Και έρχεται αυτή η ώρα. Η ώρα που δεν επιθυμείς καθόλου. Έξω κάνει ζέστη, τα τζιτζίκια ακούγονται τόσο δυνατά που καλύπτουν τον ήχο των αυτοκινήτων, και τα ρούχα βρίσκονται εκεί που τα είδες τελευταία φορά: μέσα στη λεκάνη και περιμένουν να σιδερωθούν.
Αναρωτιέσαι ποιος ανακάλυψε το σιδέρωμα. Κάποιος που μισούσε τις γυναίκες, προφανώς. Και τι πειράζουν μερικές ζάρες; Οι ρυτίδες στο πρόσωπο δίνουν γοητεία, γιατί όχι και στα ρούχα; Αλλά το ξέρεις ότι όλα αυτά είναι βλακείες. Είναι προφάσεις για να αναβάλεις αυτό που έχεις αναβάλει τόσες μέρες. Πάρ'το απόφαση, δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς.
Με βαριά καρδιά ανοίγεις τη σιδερώστρα, παίρνεις τη λεκάνη με τα ρούχα και ύστερα το σίδερο. Τι αντιπαθητικό που είναι! Αλλά, τι είναι αυτό; Η ατυχία σου δεν περιγράφεται! Θέλει καθάρισμα. Πότε λερώθηκε η πλάκα του και δεν το πήρες είδηση;
Παίρνεις ένα πανί και αρχίζεις να τρίβεις την πλάκα. Τρίβεις, τρίβεις, αδύνατο να καθαρίσει. Εσύ όμως επιμένεις. Τρίβεις με τόση επιμονή που η πλάκα αρχίζει να βγάζει καπνό. Αλλά ο λεκές συνεχίζει να είναι εκεί, έστω κι αν τώρα φαίνεται λίγο αχνός, ίσως και από τον καπνό.
- Δε σιδερώνουν έτσι, ακούς τότε μια φωνή ή νομίζεις ότι ακούς μια φωνή.
Δε δίνεις σημασία και συνεχίζεις να τρίβεις.
- Αν συνεχίσεις έτσι, δεν πρόκειται να τελειώσεις ποτέ. Άσε με εμένα που ξέρω...
Αυτή τη φορά δεν ήταν η ιδέα σου, είσαι σίγουρη ότι άκουσες τη φωνή. Ναι, βέβαια, αλλά ποιος μπήκε στο σπίτι; Θυμάσαι πολύ καλά ότι πόρτες και παράθυρα είναι κλειστά... Νιώθεις τους παλμούς σου να ανεβαίνουν. Γυρνάς προς την κατεύθυνση της φωνής και τότε την βλέπεις.
Είναι ντυμένη πολύ απλά, με ένα βαμβακερό, λουλουδάτο φόρεμα. Όμορφη κοπέλα, αλλά τι είναι αυτό που προεξέχει στους ώμους της;
- Άσε με εμένα, ξαναλέει και σου χαμογελάει, ενώ δύο μικρά φτεράκια - αυτά είναι που προεξέχουν - πεταρίζουν κάνοντας φρτ-φρτ.
Μένεις άναυδη. Πού είναι το κινητό να βγάλω μια φωτογραφία; Όμως, έχεις χαζέψει, δεν μπορείς να κουνήσεις ρούπι από τη θέση σου.
Εκείνη γελάει. Το γέλιο της μοιάζει με τον ήχο των τζιτζικιών.
- Καλά, λέει, δεν έχεις δει ποτέ σου νεράιδα;
Λέξη εσύ. Κι αν σου κλέψει τη μιλιά; Στα παραδοσιακά παραμύθια οι νεράιδες κλέβουν τη μιλιά των ανθρώπων... Μα, τι σκέψεις είναι αυτές; Τα πιστεύεις αυτά που σκέφτεσαι;
- Καλά, αν θέλεις, μη μιλάς, συνεχίζει η νεράιδα. Θα κάνω τη δουλειά μου και θα φύγω.
Τεντώνει το χέρι της και βλέπεις ότι κρατάει ένα ραβδάκι. Δεν έχει αστέρι στην άκρη. Είναι ένα απλό ραβδί. Δηλαδή, όχι και τόσο απλό... Η νεράιδα ακουμπάει με το ραβδί της τα ρούχα που βρίσκονται στη λεκάνη και εκείνα ζωντανεύουν! Μήπως ονειρεύεσαι; Αλλά, όχι, να, ακούγονται και τα τζιτζίκια.
Ένα-ένα, τα ρούχα πετάνε στον αέρα, τεντώνονται καλά-καλά, και ύστερα διπλώνονται προσεκτικά και τοποθετούνται το ένα επάνω στο άλλο. Τόσο απλά...
- Ορίστε και το τελευταίο, λέει η νεράιδα και κρύβει το ραβδάκι.
Είναι τόσο γλυκιά, έτσι που σου χαμογελάει, δεν μπορεί να είναι κακιά, λες στ'αλήθεια να κλέβει τη μιλιά;
- Ευχαριστώ, λες ύστερα από πολλή σκέψη.
