Το φεγγάρι ξεφύσησε βαριεστημένο.
- Τι βαρεμάρα! είπε και χασμουρήθηκε.
Άλλη μια νύχτα ξεκινούσε. Άλλη μια βόλτα στον σκοτεινό ουρανό, να γυρνάει γύρω από τη γη, μέχρι να έρθει ο ήλιος και να πάρει τα ηνία. Δεν είχε διαλέξει σωστά. "Εύκολη δουλειά, χωρίς πολλές απαιτήσεις", του είχαν πει. "Τη νύχτα ο περισσότερος κόσμος κοιμάται. Ούτε χρειάζεται να προσπαθείς να φωτίσεις περισσότερο, ούτε τίποτα. Ενώ τη μέρα γίνεται χαμός."
- Εντάξει, είχε πει, επιπόλαια, όπως αποδείχτηκε.
Και ανέλαβε εκείνο τη νυχτερινή βάρδια και ο ήλιος την ημερήσια. Όμως, τώρα που το σκεφτόταν καλύτερα, δεν είχε διαλέξει και τόσο σωστά. Τη μέρα υπήρχε περισσότερο ενδιαφέρον. Το βράδυ ήταν όλα σκοτεινά και δεν έβλεπες σχεδόν τίποτα. Όλα είχαν σχεδόν το ίδιο χρώμα: σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο. Με λίγο κοκκινωπό, σκούρο μωβ στο βάθος του ορίζοντα. Ενώ τη μέρα...
Είχε ακούσει ότι τη μέρα τα πάντα ξυπνούσαν και ότι η μέρα είχε πολύ περισσότερη φασαρία από τη νύχτα. Τα χρώματα, επίσης, ήταν πολύ περισσότερα. Πόσο θα ήθελε να δει τα χρώματα της ημέρας!
Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, είχε ήδη επιχειρήσει να επισκεφτεί τη γη τη μέρα, αλλά είχε γίνει αντιληπτό από τους ουρανοφρουρούς και το είχαν επιπλήξει βαρύτατα. Αυτοί οι ουρανοφρουροί ήταν πολύ αυστηροί. Δεν την χάριζαν σε κανέναν. Αφού ένα αστέρι από τον αστερισμό του Τοξότη, που ξεχάστηκε ύστερα από επίσκεψη και βρέθηκε ανάμεσα στα αστέρια της Ανδρομέδας, τιμωρήθηκε με πρόστιμο και μηνιαία στέρηση των ουράνιων μετακινήσεων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στο τέλος του μήνα, το εξόρισαν στον αστερισμό της μικρής Άρκτου, να κάνει αέρα στον Πολικό αστέρα!
Όμως, όταν το φεγγάρι βάλει κάτι στο μυαλό του, δεν σταματάει μέχρι να το καταφέρει. Και αυτήν τη νύχτα, πρόσεξε κάτι ενδιαφέρον: ο ουρανός ήταν καλυμμένος με σύννεφα.
- Το βρήκα! αναφώνησε όλο χαρά και έκανε τα νερά κάτω στη θάλασσα να χορεύουν. Θα περιμένω το πρωί και μόλις έρθει, θα κρυφτώ ανάμεσα στα σύννεφα και θα τα δω όλα, χωρίς εμένα να με δει κανένας.
Με αυτές τις σκέψεις, το φεγγάρι συνέχισε τη μοναχική του βόλτα στον σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο ουρανό. Είδε τους φωτισμένους δρόμους, τα φανάρια, τα φώτα των αυτοκινήτων, τις φωτεινές επιγραφές των κέντρων διασκέδασης. Είδε τις νυχτερίδες, τις κουκουβάγιες, είδε τις νυχτοπεταλούδες. Μύρισε τα νυχτολούλουδα. Όλα εντάξει.
Ένιωσε μεγάλη ταραχή καθώς περίμενε να έρθει η ώρα της επιχείρησης, αλλά όλα φαίνονταν να πηγαίνουν ρολόι. Στο βάθος, άρχισε να χαράζει η αυγή. Τα χρώματα του ουρανού πολλαπλασιάστηκαν. Γαλάζιο, ροζ και κίτρινο ανοιχτό, και άσπρο από τα σύννεφα, που έκαναν τη βόλτα τους αργά και νωχελικά, σφιχταγκαλιασμένα μεταξύ τους, καθώς ήταν όλα αδέρφια, παιδιά του ήλιου και της θάλασσας.
- Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε το φεγγάρι και κρύφτηκε ανάμεσα στα σύννεφα.
Τακτοποιήθηκε όσο πιο καλά μπορούσε και περίμενε να δει πώς ήταν η γη τη μέρα. Και είδε το φως να αλλάζει συνέχεια και είδε τους ανθρώπους που ξυπνούσαν και άκουσε τα πουλιά που κελαηδούσαν και είδε ότι το χρώμα της θάλασσας άλλαζε επίσης και από το θαυμασμό του έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
- Τι έχανα τόσον καιρό, που δεν το τολμούσα! έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Σύννεφα, αδέρφια μου, μη με προδώσετε, σας παρακαλώ. Μείνετε εδώ, γύρω μου, και σφιχταγκαλιαστείτε. Κανένας δε θέλω να με δει.
Κι όμως, αυτή του η επιθυμία διόλου δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς το είδε ένα παιδί. Και το παιδί όχι μόνο το είδε, αλλά πρόλαβε και το έβγαλε και φωτογραφία το φεγγάρι. Και τώρα τι να κάνει το καλό μας το φεγγάρι, που άμα το συλλάβουν οι ουρανοφρουροί, η φωτογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πειστήριο στο δικαστήριο;
- Τι βαρεμάρα! είπε και χασμουρήθηκε.
