Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του
δάσους, ζούσε ένα μικρό αγοράκι με τη μαμά του. Η μαμά του το αγαπούσε πολύ το
αγοράκι της και ανησυχούσε πολύ μην της κρυώσει. Γι’αυτό και του είχε πλέξει
ένα κόκκινο σκουφάκι και το έβαζε να το φοράει συνέχεια. Ο μικρός αγαπούσε κι
αυτός πολύ τη μαμά του και δεν ήθελε να την στενοχωρεί. Γι’αυτό και φορούσε
συνέχεια το κόκκινο σκουφάκι του, και τα παιδιά στο σχολείο τον κορόιδευαν και
τον φώναζαν Κοκκινοσκουφάκη, και ο Κοκκινοσκουφάκης δεν είχε κανέναν φίλο και
περνούσε το διάλειμμα μόνος του, κλωτσώντας πέτρες.
Μια μέρα, η μαμά του Κοκκινοσκουφάκη αρρώστησε βαριά και δεν
μπορούσε ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Φώναξε, λοιπόν, τον γιατρό, και
εκείνος της έγραψε να παίρνει κάτι χάπια. Μόνο πως τα χάπια αυτά τα είχαν στο φαρμακείο
του γειτονικού χωριού, που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του δάσους. Τι να κάνει,
λοιπόν, η μαμά, φώναξε τον Κοκκινοσκουφάκη και του είπε να πάει στο γειτονικό χωριό
να αγοράσει τα χάπια για να της τα φέρει και να γίνει καλά.
- Μόνο να προσέχεις πολύ,
είπε η μαμά. Να μην χαζεύεις στον δρόμο. Είναι ήδη αργά και δεν θέλω να σε
πιάσει η νύχτα μέσα στο δάσος. Να πας γρήγορα, να πάρεις τα χάπια και να
γυρίσεις, και να μην μιλήσεις σε κανέναν στον δρόμο.
- Εντάξει, μαμά, είπε ο
Κοκκινοσκουφάκης, αλλά όπως όλος ο κόσμος ξέρει, όταν ένα παιδί λέει εντάξει
δεν το εννοεί και έτσι ακριβώς.
Βέβαια, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, ο
Κοκκινοσκουφάκης είχε όλη την καλή διάθεση να υπακούσει τη μαμά του. Έφυγε,
λοιπόν, τρέχοντας και ύστερα από λίγη ώρα έφτασε στο γειτονικό χωριό. Πήγε στο
φαρμακείο, αγόρασε τα χάπια της μαμάς του και
πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Επειδή, όμως, ήταν κουρασμένος από το τρέξιμο, τώρα περπατούσε
πιο αργά. Ήταν και η μέρα ωραία και σε λίγο ο Κοκκινοσκουφάκης ξεχάστηκε. Έτσι,
ύστερα από λίγο έτρεχε χοροπηδώντας μέσα στο δάσος κυνηγώντας πεταλούδες και
ψάχνοντας για χελώνες και σαλιγκάρια, και καθόλου δεν σκεφτόταν ότι έπρεπε να
γυρίσει στο σπίτι του.
Ο ήλιος άρχισε να χαμηλώνει στον ουρανό, και το δάσος άρχισε
να σκοτεινιάζει. Τα πουλάκια και όλα τα ζώα του δάσους άρχισαν να μαζεύονται
στις φωλιές τους. Μόνο τότε ο Κοκκινοσκουφάκης θυμήθηκε την άρρωστη μαμά του
και κατάλαβε ότι είχε αργήσει.
Έτρεξε, λοιπόν, για να γυρίσει γρήγορα, αλλά το δάσος ήταν
αρκετά σκοτεινό και δεν μπορούσε να διακρίνει το μονοπάτι. Έψαξε από εδώ, έψαξε
από εκεί, τίποτα. Στο μεταξύ, ο ήλιος έδυσε και ο ουρανός σκοτείνιασε τελείως.
Λίγο αργότερα εμφανίστηκε το φεγγάρι, στρογγυλό σαν τα χάπια που είχε αγοράσει
στο φαρμακείο. Τι μεγάλο που φαινόταν το φεγγάρι! Και τι όμορφο που ήταν,
έτσι ασημένιο μέσα στον κατάμαυρο ουρανό!
Και τότε ακούστηκε ένας ήχος: Ουουουουουουουου! Ο
Κοκκινοσκουφάκης νόμιζε ότι ήταν ο αέρας, αλλά ο αέρας κάνει Βουουοουου και όχι
ουουοουου. Ουουουουουουου! ακούστηκε και πάλι και τότε ο Κοκκινοσκουφάκης
θυμήθηκε: όταν το φεγγάρι ήταν στρογγυλό έβγαιναν οι λυκάνθρωποι και ούρλιαζαν
στο φεγγαρόφωτο.
