Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Μονομαχίες


    
     Οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου ήρθαν. Και ήρθε και η πρωινή δροσιά, και η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, και το χρώμα του πρωινού έγινε πιο σκοτεινό και οι μέρες μίκρυναν και συνεχίζουν να μικραίνουν... Σε λίγο το καλοκαίρι θα γίνει μια ανάμνηση.
     Μου αρέσει και το φθινόπωρο, ιδιαίτερα στην αρχή του. Πάντα μου άρεσε, κυρίως επειδή θα άνοιγε το σχολείο και θα έβλεπα τους φίλους μου ύστερα από ένα ολόκληρο καλοκαίρι ανεμελιάς και παιχνιδιών στον δρόμο. Πού αυτό το συναίσθημα τώρα πια... Τώρα αυτό που μου λείπει είναι το καλοκαίρι της ανεμελιάς. Η άδεια ίσα που φτάνει για να αρχίσεις να χαλαρώνεις και πάνω εκεί, τσουπ, πρέπει να γυρίσεις στη δουλειά. Ευλογημένα χρόνια της παιδικής ηλικίας!
     Τα περισσότερα παιδικά καλοκαίρια μου τα πέρασα στο σπίτι μου, υπήρξαν όμως και δύο που τα πέρασα στο χωριό της μαμάς μου. Χωράφια ατελείωτα, απόλυτη ελευθερία, πρόβατα, κότες, σκύλοι, γάτες, γαϊδούρια, απουσία τρεχούμενου νερού και ηλεκτρικού ρεύματος, βράδια χρωματισμένα από το αχνό, τρεμουλιαστό φως μιας μικρής λάμπας οινοπνεύματος, ένας ουρανός διάτρητος από αστέρια, βραδυνοί ήχοι από τριζόνια, μεσημεριανοί ήχοι από τζιτζίκια, κρύο το βράδυ, ζέστη τη μέρα, ο φούρνος με τα ξύλα, το ζυμωτό ψωμί, το πικάντικο τυρί του παππού, ο φροντισμένος κήπος της γιαγιάς...
     Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε! Το χωριό δεν είναι το ίδιο, φυσικά. Ο παππούς και η γιαγιά πια δεν υπάρχουν, ούτε το παλιό πλινθόκτιστο σπίτι. Κανείς δεν έχει μείνει να το φροντίζει. Μόνο τα αστέρια συνεχίζουν να είναι το ίδιο πολλά. Και ίσως και τα τριζόνια το βράδυ.
     Είναι ένα φθινοπωρινό μεσημέρι. Περπατάω κοντά στο μετρό. Θέλω να πάω να ψωνίσω και περπατάω βιαστικά. Οι σκέψεις μου, σκέψεις καθημερινές, οι δουλειές που έχω να κάνω σήμερα, αύριο, μεθαύριο... Να μην καθυστερήσω, σκέφτομαι, να προλάβω και το λεωφορείο.
     Και ξαφνικά, εκεί που περπατάω, δέχομαι το πρώτο χτύπημα: μια συκιά γεμίζει τον αέρα με την ιδιαίτερη μυρωδιά της. Και αμέσως μετά, το δεύτερο: μυρωδιά ξερών χόρτων.
     Προτού καλά-καλά το συνειδητοποιήσω, μεταφέρομαι με τη χρονοκάψουλα της μνήμης χιλιόμετρα μακριά. Μεταφέρομαι ξανά στο χωριό της μαμάς. Τα πόδια μου δεν πατάνε πια την σκονισμένη άσφαλτο, πατάνε τα ξερά χόρτα του χωραφιού του παππού. Να και η συκιά, όπου ο παππούς είχε φτιάξει γύρω-γύρω ένα ξύλινο παγκάκι και καθόμασταν το μεσημέρι. Δεν υπάρχει πια αυτή η συκιά. Όμως εγώ νιώθω σα να είναι εκεί, δίπλα μου. Η συκιά, μαζί με το παιδικό μου καλοκαίρι.
     Πόσο δυνατή αλλά υποτιμημένη είναι, τελικά, η όσφρηση! Το ίδιο νοητικό ταξίδι θα ήταν απείρως δυσκολότερο, αν το επιχειρούσα δια της όρασης ή δια της ακοής. Βλέποντας μια φωτογραφία ή ακούγοντας, για παράδειγμα, μαγνητοφωνημένους ήχους από το χωριό, θα μπορούσα να φανταστώ ότι είμαι εκεί, όμως μέσω της όσφρησης η μετάβαση ήταν αμεσότερη και περισσότερο βιωματική.
     Μου προκαλεί έκπληξη η συνειδητοποίηση ότι, τελικά, οι μυρωδιές που μου φέρνουν στο μυαλό το καλοκαίρι είναι η μυρωδιά της συκιάς και των ξερών χόρτων, αντί για την τόσο αγαπημένη μυρωδιά της θάλασσας. Τα καλοκαιρινά, παιδικά μου, θαλασσινά μπάνια τα έχω συνδέσει με τη μυρωδιά του βραστού αυγού, που μας έδινε να φάμε η μαμά μας μετά το μπάνιο. Άβυσος ο εγκέφαλος του ανθρώπου!
     Και, έτσι όπως ένιωσα ότι είναι καλοκαίρι, ξαφνικά, μέσα στο φθινόπωρο, μοιάζει λες και οι δύο εποχές μονομαχούν μέχρις εσχάτων για την κυριαρχία στο χώρο. Προς το παρόν, το καλοκαίρι με μερικές επιδέξιες κινήσεις του σπαθιού, ανάγκασε το φθινόπωρο να υποχωρήσει και να κρυφτεί. Όμως, το φθινόπωρο είναι ξεροκέφαλο, δεν εγκαταλείπει τον αγώνα. Στο επόμενο τετράγωνο οι μυρωδιές αντικαθίστανται από τη μυρωδιά της ασφάλτου και των εξατμίσεων των αυτοκινήτων. Επανέρχομαι στο εδώ και τώρα. Μαγεία ήταν και πέρασε.


Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

To comment or not to comment? That is the question