Άλλη μια νύχτα ξεκινούσε. Άλλη μια βόλτα στον σκοτεινό ουρανό, να γυρνάει γύρω από τη γη, μέχρι να έρθει ο ήλιος και να πάρει τα ηνία. Δεν είχε διαλέξει σωστά. "Εύκολη δουλειά, χωρίς πολλές απαιτήσεις", του είχαν πει. "Τη νύχτα ο περισσότερος κόσμος κοιμάται. Ούτε χρειάζεται να προσπαθείς να φωτίσεις περισσότερο, ούτε τίποτα. Ενώ τη μέρα γίνεται χαμός."
- Εντάξει, είχε πει, επιπόλαια, όπως αποδείχτηκε.
Και ανέλαβε εκείνο τη νυχτερινή βάρδια και ο ήλιος την ημερήσια. Όμως, τώρα που το σκεφτόταν καλύτερα, δεν είχε διαλέξει και τόσο σωστά. Τη μέρα υπήρχε περισσότερο ενδιαφέρον. Το βράδυ ήταν όλα σκοτεινά και δεν έβλεπες σχεδόν τίποτα. Όλα είχαν σχεδόν το ίδιο χρώμα: σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο. Με λίγο κοκκινωπό, σκούρο μωβ στο βάθος του ορίζοντα. Ενώ τη μέρα...
Είχε ακούσει ότι τη μέρα τα πάντα ξυπνούσαν και ότι η μέρα είχε πολύ περισσότερη φασαρία από τη νύχτα. Τα χρώματα, επίσης, ήταν πολύ περισσότερα. Πόσο θα ήθελε να δει τα χρώματα της ημέρας!
Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, είχε ήδη επιχειρήσει να επισκεφτεί τη γη τη μέρα, αλλά είχε γίνει αντιληπτό από τους ουρανοφρουρούς και το είχαν επιπλήξει βαρύτατα. Αυτοί οι ουρανοφρουροί ήταν πολύ αυστηροί. Δεν την χάριζαν σε κανέναν. Αφού ένα αστέρι από τον αστερισμό του Τοξότη, που ξεχάστηκε ύστερα από επίσκεψη και βρέθηκε ανάμεσα στα αστέρια της Ανδρομέδας, τιμωρήθηκε με πρόστιμο και μηνιαία στέρηση των ουράνιων μετακινήσεων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στο τέλος του μήνα, το εξόρισαν στον αστερισμό της μικρής Άρκτου, να κάνει αέρα στον Πολικό αστέρα!
Όμως, όταν το φεγγάρι βάλει κάτι στο μυαλό του, δεν σταματάει μέχρι να το καταφέρει. Και αυτήν τη νύχτα, πρόσεξε κάτι ενδιαφέρον: ο ουρανός ήταν καλυμμένος με σύννεφα.
- Το βρήκα! αναφώνησε όλο χαρά και έκανε τα νερά κάτω στη θάλασσα να χορεύουν. Θα περιμένω το πρωί και μόλις έρθει, θα κρυφτώ ανάμεσα στα σύννεφα και θα τα δω όλα, χωρίς εμένα να με δει κανένας.
Με αυτές τις σκέψεις, το φεγγάρι συνέχισε τη μοναχική του βόλτα στον σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο ουρανό. Είδε τους φωτισμένους δρόμους, τα φανάρια, τα φώτα των αυτοκινήτων, τις φωτεινές επιγραφές των κέντρων διασκέδασης. Είδε τις νυχτερίδες, τις κουκουβάγιες, είδε τις νυχτοπεταλούδες. Μύρισε τα νυχτολούλουδα. Όλα εντάξει.
Ένιωσε μεγάλη ταραχή καθώς περίμενε να έρθει η ώρα της επιχείρησης, αλλά όλα φαίνονταν να πηγαίνουν ρολόι. Στο βάθος, άρχισε να χαράζει η αυγή. Τα χρώματα του ουρανού πολλαπλασιάστηκαν. Γαλάζιο, ροζ και κίτρινο ανοιχτό, και άσπρο από τα σύννεφα, που έκαναν τη βόλτα τους αργά και νωχελικά, σφιχταγκαλιασμένα μεταξύ τους, καθώς ήταν όλα αδέρφια, παιδιά του ήλιου και της θάλασσας.
- Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε το φεγγάρι και κρύφτηκε ανάμεσα στα σύννεφα.
Τακτοποιήθηκε όσο πιο καλά μπορούσε και περίμενε να δει πώς ήταν η γη τη μέρα. Και είδε το φως να αλλάζει συνέχεια και είδε τους ανθρώπους που ξυπνούσαν και άκουσε τα πουλιά που κελαηδούσαν και είδε ότι το χρώμα της θάλασσας άλλαζε επίσης και από το θαυμασμό του έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
- Τι έχανα τόσον καιρό, που δεν το τολμούσα! έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Σύννεφα, αδέρφια μου, μη με προδώσετε, σας παρακαλώ. Μείνετε εδώ, γύρω μου, και σφιχταγκαλιαστείτε. Κανένας δε θέλω να με δει.
Κι όμως, αυτή του η επιθυμία διόλου δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς το είδε ένα παιδί. Και το παιδί όχι μόνο το είδε, αλλά πρόλαβε και το έβγαλε και φωτογραφία το φεγγάρι. Και τώρα τι να κάνει το καλό μας το φεγγάρι, που άμα το συλλάβουν οι ουρανοφρουροί, η φωτογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πειστήριο στο δικαστήριο;
Σημ: Η φωτογραφία είναι δικιά μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question