Φοβήθηκε πολύ και ευτυχώς που δεν είχε πιει πολύ νερό εκείνη
τη μέρα, αλλιώς θα κατουριόταν επάνω του. Τα ουρλιαχτά συνέχιζαν, για την
ακρίβεια όχι απλώς συνέχιζαν αλλά γίνονταν και περισσότερα. Πόσοι λυκάνθρωποι
να υπήρχαν μέσα στο δάσος;
Ο Κοκκινοσκουφάκης άρχισε να ψάχνει μέρος για να κρυφτεί,
αλλά ήταν πολύ δύσκολο να δει πού πήγαινε μέσα στο δάσος. Μπορεί να υπήρχε το
φεγγάρι, αλλά το δάσος ήταν πολύ πυκνό και το φως του φεγγαριού δεν έφτανε
μέχρι μέσα.
Εκεί που έψαχνε να βρει κρυψώνα, ο Κοκκινοσκουφάκης άκουσε
μία φωνή:
- Ε, εσύ, τι ψάχνεις;
Γύρισε τρομαγμένος και κοίταξε. Μπροστά του υπήρχε κάποιος, όμως
δεν ξεχώριζε ποιος ήταν.
- Ποιος είσαι εσύ; ρώτησε ο
Κοκκινοσκουφάκης, παρ’όλη την τρομάρα του.
- Είμαι φίλος.
- Τι φίλος;
- Φίλος. Πώς ξέμεινες τέτοια
ώρα μονάχος στο δάσος;
Και ο Κοκκινοσκουφάκης ξέχασε που του είχε πει η μαμά του να
μην μιλήσει σε κανέναν στον δρόμο και του τα είπε όλα του άγνωστου φίλου.
- Καημένο παιδί, είπε εκείνος,
πόσο ταλαιπωρήθηκες! Αν θέλεις, μπορείς να έρθεις μέχρι το σπίτι μου που είναι
εδώ παραπέρα, να κοιμηθείς μέχρι το πρωί και ύστερα να φύγεις να πας στη μαμά
σου.
- Εντάξει, είπε ο
Κοκκινοσκουφάκης και ακολούθησε τον νέο του φίλο.
Προχώρησαν λίγο και έφτασαν σε
ένα μικρό ξέφωτο. Εκεί δεν υπήρχαν δέντρα για να εμποδίζουν το φως του
φεγγαριού.
- Γιατί είσαι τόσο τριχωτός;
ρώτησε ο Κοκκινοσκουφάκης.
- Για να μην κρυώνω.
Συνέχισαν να περπατάνε και ύστερα
από λίγο έφτασαν σε άλλο ξέφωτο.
- Γιατί έχεις μυτερά αυτιά;
ρώτησε ο Κοκκινοσκουφάκης.
- Επειδή μου τα τραβούσε η
μάνα μου όταν ήμουν μικρός.
Προχώρησαν λίγο ακόμα και τότε ο
Κοκκινοσκουφάκης άρχισε να διακρίνει ένα σπιτάκι.
- Φτάσαμε, είπε ο φίλος.
- Α, μα γιατί έχεις και τόσο
μεγάλο στόμα; ρώτησε ο Κοκκινοσκουφάκης.
- Για να γελάω! είπε ο φίλος,
ουουουουουουουουουχαχαχαχα!.....
Και τότε ο Κοκκινοσκουφάκης
κατάλαβε ότι ο φίλος ήταν λυκάνθρωπος. Το αίμα του πάγωσε και δεν
μπορούσε να κουνηθεί.
- Μη φοβάσαι, του είπε ο λυκάνθρωπος,
δεν θα σε πειράξω. Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους. Εμένα μου αρέσει μόνο να κάνω
αστεία και να γελάω. Οι άλλοι λυκάνθρωποι με κοροϊδεύουν και δεν έχω κανέναν
φίλο.
- Και εμένα με κοροϊδεύουν τα
άλλα παιδιά που φοράω το σκουφί που μου έφτιαξε η μαμά μου, είπε ο
Κοκκινοσκουφάκης.
- Θέλεις να γίνουμε φίλοι;
ρώτησε ο λυκάνθρωπος.
- Ναι, αμέ, είπε ο
Κοκκινοσκουφάκης. Πώς σε λένε;
Και έτσι ξεκίνησε μία φιλία
περίεργη, μία φιλία ασυνήθιστη, αλλά και τόσο αναγκαία για τα δύο μοναχικά πλάσματα,
που από τότε έγιναν πραγματικά αχώριστοι.
