Σήμερα ανακάλυψα ότι ο καναπές μου είναι στην πραγματικότητα μία πρώτης τάξης χρονομηχανή. Δεν εξηγείται αλλιώς, πώς κοιμήθηκα επάνω του Δευτέρα και ξύπνησα Παρασκευή! Ή, μάλλον, για να ακριβολογήσω, αυτήν την αίσθηση είχα όταν ξύπνησα: ότι ήταν Παρασκευή. Έτοιμη ήμουν να κάνω το πρόγραμμα του Σαββάτου, όταν συνειδητοποίησα ότι ήταν ακόμα Δευτέρα βράδυ!
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ο καναπές μου, αν δεν είναι χρονομηχανή, είναι τουλάχιστον μαγικός και, άρα, θα πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική όταν αποκοιμιέμαι επάνω του. Θα πρέπει, για καλό και για κακό, να έχω δίπλα μου πάντα ένα ημερολόγιο, για να βρίσκω τη σωστή μέρα, όταν ξυπνάω. Και ίσως, ακόμα και έτσι, να χρειάζεται να διασταυρώσω την πληροφορία και με άλλες πηγές.
Βέβαια, όταν το ξανασκέφτηκα, λίγο αργότερα - που είχα ξυπνήσει για τα καλά - είδα ότι ίσως η αιτία να ήταν πιο απλή, και τελικά σκέφτηκα ότι μάλλον έφταιγε η ζέστη.
Επειδή είναι αλήθεια, κάνει ζέστη. Ζέστη που τη νιώθεις παντού τριγύρω, στον αέρα, στα αντικείμενα, στο δέρμα σου, παντού...
Και αφού αναγνώρισα τη σοβαρότητα της κατάστασης, αποφάσισα να φέρω τον σκλάβο να μου κάνει αέρα. Ξέρω, ξέρω, έχω ζαλίσει τους πάντες με τα περί ελευθερίας και δημοκρατίας, αλλά ναι, το ομολογώ, έχω έναν σκλάβο. Η αλήθεια, δε, είναι ότι δεν τον αγόρασα εγώ από το σκλαβοπάζαρο, άλλος τον αγόρασε και μου τον πρόσφερε ως δώρο.
Και να σκεφτεί κανείς ότι στην αρχή δεν τον ήθελα... Κι όμως, να που χρειάζεται ένας σκλάβος. Ξέρετε, από εκείνους που κρατάνε εκείνες τις τεράστιες βεντάλιες από φτερά και κάνουν αέρα δροσίζοντας τα αφεντικά. Ένας τέτοιος σκλάβος τελικά χρειάζεται.
Φυσικά, προσπαθώ να μην τον πολυεκμεταλλεύομαι. Προσπαθώ να ζητάω τις υπηρεσίες του όσο πιο σπάνια γίνεται, αλλά σήμερα το αποφάσισα: ήρθε η ώρα του σκλάβου.
Και μη φανταστείτε ότι ο σκλάβος μου είναι κανένας σωματαράς μαύρος, με κρίκο στο αυτί και τουρμπάνι. Όχι, όχι, αυτά μόνο στις ταινίες. Ο δικός μου ο σκλάβος είναι κοντούλης, νάνος θα έλεγε κανείς, και ανοιχτόχρωμος. Τη δουλειά του όμως την κάνει και αυτό είναι το σημαντικό.
- Αέρα, παρακαλώ, του είπα όταν τον ανέβασα από την αποθήκη, όπου ήταν ξαπλωμένος.
- Πόσο δυνατό; με ρώτησε.
- Αρκετά, απάντησα.
- Έτσι είναι καλά; ρώτησε.
- Τέλεια! Αλλά μην κουνιέσαι πέρα-δώθε, να κάνεις αέρα σταθερά προς τη μεριά μου.
- Μάλιστα, κυρία, μου είπε και επιδόθηκε στο έργο του.
Και ο αέρας δρόσισε σχεδόν αμέσως. Αχ, τι απόλαυση! Να έχεις την ευχή μου, καλέ μου ανεμιστήρα!
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ο καναπές μου, αν δεν είναι χρονομηχανή, είναι τουλάχιστον μαγικός και, άρα, θα πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική όταν αποκοιμιέμαι επάνω του. Θα πρέπει, για καλό και για κακό, να έχω δίπλα μου πάντα ένα ημερολόγιο, για να βρίσκω τη σωστή μέρα, όταν ξυπνάω. Και ίσως, ακόμα και έτσι, να χρειάζεται να διασταυρώσω την πληροφορία και με άλλες πηγές.
Βέβαια, όταν το ξανασκέφτηκα, λίγο αργότερα - που είχα ξυπνήσει για τα καλά - είδα ότι ίσως η αιτία να ήταν πιο απλή, και τελικά σκέφτηκα ότι μάλλον έφταιγε η ζέστη.
Επειδή είναι αλήθεια, κάνει ζέστη. Ζέστη που τη νιώθεις παντού τριγύρω, στον αέρα, στα αντικείμενα, στο δέρμα σου, παντού...
Και αφού αναγνώρισα τη σοβαρότητα της κατάστασης, αποφάσισα να φέρω τον σκλάβο να μου κάνει αέρα. Ξέρω, ξέρω, έχω ζαλίσει τους πάντες με τα περί ελευθερίας και δημοκρατίας, αλλά ναι, το ομολογώ, έχω έναν σκλάβο. Η αλήθεια, δε, είναι ότι δεν τον αγόρασα εγώ από το σκλαβοπάζαρο, άλλος τον αγόρασε και μου τον πρόσφερε ως δώρο.
Και να σκεφτεί κανείς ότι στην αρχή δεν τον ήθελα... Κι όμως, να που χρειάζεται ένας σκλάβος. Ξέρετε, από εκείνους που κρατάνε εκείνες τις τεράστιες βεντάλιες από φτερά και κάνουν αέρα δροσίζοντας τα αφεντικά. Ένας τέτοιος σκλάβος τελικά χρειάζεται.
Φυσικά, προσπαθώ να μην τον πολυεκμεταλλεύομαι. Προσπαθώ να ζητάω τις υπηρεσίες του όσο πιο σπάνια γίνεται, αλλά σήμερα το αποφάσισα: ήρθε η ώρα του σκλάβου.
Και μη φανταστείτε ότι ο σκλάβος μου είναι κανένας σωματαράς μαύρος, με κρίκο στο αυτί και τουρμπάνι. Όχι, όχι, αυτά μόνο στις ταινίες. Ο δικός μου ο σκλάβος είναι κοντούλης, νάνος θα έλεγε κανείς, και ανοιχτόχρωμος. Τη δουλειά του όμως την κάνει και αυτό είναι το σημαντικό.
- Αέρα, παρακαλώ, του είπα όταν τον ανέβασα από την αποθήκη, όπου ήταν ξαπλωμένος.
- Πόσο δυνατό; με ρώτησε.
- Αρκετά, απάντησα.
- Έτσι είναι καλά; ρώτησε.
- Τέλεια! Αλλά μην κουνιέσαι πέρα-δώθε, να κάνεις αέρα σταθερά προς τη μεριά μου.
- Μάλιστα, κυρία, μου είπε και επιδόθηκε στο έργο του.
Και ο αέρας δρόσισε σχεδόν αμέσως. Αχ, τι απόλαυση! Να έχεις την ευχή μου, καλέ μου ανεμιστήρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
To comment or not to comment? That is the question