- Παρακαλώ, λέει εκείνη. Δεν κάνει τίποτα.
Παίρνεις θάρρος και συνεχίζεις.
- Και πώς το ήξερες και ήρθες;
- Δεν το ήξερα, λέει. Εσύ με κάλεσες.
- Εγώ; Πώς;
- Δε θυμάσαι που έτριψες την πλάκα του σίδερου και έβγαλε καπνό;
Φυσικά και θυμάσαι. Έτσι, λοιπόν, λειτουργεί και το σίδερο; Σαν το λυχνάρι του Αλαντίν;
- Είμαι η νεράιδα του σίδερου, λέει η νεράιδα. Κάθε φορά που θα χρειαστείς τη βοήθειά μου, αρκεί να τρίψεις την πλάκα του σίδερου και εγώ θα έρθω αμέσως.
Χαμογελάει, ακούς ένα φουπ! και η νεράιδα εξαφανίζεται, αφήνοντας στη θέση της ένα συννεφάκι που διαλύεται γρήγορα.
Μένεις μόνη σου, με τα σιδερωμένα ρούχα σου και με το σίδερο, του οποίου η πλάκα συνεχίζει να είναι λερωμένη. Αλλά τι σημασία έχει πια αυτό; Εσύ την βρήκες τη λύση, είναι η νεράιδα του σίδερου, για φαντάσου, υπάρχουν νεράιδες και εσύ μόλις συνάντησες μία, τι τύχη...
Και τότε, σου έρχεται η πιο καταπληκτική ιδέα από όλες: να δεις που θα υπάρχουν κι άλλες νεράιδες, πολλές, μία για κάθε δουλειά του σπιτιού, η νεράιδα της μπουγάδας, η νεράιδα της φασίνας, η νεράιδα της σκόνης... Και, να δεις, με κάποιον τρόπο θα πρέπει να μπορέσεις να τις καλέσεις και εκείνες. Τρίβοντας το πλυντήριο, μήπως; Τρίβοντας την σκούπα; Το ξεσκονόπανο; Την σφουγγαρίστρα; Και τρίβεις, και τρίβεις, και κάνει και ζέστη, και έχεις αρχίσει να ιδρώνεις, αλλά καμία νεράιδα δεν εμφανίζεται... Και όλο και περισσότερο τρίβεις, και όλο και περισσότερο ζεσταίνεσαι, και όλο και περισσότερο ιδρώνεις...
Και τότε ξυπνάς. Πάλι σε πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Και τα ρούχα είναι εκεί, μέσα στη λεκάνη και σε κοιτάζουν. Ασιδέρωτα.
Αναρωτιέσαι ποιος ανακάλυψε το σιδέρωμα. Κάποιος που μισούσε τις γυναίκες, προφανώς. Και τι πειράζουν μερικές ζάρες; Οι ρυτίδες στο πρόσωπο δίνουν γοητεία, γιατί όχι και στα ρούχα; Αλλά το ξέρεις ότι όλα αυτά είναι βλακείες. Είναι προφάσεις για να αναβάλεις αυτό που έχεις αναβάλει τόσες μέρες. Πάρ'το απόφαση, δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς.
Με βαριά καρδιά ανοίγεις τη σιδερώστρα, παίρνεις τη λεκάνη με τα ρούχα και ύστερα το σίδερο. Τι αντιπαθητικό που είναι! Αλλά, τι είναι αυτό; Η ατυχία σου δεν περιγράφεται! Θέλει καθάρισμα. Πότε λερώθηκε η πλάκα του και δεν το πήρες είδηση;
Παίρνεις ένα πανί και αρχίζεις να τρίβεις την πλάκα. Τρίβεις, τρίβεις, αδύνατο να καθαρίσει. Εσύ όμως επιμένεις. Τρίβεις με τόση επιμονή που η πλάκα αρχίζει να βγάζει καπνό. Αλλά ο λεκές συνεχίζει να είναι εκεί, έστω κι αν τώρα φαίνεται λίγο αχνός, ίσως και από τον καπνό.
- Δε σιδερώνουν έτσι, ακούς τότε μια φωνή ή νομίζεις ότι ακούς μια φωνή.
Δε δίνεις σημασία και συνεχίζεις να τρίβεις.
- Αν συνεχίσεις έτσι, δεν πρόκειται να τελειώσεις ποτέ. Άσε με εμένα που ξέρω...
Αυτή τη φορά δεν ήταν η ιδέα σου, είσαι σίγουρη ότι άκουσες τη φωνή. Ναι, βέβαια, αλλά ποιος μπήκε στο σπίτι; Θυμάσαι πολύ καλά ότι πόρτες και παράθυρα είναι κλειστά... Νιώθεις τους παλμούς σου να ανεβαίνουν. Γυρνάς προς την κατεύθυνση της φωνής και τότε την βλέπεις.