Και η μαμά του Κοκκινοσκουφάκη τι
έγινε; Α, η μαμά πήρε τα χάπια και έγινε καλά και τόση ήταν η χαρά της που ο
γιος της απόκτησε έναν φίλο, έστω και λυκάνθρωπο, που έπλεξε ένα κόκκινο
σκουφάκι και για εκείνον.
Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου
Ξέρεις, Πίπημου, λατρεύω αυτές τις ανατροπές, που κάνεις στους κλασικούς μύθους. Δίνεις μια εντελώς διαφορετική οπτική και πλοκή στο κλασικό στόρυ. Με λίγα λόγια ανατρέπεις και διορθώνεις τα κλισέ και τις ετικέτες επανακαθορίζοντας "καλούς" και "κακούς" καθώς, ξέρουμε πια ότι, δεν είναι έτσι δοσμένα απλοϊκά τα πράγματα όπως τα έδιναν τα συντηρητικά κλασικά παραμύθια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην αφήγησή σου, λάτρεψα την εικόνα που έκανες με το φεγγάρι μέσα στο δάσος. Ήταν πανέμορφη.
Την καλησπέρα μου καλή μου φίλη.
Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου, Γιάννη μου!
ΔιαγραφήΠρόκειται για παλιά ιστορία, που γράφτηκε πριν από 7 χρόνια, δε θυμάμαι με ποιά αφορμή. Την βρήκα τυχαία, ενώ έψαχνα για κάτι άλλο που είχα γράψει (την είχα ξεχάσει εντελώς), τη διάβασα, σκέφτηκα ότι ταίριαζε στην Γλωσσοπάθεια και ότι της άξιζε να της δώσω μια ευκαιρία.
Πάντως, όλα τα γνωστά παραμύθια προσφέρονται για τέτοιου είδους δημιουργική επεξεργασία, μέχρι και το πλαίσιο το έχουν έτοιμο.
Να έχεις μια όμορφη εβδομάδα
Έχεις φέρει τα πάνω κάτω κυρία μου!! Τώρα πρέπει να μάθω να λέω τον κοκκινοσκουφάκη αντί της κοκκινοσκουφίτσας;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά και λυκάνθρωπο; Α δεν μπορώ. Πώς να τον εμπιστευτεις; Και ότι λέει γιατί να είναι αλήθεια; Ευτυχώς ο κοκκινοσκουφάκης δεν εξαπατήθηκε και βρήκε ένα νέο φίλο.
Εντάξει, το μήνυμα ελήφθη...να μην κρίνουμε ελαφριά τη καρδία τους άλλους!! Σωστό, αλλά εκείνο του ουουυυυυ στο δάσος με στοίχειωσε!!😍😍
Καλή σου μέρα και καλό καλοκαίρι Πίπη μου
Όχι μόνο τα πάνω κάτω, αλλά και τα πέρα δώθε έχω φέρει, Άννα μου!
ΔιαγραφήΓενικά, μάλλον δεν πρέπει να τους εμπιστεύεσαι και πολύ τους λυκανθρώπους, αλλά, από ό,τι φαίνεται, και σε αυτούς υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Όσο για το ουουουουουου, τι να πω, μπορεί να ήταν κομματάκι τρομακτικό, αλλά ήταν και πολύ ταιριαστό. Εξάλλου, δεν είναι σκέτο ουουουουουουου, είναι ουουουουουουουχαχαχα.
Πάντως, αν ο Κοκκινοσκουφάκης είναι πιο τρομακτικός από την Κοκκινοσκουφίτσα (που την τρώει και ο λύκος, οπότε δεν το νομίζω), μπορείς άνετα να προτιμήσεις την ορίτζιναλ εκδοχή.
Αλλά ξέρω ότι και εσύ είσαι εναλλακτική, από ποιον κρυβόμαστε;
Φιλάκια πολλά και καλό καλοκαίρι και σε εσένα
Εεεεε ναι αυτήν την εκδοχή του κοκκινοσκουφακη Πίππη μου την λάτρεψα ...θα την έλεγα ευχαρίστως στον μικρούλη μας την αποθυκεύω στα προσεχώς, όταν θα μεγαλώσει λίγο παραπάνω...😊προς το παρόν αρχισε τις πρώτες του λεξούλες και καταλαβαίνει τα πάντα!!! του αρέσει να του ψυθιριζεις στο αυτάκι...🎈😃...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαω στην επόμενη χα..χα..
Χαίρομαι που την εγκρίνεις, Ρούλα μου, και ελπίζω να αρέσει και στον μικρούλη σας, όταν του τη διαβάσεις. Εννοείται ότι καταλαβαίνει τα πάντα, τα μικρά μάς πουλάνε και μας αγοράζουν χωρίς καν να παζαρέψουν.
ΔιαγραφήΚαλή συνέχεια