαγητό,
ιμάμ μπαϊλντί.
Τώρα, όσοι
ξέρουν από χαλιά, γνωρίζουν ότι η κατασκευή των ιπτάμενων χαλιών είναι μία
τέχνη μυστική, που την γνωρίζουν ελάχιστοι και που πηγαίνει από πατέρα σε γιο.
Το μυστικό βρίσκεται στους κόμπους, και συγκεκριμένα σε έναν, στον κόμπο τον
μαγικό. Και είναι αυτός ο κόμπος που κάνει όλη τη δουλειά, και που ο τεχνίτης
πρέπει να ξέρει να τον φτιάχνει με κλειστά μάτια. Και αλίμονο αν λυθεί ο
μαγικός κόμπος. Τότε, το χαλί - είτε είναι στον αέρα είτε όχι - χάνει την
ικανότητά του να πετάει και πέφτει. Ό,τι είχε συμβεί στον Αλή, δηλαδή.
Πέρασαν οι
μέρες και ήρθε η Παρασκευή, και ο Αλή πήγε όλος χαρά να παραλάβει το επιδιορθωμένο
του χαλί. Ο Αχμέντ τον περίμενε, και μάλιστα του το είχε διπλώσει και ωραία,
και του το είχε τυλίξει με ένα βελούδο.
- Το βελούδο
είναι προσφορά του καταστήματος, είπε ο Αχμέντ.
Και ο Αλή
έτρεξε με χαρά στο σπίτι του, με το χαλί το περιτυλιγμένο με βελούδο στον ώμο.
Τώρα θα έβλεπε η γυναίκα του, που τον είχε αμφισβητήσει!
- Λοιπόν,
είπε καμαρωτά, τι έχεις να πεις; Όχι μόνο έφτιαξε το χαλί με δέκα γρόσια μόνο,
αλλά μας κάνει δώρο και αυτό το υπέροχο βελούδο, να το πάρεις να κεντήσεις μαξιλάρια
για το μεγάλο τον οντά.
Η
Γκιουλμπαχάρ δεν είπε τίποτα, εντάξει, μπορεί να είχε κάνει και λάθος.
- Θα
πεταχτείς τώρα μέχρι το Ισπαχάν, να μου πάρεις προμήθειες; τον ρώτησε.
- Φυσικά,
είπε ο Αλή, και ξεδίπλωσε το χαλί. Πάμε! είπε.
Αλλά το χαλί
έμεινε ακίνητο, σαν να ήταν κουφό.
- Πάμε!
ξαναείπε ο Αλή. Πάμε στο Ισπαχάν!
Αλλά το χαλί
έμεινε στη θέση του.
- Τι έγινε;
αναρωτήθηκε ο Αλή. Γιατί δεν πετάει;
- Τι να
έγινε, καημένε; είπε η Γκιουλμπαχάρ. Ο Αχμέντ σε κορόιδεψε. Δεν ξέρει να
φτιάχνει ιπτάμενα χαλιά, αυτό είναι. Γι'αυτό και κανείς δεν πηγαίνει το χαλί
του σε εκείνον, σου τα'λεγα εγώ, δε σου τα'λεγα;
Βέβαια, η
Γκιουλμπαχάρ δεν είχε απόλυτο δίκιο. Ο Αχμέντ δεν είχε πρόθεση να κοροϊδέψει
τον Αλή. Είχε προσπαθήσει να το φτιάξει το χαλί, απλώς δεν τα είχε καταφέρει.
Και αυτό επειδή, παρ'όλα τα μαθήματα που του είχε κάνει ο πατέρας του, αυτός
δεν είχε καταφέρει να μάθει πώς δένεται ο μαγικός κόμπος, πότε τον έδενε
ανάποδα, πότε τον έδενε σε λάθος θέση, και γι'αυτό δεν μπορούσε να φτιάξει
ιπτάμενα χαλιά.
- Θα του το
πάω πίσω, είπε θυμωμένος ο Αλή.
Και μια και
δυο, φορτώθηκε ξανά το χαλί στον ώμο του και πήγε στον Αχμέντ.