Είναι ντυμένη πολύ απλά, με ένα βαμβακερό, λουλουδάτο φόρεμα. Όμορφη κοπέλα, αλλά τι είναι αυτό που προεξέχει στους ώμους της;
- Άσε με εμένα, ξαναλέει και σου χαμογελάει, ενώ δύο μικρά φτεράκια - αυτά είναι που προεξέχουν - πεταρίζουν κάνοντας φρτ-φρτ.
Μένεις άναυδη. Πού είναι το κινητό να βγάλω μια φωτογραφία; Όμως, έχεις χαζέψει, δεν μπορείς να κουνήσεις ρούπι από τη θέση σου.
Εκείνη γελάει. Το γέλιο της μοιάζει με τον ήχο των τζιτζικιών.
- Καλά, λέει, δεν έχεις δει ποτέ σου νεράιδα;
Λέξη εσύ. Κι αν σου κλέψει τη μιλιά; Στα παραδοσιακά παραμύθια οι νεράιδες κλέβουν τη μιλιά των ανθρώπων... Μα, τι σκέψεις είναι αυτές; Τα πιστεύεις αυτά που σκέφτεσαι;
- Καλά, αν θέλεις, μη μιλάς, συνεχίζει η νεράιδα. Θα κάνω τη δουλειά μου και θα φύγω.
Τεντώνει το χέρι της και βλέπεις ότι κρατάει ένα ραβδάκι. Δεν έχει αστέρι στην άκρη. Είναι ένα απλό ραβδί. Δηλαδή, όχι και τόσο απλό... Η νεράιδα ακουμπάει με το ραβδί της τα ρούχα που βρίσκονται στη λεκάνη και εκείνα ζωντανεύουν! Μήπως ονειρεύεσαι; Αλλά, όχι, να, ακούγονται και τα τζιτζίκια.
Ένα-ένα, τα ρούχα πετάνε στον αέρα, τεντώνονται καλά-καλά, και ύστερα διπλώνονται προσεκτικά και τοποθετούνται το ένα επάνω στο άλλο. Τόσο απλά...
- Ορίστε και το τελευταίο, λέει η νεράιδα και κρύβει το ραβδάκι.
Είναι τόσο γλυκιά, έτσι που σου χαμογελάει, δεν μπορεί να είναι κακιά, λες στ'αλήθεια να κλέβει τη μιλιά;
- Ευχαριστώ, λες ύστερα από πολλή σκέψη.
- Παρακαλώ, λέει εκείνη. Δεν κάνει τίποτα.
Παίρνεις θάρρος και συνεχίζεις.
- Και πώς το ήξερες και ήρθες;
- Δεν το ήξερα, λέει. Εσύ με κάλεσες.
- Εγώ; Πώς;
- Δε θυμάσαι που έτριψες την πλάκα του σίδερου και έβγαλε καπνό;
Φυσικά και θυμάσαι. Έτσι, λοιπόν, λειτουργεί και το σίδερο; Σαν το λυχνάρι του Αλαντίν;
- Είμαι η νεράιδα του σίδερου, λέει η νεράιδα. Κάθε φορά που θα χρειαστείς τη βοήθειά μου, αρκεί να τρίψεις την πλάκα του σίδερου και εγώ θα έρθω αμέσως.
Χαμογελάει, ακούς ένα φουπ! και η νεράιδα εξαφανίζεται, αφήνοντας στη θέση της ένα συννεφάκι που διαλύεται γρήγορα.
Μένεις μόνη σου, με τα σιδερωμένα ρούχα σου και με το σίδερο, του οποίου η πλάκα συνεχίζει να είναι λερωμένη. Αλλά τι σημασία έχει πια αυτό; Εσύ την βρήκες τη λύση, είναι η νεράιδα του σίδερου, για φαντάσου, υπάρχουν νεράιδες και εσύ μόλις συνάντησες μία, τι τύχη...
Και τότε, σου έρχεται η πιο καταπληκτική ιδέα από όλες: να δεις που θα υπάρχουν κι άλλες νεράιδες, πολλές, μία για κάθε δουλειά του σπιτιού, η νεράιδα της μπουγάδας, η νεράιδα της φασίνας, η νεράιδα της σκόνης... Και, να δεις, με κάποιον τρόπο θα πρέπει να μπορέσεις να τις καλέσεις και εκείνες. Τρίβοντας το πλυντήριο, μήπως; Τρίβοντας την σκούπα; Το ξεσκονόπανο; Την σφουγγαρίστρα; Και τρίβεις, και τρίβεις, και κάνει και ζέστη, και έχεις αρχίσει να ιδρώνεις, αλλά καμία νεράιδα δεν εμφανίζεται... Και όλο και περισσότερο τρίβεις, και όλο και περισσότερο ζεσταίνεσαι, και όλο και περισσότερο ιδρώνεις...
Και τότε ξυπνάς. Πάλι σε πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Και τα ρούχα είναι εκεί, μέσα στη λεκάνη και σε κοιτάζουν. Ασιδέρωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question