- Με
κορόιδεψες, του είπε, δε μου το έφτιαξες το χαλί.
- Πώς δε σου
το έφτιαξα, δε θυμάσαι που ήταν ξηλωμένο; είπε εκείνος.
- Ναι, αλλά
προτού ξηλωθεί πετούσε, ενώ τώρα δεν πετάει!
- Τι να σου
πω, είπε ο Αχμέντ, φαίνεται θα ξηλώθηκε ο μαγικός κόμπος.
- Ε,
φτιάξ'τον! είπε ο Αλή.
- Θα σου τον
έφτιαχνα πολύ ευχαρίστως, είπε ο Αχμέντ, αν μπορούσα να βρω ποιος είναι. Αλλά
πού να τον βρω το μαγικό κόμπο μέσα σε όλους αυτούς τους κόμπους που έχει το
χαλί;
- Και τώρα τι
θα κάνω; είπε ο Αλή. Θέλω να πάω στο Ισπαχάν να ψωνίσω και υπολόγιζα σε αυτό το
χαλί.
- Μπορείς να
νοικιάσεις χαλί από τον Ισμαήλ. Με δέκα γρόσια νοικιάζεις ένα για ολόκληρη τη
μέρα.
- Δέκα
γρόσια; Είναι πολλά, μα τον Προφήτη! Και με το χαλί αυτό τι θα κάνω;
- Α, δεν
ξέρω, αν θέλεις πήγαινέ το στο Μουσταφά. Ίσως εκείνος να μπορεί να τον βρει το
μαγικό κόμπο και να τον φτιάξει. Εγώ δεν μπορώ.
Εγκεφαλικό
πήγε να πάθει ο Αλή. Τόσα λεφτά πεταμένα, το χαλί αχρηστευμένο πια, και θα
έπρεπε είτε να νοικιάσει είτε να αγοράσει καινούργιο... Και τι θα έλεγε στη
γυναίκα του, που θα τον κορόιδευε;
Με βαριά καρδιά
πήγε στο μαγαζί του Γιουσούφ με τα χαλιά, και ύστερα από σκληρά παζάρια
κατάφερε να αγοράσει ένα καινούργιο ιπτάμενο χαλί. Φόρτωσε και το παλιό, το
επιδιορθωμένο του χαλί επάνω στο καινούργιο, και γύρισε στο σπίτι.
- Τι είναι αυτό;
ρώτησε η Γκιουλμπαχάρ. Πήρες καινούργιο χαλί;
- Ναι, είπε ο Αλή,
το σκέφτηκα καλύτερα. Είπα να στρώσουμε το παλιό στο μεγάλο τον οντά. Θα
ταιριάζει πολύ ωραία με τα βελούδινα μαξιλάρια που θα κεντήσεις. Όσο για τις
μετακινήσεις μου, αποφάσισα να αγοράσω ένα άλλο, να μη μου παραπονιέσαι και
εσύ. Βέβαια, μου κόστισε δύο πουγκιά γρόσια, αλλά χαλάλι.
- Πόσο σοφά τα
σκέφτηκες όλα, άντρα μου, είπε η Γκιουλμπαχάρ, που τα κατάλαβε όλα. Θα
πεταχτείς τώρα στο Ισπαχάν να ψωνίσεις;
- Φυσικά, είπε
εκείνος. Δώσε μου τη λίστα με τα ψώνια. Και αν βρω, θα σου φέρω και ένα ρόδο.
Να δεις τι καλό άντρα έχεις.
Η
Γκιουλμπαχάρ χαμογέλασε. Από μέσα της ευχαριστούσε τον Αλλάχ, που με τον ένα ή
τον άλλο τρόπο τα είχε τακτοποιήσει όλα τόσο ωραία.
- Πάμε! είπε
ο Αλή και το χαλί ανυψώθηκε στον αέρα.
Το χαλί με
τον Αλή εξαφανίστηκε και η Γκιουλμπαχάρ πήρε το παλιό χαλί στο μεγάλο τον οντά
και το έστρωσε. Και εκεί παραμένει μέχρι σήμερα, να κάνει παρέα με τα
βελούδινα, κεντητά μαξιλάρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question